Άρεσε γενικώς στην Aλεξάνδρεια, τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού, ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης Aριστομένης, υιός του Μενελάου. Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική. Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων. Aγόραζε βιβλία ελληνικά, ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά. Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος. Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο, κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά. Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε. Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις, κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του. |
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) |
Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης (ανάγνωση) |
(διαβάζει: Σαββίδης Γ. Π., K.Π. Kαβάφη, Ποιήματα, II, (1919-1933), Διόνυσος) |
Ο Αριστομένης του Μενελάου ήταν ένας “Ελληνίζων” δηλαδή μη Έλληνας κάτοικος του ελληνιστικού βασιλείου της Αιγύπτου, που προσπαθούσε να μιμηθεί τον ελληνικό τρόπο ζωής: γλώσσα, ενδυμασία, μόρφωση, κοινωνικές σχέσεις. Οι Ελληνίζοντες βέβαια υπήρχαν και στα άλλα ελληνιστικά βασίλεια της Ανατολής: Συρίας και Περγάμου.
Γιατί οι γηγενείς κάτοικοι των ελληνιστικών βασιλείων επιδίωκαν να ζουν σαν Έλληνες;
Τα ελληνιστικά βασίλεια προήλθαν από την διανομή του κράτους του Μ. Αλεξάνδρου μεταξύ των διαδόχων, των στρατηγών δηλαδή του μεγάλου στρατηλάτη. Η πολιτική εξουσία βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων Βασιλέων, της αυλής τους και ενός επιτελείου αποτελούμενου από Έλληνες και εξελληνισμένους γηγενείς. Όποιος λοιπόν ήθελε να ανέλθει κοινωνικά και καταλάβει αξιώματα, έπρεπε ή να είναι Έλληνας ή να ζει σαν Έλληνας. Αυτό το επεδίωξαν τα μέλη της γηγενούς αριστοκρατίας , που ζούσαν σε όλες τις σατραπείες του πρώην Περσικού κράτους. Επιπλέον, επειδή το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας και κυρίως το εμπόριο και η βιοτεχνία, ασκείτο από Έλληνες, ήταν απαραίτητο για κάποιον να μιλάει ελληνικά. Τέλος οι διασκεδάσεις, τα θεάματα και κάθε καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργία προερχόταν από τους Έλληνες ή είχαν ελληνικό χαρακτήρα, και όποιος ήθελε να συμμετέχει σ’αυτά έπρεπε να ξέρει ελληνικά και να έχει ελληνική μόρφωση. Από τα παραπάνω καταλαβαίνουμε ότι η ελληνική γλώσσα έγινε διεθνής γλώσσα.
Επιπλέον στη δεύτερη στροφή ο ποιητής γράφει πως ο Αριστομένης μιλούσε λίγο, όχι επειδή ήταν βαθυστόχαστος, αλλά επειδή δεν ήξερε καλά τα ελληνικά και φοβόταν “μήπως χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά, κ’ οι Aλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό” . Ο ποιητής γνώριζε πολύ καλά ιστορία και ειδικά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο. Αυτή την εποχή η ελληνική γλώσσα υπέστη μεγάλες αλλαγές που οφείλονται στο ότι προσπάθησαν να την μιλήσουν πολλοί αλλοεθνείς. Γι’ αυτό διαμορφώθηκε η Κοινή Ελληνιστική ή Αλεξανδρινή, το σπουδαιότερο γραπτό δείγμα της οποίας είναι η Καινή Διαθήκη, αφού η νέα χριστιανική Εκκλησία για να προσελκύσει πιστούς έπρεπε να μιλήσει στην πιο διαδεδομένη γλώσσα και στην πιο κατανοητή από όλους μορφή της, αυτή που καταλάβαιναν οι πιο απλοί άνθρωποι της εποχής.