Εχει και ποιον ρόλο η πίστη στη σημερινή εποχή;

ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

ΕΛΛΑΔΑ 21.04.2020

Τι σημαίνει «πιστεύω» σήμερα, το 2020, στις αρχές του τόσο ταραγμένου εικοστού πρώτου αιώνα; Σε μια περίοδο ρευστή, μεταβατική, τόσο πολιτικά, κοινωνικά όσο και στο επίπεδο της βιοηθικής, των νευροεπιστημών, σε μια εποχή με τις παλαιές βεβαιότητες ολότελα κλονισμένες και νέες αβεβαιότητες να ορθώνονται μπροστά μας, η πίστη τι ρόλο μπορεί να παίξει; Ρόλο παρηγορίας ή ανατροφοδότησης αδιέξοδων ψευδαισθήσεων και παλαιότερων προκαταλήψεων; Μήπως ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο η αναγκαιότητα της πίστης σε ένα υπέρτατο ον ή, έστω, σε κάτι μη ορατό, που κινείται πίσω και πέρα από πάσα τεχνολογική, επιστημονική, απτή πραγματικότητα, είναι πιο επίκαιρη από ποτέ;

( ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ:  ΕΧΩ ΕΠΙΛΕΞΕΙ ΔΥΟ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΑΥΤΗ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ)

«Αποκαθήλωση» (τμήμα). Εργο του Ρογήρου βαν ντερ Βάιντεν (π. 1400-1464).

π. ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ ΜΑΡΤΖΟΥΧΟΣ*

Σαν ρεπόρτερ σε άγνωστη χώρα…

Είναι φυσική δυσκολία το να συνειδητοποιήσουμε και να ζήσουμε αυτό που είπε ο Χριστός στον Απόστολο Θωμά «Μακάριοι οἱ μή εἰδόντες καί πιστεύσαντες», και για πολλούς από μας γίνεται ανυπέρβλητη, γιατί ισχύει αυτό που έγραψε η Φλάνερι Ο’ Κόνορ: «Δεν σε γνωρίζω, Κύριε, γιατί ο εαυτός μου ο ίδιος είναι το εμπόδιο»! Η πιο δύσκολη εφαρμογή της πίστης είναι η εφαρμογή της στη ζωή.

Εχουμε στραβή αντίληψη για τα ανθρώπινα δεδομένα και φανταζόμαστε ότι όσα έχουμε, τα μπορούμε ή τα αποκτούμε ή τέλος πάντων μας χορηγούνται ως «πακέτο», δηλαδή σαν ενιαίο σύνολο και όχι ως αύξουσα πορεία μετοχής. Δεχόμαστε και για την πίστη ότι ή έχει κάποιος πίστη ή δεν έχει! Φανταζόμαστε ότι είναι κάτι όπως το χέρι μας ή το χρώμα των ματιών μας. Δηλαδή ή έχω χέρι ή δεν έχω. Ή τα μάτια μου είναι γαλάζια ή όχι. Η πίστη όμως είναι εντελώς άλλη υπόθεση. Είναι μικρή ή μεγάλη, αύξουσα ή μειούμενη. Πίστη είναι η αίσθηση και το βίωμα που δημιουργείται από μια σχέση. Αίσθηση ασφάλειας ή ασάφειας. Σιγουριάς ή εκκρεμότητας. Μεγάλης εμπιστοσύνης ή ελάχιστης εμπιστοσύνης.

Πίστη είναι αυτό που βεβαιώνει την καρδιά του ανθρώπου ώστε να είναι σίγουρος για τον άλλον. Εκείνο που εισέρχεται στην καρδιά των ανθρώπων και την ίδια στιγμή παραμένει ασύλληπτο. Είναι αυτό που λέει ο Βλάσιος Πασκάλ: «Εχει λόγους η καρδιά να εμπιστεύεται, που το μυαλό αδυνατεί να καταλάβει». Πίστη είναι μια ψυχική διεργασία που, ξεκινώντας από τα ανθρώπινα (στη σχέση με τους γονείς), γίνεται η βάση και το βάθρο για να υπάρξει και να στηθεί και η πίστη στον Χριστό. Αυτά όλα, φυσικά, δεν έχουν καμιά σχέση με την απλή διανοητική πεποίθηση ότι ο Θεός υπάρχει. Φυσικά η διανοητική αποδοχή της ύπαρξης του Θεού προϋποτίθεται, γιατί αλλιώτικα η όλη ιστορία καταντάει μια αυταπάτη. Η παραδοχή όμως ύπαρξης Θεού δεν συνιστά εμπιστοσύνη. Η Ευαγγελική πίστη είναι ήδη στην αγάπη. Πίστη στον Χριστό είναι να αφηνόμαστε σ’

Αυτόν για ό,τι συνιστά την ύπαρξή μας. Πίστη είναι η βεβαιότητα ότι αγαπιόμαστε, ότι συνοδευόμαστε και καθοδηγούμαστε, ακόμα και στα χειρότερα, που μπορούν να μας συμβούν!

Ο Θεός είναι πάντα Θεός της Εξόδου, της απελευθέρωσης από τις δουλείες μας. Γι’ αυτό πίστη και χαρά πάνε μαζί. Οπως λέει ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή: Πίστη σημαίνει «σιγουριά» για αυτά που ελπίζουμε, «βεβαιότητα» για αυτά που δεν βλέπουμε (11,1). Η πόρνη εκδηλώνει την ευγνωμοσύνη της πριν ο Χριστός της πει: «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» (Λουκ. 7, 35-40). Η πίστη της ήταν μια πίστη που μπόρεσε να προκαταλάβει, με μια χειρονομία ευγνωμοσύνης, την έκβαση της συνάντησης!

Ο Χριστός προσεύχεται να μην «εκλίπει» (δηλαδή να μην εξαφανιστεί) η πίστη του Πέτρου, ώστε να στηρίζει τους αδελφούς του επιστρέφοντας, τότε που ο Σατανάς ζητάει να μας «λειώσει» σαν το σιτάρι στις μυλόπετρες (Λουκ. 22, 31-34). Στην αρχή ο Χριστός μιλάει στον ενικό και στη συνέχεια στον πληθυντικό, επισημαίνοντας ότι το θέμα αφορά όλους.

Η αμφιβολία

Οι Ευαγγελιστές μάς έκαναν γνώστες και μετόχους της αβεβαιότητας της πίστεως των μαθητών (των πρώτων πιστών), για να συνειδητοποιήσουμε ότι «μια πίστη που δεν αμφιβάλλει, είναι πεθαμένη πίστη» (Βλ. Πασκάλ). Οι απόστολοι ζητούν από τον Χριστό να τους «προσθέσει» πίστη!

Ο πατέρας του σεληνιαζόμενου νεαρού με την κραυγή του «Πιστεύω, Κύριε, βοήθησέ με στην απιστία μου» εκπέμπει την πιο ανθρώπινη φωνή. Αν χρησιμοποιήσουμε μια σύγχρονη εικόνα, η πίστη σε παρακινεί να προχωράς στη ζωή, όπως ένας ρεπόρτερ σε άγνωστη χώρα…!

Αν η πίστη σας σάς κάνει λιγότερο ευαίσθητους, σας σκληραίνει στη χαρά της ζωής ή και σας κάνει τραχείς, αν σας δίνει την αυταπάτη ότι τα ελέγχετε όλα, αν τέλος πάντων η πίστη σας σάς κάνει λιγότερο… έξυπνους, τότε μπορείτε να πείτε στον εαυτό σας ότι τέτοια πίστη δεν προέρχεται από τον Ζώντα Θεό Ιησού! Είναι μια κακή απομίμηση: Αντί να είναι δυνατή και ανοιχτή στις εκπλήξεις (ως κλήση που είναι από τον Χριστό), κακομοιριάζει και γίνεται ξερή σαν σλόγκαν.

Η πίστη είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην ανθρώπινη αδυναμία και στη θεϊκή παντοδυναμία.

Πίστη είναι το μάτι, με το οποίο βλέπουμε τον Χριστό. Ενα θολό ή ένα δακρυσμένο μάτι εξακολουθεί να είναι ένα μάτι που μπορεί να δει τον Χριστό.

Πίστη είναι το χέρι με το οποίο κρατιόμαστε από τον Χριστό. Ενα χέρι που τρέμει, είναι ένα χέρι που μπορεί να απλώσει και να πιάσει το κράσπεδο του ιματίου του Χριστού.

Πίστη είναι η γλώσσα με την οποία γευόμαστε και διαπιστώνουμε ότι «Χρηστός ὁ Κύριος». Μια γλώσσα που την καίει ο οποιοσδήποτε πυρετός, μπορεί να παραμένει μια γλώσσα επικοινωνίας και εμπιστοσύνης.

Πίστη είναι το πόδι που βαδίζει προς τον Χριστό. Και ένα πόδι που κουτσαίνει, συνεχίζει να είναι ένα πόδι που, έστω και προχωρώντας αργά, μπορεί να πηγαίνει προς τον Χριστό.

Πιστεύουμε, Κύριε, βοήθησέ μας στην απιστία μας, γιατί, Κύριε, δεν πιστέψαμε επειδή τάχα τα καταλάβαμε όλα!

* Ο π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος είναι εφημέριος Ιερού Ναού Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου Πρέβεζας.

 

ΜΥΡΤΩ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ*

Αγώνας για τη ζωή, για τη σωτηρία του άλλου

 

Γράφω για την πίστη εν μέσω μιας πρωτόγνωρης για τον σύγχρονο κόσμο πανδημίας και παρατηρώ ότι όχι μόνο δεν έσβησε, αλλά αναζωπυρώθηκε κιόλας. Αναζωπυρώθηκε στο άρρητο κήρυγμα όλων όσων παλεύουν για τη ζωή μας αυτές τις μέρες. Μας συγκινούν οι γιατροί και οι νοσοκόμες που τολμούν να μπουν σε μολυσμένο περιβάλλον, να θέσουν τη ζωή τους σε κίνδυνο, να παραβλέψουν την κούραση, την αϋπνία, τον πενιχρό μισθό, τις χίλιες εναλλακτικές που έχουν για στιγμές με τους δικούς τους ανθρώπους για χάρη του κάθε αγνώστου. Κάποιοι έδωσαν και τη ζωή τους ακόμη σε αυτόν τον αγώνα. Κένωση προς σωτηρία του άλλου. Μας συγκινεί κάτι περισσότερο απ’ αυτό;

Επιβεβαιώνεται, λοιπόν, ότι η πίστη που έχει νόημα να κρατήσει κανείς σήμερα είναι μια πίστη που λογαριάζει τον πόνο του ανθρώπου. Τον παρατηρεί με προσοχή, λεπτομερή προσοχή, γιατί ο πόνος του ανθρώπου είναι συνώνυμος της αλήθειας, μας λέει η Σιμόν Βέιλ.

Η ταύτισή μου με τον Χριστό ξεκίνησε ακριβώς από τη θέαση του πάθους του. Δεν μιλώ για χριστιανισμό γενικά, γιατί σε πολλές εκκλησίες έχει εξωραϊστεί το μαρτύριο, το βάσανο. Ο Χριστός δεν είναι ο ίδιος στους σύγχρονους χριστιανισμούς. Η τάση του ανθρώπου είναι να στρέφει το πρόσωπο μακριά απ’ το άβολο, το βρώμικο, το τσαλακωμένο, να καταφεύγει στο ναρκωτικό που ο ίδιος δημιουργεί. Θέλουμε μια θρησκεία που θα μας φυγαδεύσει απ’ τον πόνο κι από όλους όσοι ενοχλούν τη συνείδησή μας και ζητιανεύουν την προσοχή μας. Και ο Χριστός, ακόμη, εύκολα μετατρέπεται σε μέσο φυγής μεταβάλλοντας κι εμάς σε αυτό που, κατά βάθος, απεχθανόμαστε: σε ανθρώπους που παραβλέπουν, προσπερνούν, αδιαφορούν για την οδύνη του κόσμου. Εμένα με κέρδισε η αφήγηση του πάθους του Χριστού, με κάθε φρικτή της λεπτομέρεια. Εκεί γεννήθηκε η πίστη μου.

Οταν ο Γιούργκεν Μόλτμαν, Γερμανός θεολόγος, επέστρεψε πίσω στην τάξη του στη Γοττίγγη, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είπε ότι «μια θεολογία που δεν παρουσίαζε τον Θεό ως αυτόν που εγκαταλείφθηκε και σταυρώθηκε δεν είχε να πει τίποτα σε εμάς τότε» [The Crucified God: The Cross of Christ as the Foundation and Criticism of Christian Theology (New York: Harper and Row, 1973) 1.]. Αρχισε να αναδύεται αυτό το μπούχτισμα με κάθε είδους πίστη που δεν κοιτά κατάματα το ανθρώπινο δράμα. Η απαίτηση ήταν, αν είναι να κηρύξουμε Θεό, να είναι ένας Θεός που ήταν εκεί.

Αυτό θυμίζει και τα βιώματα του Ελί Βιζέλ στο Αουσβιτς. Οταν κρεμούσαν μπροστά του οι SS ένα μικρό αγόρι, κάποιος που στεκότανε πίσω απ’ τον Βιζέλ ρωτάει: «Για όνομα του Θεού, πού είναι ο Θεός;». Ο Βιζέλ ακούει μια φωνή μέσα του να λέει: «Πού είναι; Εδώ είναι – κρέμεται απ’ αυτήν την κρεμάλα» [Night (trans. Marion Wiesel; New York: Hill and Wang, 2006), 65.]. Ενας Θεός που βρίσκεται στο κουφάρι του κρεμασμένου.

Αν δεν βρίσκεται ακριβώς εκεί, δεν μ’ ενδιαφέρει να τον γνωρίζω. Αν δεν είναι μέσα στις λάσπες της Μόριας, αν δεν κοιμάται πάνω στα παγκάκια στο Πεδίον του Αρεως, αν δεν είναι εγκλωβισμένος στα πορνεία της Κολωνού, δεν τον πιστεύω.

Είναι απαίτηση πια και πιο επιτακτική ανάγκη από ποτέ η πίστη μου, ο Θεός μου, να μην απέχει, να μη δίνει οδηγίες αφ’ υψηλού σε κακόμοιρους ανθρώπους για των οποίων την κατάσταση δεν έχει ιδέα. Είναι απαίτηση ο Θεός μου να έχει ζήσει ως ο τελευταίος άνθρωπος στον πάτο αυτού του κόσμου. Ευάλωτος. Ανήμπορος. Πίστη, λοιπόν, είναι απόκριση σ’ αυτόν. Στον δρόμο του Θεού της κένωσης, όχι άλλου.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς να παρατηρήσει τον δρόμο του Χριστού και αλλού. Διάβασα πρόσφατα το γράμμα του Γερμανού θεολόγου και μάρτυρα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Φλόσενμπεργκ, Ντίτριχ Μπονχόφερ, το οποίο έγραψε στον Γκάντι. Απογοητευμένος ο Μπονχόφερ από έναν χριστιανισμό που δεν κήρυττε πλέον Χριστό, γράφει στον Γκάντι: «Εμείς οι δυτικοί χριστιανοί θα πρέπει να διδαχθούμε από σένα τι πάει να πει πραγμάτωση της πίστης, τι μπορεί να καταφέρει μια ζωή αφιερωμένη στην πολιτική και φυλετική ειρήνη. Εάν υπάρχει κάπου ένα ορατό παράδειγμα τέτοιων επιτευγμάτων, το βλέπω στο δικό σου κίνημα.

Ξέρω ότι δεν είσαι βαπτισμένος χριστιανός, αλλά οι άνθρωποι των οποίων την πίστη επαινούσε ο Ιησούς περισσότερο απ’ όλους δεν ανήκαν ούτε εκείνοι σε κάποια επίσημη εκκλησία (…) δεν υπάρχει κανείς να μας δείξει τον δρόμο προς μια νέα χριστιανική ζωή ασυμβίβαστα σύμφωνη με την Επί του Ορους Ομιλία. Γι’ αυτόν τον λόγο απευθύνομαι σε σένα για βοήθεια». (Ακόμη δεν έχει εκδοθεί επίσημα. Παρουσιάστηκε από τον Clifford Green στο International Bonhoeffer Society, 21 Ιανουαρίου 2020.)

Μεγάλη Εβδομάδα, λοιπόν, και πάλι στήνεται μπροστά μας το ξύλο της πιο εξευτελιστικής ποινής που κατάφερε να επινοήσει η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία: ο σταυρός. Ο Θεός κρεμόταν εκεί, μαζί με τους κατάδικους. Ενα άβολο μήνυμα ότι πίστη, πίστη Χριστού δηλαδή, είναι αγώνας για τη ζωή του άλλου. Ενα μήνυμα που καλεί πρώτα την εκκλησία να σιγουρευτεί ότι δεν αλλοίωσε την πίστη της σε κάτι βολικότερο, ενδοκοσμικό.

Πιστεύω σ’ έναν Θεό παντοδύναμο, γιατί αυτό είναι δύναμη – η βούληση να κενώσει τον εαυτό του προκειμένου να ταυτιστεί, να κατανοήσει, να σώσει τον άνθρωπο. Κι αυτή η αμετακίνητη αγάπη, αποφασισμένη να συναντήσει τον άνθρωπο όπου κι αν αυτός βρίσκεται, τροφοδοτεί και την πίστη ότι η ίδια αυτή αγάπη θα βρει τον τρόπο να μας συναντήσει και πέραν του τάφου.

* Η κ. Μυρτώ Θεοχάρους είναι καθηγήτρια Βιβλικών Σπουδών στο Ελληνικό Βιβλικό Κολέγιο.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση