ΦΑΚΕΛΟΣ ΥΛΙΚΟΥ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ Ο.Π. ΕΝΟΤΗΤΑ 8: Περὶ θαυμασίων ἀκουσμάτων 836b13-26

 

Περ θαυμασίων κουσμάτων

836b13-26

Μετάφραση

Ἐν τῇ Σικελίᾳ περὶ τὴν καλουμένην Ἔνναν σπήλαιόν τι λέγεται εἶναι, περὶ ὃ κύκλῳ πεφυκέναι φασὶ τῶν τε ἄλλων ἀνθέων πλῆθος ἀνὰ πᾶσαν ὥραν, πολὺ δὲ μάλιστα τῶν ἴων ἀπέραντόν τινα τόπον συμπεπληρῶσθαι, ἃ τὴν σύνεγγυς χώραν εὐωδίας πληροῖ, ὥστε τοὺς κυνηγοῦντας, τῶν κυνῶν κρατουμένων ὑπὸ τῆς ὀδμῆς, ἐξαδυνατεῖν τοὺς λαγὼς ἰχνεύειν.

 

Διὰ δὲ τούτου τοῦ χάσματος ἀσυμφανής ἐστιν ὑπόνομος, καθ’ ὅν φασι τὴν ἁρπαγὴν ποιήσασθαι τὸν Πλούτωνα τῆς Κόρης.

 

Εὑρίσκεσθαι δέ φασιν ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ πυροὺς οὔτε τοῖς ἐγχωρίοις ὁμοίους οἷς χρῶνται οὔτε ἄλλοις ἐπεισάκτοις, ἀλλ’ ἰδιότητά τινα μεγάλην ἔχοντας. Καὶ τούτῳ σημειοῦνται τὸ πρώτως παρ’ αὑτοῖς φανῆναι πύρινον καρπόν. Ὅθεν καὶ τῆς Δήμητρος ἀντιποιοῦνται, φάμενοι παρ’ αὑτοῖς τὴν θεὸν γεγονέναι.

Στη Σικελία (σε περιοχή) που ονομάζεται ‘Εννα, λέγεται ότι υπάρχει κάποια σπηλιά, γύρω από την οποία λένε ότι  φυτρώνει πληθώρα λουλουδιών σε κάθε εποχή του χρόνου, πολύ περισσότερο όμως έχει καλυφθεί απέραντη έκταση από πλήθος μενεξέδων, τα οποία πλημμυρίζουν την κοντινή περιοχή με (τόση) ευωδία ώστε οι κυνηγοί, επειδή τα σκυλιά παρασύρονται από την μυρωδιά, αδυνατούν να ανακαλύψουν τα ίχνη των λαγών.

 

Μέσα σε αυτό το άνοιγμα της γης υπάρχει κρυμμένη υπόγεια δίοδος, εντός της οποίας λένε ότι ο Πλούτωνας απήγαγε την Κόρη.

 

Λένε ακόμη ότι σε αυτόν τον τόπο βρίσκονται στάχυα σίτου που δεν μοιάζουν ούτε με όσα φυτρώνουν εκεί, τα οποία χρησιμοποιούν (για να τρέφονται οι ντόπιοι) ούτε με άλλα από άλλο τόπο εισαχθέντα, αλλά που έχουν κάποια σπουδαία ιδιότητα. Και εξ αιτίας αυτού παρατηρούν ότι σ’ αυτούς εμφανίστηκε (παρήχθη) για πρώτη φορά καρπός σίτου. Γι’ αυτό και την Δήμητρα διεκδικούν ισχυριζόμενοι ότι η θεότητα γεννήθηκε σ’ αυτούς (στον τόπο τους).

 

 

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

Το ἴον = η βιολέτα, ο μενεξές.

ὀδμή = οσμή.

χάσμα = μεγάλο άνοιγμα της γης, βάραθρο.

ὑπόνομος = υπόγειος τόπος, δίοδος, πέρασμα.

ὁ πυρός = το σιτάρι (ὁ πυρρός = ο ξανθοκόκκινος)

ἐπείσακτος (ἐπεισάγω) = ο εισαγόμενος έξωθεν, από άλλο τόπο, ο ξένος.

Σημειόω –ῶ = δείχνω, βάζω σημάδια.

Σημειοῦμαι = παρατηρώ, ερμηνεύω ως σημείο, σημειώνω.

ἀντιποιῶ = ανταποδίδω το κακό ή την βλάβη.

ἀντιποιοῦμαι = επιδιώκω, εγείρω αξιώσεις, προβάλλω δικαιώματα, διεκδικώ.

 

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση