Τα ιστορικο-πολιτισμικά δεδομένα της μακρόχρονης βενετοκρητικής λογοτεχνικής ξεφάντωσης από τον 14ο έως τον 17ο αιώνα
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ
Η Κρητική ποίηση στα χρόνια της Αναγέννησης – Εισαγωγή και Ανθολογία
τόμοι Α-Γ, εκδ. ΜΙΕΤ, 2019-2020
Για τις περισσότερες αναγνώστριες και τους αναγνώστες, η κρητική λογοτεχνία της Αναγέννησης είναι ένας από τους συστατικούς μύθους της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Ολες και όλοι μπορούμε να μνημονεύσουμε στίχους του «Ερωτόκριτου», γνωρίζουμε την «Ερωφίλη» και τη «Θυσία του Αβραάμ». Από εκεί και ύστερα, οι περισσότερο υποψιασμένοι έχουν παρακολουθήσει το νήμα από τον Κορνάρο στον Σολωμό και από εκεί στον ελληνικό 20ό αιώνα και τον Σεφέρη, στο σήμερα δηλαδή. Γνωρίζουμε ένα γενικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο η κρητική λογοτεχνία στην ακμή της προκύπτει ως αποτέλεσμα της επιρροής της ευρωπαϊκής Αναγέννησης στο (κρητικό, βενετοκρατούμενο) Βυζάντιο. Εχοντας πιο καθαρή στο μυαλό μας την εικόνα του Σολωμού, φανταζόμαστε ίσως κάπως έτσι και τον Κορνάρο, για τον οποίο άλλωστε είναι γνωστά λίγα και μάλλον ασαφή: θα είχε κάνει και αυτός ιταλικές σπουδές, θα μιλούσε ιταλικά με τους φίλους του και, με τρόπο που αγγίζει τα όρια του θαυμαστού, θα είχε συνθέσει ένα εντελές, ένα μεγάλο λογοτεχνικό έργο, στο κρητικό ιδίωμα. Αυτό το θαυμαστό έχει άλλωστε προσλάβει θεωρητική υπόσταση ως «αφομοιωτική δύναμη του ελληνισμού» (Κ.Θ. Δημαράς). Ο ίδιος (ο Δημαράς) γράφει λίγες γραμμές πιο κάτω, στην «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», συγκρίνοντας τον «Ερωτόκριτο» με τον «Διγενή Ακρίτα» ότι το ελληνικό πνεύμα «όχι μόνο αφομοίωσε σε κάθε στιγμή τα ξένα, αλλά σε κάθε στιγμή τα αφομοίωσε σε ανταπόκριση με τις πολιτισμικές του ανάγκες και εκδηλώσεις». Εχει προηγηθεί η σύγκριση των ελληνικών τόπων και των πολιτισμών: «από την αγριάδα του ορεινού πολιτισμού στην απαλοσύνη του νησιώτικου».
Οι τρεις τώρα υπό συζήτηση τόμοι, που η έκτασή τους ξεπερνάει κατά πολύ τις 1.500 σελίδες, θα χρειαστούν για να αποκομίσουμε μια γερή, επιστημονικά τεκμηριωμένη αντίληψη αυτής της «απαλοσύνης του νησιώτικου» που, ο Δημαράς πάντοτε, συνδυάζει επίσης με τη «μετατόπιση από τις ανατολικές επιδράσεις στις δυτικές» και «από το ηρωικό επίκεντρο στο ερωτικό». Ο γενικός τίτλος τους («Η Κρητική ποίηση στα χρόνια της Αναγέννησης, 14ος-17ος αιώνας») δεν προετοιμάζει απαραίτητα για το εύρος της εργασίας του Στέφανου Κακλαμάνη. Ο εισαγωγικός τόμος που, όπως αναφέρει και ο συγγραφέας, λειτουργεί (και) αυτόνομα, μας γνωρίζει σε βάθος τη μισή σχεδόν χιλιετία του ευρύτερου πολιτισμού και της βενετοκρατούμενης Κρήτης, και όχι μονάχα τη λογοτεχνία της. Ακολουθούν δύο τόμοι με ανθολογημένη λογοτεχνία, ποίηση αλλά και πεζό, χωρισμένη σε δύο περιόδους: από τον 14ο αιώνα μέχρι (περίπου) το 1580 και από το 1580 μέχρι τον 17ο αιώνα. Τα επιμέρους εισαγωγικά σημειώματα στους συγγραφείς και τα έργα είναι επίσης εκτενή. Είναι χορταστικά. Ο Κακλαμάνης, πέραν του ότι συστήνει, ανθολογώντας τους, γνωστούς αλλά και αρκετά άγνωστους συγγραφείς και έργα, πέραν του ότι μας φέρνει σε επαφή με τον πολιτισμό που τα γέννησε, δεν λυπάται τον κόπο της λεπτομερούς γραμματολογικής αλλά και ιστορικής πλαισίωσης του κάθε έργου, του κάθε συγγραφέα. Βάζοντας τους τρεις αυτούς ογκώδεις τόμους στη βιβλιοθήκη μας έχουμε, έτσι, ένα είδος εγκυκλοπαίδειας του βενετο-κρητικού πολιτισμού με άξονα την ποίηση.
Ριζική αναθεώρηση
Στον πρόλογό του ο συγγραφέας τοποθετείται απέναντι στις παλαιότερες ανθολογίες εξηγώντας ότι «οι εντατικές έρευνες στα αρχεία και τις βιβλιοθήκες της Βενετίας, όπου ως γνωστόν σώζεται ο μεγαλύτερος όγκος των πληροφοριών μας» οδήγησαν «από κοινού με τις άρτιες φιλολογικά εκδοτικές εργασίες και τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις που δημοσιεύθηκαν» σε μια «ριζική αναθεώρηση του γνωστικού πεδίου». Απαιτούνται βέβαια πολύ ειδικές γνώσεις για να αποτιμήσει κανείς το βάρος της εργασίας αυτής αλλά, με τη ματιά του γενικού αναγνώστη, θα επισημάνουμε ορισμένα σημεία που παρακινούν σε γόνιμο προβληματισμό. Με βάση τα ιστορικο-πολιτισμικά δεδομένα, όπως τα παραθέτει και τα συνθέτει ο Κακλαμάνης, έχουμε να κάνουμε με στοιχεία ενός υβριδικού, βενετο-κρητικού πολιτισμού, που εκτείνεται σε μεγάλο βάθος χρόνου.
«Γαδάρου, λύκου κι αλουπούς διήγησις ωραία» και πολλά ακόμη
Η Κρήτη είναι ένα χωνευτήρι που φαίνεται να παράγει μιαν ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα. Δεν έχουμε ή δεν έχουμε μόνο κρητικούς ποιητές αλλά έχουμε βενετοκρητικούς. Οι ποιητές αυτοί συχνά έχουν (και) ιταλική καταγωγή, αλλά καταλήγουν να γράψουν ελληνικά, και μάλιστα στο κρητικό ιδίωμα. Υπό αυτό το πρίσμα παρακινούμαστε ίσως να σκεφθούμε πιο διαφοροποιημένα την ελληνικότητα ως ποιητική γλώσσα, που αφομοιώνει επιτυχώς μεικτές ταυτότητες, ξένες διδασκαλίες, καλλιτεχνικές επιρροές. Πιο διαφοροποιημένα θα σκεφθούμε ιδίως το «ξένες» που, στην περίπτωση των βενετοκρητικών, μοιάζει να αφορά λιγότερο τα καλλιτεχνικά υποκείμενα και την κοινωνία της εποχής τους και περισσότερο την παράδοση (τη γλώσσα) στην οποία εντέλει θα εγγραφούν.
Το περιβάλλον γύρω τους είναι ελεύθερο, κοσμοπολίτικο ήδη από πολύ νωρίς, όταν τον 14ο αιώνα ο ξεπεσμένος ευγενής Σαχλίκης τραγουδά για τις πόρνες του Χάνδακα. Το νήμα που ξετυλίγεται με αφετηρία τούτη την ταπεινότατη αλλά κεφάτη ελευθεροστομία, φτάνει αργά και σταθερά μέχρι τα ύψη της λόγιας Ακαδημίας των Στραβαγκάντι στον Χάνδακα τον 16ο και τον 17ο αιώνα. «Ιδρυτής και ισόβιος πρόεδρός της ήταν ο Ανδρέας Κορνάρος, ο ιστορικός της Κρήτης, και μέλος της ο αδελφός του Βιτσέντζος, ο πιθανότερος ποιητής του Ερωτόκριτου» (Τόμος Α., σελ. 307). Ο Κακλαμάνης επισημαίνει την άγνοιά μας σχετικά με την ιταλόγλωσση λογοτεχνική παραγωγή της Κρήτης, την οποία χαρακτηρίζει «όχι μικρότερη σε όγκο και αξία… στη συντριπτική πλειονότητά της ανέκδοτη…» ενώ πιθανολογεί σημαντική επιρροή των κρητικών «Ακαδημιών» στην οργανωτική και χρηματοδοτική υποστήριξη του «ελληνικού θεατρικού ρεπερτορίου», κατά το παράδειγμα των ιταλικών ακαδημιών. Εκεί βέβαια που το σχήμα του κάμπτεται, εις βάρος ίσως της πολιτισμικής ευρωστίας του βενετοκρητικού υβριδίου, είναι όταν παραδέχεται ότι οι κρητικοί συγγραφείς κατά το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα δεν φαίνεται να συγκινούνται ιδιαίτερα από τα «θεωρητικά ζητήματα περί γενεών και ποιητικής που απασχολούσαν τους Ιταλούς συγγραφείς» την ίδια περίοδο. Φτάνοντας μάλιστα στον Κορνάρο, ο Κακλαμάνης κάνει επιδοκιμαστικά λόγο για «την αποστροφή του προς τις βεβαιότητες των συμβάσεων και των επιταγών της ποιητικής θεωρίας» και παραθέτει τους στίχους που αποκρούουν τους «κακόγλωσσους». Οσο και να υπερασπίζεται όμως την αποχή των κρητικών λογοτεχνών από τη δοκιμιακή γραφή, επιστρατεύοντας ακόμα και το επιχείρημα του Τ.Σ. Ελιοτ υπέρ του Σαίξπηρ («Δουλειά τους ήταν να γράφουν θεατρικά έργα, όχι να στοχάζονται») δύσκολα ο αναγνώστης του δεν θα αναρωτηθεί αυθόρμητα: επαρχία; Ισως μάλιστα το σκεφθεί αυτό έχοντας και την εμπειρία του φθίνοντος στις μέρες μας δοκιμιακού λόγου των ποιητριών και των ποιητών στην ελληνική γλώσσα.
Η μεγάλη έκταση της καθαυτό Ανθολογίας και ο διαχωρισμός της σε δυο τόμους περιλαμβάνουν ο ένας μια λιγότερο διαβασμένη πρώιμη περίοδο και ο δεύτερος την περισσότερο γνωστή περίοδο της ακμής. Συγκεκριμένα, η πρώιμη περίοδος, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της και το πλήθος των κατά βάση άγνωστων ποιητών της γίνεται απρόσμενο αντικείμενο μιας ιδιαίτερης αναγνωστικής απόλαυσης. Εδώ, εκτός από τις πόρνες του Σαχλίκη και την πλούσια και κομψή φαντασία του Μπεργαδή θα συναντήσουμε ένα πολύ όμορφο «Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης», ανώνυμου συγγραφέως, έναν κωμικό λίβελλο εναντίον του γυναικείου καλλωπισμού (Μπέρτος), τον ξεχωριστό Μαρίνο Φαλιέρο, σημαντικά ποιήματα ανώνυμων ποιητών όπως είναι η «Ριμάδα κόρης και νιου», η «Διήγησις της φουμιστής Βενετίας», τα απολαυστικά «Ο κάτης και ο μποντικός» και «Γαδάρου, λύκου κι αλουπούς διήγησις ωραία» και πολλά ακόμα αξιανάγνωστα.
Η πολλαπλά απαιτητική τρίτομη έκδοση που έφερε εις πέρας το ΜΙΕΤ μας κάνει εύλογα να αναρωτηθούμε ποια θα είναι η τύχη ανάλογων εργασιών αν ο σημαντικός αυτός φορέας του μεταπολεμικού νεοελληνικού πολιτισμού αλλάξει, όπως πιθανολογείται, κατεύθυνση.