ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ ΒΡΑΔΥ
(ΟΡΘΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ)
Τῷ τὴν ἄβατον, κυμαινομένην θάλασσαν, θείῳ αὐτοῦ προστάγματι, ἀναξηράναντι, καὶ πεζεῦσαι δι’ αὐτῆς, τὸν Ἰσραηλίτην λαὸν καθοδηγήσαντι, Κυρίῳ ᾄσωμεν, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται.
Τον Κύριο, ο οποίος την απάτητη, κυματώδη θάλασσα με το θεϊκό του πρόσταγμα, απεξήρανε και οδήγησε τον ισραηλιτικό λαό να περπατήσει δια μέσου αυτής, ας ψάλουμε, διότι είναι απείρως δοξασμένος.
Ἔφριξε Παίδων εὐαγῶν, τὸ ὁμόστολον ψυχῆς ἄσπιλον σῶμα, καὶ εἶξε τὸ τραφέν, ἐν ἀπείρῳ ὕλῃ, ἀκάματον πῦρ. Ἀειζώου δὲ ἐκμαρανθείσης φλογός, διαιωνίζων ὕμνος ἀνεμέλπετο. Τὸν Κύριον πάντα τὰ ἔργα ὑμνεῖτε, καὶ ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Η άσβεστη φωτιά που φούντωσε από την άπειρη καύσιμη ύλη, φοβήθηκε των ευσεβών παιδιών το αμόλυντο σαν την ψυχή τους σώμα, και υποχώρησε. Αφού μαράθηκε η ασταμάτητα καιόμενη φλόγα, αναπεμπόταν αιώνιος ύμνος: τον Κύριο και όλα Του τα έργα υμνείτε και δοξάζετε και τώρα και για πάντα.
Τῌ ΑΓΙᾼ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛῌ ΤΡΙΤῌ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ
Η παραβολή των δέκα παρθένων
Κάθισμα
Τὸν Νυμφίον ἀδελφοὶ ἀγαπήσωμεν, τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν εὐτρεπίσωμεν, ἐν ἀρεταῖς ἐκλάμποντες καὶ πίστει ὀρθῇ, ἵνα ὡς αἱ φρόνιμοι, τοῦ Κυρίου παρθένοι, ἕτοιμοι εἰσέλθωμεν, σὺν αὐτῷ εἰς τοὺς γάμους· ὁ γὰρ Νυμφίος δῶρον ὡς Θεός, πᾶσι παρέχει τὸν ἄφθαρτον στέφανον.
Τον Νυμφίο (γαμπρό) Χριστό, αδελφοί ας αγαπήσουμε, τις λαμπάδες του εαυτού μας ας περιποιηθούμε, ακτινοβολώντας με τις αρετές μας και με την ορθή πίστη μας, ώστε, όπως οι συνετές παρθένες του Κυρίου, έτοιμοι να εισέλθουμε μαζί του στους γάμους. Διότι ο Νυμφίος ως Θεός σε όλους προσφέρει ως δώρο το άφθαρτο στεφάνι.
Στιχηρὰ Ἰδιόμελα
Ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν Ἁγίων σου, πῶς εἰσελεύσομαι ὁ ἀνάξιος; ἐὰν γὰρ τολμήσω συνεισελθεῖν εἰς τὸν νυμφῶνα, ὁ χιτών με ἐλέγχει, ὅτι οὐκ ἔστι τοῦ γάμου, καὶ δέσμιος ἐκβαλοῦμαι ὑπὸ τῶν Ἀγγέλων, καθάρισον Κύριε, τὸν ῥύπον τῆς ψυχῆς μου, καὶ σῶσόν με ὡς φιλάνθρωπος.
Στην λαμπρότητα των Αγίων σου, πώς θα εισέλθω εγώ, ο ανάξιος; Διότι, αν τολμήσω να μπώ μαζί τους στον γάμο (ουράνια βασιλεία), ο μιαρός χιτώνας (της ψυχής μου) θα με ντροπιάσει, διότι δεν ταιριάζει στον γάμο και θα εκδιωχθώ δεσμώτης από τους Αγγέλους, καθάρισε, Κύριε, την βρωμιά της ψυχής μου και σώσε με εσύ που είσαι φιλάνθρωπος.
ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ ΒΡΑΔΥ
(ΟΡΘΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ)
Ποίημα Κοσμᾶ Μοναχοῦ
ᾠδὴ α’ Ἦχος β’. Ὁ Εἱρμὸς
Τῆς Πίστεως ἐν πέτρᾳ με στερεώσας, ἐπλάτυνας τὸ στόμα μου ἐπ’ ἐχθρούς μου, εὐφράνθη γὰρ τὸ πνεῦμά μου ἐν τῷ ψάλλειν, οὐκ ἔστιν ἅγιος, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ οὐκ ἔστι δίκαιος, πλήν σου Κύριε.
Επειδή με στήριξες στην πέτρα της πίστεως, άνοιξες διάπλατα το στόμα μου (μού έδωσες θάρρος να μιλήσω) εναντίον των εχθρών μου, διότι γέμισε χαρά το πνεύμα μου ψάλλοντας: δεν υπάρχει άλλος άγιος, όπως ο Θεός μας, και δεν υπάρχει άλλος δίκαιος, εκτός από εσένα, Κύριε.
Ὅτε ἡ ἁμαρτωλός, προσέφερε τὸ μύρον, τότε ὁ μαθητής, συνεφώνει τοῖς παρανόμοις· ἡ μὲν ἔχαιρε κενοῦσα τὸ πολύτιμον, ὁ δὲ ἔσπευδε πωλῆσαι τὸν ἀτίμητον, αὕτη τὸν Δεσπότην ἐπεγίνωσκεν, οὗτος τοῦ Δεσπότου ἐχωρίζετο, αὕτη ἠλευθεροῦτο, καὶ ὁ Ἰούδας δοῦλος ἐγεγόνει τοῦ ἐχθροῦ, δεινὸν ἡ ῥαθυμία! μεγάλη ἡ μετάνοια! ἥν μοι δώρησαι Σωτήρ, ὁ παθὼν ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Όταν η αμαρτωλή γυναίκα πρόσφερε το μύρο (στον Χριστό για να δείξει τη μετάνοιά της), τότε ο μαθητής (ο Ιούδας) συμφωνούσε με τους παράνομους (Φαρισαίους) Από τη μία, η γυναίκα χαιρόταν αδειάζοντας το μύρο (καθώς έπλενε τα πόδια του Χριστού με αυτό), από την άλλη ο μαθητής βιαζόταν να πουλήσει τον άπειρης και γι’ αυτό ανεκτίμητης αξίας Χριστό, αυτή ανεγνώριζε τον Κύριο (όλου του κόσμου), αυτός αποξενωνόταν από τον Κύριο αυτή ελευθερωνόταν (από την αμαρτία), ενώ ο Ιούδας γινόταν δούλος του εχθρού του ανθρώπου (του Διαβόλου), φοβερό ελάττωμα η αμέλεια, σπουδαία η μετάνοια! Αυτή δώρισέ μου σωτήρα Χριστέ, εσύ που έπαθες για μας, και σώσε μας.
ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΒΡΑΔΥ
(ΟΡΘΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ)
Ποίημα Κοσμᾶ Μοναχοῦ
ᾠδὴ α‘
Τμηθείσῃ τμᾶται, πόντος ἐρυθρός, κυματοτρόφος δὲ ξηραίνεται βυθός, ὁ αὐτὸς ὁμοῦ ἀόπλοις γεγονὼς βατός, καὶ πανοπλίταις τάφος. ᾨδὴ δὲ Θεοτερπὴς ἀνεμέλπετο. Ἐνδόξως δεδόξασται, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν.
Από το κομμένο (από κάποιο δέντρο) ραβδί (του Μωυσή) διαιρείται (σε δύο μέρη) η Ερυθρά θάλασσα και ο βυθός που γεννά τα κύματα γίνεται στεριά, ενώ ταυτόχρονα για τους άοπλους (Εβραίους) δρόμος, αλλά για τους πάνοπλους (Αιγυπτίους) τάφος. Και γι’ αυτό ψαλλόταν θεάρεστος ύμνος. Είναι απείρως δοξασμένος ο Χριστός, ο Θεός μας.
ᾠδὴ θ’
Ξενίας δεσποτικῆς, καὶ ἀθανάτου τραπέζης, ἐν ὑπερώῳ τόπῳ, ταῖς ὑψηλαῖς φρεσί, πιστοὶ δεῦτε ἀπολαύσωμεν, ἐπαναβεβηκότα λόγον, ἐκ τοῦ Λόγου μαθόντες, ὃν μεγαλύνομεν.
Ας απολαύσουμε, πιστοί, σε υψηλό τόπο και με υψηλόφρονα διάνοια την δεσποτική φιλοξενία και το αθάνατο δείπνο, μαθαίνοντας τον λόγο (τη λογική των αισθητών και νοητών κτισμάτων) που αποκαταστάθηκε στο αρχαίο ύψος του από τον Λόγο του Θεού (τον Χριστό), τον οποίο δοξάζουμε.
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΑΧΡΑΝΤΩΝ ΠΑΘΩΝ
ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Τῌ ΑΓΙᾼ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ
(ΕΣΠΕΡΑΣΜΕΓΑΛΗΣΠΕΜΠΤΗΣ)
Ἀντίφωνον ΙΒ’
Τάδε λέγει Κύριος τοῖς Ἰουδαίοις. Λαός μου τὶ ἐποίησά σοι, ἢ τί σοι παρηνώχλησα; τοὺς τυφλούς σου ἐφώτισα, τοὺς λεπρούς σου ἐκαθάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπὶ κλίνης ἠνωρθωσάμην. Λαός μου, τὶ ἐποίησά σοι, καὶ τὶ μοι ἀνταπέδωκας; ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν, ἀντὶ τοῦ ὕδατος ὄξος, ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με, σταυρῷ με προσηλώσατε, οὐκέτι στέγω λοιπόν, καλέσω μου τὰἔθνη, κἀκεῖνα μὲ δοξάσουσι, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ πνεύματι, κἀγὼ αὐτοῖς δωρήσομαι, ζωὴν τὴν αἰώνιον.
Ο Κύριος λέγει στους Ιουδαίους τα εξής: λαέ μου τι κακό σου έκανα και σε τι σε ενόχλησα; Στους τυφλούς σου έδωσα το φώς, τους λεπρούς σου καθάρισα από την αρρώστια, άνδρα κατάκοιτο τον έστησα πάλι όρθιο. Λαέ μου πόσο σε ευεργέτησα και εσύ τι μου ανταποδίδεις; Αντί για μάννα μου έδωσες χολή, αντί για νερό με πότισες ξύδι, αντί να με αγαπάτε, με καρφώσατε στον Σταυρό, δεν υπομένω άλλο πια, θα καλέσω τα έθνη και εκείνα θα δοξάσουν εμένα μαζί με τον Πατέρα και το ¨Άγιο Πνεύμα, και εγώ θα δωρίσω σε αυτούς την αιώνιο ζωή.
Στους Μακαρισμούς
Ἐσταυρώθης δι’ ἐμέ, ἵνα ἐμοὶ πηγάσης τὴν ἄφεσιν, ἐκεντήθης τὴν πλευράν, ἵνα κρουνοὺς ζωῆς ἀναβλύσῃς μοι, τοῖς ἣλοις προσήλωσαι, ἵνα ἐγὼ τῷ βάθει τῶν παθημάτων σου, τὸὕψος τοῦ κράτους σου, πιστούμενος κράζω σοι ζωοδότα Χριστέ. Δόξα καὶ τῷ Σταυρῷ Σῶτερ, καὶ τῷ Πάθει σου.
Σταυρώθηκες για μένα, για να μου προσφέρεις ως πηγή ύδατος την συγχώρηση, δέχθηκες πλήγμα στην πλευρά Σου, για να ξεχειλίσει για μένα σαν ποτάμι η ζωή, καρφώθηκες στον Σταυρό ώστε από το βάθος των παθημάτων σου (δηλαδή της ευσπλαχνίας Σου) γνωρίζοντας το ύψος της ισχύος σου να φωνάζω, ζωοδότη Χριστέ: Δόξα, σωτήρα μου, και στον Σταυρό και στο Πάθος Σου.
Στους Αἴνους
Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός, ἀτιμίαν δι’ ἡμᾶς ὑπέμεινε, τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή, ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα, αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα, τὸ στόμα τὴν ἐν ὄξει κερασθεῖσαν χολὴν τῇ γεύσει, τὰ ὦτα τὰς δυσσεβεῖς βλασφημίας. Ὁ νῶτος τὴν φραγγέλωσιν, καὶ ἡ χεὶρ τὸν κάλαμον, αἱ τοῦ ὅλου σώματος ἐκτάσεις ἐν τῷ σταυρῷ, τὰ ἄρθρα τοὺς ἥλους, καὶ ἡ πλευρὰ τὴν λόγχην. Ὁ παθὼν ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ παθῶν ἐλευθερώσας ἡμᾶς. Ὁ συγκαταβὰς ἡμῖν φιλανθρωπίᾳ, καὶ ἀνυψώσας ἡμᾶς, παντοδύναμε Σωτήρ, ἐλέησον ἡμᾶς.
Κάθε μέλος του αγίου Σου σώματος, υπέμεινε για χάρη μας την ατίμωση: το κεφάλι Σου (υπέμεινε) τα αγκάθια, το πρόσωπο Σου τα φτυσίματα, τα σαγόνια Σου τα χτυπήματα, το στόμα Σου την ανάμεικτη με το ξύδι χολή, τα αφτιά τις ασεβείς βλασφημίες. Η πλάτη Σου (υπέμεινε) το μαστίγωμα, το χέρι Σου το (περιπαικτικό) καλάμι, όλο το σώμα Σου στον Σταυρό, από τη μία οι αρθρώσεις των άκρων (υπέμειναν) τα καρφιά και από τη άλλη η πλευρά Σου την λόγχη (του δόρατος). Εσύ που έπαθες για χάρη μας και μας ελευθέρωσες από τα πάθη μας. Εσύ που τόσο ταπεινώθηκες από φιλανθρωπία και μας ανύψωσες, παντοδύναμε Σωτήρα μας, ελέησέ μας.
ΟΡΘΡΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ
(ΕΣΠΕΡΑΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ)
ᾠδὴ ε‘
Διά θανάτου τό θνητόν, διά ταφῆς τό φθαρτόν μεταβάλλεις, ἀφθαρτίζεις γάρ θεοπρεπέστατα, ἀπαθανατίζων τό πρόσλημμα, ἡ γάρ σάρξ σου διαφθοράν οὐκ εἶδε Δέσποτα, οὐδέ ἡ ψυχή σου εἰς ᾅδου, ξενοπρεπῶς ἐγκαταλέλειπται.
Με τον θάνατό Σου, την θνητή μας φύση, με την ταφή Σου την φθαρτότητα μας μεταβάλλεις, διότι κάνεις άφθαρτο το ανθρώπινο σώμα που προσέλαβες (με την ενσάρκωσή Σου) δίνοντας σε αυτό την αθανασία, αφού η σάρκα Σου δεν γνώρισε φθορά, Δέσποτα, ούτε η ψυχή Σου εγκαταλείφθηκε στον Άδη σαν να ήταν ξένη.
ᾠδὴ η’
Ἔκστηθι φρίττων οὐρανέ, καί σαλευθήτωσαν τὰ θεμέλια τῆς γῆς, ἰδού γάρ ἐν νεκροῖς λογίζεται, ὁ ἐν ὑψίστοις οἰκῶν, καί τάφῳ σμικρῷ ξενοδοχεῖται, ὃν Παῖδες εὐλογεῖτε, Ἱερεῖς ἀνυμνεῖτε, λαὀς ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τούς αἰῶνας.
Νιώσε αμέτρητη έκπληξη από τη φρίκη, ουρανέ, και τα έγκατα της γης να κλονιστούν, γιατί να! λογαριάζεται ανάμεσα στους νεκρούς αυτός που κατοικεί στα υψηλότερα σημεία του ουρανού, και σε τάφο μικρό φιλοξενείται, αυτόν, παιδιά, να τον ευλογείτε, ιερείς, να τον υμνείτε και λαέ να τον εξυψώνετε για πάντα.
ΤΟ ΙΔΙΟΜΕΛΟΝ
ἦχος πλ. α΄
Τόν ἥλιον κρύψαντα τάς ἰδίας ἀκτίνας,
καί τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ διαρραγέν, τῷ τοῦ Σωτῆρος θανάτῳ,
ὁ Ἰωσήφ θεασάμενος, προσῆλθε τῷ Πιλάτῳ καὶ καθικετεύει λέγων·
δός μοι τοῦτον τόν ξένον, τόν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ·
δός μοι τοῦτον τόν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον·
δός μοι τοῦτον τόν ξένον, ὃν ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τό ξένον·
δός μοι τοῦτον τόν ξένον, ὅστις οἶδεν ξενίζειν τούς πτωχούς τε καὶ ξένους·
δός μοι τοῦτον τόν ξένον, ὃν Ἑβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ·
δός μοι τοῦτον τόν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλῖναι·
δός μοι τοῦτον τόν ξένον, ὃν ἡ Μήτηρ καθορῶσα νεκρωθέντα ἐβόα·
Ὦ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, εἰ καὶ τά σπλάγχνα τιτρώσκομαι,
καὶ καρδίαν σπαράττομαι, νεκρόν σε καθορῶσα,
ἀλλὰ τῇ σῇ ἀναστάσει θαρροῦσα μεγαλύνω.
Καὶ τούτοις τοίνυν τοῖς λόγοις δυσωπῶν τόν Πιλᾶτον
ὁ εὐσχήμων λαμβάνει τοῦ Σωτῆρος τό σῶμα,
ὃ καὶ φόβῳ ἐν σινδόνι ἐνειλήσας καὶ σμύρνῃ, κατέθετο ἐν τάφῳ
τόν παρέχοντα πᾶσι ζωὴν αἰώνιον καὶ τό μέγα ἔλεος.
Όταν ο Ιωσήφ είδε τον ήλιο, μόλις πέθανε ο Σωτήρας, να συστέλλει τις ίδιες του τις ακτίνες και το χώρισμα του ναού να σχίζεται στα δύο, πήγε στον Πιλάτο και τον ικετεύει λέγοντας:
Δώσε μου αυτόν τον ξένο που από βρέφος σαν ξένος φιλοξενήθηκε σ’ αυτόν τον κόσμο·
Δώσε μου αυτόν τον ξένο τον οποίο οι συμπατριώτες Του από μίσος θανατώνουν σαν να ανήκει σε άλλη φυλή·
Δώσε μου αυτόν τον ξένο του οποίου τον παράξενο θάνατο εκπλήττομαι να βλέπω·
Δώσε μου αυτόν τον ξένο, οποίος γνωρίζει να φιλοξενεί τους φτωχούς και τους ξένους·
Δώσε μου αυτόν τον ξένο, τον οποίο οι Εβραίοι από φθόνο τον αποξένωσαν από τον κόσμο·
Δώσε μου αυτόν τον ξένο, για να τον ενταφιάσω, ο οποίος σαν ξένος δεν έχει κάπου να ακουμπήσει το κεφάλι Του·
Δώσε μου αυτόν τον ξένο, στον οποίο η μητέρα Του βλέποντας τον νεκρό κραύγαζε:
Γιε μου και Θεέ μου, αν και τα σπλάχνα μου είναι βαθιά πληγωμένα και η καρδιά μου νιώθει σπαραγμό, καθώς σε βλέπω νεκρό, όμως έχοντας θάρρος στην Ανάστασή Σου σε δοξάζω.
Και παρακαλώντας με αυτά τα λόγια τον Πιλάτο ο σεβαστός Ιωσήφ παίρνει το σώμα του Σωτήρα, το οποίο, αφού το τύλιξε με σεντόνι και σμύρνα με φόβο το εναπέθεσε στον τάφο που παρέχει σε όλους την αιώνιο ζωή και το μέγα έλεος.