Οι εμφύλιοι του Εικοσιένα προειδοποιούσαν για τα ερχόμενα. Σαν να προτύπωναν τους θριάμβους του 1912-13 και τον διχασμό του 1915 ή το έπος του 1940 και τον εμφύλιο σπαραγμό του 1946-1949. Και στις τρεις περιπτώσεις σπουδαίο ρόλο διαδραματίζει το πολιτισμικό υπόστρωμα, με βαθύτερα κοιτάσματα διαιρέσεως την αυτοβεβαίωση και την εντοπιότητα σε διαφορετικές μορφές, υπόβαθρο νοοτροπιών οι οποίες ανάγουν συναισθηματικά τα επιμέρους βιώματα σε μεγέθη απόλυτα.
Η διαμάχη μεταξύ Ρουμελιωτονησιωτών και Πελοποννησίων με διακύβευμα την κεντρική ή την αποκεντρωμένη διοίκηση, εκατό χρόνια αργότερα μεταλλάχθηκε σε σκληρή αντιπαράθεση μεταξύ Παλαιάς Ελλάδος και Νέων Χωρών, στα πλαίσια μιας ανισοδυναμίας του έθνους και του κράτους. Σταυρικό σημείο της διαφοράς γίνεται πλέον η ένταση ανάμεσα στον λυτρωμένο από τη δουλεία ελληνισμό και τον υπόδουλο ακόμη, με προέκταση την αντιπαράθεση για την προτεραιότητα της εσωτερικής ανασυντάξεως ή του εθνικού αλυτρωτισμού.
Κι εδώ η έλλειψη αυτοσυνειδησίας των οπαδών μετέτρεψε την ίδια τη διαίρεση σε τρόπο «αυτογνωσίας». Ο αφανισμός του εχθρού δικαίωνε ηθικά και πολιτικά την εικόνα του επιτιθέμενου μαζί με τα πιστεύω του, οι «ιδέες» προεκτείνονταν σε συναισθήματα, ενώ η πτήση και η ανάταση γύριζαν εύκολα σε πτώση. Πρόκειται για το ευμετάβλητο του χαρακτήρα μας.
Κατ’ εξοχήν πεδίο της αναμετρήσεως ήταν επίσης ο χώρος. Ο χώρος ως γενέτειρα δεν καταργεί τον χρόνο. Απλώς χρονικότητα της γενέτειρας αποτελεί το παρελθόν, που με τη ρητορική του καφενείου μεταφράζεται σε «ενέργεια» κι ας πρόκειται για αγκύλωση. Το μέλλον της κοινωνίας δείχνει προδιαγεγραμμένο από το παρελθόν, ώστε να προσλαμβάνεται σαν πεπρωμένο, οπότε το προκαλούμενο αναπνευστικό έμφραγμα δίνει στο πάθος της διχόνοιας, εις βάρος κάθε ανοίγματος με τη μορφή ενότητος.
Η πατρίδα είναι τόπος ενός φυσικού Εγώ και συνδέεται με την ιδιοκτησία του χώρου, ο κύριος του οποίου αποκτά εικόνα εαυτού και φιλότιμο από την κατοχή της γης. Απέναντι στο κράτος μένουμε ψυχροί όσο και αν αναγνωρίζουμε τη σημασία του, η πατρίδα όμως μας αγγίζει βαθιά. Ο προνεωτερικός άνθρωπος στερείται υποκειμενικότητος, κάτι που διευκολύνει εμφύλιες διαμάχες και τις μεταπτώσεις από τα έπη σε ηθικά ναυάγια, από τα ύψη στα τάρταρα.
Τις δύο παρατάξεις χώριζε στρατηγικά το κράτος και ο ρόλος του. Οι βενιζελικοί το αντιλαμβάνονταν ως παράγοντα συνοχής και εκσυγχρονισμού· οι αντιβενιζελικοί ως διοικητική μηχανή και γι’ αυτό επέμεναν να ταυτίζουν το έθνος με τον λαό. Ο πατριωτικός εθνικισμός συνεπάγεται ένα χρόνο που κυλά προς τα πίσω. Ο χώρος εδώ αποτελεί το κυρίως ζητούμενο και ο χρόνος ακολουθεί σαν εμμονή στο παρόν – ένα «τώρα» το οποίο βιώνουμε συγκυριακά σαν ευκαιρία ή σαν απουσία προβλέψεως και οργανώσεως, θα έλεγα ανευθυνότητα από αδιαφορία. Υπερτιμούμε την τύχη, είμαστε ανέμελα αισιόδοξοι και προσδοκούμε παυσίλυπο μέλλον. Το παρόν φτωχαίνει τόσο στο προβάδισμα του παρελθόντος, ώστε το τελευταίο να αναπαράγεται σαν μέλλον. Ως ευκαιριακό παρόν τίθεται εκτός ιστορικού γίγνεσθαι και χάνει κάθε ορμή προς τα εμπρός, ενώ τα γεγονότα καταντούν εφήμερες ειδήσεις και εξανεμίζονται.
Ομως το εγχρονικό παρόν έχει μεταβατική ενέργεια, δεν είναι απομονωμένο «τώρα». Ακινητοποιώντας το παρόν στο στιγμιαίο «τώρα» κατασκευάζουμε κάτι που απαιτεί, όπως η φύση, απλώς να το αισθανόμαστε. Εξ ου και η συνθήκη του στιγμιαίου παρόντος μας κάνει έντονα συναισθηματικούς. Εννοείται πως αδειάζοντας το παρόν από νόημα και θέληση να αναγεννηθεί στην ιστορική πράξη, το οδηγούμε σε κρίση. Η ιστορία είναι έργο δημιουργίας μέλλοντος, στο οποίο μετέχει και η ζωντανή παράδοση.
Τη σύγκρουση των δύο κόσμων προσωποποιεί η αντιβολή του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Ιωνος Δραγούμη (βλ. και Βασίλη Καραποστόλη, «Διχασμός και εξιλέωση», 2010, σελ. 151-210). Μπορεί ο βασιλεύς Κωνσταντίνος να ήταν το σύμβολο του υπερχρονικού εθνικισμού, όμως ο Δραγούμης εξέφραζε πνευματικά την αντιβενιζελική εκδοχή του. Οτι το Εικοσιένα είχε αισία έκβαση επειδή διεθνοποιήθηκε, ο Βενιζέλος το ανήγαγε σε ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής του, που συνδύαζε την ανασυγκρότηση του κράτους με τον αλυτρωτισμό της Μεγάλης Ιδέας. Αντιλαμβανόταν πως η Ελλάδα μόνη της δεν ήταν εις θέσιν να επιτύχει σπουδαία πράγματα. Του διέφευγε ωστόσο είτε υποτιμούσε τη διαφορά του λαϊκού Εγώ της εντοπιότητος από το πολιτικό Εγώ του εθνικού κράτους. Υπ’ αυτό το πρίσμα και η Συνθήκη των Σεβρών ενδέχεται να ενοχλούσε ή να φόβιζε τους παλαιοελλαδίτες αντιπάλους του, ώστε η ιδέα της «μικράς αλλ’ εντίμου Ελλάδος» να καταπιεί την Ελλάδα «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», οδηγώντας σε μοιραία εκλογική του ήττα.
Ο Βενιζέλος ανέπνεε τον αέρα της εθνικής αποκαταστάσεως χωρίς να παραβλέπει τη σημασία των υλικών μέσων και των συμμαχιών. Οραματιζόταν και ταυτόχρονα σχεδίαζε σταθμίζοντας το κύριο και το δευτερεύον· πρόσεχε εξίσου το σύνολο και τις λεπτομέρειες στην οικοδόμηση ενός ισχυρού κράτους, για τον χαρακτήρα και τη στερεότητα του οποίου έδινε μάχες ακατάπαυστα. Η μεσσιανική ακτινοβολία του πολιτικού του χαρίσματος, η διάχυτη πεποίθηση ότι «αυτός είναι η λύση», τον έφερνε σε σύγκρουση με το υπερβατικό μεγαλείο του Θρόνου.
Η παθητικότητα της μάζας γυρνά εύκολα σε συλλογική φρενίτιδα. Το γνώριζε ο Βενιζέλος και επέμενε στην υπευθυνότητα των πολιτών γινόμενος αντιπαθής στον λαϊκό άνθρωπο, ο οποίος απορροφημένος με το «τώρα» των βιοτικών δεν νοιαζόταν για την κοινωνία ούτε έδινε προτεραιότητα στην παιδεία και στη γνώση. Η ευθύνη προϋποθέτει εμβίωση της διαρκείας του χρόνου, ένα παρόν με αναφορές στο παρελθόν και ανοίγματα στο μέλλον. Ο άνθρωπος αυτός αντί να πάρει σοβαρά την καταστροφή του 1922, βολεύτηκε θετικά ή αρνητικά με την εκτέλεση των Εξι, οπότε ξαναγυρίσαμε στα μπαλώματα αφήνοντας κάθε σκέψη για αυτογνωσία και αυθυπέρβαση.
Ο Βενιζέλος υπήρξε για την Ελλάδα κορυφαία πολιτική προσωπικότητα. Συνδυάζοντας τη Μεγάλη Ιδέα με τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό και την ελληνοβρετανική συναντίληψη, προχωρώντας σε συμβιβασμούς εν ονόματι της εθνικής ομοψυχίας, με τους πολέμους του 1912-13 διπλασίασε τη χώρα. Ομως εκεί που με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δόθηκε η ευκαιρία στο ελληνικό κράτος να ενσωματώσει υπό την ηγεσία του επιπλέον αλύτρωτους πληθυσμούς με τα εδάφη τους, η Παλαιά Ελλάδα απέκλεισε αυτή τη δυνατότητα αντιπαραθέτοντας έναν «εσωστρεφή πατριωτισμό» στον εθνικό αλυτρωτισμό του (πρβλ. σχετικά Γ. Μαυρογορδάτου, «1915: Ο Εθνικός Διχασμός», Αθήνα 2015).
Οι άλλοτε θανάσιμοι εχθροί, Πελοποννήσιοι και Ρουμελιωτονησιώτες, τώρα ενωμένοι συγκρούσθηκαν με την Ελλάδα των Νέων Χωρών και των αλυτρώτων εν γένει. Δεσπόζει πάντα στον παλαιοελλαδιτισμό το διαιρετικό πνεύμα της εντοπιότητος και της αυτοβεβαιώσεως, στα ασφυκτικά όρια των οποίων οι άνθρωποι πολεμούσαν μεταξύ τους διεκδικώντας το παρελθόν. Εσωστρεφής πατριωτισμός και εξωστρεφής εθνικισμός αντί να συνδυασθούν κατέληξαν σε νέο διχασμό με δυναμική εμφυλίου πολέμου, καθώς η προνεωτερική εμπάθεια διέβρωνε τη συνεκτική ενέργεια του εθνικού κράτους. Εάν δεν το κατανοήσουμε αυτό, η κρίση της λεγομένης εθνικής ολοκληρώσεως θα παραμένει «για να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση» με νέους εφιάλτες.
Ο Βενιζέλος εν μέρει ηττήθηκε από τις κοινωνικές αδράνειες κι εν μέρει από την εικόνα που διέθετε για τον εαυτό του και εικόνα «μιας Ελλάδος τυχερής αφού εκείνος ακόμη ζούσε». Εχασε την επαφή με την πραγματικότητα και κατέληξε κινηματίας επειδή με τις επιτυχίες του έχασε τα όριά του. Του διέφυγε ότι δεν μετρά καθ’ εαυτήν η πραγματικότητα αλλά ο τρόπος με τον οποίο την προσλαμβάνουμε. Δεν εξαπατήθηκαν από κακοήθεις αντιπάλους του όσοι τον κατεψήφισαν το 1920· τους κέρδισε ο μύθος, «του αητού ο γυιος» που «όλο πάει εμπρός», η αναντιστοιχία του λαϊκού αισθήματος και της κρατικής ταυτότητος, ασχέτως εάν και τα δύο ορκίζονταν στο έθνος. Ο Βενιζέλος ένιωθε άνετα με τις εκλογές. Ισως να βίωνε μ’ αυτές μια τελετουργική επιβεβαίωση του μεγαλείου του ως ηγέτη του έθνους. Δεν δυσκολευόταν να τις κάνει, όπως εγκατέλειπε συστηματικά την Ελλάδα κάθε φορά που έχανε.
Οι βενιζελικοί αντιλαμβάνονταν το κράτος ως παράγοντα συνοχής και εκσυγχρονισμού· οι αντιβενιζελικοί ως διοικητική μηχανή.
Ο Ιων Δραγούμης αντιπροσώπευε έναν σκεπτόμενο αντιβενιζελισμό. Σύγκραμα ατομισμού και εθνικισμού, πατούσε με το ένα πόδι στο έδαφος της γενέτειρας του ατόμου κοινότητος και με το άλλο στην ιδέα του έθνους ως λαού, παρακάμπτοντας το κράτος που αντιλαμβανόταν σαν διοικητική μηχανή. Η κοινοτική συνθήκη διαμορφώνει νοοτροπίες και συμπεριφορές με προεξάρχον αίτημα την αυτοκατάφαση. Εξ ου και η άσπονδη συνύπαρξη εντός μας του θετικού και του αρνητικού, του ανοικτού και του κλειστού, συνύπαρξη η οποία μας κάνει ματαιόδοξους και υποτακτικούς, άστατους, ιδιοτελείς και φιλότιμους, διαθέσιμους και πολωτικούς.
Ο Δραγούμης αισθανόταν, όπως ο Σικελιανός, κήρυκας νέας θρησκείας, την οποία χρειαζόταν ο λαός για να αναγεννηθεί. Οι αδυναμίες των άλλων τού ήταν ανυπόφορες και ήθελε να καθοδηγεί αφ’ υψηλού. Βάραινε μέσα του ο εγωισμός του μόνου, που βρίσκει παρηγοριά στο υπερχρονικό, και θεωρούσε τη διάκριση των ξεχωριστών από το πλήθος εφαλτήριο για καινούργια ζωή. Ενιωθε κοντά στον βασιλικό θεσμό και τον ενσαρκωτή του Κωνσταντίνο, ενώ στο πρόσωπο του Βενιζέλου αναθεμάτιζε τον «μικροπολιτικό» ο οποίος εξαπατά τους δικούς του και «κάνει τεμενάδες στους ξένους», που «δεν αισθάνεται μέσα του ελληνική ιστορία», αγνοεί το Βυζάντιο και «νιώθει μόνο ένα κράτος Ελλαδικό που πρέπει να μεγαλώσει λίγο» (βλ. «Τα κρυμμένα ημερολόγια», 2021, σελ. 109 και 172). Τον ενδιέφερε ζωτικά να ξεφύγουμε από την αδράνεια και έθετε το βίωμα υπεράνω των αφηρημένων εννοιών, αλλά στην αδυναμία του να συνδυάσει τις φιλοσοφικές με τις πολιτικές του αντιλήψεις κατέφυγε στον ρομαντισμό του λαϊκού πολιτισμού.
Οι αντίμαχες δυνάμεις με τις οποίες πάλευε ο Δραγούμης μέσα του ήταν το σύνολο και το άτομο, επέλεξε μάλιστα να τις ενώσει στο ύψος του έθνους μέσω του πολιτισμού. Πίστευε πως κάτι τέτοιο θα βοηθούσε τον ελληνισμό να κάνει τα δικά του βήματα, να συνδυάσει τη συντήρηση με την πρόοδο, τη συνδρομή όσων «θα έχουν σπουδάσει βαθιά τον εαυτό τους».
Αναλογιζόταν ένα πολιτισμό αυτοπεποιθήσεως ριζωμένο στη δημοτική παράδοση και γλώσσα, πολιτισμό εθνικό και υπερεθνικό, ενώ συγχρόνως οραματιζόταν μία μεγάλη ανατολική επικράτεια, με τμήματά της την Τουρκία, την Ελλάδα και άλλα έθνη. Εβλεπε τους Τούρκους να αδυνατίζουν ως κατακτητικός λαός και πίστευε πως οι Ελληνες θα μπορούσαν, με την έμφυτη αξιοσύνη τους, να γίνουν συγκυρίαρχοι με τους Τούρκους και μετά να τους υποσκελίσουν, εάν διεμόρφωναν ισχυρή πνευματική ηγεσία. Παρέβλεπε ωστόσο τον ανερχόμενο τουρκικό εθνικισμό.
Κατά την κρίση του η αυτοσυνειδησία μας παρέπεμπε στην αίσθηση του ανατολισμού μας. Εννοείται με την ευτυχή έκβαση των βαλκανικών πολέμων κάθε ιδέα ανατολικής ομοσπονδίας ακυρώθηκε, αλλά του έμεινε η αλλεργία για την πολιτική με σημείο αναφοράς κυρίως το κράτος.
Το σχήμα της σκέψεως του Δραγούμη ήταν άτομο – πολιτισμός – έθνος. Ενα σχήμα με αποκλειστικά στρατηγικόν ορίζοντα, χωρίς πεδίο για την πολιτική πράξη με τους τακτικούς της ελιγμούς. Θεωρούσε πως η συνείδηση ενός έθνους πρέπει να λάβει μορφή Μεγάλης Ιδέας, ώστε η ύπαρξή του να είναι για τους ανθρώπους κάτι εξόχως σημαντικό. Η ιδέα τούτη καθιστά εφικτή την αφομοίωση των ξενικών στοιχείων, όπως και τη δημιουργική λήθη της παραδόσεως, η οποία «συνδέει ως μνήμη σε έθνος τα άτομα μιας Φυλής». Αλλά το βάρος του πολιτισμού του έπεφτε στη διάπλαση ανωτέρων ανθρώπων και όχι στην ενότητα της θελήσεως με τη σκέψη και την πράξη του ανθρώπου. Αυτό διότι κατανοούσε το γίγνεσθαι σαν χρονικό δεσμό των μελών μιας ολότητος, τη διαρκή συνοχή της οποίας κατοχύρωνε το όμαιμον. Δεν διέκρινε καθαρά μεταξύ ενθυμήσεως και μνήμης. Η πρώτη γεφυρώνει χρονολογικά το παρελθόν με το παρόν· η δεύτερη συνδέει το παρελθόν με το μέλλον διά του νοήματος, το οποίο είναι πάντοτε παρόν.
Η συλλογιστική του Βενιζέλου αναπτυσσόταν στο σχήμα εθνικό κράτος – κοινωνικός εκσυγχρονισμός – ιστορικότης. Το εθνικό κράτος βρισκόταν σε αναντιστοιχία με τον λαό, που κατανοούσε τον εαυτό του εθνοτικά, με όρους αντιμαχίας όπως εκείνη μεταξύ αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, ασύμβατης με τη θεσμικά προστατευόμενη συνοχή της κοινωνίας. Στο έθνος ο Βενιζέλος ανεγνώριζε τη συναίρεση των πολιτικών θεσμών με τον πολιτισμό του, όχι μία διευρυμένη κοινότητα υπό την ηγεσία «ανωτέρων» ανθρώπων.
Μπροστά στα επιτεύγματα του Βενιζέλου, τα σχέδια του Δραγούμη φαίνονταν άπρακτες ελπίδες. Ο ιστορικός βηματισμός του Κρητικού έθετε εντός εισαγωγικών την υπερχρονικότητα των οραματισμών του επικριτή του. Ο Βενιζέλος έκτιζε πραγματικότητες· ο Δραγούμης σκηνοθετούσε μία παράσταση του ελληνισμού με απόληξη ένα ενεργοβόρο καθεστώς αμφιβολιών. Ο πρώτος άφησε πίσω του μία Ελλάδα η οποία θα μπορούσε να πιστέψει στον εαυτό της· ο δεύτερος άφησε ευγενικές χίμαιρες. Πώς να συν-χωρηθούν οι κόσμοι τούτοι; Το λαχταρούσε ίσως ολόψυχα η Πηνελόπη Δέλτα, παθιασμένη βενιζελική της οποίας μεγάλος έρωτας υπήρξε ο απολύτως αντιβενιζελικός Ιων Δραγούμης, αλλά η επιθυμία έμεινε σπαραγμένη μέσα της.
Βενιζελισμός και αντιβενιζελισμός κινούνταν στη σφαίρα της Μεγάλης Ιδέας. Ομως ο πληγωμένος μας εγωισμός μετέτρεψε ακόμη και τη Μεγάλη Ιδέα σε πεδίο επιβεβαιώσεως. Στη μετατροπή τούτη, η πίστη σαν βεβαιότητα στη διάθεση της θελήσεως έδωσε στον αλυτρωτισμό κατακτητικό περιεχόμενο. Ο Μαρμαρωμένος βασιλιάς αναστήθηκε καταστροφικά και το αρχικό άνοιγμα στην αυτοπεποίθηση, παρά τις εκσυγχρονιστικές πρωτοβουλίες της περιόδου 1928-32, γύρισε συναισθηματικά σε κλεισούρα και δυσπιστία. Η κοινωνία και πάλι ανέλαβε ως κύριο χρόνο το παρελθόν εις βάρος του μέλλοντος, ο χώρος απέβη εκ νέου διχαστικό διακύβευμα και η Μεγάλη Ιδέα είχε απ-αίσιο τέλος.
Αφ’ ης στιγµής η Παλαιά Ελλάδα του 1915-17 καταψηφίζει τον Βενιζέλο ο διχασμός γίνεται αναπόφευκτος ακόμη και ως εμφύλιος πόλεμος, η γενίκευση του οποίου απετράπη χάρη στις ξένες δυνάμεις, μολονότι δεν αποφεύχθηκαν συγκρούσεις με νεκρούς και τραυματίες, στασιαστικές κινήσεις και πολλές καταδίκες εις θάνατον. Χρειάσθηκε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος για να λησμονηθούν όλα αυτά, όχι όμως και να εξαλειφθούν τα μονιμότερα πολιτισμικά αίτια που προκαλούν την υπό διαφορετικό ένδυμα αναζωπύρωσή τους. Η σκυτάλη του διχασμού παρεδόθη μεταπολεμικά, σαν αλλαγή ψυχικής φρουράς, στα Δεκεμβριανά του 1944 και στον εμφύλιο του 1946-49. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος επανέφερε τις αξίες της πατρίδος και του έθνους και κατέπνιξε με την έξαρσή του τις εσωτερικές μικρότητες, για να τις κλονίσει πάλι στη γερμανική κατοχή η δηλητηριώδης «δικαιοσύνη» της πάλης των τάξεων.
Θα ήταν άστοχο, άραγε, να υποστηρίξει κανείς ότι η κυριαρχία της μερικότητος και του αυτοκεφάλου της συναισθηματισμού στο συλλογικό μας φαντασιακό ανοίγει δρόμο σε αλληλοφαγώματα, μηδενίζοντας τα περιθώρια ειρηνικής συνυπάρξεως και συνθέσεως των διαφορών; Οτι η ρήξη προκύπτει σαν «διέξοδος» όταν ο χρόνος εγκλωβίζεται στον χώρο; Οτι η εμμονή στο στατικό παρόν της εντοπιότητος γεννά φορτίο μερικότητος ικανό για τα χειρότερα, προκειμένου το υποκείμενό της να μην απαξιώνεται; Ο εμφύλιος πόλεμος ξεσπά όταν οι συγκρουόμενες σκοπιμότητες λαμβάνουν στις ψυχές απόλυτες διαστάσεις, οπότε η μία πλευρά προβάλλει στην αντίπαλη τις χειρότερες δικές της ιδιότητες, με τίμημα ένα δυσεξάλειπτο μίσος.
Πίσω από τις ιδέες και τα συναισθήματα, στην αλληλοσφαγή αναμετρώνται εικόνες εαυτού. Ακριβέστερα μεταξύ συμφερόντων και φαντασιώσεων παρεμβάλλεται η εναντίωση των εικόνων εαυτού. Για την περίπτωσή μας τουλάχιστον, η ιστορία συνεχίζεται στο επίπεδο της αυτοεικόνας με επίφαση ταυτότητος. Η ταυτότης συνδυάζεται με αναστοχασμό· η αυτοεικόνα με καθρέφτισμα στο είδωλό μας ή σε κάτι αλλότριο. Εξ ου και η επιθετικότης κατ’ αρχήν αναπτύσσεται ως ένταση μεταξύ ατομικού και συλλογικού εαυτού, η οποία υποκινεί απληστία για επιβεβαίωση.
Ομως δεν είναι μοίρα ο διχασμός. Είναι έργο ενός Εγώ του οποίου η θέληση ασφυκτιά σε ένα «τώρα» χωρίς προηγούμενο και χωρίς δέον. Το «θέλω» μόνο του, σαν του μικρού παιδιού, περιγράφει ένα χρόνο με τέλος την αυτοκατάφαση – ένα παρελθόν. Ανοίγει μέλλον το παρόν με επιλογές που συνιστούν ένα χρόνο νοήματος συνυφασμένο ποιητικά με αυθυπέρβαση.
* Ο κ. Στέλιος Ράμφος είναι συγγραφέας.