Ο γνωστός βρετανός νεοελληνιστής μιλάει για την Ελληνική Επανάσταση, το πλαίσιο της εποχής της και την εικόνα μας για αυτήν σήμερα
Στα σαράντα και πλέον χρόνια κατά τα οποία ο Ρόντρικ Μπίτον μελετά γόνιμα τον ελληνικό πολιτισμό (τριάντα, μάλιστα, από το 1988 ως το 2018, ως κάτοχος της έδρας «Κοραή» του Κινγκς Κόλετζ στο Λονδίνο), έχει προσεγγίσει την πορεία της νεότερης Ελλάδας από πολλές διαφορετικές όψεις. Ερεύνησε τη μεσαιωνική και τη νεοελληνική λογοτεχνία, έγραψε μια υποδειγματική βιογραφία του εθνικού ποιητή Γιώργου Σεφέρη, διάβασε τον Νίκο Καζαντζάκη ως «μοντερνιστή και μεταμοντέρνο», μετέφερε την εξωτερική πρόσληψη της επαναστατημένης χώρας μέσα από την οπτική του Λόρδου Μπάιρον στο Μεσολόγγι. Oλα αυτά τα διακριτά μεταξύ τους νήματα έρευνας συνυφαίνονται στο πρόσφατο έργο του με τίτλο Ελλάδα. Βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους (εκδ. Πατάκη) όπου η ιστορία της ελληνικής κοινωνίας από τον 18ο αιώνα παρουσιάζεται υπό το εύρημα των ηλικιακών όρων του ανθρώπινου βίου – από τη νεανική ηλικία της συγκρότησής της ως κράτους μέχρι την ωριμότητά της στις αρχές του 21ου αιώνα. Είναι η γέννησή της ωστόσο που θα μας απασχολήσει στη συζήτησή μας: οι προϋποθέσεις, οι περιστάσεις, τα πρόσωπα, οι ιδέες, η σημερινή εικόνα της Επανάστασης του 1821.
Πώς βλέπουμε πλέον την Ελληνική Επανάσταση ως «ευρωπαϊκό γεγονός», ποια είναι η θέση της στη λεγόμενη «Εποχή των Επαναστάσεων» του 19ου αιώνα;
«Η οικεία σε όλους ιστορία έχει ως αφετηρία της τη Γαλλική Επανάσταση το 1789 και στη συνέχεια μεταπηδά τάχιστα στο «έτος των επαναστάσεων» του 1848, την ιταλική και τη γερμανική «ενοποίηση» της δεκαετίας του 1860. Στην πραγματικότητα όμως η Ελληνική Επανάσταση της δεκαετίας του 1820 ήταν η πρώτη πλήρως επιτυχής εθνικού και φιλελεύθερου χαρακτήρα επανάσταση στην Ευρώπη, ακολουθώντας το μοτίβο που είχε ήδη παρουσιαστεί στη Βόρεια και στη Νότια Αμερική και εγκαθιδρύοντας ένα πρότυπο που θα ακολουθούνταν απαραίτητα όποτε εμφανιζόταν ένα έθνος-κράτος έπειτα από επαναστατικό πόλεμο: στην Ιταλία μεταξύ 1859 και 1871, για παράδειγμα, στην Τουρκία μεταξύ 1920 και 1923 ή στα Βαλκάνια τη δεκαετία του 1990».
Roderick Beaton – Ελλάδα. Βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους
Μετάφραση Μενέλαος Αστερίου.
Εκδόσεις Πατάκη, 2020, σελ. 574, τιμή 22,90 ευρώ
Σε ποιον βαθμό υπήρξε η Επανάσταση αποτέλεσμα οικονομικής αστάθειας, μιας αναμενόμενης καθήλωσης ή απώλειας ευημερίας που άλλαξε την οπτική μιας γενιάς;
«Οπως όλοι σχεδόν οι πόλεμοι, έτσι και αυτός διακρίνεται από πολλαπλά αίτια. Και παρά το πλήθος των όσων έχουν γραφτεί για το ζήτημα, δεν πιστεύω ότι τα αίτια στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουν γίνει σαφώς κατανοητά. Εχουμε ενδείξεις μιας έντονης οικονομικής ύφεσης που επηρέασε κομβικές ελληνικές κοινότητες όπως εκείνες των πλοιοκτητών της Υδρας και των γαιοκτημόνων και σταφιδοπαραγωγών της Πελοποννήσου λίγο πριν από το 1821. Πρόσφατα, πριν από τον θάνατό του, ο οικονομικός ιστορικός Βασίλης Κρεμμυδάς είχε επιστήσει την προσοχή στο γεγονός αυτό ως παράγοντα εξήγησης της έκρηξης του πολέμου το 1821. Είναι δύσκολο να πει κανείς όμως πόσο σημαντικός ήταν σε σχέση με άλλους: τις συνωμοτικές κινήσεις της Φιλικής Εταιρείας, την εξέγερση του Αλή Πασά κατά του σουλτάνου το 1820 ή την αναπτυσσόμενη εθνική συνείδηση ενός αυξανόμενου αριθμού Ελλήνων που προσλάμβαναν τις ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Υπάρχουν περισσότερα που πρέπει να γίνουν στο πεδίο αυτό και ας ελπίσουμε ότι και εδώ η επέτειος θα αποτελέσει έναυσμα για ενασχόληση εκ μέρους των ειδικών».
Η ροή και η μείξη των ιδεών της εποχής φαίνεται, νομίζω, πολύ καθαρά στη σκηνή από το προηγούμενο βιβλίο σας, Ο πόλεμος του Μπάιρον, όπου ο Λόρδος Βύρων και ο Τζον Χόμπχαους επισκέπτονται την οικία Λόντου στο σημερινό Αίγιο και ακούν το τραγούδι «Δεύτε παίδες των Ελλήνων» να άδεται στον ρυθμό της «Μασσαλιώτιδας».
«Η Γαλλική Επανάσταση είναι ένας παράγοντας ανυπέρβλητης σημασίας. Τόσο ο Ρήγας όσο και ο Κοραής επηρεάστηκαν βαθύτατα από τα γεγονότα της Γαλλίας και ιδιαίτερα από τον τρόπο με τον οποίο οι ηγέτες της Επανάστασης στο Παρίσι υιοθέτησαν τις ιδέες περί έθνους που είχαν αναπτυχθεί από τον Διαφωτισμό. Μεγάλο μέρος της ιδεολογίας και της πρακτικής της επαναστατικής Γαλλίας βασιζόταν στην αναβίωση όψεων της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Αν οι Γάλλοι μπορούσαν να «χρησιμοποιήσουν» κατ’ αυτόν τον τρόπο την αρχαία Ρώμη ώστε να υποστηλώσουν ένα σύγχρονο επαναστατικό κράτος, δεν θα μπορούσαν οι Ελληνες να τους ξεπεράσουν οικοδομώντας το δικό τους σύγχρονο κράτος σε θεμέλια ακόμη παλαιότερα και μάλιστα υψηλότερου κύρους στα μάτια των σύγχρονών τους Ευρωπαίων;».
Eνα συναρπαστικό στοιχείο της Ελληνικής, όπως και όλων των επαναστάσεων εν γένει, είναι η μεταμόρφωση των ταυτοτήτων όσων παίρνουν μέρος σε αυτές. Ο Μακρυγιάννης από έμπορος γίνεται οπλαρχηγός, ο Μαυροκορδάτος από στέλεχος της φαναριώτικης γραφειοκρατίας, ολοκληρωμένος πολιτικός άνδρας. Είναι οι επαναστάσεις πεδίο θεμελιωδών μετατροπών της ζωής των ατόμων;
«Βεβαίως, οπωσδήποτε! Και υπάρχει φυσικά και το παλιό αξίωμα για τις επαναστάσεις που τρώνε τα παιδιά τους, το οποίο φοβάμαι ότι πολύ συχνά επαληθεύεται από τα γεγονότα. Σκεφτείτε την απώλεια, την καταστροφή ζωών και περιουσιών, την τρομερή βία, ας πούμε, στο Παρίσι της «Τρομοκρατίας» του 1793 ή σε πολλά μέρη της Ελλάδας στη δεκαετία του 1820. Παρά το ότι τιμούμε όσα επιτεύχθηκαν με παρόμοια μέσα, θα πρέπει, νομίζω, να αποδεχθούμε και την απεχθή πραγματικότητα. Σε μια λιγότερο δυσοίωνη νότα, πάντως, ας προσθέσουμε ότι ο πόλεμος πιθανότατα πάντοτε αλλάζει τις ζωές των επιζώντων, κάποτε μάλιστα με τρόπο που κανείς δεν θα φανταζόταν προηγουμένως. Υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις στην Ελληνική Επανάσταση, αυτών που αναφέρετε συμπεριλαμβανομένων. Κανείς από τους ηγέτες που αναδείχθηκαν εκείνα τα χρόνια δεν είχε εκπαιδευθεί για να ασκήσει τον ρόλο τον οποίο τελικά ανέλαβε. Και η αντιστροφή της τύχης δεν ήταν πάντοτε ειρηνική – σκεφτείτε τη δίκη-παρωδία και τη διαπόμπευση του Κολοκοτρώνη, ο οποίος σε δημοσκόπηση του 2020 θεωρείται από το 90% των Ελλήνων ως η σπουδαιότερη προσωπικότητα της Επανάστασης. Ακόμη και ο Μακρυγιάννης έχασε την εύνοια των Βαυαρών και αποσύρθηκε, όπως είναι πολύ γνωστό, για να «καλλιεργήσει τον κήπο του», κατά τη φράση του Βολταίρου, στον αγρό κάτω από την Ακρόπολη που φέρει ως σήμερα το όνομά του».
Roderick Beaton – Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 και η παγκόσμια σημασία της
Μετάφραση Δέσποινα Κανελλοπούλου.
Εκδόσεις Αιώρα, 2021, σελ. 96, τιμή 10,80 ευρώ
Ο σκώτος ιστορικός Τζορτζ Φίνλεϊ, ο οποίος έζησε στην επαναστατημένη Ελλάδα, έλεγε, αν θυμάμαι καλά, ότι οι Eλληνες θα ήταν σε καλύτερη θέση αν δεν είχαν κυβέρνηση και μεγάλες ιδέες. Υπήρξε όντως ένα χάσμα μεταξύ των προσδοκιών που καλλιέργησε η Επανάσταση και της πραγματικότητας του μετεπαναστατικού κράτους. Θα μπορούσε η Ελλάδα να είχε πλησιάσει περισσότερο τον ευρωπαϊκό πυρήνα τότε και είχε δίκιο ο Φίνλεϊ όταν επέκρινε τη «Μεγάλη Ιδέα» ως εμπόδιο;
«Δεν θυμάμαι ούτε εγώ επακριβώς τα λόγια του Φίνλεϊ, σίγουρα όμως ακούγονται ταιριαστά με τον χαρακτήρα του! Ο Φίνλεϊ απογοητεύθηκε βαθύτατα από το νέο ελληνικό κράτος που δημιουργήθηκε μετά την Επανάσταση. Βέβαια, το ίδιο συνέβη και με πολλούς Ελληνες – και αυτός είναι ένας λόγος για το ότι ο Μακρυγιάννης αφιέρωσε τα τελευταία του χρόνια στη συγγραφή των Απομνημονευμάτων του. Ενα από τα χαρακτηριστικά παράπονα του Φίνλεϊ είναι ότι μια γενιά μετά την Επανάσταση η ελεύθερη Ελλάδα δεν προσέλκυε τεράστιους αριθμούς Ελλήνων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αντίθετα, παραπονιόταν ότι πάρα πολλοί Ελληνες εγκατέλειπαν την ελευθερία του Βασιλείου της Ελλάδος προκειμένου να αναζητήσουν την τύχη τους… υπό τους Τούρκους! Πρέπει να θεωρήσουμε αλήθεια λοιπόν ότι πολλές ευκαιρίες χάθηκαν εκείνες τις πρώτες μετεπαναστατικές δεκαετίες. Ισως δόθηκε υπερβολικά πολλή προσοχή στο αρχαίο παρελθόν και όχι αρκετή στην οικοδόμηση ενός δυναμικού μέλλοντος; Και πάλι, όμως, αργότερα εμφανίστηκαν ο Χαρίλαος Τρικούπης και ο Ελευθέριος Βενιζέλος που όντως επιχείρησαν να στρέψουν τη χώρα προς την κατεύθυνση αυτή. Και ας μην ξεχνάμε εν τέλει ότι, παρά τις αυστηρές επικρίσεις του κατά του ελληνικού κράτους και των ηγετών που το δημιούργησαν, ο Φίνλεϊ επέλεξε να ζήσει στην Αθήνα ως τον θάνατό του, το 1875».
Τα κεφάλαια που αφιερώνετε στο 1821 στο βιβλίο σας Ελλάδα. Η βιογραφία ενός έθνους δίνουν πρόσωπα, γεγονότα και ερμηνείες με αδρές πινελιές παρουσιάζοντας το όλον διά του μέρους. Στο ακόμα πιο πρόσφατο σύντομο έργο σας Η Ελληνική Επανάσταση και η παγκόσμια σημασία της μας δώσατε μια γενικότερη σύνοψη. Αν αφιερώνατε ένα ολόκληρο βιβλίο πλήρους μεγέθους στο θέμα, ποια πορεία θα ακολουθούσατε;
«Λοιπόν, να μια καλή ιδέα, ίσως και να το δοκιμάσω αυτό που προτείνετε! Η ιστορία που θα ήθελα να αφηγηθώ θα ήταν μια ιστορία πολιτικής και διπλωματίας, τόσο εντός όσο και εκτός της επαναστατημένης Ελλάδας. Εν μέρει γιατί δεν με συγκινεί η ανάγνωση μαχών και σφαγών, αλλά και γιατί αυτές οι όψεις της Επανάστασης έχουν, ας μου συγχωρεθεί η έκφραση, εξιστορηθεί μέχρι τελικής πτώσεως. Από την εποχή του Φίνλεϊ, του Γκόρντον, του Σπυρίδωνα Τρικούπη και των πολυπληθών απομνημονευμάτων των αγωνιστών η πορεία του πολέμου έχει χαρτογραφηθεί επανειλημμένα. Και είναι ενδεικτικό ότι όλες σχεδόν οι αφηγήσεις αφιερώνουν δυσανάλογα μεγάλο χώρο στα χρόνια 1821-1822 σε σχέση με την υπόλοιπη δεκαετία. Δεν υπάρχει καν συμφωνία για το καταληκτικό σημείο της Επανάστασης. Ηταν το 1828, όταν έληξε ουσιαστικά η οθωμανική αντίσταση στην Ελλάδα; Ή ήταν το 1830, όταν το Πρωτόκολλο του Λονδίνου αναγνώρισε για πρώτη φορά την «πλήρη ανεξαρτησία» της Ελλάδας; Ή το 1832, όταν μια άλλη συνθήκη καθόρισε τα πρώτα της σύνορα και όρισε τον Οθωνα της Βαυαρίας βασιλιά χωρίς σύνταγμα; Ή, μήπως, το 1833, όταν αφίχθηκε ο Οθωνας επικεφαλής γερμανικού στρατού; Μια διπλωματική ιστορία της σύγκρουσης θα εστίαζε σε αυτά τα τελευταία χρόνια και την αλληλεπίδραση μεταξύ ελλήνων ηγετών και ξένων δυνάμεων που τη δεδομένη στιγμή βρίσκονταν σε ανταγωνισμό μεταξύ τους για την επιρροή στην περιοχή. Γνωρίζω ότι το λέω καθ’ υπερβολήν, θα έμπαινα όμως στον πειρασμό να διατυπώσω το επιχείρημα ότι η ελευθερία της Ελλάδας δεν κερδήθηκε στα πεδία των μαχών, αλλά στις αίθουσες των επιτροπών και τα διπλωματικά κονκλάβια της Ευρώπης!».
«Ο πόλεμος πάντοτε αλλάζει τις ζωές των επιζώντων, κάποτε μάλιστα με τρόπο που κανείς δεν θα φανταζόταν προηγουμένως. Κανείς από τους ηγέτες που αναδείχθηκαν εκείνα τα χρόνια δεν είχε εκπαιδευθεί για να ασκήσει τον ρόλο τον οποίο τελικά ανέλαβε»
Η συνείδηση της κοινής γνώμης και η επιστήμη
Σε περυσινή δημοσκόπηση σχετικά με την Επανάσταση τα ευρήματα δείχνουν ότι το ελληνικό κοινό θεωρεί πως η Ρωσία είχε τη σημαντικότερη συμβολή μεταξύ των Προστάτιδων Δυνάμεων, δεν είναι σίγουρη αν ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ αφόρισε την Επανάσταση και παραμένει πεπεισμένη ότι το κρυφό σχολειό υπήρξε. Υπάρχει ένα κενό μεταξύ της ιστορικής γνώσης και της πρόσληψης των δεδομένων από την κοινή γνώμη.
«Ομολογώ ότι ως Βρετανός αισθάνθηκα έναν κάποιον εκνευρισμό όταν είδα το υπέρ της Ρωσίας αποτέλεσμα της δημοσκόπησης! Για να μιλήσουμε σοβαρά, όμως, μια εξαίρετη πρόσφατη μελέτη, αυτή του Λούσιαν Φρέρι, αντλεί εκτεταμένο υλικό από τα ρωσικά αρχεία υποστηρίζοντας το επιχείρημα ότι πράγματι η Ρωσία υπήρξε ο σημαντικότερος παράγοντας μεταξύ των Τριών Δυνάμεων. Οι δυτικές πηγές όντως υποβαθμίζουν τη σημασία του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1828-1829 που έληξε με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης. Δεν πιστεύω ότι η απελευθέρωση της Ελλάδας ήταν μεταξύ των στόχων του πολέμου, ωστόσο η έκβασή του πράγματι οδήγησε ευθέως στην αναγνώριση της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους. Οσο για τα υπόλοιπα ευρήματα, οπωσδήποτε αποδεικνύουν ότι η συνείδηση της κοινής γνώμης απέχει από τη γνώση τής, ας το πούμε χαλαρά, “επιστήμης”. Ωστόσο, αυτό συμβαίνει παντού – θα έλεγα μάλιστα ότι υφίστανται και χειρότερα παραδείγματα στη δική μου πατρίδα, για να μην πούμε για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής».