“7ος Βυζαντινός αιώνας: εποχή κρίσιμης μετάβασης από την Αρχαιότητα στον Μεσαίωνα-προβλήματα και λύσεις” Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, κάτοχος διετούς Μεταπτυχιακού Διπλώματος Βυζαντινής Ιστορίας, Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.
“7ος Βυζαντινός αιώνας: εποχή κρίσιμης μετάβασης από την Αρχαιότητα στον Μεσαίωνα-προβλήματα και λύσεις”
Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, κάτοχος διετούς Μεταπτυχιακού Διπλώματος Βυζαντινής Ιστορίας, Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.
Η περίοδoς 324-642 έχει εξαιρετική σπουδαιότητα για τον Ελληνισμό. Στην διάρκειά της δημιουργήθηκαν οι ιστορικές προϋποθέσεις για την πολιτική αναβίωσή του.Η μετάθεση της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, η επικράτηση του Χριστιανισμού, ο χωρισμός του κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό, η διάλυση του Δυτικού κράτους και η ταύτιση της Αυτοκρατορίας με το ανατολικό τμήμα της, όπου πλειοψηφούσαν οι ελληνικοί και εξελληνισμένοι πληθυσμοί και κυριαρχούσε η ελληνική γλώσσα, επέφεραν βαθμιαία την μετατροπή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στο εκχριστιανισμένο ρωμαϊκό κράτος της Ανατολής, στην εξελληνισμένη αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής, στην ελληνική βυζαντινή αυτοκρατορία.
Η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν είναι προϊόν στρατιωτικού κατορθώματος αλλά αποτέλεσμα της εξελίξεως του ρωμαϊκού κόσμου, που είχε ν’ αντιμετωπίσει ταυτόχρονα την εσωτερική κρίση (πολιτική και ηθική), τον βαρβαρικό κίνδυνο και τις περσικές διεκδικήσεις για την παγκόσμια κυριαρχία. Πραγματικά, η βυζαντινή αυτοκρατορία γεννήθηκε απ’ τη μεταμόρφωση, που κατά τον 4ο αι., υπέστη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία με την μεταφορά του κράτους (translatio imperii) απ’ τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι με απόφαση του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, που αναγνωρίσθηκε με τον χρόνο ως ο πρώτος βυζαντινός αυτοκράτωρ, χωρίς όμως να είναι και ο τελευταίος Ρωμαίος, ιδρύθηκε το Βυζάντιο, που αποτέλεσε απ’ τη γέννησή του ένα ιδιότυπο ιστορικό φαινόμενο: είναι η μόνη αυτοκρατορία που δεν κτίσθηκε πάνω στα ερείπια μιας άλλης, η μόνη που ήλθε στον κόσμο προικισμένη με μια κληρονομιά, άρα η μόνη που δεν είχε να αντιμετωπίσει, άμεσα, τα προβλήματα της συστάσεως, αλλά τα πιο περίπλοκα της διατηρήσεως και της επιβιώσεως, και αυτό γιατί υπήρξε η μόνη αυτοκρατορία που υπήρξε κράτος προτού γίνει έθνος.
Ευθύς εξ’ αρχής μπορούν να ορισθούν τώρα οι δύο αρχές, συχνά αντιφατικές, που τροφοδοτούν όλη τη βυζαντινή ιδεολογία και πολιτική: η διατήρηση της ρωμαϊκής κληρονομιάς και συνάμα η φροντίδα για ενότητα και συγκρότηση εθνικής συνειδήσεως, στα πλαίσια της πολυεθνικής οικουμένης που εξουσίαζε η Ρώμη και κληρονόμησε το Βυζάντιο. Αυτές οι δύο αρχές αποτελούν τη σταθερή βάση της βυζαντινής προσπάθειας και σ’ αυτές οφείλεται ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των θεσμών της αυτοκρατορίας, οι οποίοι εφαρμόζονται σε διάφορες πραγματικότητες, γερνούν και εξαφανίζονται, χωρίς ποτέ να καταργούνται. Αυτές οι δύο αρχές, γεννούν, φωτίζουν και συνάμα ερμηνεύουν τις πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές κρίσεις, που συγκλόνισαν το Βυζάντιο σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης ζωής του και που συχνά απείλησαν την ίδια την ύπαρξή του. Οπωσδήποτε η Κωνσταντινούπολη δεν απάντησε στην Ρώμη με μια άλλη, νέα αυτοκρατορία, αλλά με την αλλαγή του πολιτικού προσανατολισμού και του τρόπου σκέψεως και ζωής.
Παρ’ όλα αυτά, η ρωμαϊκή αυτοκρατορική ιδέα, δηλαδή η προσπάθεια για την αποκατάσταση του «ρωμαϊκού κράτους» στα παλιά του σύνορα, θα παραμείνει ο ακρογωνιαίος λίθος της βυζαντινής ιδεολογίας. Η προσήλωση σ’ αυτήν, ή, αντίθετα, η εγκατάλειψή της- άλλωστε πάντοτε πρόσκαιρη- καθορίζουν τον εκάστοτε προσανατολισμό της βυζαντινής διπλωματίας, υπαγορεύουν τα διοικητικά σχήματα που κατά καιρούς υιοθετεί η αυτοκρατορία.
Έτσι, δύο αντίθετες και αντιφατικές πολιτικές κατευθύνσεις συγκρούονται στο Βυζάντιο: η μία, ρεαλιστική κι ανανεωτική, αποβλέπει να συγκεντρώσει τις εθνικές προσπάθειες στην οργάνωση και στην προάσπιση του χώρου που παραμένει βυζαντινός. Η άλλη, ιδεαλιστική και συντηρητική, παραμένει προσηλωμένη στο όραμα της οικουμενικής αυτοκρατορίας και στην αποκατάσταση της ενότητας του χριστιανικού κόσμου υπό την αιγίδα της Νέας Ρώμης. Η πρώτη, θέτει αμυντικούς στόχους για την εξασφάλιση της βυζαντινής ανατολής. Η άλλη, επιλέγει σκοπούς επιθετικούς και σχεδιάζει την ανάκτηση της ρωμαϊκής Δύσεως με κάθε θυσία. Η μία είναι η συνετή πολιτική που οικοδομεί το μέλλον υπολογίζοντας τις δυνάμεις της αυτοκρατορίας. Η άλλη είναι ουτοπιστική, που ατενίζει νοσταλγικά το παρελθόν και προς χάρη του αναλώνει τις δυνάμεις της αυτοκρατορίας σε στρατιωτικές περιπέτειες με αβέβαιη έκβαση. Το Βυζάντιο, αντιμετωπίζοντας το δίλημμα «Κωνσταντινούπολη και Ρώμη» ή «Κωνσταντινούπολη χωρίς Ρώμη»- στο μέτρο που η Κων/πολη αντιπροσωπεύει τη ρωμαϊκή Ανατολή και η Ρώμη τη ρωμαϊκή Δύση- θα διχαστεί, θα αμφιταλαντευτεί και θα παραμείνει αναποφάσιστο: ανάλογα με την ιστορική στιγμή, ανάλογα με το ανθρώπινο και υλικό δυναμικό του και, κυρίως ανάλογα με την προέλευση, την ιδιοσυγκρασία και τα συμφέροντα των αυτοκρατόρων ή των φατριών που το διοικούν, θα επιλέγει άλλοτε τη μία και άλλοτε την άλλη απ’ τις δύο αυτές αντιφατικές πολιτικές. Θα εκπονήσει στο όνομα καθεμιάς απ’ αυτές τις δύο τάσεις, μεγαλεπήβολα στρατιωτικά και διπλωματικά προγράμματα, θα εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις διοικητικές, κοινωνικές και οικονομικές, ικανές να υπηρετήσουν την εκάστοτε πολιτική. Οπωσδήποτε όμως, η αυτοκρατορία, στην εκλογή οποιασδήποτε πολιτικής, δεν θα αποφύγει ποτέ τη σύγκρουση με ένα μέρος των υπηκόων της: έτσι εξηγούνται οι κοινωνικές, πνευματικές αλλά και οι θρησκευτικές κρίσεις που γνώρισε το Βυζάντιο σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και οι οποίες, όταν εξετάζονται απ’ την εξωτερική μορφή των εκδηλώσεών τους, φαίνονται συχνά μάταιες, άκαιρες και ανεδαφικές διαμάχες. Δεν πρέπει όμως να λησμονούνται οι λόγοι της υπάρξεώς τους: αποσκοπούσαν να συμφιλιώσουν στους κόλπους του κράτους και της Εκκλησίας πληθυσμούς που διέφεραν τόσο κατά την εθνική τους προέλευση και τις πολιτιστικές τους παραδόσεις, όσο και κατά την εθνική τους προέλευση και τις πολιτιστικές τους παραδόσεις, όσο και κατά τους πνευματικούς τους προσανατολισμούς. Κυρίως όμως διέφεραν κατά την κοινωνική και οικονομική τους ανάπτυξη και τα καθημερινά υλικά συμφέροντά τους.
Το πολυεθνικό κράτος του Βυζαντίου απλωμένο ως, τουλάχιστον τον 7ο αι., σε χώρες τριών ηπείρων, της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, δέχθηκε στους κόλπους του, ισότιμα, επιδράσεις διαφορετικών κόσμων και συγχώνευσε πολιτιστικές παραδόσεις πολύτροπες, πολυσήμαντες και αντίρροπες. Η βυζαντινή ισορροπία είναι ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων με την χριστιανική πίστη και την ελληνορωμαϊκή νοοτροπία. Ο συνδυασμός αυτός αποτέλεσε τις βάσεις του νέου πνεύματος που χαρακτηρίζει τον πολιτισμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Το Βυζάντιο, κι όχι η αρχαιότητα, αποτελεί την ιστορική αφετηρία του νεώτερου Ελληνισμού. Ιστορική συνέχεια του αρχαίου κόσμου, βάση της εμπειρίας του νεοελληνικού ανθρώπου, μέτρο μέγιστο της μεγαλωσύνης και του δυναμισμού του ελληνικού έθνους, αλλά και όριο του άμετρου μεγαλοϊδεατισμού του, το Βυζάντιο θα μείνει πάντοτε η κεντρική αναφορά της νεοελληνικής ιστορίας, εφόσον σημαίνει ταυτόχρονα την πρώτη φάση του νεώτερου Ελληνισμού και το τελευταίο επίτευγμα του φθίνοντος ελληνιστικού, ελληνοπρεπούς κόσμου. Έτσι, μπορεί ίσως κανείς να θεωρήσει το Βυζάντιο ως την κεντρώα περίοδο της ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, παρ’ όλο που, κατά το μεγαλύτερο μέρος της βυζαντινής εποχής, ο ελλαδικός χώρος μένει μακριά, σχεδόν αποξενωμένος απ’ το κέντρο που υπαγορεύει τις βαρυσήμαντες αποφάσεις. Εκτός από λιγοστές εξαιρέσεις- σχετίζονται κυρίως με την Θεσσαλονίκη και τη περιοχή της- η αρχαία Ελλάδα ως γεωγραφική ενότητα διαδραματίζει, κατά την βυζαντινή εποχή, επαρχιακό, δευτερεύοντα ρόλο, τόσο στην διαμόρφωση των δομών της κοινωνίας, όσο και στην επεξεργασία των θεσμών της αυτοκρατορίας που μένουν αποκλειστικό σχεδόν επίτευγμα της βυζαντινής πρωτεύουσας και του μικρασιατικού κόσμου.
Την εποχή του Ηρακλείου (αρχές 7ου αι.) τα ελληνικά έχουν ήδη επικρατήσει ως κατ’ εξοχήν επίσημη γλώσσα του βυζαντινού κράτους.
Είναι γνωστό ότι η αρχαία σκέψη φτάνει στο Βυζάντιο με το ένδυμα της ελληνόγλωσσης πνευματικής δημιουργίας, με τις μορφές κάθε είδους μνημείων και τεχνικών επιτευγμάτων και με τις δομές ενός ανεπτυγμένου δημοσίου βίου. Ωστόσο δεν πρέπει να λησμονείται ότι τα δραστικά μέτρα κατά της ειδωλολατρίας, απ’ τον 4ο έως τον 7ο αι., είχαν ως αποτέλεσμα να καταστρέψουν και να εξοστρακίσουν κάθε πνευματική εκδήλωση που δεν ήταν εμπνευσμένη απ’ τις αξίες του Χριστιανισμού. Καταστροφές αρχαίων ναών, βίαιοι θάνατοι φιλοσόφων, ομαδικοί διωγμοί πνευματικών ανθρώπων, καταδίκες για μαγεία πιστών του αρχαίου πανθέου είναι φαινόμενα συνηθισμένα…Μια σκέψη, μια ηθική, ένα δίδαγμα είναι το πνευματικό αίτημα των ανθρώπων της αυτοκρατορίας του 7ου αι. ενσαρκώνεται απ’ τον Ηράκλειο, τον θριαμβευτή της πίστεως, τον αυτοκράτορα σταυροφόρο.
Πνευματική συνοχή, ενότητα σκέψεως και πράξεως που βασίζεται στα διδάγματα και στην αποκαλυπτική αλήθεια της νέας θρησκείας, του Χριστιανισμού, διέπει τον άνθρωπο της εποχής. Ο όρος «φιλόσοφος» σημαίνει τώρα αυτόν που ασπάζεται το μοναχικό σχήμα και δέχεται τη θεία αποκάλυψη ως τη μόνη πραγματική αλήθεια. Τα ερωτηματικά του αρχαίου τρόπου σκέψεως του φιλοσόφου με την αρχαία έννοια, είναι τώρα δείγμα στείρας αρνητικής στάσεως, που οδηγεί αυτούς που εξακολουθούν να τα θέτουν, στον άγονο δρόμο της αιρέσεως. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χριστολογική κρίση και οι πολυώνυμες αιρέσεις, που συγκλόνισαν τους ανθρώπους της εποχής, βρήκαν οπαδούς μεταξύ αυτών που είχαν ανατραφεί λιγότερο ή περισσότερο, με την αρχαία σκέψη. Είναι επίσης σημαντικό ότι οι πνευματικοί εκπρόσωποι των ρευμάτων και κινημάτων που ορθώθηκαν απέναντι στην Κων/πολη, στην Εκκλησία και στο Κράτος της, προέρχονται όλοι σχεδόν απ’ τον κόσμο των ελληνιστικών μητροπόλεων, απ’ την Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια, απ’ τον κόσμο δηλαδή που συγκέρασε την γνωστική θεώρηση με το ελληνικό φιλοσοφικό μάθημα, απ’ τον κόσμο που είναι γέννημα του συναπαντήματος του αρχαιοελληνικού ορθολογισμού και του ανατολικού μυστικισμού. Πνευματικοί φορείς που ζουν και δρουν στις πόλεις της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, αν και διασαλεύουν με τις πνευματικές τους διαμάχες την αυτοκρατορική ειρήνη, ανοίγουν τελικά το δρόμο που επέτρεψε στην αρχαία γραμματεία ή τουλάχιστον σ’ ένα μέρος της, να μείνει κτήμα του βυζαντινού πνευματικού ανθρώπου και να περάσει έτσι στα χέρια των μορφωμένων της Ανατολής και της Δύσεως.
Υπέρτατη αρχή του κράτους, της κοινωνίας του Βυζαντίου, η αυτοκρατορική εξουσία είναι και μένει στην ουσία της απόηχος της ελληνικής πολιτικής θεωρίας και βασικό ρωμαϊκό επίτευγμα, προσαρμοσμένο βέβαια στο πνεύμα των καιρών. Νωρίς, οι τεχνικοί λατινικοί όροι που χαρακτηρίζουν την αυτοκρατορία βρήκαν τα ελληνικά αντίστοιχά τους. Τα βασιλικά, όμως επίθετα, που σημαίνουν αρχαίες αρετές, όλα σχεδόν ελληνικής καταγωγής και ρίζας, όπως «ευσεβής», «πράος», «φιλάνθρωπος», «νικητής», «ειρηνοποιός», παίρνουν τώρα τις διαστάσεις που τους δίνει η χριστιανική ηθική. Ο αυτοκράτωρ, υπέρτατη έκφραση του βυζαντινού κόσμου, είναι ο «πιστός εν Χριστώ βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων», τίτλος επίσημος, που κάθε στοιχείο του δηλώνει σημαντικά ορόσημα της βυζαντινής ιστορίας. Την Ορθοδοξία: «πιστός εν Χριστώ». Τη ρωμαϊκή οικουμενική κληρονομιά: «αυτοκράτωρ Ρωμαίων», όρος επίσημος που αποκλείει κάθε δικαίωμα φραγκικό, παπικό και γενικά δυτικό στον ρωμαϊκό τίτλο. Βαρυσήμαντος, τέλος, ο όρος «Βασιλεύς» επισκιάζει τελικά τον αυτοκρατορικό τίτλο: δηλώνει την συνέχιση της ελληνιστικής δυναστικής παραδόσεως και τη ζωτικότητα της θεωρίας που καθόρισε και διαμόρφωσε τις αρετές, οι οποίες αναδεικνύουν τον αυτοκράτορα φωτισμένο δεσπότη.
Η αραβική πρόοδος στον γεωγραφικό χώρο της άλλοτε περσικής αυτοκρατορίας και στις ακραίες περιοχές της βυζαντινής Ασίας και της Αφρικής, θα ανασυστήσει μια νέα, παγκόσμια δυαρχία, τη βυζαντινοαραβική. Θα φέρει ακόμη μια φορά σε αντίθεση τους Χριστιανούς του Βυζαντίου με αλλόδοξους πληθυσμούς της Ανατολής, οδηγώντας στον «αμφοτερισμόν», (έτσι ονομάζουν τα κείμενα την αμφίρροπη στάση), λαούς που βρέθηκαν διχασμένοι ανάμεσα στους δυο μεγάλους της εποχής, όπως π.χ. οι Αρμένιοι, οι κάτοικοι της Γεωργίας, ακόμη και οι ίδιοι οι Άραβες, που πριν δημιουργήσουν το δικό τους κράτος, το ενιαίο χαλιφάτο της Δαμασκού, υπηρέτησαν , κατά φυλαρχίες, τους Βυζαντινούς και τους Πέρσες. Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι το Βυζάντιο είχε ως βάση τον πολυεθνικό γεωγραφικό χώρο της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, για να κατανοήσει γιατί επιζητούσε, συστηματικά, ουσιαστικές μορφές συνεργασίας με λαούς και πληθυσμούς που οι παραδόσεις τους ήταν συχνά ξένες, αν όχι αντίθετες, προς τα ελληνικά σχήματα ζωής και σκέψεως, προς τον ελληνομαθημένο, γενικά, κόσμο. Είναι αναμφισβήτητο ότι οι πληθυσμοί αυτοί θα επηρεάσουν με τη σειρά τους τη βυζαντινή ζωή, πριν επηρεάσουν με τις «βασικές» απαιτήσεις τους τον τρόπο διακυβερνήσεως της αυτοκρατορίας και πιο συγκεκριμένα τον τρόπο της επαρχιακής διοικήσεως. Ας τονιστεί ότι ένας απ’ τους βασικούς βυζαντινούς θεσμούς, τα «θέματα», θεωρήθηκε απόκτημα ανατολικών συνηθειών: ο μηχανισμός της λειτουργίας τους- στρατιωτικοποίηση της επαρχιακής οργανώσεως- μπορεί κατά μερικούς ερευνητές, εύκολα, να αναχθεί σε ανατολικά πρότυπα, παρόλη την απουσία επιστημονικών αποδείξεων που θα κατοχύρωναν την γνώμη αυτή.
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνά κανείς ότι η Εκκλησία και η Ορθοδοξία, ο κλήρος και οι μοναχοί βρήκαν τους πρώτους και καλύτερους αντιπροσώπους τους ανάμεσα στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Ανατολής. Εξ’ άλλου, η Κωνσταντινοπολίτικη άρχουσα τάξη όλων των εποχών, διοικητικοί, στρατιωτικοί, δικαστικοί, αυλικοί και εκκλησιαστικοί προέρχεται από τον αστικό κόσμο της Ανατολής. Επί αιώνες μάλιστα, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει με ασφάλεια αν μια από τις μεγαλουπόλεις της Ανατολής, η Αντιόχεια ή η Αλεξάνδρεια, δεν θα υποσκέλιζε και την ίδια την Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Άλλωστε ο Αρειανισμός και ο μονοφυσιτισμός που διασάλευαν τα θεμέλια της αυτοκρατορίας στα πρώτα της βήματα εκφράζουν, ίσως, μια μορφή της πάλης ανάμεσα στην πρωτεύουσα και στις επίδοξες πρωτεύουσες της Ανατολής.
Οπωσδήποτε υπάρχουν πολλά χειροπιαστά δείγματα του σημαίνοντος ρόλου της Ανατολής στις τύχες του Βυζαντίου. Όπως πάντα, ο ρόλος αυτός δεν είναι μονομερής. Το Βυζάντιο έδωσε με τη σειρά του στην Ανατολή νέα πλαίσια ζωής. Η παμμεσογειακή και διαπόντια διάσταση των επικοινωνιών και η διάδοση του Χριστιανισμού ανοίγουν το δρόμο πλουτισμού και διαφωτισμού πληθυσμών που δεν είχαν ως τότε αφομοιώσει το ελληνορωμαϊκό δίδαγμα. Δεν πρέπει, πραγματικά, να λησμονείται ότι ο Ελληνισμός δεν άγγιζε το σύνολο των λαϊκών μαζών της Ανατολής. Ολόκληροι πληθυσμοί, κυρίως της ενδοχώρας της έμειναν, έτσι, έξω από την οικουμένη που δημιούργησε η Ρώμη. Ο γοργός εκχριστιανισμός τους, εξάλλου, δείχνει την ενεργό αντίδραση προς τον επίσημο πολιτικό κόσμο και εξηγεί τη μορφή έντονης πνευματικότητας που πήρε η νέα θρησκεία στις χώρες της Εγγύς Ανατολής. Πραγματικά, τα φαινόμενα του ασκητισμού και του μοναχισμού, στις πιο καθαρές μορφές τους, είναι δημιουργήματα του Ανατολικού Χριστιανισμού και μας οδηγούν, καθένα με τον τρόπο του, να καταλάβουμε την οξεία αντίδραση-αντίσταση που προέβαλε ο ανατολικός κόσμος στις κωνσταντινοπολιτικές κοσμικές και πολιτικές λύσεις, τις εμπνευσμένες από τα ελληνορωμαϊκά πρότυπα που τα στελέχη της πρωτεύουσας έδωσαν στο θρησκευτικό πρόβλημα. Ο εσωτερικός αυτός δυϊσμός εξηγεί την κρίση που πέρασε η αυτοκρατορία κατά τους πρώτους αιώνες της ιστορίας της και αποτελεί με τη σειρά του βασικό παράγοντα της βυζαντινής ιστορίας.
Η ιδεαλιστική ρωμαική πολιτική, έκφραση της οικουμενικής χριστιανικής αυτοκρατορίας, που ήταν σ’ όλη τη διάρκεια της πρωτοβυζαντινής περιόδου η επίσημη πολιτική της Κωνσταντινουπόλεως, είχε την επιδοκιμασία των ελληνορωμαϊκών πληθυσμών, ιδιαίτερα πολυάριθμων στις μεγάλες πόλεις και στις παραθαλάσσιες περιοχές. Το πολιτισμένο αυτό στοιχείο, γαλουχημένο με την οικουμενική αυτοκρατορική ιδέα και εύπορο χάρη στο εμπόριο, αποτελούσε την πνευματική αριστοκρατία που τροφοδοτούσε με διοικητικά στελέχη την αυτοκρατορία και την εκκλησία. Για πολλούς αιώνες η Κωνσταντινούπολη θα ερμηνεύει, με τις αποφάσεις των αυτοκρατόρων και των κυβερνήσεών της, τα συμφέροντά τους. Πραγματικά, η αυτοκρατορική πολιτική της πρωτοβυζαντινής περιόδου λίγο ενδιαφέρθηκε για το άλλο μέρος του πληθυσμού, το αγροτικό στοιχείο, το προσηλωμένο στις ανατολικές παραδόσεις και πολυάριθμο στο εσωτερικό της χώρας, ιδιαίτερα μάλιστα στις ασιατικές επαρχίες. Ο αγροτικός αυτός πληθυσμός, που έμεινε μακριά απ’ τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και που έδωσε στη νέα θρησκεία, στην οποία γρήγορα προσχώρησε εξαιτίας της κατώτερης κοινωνικής του θέσης, τον τόνο των παραδοσιακών μυστικιστικών του πεποιθήσεων, θα παραμείνει για πολύ καιρό στο περιθώριο του Βυζαντινού κράτους. Αξιόλογος αριθμητικά, σημαντικός και απαραίτητος για την ευημερία και την ισχύ της αυτοκρατορίας αλλά υποταγμένος στους μεγάλους γαιοκτήμονες, ιδιαίτερα μάλιστα στο στέμμα και στην Εκκλησία, ο αγροτικός πληθυσμός της Ανατολής δε θα ευνοηθεί αισθητά απ’ την πρόοδο της αυτοκρατορίας. Ζώντας στην άγνοια, στην ανέχεια και στην προκατάληψη, οι αγροτικές μάζες της ενδοχώρας θα οδηγηθούν, από το κοινωνικό και οικονομικό αδιέξοδο, σε αλλεπάλληλα φυγόκεντρα κινήματα. Σχίσματα πνευματικά και αιρέσεις, που συχνά έφεραν σε δύσκολη θέση το κράτος και την επίσημη εκκλησία, γεννήθηκαν, όπως αναφέρθηκε, όλα σχεδόν στην Ανατολή, υιοθετήθηκαν απ’ τον εγκαταλειμμένο και καθυστερημένο πληθυσμό της αυτοκρατορίας και αποτελούν τη μορφή την οποία προσέλαβε το ανατολικό πνεύμα σε αντίθεση προς το ελληνορωμαϊκό που κυριαρχούσε στην Κωνσταντινούπολη. Συχνά καταδιωγμένοι, πάντοτε νικημένοι απ’ τις βίαιες αντιδράσεις του Κράτους και της Εκκλησίας αλλά ποτέ αφομοιωμένοι ή υποταγμένοι, οι αγροτικοί πληθυσμοί της Ανατολής θα επωφεληθούν απ’ τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει η αυτοκρατορία σ’ αυτό το τμήμα της επικράτειάς της για ν’ αποτινάξουν το ρωμαϊκό ζυγό. Η Περσική πρόοδος και, κυρίως, η κεραυνοβόλος επιτυχία του Ισλάμ που χαρακτηριστικά θεωρήθηκε στην αρχή σα μια νέα χριστιανική αίρεση, δύσκολα μπορούν να ερμηνευτούν χωρίς τη σιωπηρή, αν όχι την απροκάλυπτη συνεργασία των πληθυσμών των ασιατικών επαρχιών με τον «εχθρό».
Την αντικωνσταντινοπολιτική, δηλαδή αντεθνική αυτή στάση και διαγωγή, θεώρησαν πολλοί ιστορικοί, ίσως με κάποια υπερβολή, ως τον κύριο παράγοντα που διευκόλυνε την διάβρωση της βυζαντινής εξουσίας και την πρόοδο της αραβικής κατακτήσεως. Αντίσταση λοιπόν απέναντι στην Κων/πολη και τον κόσμο της, που οδηγεί πρώτα στην πνευματική αντίθεση (απόδειξη οι αιρέσεις και οι χριστολογικές έριδες που συντάρασσαν την Εγγύς Ανατολή) και καταλήγει, ύστερα, στην σύμπραξη με τον εξωτερικό εχθρό και βέβαια στην αποκοπή από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο: αυτός είναι ο δρόμος που ακολούθησαν οι πληθυσμοί της Εγγύς Ανατολής απέναντι στο υπερεθνικό Βυζάντιο, το γαλουχημένο με τον κωνσταντινοπολιτικό ελληνορωμαϊκό εκλεκτικισμό.
Στο τέλος του 7ου αι. το Βυζάντιο θα χάσει όλες τις χώρες της Ανατολής (εκτός απ’ την Μ.Ασία) και της Αφρικής. Τα Ιεροσόλυμα πέφτουν στα χέρια των Αράβων το 638, η Αίγυπτος το 642. τελευταία η Καρχηδών κυριεύεται το 697, σημαίνοντας έτσι το τέλος της βυζαντινής Αφρικής. Βέβαια, η αραβική κατάκτηση σταμάτησε με την εξάντληση των ζωτικών δυνάμεων του Ισλάμ. Οι χριστιανοί κάτοικοι των πρώην βυζαντινών περιοχών θα καταφέρουν να διατηρήσουν την θρησκεία τους στα πλαίσια του Χριστιανισμού. Η χριστιανο-ισλαμική συμβίωση θα δημιουργήσει ένα νέο μεσογειακό κόσμο, ανάμικτο κοσμολογικά, που γρήγορα θα υιοθετήσει τα ενδιαφέροντα του μωαμεθανισμού και θα υπηρετήσει τα συμφέροντα της Αραβικής πολιτικής. Όσοι όμως από τους κατοίκους των χωρών αυτών θα προτιμήσουν να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους και να αποφύγουν τον ξένο ζυγό, βρίσκουν καταφύγιο στην Ν.Ασία, όπου, όπως λέει ο θρύλος , ίδρυσαν τις πρώτες μεγάλες μοναστικές κοινότητες. Η κοινότητα του όρους Λάτμου, του Λάτρου των Βυζαντινών, οφείλει τη γέννεσή της στους πρόσφυγες αυτούς της Εγγύς Ανατολής. Μετά τον 7ο αι. η Μ.Ασία μένει η μόνη στέρεη βάση της βυζαντινής αυτοκρατορίας στην Ανατολή.
Ο 7ος αι. είναι ακριβώς το ορόσημο της σλαβικής εξαπλώσεως. Εξ’ αιτίας της σλαβικής προόδου, η βόρεια χερσόνησος του Αίμου αρχίζει νέα περίοδο ιστορίας, ενώ ο αποδυναμωμένος Ελληνισμός της κυρίως Ελλάδος γνωρίζει νέες καταστροφές. Ο αιώνας που είδε την πρόοδο των Αράβων και του Ισλάμ στην Ανατολή και θα κλείσει με την εδραίωση των Βουλγαροσλάβων στην χερσόνησο του Αίμου, αποτελεί, αναμφισβήτητα, σημαντική καμπή του βυζαντινού «γίγνεσθαι». Στα χρόνια του η αυτοκρατορία εγκαταλείπει τους χαρακτήρες που την συνέδεαν με την κληρονομιά της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας και ετοιμάζεται να ζήσει τον μεσαιωνικό τρόπο ζωής. Γι’ αυτό άλλωστε πολλοί ιστορικοί θεωρούν αυτή την εποχή ως την αρχή της καθαυτό βυζαντινής ιστορίας, συνδέοντας το Βυζάντιο με τον εκχριστιανισμό και τον «εκβαρβαρισμό», δηλαδή με την σκοτεινή περίοδο του κόσμου που είχε γνωρίσει τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. (Ed.Gibbon).
Έτσι, όσοι βρίσκουν συμβατική τη χρονολογία 324 ως αφετηρία της βυζαντινής ιστορίας, προτείνουν ως απαρχή του Βυζαντίου και του κόσμου του την εποχή, όπου όλοι οι παράγοντες, υλικοί και πνευματικοί, όσοι έπαιζαν ένα ρόλο στην ιστορική εξέλιξη του Βυζαντίου, έχουν βρει την οργανική τους θέση μέσα στο κράτος και στη βυζαντινή κοινωνία. Ο 7ος αι. είναι ακριβώς αυτή η εποχή. Δεν σημαίνει όμως την γέννηση του βυζαντινού κράτους- το 324 είναι η μόνη δυνατή χρονολογία γι’ αυτό το γεγονός- αλλά τη γέννηση του βυζαντινού έθνους και του νέου μεσαιωνικού ανθρώπου.
Για τους «αρχαιομαθημένους» ιστορικούς, ο 7ος αι. αποτελεί την αρχή σκοτεινής εποχής. Η διαπίστωσή τους είναι αληθινή, ιδίως όσον αφορά τον ελλαδικό χώρο που είχε κάποτε δημιουργήσει το μεγαλείο της αρχαιότητας. Στην πραγματικότητα ο 7ος αι. στον κόσμο της Μεσογείου είναι το δύσκολο ξεκίνημα ενός νέου κόσμου. Ανεξάρτητα όμως από κάθε αξιολόγηση, η εποχή που εγκαινιάζει απαιτεί ειδική εξέταση. Είναι εποχή κρίσιμη- ο όρος έχει εδώ την ετυμολογική του σημασία- για όλο το χριστιανικό κόσμο, για όλο δηλαδή τον κόσμο που βυθίζει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα, στη Ρώμη και στις μονοθεϊστικές θρησκείες. Είναι, εξ’ άλλου, εποχή βασική για την ιστορία όλης της Ευρώπης, ιδιαίτερα των χωρών που στάθηκαν μάρτυρες της δυσχέρειας των καιρών και προ πάντων του Βυζαντίου.
Για το Βυζάντιο ο 7ος αι. αρχίζει, συμβολικά σχεδόν, με την πρώτη δολοφονία βασιλεύοντος αυτοκράτορος: ο σφετεριστής Φωκάς δολοφονεί το 602 τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο και αναγορεύεται «θεοπρόβλητος αυτοκράτωρ, αυτός που διέπραξε το πρώτο έγκλημα καθοσιώσεως στα χρόνια του Βυζαντίου». «Άννομη πολιτεία» και «τυραννία» θα χαρακτηρίσει ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης τη βασιλεία του Φωκά, αλλά το θεοστήρικτο κράτος του Βυζαντίου θα κυβερνηθεί για πρώτη φορά από αυτοκράτορα δολοφόνο αιμοσταγή. Το παράδοξο αυτό σχήμα αντικατοπτρίζει την εσωτερική αναταραχή που δονεί την αυτοκρατορία, τη στιγμή μάλιστα που οι εξωτερικοί εχθροί περισφίγγουν γύρω της τον κλοιό τους. Ανακατάταξη αρχών και ιδεών, ανασύνταξη των ζωτικών δυνάμεων, αναθεώρηση των τρόπων διακυβερνήσεως και ζωής, αναπροσαρμογή του οικονομικού και πνευματικού δυναμικού στις ανάγκες αυτών που υπηρετούν το κράτος και την πολιτεία, στον αγώνα για την επιβίωση, χαρακτηρίζουν, στο εξής, την πολιτική προσπάθεια του Βυζαντίου.
Ο κοινός αγώνας για την επιβίωση δημιουργεί τις συνθήκες της καθημερινής αλληλεγγύης: οι βυζαντινοί πληθυσμοί συσπειρώνονται γύρω απ’ τον αυτοκράτορα και την Εκκλησία, η Κων/πολη γίνεται το σύμβολο της εθνικής ενότητας. Το βυζαντινό έθνος των ρωμαίων χριστιανών, του νέου περιούσιου λαού, συγκροτημένο, θα αναλάβει τον αγώνα για την πίστη του και τα ιδεώδη του. Η προσπάθεια της εθνικής κινητοποιήσεως στερεώνεται με επιτυχία στα χρόνια του Ηρακλείου. Η περσική νίκη του Ηρακλείου φέρνει στην Ανατολή τα σύνορα του Βυζαντίου, πέρα ακόμη κι απ’ τα όρια του παλιού ρωμαϊκού κράτους, συνδέοντας τη βυζαντινή παράδοση με το έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ενώ η επαναφορά του Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα με απόφαση του Ηρακλείου, διακηρύσσει την αποκατάσταση της χριστιανικής τάξεως υπό την αιγίδα του βυζαντινού αυτοκράτορος. Η στενή, απρόσκοπτη συνεργασία της Εκκλησίας με την Πολιτεία εξασφαλίζει τη νίκη στο χριστιανικό έθνος: ο Πατριάρχης αντιμετωπίζει νικηφόρα τους Αβαροσλάβους που το 626 πολιορκούν την Κων/πολη, ενώ, την ίδια στιγμή ο Ηράκλειος αναμετρά τις δυνάμεις του με τον περσικό στρατό στην Ανατολή: εικόνα τέλειας σύμπνοιας των αρχών που εξασφαλίζουν τη συνοχή και την ενότητα της βυζαντινής κοινωνίας.
Η αυτοκρατορία όμως εξαντλημένη απ’ τον μακροχρόνιο αγώνα για την επιβίωσή της στην Ανατολή εναντίον των Περσών και, αμέσως έπειτα εναντίον των Αράβων, στη Δύση εναντίον των Αβαροσλάβων και αργότερα εναντίον των Βουλγάρων, θα υποχρεωθεί στο τέλος να εγκαταλείψει το ρωμαϊκό ιδεώδες και τις απαιτήσεις του. Περιορισμένο στα στενότερα, πια, σύνορά του, με σοβαρά κλονισμένη την οικονομική του ευημερία και βαθιά αλλοιωμένη την εθνική του σύνθεση, το Βυζάντιο θα εγκαταλείψει τη φιλοδοξία του ν’ αποτελεί το πολιτικό και πνευματικό κέντρο του πολιτισμένου κόσμου και θα προσαρμοσθεί στο πνεύμα των πληθυσμών που του έμειναν πιστοί: θα γίνει στις αρχές του 8ου αι. ένα ανατολικό αγροτικό κράτος και η ιδέα της «Ρωμανίας» θα υποκαταστήσει στο εξής την ιδέα της Ρώμης. Αυτός είναι ο απολογισμός για το Βυζάντιο του 7ου αι., ο οποίος, αφού άρχισε με τις περσικές και αβαροσλαβικές επιτυχίες, θα τελειώσει με τον σχηματισμό στο ίδιο έδαφος της αυτοκρατορίας δύο ξένων και εχθρικών κρατών, του βουλγαρικού βασιλείου στη χερσόνησο του Αίμου και, του αραβικού χαλιφάτου στην Ασία και στην Αφρική. Η ρώμη αυτών των νέων δυνάμεων και ιδιαίτερα η επεκτατική ορμή του φανατισμένου Ισλάμ θα επιβάλλει στο Βυζάντιο μακροχρόνιο αμυντικό αγώνα. Οι πολιτικές και στρατιωτικές του δομές θα προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες.
Με τον 7ο αιώνα συνδέονται μερικά βασικά προβλήματα, τα οποία καθορίζουν και το λόγο της σπουδαιότητάς του για την ιστορική εξέλιξη του Βυζαντίου. Τα προβλήματα αυτά είναι τα ακόλουθα:
1. Το πρόβλημα της μετάβασης από την αρχαιότητα στο Μεσαίωνα: ο Ζ΄αι. είναι μεταβατικός ως προς τις αλλαγές (οικονομικές, κοινωνικές και ιδεολογικές) που διακρίνουν την κυρίως μεσαιωνική περίοδο απ’ την αρχαιότητα. Με το κύριο αυτό πρόβλημα συνδέονται τα ακόλουθα υποπροβλήματα:
– αλλαγή-τομή και συνέχεια στο Βυζαντινό κράτος του 7ου αι.
– Παρακμή των αρχαίων πόλεων-αστικών κέντρων και αγροτοποίηση της βυζαντινής κοινωνίας του 7ου αι.
– Εθνολογικές και Δημογραφικές αλλαγές (διείσδυση ξένων φυλών στη Βαλκανική, Σλάβων κ.τ.λ.) και συνέπειές τους στην πολιτιστική φυσιογνωμία αλλά και την στρατιωτική και διοικητική οργάνωση της αυτοκρατορίας.
2. Ο θεματικός θεσμός ως μορφή διοικητικής και στρατιωτικής οργάνωσης που αντικαθιστά παλιότερες μορφές διοίκησης για την αντιμετώπιση των καινούριων προβλημάτων της αυτοκρατορίας. Αντιμετώπιση νέων εχθρών για την οποία δεν επαρκούσαν τα παλιότερα διοικητικά και στρατιωτικά σχήματα, καθώς και αναπροσαρμογή στις νέες οικονομικές συνθήκες. Όμως πρέπει πάντα να έχουμε στο νου μας ότι «το Βυζάντιο επαναστατεί μετά συντηρήσεως» (Δ.Ζακηθυνός) κι επομένως οι τυχόν αλλαγές που ιχνηλατούνται ποτέ δεν χάνουν εντελώς τον σύνδεσμό τους με το παρελθόν. Ακόμη και αφού περάσει καιρός απ’ την επιβολή τους, διατηρούνται στοιχεία παλιότερων μορφών οργάνωσης που άντεξαν στο χρόνο.
3. Συσχετισμοί πολιτικών δυνάμεων και πολιτική ιδεολογία, με τα οποία συνδέονται δυναστικές έριδες που τάραξαν το Βυζάντιο στον 7ο αι. Η πολιτική πρακτική και η πολιτική αυτοκρατορική ιδεολογία του 7ου αι. παρουσιάζει καινοτομίες, σε σχέση μ’ αυτές των παρελθόντων αιώνων, κι απ’ την άλλη μεριά διατηρεί στοιχεία του παρελθόντος, δηλ. της ύστερης αρχαιότητας.
Στα παραπάνω γενικά, βασικά προβλήματα προσπαθούν να δώσουν απάντηση τα δημοσιεύματα των τελευταίων είκοσι χρόνων. Το ενδιαφέρον των σύγχρονων ιστορικών, τα τελευταία χρόνια, επικεντρώνεται στο πρόβλημα της αλλαγής και της συνέχειας σε επιμέρους τομείς της έρευνας του Βυζαντίου, όπως η κοινωνία, η οικονομία, η στρατιωτική οργάνωση, το διοικητικό σύστημα, η διερεύνηση του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων- καθεστωτικών παραγόντων (δήμοι κ.τ.λ.). Βέβαια, η απάντηση στο τελευταίο πρόβλημα ποικίλλει από εποχή σε εποχή (π.χ. Πρωτοβυζαντινή- Μεσοβυζαντινή- Υστεροβυζαντινή), από αιώνα σε αιώνα. Ακόμη και στη διάρκεια ενός αιώνα παρουσιάζει διαφοροποιήσεις και ιδιαιτερότητες, οι οποίες αποτελούν πρόκληση για τους ερευνητές.
Με τον θάνατο του Ιουστινιανού τελειώνει μια περίοδος, χωρίς όμως να εξαφανίζεται η ιδέα της ενότητας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μολονότι η ιδέα αυτή παραμένει σχεδόν αμετάβλητη μέχρι τέλους, αρχίζει πλέον να δημιουργείται η Αυτοκρατορία της Ανατολής, το Βυζάντιο, μέσα σε φυσικά γεωγραφικά πλαίσια. Βέβαια θα περάσουν αρκετά χρόνια και θα πρέπει να αποσπασθούν κι άλλες επαρχίες για να βρει το Βυζάντιο τη θέση του, μέσα στα πραγματικά γεωγραφικά και εθνολογικά του όρια. Στις αρχές όμως του Ζ΄αι., η Κωνσταντινούπολη εξακολουθεί να παραμένει το κέντρο, η πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους με τον παγκόσμιο χαρακτήρα, με την προσήλωση στην θεωρία του ενιαίου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η επικράτηση όμως της ελληνικής γλώσσας και προ παντός η επιβολή της ελληνικής παιδείας προσδίδουν στο νέο κράτος τον χαρακτήρα εκείνον που θα διατηρήσει μέχρι την πτώση του.
Σύμφωνα με τα πορίσματα των περισσότερων ερευνών ο 7ος αι. υπήρξε για το Βυζάντιο, όπως άλλωστε για ολόκληρη την Ελληνορωμαϊκή και την Γερμανική Ευρώπη, περίοδος κρίσιμη, αληθινός μεσαίωνας, αλλά και γόνιμη σε εσωτερικές διεργασίες και ανακαινίσεις, όπως όλοι οι Μεσαίωνες. Κατ’ ανάγκη οι μεγάλες εδαφικές ανατροπές, οι εθνολογικές μεταβολές, η κατάρρευση της ισορροπίας των δυνάμεων και η δημιουργία και γενικά στην όλη κρατική συγκρότηση, στην διάρθρωση του κοινωνικού και του πνευματικού βίου. Υπό την πίεση των συντελεστών αυτών το Βυζαντινό κράτος, χωρίς βέβαια να παραιτηθεί απ’ το ρωμαϊκό οικουμενικό ιδεώδες, έστρεψε την προσοχή του προς Ανατολάς και, στη δίνη του αγώνα του για επιβίωση, χάλκευσε νέους θεσμούς πολιτικής και κοινωνικής οργανώσεως. Το κράτος αυτό κατέχει «ιδιάζουσα θέση μεταξύ της Ρωμαιογερμανικής Δύσεως και της Ισλαμικής Ανατολής ως κράτος Ελληνικόν». Ελληνικό και Μεσαιωνικό το Βυζάντιο του 7ου αι. ήταν στα γενικά του χαρακτηριστικά πολύ διαφορετικό απ’ το Κράτος της πρωίμου Βυζαντινής περιόδου (μισό αρχαίο, μισό λατινικό), και βέβαια απομακρυνόταν όλο και περισσότερο απ’ τη ρωμαιογερμανική Δύση.
Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, κάτοχος διετούς Μεταπτυχιακού Διπλώματος Βυζαντινής Ιστορίας, Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων