“7ος Βυζαντινός αιώνας: εποχή κρίσιμης μετάβασης από την Αρχαιότητα στον Μεσαίωνα-προβλήματα και λύσεις” Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, κάτοχος διετούς Μεταπτυχιακού Διπλώματος Βυζαντινής Ιστορίας, Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.

“7ος Βυζαντινός αιώνας: εποχή κρίσιμης μετάβασης από την Αρχαιότητα στον Μεσαίωνα-προβλήματα και λύσεις”
Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, κάτοχος διετούς Μεταπτυχιακού Διπλώματος Βυζαντινής Ιστορίας, Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.
P7030030
P7030023
Η περίοδoς 324-642 έχει εξαιρετική σπουδαιότητα για τον Ελληνισμό. Στην διάρκειά της δημιουργήθηκαν οι ιστορικές προϋποθέσεις για την πολιτική αναβίωσή του.Η μετάθεση της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, η επικράτηση του Χριστιανισμού, ο χωρισμός του κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό, η διάλυση του Δυτικού κράτους και η ταύτιση της Αυτοκρατορίας με το ανατολικό τμήμα της, όπου πλειοψηφούσαν οι ελληνικοί και εξελληνισμένοι πληθυσμοί και κυριαρχούσε η ελληνική γλώσσα, επέφεραν βαθμιαία την μετατροπή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στο εκχριστιανισμένο ρωμαϊκό κράτος της Ανατολής, στην εξελληνισμένη αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής, στην ελληνική βυζαντινή αυτοκρατορία.
Η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν είναι προϊόν στρατιωτικού κατορθώματος αλλά αποτέλεσμα της εξελίξεως του ρωμαϊκού κόσμου, που είχε ν’ αντιμετωπίσει ταυτόχρονα την εσωτερική κρίση (πολιτική και ηθική), τον βαρβαρικό κίνδυνο και τις περσικές διεκδικήσεις για την παγκόσμια κυριαρχία. Πραγματικά, η βυζαντινή αυτοκρατορία γεννήθηκε απ’ τη μεταμόρφωση, που κατά τον 4ο αι., υπέστη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία με την μεταφορά του κράτους (translatio imperii) απ’ τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι με απόφαση του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, που αναγνωρίσθηκε με τον χρόνο ως ο πρώτος βυζαντινός αυτοκράτωρ, χωρίς όμως να είναι και ο τελευταίος Ρωμαίος, ιδρύθηκε το Βυζάντιο, που αποτέλεσε απ’ τη γέννησή του ένα ιδιότυπο ιστορικό φαινόμενο: είναι η μόνη αυτοκρατορία που δεν κτίσθηκε πάνω στα ερείπια μιας άλλης, η μόνη που ήλθε στον κόσμο προικισμένη με μια κληρονομιά, άρα η μόνη που δεν είχε να αντιμετωπίσει, άμεσα, τα προβλήματα της συστάσεως, αλλά τα πιο περίπλοκα της διατηρήσεως και της επιβιώσεως, και αυτό γιατί υπήρξε η μόνη αυτοκρατορία που υπήρξε κράτος προτού γίνει έθνος.
Ευθύς εξ’ αρχής μπορούν να ορισθούν τώρα οι δύο αρχές, συχνά αντιφατικές, που τροφοδοτούν όλη τη βυζαντινή ιδεολογία και πολιτική: η διατήρηση της ρωμαϊκής κληρονομιάς και συνάμα η φροντίδα για ενότητα και συγκρότηση εθνικής συνειδήσεως, στα πλαίσια της πολυεθνικής οικουμένης που εξουσίαζε η Ρώμη και κληρονόμησε το Βυζάντιο. Αυτές οι δύο αρχές αποτελούν τη σταθερή βάση της βυζαντινής προσπάθειας και σ’ αυτές οφείλεται ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των θεσμών της αυτοκρατορίας, οι οποίοι εφαρμόζονται σε διάφορες πραγματικότητες, γερνούν και εξαφανίζονται, χωρίς ποτέ να καταργούνται. Αυτές οι δύο αρχές, γεννούν, φωτίζουν και συνάμα ερμηνεύουν τις πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές κρίσεις, που συγκλόνισαν το Βυζάντιο σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης ζωής του και που συχνά απείλησαν την ίδια την ύπαρξή του. Οπωσδήποτε η Κωνσταντινούπολη δεν απάντησε στην Ρώμη με μια άλλη, νέα αυτοκρατορία, αλλά με την αλλαγή του πολιτικού προσανατολισμού και του τρόπου σκέψεως και ζωής.
Παρ’ όλα αυτά, η ρωμαϊκή αυτοκρατορική ιδέα, δηλαδή η προσπάθεια για την αποκατάσταση του «ρωμαϊκού κράτους» στα παλιά του σύνορα, θα παραμείνει ο ακρογωνιαίος λίθος της βυζαντινής ιδεολογίας. Η προσήλωση σ’ αυτήν, ή, αντίθετα, η εγκατάλειψή της- άλλωστε πάντοτε πρόσκαιρη- καθορίζουν τον εκάστοτε προσανατολισμό της βυζαντινής διπλωματίας, υπαγορεύουν τα διοικητικά σχήματα που κατά καιρούς υιοθετεί η αυτοκρατορία.
Έτσι, δύο αντίθετες και αντιφατικές πολιτικές κατευθύνσεις συγκρούονται στο Βυζάντιο: η μία, ρεαλιστική κι ανανεωτική, αποβλέπει να συγκεντρώσει τις εθνικές προσπάθειες στην οργάνωση και στην προάσπιση του χώρου που παραμένει βυζαντινός. Η άλλη, ιδεαλιστική και συντηρητική, παραμένει προσηλωμένη στο όραμα της οικουμενικής αυτοκρατορίας και στην αποκατάσταση της ενότητας του χριστιανικού κόσμου υπό την αιγίδα της Νέας Ρώμης. Η πρώτη, θέτει αμυντικούς στόχους για την εξασφάλιση της βυζαντινής ανατολής. Η άλλη, επιλέγει σκοπούς επιθετικούς και σχεδιάζει την ανάκτηση της ρωμαϊκής Δύσεως με κάθε θυσία. Η μία είναι η συνετή πολιτική που οικοδομεί το μέλλον υπολογίζοντας τις δυνάμεις της αυτοκρατορίας. Η άλλη είναι ουτοπιστική, που ατενίζει νοσταλγικά το παρελθόν και προς χάρη του αναλώνει τις δυνάμεις της αυτοκρατορίας σε στρατιωτικές περιπέτειες με αβέβαιη έκβαση. Το Βυζάντιο, αντιμετωπίζοντας το δίλημμα «Κωνσταντινούπολη και Ρώμη» ή «Κωνσταντινούπολη χωρίς Ρώμη»- στο μέτρο που η Κων/πολη αντιπροσωπεύει τη ρωμαϊκή Ανατολή και η Ρώμη τη ρωμαϊκή Δύση- θα διχαστεί, θα αμφιταλαντευτεί και θα παραμείνει αναποφάσιστο: ανάλογα με την ιστορική στιγμή, ανάλογα με το ανθρώπινο και υλικό δυναμικό του και, κυρίως ανάλογα με την προέλευση, την ιδιοσυγκρασία και τα συμφέροντα των αυτοκρατόρων ή των φατριών που το διοικούν, θα επιλέγει άλλοτε τη μία και άλλοτε την άλλη απ’ τις δύο αυτές αντιφατικές πολιτικές. Θα εκπονήσει στο όνομα καθεμιάς απ’ αυτές τις δύο τάσεις, μεγαλεπήβολα στρατιωτικά και διπλωματικά προγράμματα, θα εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις διοικητικές, κοινωνικές και οικονομικές, ικανές να υπηρετήσουν την εκάστοτε πολιτική. Οπωσδήποτε όμως, η αυτοκρατορία, στην εκλογή οποιασδήποτε πολιτικής, δεν θα αποφύγει ποτέ τη σύγκρουση με ένα μέρος των υπηκόων της: έτσι εξηγούνται οι κοινωνικές, πνευματικές αλλά και οι θρησκευτικές κρίσεις που γνώρισε το Βυζάντιο σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και οι οποίες, όταν εξετάζονται απ’ την εξωτερική μορφή των εκδηλώσεών τους, φαίνονται συχνά μάταιες, άκαιρες και ανεδαφικές διαμάχες. Δεν πρέπει όμως να λησμονούνται οι λόγοι της υπάρξεώς τους: αποσκοπούσαν να συμφιλιώσουν στους κόλπους του κράτους και της Εκκλησίας πληθυσμούς που διέφεραν τόσο κατά την εθνική τους προέλευση και τις πολιτιστικές τους παραδόσεις, όσο και κατά την εθνική τους προέλευση και τις πολιτιστικές τους παραδόσεις, όσο και κατά τους πνευματικούς τους προσανατολισμούς. Κυρίως όμως διέφεραν κατά την κοινωνική και οικονομική τους ανάπτυξη και τα καθημερινά υλικά συμφέροντά τους.
Το πολυεθνικό κράτος του Βυζαντίου απλωμένο ως, τουλάχιστον τον 7ο αι., σε χώρες τριών ηπείρων, της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, δέχθηκε στους κόλπους του, ισότιμα, επιδράσεις διαφορετικών κόσμων και συγχώνευσε πολιτιστικές παραδόσεις πολύτροπες, πολυσήμαντες και αντίρροπες. Η βυζαντινή ισορροπία είναι ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων με την χριστιανική πίστη και την ελληνορωμαϊκή νοοτροπία. Ο συνδυασμός αυτός αποτέλεσε τις βάσεις του νέου πνεύματος που χαρακτηρίζει τον πολιτισμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Το Βυζάντιο, κι όχι η αρχαιότητα, αποτελεί την ιστορική αφετηρία του νεώτερου Ελληνισμού. Ιστορική συνέχεια του αρχαίου κόσμου, βάση της εμπειρίας του νεοελληνικού ανθρώπου, μέτρο μέγιστο της μεγαλωσύνης και του δυναμισμού του ελληνικού έθνους, αλλά και όριο του άμετρου μεγαλοϊδεατισμού του, το Βυζάντιο θα μείνει πάντοτε η κεντρική αναφορά της νεοελληνικής ιστορίας, εφόσον σημαίνει ταυτόχρονα την πρώτη φάση του νεώτερου Ελληνισμού και το τελευταίο επίτευγμα του φθίνοντος ελληνιστικού, ελληνοπρεπούς κόσμου. Έτσι, μπορεί ίσως κανείς να θεωρήσει το Βυζάντιο ως την κεντρώα περίοδο της ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, παρ’ όλο που, κατά το μεγαλύτερο μέρος της βυζαντινής εποχής, ο ελλαδικός χώρος μένει μακριά, σχεδόν αποξενωμένος απ’ το κέντρο που υπαγορεύει τις βαρυσήμαντες αποφάσεις. Εκτός από λιγοστές εξαιρέσεις- σχετίζονται κυρίως με την Θεσσαλονίκη και τη περιοχή της- η αρχαία Ελλάδα ως γεωγραφική ενότητα διαδραματίζει, κατά την βυζαντινή εποχή, επαρχιακό, δευτερεύοντα ρόλο, τόσο στην διαμόρφωση των δομών της κοινωνίας, όσο και στην επεξεργασία των θεσμών της αυτοκρατορίας που μένουν αποκλειστικό σχεδόν επίτευγμα της βυζαντινής πρωτεύουσας και του μικρασιατικού κόσμου.
Την εποχή του Ηρακλείου (αρχές 7ου αι.) τα ελληνικά έχουν ήδη επικρατήσει ως κατ’ εξοχήν επίσημη γλώσσα του βυζαντινού κράτους.
Είναι γνωστό ότι η αρχαία σκέψη φτάνει στο Βυζάντιο με το ένδυμα της ελληνόγλωσσης πνευματικής δημιουργίας, με τις μορφές κάθε είδους μνημείων και τεχνικών επιτευγμάτων και με τις δομές ενός ανεπτυγμένου δημοσίου βίου. Ωστόσο δεν πρέπει να λησμονείται ότι τα δραστικά μέτρα κατά της ειδωλολατρίας, απ’ τον 4ο έως τον 7ο αι., είχαν ως αποτέλεσμα να καταστρέψουν και να εξοστρακίσουν κάθε πνευματική εκδήλωση που δεν ήταν εμπνευσμένη απ’ τις αξίες του Χριστιανισμού. Καταστροφές αρχαίων ναών, βίαιοι θάνατοι φιλοσόφων, ομαδικοί διωγμοί πνευματικών ανθρώπων, καταδίκες για μαγεία πιστών του αρχαίου πανθέου είναι φαινόμενα συνηθισμένα…Μια σκέψη, μια ηθική, ένα δίδαγμα είναι το πνευματικό αίτημα των ανθρώπων της αυτοκρατορίας του 7ου αι. ενσαρκώνεται απ’ τον Ηράκλειο, τον θριαμβευτή της πίστεως, τον αυτοκράτορα σταυροφόρο.
Πνευματική συνοχή, ενότητα σκέψεως και πράξεως που βασίζεται στα διδάγματα και στην αποκαλυπτική αλήθεια της νέας θρησκείας, του Χριστιανισμού, διέπει τον άνθρωπο της εποχής. Ο όρος «φιλόσοφος» σημαίνει τώρα αυτόν που ασπάζεται το μοναχικό σχήμα και δέχεται τη θεία αποκάλυψη ως τη μόνη πραγματική αλήθεια. Τα ερωτηματικά του αρχαίου τρόπου σκέψεως του φιλοσόφου με την αρχαία έννοια, είναι τώρα δείγμα στείρας αρνητικής στάσεως, που οδηγεί αυτούς που εξακολουθούν να τα θέτουν, στον άγονο δρόμο της αιρέσεως. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χριστολογική κρίση και οι πολυώνυμες αιρέσεις, που συγκλόνισαν τους ανθρώπους της εποχής, βρήκαν οπαδούς μεταξύ αυτών που είχαν ανατραφεί λιγότερο ή περισσότερο, με την αρχαία σκέψη. Είναι επίσης σημαντικό ότι οι πνευματικοί εκπρόσωποι των ρευμάτων και κινημάτων που ορθώθηκαν απέναντι στην Κων/πολη, στην Εκκλησία και στο Κράτος της, προέρχονται όλοι σχεδόν απ’ τον κόσμο των ελληνιστικών μητροπόλεων, απ’ την Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια, απ’ τον κόσμο δηλαδή που συγκέρασε την γνωστική θεώρηση με το ελληνικό φιλοσοφικό μάθημα, απ’ τον κόσμο που είναι γέννημα του συναπαντήματος του αρχαιοελληνικού ορθολογισμού και του ανατολικού μυστικισμού. Πνευματικοί φορείς που ζουν και δρουν στις πόλεις της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, αν και διασαλεύουν με τις πνευματικές τους διαμάχες την αυτοκρατορική ειρήνη, ανοίγουν τελικά το δρόμο που επέτρεψε στην αρχαία γραμματεία ή τουλάχιστον σ’ ένα μέρος της, να μείνει κτήμα του βυζαντινού πνευματικού ανθρώπου και να περάσει έτσι στα χέρια των μορφωμένων της Ανατολής και της Δύσεως.
Υπέρτατη αρχή του κράτους, της κοινωνίας του Βυζαντίου, η αυτοκρατορική εξουσία είναι και μένει στην ουσία της απόηχος της ελληνικής πολιτικής θεωρίας και βασικό ρωμαϊκό επίτευγμα, προσαρμοσμένο βέβαια στο πνεύμα των καιρών. Νωρίς, οι τεχνικοί λατινικοί όροι που χαρακτηρίζουν την αυτοκρατορία βρήκαν τα ελληνικά αντίστοιχά τους. Τα βασιλικά, όμως επίθετα, που σημαίνουν αρχαίες αρετές, όλα σχεδόν ελληνικής καταγωγής και ρίζας, όπως «ευσεβής», «πράος», «φιλάνθρωπος», «νικητής», «ειρηνοποιός», παίρνουν τώρα τις διαστάσεις που τους δίνει η χριστιανική ηθική. Ο αυτοκράτωρ, υπέρτατη έκφραση του βυζαντινού κόσμου, είναι ο «πιστός εν Χριστώ βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων», τίτλος επίσημος, που κάθε στοιχείο του δηλώνει σημαντικά ορόσημα της βυζαντινής ιστορίας. Την Ορθοδοξία: «πιστός εν Χριστώ». Τη ρωμαϊκή οικουμενική κληρονομιά: «αυτοκράτωρ Ρωμαίων», όρος επίσημος που αποκλείει κάθε δικαίωμα φραγκικό, παπικό και γενικά δυτικό στον ρωμαϊκό τίτλο. Βαρυσήμαντος, τέλος, ο όρος «Βασιλεύς» επισκιάζει τελικά τον αυτοκρατορικό τίτλο: δηλώνει την συνέχιση της ελληνιστικής δυναστικής παραδόσεως και τη ζωτικότητα της θεωρίας που καθόρισε και διαμόρφωσε τις αρετές, οι οποίες αναδεικνύουν τον αυτοκράτορα φωτισμένο δεσπότη.
Η αραβική πρόοδος στον γεωγραφικό χώρο της άλλοτε περσικής αυτοκρατορίας και στις ακραίες περιοχές της βυζαντινής Ασίας και της Αφρικής, θα ανασυστήσει μια νέα, παγκόσμια δυαρχία, τη βυζαντινοαραβική. Θα φέρει ακόμη μια φορά σε αντίθεση τους Χριστιανούς του Βυζαντίου με αλλόδοξους πληθυσμούς της Ανατολής, οδηγώντας στον «αμφοτερισμόν», (έτσι ονομάζουν τα κείμενα την αμφίρροπη στάση), λαούς που βρέθηκαν διχασμένοι ανάμεσα στους δυο μεγάλους της εποχής, όπως π.χ. οι Αρμένιοι, οι κάτοικοι της Γεωργίας, ακόμη και οι ίδιοι οι Άραβες, που πριν δημιουργήσουν το δικό τους κράτος, το ενιαίο χαλιφάτο της Δαμασκού, υπηρέτησαν , κατά φυλαρχίες, τους Βυζαντινούς και τους Πέρσες. Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι το Βυζάντιο είχε ως βάση τον πολυεθνικό γεωγραφικό χώρο της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, για να κατανοήσει γιατί επιζητούσε, συστηματικά, ουσιαστικές μορφές συνεργασίας με λαούς και πληθυσμούς που οι παραδόσεις τους ήταν συχνά ξένες, αν όχι αντίθετες, προς τα ελληνικά σχήματα ζωής και σκέψεως, προς τον ελληνομαθημένο, γενικά, κόσμο. Είναι αναμφισβήτητο ότι οι πληθυσμοί αυτοί θα επηρεάσουν με τη σειρά τους τη βυζαντινή ζωή, πριν επηρεάσουν με τις «βασικές» απαιτήσεις τους τον τρόπο διακυβερνήσεως της αυτοκρατορίας και πιο συγκεκριμένα τον τρόπο της επαρχιακής διοικήσεως. Ας τονιστεί ότι ένας απ’ τους βασικούς βυζαντινούς θεσμούς, τα «θέματα», θεωρήθηκε απόκτημα ανατολικών συνηθειών: ο μηχανισμός της λειτουργίας τους- στρατιωτικοποίηση της επαρχιακής οργανώσεως- μπορεί κατά μερικούς ερευνητές, εύκολα, να αναχθεί σε ανατολικά πρότυπα, παρόλη την απουσία επιστημονικών αποδείξεων που θα κατοχύρωναν την γνώμη αυτή.
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνά κανείς ότι η Εκκλησία και η Ορθοδοξία, ο κλήρος και οι μοναχοί βρήκαν τους πρώτους και καλύτερους αντιπροσώπους τους ανάμεσα στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Ανατολής. Εξ’ άλλου, η Κωνσταντινοπολίτικη άρχουσα τάξη όλων των εποχών, διοικητικοί, στρατιωτικοί, δικαστικοί, αυλικοί και εκκλησιαστικοί προέρχεται από τον αστικό κόσμο της Ανατολής. Επί αιώνες μάλιστα, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει με ασφάλεια αν μια από τις μεγαλουπόλεις της Ανατολής, η Αντιόχεια ή η Αλεξάνδρεια, δεν θα υποσκέλιζε και την ίδια την Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Άλλωστε ο Αρειανισμός και ο μονοφυσιτισμός που διασάλευαν τα θεμέλια της αυτοκρατορίας στα πρώτα της βήματα εκφράζουν, ίσως, μια μορφή της πάλης ανάμεσα στην πρωτεύουσα και στις επίδοξες πρωτεύουσες της Ανατολής.
Οπωσδήποτε υπάρχουν πολλά χειροπιαστά δείγματα του σημαίνοντος ρόλου της Ανατολής στις τύχες του Βυζαντίου. Όπως πάντα, ο ρόλος αυτός δεν είναι μονομερής. Το Βυζάντιο έδωσε με τη σειρά του στην Ανατολή νέα πλαίσια ζωής. Η παμμεσογειακή και διαπόντια διάσταση των επικοινωνιών και η διάδοση του Χριστιανισμού ανοίγουν το δρόμο πλουτισμού και διαφωτισμού πληθυσμών που δεν είχαν ως τότε αφομοιώσει το ελληνορωμαϊκό δίδαγμα. Δεν πρέπει, πραγματικά, να λησμονείται ότι ο Ελληνισμός δεν άγγιζε το σύνολο των λαϊκών μαζών της Ανατολής. Ολόκληροι πληθυσμοί, κυρίως της ενδοχώρας της έμειναν, έτσι, έξω από την οικουμένη που δημιούργησε η Ρώμη. Ο γοργός εκχριστιανισμός τους, εξάλλου, δείχνει την ενεργό αντίδραση προς τον επίσημο πολιτικό κόσμο και εξηγεί τη μορφή έντονης πνευματικότητας που πήρε η νέα θρησκεία στις χώρες της Εγγύς Ανατολής. Πραγματικά, τα φαινόμενα του ασκητισμού και του μοναχισμού, στις πιο καθαρές μορφές τους, είναι δημιουργήματα του Ανατολικού Χριστιανισμού και μας οδηγούν, καθένα με τον τρόπο του, να καταλάβουμε την οξεία αντίδραση-αντίσταση που προέβαλε ο ανατολικός κόσμος στις κωνσταντινοπολιτικές κοσμικές και πολιτικές λύσεις, τις εμπνευσμένες από τα ελληνορωμαϊκά πρότυπα που τα στελέχη της πρωτεύουσας έδωσαν στο θρησκευτικό πρόβλημα. Ο εσωτερικός αυτός δυϊσμός εξηγεί την κρίση που πέρασε η αυτοκρατορία κατά τους πρώτους αιώνες της ιστορίας της και αποτελεί με τη σειρά του βασικό παράγοντα της βυζαντινής ιστορίας.
Η ιδεαλιστική ρωμαική πολιτική, έκφραση της οικουμενικής χριστιανικής αυτοκρατορίας, που ήταν σ’ όλη τη διάρκεια της πρωτοβυζαντινής περιόδου η επίσημη πολιτική της Κωνσταντινουπόλεως, είχε την επιδοκιμασία των ελληνορωμαϊκών πληθυσμών, ιδιαίτερα πολυάριθμων στις μεγάλες πόλεις και στις παραθαλάσσιες περιοχές. Το πολιτισμένο αυτό στοιχείο, γαλουχημένο με την οικουμενική αυτοκρατορική ιδέα και εύπορο χάρη στο εμπόριο, αποτελούσε την πνευματική αριστοκρατία που τροφοδοτούσε με διοικητικά στελέχη την αυτοκρατορία και την εκκλησία. Για πολλούς αιώνες η Κωνσταντινούπολη θα ερμηνεύει, με τις αποφάσεις των αυτοκρατόρων και των κυβερνήσεών της, τα συμφέροντά τους. Πραγματικά, η αυτοκρατορική πολιτική της πρωτοβυζαντινής περιόδου λίγο ενδιαφέρθηκε για το άλλο μέρος του πληθυσμού, το αγροτικό στοιχείο, το προσηλωμένο στις ανατολικές παραδόσεις και πολυάριθμο στο εσωτερικό της χώρας, ιδιαίτερα μάλιστα στις ασιατικές επαρχίες. Ο αγροτικός αυτός πληθυσμός, που έμεινε μακριά απ’ τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και που έδωσε στη νέα θρησκεία, στην οποία γρήγορα προσχώρησε εξαιτίας της κατώτερης κοινωνικής του θέσης, τον τόνο των παραδοσιακών μυστικιστικών του πεποιθήσεων, θα παραμείνει για πολύ καιρό στο περιθώριο του Βυζαντινού κράτους. Αξιόλογος αριθμητικά, σημαντικός και απαραίτητος για την ευημερία και την ισχύ της αυτοκρατορίας αλλά υποταγμένος στους μεγάλους γαιοκτήμονες, ιδιαίτερα μάλιστα στο στέμμα και στην Εκκλησία, ο αγροτικός πληθυσμός της Ανατολής δε θα ευνοηθεί αισθητά απ’ την πρόοδο της αυτοκρατορίας. Ζώντας στην άγνοια, στην ανέχεια και στην προκατάληψη, οι αγροτικές μάζες της ενδοχώρας θα οδηγηθούν, από το κοινωνικό και οικονομικό αδιέξοδο, σε αλλεπάλληλα φυγόκεντρα κινήματα. Σχίσματα πνευματικά και αιρέσεις, που συχνά έφεραν σε δύσκολη θέση το κράτος και την επίσημη εκκλησία, γεννήθηκαν, όπως αναφέρθηκε, όλα σχεδόν στην Ανατολή, υιοθετήθηκαν απ’ τον εγκαταλειμμένο και καθυστερημένο πληθυσμό της αυτοκρατορίας και αποτελούν τη μορφή την οποία προσέλαβε το ανατολικό πνεύμα σε αντίθεση προς το ελληνορωμαϊκό που κυριαρχούσε στην Κωνσταντινούπολη. Συχνά καταδιωγμένοι, πάντοτε νικημένοι απ’ τις βίαιες αντιδράσεις του Κράτους και της Εκκλησίας αλλά ποτέ αφομοιωμένοι ή υποταγμένοι, οι αγροτικοί πληθυσμοί της Ανατολής θα επωφεληθούν απ’ τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει η αυτοκρατορία σ’ αυτό το τμήμα της επικράτειάς της για ν’ αποτινάξουν το ρωμαϊκό ζυγό. Η Περσική πρόοδος και, κυρίως, η κεραυνοβόλος επιτυχία του Ισλάμ που χαρακτηριστικά θεωρήθηκε στην αρχή σα μια νέα χριστιανική αίρεση, δύσκολα μπορούν να ερμηνευτούν χωρίς τη σιωπηρή, αν όχι την απροκάλυπτη συνεργασία των πληθυσμών των ασιατικών επαρχιών με τον «εχθρό».
Την αντικωνσταντινοπολιτική, δηλαδή αντεθνική αυτή στάση και διαγωγή, θεώρησαν πολλοί ιστορικοί, ίσως με κάποια υπερβολή, ως τον κύριο παράγοντα που διευκόλυνε την διάβρωση της βυζαντινής εξουσίας και την πρόοδο της αραβικής κατακτήσεως. Αντίσταση λοιπόν απέναντι στην Κων/πολη και τον κόσμο της, που οδηγεί πρώτα στην πνευματική αντίθεση (απόδειξη οι αιρέσεις και οι χριστολογικές έριδες που συντάρασσαν την Εγγύς Ανατολή) και καταλήγει, ύστερα, στην σύμπραξη με τον εξωτερικό εχθρό και βέβαια στην αποκοπή από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο: αυτός είναι ο δρόμος που ακολούθησαν οι πληθυσμοί της Εγγύς Ανατολής απέναντι στο υπερεθνικό Βυζάντιο, το γαλουχημένο με τον κωνσταντινοπολιτικό ελληνορωμαϊκό εκλεκτικισμό.
Στο τέλος του 7ου αι. το Βυζάντιο θα χάσει όλες τις χώρες της Ανατολής (εκτός απ’ την Μ.Ασία) και της Αφρικής. Τα Ιεροσόλυμα πέφτουν στα χέρια των Αράβων το 638, η Αίγυπτος το 642. τελευταία η Καρχηδών κυριεύεται το 697, σημαίνοντας έτσι το τέλος της βυζαντινής Αφρικής. Βέβαια, η αραβική κατάκτηση σταμάτησε με την εξάντληση των ζωτικών δυνάμεων του Ισλάμ. Οι χριστιανοί κάτοικοι των πρώην βυζαντινών περιοχών θα καταφέρουν να διατηρήσουν την θρησκεία τους στα πλαίσια του Χριστιανισμού. Η χριστιανο-ισλαμική συμβίωση θα δημιουργήσει ένα νέο μεσογειακό κόσμο, ανάμικτο κοσμολογικά, που γρήγορα θα υιοθετήσει τα ενδιαφέροντα του μωαμεθανισμού και θα υπηρετήσει τα συμφέροντα της Αραβικής πολιτικής. Όσοι όμως από τους κατοίκους των χωρών αυτών θα προτιμήσουν να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους και να αποφύγουν τον ξένο ζυγό, βρίσκουν καταφύγιο στην Ν.Ασία, όπου, όπως λέει ο θρύλος , ίδρυσαν τις πρώτες μεγάλες μοναστικές κοινότητες. Η κοινότητα του όρους Λάτμου, του Λάτρου των Βυζαντινών, οφείλει τη γέννεσή της στους πρόσφυγες αυτούς της Εγγύς Ανατολής. Μετά τον 7ο αι. η Μ.Ασία μένει η μόνη στέρεη βάση της βυζαντινής αυτοκρατορίας στην Ανατολή.
Ο 7ος αι. είναι ακριβώς το ορόσημο της σλαβικής εξαπλώσεως. Εξ’ αιτίας της σλαβικής προόδου, η βόρεια χερσόνησος του Αίμου αρχίζει νέα περίοδο ιστορίας, ενώ ο αποδυναμωμένος Ελληνισμός της κυρίως Ελλάδος γνωρίζει νέες καταστροφές. Ο αιώνας που είδε την πρόοδο των Αράβων και του Ισλάμ στην Ανατολή και θα κλείσει με την εδραίωση των Βουλγαροσλάβων στην χερσόνησο του Αίμου, αποτελεί, αναμφισβήτητα, σημαντική καμπή του βυζαντινού «γίγνεσθαι». Στα χρόνια του η αυτοκρατορία εγκαταλείπει τους χαρακτήρες που την συνέδεαν με την κληρονομιά της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας και ετοιμάζεται να ζήσει τον μεσαιωνικό τρόπο ζωής. Γι’ αυτό άλλωστε πολλοί ιστορικοί θεωρούν αυτή την εποχή ως την αρχή της καθαυτό βυζαντινής ιστορίας, συνδέοντας το Βυζάντιο με τον εκχριστιανισμό και τον «εκβαρβαρισμό», δηλαδή με την σκοτεινή περίοδο του κόσμου που είχε γνωρίσει τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. (Ed.Gibbon).
Έτσι, όσοι βρίσκουν συμβατική τη χρονολογία 324 ως αφετηρία της βυζαντινής ιστορίας, προτείνουν ως απαρχή του Βυζαντίου και του κόσμου του την εποχή, όπου όλοι οι παράγοντες, υλικοί και πνευματικοί, όσοι έπαιζαν ένα ρόλο στην ιστορική εξέλιξη του Βυζαντίου, έχουν βρει την οργανική τους θέση μέσα στο κράτος και στη βυζαντινή κοινωνία. Ο 7ος αι. είναι ακριβώς αυτή η εποχή. Δεν σημαίνει όμως την γέννηση του βυζαντινού κράτους- το 324 είναι η μόνη δυνατή χρονολογία γι’ αυτό το γεγονός- αλλά τη γέννηση του βυζαντινού έθνους και του νέου μεσαιωνικού ανθρώπου.
Για τους «αρχαιομαθημένους» ιστορικούς, ο 7ος αι. αποτελεί την αρχή σκοτεινής εποχής. Η διαπίστωσή τους είναι αληθινή, ιδίως όσον αφορά τον ελλαδικό χώρο που είχε κάποτε δημιουργήσει το μεγαλείο της αρχαιότητας. Στην πραγματικότητα ο 7ος αι. στον κόσμο της Μεσογείου είναι το δύσκολο ξεκίνημα ενός νέου κόσμου. Ανεξάρτητα όμως από κάθε αξιολόγηση, η εποχή που εγκαινιάζει απαιτεί ειδική εξέταση. Είναι εποχή κρίσιμη- ο όρος έχει εδώ την ετυμολογική του σημασία- για όλο το χριστιανικό κόσμο, για όλο δηλαδή τον κόσμο που βυθίζει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα, στη Ρώμη και στις μονοθεϊστικές θρησκείες. Είναι, εξ’ άλλου, εποχή βασική για την ιστορία όλης της Ευρώπης, ιδιαίτερα των χωρών που στάθηκαν μάρτυρες της δυσχέρειας των καιρών και προ πάντων του Βυζαντίου.
Για το Βυζάντιο ο 7ος αι. αρχίζει, συμβολικά σχεδόν, με την πρώτη δολοφονία βασιλεύοντος αυτοκράτορος: ο σφετεριστής Φωκάς δολοφονεί το 602 τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο και αναγορεύεται «θεοπρόβλητος αυτοκράτωρ, αυτός που διέπραξε το πρώτο έγκλημα καθοσιώσεως στα χρόνια του Βυζαντίου». «Άννομη πολιτεία» και «τυραννία» θα χαρακτηρίσει ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης τη βασιλεία του Φωκά, αλλά το θεοστήρικτο κράτος του Βυζαντίου θα κυβερνηθεί για πρώτη φορά από αυτοκράτορα δολοφόνο αιμοσταγή. Το παράδοξο αυτό σχήμα αντικατοπτρίζει την εσωτερική αναταραχή που δονεί την αυτοκρατορία, τη στιγμή μάλιστα που οι εξωτερικοί εχθροί περισφίγγουν γύρω της τον κλοιό τους. Ανακατάταξη αρχών και ιδεών, ανασύνταξη των ζωτικών δυνάμεων, αναθεώρηση των τρόπων διακυβερνήσεως και ζωής, αναπροσαρμογή του οικονομικού και πνευματικού δυναμικού στις ανάγκες αυτών που υπηρετούν το κράτος και την πολιτεία, στον αγώνα για την επιβίωση, χαρακτηρίζουν, στο εξής, την πολιτική προσπάθεια του Βυζαντίου.
Ο κοινός αγώνας για την επιβίωση δημιουργεί τις συνθήκες της καθημερινής αλληλεγγύης: οι βυζαντινοί πληθυσμοί συσπειρώνονται γύρω απ’ τον αυτοκράτορα και την Εκκλησία, η Κων/πολη γίνεται το σύμβολο της εθνικής ενότητας. Το βυζαντινό έθνος των ρωμαίων χριστιανών, του νέου περιούσιου λαού, συγκροτημένο, θα αναλάβει τον αγώνα για την πίστη του και τα ιδεώδη του. Η προσπάθεια της εθνικής κινητοποιήσεως στερεώνεται με επιτυχία στα χρόνια του Ηρακλείου. Η περσική νίκη του Ηρακλείου φέρνει στην Ανατολή τα σύνορα του Βυζαντίου, πέρα ακόμη κι απ’ τα όρια του παλιού ρωμαϊκού κράτους, συνδέοντας τη βυζαντινή παράδοση με το έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ενώ η επαναφορά του Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα με απόφαση του Ηρακλείου, διακηρύσσει την αποκατάσταση της χριστιανικής τάξεως υπό την αιγίδα του βυζαντινού αυτοκράτορος. Η στενή, απρόσκοπτη συνεργασία της Εκκλησίας με την Πολιτεία εξασφαλίζει τη νίκη στο χριστιανικό έθνος: ο Πατριάρχης αντιμετωπίζει νικηφόρα τους Αβαροσλάβους που το 626 πολιορκούν την Κων/πολη, ενώ, την ίδια στιγμή ο Ηράκλειος αναμετρά τις δυνάμεις του με τον περσικό στρατό στην Ανατολή: εικόνα τέλειας σύμπνοιας των αρχών που εξασφαλίζουν τη συνοχή και την ενότητα της βυζαντινής κοινωνίας.
Η αυτοκρατορία όμως εξαντλημένη απ’ τον μακροχρόνιο αγώνα για την επιβίωσή της στην Ανατολή εναντίον των Περσών και, αμέσως έπειτα εναντίον των Αράβων, στη Δύση εναντίον των Αβαροσλάβων και αργότερα εναντίον των Βουλγάρων, θα υποχρεωθεί στο τέλος να εγκαταλείψει το ρωμαϊκό ιδεώδες και τις απαιτήσεις του. Περιορισμένο στα στενότερα, πια, σύνορά του, με σοβαρά κλονισμένη την οικονομική του ευημερία και βαθιά αλλοιωμένη την εθνική του σύνθεση, το Βυζάντιο θα εγκαταλείψει τη φιλοδοξία του ν’ αποτελεί το πολιτικό και πνευματικό κέντρο του πολιτισμένου κόσμου και θα προσαρμοσθεί στο πνεύμα των πληθυσμών που του έμειναν πιστοί: θα γίνει στις αρχές του 8ου αι. ένα ανατολικό αγροτικό κράτος και η ιδέα της «Ρωμανίας» θα υποκαταστήσει στο εξής την ιδέα της Ρώμης. Αυτός είναι ο απολογισμός για το Βυζάντιο του 7ου αι., ο οποίος, αφού άρχισε με τις περσικές και αβαροσλαβικές επιτυχίες, θα τελειώσει με τον σχηματισμό στο ίδιο έδαφος της αυτοκρατορίας δύο ξένων και εχθρικών κρατών, του βουλγαρικού βασιλείου στη χερσόνησο του Αίμου και, του αραβικού χαλιφάτου στην Ασία και στην Αφρική. Η ρώμη αυτών των νέων δυνάμεων και ιδιαίτερα η επεκτατική ορμή του φανατισμένου Ισλάμ θα επιβάλλει στο Βυζάντιο μακροχρόνιο αμυντικό αγώνα. Οι πολιτικές και στρατιωτικές του δομές θα προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες.
Με τον 7ο αιώνα συνδέονται μερικά βασικά προβλήματα, τα οποία καθορίζουν και το λόγο της σπουδαιότητάς του για την ιστορική εξέλιξη του Βυζαντίου. Τα προβλήματα αυτά είναι τα ακόλουθα:
1. Το πρόβλημα της μετάβασης από την αρχαιότητα στο Μεσαίωνα: ο Ζ΄αι. είναι μεταβατικός ως προς τις αλλαγές (οικονομικές, κοινωνικές και ιδεολογικές) που διακρίνουν την κυρίως μεσαιωνική περίοδο απ’ την αρχαιότητα. Με το κύριο αυτό πρόβλημα συνδέονται τα ακόλουθα υποπροβλήματα:
– αλλαγή-τομή και συνέχεια στο Βυζαντινό κράτος του 7ου αι.
– Παρακμή των αρχαίων πόλεων-αστικών κέντρων και αγροτοποίηση της βυζαντινής κοινωνίας του 7ου αι.
– Εθνολογικές και Δημογραφικές αλλαγές (διείσδυση ξένων φυλών στη Βαλκανική, Σλάβων κ.τ.λ.) και συνέπειές τους στην πολιτιστική φυσιογνωμία αλλά και την στρατιωτική και διοικητική οργάνωση της αυτοκρατορίας.
2. Ο θεματικός θεσμός ως μορφή διοικητικής και στρατιωτικής οργάνωσης που αντικαθιστά παλιότερες μορφές διοίκησης για την αντιμετώπιση των καινούριων προβλημάτων της αυτοκρατορίας. Αντιμετώπιση νέων εχθρών για την οποία δεν επαρκούσαν τα παλιότερα διοικητικά και στρατιωτικά σχήματα, καθώς και αναπροσαρμογή στις νέες οικονομικές συνθήκες. Όμως πρέπει πάντα να έχουμε στο νου μας ότι «το Βυζάντιο επαναστατεί μετά συντηρήσεως» (Δ.Ζακηθυνός) κι επομένως οι τυχόν αλλαγές που ιχνηλατούνται ποτέ δεν χάνουν εντελώς τον σύνδεσμό τους με το παρελθόν. Ακόμη και αφού περάσει καιρός απ’ την επιβολή τους, διατηρούνται στοιχεία παλιότερων μορφών οργάνωσης που άντεξαν στο χρόνο.
3. Συσχετισμοί πολιτικών δυνάμεων και πολιτική ιδεολογία, με τα οποία συνδέονται δυναστικές έριδες που τάραξαν το Βυζάντιο στον 7ο αι. Η πολιτική πρακτική και η πολιτική αυτοκρατορική ιδεολογία του 7ου αι. παρουσιάζει καινοτομίες, σε σχέση μ’ αυτές των παρελθόντων αιώνων, κι απ’ την άλλη μεριά διατηρεί στοιχεία του παρελθόντος, δηλ. της ύστερης αρχαιότητας.
Στα παραπάνω γενικά, βασικά προβλήματα προσπαθούν να δώσουν απάντηση τα δημοσιεύματα των τελευταίων είκοσι χρόνων. Το ενδιαφέρον των σύγχρονων ιστορικών, τα τελευταία χρόνια, επικεντρώνεται στο πρόβλημα της αλλαγής και της συνέχειας σε επιμέρους τομείς της έρευνας του Βυζαντίου, όπως η κοινωνία, η οικονομία, η στρατιωτική οργάνωση, το διοικητικό σύστημα, η διερεύνηση του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων- καθεστωτικών παραγόντων (δήμοι κ.τ.λ.). Βέβαια, η απάντηση στο τελευταίο πρόβλημα ποικίλλει από εποχή σε εποχή (π.χ. Πρωτοβυζαντινή- Μεσοβυζαντινή- Υστεροβυζαντινή), από αιώνα σε αιώνα. Ακόμη και στη διάρκεια ενός αιώνα παρουσιάζει διαφοροποιήσεις και ιδιαιτερότητες, οι οποίες αποτελούν πρόκληση για τους ερευνητές.
Με τον θάνατο του Ιουστινιανού τελειώνει μια περίοδος, χωρίς όμως να εξαφανίζεται η ιδέα της ενότητας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μολονότι η ιδέα αυτή παραμένει σχεδόν αμετάβλητη μέχρι τέλους, αρχίζει πλέον να δημιουργείται η Αυτοκρατορία της Ανατολής, το Βυζάντιο, μέσα σε φυσικά γεωγραφικά πλαίσια. Βέβαια θα περάσουν αρκετά χρόνια και θα πρέπει να αποσπασθούν κι άλλες επαρχίες για να βρει το Βυζάντιο τη θέση του, μέσα στα πραγματικά γεωγραφικά και εθνολογικά του όρια. Στις αρχές όμως του Ζ΄αι., η Κωνσταντινούπολη εξακολουθεί να παραμένει το κέντρο, η πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους με τον παγκόσμιο χαρακτήρα, με την προσήλωση στην θεωρία του ενιαίου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η επικράτηση όμως της ελληνικής γλώσσας και προ παντός η επιβολή της ελληνικής παιδείας προσδίδουν στο νέο κράτος τον χαρακτήρα εκείνον που θα διατηρήσει μέχρι την πτώση του.
Σύμφωνα με τα πορίσματα των περισσότερων ερευνών ο 7ος αι. υπήρξε για το Βυζάντιο, όπως άλλωστε για ολόκληρη την Ελληνορωμαϊκή και την Γερμανική Ευρώπη, περίοδος κρίσιμη, αληθινός μεσαίωνας, αλλά και γόνιμη σε εσωτερικές διεργασίες και ανακαινίσεις, όπως όλοι οι Μεσαίωνες. Κατ’ ανάγκη οι μεγάλες εδαφικές ανατροπές, οι εθνολογικές μεταβολές, η κατάρρευση της ισορροπίας των δυνάμεων και η δημιουργία και γενικά στην όλη κρατική συγκρότηση, στην διάρθρωση του κοινωνικού και του πνευματικού βίου. Υπό την πίεση των συντελεστών αυτών το Βυζαντινό κράτος, χωρίς βέβαια να παραιτηθεί απ’ το ρωμαϊκό οικουμενικό ιδεώδες, έστρεψε την προσοχή του προς Ανατολάς και, στη δίνη του αγώνα του για επιβίωση, χάλκευσε νέους θεσμούς πολιτικής και κοινωνικής οργανώσεως. Το κράτος αυτό κατέχει «ιδιάζουσα θέση μεταξύ της Ρωμαιογερμανικής Δύσεως και της Ισλαμικής Ανατολής ως κράτος Ελληνικόν». Ελληνικό και Μεσαιωνικό το Βυζάντιο του 7ου αι. ήταν στα γενικά του χαρακτηριστικά πολύ διαφορετικό απ’ το Κράτος της πρωίμου Βυζαντινής περιόδου (μισό αρχαίο, μισό λατινικό), και βέβαια απομακρυνόταν όλο και περισσότερο απ’ τη ρωμαιογερμανική Δύση.
Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, κάτοχος διετούς Μεταπτυχιακού Διπλώματος Βυζαντινής Ιστορίας, Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

«Iστορική αποτίμηση του βίου και της πολιτείας του Συμεών, του δια Χριστόν Σαλού». Γράφει η Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Διετές Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ., Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.

«Iστορική αποτίμηση του βίου και της πολιτείας του Συμεών, του δια Χριστόν Σαλού».
Γράφει η Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός,
Διετές Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ., Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.
P7030017
Οι τρελοί, οι σαλεμένοι, αλλά σοφοί και Δάσκαλοι της ανθρωπότητας δεν ήταν μόνο οι “σοφοί του Δρομοκαΐτειου”. Αξιοθαύμαστους τρελούς (σαλούς δια Χριστόν) έχουμε και στην εκκλησιαστική παράδοση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Άγιοι Ανδρέας και Συμεών και άλλοι.
Οι σαλοί Άγιοι και η ζωή τους αποτελούν μια ρωγμή στο κοσμικό κατεστημένο της κοινωνίας και της εκκλησίας και μια πραγματική υπέρβαση της εκκλησιαστικής τάξεως. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Χριστός κατακρίθηκε από το Ιουδαϊκό ηθικό και θρησκευτικό κατεστημένο ως συνεργός του δαίμονα και ακόμη περισσότερο σαν δαιμονισμένος, αφήνει περιθώρια στην Εκκλησία για την εμφάνιση μιας χαρισματικής σαλότητας. Φαίνεται ότι όσο η εκκλησία ασκούσε με ένταση και κάτω απ’ την πίεση των διωγμών το ιεραποστολικό της έργο, φαινόμενα ιερής «τρέλας» ήταν ιδιαίτερα θαυμαστά και ευπρόσδεκτα. Αργότερα στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, όταν η εκκλησία έχει αποκτήσει πλέον έναν κώδικα εξουσίας και θρησκευτικού φορμαλισμού, οι προηγούμενες περιπτώσεις σχεδόν εξαφανίζονται. Από καιρό σε καιρό όμως εμφανίζονται μερικοί χριστιανοί, μοναχοί κυρίως, που ζουν μια ζωή που δεν ταιριάζει σ’ αυτόν τον κώδικα. Η ζωή τους είναι γεμάτη παραξενιές που προκαλούν σκανδαλισμό. Η συμπεριφορά τους δεν προσαρμόζεται σε κάποια παραδεκτή μορφή χριστιανικής ζωής. Μοιάζουν πάρα πολύ με ανθρώπους που έχουν προβλήματα με τη διανοητική τους κατάσταση και τους ονομάζουν «σαλούς», δηλαδή τρελούς. Αυτών όμως των ανθρώπων η σαλότητα διαφέρει. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι η ζωή τους είναι γεμάτη από φιλοσοφικές διδασκαλίες και παράδοξες θαυματουργίες. Γι’ αυτό η επίσημη Εκκλησία τους ονόμασε «δια Χριστόν σαλούς». Οι πιο γνωστοί είναι οι Άγιοι Ανδρέας και Συμεών.
Εκτός όμως απ’ αυτούς υπήρχαν και πολλοί άλλοι που αυτοονομάζονταν «σαλοί δια Χριστόν», με αποτέλεσμα πολλοί εκκλησιαστικοί άνδρες να κάνουν αρνητικές κρίσεις, όπως ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος ή ο Φιλόθεος Κόκκινος. Φαίνεται όμως ότι το πρόβλημα ήταν αρκετά μεγάλο. Η εν Τρούλω Στ΄ Οικουμενική Σύνοδος, μάλιστα, έφτασε στο σημείο να ασχοληθεί μ’ αυτό το πρόβλημα και ν’ αναφερθεί σε ειδικό κανόνα της (ξ΄) σ’ αυτούς. Τους ονομάζει «υποκρινομένους δαιμονάν» και «τρόπων φαυλότητι προσποιητώς τα εκείνων σχηματιζομένους».
Τέτοιος είναι και ο Άγιος Συμεών ο δια Χριστόν Σαλός. Τον βίο του έγραψε ο Επίσκοπος Νεαπόλεως (Λεμεσού) της Κύπρου Λεόντιος που έζησε όταν αυτοκράτορας ήταν ο Μαυρίκιος (582-602). Εκτός από
αυτό το βίο, έγραψε και άλλα αξιόλογα έργα: «Βίος Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος», «Εις την Μεταμόρφωσιν», «Εις τον Συμεώνα και ότε εδέξατο τον Κύριον εις τας αγκάλας αυτού», «Εις την ημέρα της Αγίας Μεσοπεντηκοστής». Αυτό το πλήθος των έργων, έκανε τον Δαμασκηνό να πει ότι: «τοις εαυτού λόγοις την Κυπρίων κατεκόσμησεν νήσον». Υπήρξε σύγχρονος του Αγίου Συμεών και με μεγάλη γλαφυρότητα περιέγραψε, με γλώσσα της εποχής, τον «Βίο και Πολιτεία του αββά Συμεών του δια Χριστόν επονομασθέντος Σαλού». Το κείμενο αναφέρεται συχνά σε διωγμούς και ξυλοδαρμούς του Αγίου, του οποίου η ταφή γίνεται χωρίς καμιά χριστιανική ακολουθία, στο «ξενοτάφιο». Εξάλλου μόνιμη αρχή του Συμεών, που τον συνόδευε απαρέγκλιτα σ’ όλο του το βίο, υπήρξε η αποταγή του «κόσμου». Γι’ αυτόν, όπως και για το σύντροφό του Ιωάννη, το πρόβλημα τίθεται κατά τρόπο διαζευκτικό: από το ένα μέρος «η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» εκπροσωπείται από το δρόμο που οδηγεί στον Ιορδάνη ποταμό, από την άλλη «η οδός η απάγουσα εις τον θάνατον» εκπροσωπείται από τον δημόσιο δρόμο. Έτσι, και με τη χάρη του Θεού ο Συμεών ο Σαλός φτάνει στην τέλεια απάθεια.
Σύμφωνα με το βιογράφο του, ο Συμεών έφτασε σε τέτοιο ύψος καθαρότητας και απάθειας, ώστε πέρασε δια μέσου αυτών των εμπειριών που για τους εμπαθείς και σαρκώδεις ανθρώπους θεωρούνται μολυσμός, βλάβη και εμπόδιο της ενάρετης ζωής, χωρίς να μολυνθεί, σαν μαργαριτάρι από βόρβορο. Και βέβαια αμαρτωλή και γεμάτη πειρασμούς θεωρεί τη ζωή στην πόλη, τη συναναστροφή με γυναίκες και την εν γένει απάτη του βίου. Eνώ δηλαδή η πόλη ταυτίζεται με την αμαρτία, η ύπαιθρος συνδέεται με την αγνότητα, κατά μια απόλυτη έννοια. Στη συνέχεια ζητά από αυτούς που θα ακούσουν ή θα διαβάσουν τη διήγηση της αγγελικής του πολιτείας (εξάλλου, η ακρόαση βίων σε ομήγυρη στο ναό ανήμερα της γιορτής του Αγίου ήταν συνήθης πρακτική απ’ τα πρωτοχριστιανικά ακόμη χρόνια) να προσέξουν τα λεγόμενα με φόβο Κυρίου και με πίστη χωρίς δισταγμούς, όπως αρμόζει σε αληθινούς χριστιανούς.
Στην περίπτωση του Συμεών του Σαλού συνέβη κάτι ανάλογο μ’ αυτό που βλέπουμε στις πολεμικές παρατάξεις, όταν όλοι οι στρατιώτες είναι παραταγμένοι μαζί: εκεί όσοι έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, περισσότερο όμως στη δύναμη του Θεού, στα πολεμικά τους όπλα και στην εξαιρετική και πολυχρόνια πολεμική εμπειρία τους, αυτοί μόνο βγαίνουν έξω από το πλήθος για να μονομαχήσουν με τους αντιπάλους τους. Το ίδιο λοιπόν έκανε κι αυτός ως εξαίρεση στον κανόνα.
Στα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού, στη γιορτή της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού συγκεντρώθηκαν πλήθος οι ευσεβείς χριστιανοί, όπως συνήθιζαν, στους Αγίους Τόπους για να προσκυνήσουν. Εκεί, λοιπόν, συναντήθηκαν κατά σύμπτωση της τύχης ή κατ’ οικονομία θεού δύο νέοι από τη Συρία: ο Ιωάννης και ο Συμεών. Έμειναν στα Ιεροσόλυμα μερικές μέρες κι, όταν τελείωσε η άγια γιορτή, αναχώρησε ο καθένας για την πόλη του. Όμως, από τη στιγμή που συναντήθηκαν, γεννήθηκε ανάμεσά τους μια δυνατή αγάπη και φιλία που τους ώθησε να συγκατοικήσουν. Έτσι, επιστρέφοντας στην πατρίδα τους, πορεύτηκαν μαζί, μη χωριζόμενοι ποτέ, έχοντας, βέβαια μαζί και τους γονείς τους. Ο Ιωάννης είχε ένα γέροντα πατέρα, μητέρα όμως όχι. Ήταν είκοσι δύο ετών και εκείνο το χρόνο είχε νυμφευτεί. Ο Συμεών δεν είχε πατέρα, αλλά μόνο μητέρα που ήταν ογδόντα περίπου ετών και κανένα άλλο συγγενή. Η ιδιόμορφη αυτή συμβίωση τόσων ανθρώπων κράτησε μικρό χρονικό διάστημα, ώσπου κάποια μέρα, κατεβαίνοντας τον κατήφορο της Ιεριχούς και περνώντας την πόλη, ο Ιωάννης είδε τα μοναστήρια γύρω από τον Ιορδάνη και πρότεινε στο Συμεών να εγκατασταθούν σ’ ένα από τα οικήματά τους. Και οι δυο τους κάθονταν πάνω σε άλογα, γιατί οι γονείς τους ήταν πολύ εύποροι. Αμέσως ξεπέζεψαν και, δίνοντας τα άλογα στους δούλους τους και λέγοντάς τους να προχωρήσουν, αποφασίζουν να παίξουν στην τύχη την περαιτέρω πορεία τους στη ζωή. Στο σημείο αυτό της διήγησης αναβιώνει ο αρχαιοελληνικός μύθος της Αρετής και της Κακίας που καθόρισε το βίο του Ηρακλή: οι δυο αχώριστοι φίλοι προσευχήθηκαν, στάθηκαν ο ένας στο δρόμο που οδηγούσε στα μοναστήρια κι ο άλλος στο δρόμο που οδηγούσε στην πόλη κι αποφάσισαν ν’ ακολουθήσουν το δρόμο εκείνου που θα κέρδιζε στον κλήρο. Καθώς γνώριζαν τέλεια τα ελληνικά και ήταν, σύμφωνα με τον αφηγητή, στολισμένοι με πολλή φρόνηση, δεν δυσαρεστήθηκαν καθόλου που ο κλήρος έδειξε το δρόμο προς τα μοναστήρια του Ιορδάνη. Τουναντίον μάλιστα! Έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και φιλιόντουσαν τρελοί από χαρά.
Το παραπάνω ενδιαφέρον περιστατικό το διηγήθηκε ο Συμεών ο Σαλός σε κάποιον διάκονο της Εκκλησίας της Έμεσας, όπου και προσποιήθηκε τον σαλό. Αυτός ο διάκονος ονομαζόταν Ιωάννης και είναι το πρόσωπο που διέσωσε προφορικά το βίο του Συμεών, αφηγούμενός τον με τη σειρά του στο συγγραφέα του. Με τον τρόπο αυτό της διπλής προφορικής αφήγησης που κατέληξε σε γραπτή, περνώντας μέσα απ’ τα μνημονικά και νοητικά ή συνειδησιακά φίλτρα τριών διαφορετικών προσώπων, δυο αφηγητών κι ενός καταγραφέα, σίγουρα αρκετά στοιχεία ξεχάστηκαν ή και παραποιήθηκαν, ηθελημένα ή αθέλητα, στο πέρασμα του χρόνου, όπως επίσης και κατά τις μεταβάσεις της διήγησης από τη μία μορφή λόγου στην άλλη.
Κατά την παραμονή τους στη μονή του Αββά Γερασίμου γίνεται στους δυο φίλους λόγος για την προστασία τους απ’ την αυθαιρεσία των αρχόντων. Επίσης συνδέεται ο στρατός με την εκκλησία μέσα από παραλληλισμούς και αναγωγές του συνήθους τύπου για την πολιτική ιδεολογία και θεωρία των Βυζαντινών που συγκρίνει τη στράτευση στον επίγειο μ’ αυτή στον ουράνιο βασιλιά. «Βασιλεία», «Στρατεία» και «φιλοτιμία» αποτελούν στενά συνδεδεμένο τρίπτυχο ιδιοτήτων και θεσμών, το οποίο αισθητοποιείται στην ακόλουθη ρήση του βίου: «Για σκεφτείτε: αν ο επίγειος βασιλιάς σας παρακινούσε να υπηρετήσετε ως πατρίκιοι ή θαλαμηπόλοι στο παλάτι του, που θα χαθεί κάποτε και θα αφανιστεί σαν σκιά και όνειρο, δεν θα καταφρονούσατε τα πάντα και δεν θα τρέχατε αμέσως σ’ αυτόν με την επιθυμία να δείτε το πρόσωπό του, να μιλήσετε μαζί του και να απολαύσετε τιμές κοντά του; Και δεν θα προτιμούσατε να υπομείνετε κάθε πόνο και κόπο και το θάνατο ακόμη, μόνο και μόνο για να αξιωθείτε να δείτε εκείνη την ημέρα, που ο βασιλιάς, μπροστά σε όλη τη σύγκλητο, θα σας δεχόταν τιμητικά στην υπηρεσία του»;
Ακόμη υποτιμάται η υπόσταση του δούλου ανθρώπου σε σχέση με του βασιλιά και του αρχόντου, καθώς ο αφηγητής θεωρεί αμελητέο να χυθεί αίμα δούλου αλλά αντίθετα φοβερό να χυθεί αίμα βασιλιά. Φαίνεται πως η χριστιανική διδασκαλία με τη διακήρυξή της περί ισότητας των ανθρώπων, ανεξάρτητα από καταγωγή και φύλο, δεν είχε εμπεδωθεί ακόμη στην πράξη.
Στη συνέχεια του βίου του Συμεών αναφέρεται η παρουσία ομάδας ευνούχων στο μοναστήρι που κρατώντας λαμπάδες και σκήπτρα στο χέρι συμμετέχουν στις τελετουργίες τους. Αναφέρεται επίσης η δωροδοκία ως αντίτιμο για την άφεση των αμαρτιών και αναρωτιέται κανείς αν ο χριστιανισμός βιωνόταν στην καθαρότερη και πνευματικότερη μορφή του στα κοινόβια ή στην κατ’ ιδίαν άσκηση. Εντύπωση επίσης κάνει το γεγονός πως ο ένας απ’ τους δυο φίλους, ο Ιωάννης, παρακαλεί το Θεό να πεθάνει η γυναίκα του, ώστε να πάψει να τη σκέφτεται, με σκοπό να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο μοναχικό βίο. Η υπερβολή αυτή στην απόρριψη της γυναικείας φύσης, ως στοιχείο πειρασμού και δαιμονικότητας, αποτελεί κοινό τόπο στους βίους των Αγίων της Βυζαντινής Ανατολής. Η μόνη σωτηρία για το εκ φύσεως αμαρτωλό γυναικείο φύλο ήταν ο θάνατος ή η επιλογή της μοναχικής κουράς.
Αργότερα ο ένας απ’ τους δυο φίλους, ο Συμεών, δηλώνει στον Ιωάννη ότι αποφάσισε να «εμπαίξει» τον κόσμο, δηλαδή να γίνει σαλός. Ο Ιωάννης προσπαθεί να τον αποτρέψει λέγοντάς του τα ακόλουθα: «Πρόσεξε, φυλάξου, αδελφέ μου Συμεών μήπως όσα μάζεψε η έρημος, τα σκορπίσει ο κόσμος. Και ό,τι ωφέλησε η ησυχία, το καταστρέψει η ταραχή. Και όσα σου πρόσφερε η αγρυπνία, τα χάσεις με τον ύπνο. Ασφαλίσου, αδελφέ μου, μήπως τη σωφροσύνη της μοναχικής ζωής την καταστρέψει η απατηλή κοσμική ζωή. Πρόσεχε μήπως τον καρπό της στερήσεως των γυναικών από τις οποίες σε έσωσε μέχρι σήμερα ο Θεός, τον καταστρέψει η συναναστροφή σου μ’ αυτές. Πρόσεχε μήπως την ακτημοσύνη την αφαιρέσει η φιλοκτημοσύνη, μήπως το σώμα που έλιωσε από τη νηστεία, παχύνει πάλι από τις τροφές. Πρόσεχε, αδελφέ μου, μήπως χάσεις την κατάνυξή σου με το γέλιο και την προσευχή σου με την αμέλεια. Πρόσεχε, σε παρακαλώ, μήπως, ενώ το πρόσωπό σου γελάει, ο νους σκορπίζεται, μήπως αυτά που αγγίζουν τα χέρια τ’ αγγίζει και η ψυχή, μήπως ενώ το στόμα τρώει, η καρδιά αισθάνεται ηδονή, μήπως, ενώ τα πόδια βαδίζουν, διαταραχθεί με τρόπο άτακτο η εσωτερική σου ησυχία και με λίγα λόγια, μήπως όσα κάνει το σώμα εξωτερικά τα κάνει και η ψυχή εσωτερικά. Αλλά, αν πήρες από το Θεό δύναμη, αδελφέ μου, ώστε οτιδήποτε και να κάνει το σώμα, σχήματα, λόγια ή πράξεις, να μένει ατάραχος και ασύγχυτος ο νους και η καρδιά σου, και να μη μολύνεται και να μη βλάπτεται καθόλου από αυτά, πραγματικά εγώ χαίρομαι για τη σωτηρία σου».
Στα επόμενα επεισόδια του βίου του ο Συμεών έχει ήδη μεταβεί στην πόλη και «εμπαίζει» τον κόσμο, μεταστρέφοντας Εβραίους και κακόπιστους ανθρώπους στο Χριστιανισμό, σώζοντας γυναίκες άσεμνες ή πόρνες, είτε οδηγώντας τες σε νόμιμο γάμο με παιγνιώδεις ενέργειες, είτε προσελκύοντάς τες με χρήματα και κατορθώνοντας να τις σωφρονήσει, κι άλλες φορές πάλι φέρνοντάς τες σε κατάνυξη ώστε ν’ ακολουθήσουν το μοναχικό βίο.
Μετά από τριήμερη παραμονή του στους Αγίους Τόπους ο Συμεών μετέβη στην Έμεσα. Πριν μπει μέσα στην πόλη, βρήκε ένα ψόφιο σκύλο πάνω στην κοπριά του σκουπιδότοπου και, αφού έλυσε το σχοινένιο ζωνάρι του, έδεσε το πόδι του σκύλου και άρχισε να τρέχει σέρνοντάς τον, επεισόδιο που θυμίζει, αν και κάπως αμυδρά, τη «σκυλίσια» ζωή του αρχαίου φιλόσοφου Διογένη. Με τον τρόπο αυτό μπήκε από την πύλη, κοντά στην οποία ήταν ένα σχολείο. Μόλις τον είδαν τα παιδιά άρχισαν να φωνάζουν: «Έ, ένας τρελός Αββάς» και να τρέχουν από πίσω του και να τον χτυπούν. Την επόμενη μέρα πήγε στην εκκλησία με την ίδια ατημέλητη εμφάνιση, προκαλώντας σιωπηλά το εκκλησίασμα. Με πολύ κόπο τον έβγαλαν έξω οι αξιοπρεπείς χριστιανοί που παρακολουθούσαν τη λειτουργία, αλλά, καθώς έβγαινε, αναποδογύρισε τα τραπέζια μερικών που πουλούσαν μικρές πίτες, σκηνή που μας φέρνει συνειρμικά στο νου το Χριστό να εκδιώκει με μένος τους εμπόρους από το Ναό. Τη στιγμή εκείνη τον είδε κάποιος «φουσκάριος» (πωλητής φούσκας, δηλαδή λαϊκού ροφήματος των Βυζαντινών, αλλά και άλλων ειδών όπως φακών, ρεβιθιών, κουκιών. Κατά το Λεξικό Du Cange, «φούσκα εστίν όξος και ύδωρ θερμόν και ωά δύο») και μη ξέροντας ότι προσποιείται το σαλό του προτείνει, αντί να γυροφέρνει, να στέκεται και να πουλά λούπινα. Εκείνος δέχτηκε. Όταν λοιπόν τον έβαλε να πουλάει, άρχισε να τα μοιράζει δωρεάν στον κόσμο και ο ίδιος να τρώει άπληστα, θέλοντας, προφανώς, μ’ αυτό τον τρόπο, να πλήξει την αρχή της ιδιοκτησίας, κατοχής και εμπορίας, με σκοπό το κέρδος, των αγαθών της γης. Τότε, η γυναίκα του φουσκάριου αντέδρασε, λέγοντας ότι ο υποτιθέμενος Αββάς έφαγε ένα δοχείο λούπινα, από αυτά που είχε για να μετράει τις ποσότητες. Δεν ήξερε, βέβαια, ακόμη, πως ό,τι περιείχαν τα υπόλοιπα δοχεία δηλ. κουκιά, φακές, ρεβίθια κι όλα τα άλλα, τα είχε μοιράσει σ’ όσους έκαναν την ίδια δουλειά και σ’ άλλους ανθρώπους, παρά νόμιζε ότι τα πούλησε. Όταν το ζευγάρι, στη συνέχεια, άνοιξε το ταμείο και δεν βρήκε χρήματα, συγχυσμένο, χτύπησε τον Συμεών και τον έδιωξε απ’ τη δουλειά, αφού, βέβαια, του μάδησε μαλλιά και γένια. Το απόγευμα της ίδιας μέρας του ξυλοδαρμού του, ο Συμεών, σα γνήσιος Αββάς, θέλησε να θυμιατίσει. Δεν είχε φύγει, όμως, ακόμη απ’ το σπίτι των εμπόρων, αλλά κοιμήθηκε έξω απ’ την πόρτα τους. Και, επειδή δεν έβρισκε κανένα κεραμίδι, έβαλε το χέρι του στην ανθρακιά, το γέμισε με κάρβουνα και άρχισε να θυμιατίζει. Ο φουσκάριος πρέπει να αναφερθεί πως ανήκε στην αίρεση των «ακέφαλων Σευηριτών». Ακέφαλοι ονομάστηκαν, αρχικά, οι Αιγύπτιοι μονοφυσίτες (5ος αιώνας), οι οποίοι αποσχίστηκαν από τον μετριοπαθή αρχιεπίσκοπό τους Πέτρο Αλεξανδρείας το Μογγό, μένοντας χωρίς επίσκοπο (κεφαλή). Στη συνέχεια, η ονομασία δόθηκε σ’ όλους τους Μονοφυσίτες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Όσο για τους Σευηρίτες, αυτοί υπήρξαν Μονοφυσίτες οπαδοί του Σεβήρου, Πατριάρχου Αντιοχείας και ηγέτη της Μονοφυσιτικής κινήσεως του 6ου αιώνα.
Και τώρα, συνέχεια των γοητευτικών περιπετειών του Συμεών του Σαλού: κάποτε, έκανε το σερβιτόρο, προσφέροντας θερμά ποτά σ’ ένα καπηλειό, για να εξοικονομεί το φαγητό του. Ήταν άσπλαχνος όμως ο κάπελας και πολλές φορές δεν του έδινε ούτε φαγητό, μολονότι έκανε πολλή δουλειά εξαιτίας του, αφού ο Συμεών προσέλκυε με την παρουσία του πολλούς πελάτες στο μαγαζί του, λειτουργώντας ως κράχτης δελεαστικός και προσφέροντας φαιδρό δημόσιο θέαμα με το οποίο διασκέδαζαν οι θαμώνες του καπηλειού του. Μια μέρα μπήκε μέσα στο καπηλειό ένα φίδι και ήπιε κρασί από μια στάμνα, μέσα στην οποία έσταξε το δηλητήριό του. Ο Αββάς Συμεών εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή δεν βρισκόταν μέσα στο καπηλειό, γιατί έπαιζε έξω με τον κόσμο, κι έτσι ενοχοποιήθηκε και γι’ αυτό το συμβάν.
Στην πόλη της Έμεσας υπήρχαν δυο λουτρά γειτονικά μεταξύ τους, ένα ανδρικό και ένα γυναικείο. Εκεί κοντά σύχναζε αρκετές φορές ο Συμεών.
Ένα άλλο περιστατικό, στο οποίο και πάλι πρωταγωνιστεί ο Συμεών, συνέβη έξω από την πόλη, όπου, τρέχοντας, μερικοί έπαιζαν λυσόπορτα, ομαδικό παιχνίδι της εποχής. Ένας απ’ αυτούς που ήταν γιος του Διακόνου Ιωάννη, του φίλου του Συμεών, είχε κάνει έρωτα πριν λίγες μέρες με μια παντρεμένη γυναίκα. Η μοιχεία ήταν σύνηθες φαινόμενο κι εκείνη την εποχή, παρ’ όλο που τιμωρούνταν αυστηρά απ’ το νόμο.
Κάποτε μερικοί μίμοι έκαναν το νούμερό τους στο θέατρο. Μαζί τους ήταν και κάποιος ταχυδακτυλουργός. Ο Συμεών, θέλοντας να τον κάνει να σταματήσει αυτά που έκανε (γιατί είχε κάνει μερικά καλά έργα), δεν το θεώρησε υποτιμητικό να πάει στο θέατρο, αλλά πήγε και στάθηκε κάτω από την εξέδρα που έπαιζαν οι μίμοι. Όταν είδε ότι ο ταχυδακτυλουργός άρχισε να κάνει αθέμιτα πράγματα, ρίχνει μια πολύ μικρή πέτρα, αφού έκανε πάνω της το σημείο του σταυρού, και τον χτύπησε στο δεξί του χέρι και του το ξέρανε, χωρίς να καταλάβει κανείς ποιος έριξε την πέτρα.
Κάποιος μοναχός που φορούσε στεφάνι από βάγια, ως άλλος αρχαίος Έλληνας θεός, περιφερόταν κι αυτός στην πόλη όπως ο Συμεών, προκαλώντας το κοινό αίσθημα περί ευπρέπειας των μοναχών.
Κάποτε που «ήταν να γίνει» μεγάλος σεισμός στην πόλη, σύμφωνα με διάφορες προφητείες που κυκλοφορούσαν, την εποχή που καταστράφηκε η Αντιόχεια, στα χρόνια της βασιλείας του Μαυρικίου (τότε ήταν που έφυγε από την έρημο ο όσιος και κατέβηκε στον κόσμο), άρπαξε το «λουρί» από ένα σχολείο και άρχισε να χτυπάει τους στύλους και να λέει στον καθένα: «Είπε ο κύριός σου να σταθείς». Και όταν έγινε σεισμός, κανείς απ’ όσους στύλους χτύπησε δεν έπεσε. Σε κάποιο στύλο όμως είχε πει: «Εσύ ούτε να πέσεις ούτε να σταθείς». Αυτός σχίστηκε από πάνω μέχρι κάτω, έγειρε λίγο κι έμεινε έτσι. Κανείς δεν είχε καταλάβει τι έκανε ο «μακάριος», αλλά όλοι πίστευαν ότι από την παραφροσύνη του είχε χτυπήσει τους στύλους.
Άλλοτε που ήταν να πέσει θανατικό στην πόλη, πέρασε απ’ όλα τα σχολεία και φιλούσε τα παιδιά λέγοντας στο καθένα κάτι σαν γι’ αστείο. Οι δάσκαλοι τον κορόιδευαν και μερικές φορές μάλιστα τον χτυπούσαν με το λουρί και έκαναν νόημα και στα παιδιά και τον κοροϊδεύανε.
Είχε τη συνήθεια ο όσιος να πηγαίνει στα σπίτια των πλουσίων και να παίζει και να προσποιείται πολλές φορές ότι φιλάει τις δούλες τους. Μια φορά κάποιος άφησε έγκυο μια δούλη κάποιου πλουσίου. Όταν η κυρία της τη ρώτησε ποιος τη διέφθειρε, επειδή δεν ήθελε να το φανερώσει, φόρτωσε κι αυτή την ευθύνη στο εύκολο θύμα, στο Συμεών το Σαλό. Ένας πλούσιος χριστιανός, μάλιστα, θέλοντας να επιπλήξει ορισμένους γνωστούς του, οι οποίοι είχαν εντυπωσιαστεί απ’ τα παράδοξα καμώματα του Συμεών και ενδόμυχα τον παρέβαλαν με αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο, και, προσπαθώντας να τους επαναφέρει στην καθεστηκυία τάξη του ορθού χριστιανισμού, τους είπε τα ακόλουθα λόγια: «Πιστέψτε με, υπάρχουν Έλληνες που απόκτησαν περισσότερη σοφία απ’ αυτόν και περισσότερα βιβλία έγραψαν. Τι λέτε; Πρέπει κι αυτούς να τους επαινέσουμε για τις φλυαρίες τους»;
Απ’ τις ακόλουθες φράσεις του Συμεών: «Γιατί κατηγοράτε τα λούπινα; Σαράντα μέρες βράχηκαν», συμπεραίνουμε πως αυτά ανήκαν στα είδη βασικής διατροφής των ανθρώπων της περιοχής και της εποχής του, που βέβαια χρειαζόντουσαν κάποια προετοιμασία, προτού μαγειρευτούν. Κάποτε, που ήταν στο φουσκάριο, πήρε μια μέρα ένα πανδούρι (τρίχορδο μουσικό όργανο της οικογένειας του λαούτου) και άρχισε να παίζει, σ’ ένα στενοσόκακο, όπου «κατοικούσε» πνεύμα ακάθαρτο, την ευχή του μεγάλου Νίκωνα. Το δαιμόνιο, απ’ την τρομάρα που το έπιασε, εξ’ αιτίας της μελωδικής επωδού, έσπασε όλα τα πήλινα και γυάλινα αντικείμενα του παρακείμενου μαγαζιού.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας του βίου περιγράφει με εξαιρετική ζωντάνια σκηνές του δρόμου με πρωταγωνιστές Εβραίους τεχνίτες, θεατρίνες, με τις οποίες ο Συμεών χόρευε κρατώντας τις απ’ το χέρι, κοινές – άσεμνες γυναίκες του πλήθους με τις οποίες έπαιζε και οι οποίες έβαζαν τα χέρια τους στον κόρφο του Συμεών και τον πείραζαν, του έδιναν μπάτσους και τον τσιμπούσαν. Μερικές φορές ο Σαλός έλεγε στις πόρνες: «Θέλεις να γίνεις φίλη μου και να σου δίνω εκατό νομίσματα;» Πολλές απ’ αυτές δελεάζονταν και συμφωνούσαν, τη στιγμή μάλιστα που τις επεδείκνυε και τα χρήματα. Όσες μάλιστα έπαιρναν τα χρήματα τις έβαζε να του ορκιστούν ότι θα του είναι πιστές. Συχνά ο Συμεών καθόταν κι έτρωγε σε ζαχαροπλαστεία της εποχής, δείχνοντας επιδεικτικά το γεμάτο πουγκί του με νομίσματα και προκαλώντας με τον τρόπο αυτό τους οικονόμους χριστιανούς. Μια μέρα, χόρευαν και γελούσαν σ’ ένα δρόμο κάτι κορίτσια και αποφάσισε να περάσει από κει. Όταν τον είδαν, άρχισαν να κατηγορούν τους μοναχούς. Αυτός, όμως, για να τις σωφρονήσει, προσευχήθηκε και αμέσως ο Θεός, σύμφωνα με τα λεγόμενα του βιογράφου του, τις τύφλωσε όλες. Τότε αυτές, συνειδητοποιώντας το σφάλμα τους, έτρεξαν ξοπίσω του μετανιωμένες, φωνάζοντας μ’ απελπισία. Όσες δέχτηκαν το φίλημα των ματιών τους απ’ το Σαλό θεραπεύτηκαν πάραυτα απ’ το Θεό, όσες όμως το αρνήθηκαν σθεναρά, έμειναν για πάντα τυφλές. Ο Συμεών είπε για την περίπτωσή τους: «Αν δεν τις στράβωνε ο Θεός, θα ξεπερνούσαν στην ασωτία όλες τις γυναίκες της Συρίας. Έτσι με την αρρώστια των ματιών τους γλιτώνουν απ’ τα πολλά τους κακά». Λίγο αργότερα ο φίλος του Συμεών διάκονος Ιωάννης τον καλεί σε γεύμα με καπνιστά, ωμά λαρδιά και κρέας καμήλας. Σ’ ένα συνηθισμένο γεύμα της αιγυπτιακής και συριακής ενδοχώρας και γενικότερα της Βυζαντινής Μέσης Ανατολής, μπορούσαν να περιλαμβάνονται επίσης, σύμφωνα με τη διήγηση, «καθαρά ψωμιά, ζεστά τηγανητά ψάρια, καλό κρασί σε καλοδουλεμένη στάμνα».
Μερικές φορές την Κυριακή ο Συμεών έπαιρνε μια σειρά λουκάνικα, τα φορούσε για ωράριο και κρατώντας στο αριστερό του χέρι σινάπι τα βουτούσε και τα έτρωγε από το πρωί. Μερικούς απ’ αυτούς που έρχονταν να παίξουν μαζί του τους άλειφε στο στόμα με το σινάπι. Κάποτε που ήρθε να παίξει μαζί του ένας χωρικός, που είχε άσπρα λευκώματα στα δυο του μάτια, τον άλειψε με το σινάπι και, αφού του είπε να πάει να πλυθεί με ξύδι και σκόρδα, ενώ αυτός είχε αφόρητους πόνους, τον θεράπευσε με τις οδηγίες του παρά τη δυσπιστία του. Απέδωσε μάλιστα την θεόθεν τύφλωσή του στην κλοπή γιδιών του γείτονά του, που είχε διαπράξει κρυφά. Εξάλλου, οι κλοπές ζώων και θησαυρών νομισμάτων ήταν συχνές στην Έμεσα, όπως φαίνεται από τη διήγηση του βίου.
Στο κείμενό μας αναφέρονται επίσης ξυλοδαρμοί και κακομεταχείριση δούλων, γυναικείες μαντείες με φυλαχτά και ξόρκια, ένα καμίνι Εβραίου υαλουργού το οποίο παρήγαγε μεγάλες ποσότητες γυάλινων αντικειμένων, συμμορίες φτωχών κλεφτών που για να επιβιώσουν κατέφευγαν σε απατεωνιές, κάποιος φτωχός αλλά αγαθός μουλαράς που ευεργετήθηκε απ’ τον όσιο Συμεών, το λεγόμενο γλιχώνι που ήταν κρασί αρωματισμένο με φλισκούνι (βλήχων), ασκιά αποθήκευσης οίνου και ξύδι.
Στο καλύβι που είχε ο Συμεών για να κοιμάται ή μάλλον για να αγρυπνεί τις νύχτες, δεν είχε απολύτως τίποτα παρά μόνο μια αγκαλιά κληματσίδες. Πολλές φορές, ενώ προσευχόταν όλη τη νύχτα μέχρι το πρωί βρέχοντας το χώμα με τα δάκρυά του, έβγαινε, έκοβε ένα κλωνάρι ελιάς ή χόρτα, έκανε στεφάνι, το φορούσε και κρατώντας και στο χέρι του ένα κλαδί χόρευε φωνάζοντας: «Νίκες για το βασιλιά και την πόλη». Με την «πόλη» εννοούσε την ψυχή, ενώ με το «βασιλιά» εννοούσε το νου.
Και ο βιογράφος του συνεχίζει την αφήγησή του εκστασιασμένος απ’ την απίθανη και βαθιά φιλοσοφημένη προσωπικότητα του Συμεών του Σαλού:
«Πόσους ντόπιους γεωργούς δεν είδα, κύριέ μου, πολλές φορές στην πόλη να πηγαίνουν να κοινωνήσουν και να είναι πιο καθαροί κι από το χρυσάφι, επειδή ήταν άκακοι, απερίεργοι και επειδή έτρωγαν το ψωμί τους με τον ιδρώτα του προσώπου τους».
Κατά το θάνατό του πήγαν και τον έθαψαν στον τόπο που έθαβαν τους ξένους, σημείο έσχατης ταπείνωσης και κοινωνικής κατακραυγής, ακόμη και μετά θάνατον. Και ο συγγραφέας του βίου καταλήγει, σχετικά με το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας του:
«Εκτός βέβαια από αυτή, έχουμε γράψει ακόμα μια διήγηση πιο σύντομη, επειδή δεν είχαμε, ακόμη, υπόψη μας τις λεπτομέρειες της θαυμάσιας αυτής διηγήσεως. Το να τιμηθεί αυτός με εγκώμια δεν είναι έργο της δικής μας γνώσεως, αλλά εκείνων που έχουν την δύναμη και μπορούν να συναγωνίζονται την αρετή του. Άραγε ποιος λόγος θα μπορούσε να επαινέσει αυτόν που τιμήθηκε πάνω από κάθε λογική, ή, πως σάρκινα χείλη μπορούν να τιμήσουν αυτόν που αποδείχτηκε άσαρκος, ενώ είχε σώμα;
Αυτά έχοντας υπόψη μας, αγαπητοί μου, ας υπακούσουμε σ’ αυτόν που σωστά μας συμβουλεύει να προσέχουμε μόνο τον εαυτό μας. Ούτε τα δικά μας ούτε αυτούς που βρίσκονται γύρω μας, αλλά μόνο τον εαυτό μας, γιατί ο καθένας θα κουβαλήσει το δικό του φορτίο και θα πάρει το δικό του μισθό από τον ουράνιο βασιλιά, το Χριστό».
(Ενδεικτική)Βιβλιογραφία:
1. Abrahamse, Dorothy Zani de Ferranti. “Hagiographic Sources for Byzantine Cities, 500-900 A.D.” Ph.D.diss., University of Michigan, 1967.
2. Brock, Sebastian. “An Early Syriac Life of Maximus the Confessor”. AB 91 (1973): 299-346.
3. Brock, Sebastian, and Susan Ashbrook Harvey. Holy Women of the Syrian Orient.
4. Brown, Peter. “The Problem of Miraculous Feeding in the Graeco-Roman World”. In Center for Hermeneutical Studies: Colloquy 42 Berkeley: Graduate Theological Union, 1982, pp. 16-24.
5. Brown, Peter. “The Rise and Function of the Holy Man in Late Antiquity”. JRS 61 (1971): 80-101. Reprinted in Society and the Holy in Late Antiquity (Berkeley: University of California Press, 1982), pp. 103-52.
6. Brown, Peter. “The Saint as Exemplar in Late Antiquity”. Representations 1.2 (1983): 1-25. Reprinted in Saints and Virtues, ed. J.S.Hawley (Berkeley: University of California Press, 1987), pp. 1-23.
7. Brown, Peter. The World of Late Antiquity. New York: Norton, 1972.
8. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Εγκατάσταση και Παρουσία Σλάβων στη Βυζαντινή Μ. Ασία απ’ τον 7ο ως τον 10ο αιώνα. Αυτοέκδοση. Τρίκαλα, 2003. ISBN 960-92360-2-2.
9. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Τα «Θαύματα» του Αγίου Δημητρίου ως ιστορικές πηγές. Επιδρομές και Σλαβικές εποικίσεις εντεύθεν του Δουνάβεως. Αυτοέκδοση. Τρίκαλα, 2003. ISBN 960-92360-3-0.
10. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Εικονομαχία και Αντιμοναχική στροφή (Κων/νος Ε΄). Αυτοέκδοση. Τρίκαλα, 2003. ISBN 960-92360-1-4.
11. Αμαλία Κ. Ηλιάδη , Σημειώσεις και παρατηρήσεις στην ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας απ’ τον 11ο ως τον 15ο αι. Τα αγιολογικά κείμενα της περιόδου. (Συμβολή στη μελέτη των βίων των αγίων ως ιστορικών πηγών). Αυτοέκδοση. Τρίκαλα 2006. ISBN 960-92360-6-5. (Σελ. 361).
12. Αμαλία Κ. Ηλιάδη , Οι Βίοι των Αγίων της Βυζαντινής περιόδου ως ιστορικές πηγές. (Σημειώσεις και παρατηρήσεις για τα Βυζαντινά αγιολογικά κείμενα της Μέσης περιόδου: 7ος-10ος αιώνας). Αυτοέκδοση. Τρίκαλα 2006. ISBN 960-92360-5-7. (Σελ. 468).
13. Αμαλία Κ. Ηλιάδη , Νεότερες απόψεις για την εσωτερική ιστορία του Βυζαντίου κατά τον 7ο αιώνα. Αυτοέκδοση. Τρίκαλα 2006. ISBN 960-92360-4-9. (Σελ. 268).
14. Αμαλία Κ. Ηλιάδη , Διηγήσεις και βίοι αγίων γυναικών στο Βυζάντιο της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού, https://en.calameo.com/books/004625396d5d3ff74e21f
15. Αμαλία Κ. Ηλιάδη ,Η Πρώϊμη Βυζαντινή περίοδος μέσα απ’ τους βίους των αγίων. … Στοιχεία συγγραφέως: Αμαλία Κ. Ηλιάδη. https://docs.google.com/…/1paglcG5SOTcQgbCb…/htmlpresent
16. Αμαλία Κ. Ηλιάδη , Μαρτυρολόγια και Συναξάρια, οι Βίοι των Αγίων της Πρώϊμης Βυζαντινής περιóδου, Μαρτυρολόγια και Συναξάρια, εργασία της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού
17. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Βυζαντινή Αγιολογία και Υμνολογία (Μελέτη Ιστορική) «Η Βυζαντινή Αγιολογία και Υμνολογία ως τμήμα της Βυζαντινής Φιλολογίας και ως πηγή της Βυζαντινής Ιστορίας. Εισαγωγή, μελέτες περίπτωσης, παρατηρήσεις, επισημάνσεις». Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, κάτοχος Διετούς Μεταπτυχιακού Διπλώματος Βυζαντινής Ιστορίας https://en.calameo.com/books/00462539671d1a379c172
18. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Ἐξέταση Βίων τῆς ἐποχῆς τῆς Εἰκονομαχίας, Author: Amalia Iliadi, Οι Βίοι των Αγίων της Μέσης Βυζαντινής περιόδου ως ιστορικές πηγές, https://en.calameo.com/books/004625396266df83ac958
Αναδημοσίευση από http://www.24grammata.com/?p=6206

” «Δημήτρια»: Η λατρεία του Αγίου Δημητρίου και η ομώνυμη εμποροπανήγυρη της Βυζαντινής εποχής” Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Διετές Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ., Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.

” «Δημήτρια»: Η λατρεία του Αγίου Δημητρίου και η ομώνυμη εμποροπανήγυρη της Βυζαντινής εποχής”
Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Διετές Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ., Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.
Α) Η διαμόρφωση της λατρείας του Αγίου Δημητρίου και τα «Δημήτρια» ως τον 12o αιώνα μ.Χ.
Η λατρεία του Αγίου Δημητρίου ανάγεται στον 4o μ.Χ. αιώνα, την εποχή του Λεοντίου, ενώ ως πολιούχος και προστάτης της πόλης εμφανίζεται απ’ τον 6o αιώνα, όταν αρχίζουν οι επιδρομές των Σλάβων. Οι χριστιανοί κάτοικοι θεωρούν θαυματοποιό το ιερό λείψανο του και πιστεύουν πως ο Άγιος κατοικεί ανάμεσα τους. Τον θεωρούν πρότυπο αυτοθυσίας για την πατρίδα και σωτήρα της πόλης. Στη μορφή του αποτυπώνουν τις αρετές του ήρωα, του ιδανικού παλικαριού, του υπέρμαχου υπερασπιστή της πίστης και της πατρίδας. Στις κρίσιμες στιγμές της πόλης, σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη, «επεμβαίνει» ο ίδιος για να την προστατέψει: Πότε περπατάει πάνω στη θάλασσα και σηκώνει τρικυμίες για να καταποντίσει τους εχθρικούς στόλους, πότε, σαν στρατιώτης ή σαν καβαλάρης, ανεβαίνει στα τείχη και τρέπει σε φυγή τους βαρβάρους. Σώζει την πόλη από κάθε καταστροφή και συγχρόνως προστατεύει τους κατοίκους από αρρώστιες, πείνα και λοιμούς. Οι Θεσσαλονικείς βλέπουν τον Άγιο με τα μάτια τους, αλλά και οι ίδιοι οι εχθροί ομολογούν με τρόμο την παρουσία του Αγίου Δημητρίου. Οι θαυματουργικές ιδιότητες του ιερού λειψάνου του, το μύρο που αναβλύζει και η σωτηρία της πόλης από τους βαρβάρους, Γότθους, Σλάβους, Πέρσες, Βουλγάρους, Άραβες, Σαρακηνούς, Νορμανδούς. Φράγκους…, που τριακόσια χρόνια λεηλατούν την πόλη, καθιστούν πολλούς πιστούς προσκυνητές του τάφου του.
Όλα αυτά τα γεγονότα, από τη μια τον μεταμορφώνουν από ευσεβή χριστιανό σε πολεμιστή και ύπατο, ενώ από την άλλη συνδέουν το όνομα του με την τύχη της πόλης. Η λατρεία των κατοίκων προς τον Άγιο είχε διπλό χαρακτήρα: ενσάρκωνε το θρησκευτικό και το πατριωτικό αίσθημα. Τους μόχθους και τις κακουχίες, την παράδοση, τους μύθους, τα ήθη και τα έθιμα των Θεσσαλονικέων. Η Θεσσαλονίκη «είχε φύλακα άγρυπνον, τον υπερένδοξον προστάτην και υπέρμαχον αυτής τον Μεγαλομάρτυρα Άγιο Δημήτριο».1
«Απειροι ήταν οι θησαυροί, τα ιερά σκεύη και κειμήλια, όλα τα καλλιτεχνήματα που στόλιζαν τον περίλαμπρο ναόν, ο οποίος και σήμερα ακόμη είναι μουσείο της Βυζαντινής τέχνης».2 Όλοι αυτοί οι θησαυροί που βρίσκονταν μέσα στο ναό ήταν τάματα, δηλαδή τεκμήρια της πίστης, της ευγνωμοσύνης και της ευλάβειας των κατοίκων της πόλης. Αποδείκνυαν μια προσωπική σχέση του κάθε πιστού με τον Άγιο, ενώ συγχρόνως μας «δείχνουν» τους κοινωνικούς θεσμούς, τις ατομικές συνήθειες -ανάλογα με το τάμα- και τις πεποιθήσεις των κατοίκων. Καθοριστικός παράγοντας των ταμάτων ήταν όχι τόσο το υλικό κατασκευής, μα η πρόθεση γι’ αυτήν την ίδια «τάξη» προσφοράς. Τα τάματα αυτά πολλές φορές μετατρέπονταν σε δημόσιο λαϊκή τελετουργία που εκτυλισσόταν κυρίως στη γιορτή του Αγίου.
Η φήμη του Αγίου με την πάροδο του χρόνου ξεπερνάει τα κάστρα της πόλης και ξεχύνεται σε όλη την αυτοκρατορία. Συγχρόνως, η ακτινοβολία της πόλης της Θεσσαλονίκης ως εμπορικού και καλλιτεχνικού κέντρου επηρεάζει τους σλαβικούς λαούς της Βαλκανικής. Με τους Κύριλλο και Μεθόδιο ο κόσμος των Σλάβων εισέρχεται στην οικογένεια των λαών της Ευρώπης, ενώ συγχρόνως η λατρεία του Αγίου Δημητρίου θα εξαπλωθεί στη Σερβία, στη Βουλγαρία και στη Ρωσία.3
Η ίδια η λατρεία, όμως, του Αγίου Δημητρίου δημιούργησε και ανταγωνισμούς μεταξύ των πόλεων του Ιλλυρικού, Σιρμίου και Θεσσαλονίκης, καθώς μνημονεύεται και στην ιστορία και των δύο πόλεων.4 Ο ανταγωνισμός τους οφείλεται τόσο σε πολιτικούς όσο και σε θρησκευτικούς λόγους. Από τη μια μεριά ο Μαξιμιανός. όταν ανέλαβε τη διοίκηση του Αίμου, στην αρχή έκανε πρωτεύουσα της επαρχίας του το Σίρμιο, ενώ αργότερα τη Θεσσαλονίκη. Από την άλλη, η Κωνσταντινούπολη, στην προσπάθεια της να προσαρτήσει εκκλησιαστικά τα εδάφη του Ιλλυρικού και συγχρόνως να επιβάλλει το κύρος της σε θέματα ιδεολογικά και θρησκευτικά, ενίσχυε τους ανταγωνισμούς αυτούς. Επίσης, σ’ αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο και μ’ αυτό το σκεπτικό, δεν πρέπει να θεωρηθεί τυχαία και η αντιπαράθεση μεταξύ του μονομάχου Λυαίου από το Σίρμιο και του νεαρού Νέστορα από τη Θεσσαλονίκη, καθώς και η νίκη του Νέστορα, γεγονότα που καθρεφτίζουν την ανταγωνιστικότητα μεταξύ των δύο πόλεων.
Η αγάπη που έτρεφαν οι Θεσσαλονικείς προς τον Άγιο, η ευλάβεια και η λατρεία τους, οδήγησε στην καθιέρωση γιορτής προς τιμήν του. Οι γιορτές αυτές αποτελούνταν από εκκλησιαστικές τελετές με θρησκευτικό περιεχόμενο και από λαϊκές με πνευματικό – αθλητικό περιεχόμενο αλλά και εμπορικό χαρακτήρα. Τα πρώτα χρόνια η εμποροπανήγυρη γινόταν αρχικά στην περιοχή γύρω από το ναό του Αγίου, ενώ αργότερα, όταν η γιορτή απέκτησε μεγάλη φήμη και πλήθος Ελλήνων και ξένων με τα προϊόντα τους κατέλυαν στην πόλη, οι εμπορικές «γιορτές» πρέπει να μεταφέρθηκαν έξω από την πόλη. Ο Φαίδων Κουκουλές υποστηρίζει πως αυτό γινόταν από τη μια για να υπάρχει ο κατάλληλος χώρος για τα εμπορεύματα της πανηγύρεως και από την άλλη για λόγους ασφάλειας, γιατί, κατά τις γιορτές αυτές μαζί με τους εμπόρους και τους ξένους, πολλές φορές έρχονταν στην πόλη και κατάσκοποι.5 Εξάλλου και ο κώδικας του Ιουστινιανού σε ειρηνική εποχή όριζε οι εμποροπανηγύρεις να γίνονται σε τόπους που θεωρούνται κατάλληλοι από κάθε άποψη.
Από τον Ευσέβιο της Αλεξάνδρειας πληροφορούμαστε πως για να πάει κανείς στην εμποροπανήγυρη έπρεπε να έχει αρκετά χρήματα, ενώ κατά τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ πωλητών και αγοραστών δίνονταν όρκοι και παρατηρούνταν φιλονικίες. Τις ημέρες αυτές της πανηγύρεως η Θεσσαλονίκη άλλαζε όψη. Στις πλατείες της, στην αγορά της, στους δρόμους της, μπορούσε κανείς να συναντήσει κάθε λογής εμπόρους, Έλληνες και ξένους, από την Ιταλία, Ισπανία, Ρωσία οι οποίοι έφερναν τα εμπορεύματα τους για να τα εκθέσουν. Τα εμπορεύματα έφταναν στην πόλη τόσο με πλοία, από τους θαλάσσιους δρόμους, όσο και με καραβάνια από την ξηρά. Υφάσματα, γεωργικά και βιοτεχνικά προϊόντα, αντικείμενα μικροτεχνίας, είδη χαλκού, σιδήρου, μολύβδου, μπορούσε να βρει ο κάθε επισκέπτης. «Άπειραι σκηναί μετέβαλον την πεδιάδα εις πόλιν. Το παν ηδύνατο να εύρεις εκεί και να θαυμάσεις» λέει χαρακτηριστικά ο Αδαμάντιος Αδαμαντίου.6 Κατά τον Tafel, μάλιστα, «στα Δημήτρια μπορούσε κανείς να βρει ακόμα ρώσικα δέρματα και αυτό το ρώσικο χαβιάρι».7 Ο ιστορικός του εμπορίου της Ανατολής W. Heyd γράφει: «Η Θεσσαλονίκη πάντοτε είχε τις πιο εκτεταμένες εμπορικές σχέσεις με Δύση κι Ανατολή. Κτισμένη πάνω στην Εγνατία, στο μεγάλο δρόμο από το Δυρράχιο ως την Κωνσταντινούπολη, ήταν η αρτηρία που τη διέσχιζε κάθε μέρα ένα πλήθος από ταξιδιώτες, κι επιπλέον πρόσφερε στα καράβια ένα απέραντο και ασφαλές λιμάνι… Πάντως σε καμιά εποχή του έτους η εμπορική κίνηση δεν ήταν τόσο έντονη όσο κατά την εμποροπανήγυρη του Οκτωβρίου, του πάτρωνος της πόλης. Αυτή την εποχή σχηματιζόταν, σαν από θαύμα, έξω από τις πύλες, μία δεύτερη πόλη σε σειρές από απειράριθμα παραπήγματα…».8
Αξιόλογη πηγή για την εμποροπανήγυρη των Δημητρίων μα και για την οικονομική ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης αποτελεί ένας διάλογος του 12ου αιώνα που βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Βατικανού με τίτλο «Τιμαρίων ή περί των καθ’ αυτών παθημάτων».9 Ο διάλογος αυτός εξελίσσεται ανάμεσα στον σοφιστή Τιμαρίωνα και τον άρχοντα Κυδίωνα. Ο Τιμαρίων του διηγείται το ταξίδι του στη Θεσσαλονίκη, ενώ συγχρόνως μιλάει για τα «Δημήτρια», όπως ο ίδιος ονομάζει τις γιορτές που γίνονταν προς τιμή του Αγίου Δημητρίου. Απ’ τον «Τιμαρίωνα» πληροφορούμαστε πως παράλληλα με το εμπορικό πανηγύρι ο λαός στα «Δημήτρια» έβρισκε και πολλές διασκεδάσεις: Σχοινοβάτες, γελωτοποιοί, τσαρλατάνοι, μίμοι, θεατρίνοι γύριζαν στις αγορές, στις πλατείες μα και στις συνοικίες, διασκεδάζοντας τον κόσμο. Γυρολόγοι – κυρίως αθίγγανοι- παρουσίαζαν στο πλήθος διάφορα ζώα, όπως μαϊμούδες, ελέφαντες, φίδια, αρκούδες που εκτελούσαν διάφορα νούμερα και διασκέδαζαν τους θεατές, οι οποίοι κατέβαλαν τη σχετική αμοιβή. Τα ζώα μάλιστα τα οδηγούσαν ακόμα και μέσα στα καπηλειά. Πλανόδιοι μουσικοί ευχαριστούσαν το πλήθος με τους ήχους των μουσικών οργάνων τους. Άνθρωποι σκαρφαλωμένοι σε ξυλοπόδαρα περπατούσαν με γιγαντιαία βήματα πάνω από τα κεφάλια των περαστικών, ενώ συγχρόνως μιμούνταν φωνές ανθρώπων και ζώων. Μιμογράφοι της εποχής έφτιαχναν απλά σενάρια και τα εμπιστεύονταν σε ηθοποιούς, οι οποίοι πολλές φορές μάλιστα, ανάλογα με το κέφι της στιγμής, αυτοσχεδίαζαν. Τα θέματα τους ήταν παρμένα από τη ζωή των απλών ανθρώπων, των ευγενών ακόμα και του κλήρου. Με τη γλώσσα τους καυτηρίαζαν κλεψιές, ψέματα, απατεωνιές, ερωτικές ίντριγκες αλλά συγχρόνως καταπιάνονταν και με κοινωνικά θέματα. Στήνοντας μικρές σκηνές ή γυρίζοντας από γειτονιά σε γειτονιά, πρόσφεραν στο λαό διασκέδαση, που στηρίζονταν από τη μια στο σατιρικό τους πνεύμα και την ελευθεροστομία κι από την άλλη στις εκφραστικές τους ικανότητες και στα επίκαιρα θέματα του ρεπερτορίου τους. Είναι οι πραγματικοί «δραματουργοί» του Χριστιανικού Βυζαντίου, όπου πνευματική γονιμότητα και ελευθερία της ηθικής -ειδικά στις περιόδους των γιορτών- συναντιούνται κάτω από το πνεύμα της ελληνικής διαύγειας και της χριστιανικής πίστης, προσφέροντας θεατρική ευφορία. Οι λαϊκοί αυτοί θεατρίνοι μπορεί να υποθέσει κανείς πως κάνουν την είσοδο τους και στην εκκλησία και μας δίνουν τα περίφημα λειτουργικά δράματα.
Ωστόσο, κατά την εποχή των Δημητρίων μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει και αρχαία κλασικά έργα: «μη μόνον εκ των ζώντων ερανιζώμεθα την του αγαθού μάθησιν, αλλά και νεκροίς ομιλούντες, δι’ υπαιρίσεως εκείνης, την κατ’ αρετήν ζωήν προσεπικτόμεθα».10 Επίσης, αγαπητό είδος στο λαό ήταν τα «άκτα»: παραστάσεις διαμάχης ανάμεσα στο βασιλιά και το λαό, που με απαράμιλλο τρόπο εξέφραζαν την ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη. Μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα δεν έλειπαν βέβαια οι παντομίμες, οι χορευτικές φιγούρες και οι τραγουδιστές που με τα τραγούδια τους εξέφραζαν τους καημούς και τους πόθους του λαού. Είχαν λοιπόν την ευκαιρία τόσο οι Θεσσαλονικείς, όσο και οι άλλοι επισκέπτες της πανηγύρεως να κλείνουν εμπορικές συμφωνίες και συγχρόνως να ψυχαγωγούνται με διάφορες διασκεδάσεις.
Τη Θεσσαλονίκη όμως δεν την επισκέπτονταν μόνο έμποροι και ταξιδιώτες. Τις ημέρες αυτές της γιορτής του Αγίου Δημητρίου έφθαναν στην πόλη και πολλοί ευσεβείς χριστιανοί, οι οποίοι πήγαιναν και προσκυνούσαν το ιερό λείψανο του Αγίου που ήταν μια «ακένωτος πηγή θείων μύρων». Το μύρο του Αγίου, σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις, είχε θαυματουργικές ιδιότητες. Έτσι οι ευλαβείς προσκυνητές που έφθαναν από τα διάφορα μέρη έπαιρναν μαζί τους σε ειδικά φιαλίδια -τα λεγόμενα «κουτρούβια»- το μύρο του Αγίου για να τα πάνε στους δικούς τους, ενώ συγχρόνως αφιέρωναν στον τάφο του πλήθος ιερά σκεύη, κειμήλια και καλλιτεχνήματα.
Ο κόσμος που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη την εποχή αυτή έπαιρνε μέρος στις μεγαλόπρεπες θρησκευτικές τελετές και στις εκκλησιαστικές πομπές, ιδιαίτερα την ημέρα που γιόρταζε ο Άγιος. Η λιτανεία, οι ωραίες μελωδίες, τα φώτα των λαμπάδων, η παρουσία του αρχιεπισκόπου και του αυτοκράτορα, οι άρχοντες της πόλης και το πλήθος των κληρικών έδιναν ιδιαίτερη λάμψη και λαμπρότητα στην πόλη, ενώ ο λαός που ακολουθούσε την πομπή και την όλη θρησκευτική τελετουργία διακατέχονταν από έντονα θρησκευτικά συναισθήματα.
Η γιορτή και εμποροπανήγυρη του Αγίου Δημητρίου που διαρκούσε πολλές ημέρες προκάλεσε το θαυμασμό ολόκληρης της αυτοκρατορίας για τον πλούτο της και το μέγεθός της. Δίκαια η Θεσσαλονίκη γίνεται η Συμβασιλεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και χαρακτηρίζεται «μεγαλούπολη και πολυπληθέστατη πόλη».
Β) Η μεγάλη ακμή (1300-1430μ.Χ.) – Η ανάπτυξη της πόλης.
Η Θεσσαλονίκη, με την πλούσια λατρευτική της παράδοση και με τη μεγάλη εμπορική της κίνηση, ήταν φυσικό να εξελιχθεί σε αξιόλογο πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο, όχι μόνο της Βαλκανικής αλλά και ολόκληρης της αυτοκρατορίας. Από την ελληνιστική ακόμη εποχή η πνευματική ζωή της πόλης έχει να επιδείξει μεγάλα ονόματα: τους επιγραμματοποιούς Φίλιππο και Ανάπατρο, τον Επίγονο, το Μακεδόνα Ύπατο καθώς και τον Πολύνεο. Η ακμή αυτή συνεχίζεται φτάνοντας στο αποκορύφωμα της από το 13ο μέχρι τις αρχές του 15ου αιώνα. Οι αιώνες αυτοί σηματοδοτούν τη μεγάλη ακμή στη βυζαντινή περίοδο της Θεσσαλονίκης. Ακμή που σημειώνεται την εποχή που η βυζαντινή αυτοκρατορία έχει χάσει πολλά απ’ τα παλιά της εδάφη και η Βασιλεύουσα μεγάλο μέρος από το κύρος της. Η Θεσσαλονίκη, ως πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο, παίζει σπουδαίο ρόλο ακόμη και στα χρόνια της λατινικής κατοχής. Στα ύστερα βυζαντινά χρόνια του 13ου και 14ου αιώνα γίνεται πόλος έλξης πολλών λογίων της εποχής. Παρατηρείται άνθιση της Ελληνικής παιδείας και προωθείται η Παλαιολόγεια Αναγέννηση. Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στο επίκεντρο της αυτοκρατορίας και ίσως θα μπορούσε να παρακολουθήσει κανείς, καλύτερα εδώ παρά στην Κωνσταντινούπολη, τις εκφράσεις του τελευταίου βυζαντινού ανθρωπισμού. Η ακμάζουσα αγιογραφική φιλολογία της εποχής αυτής περιέχει πολλά στοιχεία της κλασσικής παιδείας της αρχαιότητος. Παράλληλα, οι επιδράσεις της Ανατολής και κυρίως ο μυστικισμός στα θρησκευτικά ζητήματα αρχίζουν να υποχωρούν προς όφελος μιας πιο ορθολογικής σκέψης. Κεντρική μορφή γύρω από την οποία αναπτύσσεται η πνευματική ζωή της πόλης είναι ο Άγιος Δημήτριος: λόγιοι όπως ο Θεόδωρος Μετοχίτης, οι Νικόλαος και Νείλος Καβάσιλας, ο Νικηφόρος Γρηγοράς, ο Δημήτριος Χρυσολωράς, ο Γρηγόριος Παλαμάς, ο Ισίδωρος, ο Γαβριήλ, ο Φιλόθεος Κόκκινος, ο Ιωάννης Αναγνώστης, ο Μ. Παλαιολόγος και άλλοι -πολλοί από τους οποίους ήταν Θεσσαλονικείς- εγκωμιάζουν τον Άγιο Δημήτριο.11 Εκφράσεις από τα έργα ταυ Πλουτάρχου και του Ισοκράτη διακρίνονται καθαρά στους βίους που έγραψε ο Πατριάρχης Φιλόθεος και στα δύο εγκώμια του Νικολάου Καβάσιλα, ο οποίος χαρακτηρίζει τον Άγιο «ισόθεον φώτα», όπως ονομάζει τον Αγαμέμνονα ο Όμηρος, και αναρωτιέται πως είναι δυνατόν να υμνήσει κανείς τον Άγιο, όταν δεν έχει τα ποιητικά χαρίσματα του Ομήρου. Χαρακτηριστικό των λογίων είναι ότι δεν ενδιαφέρονται να βιογραφήσουν τον Άγιο Δημήτριο μα να του πλέξουν το εγκώμιο, προβάλλοντάς τον, από διαφορετική σκοπιά ο καθένας: Άλλος σαν ιδεώδη πολεμιστή, άλλος σαν ιδεώδη φιλόσοφο, άλλος σαν ιδεώδη μοναχό. Ο Νικόλαος Καβάσιλας τον αποκαλεί «ηγεμόνα», ο Μ. Παλαιολόγος «παμμέγιστο Στρατηγό», ο Γρηγόριος Παλαμάς παρουσιάζει τον Άγιο σαν ιδεώδη ησυχαστή, ενώ ο Ισίδωρος ως πρότυπο πολιτικής συμπεριφοράς.
Στην περίοδο αυτή της μεγάλης ακμής το λόγο του Κυρίου διαδέχεται ο λόγος των αρχαίων Ελλήνων. Ο Μετοχίτης, εγκωμιάζοντας τον Άγιο, αναφέρεται στον Αριστοτέλη, ο Φιλόθεος στο Φίλιππο και ο Γρηγοράς στον Αλέξανδρο. Οι λόγιοι κάνουν συνεχώς παραλληλισμό της Θεσσαλονίκης με την αρχαία Αθήνα και όχι με την Ιερουσαλήμ, τη μητρόπολη του χριστιανισμού ή με την Βασιλεύουσα. Επηρεασμένοι από την αρχαία φιλολογία και συγχρόνως γνωρίζοντας το στενό δεσμό μεταξύ Αγίου και Θεσσαλονίκης βρίσκουν ευκαιρία, μιλώντας για τον Δημήτριο, να πλέξουν το εγκώμιο της πόλης. Ο Γρηγόριος Παλαμάς λέει ότι: «η Θεσσαλονίκη χάρη στο Δημήτριο, έγινε πόλη του Θεού και παράδεισος ποτιζόμενη όχι με ύδατα, αλλά με μύρα και προχωράει στη ζωή της, προς την ανατολή του ηλίου της δικαιοσύνης, σαν πλοίο που προωθείται απαλά από τους ανέμους του νότου».12 Ενώ ο Νικόλαος Χούμνος λέει πως ο Άγιος Δημήτριος είναι το πρώτο και το τελευταίο κόσμημα της πόλης, ο άφθονος πλούτος, ο ανεξάντλητος θησαυρός.
Στις γιορτές του Αγίου, οι ομιλητές έβρισκαν την ευκαιρία να θίξουν και τα προβλήματα της πόλης. Ο Αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης Ισίδωρος εκτός από τις αναφορές που κάνει στην προσφορά του Αγίου, τα θαύματα του και τη φυσιογνωμία του, αναφέρεται στη δυσφορία των κατοίκων προς τους πολιτικούς άρχοντες της πόλης και προς τους Οθωμανούς για την φορολογία που επέβαλαν.13
Για τη φιλολογία περί του Αγίου Δημητρίου, που δημιουργήθηκε σε διάστημα χιλίων χρόνων14, ο Βασίλειος Λαούρδας αναφέρει χαρακτηριστικά: «Δεν νομίζω πως θα ήταν λάθος αν λέγαμε ότι εδώ στη Θεσσαλονίκη, το 14ο αιώνα παράλληλα με την ακμή της μυστικής θεολογίας έχουμε και τα πρώτα φτερουγίσματα της νεοελληνικής εθνικής συνειδήσεως με κύριο φορέα την κλασσική παιδεία».15 Η λατρεία του Αγίου Δημητρίου, κατά το 14ο αιώνα, είχε τόσο μεγάλη έκταση και τέτοια προσήλωση, που πολλοί λόγιοι αναρωτήθηκαν αν αυτή ήταν «επάνοδος στην ειδωλολατρεία». Πολλές φορές λεγόταν πως ο Άγιος Δημήτριος ήταν ανώτερος από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Ο χαρτοφύλαξ Σταυράκιος πίστευε πως στη Θεσσαλονίκη ο Άγιος Δημήτριος λατρευόταν περισσότερο κι από το Χριστό. Για τους Θεσσαλονικείς ο ανώτερος όρκος ήταν να ορκιστούν στον Άγιο προστάτη τους: «μα τον σον και ημών απάντων Δημήτριον, τον κηδεμόνα της Θεσσαλονίκης και πολιούχον».16
Και άλλες πόλεις λάτρευαν και τιμούσαν τον Άγιο και κυρίως η Κωνσταντινούπολη που είχε προστάτιδα τη Θεοτόκο. Η συλλατρεία αυτή είναι πιθανόν να ξεκίνησε από το τέλος του 5ου αιώνα και τις αρχές του 6ου και να έχει τις ρίζες της τόσο σε θρησκευτικούς όσο και σε πολιτικούς λόγους.17
Την εποχή αυτή (μέσα 14ου αιώνα), έπειτα από την απώλεια της Μικράς Ασίας, το κέντρο της οικονομικής ζωής μεταφέρεται στα Βαλκάνια και κυρίως στη Θεσσαλονίκη, που ήταν η μεγαλύτερη πόλη. Το λιμάνι της είναι από τα σπουδαιότερα της Ανατολικής Μεσογείου και παρουσιάζει μεγάλη κίνηση. Δεν είναι πια κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου γιατί το εμπόριο και η ναυτιλία έχουν περάσει στα χέρια των γενοβέζων και των βενετσιάνων. Βέβαια στην πόλη υπήρχαν πλήθος συντεχνίες, σιδηρουργεία, χαλκουργεία, υαλουργεία και εμπορικά καταστήματα κάθε είδους. Παράλληλα όμως στη Θεσσαλονίκη ζουν αγροτικός και εργατικός πληθυσμός. Αγρότες, μισθωτοί, τεχνίτες, εργάτες δεν «πιάνουν» στα χέρια τους τα κέρδη από την οικονομική τους δραστηριότητα: Τα κέρδη των επιχειρήσεων και του εμπορίου τα δρέπουν οι γαιοκτήμονες και ο ανώτερος κλήρος. Μεταξύ γαιοκτημόνων και λαού ξεσπάει στα 1349 μια μεγάλη κρίση που εκφράζεται με το κίνημα των ζηλωτών. Ο εμφύλιος αυτός πόλεμος ανεβάζει στην εξουσία τους ζηλωτές και η πόλη μετατρέπεται σε λαϊκή δημοκρατία. Έτσι, «η Θεσσαλονίκη δίδαξε στη φθίνουσα μεσαιωνική Ανατολή ότι ήταν δυνατό να αυτοδιοικηθεί μια πόλη και χωρίς άρχοντες».18 Στα 1350 ο Ι. Κατακουζηνός εισέρχεται νικητής στη Θεσσαλονίκη και καταπνίγει το κίνημα των ζηλωτών. Η λαϊκή εξουσία χάνεται. Οι ευγενείς και οι δυνατοί παίρνουν πάλι την πρωτοβουλία στην αρχή της πόλης.19
Γ) Τα Δημήτρια μέχρι την άλωση του 1430μ.Χ.
Η ακμάζουσα Θεσσαλονίκη του 13ου και 14ου αιώνα με τα εργαστήρια τέχνης, τις καλλιτεχνικές σχολές και τα σχολεία της, που ήταν ονομαστά σ’ όλη τη Βαλκανική, είχε αποκτήσει μεγάλη αίγλη. Σημαντική ήταν επίσης αυτή την εποχή και η πρόοδος των νομικών επιστημών: νομικοί και λόγιοι που ασχολήθηκαν με το δίκαιο όπως ο Νικηφόρος Χούμνος, ο Θ. Μάγιστρος, ο Δ. Κυδώνης, ο Καβάσιλας αποτελούν φωτεινές πνευματικές μορφές της Θεσσαλονίκης. Εξέχουσα μορφή της νομικής επιστήμης υπήρξε, βέβαια, και ο Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος, ο οποίος με το έργο του «Εξάβιβλος» συνδέει τη δικαιοσύνη με το όλο πνεύμα της χριστιανικής διδασκαλίας.20
Ήδη από το 10o αιώνα η Θεσσαλονίκη είναι η δεύτερη εμπορική και βιοτεχνική πόλη της ανατολικής αυτοκρατορίας. Τα καραβάνια κατέφθαναν σ’ αυτή με ποικιλία εμπορευμάτων και βιοτεχνικών ειδών: φαγώσιμα, τσόχες, πανιά, χαβιάρι από τη Ρωσία, μεταξωτά υφάσματα, λάδια, κρασιά από την Ιταλία και την Ισπανία, σαπούνια από τη Βενετία, ακόμη και πολύτιμους λίθους, χρυσό, ασήμι μπορούσε να βρει κανείς στο λιμάνι και την αγορά της. Πάντοτε η πόλη παρουσίαζε μεγάλη κίνηση. Γνώριζε όμως τη μεγαλύτερη ακμή κατά τις παραμονές της γιορτής του Αγίου Δημητρίου. Την εποχή αυτή «οίχονται πανηγύρεις», όπως λέει και ο Ι. Αναγνώστου. Μέσα και έξω από την πόλη, στους χώρους που γίνονταν το εμπορικό πανηγύρι, συναντούσε κανείς Nοτιοελλαδίτες, Mικρασιάτες, Ιταλούς, Γάλλους, «φοίνικες», Ρώσους, Σύριους… και Αιγυπτίους επισκέπτες. Φωνές, τσακώματα, γέλια, συμφωνίες, έμποροι που διαλαλούσαν τα εμπορεύματα τους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, Έλληνες και ξένοι ταξιδιώτες δημιουργούσαν απαράμιλλη ατμόσφαιρα. Ολόκληρη η πόλη μετατρεπόταν σ’ ένα λαϊκό πανηγύρι που περιλάμβανε λαμπρές καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και θρησκευτικές ακολουθίες.
Στη Βυζαντινή Θεσσαλονίκη των ύστερων χρόνων που συνυπάρχει το τελετουργικό και το εμπορικό πνεύμα, η γιορτή των Δημητρίων γίνεται το μεγάλο εμπορικό και ψυχαγωγικό πανηγύρι της Ρωμιοσύνης. Τις ημέρες αυτές οι Θεσσαλονικείς είχαν τη δυνατότητα, από τη μια να απολαμβάνουν διάφορες διασκεδάσεις και από την άλλη να παρακολουθούν τους φιλοσόφους και τους λόγιους, που καταπιάνονταν με διάφορα θέματα και έδιναν διαλέξεις, στη ροή της σκέψης τους: «Στο 14ο αιώνα μια πνοή ανθρωπισμού και ελεύθερης σκέψης διασχίζει τη μεγάλη μακεδονική πόλη που ονομαζόταν αυτή τη στιγμή «η πόλη τον χαρίτων»21. Πράγματι, μέσα σ’ αυτή την υλική ευμάρεια που υπήρχε στη Θεσσαλονίκη του 14ου αιώνα, ανθρωπιστικό και θρησκευτικό ιδεώδες ενώνονται σ’ ένα γοητευτικότατο κράμα. Απ’ τον Κωνσταντίνο Αρμενόπουλο πληροφορούμαστε πως ο Άγιος Δημήτριος, εκτός απ’ τη μεγάλη του γιορτή, γιορτάζονταν τρεις φορές την εβδομάδα: την Κυριακή, την Τετάρτη και την Παρασκευή στο ναό της Αχειροποιήτου, ταυτόχρονα με την Παναγία.
Από τις αρχές του Οκτωβρίου στους ναούς της Θεσσαλονίκης τελούνταν ύμνοι, άσματα και ομιλίες που τέλειωναν οκτώ ημέρες μετά τη γιορτή του Αγίου, δηλαδή στις 3 Νοεμβρίου. Από την 1η Οκτωβρίου οι περισσότερο ευσεβείς νήστευαν μέχρι την παραμονή. Όλος ο Οκτώβριος λεγόταν «μήνας αθλήσεως» του Αγίου Δημητρίου. Από τις 20 Οκτωβρίου και μέχρι την παραμονή της μεγάλης γιορτής όλος ο κόσμος βρισκόταν στο πόδι κάνοντας προετοιμασίες. Το διάστημα αυτό των έξι ημερών λεγόταν «προεόρτια». Συγχρόνως στις 20 Οκτωβρίου άρχιζε και το μεγάλο εμπορικό πανηγύρι των Δημητρίων που κρατούσε μια βδομάδα. Η πολυκοσμία, η κίνηση, ο μεγάλος αριθμός εμπορευμάτων έδιναν την εντύπωση της ύπαρξης μιας ακόμη πολιτείας έξω από τα τείχη που συνυπήρχε μ’ αυτή της Θεσσαλονίκης.
Την παραμονή της γιορτής του Αγίου στις 25 Οκτωβρίου, όλοι οι ναοί της πόλης φωτίζονταν μεγαλόπρεπα και γέμιζαν από κόσμο. Οι ναοί του Αγίου Δημητρίου και της Αχειροποιήτου είχαν ιδιαίτερη λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια. Τα πλήθη των Θεσσαλονικέων και των επισκεπτών κυριολεκτικά τους κατέκλυζαν. Μόλις νύχτωνε, ξεκινούσε από το ναό της καταφυγής μεγάλη ιερή πομπή.22 Επικεφαλής ήταν ο Αρχιεπίσκοπος και ο κλήρος της πόλης και τους περιστοίχιζαν ιεροψάλτες, που τους συνόδευαν φωνητικά ήχοι μουσικών οργάνων και τους φώτιζαν απαλά αναμμένες λαμπάδες. Ακολουθούσε το μεγάλο πλήθος και τελικά η μεγαλειώδης πομπή, παίρνοντας την Εγνατία Οδό, την κυριότερη οδική αρτηρία της πόλης, έφτανε στο ναό της Αχειροποιήτου. Εκεί ύστερα από τις ευχαριστίες του κόσμου προς τον Άγιο και τις καινούριες ευχές που δίνονταν, εκφωνούνταν ο πανηγυρικός της ημέρας. Κατόπιν η πομπή επέστρεφε στο ναό του Αγίου Δημητρίου, όπου και ψαλλόταν λειτουργία στην οποία πρωτοστατούσε ο Αρχιεπίσκοπος. Πολλοί χριστιανοί, όπως μας πληροφορεί ο Ισίδωρος, έκαναν το γύρο του ναού, συμβολίζοντας έτσι το δρόμο του μαρτυρίου του Αγίου.
Απ’ τον Ισίδωρο μαθαίνουμε επίσης πως η μεγάλη γιορτή ήταν χωρισμένη σε τέσσερα πανηγύρια: «Φόρον συν ωσανεί και ημείς ή μάλλον οία τινά δώρα τω μάρτυρι προσάγομεν τας ειρημένας τέσσαρας πανηγύρεις». Η πρώτη γιορτή γινόταν την ημέρα του Αγίου στην οποία μετείχε ο ίδιος ο αυτοκράτορας με την ακολουθία του, ο διοικητής, οι ευγενείς και οι άρχοντες που φορούσαν «απαστράπτουσας στολάς και επέβαινον επί λαμπρότατων ίππων».23 Η δεύτερη ήταν αφιερωμένη στον αρχιεπίσκοπο και τον κλήρο της πόλης, η τρίτη στους μοναχούς και, τέλος, στις 3 Νοεμβρίου η τελευταία γιορτή που λεγόταν «οχταήμερος» και στην οποία έπαιρνε μέρος όλος ο λαός.
Μια ακόμη αξιόλογη πηγή που μας πληροφορεί για τις τελετές της πανηγύρεως του Αγίου Δημητρίου είναι ο Κώδικας του αρχιεπισκόπου Συμεών.24 Σύμφωνα μ’ αυτόν, κατά την ιερή πομπή περιφέρονταν «το κιβώτιον μετά του μύρου» (στίχ. 45) κι όχι η εικόνα του Αγίου όπως συνηθίζεται σήμερα. Επίσης, όπως φαίνεται απ’ τις περιγραφές του, στην εποχή του πρέπει να έγιναν μεταρρυθμίσεις και η πομπή δεν στάθμευε πια στο ναό της Αχειροποιήτου. Η διάρθρωση της πομπής δίνεται με κάθε λεπτομέρεια απ’ τον Συμεών και παρουσιάζει ιδιαίτερο κοινωνιολογικό και σημειολογικό ενδιαφέρον. Στο τέλος της «πομπικής» τελετουργίας γινόταν η τελευταία περιφορά γύρω απ’ τον τάφο του Αγίου και στη συνέχεια τελούνταν η Θεία Λειτουργία.25
Πρέπει βάσιμα να υποθέσουμε πως τόσο εκείνοι που κατείχαν στα χέρια τους το εμπόριο όσο και οι πολιτικές και θρησκευτικές αρχές ενθάρρυναν την ύπαρξη του θεσμού των Δημητρίων: η πόλη, χάρη στα Δημήτρια αποκτούσε φήμη, ενώ συγχρόνως τις ημέρες εκείνες αύξανε σημαντικά ο αριθμός των επισκεπτών, Ελλήνων και ξένων, οι οποίοι συντελούσαν στη διακίνηση και άφθονη ροή χρήματος και στην τόνωση της τοπικής οικονομίας. Εξάλλου, πέρα από την παραδοσιακή του φύση ως εορταστικής εκδήλωσης που εξυπηρετούσε τις προσωπικές – λαϊκές θρησκευτικές και ψυχαγωγικές ανάγκες, την εθνική – πολιτισμική ταυτοποίηση και κοινωνική συνοχή, και τις στρατηγικές κοινωνικής ισχύος, ο θεσμός της πανηγύρεως των Βυζαντινών Δημητρίων αναδείχτηκε σε καίριο πολιτικό μέσο προπαγάνδας της αυτοκρατορικής ιδεολογίας, οικονομικού και κοινωνικού ανταγωνισμού, αλλά και αλληλογνωριμίας και διευθέτησης και επίλυσης διαφορών. Τα Δημήτρια της Βυζαντινής Περιόδου παρουσιάζουν, σύμφωνα με τις πηγές, συνέχεια στη μορφή και το κοινωνικό – πολιτικό περιεχόμενο τους αλλά, παράλληλα, και την αναγκαία και ιστορικά διαμορφούμενη αναπροσαρμογή, η οποία τα καθιστούσε, στη διάρκεια όλης αυτής της μακρόχρονης περιόδου (10ος αι. – 15ος αι.), θεσμό ζωντανό, δεμένο οργανικά με την ευημερία και ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης, πανήγυρη ζωτικής σημασίας για την ευρύτερη περιοχή.
Παραπομπές – υποσημειώσεις:
1. Αδαμάντιος Ι. Αδαμαντίου, Η Βυζαντινή Θεσσαλονίκη: ιστορία – κοινωνικός βίος – τέχνη, σελ.11, εν Αθήναις 1914.
Αδ. Ι. Αδαμαντίου, όπως παραπάνω, σελ. 56.
Δ. Σ. Ηλιάδου, Ο Άγιος Δημήτριος και οι Σλάβοι, ανάτυπον εκ των πεπραγμένων του Θ’ Διεθνούς Βυζαντινολογικού Συνεδρίου, τόμ. Γ’, Αθήνα 1957.
Βλ. σχετικά: α) Γ. θεοχαρίδη, Σίρμιον ή Θεσσαλονίκη, δημοσίευμα της ΕΜΣ, β) Αγγ. Κωνσταντακοπούλου, Ιστορική γεωγραφία της Μακεδονίας, (4ος – 6ος αι.), σελ. 64-73, Γιάννενα 1984. γ) Άμαντος Ι. Κωνσταντίνος. Ιστορικά του Βυζαντινού Κράτους, τόμ. Α’ σελ. 162-167, εκδ. Γ’, Αθήναι 1963.
Φαίδων Κουκουλές: Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τόμ. Γ’ σελ. 270-281, Αθήνα 1949.
Όπως 1., σελ. 11-12.
T. Tafel: De Thessalonica ejusque agno Benlin, σελ. 228-9, 1839.
Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος: Ιστορία της Θεσσαλονίκης, σελ. 100, Θεσσαλονίκη 1983.
Τιμαρίων: Ellisen Analekten der Mittel – und Neugriechi Literatur.
Περί υποκρίσεως λόγος, Migne 136, σελ. 374.
0 Δημ. Χρυσολωράς στο εγκώμιο που πλέκει στον Άγιο Δημήτριο από τη μια μιλάει για τον Αγιο και το μύρο που αναβλύζει από το σώμα του και από την άλλη μας δίνει τη μοναδική πληροφορία (γραπτή), για τον αριθμό των στρατιωτών που πήγαν να τον σκοτώσουν. Ο Χρυσολωράς αναφέρει πως οι στρατιώτες ήταν έξι.
Σήμερα υπάρχουν δύο παραστάσεις του μαρτυρίου του Αγίου με έξι στρατιώτες: η πρώτη βρίσκεται στην Τράπεζα της μονής της Λαύρας στο Άγιο Όρος, ενώ η δεύτερη είναι του Γιώργου Καρτεζά και βρίσκεται στο μουσείο Μπενάκη. Και οι δύο εικόνες είναι του 16ου αιώνα και πρέπει να έγιναν από πρότυπα παλαιότερης εποχής.
Migne: Patrologia graeca 151, 536-538.
Β. Λαούρδας: Ισιδώρου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ομιλίαι1 παραπάνω8 εις τας εορτάς του Αγίου Δημητρίου, Ελληνικά – περιοδικό σύγγραμμα της ΕΜΣ, Θεσσαλονίκη 1954.
Διακρίνουμε τρία είδη κειμένων: α) Passio που περιλαμβάνουν τις παραδόσεις θαυμάτων κατά την περίοδο του μαρτυρίου ή αμέσως μετά β) Miracula που περιλαμβάνουν τα θαύματα μεταγενέστερης περιόδου γ) Laudatio που περιλαμβάνουν τα εγκώμια προς τιμή του Αγίου Δημητρίου.
Β. Λαούρδας: Η κλασσική φιλολογία εις την Θεσσαλονίκη κατά τον 14ο αιώνα, ΕΜΣ- ΙΜΧΛ, Θεσσαλονίκη 1960.
Γ. Ακροπολίτης: εκδ. Heisenberg κεφ. 45, 81-82.
Georg Ostrogorsky: Ιστορία του βυζαντινού κράτους, εκδ. Σ. Δ. Βασιλόπουλος, τόμ. 3ος, 211, Αθήνα 1981.
Η Θεσσαλονίκη την εποχή των Παλαιολόγων, άρθρο του Θ. Παπαζώτου, περιοδικό «Αρχαιολογία», τεύχος 7, 1983.
Για πληροφορίες βλέπε: α) Αδ. Ι. Αδαμαντίου: Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη εν Αθήναις 1914. β) Γιάννης Κορδάτος: Ακμή και Παρακμή του Βυζαντίου, Αθήνα 1974. γ) Αλεξ. Λέτσας: Ιστορία της Θεσσαλονίκης, Αθήναι 1961. δ) Αποστ. Ε. Βακαλόπουλος: Ιστορία της Θεσσαλονίκης 316 π.Χ.- 1983, Θεσσαλονίκη 1983. ε) Αποστ. Παπαγιαννόπουλος: Ιστορία της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1982. στ) Περιοδικό «Αρχαιολογία», τεύχος 7, 1983.
Η εξάβιβλος γράφτηκε γύρω στα 1345 και ίσχυε στη χώρα μας ως αστικός κώδικας μέχρι το 1946.
Καρόλου Ντηλ: Η Θεσσαλονίκη, μετ. Κ. Χαραλαμπίδη, σελ. 15-16. Θεσσαλονίκη 1980.
Ο ναός της Καταφυγής ήταν ο ναός που δίδασκε τη χριστιανική πίστη ο Άγιος Δημήτριος και εκεί πιάστηκε από τη στρατιωτική φρουρά του Γαλερίου. Βρισκόταν κοντά στην εκκλησία της Παναγίας των Χαλκέων. Σήμερα ο ναός αυτός δεν σώζεται.
Αδ. Ι. Αδαμαντίου: Η Βυζαντινή Θεσσαλονίκη – ιστορία – κοινωνικός βίος – τέχνη, σελ. 104, εν Αθήναις. 1914.
Ο Κώδικας αυτός πρέπει να γράφτηκε από τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο Συμεών ή με οδηγίες που αυτός είχε υποδείξει. Αναφέρεται στην περίοδο 1419 – 1429 που ο Συμεών ήταν Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Βλ. επίσης Β. Λαούρδας: Συμεών Θεσσαλονίκης – Ακριβής διάταξις της εορτής του Αγίου Δημητρίου, εκδ. «Γρηγόριος Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1956. – Επίσης Π. Ν. Τρεμπέλα: Ακολουθία του όρθρου και του εσπερινού, σελ. 128, Αθήνα 1954.
26.Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Διετές Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ., Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.
Τα “θαύματα” του Αγίου Δημητρίου ως ιστορικές πηγές. Επιδρομές και Σλαβικές εποικίσεις εντεύθεν του Δουνάβεως Τρίκαλα, 2003
Στη Μελέτη αυτή γίνεται λόγος για τις πρώτες επαφές του ελληνισμού με τους Σλάβους, για την εγκατάσταση των τελευταίων στη Βόρεια Βαλκανική, αρχικά, και στη συνέχεια στην Ελληνική Χερσόνησο, για την ακτινοβολία του ελληνικού στοιχείου και τις μεθόδους εισαγωγής επήλυδων στο στρατιωτικό, διοικητικό, πολιτικό και πολιτιστικό πλαίσιο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επίσης γίνεται εκτενής αναφορά στα “Θαύματα” του Αγίου Δημητρίου, κειμένου που αναφέρεται στις επιδρομές και την εγκατάσταση των Σλαβικών φύλων στην περιφέρεια Θεσσαλονίκης και στην ευρύτερη περιοχή Μακεδονίας- Θράκης. Σε κανένα άλλο ντοκουμέντο του Χριστιανικού Μεσαίωνα, εκτός απ’ τα “Θαύματα” ή “Miraculs” δεν υπάρχει τόσο σθεναρή η πεποίθηση των πολιτών ότι η πόλη τους προστατεύεται απ’ την υπερφυσική προστασία του θείου πάτρωνά της. Είναι πεπεισμένοι απολύτως -όπως φαίνεται και μαρτυρείται στα “Θαύματα”- ότι ο Άγιος Δημήτριος έσωσε τη Θεσσαλονίκη από επιδημίες, πείνα, εμφύλιο πόλεμο, και πάνω απ’ όλα, απ’ τις βαρβαρικές επιδρομές.

«Iστορική αποτίμηση του βίου και της πολιτείας του Συμεών, του δια Χριστόν Σαλού». Γράφει η Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Διετές Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ., Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.

«Iστορική αποτίμηση του βίου και της πολιτείας του Συμεών, του δια Χριστόν Σαλού».
Γράφει η Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός,
Διετές Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ., Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.
Η εικόνα ίσως περιέχει: την Amalia Iliadi, κάθεται και εσωτερικός χώρος
Οι τρελοί, οι σαλεμένοι, αλλά σοφοί και Δάσκαλοι της ανθρωπότητας δεν ήταν μόνο οι “σοφοί του Δρομοκαΐτειου”. Αξιοθαύμαστους τρελούς (σαλούς δια Χριστόν) έχουμε και στην εκκλησιαστική παράδοση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Άγιοι Ανδρέας και Συμεών και άλλοι.
Οι σαλοί Άγιοι και η ζωή τους αποτελούν μια ρωγμή στο κοσμικό κατεστημένο της κοινωνίας και της εκκλησίας και μια πραγματική υπέρβαση της εκκλησιαστικής τάξεως. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Χριστός κατακρίθηκε από το Ιουδαϊκό ηθικό και θρησκευτικό κατεστημένο ως συνεργός του δαίμονα και ακόμη περισσότερο σαν δαιμονισμένος, αφήνει περιθώρια στην Εκκλησία για την εμφάνιση μιας χαρισματικής σαλότητας. Φαίνεται ότι όσο η εκκλησία ασκούσε με ένταση και κάτω απ’ την πίεση των διωγμών το ιεραποστολικό της έργο, φαινόμενα ιερής «τρέλας» ήταν ιδιαίτερα θαυμαστά και ευπρόσδεκτα. Αργότερα στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, όταν η εκκλησία έχει αποκτήσει πλέον έναν κώδικα εξουσίας και θρησκευτικού φορμαλισμού, οι προηγούμενες περιπτώσεις σχεδόν εξαφανίζονται. Από καιρό σε καιρό όμως εμφανίζονται μερικοί χριστιανοί, μοναχοί κυρίως, που ζουν μια ζωή που δεν ταιριάζει σ’ αυτόν τον κώδικα. Η ζωή τους είναι γεμάτη παραξενιές που προκαλούν σκανδαλισμό. Η συμπεριφορά τους δεν προσαρμόζεται σε κάποια παραδεκτή μορφή χριστιανικής ζωής. Μοιάζουν πάρα πολύ με ανθρώπους που έχουν προβλήματα με τη διανοητική τους κατάσταση και τους ονομάζουν «σαλούς», δηλαδή τρελούς. Αυτών όμως των ανθρώπων η σαλότητα διαφέρει. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι η ζωή τους είναι γεμάτη από φιλοσοφικές διδασκαλίες και παράδοξες θαυματουργίες. Γι’ αυτό η επίσημη Εκκλησία τους ονόμασε «δια Χριστόν σαλούς». Οι πιο γνωστοί είναι οι Άγιοι Ανδρέας και Συμεών.
Εκτός όμως απ’ αυτούς υπήρχαν και πολλοί άλλοι που αυτοονομάζονταν «σαλοί δια Χριστόν», με αποτέλεσμα πολλοί εκκλησιαστικοί άνδρες να κάνουν αρνητικές κρίσεις, όπως ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος ή ο Φιλόθεος Κόκκινος. Φαίνεται όμως ότι το πρόβλημα ήταν αρκετά μεγάλο. Η εν Τρούλω Στ΄ Οικουμενική Σύνοδος, μάλιστα, έφτασε στο σημείο να ασχοληθεί μ’ αυτό το πρόβλημα και ν’ αναφερθεί σε ειδικό κανόνα της (ξ΄) σ’ αυτούς. Τους ονομάζει «υποκρινομένους δαιμονάν» και «τρόπων φαυλότητι προσποιητώς τα εκείνων σχηματιζομένους».
Τέτοιος είναι και ο Άγιος Συμεών ο δια Χριστόν Σαλός. Τον βίο του έγραψε ο Επίσκοπος Νεαπόλεως (Λεμεσού) της Κύπρου Λεόντιος που έζησε όταν αυτοκράτορας ήταν ο Μαυρίκιος (582-602). Εκτός από
αυτό το βίο, έγραψε και άλλα αξιόλογα έργα: «Βίος Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος», «Εις την Μεταμόρφωσιν», «Εις τον Συμεώνα και ότε εδέξατο τον Κύριον εις τας αγκάλας αυτού», «Εις την ημέρα της Αγίας Μεσοπεντηκοστής». Αυτό το πλήθος των έργων, έκανε τον Δαμασκηνό να πει ότι: «τοις εαυτού λόγοις την Κυπρίων κατεκόσμησεν νήσον». Υπήρξε σύγχρονος του Αγίου Συμεών και με μεγάλη γλαφυρότητα περιέγραψε, με γλώσσα της εποχής, τον «Βίο και Πολιτεία του αββά Συμεών του δια Χριστόν επονομασθέντος Σαλού». Το κείμενο αναφέρεται συχνά σε διωγμούς και ξυλοδαρμούς του Αγίου, του οποίου η ταφή γίνεται χωρίς καμιά χριστιανική ακολουθία, στο «ξενοτάφιο». Εξάλλου μόνιμη αρχή του Συμεών, που τον συνόδευε απαρέγκλιτα σ’ όλο του το βίο, υπήρξε η αποταγή του «κόσμου». Γι’ αυτόν, όπως και για το σύντροφό του Ιωάννη, το πρόβλημα τίθεται κατά τρόπο διαζευκτικό: από το ένα μέρος «η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» εκπροσωπείται από το δρόμο που οδηγεί στον Ιορδάνη ποταμό, από την άλλη «η οδός η απάγουσα εις τον θάνατον» εκπροσωπείται από τον δημόσιο δρόμο. Έτσι, και με τη χάρη του Θεού ο Συμεών ο Σαλός φτάνει στην τέλεια απάθεια.
Σύμφωνα με το βιογράφο του, ο Συμεών έφτασε σε τέτοιο ύψος καθαρότητας και απάθειας, ώστε πέρασε δια μέσου αυτών των εμπειριών που για τους εμπαθείς και σαρκώδεις ανθρώπους θεωρούνται μολυσμός, βλάβη και εμπόδιο της ενάρετης ζωής, χωρίς να μολυνθεί, σαν μαργαριτάρι από βόρβορο. Και βέβαια αμαρτωλή και γεμάτη πειρασμούς θεωρεί τη ζωή στην πόλη, τη συναναστροφή με γυναίκες και την εν γένει απάτη του βίου. Eνώ δηλαδή η πόλη ταυτίζεται με την αμαρτία, η ύπαιθρος συνδέεται με την αγνότητα, κατά μια απόλυτη έννοια. Στη συνέχεια ζητά από αυτούς που θα ακούσουν ή θα διαβάσουν τη διήγηση της αγγελικής του πολιτείας (εξάλλου, η ακρόαση βίων σε ομήγυρη στο ναό ανήμερα της γιορτής του Αγίου ήταν συνήθης πρακτική απ’ τα πρωτοχριστιανικά ακόμη χρόνια) να προσέξουν τα λεγόμενα με φόβο Κυρίου και με πίστη χωρίς δισταγμούς, όπως αρμόζει σε αληθινούς χριστιανούς.
Στην περίπτωση του Συμεών του Σαλού συνέβη κάτι ανάλογο μ’ αυτό που βλέπουμε στις πολεμικές παρατάξεις, όταν όλοι οι στρατιώτες είναι παραταγμένοι μαζί: εκεί όσοι έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, περισσότερο όμως στη δύναμη του Θεού, στα πολεμικά τους όπλα και στην εξαιρετική και πολυχρόνια πολεμική εμπειρία τους, αυτοί μόνο βγαίνουν έξω από το πλήθος για να μονομαχήσουν με τους αντιπάλους τους. Το ίδιο λοιπόν έκανε κι αυτός ως εξαίρεση στον κανόνα.
Στα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού, στη γιορτή της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού συγκεντρώθηκαν πλήθος οι ευσεβείς χριστιανοί, όπως συνήθιζαν, στους Αγίους Τόπους για να προσκυνήσουν. Εκεί, λοιπόν, συναντήθηκαν κατά σύμπτωση της τύχης ή κατ’ οικονομία θεού δύο νέοι από τη Συρία: ο Ιωάννης και ο Συμεών. Έμειναν στα Ιεροσόλυμα μερικές μέρες κι, όταν τελείωσε η άγια γιορτή, αναχώρησε ο καθένας για την πόλη του. Όμως, από τη στιγμή που συναντήθηκαν, γεννήθηκε ανάμεσά τους μια δυνατή αγάπη και φιλία που τους ώθησε να συγκατοικήσουν. Έτσι, επιστρέφοντας στην πατρίδα τους, πορεύτηκαν μαζί, μη χωριζόμενοι ποτέ, έχοντας, βέβαια μαζί και τους γονείς τους. Ο Ιωάννης είχε ένα γέροντα πατέρα, μητέρα όμως όχι. Ήταν είκοσι δύο ετών και εκείνο το χρόνο είχε νυμφευτεί. Ο Συμεών δεν είχε πατέρα, αλλά μόνο μητέρα που ήταν ογδόντα περίπου ετών και κανένα άλλο συγγενή. Η ιδιόμορφη αυτή συμβίωση τόσων ανθρώπων κράτησε μικρό χρονικό διάστημα, ώσπου κάποια μέρα, κατεβαίνοντας τον κατήφορο της Ιεριχούς και περνώντας την πόλη, ο Ιωάννης είδε τα μοναστήρια γύρω από τον Ιορδάνη και πρότεινε στο Συμεών να εγκατασταθούν σ’ ένα από τα οικήματά τους. Και οι δυο τους κάθονταν πάνω σε άλογα, γιατί οι γονείς τους ήταν πολύ εύποροι. Αμέσως ξεπέζεψαν και, δίνοντας τα άλογα στους δούλους τους και λέγοντάς τους να προχωρήσουν, αποφασίζουν να παίξουν στην τύχη την περαιτέρω πορεία τους στη ζωή. Στο σημείο αυτό της διήγησης αναβιώνει ο αρχαιοελληνικός μύθος της Αρετής και της Κακίας που καθόρισε το βίο του Ηρακλή: οι δυο αχώριστοι φίλοι προσευχήθηκαν, στάθηκαν ο ένας στο δρόμο που οδηγούσε στα μοναστήρια κι ο άλλος στο δρόμο που οδηγούσε στην πόλη κι αποφάσισαν ν’ ακολουθήσουν το δρόμο εκείνου που θα κέρδιζε στον κλήρο. Καθώς γνώριζαν τέλεια τα ελληνικά και ήταν, σύμφωνα με τον αφηγητή, στολισμένοι με πολλή φρόνηση, δεν δυσαρεστήθηκαν καθόλου που ο κλήρος έδειξε το δρόμο προς τα μοναστήρια του Ιορδάνη. Τουναντίον μάλιστα! Έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και φιλιόντουσαν τρελοί από χαρά.
Το παραπάνω ενδιαφέρον περιστατικό το διηγήθηκε ο Συμεών ο Σαλός σε κάποιον διάκονο της Εκκλησίας της Έμεσας, όπου και προσποιήθηκε τον σαλό. Αυτός ο διάκονος ονομαζόταν Ιωάννης και είναι το πρόσωπο που διέσωσε προφορικά το βίο του Συμεών, αφηγούμενός τον με τη σειρά του στο συγγραφέα του. Με τον τρόπο αυτό της διπλής προφορικής αφήγησης που κατέληξε σε γραπτή, περνώντας μέσα απ’ τα μνημονικά και νοητικά ή συνειδησιακά φίλτρα τριών διαφορετικών προσώπων, δυο αφηγητών κι ενός καταγραφέα, σίγουρα αρκετά στοιχεία ξεχάστηκαν ή και παραποιήθηκαν, ηθελημένα ή αθέλητα, στο πέρασμα του χρόνου, όπως επίσης και κατά τις μεταβάσεις της διήγησης από τη μία μορφή λόγου στην άλλη.
Κατά την παραμονή τους στη μονή του Αββά Γερασίμου γίνεται στους δυο φίλους λόγος για την προστασία τους απ’ την αυθαιρεσία των αρχόντων. Επίσης συνδέεται ο στρατός με την εκκλησία μέσα από παραλληλισμούς και αναγωγές του συνήθους τύπου για την πολιτική ιδεολογία και θεωρία των Βυζαντινών που συγκρίνει τη στράτευση στον επίγειο μ’ αυτή στον ουράνιο βασιλιά. «Βασιλεία», «Στρατεία» και «φιλοτιμία» αποτελούν στενά συνδεδεμένο τρίπτυχο ιδιοτήτων και θεσμών, το οποίο αισθητοποιείται στην ακόλουθη ρήση του βίου: «Για σκεφτείτε: αν ο επίγειος βασιλιάς σας παρακινούσε να υπηρετήσετε ως πατρίκιοι ή θαλαμηπόλοι στο παλάτι του, που θα χαθεί κάποτε και θα αφανιστεί σαν σκιά και όνειρο, δεν θα καταφρονούσατε τα πάντα και δεν θα τρέχατε αμέσως σ’ αυτόν με την επιθυμία να δείτε το πρόσωπό του, να μιλήσετε μαζί του και να απολαύσετε τιμές κοντά του; Και δεν θα προτιμούσατε να υπομείνετε κάθε πόνο και κόπο και το θάνατο ακόμη, μόνο και μόνο για να αξιωθείτε να δείτε εκείνη την ημέρα, που ο βασιλιάς, μπροστά σε όλη τη σύγκλητο, θα σας δεχόταν τιμητικά στην υπηρεσία του»;
Ακόμη υποτιμάται η υπόσταση του δούλου ανθρώπου σε σχέση με του βασιλιά και του αρχόντου, καθώς ο αφηγητής θεωρεί αμελητέο να χυθεί αίμα δούλου αλλά αντίθετα φοβερό να χυθεί αίμα βασιλιά. Φαίνεται πως η χριστιανική διδασκαλία με τη διακήρυξή της περί ισότητας των ανθρώπων, ανεξάρτητα από καταγωγή και φύλο, δεν είχε εμπεδωθεί ακόμη στην πράξη.
Στη συνέχεια του βίου του Συμεών αναφέρεται η παρουσία ομάδας ευνούχων στο μοναστήρι που κρατώντας λαμπάδες και σκήπτρα στο χέρι συμμετέχουν στις τελετουργίες τους. Αναφέρεται επίσης η δωροδοκία ως αντίτιμο για την άφεση των αμαρτιών και αναρωτιέται κανείς αν ο χριστιανισμός βιωνόταν στην καθαρότερη και πνευματικότερη μορφή του στα κοινόβια ή στην κατ’ ιδίαν άσκηση. Εντύπωση επίσης κάνει το γεγονός πως ο ένας απ’ τους δυο φίλους, ο Ιωάννης, παρακαλεί το Θεό να πεθάνει η γυναίκα του, ώστε να πάψει να τη σκέφτεται, με σκοπό να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο μοναχικό βίο. Η υπερβολή αυτή στην απόρριψη της γυναικείας φύσης, ως στοιχείο πειρασμού και δαιμονικότητας, αποτελεί κοινό τόπο στους βίους των Αγίων της Βυζαντινής Ανατολής. Η μόνη σωτηρία για το εκ φύσεως αμαρτωλό γυναικείο φύλο ήταν ο θάνατος ή η επιλογή της μοναχικής κουράς.
Αργότερα ο ένας απ’ τους δυο φίλους, ο Συμεών, δηλώνει στον Ιωάννη ότι αποφάσισε να «εμπαίξει» τον κόσμο, δηλαδή να γίνει σαλός. Ο Ιωάννης προσπαθεί να τον αποτρέψει λέγοντάς του τα ακόλουθα: «Πρόσεξε, φυλάξου, αδελφέ μου Συμεών μήπως όσα μάζεψε η έρημος, τα σκορπίσει ο κόσμος. Και ό,τι ωφέλησε η ησυχία, το καταστρέψει η ταραχή. Και όσα σου πρόσφερε η αγρυπνία, τα χάσεις με τον ύπνο. Ασφαλίσου, αδελφέ μου, μήπως τη σωφροσύνη της μοναχικής ζωής την καταστρέψει η απατηλή κοσμική ζωή. Πρόσεχε μήπως τον καρπό της στερήσεως των γυναικών από τις οποίες σε έσωσε μέχρι σήμερα ο Θεός, τον καταστρέψει η συναναστροφή σου μ’ αυτές. Πρόσεχε μήπως την ακτημοσύνη την αφαιρέσει η φιλοκτημοσύνη, μήπως το σώμα που έλιωσε από τη νηστεία, παχύνει πάλι από τις τροφές. Πρόσεχε, αδελφέ μου, μήπως χάσεις την κατάνυξή σου με το γέλιο και την προσευχή σου με την αμέλεια. Πρόσεχε, σε παρακαλώ, μήπως, ενώ το πρόσωπό σου γελάει, ο νους σκορπίζεται, μήπως αυτά που αγγίζουν τα χέρια τ’ αγγίζει και η ψυχή, μήπως ενώ το στόμα τρώει, η καρδιά αισθάνεται ηδονή, μήπως, ενώ τα πόδια βαδίζουν, διαταραχθεί με τρόπο άτακτο η εσωτερική σου ησυχία και με λίγα λόγια, μήπως όσα κάνει το σώμα εξωτερικά τα κάνει και η ψυχή εσωτερικά. Αλλά, αν πήρες από το Θεό δύναμη, αδελφέ μου, ώστε οτιδήποτε και να κάνει το σώμα, σχήματα, λόγια ή πράξεις, να μένει ατάραχος και ασύγχυτος ο νους και η καρδιά σου, και να μη μολύνεται και να μη βλάπτεται καθόλου από αυτά, πραγματικά εγώ χαίρομαι για τη σωτηρία σου».
Στα επόμενα επεισόδια του βίου του ο Συμεών έχει ήδη μεταβεί στην πόλη και «εμπαίζει» τον κόσμο, μεταστρέφοντας Εβραίους και κακόπιστους ανθρώπους στο Χριστιανισμό, σώζοντας γυναίκες άσεμνες ή πόρνες, είτε οδηγώντας τες σε νόμιμο γάμο με παιγνιώδεις ενέργειες, είτε προσελκύοντάς τες με χρήματα και κατορθώνοντας να τις σωφρονήσει, κι άλλες φορές πάλι φέρνοντάς τες σε κατάνυξη ώστε ν’ ακολουθήσουν το μοναχικό βίο.
Μετά από τριήμερη παραμονή του στους Αγίους Τόπους ο Συμεών μετέβη στην Έμεσα. Πριν μπει μέσα στην πόλη, βρήκε ένα ψόφιο σκύλο πάνω στην κοπριά του σκουπιδότοπου και, αφού έλυσε το σχοινένιο ζωνάρι του, έδεσε το πόδι του σκύλου και άρχισε να τρέχει σέρνοντάς τον, επεισόδιο που θυμίζει, αν και κάπως αμυδρά, τη «σκυλίσια» ζωή του αρχαίου φιλόσοφου Διογένη. Με τον τρόπο αυτό μπήκε από την πύλη, κοντά στην οποία ήταν ένα σχολείο. Μόλις τον είδαν τα παιδιά άρχισαν να φωνάζουν: «Έ, ένας τρελός Αββάς» και να τρέχουν από πίσω του και να τον χτυπούν. Την επόμενη μέρα πήγε στην εκκλησία με την ίδια ατημέλητη εμφάνιση, προκαλώντας σιωπηλά το εκκλησίασμα. Με πολύ κόπο τον έβγαλαν έξω οι αξιοπρεπείς χριστιανοί που παρακολουθούσαν τη λειτουργία, αλλά, καθώς έβγαινε, αναποδογύρισε τα τραπέζια μερικών που πουλούσαν μικρές πίτες, σκηνή που μας φέρνει συνειρμικά στο νου το Χριστό να εκδιώκει με μένος τους εμπόρους από το Ναό. Τη στιγμή εκείνη τον είδε κάποιος «φουσκάριος» (πωλητής φούσκας, δηλαδή λαϊκού ροφήματος των Βυζαντινών, αλλά και άλλων ειδών όπως φακών, ρεβιθιών, κουκιών. Κατά το Λεξικό Du Cange, «φούσκα εστίν όξος και ύδωρ θερμόν και ωά δύο») και μη ξέροντας ότι προσποιείται το σαλό του προτείνει, αντί να γυροφέρνει, να στέκεται και να πουλά λούπινα. Εκείνος δέχτηκε. Όταν λοιπόν τον έβαλε να πουλάει, άρχισε να τα μοιράζει δωρεάν στον κόσμο και ο ίδιος να τρώει άπληστα, θέλοντας, προφανώς, μ’ αυτό τον τρόπο, να πλήξει την αρχή της ιδιοκτησίας, κατοχής και εμπορίας, με σκοπό το κέρδος, των αγαθών της γης. Τότε, η γυναίκα του φουσκάριου αντέδρασε, λέγοντας ότι ο υποτιθέμενος Αββάς έφαγε ένα δοχείο λούπινα, από αυτά που είχε για να μετράει τις ποσότητες. Δεν ήξερε, βέβαια, ακόμη, πως ό,τι περιείχαν τα υπόλοιπα δοχεία δηλ. κουκιά, φακές, ρεβίθια κι όλα τα άλλα, τα είχε μοιράσει σ’ όσους έκαναν την ίδια δουλειά και σ’ άλλους ανθρώπους, παρά νόμιζε ότι τα πούλησε. Όταν το ζευγάρι, στη συνέχεια, άνοιξε το ταμείο και δεν βρήκε χρήματα, συγχυσμένο, χτύπησε τον Συμεών και τον έδιωξε απ’ τη δουλειά, αφού, βέβαια, του μάδησε μαλλιά και γένια. Το απόγευμα της ίδιας μέρας του ξυλοδαρμού του, ο Συμεών, σα γνήσιος Αββάς, θέλησε να θυμιατίσει. Δεν είχε φύγει, όμως, ακόμη απ’ το σπίτι των εμπόρων, αλλά κοιμήθηκε έξω απ’ την πόρτα τους. Και, επειδή δεν έβρισκε κανένα κεραμίδι, έβαλε το χέρι του στην ανθρακιά, το γέμισε με κάρβουνα και άρχισε να θυμιατίζει. Ο φουσκάριος πρέπει να αναφερθεί πως ανήκε στην αίρεση των «ακέφαλων Σευηριτών». Ακέφαλοι ονομάστηκαν, αρχικά, οι Αιγύπτιοι μονοφυσίτες (5ος αιώνας), οι οποίοι αποσχίστηκαν από τον μετριοπαθή αρχιεπίσκοπό τους Πέτρο Αλεξανδρείας το Μογγό, μένοντας χωρίς επίσκοπο (κεφαλή). Στη συνέχεια, η ονομασία δόθηκε σ’ όλους τους Μονοφυσίτες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Όσο για τους Σευηρίτες, αυτοί υπήρξαν Μονοφυσίτες οπαδοί του Σεβήρου, Πατριάρχου Αντιοχείας και ηγέτη της Μονοφυσιτικής κινήσεως του 6ου αιώνα.
Και τώρα, συνέχεια των γοητευτικών περιπετειών του Συμεών του Σαλού: κάποτε, έκανε το σερβιτόρο, προσφέροντας θερμά ποτά σ’ ένα καπηλειό, για να εξοικονομεί το φαγητό του. Ήταν άσπλαχνος όμως ο κάπελας και πολλές φορές δεν του έδινε ούτε φαγητό, μολονότι έκανε πολλή δουλειά εξαιτίας του, αφού ο Συμεών προσέλκυε με την παρουσία του πολλούς πελάτες στο μαγαζί του, λειτουργώντας ως κράχτης δελεαστικός και προσφέροντας φαιδρό δημόσιο θέαμα με το οποίο διασκέδαζαν οι θαμώνες του καπηλειού του. Μια μέρα μπήκε μέσα στο καπηλειό ένα φίδι και ήπιε κρασί από μια στάμνα, μέσα στην οποία έσταξε το δηλητήριό του. Ο Αββάς Συμεών εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή δεν βρισκόταν μέσα στο καπηλειό, γιατί έπαιζε έξω με τον κόσμο, κι έτσι ενοχοποιήθηκε και γι’ αυτό το συμβάν.
Στην πόλη της Έμεσας υπήρχαν δυο λουτρά γειτονικά μεταξύ τους, ένα ανδρικό και ένα γυναικείο. Εκεί κοντά σύχναζε αρκετές φορές ο Συμεών.
Ένα άλλο περιστατικό, στο οποίο και πάλι πρωταγωνιστεί ο Συμεών, συνέβη έξω από την πόλη, όπου, τρέχοντας, μερικοί έπαιζαν λυσόπορτα, ομαδικό παιχνίδι της εποχής. Ένας απ’ αυτούς που ήταν γιος του Διακόνου Ιωάννη, του φίλου του Συμεών, είχε κάνει έρωτα πριν λίγες μέρες με μια παντρεμένη γυναίκα. Η μοιχεία ήταν σύνηθες φαινόμενο κι εκείνη την εποχή, παρ’ όλο που τιμωρούνταν αυστηρά απ’ το νόμο.
Κάποτε μερικοί μίμοι έκαναν το νούμερό τους στο θέατρο. Μαζί τους ήταν και κάποιος ταχυδακτυλουργός. Ο Συμεών, θέλοντας να τον κάνει να σταματήσει αυτά που έκανε (γιατί είχε κάνει μερικά καλά έργα), δεν το θεώρησε υποτιμητικό να πάει στο θέατρο, αλλά πήγε και στάθηκε κάτω από την εξέδρα που έπαιζαν οι μίμοι. Όταν είδε ότι ο ταχυδακτυλουργός άρχισε να κάνει αθέμιτα πράγματα, ρίχνει μια πολύ μικρή πέτρα, αφού έκανε πάνω της το σημείο του σταυρού, και τον χτύπησε στο δεξί του χέρι και του το ξέρανε, χωρίς να καταλάβει κανείς ποιος έριξε την πέτρα.
Κάποιος μοναχός που φορούσε στεφάνι από βάγια, ως άλλος αρχαίος Έλληνας θεός, περιφερόταν κι αυτός στην πόλη όπως ο Συμεών, προκαλώντας το κοινό αίσθημα περί ευπρέπειας των μοναχών.
Κάποτε που «ήταν να γίνει» μεγάλος σεισμός στην πόλη, σύμφωνα με διάφορες προφητείες που κυκλοφορούσαν, την εποχή που καταστράφηκε η Αντιόχεια, στα χρόνια της βασιλείας του Μαυρικίου (τότε ήταν που έφυγε από την έρημο ο όσιος και κατέβηκε στον κόσμο), άρπαξε το «λουρί» από ένα σχολείο και άρχισε να χτυπάει τους στύλους και να λέει στον καθένα: «Είπε ο κύριός σου να σταθείς». Και όταν έγινε σεισμός, κανείς απ’ όσους στύλους χτύπησε δεν έπεσε. Σε κάποιο στύλο όμως είχε πει: «Εσύ ούτε να πέσεις ούτε να σταθείς». Αυτός σχίστηκε από πάνω μέχρι κάτω, έγειρε λίγο κι έμεινε έτσι. Κανείς δεν είχε καταλάβει τι έκανε ο «μακάριος», αλλά όλοι πίστευαν ότι από την παραφροσύνη του είχε χτυπήσει τους στύλους.
Άλλοτε που ήταν να πέσει θανατικό στην πόλη, πέρασε απ’ όλα τα σχολεία και φιλούσε τα παιδιά λέγοντας στο καθένα κάτι σαν γι’ αστείο. Οι δάσκαλοι τον κορόιδευαν και μερικές φορές μάλιστα τον χτυπούσαν με το λουρί και έκαναν νόημα και στα παιδιά και τον κοροϊδεύανε.
Είχε τη συνήθεια ο όσιος να πηγαίνει στα σπίτια των πλουσίων και να παίζει και να προσποιείται πολλές φορές ότι φιλάει τις δούλες τους. Μια φορά κάποιος άφησε έγκυο μια δούλη κάποιου πλουσίου. Όταν η κυρία της τη ρώτησε ποιος τη διέφθειρε, επειδή δεν ήθελε να το φανερώσει, φόρτωσε κι αυτή την ευθύνη στο εύκολο θύμα, στο Συμεών το Σαλό. Ένας πλούσιος χριστιανός, μάλιστα, θέλοντας να επιπλήξει ορισμένους γνωστούς του, οι οποίοι είχαν εντυπωσιαστεί απ’ τα παράδοξα καμώματα του Συμεών και ενδόμυχα τον παρέβαλαν με αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο, και, προσπαθώντας να τους επαναφέρει στην καθεστηκυία τάξη του ορθού χριστιανισμού, τους είπε τα ακόλουθα λόγια: «Πιστέψτε με, υπάρχουν Έλληνες που απόκτησαν περισσότερη σοφία απ’ αυτόν και περισσότερα βιβλία έγραψαν. Τι λέτε; Πρέπει κι αυτούς να τους επαινέσουμε για τις φλυαρίες τους»;
Απ’ τις ακόλουθες φράσεις του Συμεών: «Γιατί κατηγοράτε τα λούπινα; Σαράντα μέρες βράχηκαν», συμπεραίνουμε πως αυτά ανήκαν στα είδη βασικής διατροφής των ανθρώπων της περιοχής και της εποχής του, που βέβαια χρειαζόντουσαν κάποια προετοιμασία, προτού μαγειρευτούν. Κάποτε, που ήταν στο φουσκάριο, πήρε μια μέρα ένα πανδούρι (τρίχορδο μουσικό όργανο της οικογένειας του λαούτου) και άρχισε να παίζει, σ’ ένα στενοσόκακο, όπου «κατοικούσε» πνεύμα ακάθαρτο, την ευχή του μεγάλου Νίκωνα. Το δαιμόνιο, απ’ την τρομάρα που το έπιασε, εξ’ αιτίας της μελωδικής επωδού, έσπασε όλα τα πήλινα και γυάλινα αντικείμενα του παρακείμενου μαγαζιού.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας του βίου περιγράφει με εξαιρετική ζωντάνια σκηνές του δρόμου με πρωταγωνιστές Εβραίους τεχνίτες, θεατρίνες, με τις οποίες ο Συμεών χόρευε κρατώντας τις απ’ το χέρι, κοινές – άσεμνες γυναίκες του πλήθους με τις οποίες έπαιζε και οι οποίες έβαζαν τα χέρια τους στον κόρφο του Συμεών και τον πείραζαν, του έδιναν μπάτσους και τον τσιμπούσαν. Μερικές φορές ο Σαλός έλεγε στις πόρνες: «Θέλεις να γίνεις φίλη μου και να σου δίνω εκατό νομίσματα;» Πολλές απ’ αυτές δελεάζονταν και συμφωνούσαν, τη στιγμή μάλιστα που τις επεδείκνυε και τα χρήματα. Όσες μάλιστα έπαιρναν τα χρήματα τις έβαζε να του ορκιστούν ότι θα του είναι πιστές. Συχνά ο Συμεών καθόταν κι έτρωγε σε ζαχαροπλαστεία της εποχής, δείχνοντας επιδεικτικά το γεμάτο πουγκί του με νομίσματα και προκαλώντας με τον τρόπο αυτό τους οικονόμους χριστιανούς. Μια μέρα, χόρευαν και γελούσαν σ’ ένα δρόμο κάτι κορίτσια και αποφάσισε να περάσει από κει. Όταν τον είδαν, άρχισαν να κατηγορούν τους μοναχούς. Αυτός, όμως, για να τις σωφρονήσει, προσευχήθηκε και αμέσως ο Θεός, σύμφωνα με τα λεγόμενα του βιογράφου του, τις τύφλωσε όλες. Τότε αυτές, συνειδητοποιώντας το σφάλμα τους, έτρεξαν ξοπίσω του μετανιωμένες, φωνάζοντας μ’ απελπισία. Όσες δέχτηκαν το φίλημα των ματιών τους απ’ το Σαλό θεραπεύτηκαν πάραυτα απ’ το Θεό, όσες όμως το αρνήθηκαν σθεναρά, έμειναν για πάντα τυφλές. Ο Συμεών είπε για την περίπτωσή τους: «Αν δεν τις στράβωνε ο Θεός, θα ξεπερνούσαν στην ασωτία όλες τις γυναίκες της Συρίας. Έτσι με την αρρώστια των ματιών τους γλιτώνουν απ’ τα πολλά τους κακά». Λίγο αργότερα ο φίλος του Συμεών διάκονος Ιωάννης τον καλεί σε γεύμα με καπνιστά, ωμά λαρδιά και κρέας καμήλας. Σ’ ένα συνηθισμένο γεύμα της αιγυπτιακής και συριακής ενδοχώρας και γενικότερα της Βυζαντινής Μέσης Ανατολής, μπορούσαν να περιλαμβάνονται επίσης, σύμφωνα με τη διήγηση, «καθαρά ψωμιά, ζεστά τηγανητά ψάρια, καλό κρασί σε καλοδουλεμένη στάμνα».
Μερικές φορές την Κυριακή ο Συμεών έπαιρνε μια σειρά λουκάνικα, τα φορούσε για ωράριο και κρατώντας στο αριστερό του χέρι σινάπι τα βουτούσε και τα έτρωγε από το πρωί. Μερικούς απ’ αυτούς που έρχονταν να παίξουν μαζί του τους άλειφε στο στόμα με το σινάπι. Κάποτε που ήρθε να παίξει μαζί του ένας χωρικός, που είχε άσπρα λευκώματα στα δυο του μάτια, τον άλειψε με το σινάπι και, αφού του είπε να πάει να πλυθεί με ξύδι και σκόρδα, ενώ αυτός είχε αφόρητους πόνους, τον θεράπευσε με τις οδηγίες του παρά τη δυσπιστία του. Απέδωσε μάλιστα την θεόθεν τύφλωσή του στην κλοπή γιδιών του γείτονά του, που είχε διαπράξει κρυφά. Εξάλλου, οι κλοπές ζώων και θησαυρών νομισμάτων ήταν συχνές στην Έμεσα, όπως φαίνεται από τη διήγηση του βίου.
Στο κείμενό μας αναφέρονται επίσης ξυλοδαρμοί και κακομεταχείριση δούλων, γυναικείες μαντείες με φυλαχτά και ξόρκια, ένα καμίνι Εβραίου υαλουργού το οποίο παρήγαγε μεγάλες ποσότητες γυάλινων αντικειμένων, συμμορίες φτωχών κλεφτών που για να επιβιώσουν κατέφευγαν σε απατεωνιές, κάποιος φτωχός αλλά αγαθός μουλαράς που ευεργετήθηκε απ’ τον όσιο Συμεών, το λεγόμενο γλιχώνι που ήταν κρασί αρωματισμένο με φλισκούνι (βλήχων), ασκιά αποθήκευσης οίνου και ξύδι.
Στο καλύβι που είχε ο Συμεών για να κοιμάται ή μάλλον για να αγρυπνεί τις νύχτες, δεν είχε απολύτως τίποτα παρά μόνο μια αγκαλιά κληματσίδες. Πολλές φορές, ενώ προσευχόταν όλη τη νύχτα μέχρι το πρωί βρέχοντας το χώμα με τα δάκρυά του, έβγαινε, έκοβε ένα κλωνάρι ελιάς ή χόρτα, έκανε στεφάνι, το φορούσε και κρατώντας και στο χέρι του ένα κλαδί χόρευε φωνάζοντας: «Νίκες για το βασιλιά και την πόλη». Με την «πόλη» εννοούσε την ψυχή, ενώ με το «βασιλιά» εννοούσε το νου.
Και ο βιογράφος του συνεχίζει την αφήγησή του εκστασιασμένος απ’ την απίθανη και βαθιά φιλοσοφημένη προσωπικότητα του Συμεών του Σαλού:
«Πόσους ντόπιους γεωργούς δεν είδα, κύριέ μου, πολλές φορές στην πόλη να πηγαίνουν να κοινωνήσουν και να είναι πιο καθαροί κι από το χρυσάφι, επειδή ήταν άκακοι, απερίεργοι και επειδή έτρωγαν το ψωμί τους με τον ιδρώτα του προσώπου τους».
Κατά το θάνατό του πήγαν και τον έθαψαν στον τόπο που έθαβαν τους ξένους, σημείο έσχατης ταπείνωσης και κοινωνικής κατακραυγής, ακόμη και μετά θάνατον. Και ο συγγραφέας του βίου καταλήγει, σχετικά με το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας του:
«Εκτός βέβαια από αυτή, έχουμε γράψει ακόμα μια διήγηση πιο σύντομη, επειδή δεν είχαμε, ακόμη, υπόψη μας τις λεπτομέρειες της θαυμάσιας αυτής διηγήσεως. Το να τιμηθεί αυτός με εγκώμια δεν είναι έργο της δικής μας γνώσεως, αλλά εκείνων που έχουν την δύναμη και μπορούν να συναγωνίζονται την αρετή του. Άραγε ποιος λόγος θα μπορούσε να επαινέσει αυτόν που τιμήθηκε πάνω από κάθε λογική, ή, πως σάρκινα χείλη μπορούν να τιμήσουν αυτόν που αποδείχτηκε άσαρκος, ενώ είχε σώμα;
Αυτά έχοντας υπόψη μας, αγαπητοί μου, ας υπακούσουμε σ’ αυτόν που σωστά μας συμβουλεύει να προσέχουμε μόνο τον εαυτό μας. Ούτε τα δικά μας ούτε αυτούς που βρίσκονται γύρω μας, αλλά μόνο τον εαυτό μας, γιατί ο καθένας θα κουβαλήσει το δικό του φορτίο και θα πάρει το δικό του μισθό από τον ουράνιο βασιλιά, το Χριστό».
(Ενδεικτική)Βιβλιογραφία:
1. Abrahamse, Dorothy Zani de Ferranti. “Hagiographic Sources for Byzantine Cities, 500-900 A.D.” Ph.D.diss., University of Michigan, 1967.
2. Brock, Sebastian. “An Early Syriac Life of Maximus the Confessor”. AB 91 (1973): 299-346.
3. Brock, Sebastian, and Susan Ashbrook Harvey. Holy Women of the Syrian Orient.
4. Brown, Peter. “The Problem of Miraculous Feeding in the Graeco-Roman World”. In Center for Hermeneutical Studies: Colloquy 42 Berkeley: Graduate Theological Union, 1982, pp. 16-24.
5. Brown, Peter. “The Rise and Function of the Holy Man in Late Antiquity”. JRS 61 (1971): 80-101. Reprinted in Society and the Holy in Late Antiquity (Berkeley: University of California Press, 1982), pp. 103-52.
6. Brown, Peter. “The Saint as Exemplar in Late Antiquity”. Representations 1.2 (1983): 1-25. Reprinted in Saints and Virtues, ed. J.S.Hawley (Berkeley: University of California Press, 1987), pp. 1-23.
7. Brown, Peter. The World of Late Antiquity. New York: Norton, 1972.
8. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Εγκατάσταση και Παρουσία Σλάβων στη Βυζαντινή Μ. Ασία απ’ τον 7ο ως τον 10ο αιώνα. Αυτοέκδοση. Τρίκαλα, 2003. ISBN 960-92360-2-2.
9. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Τα «Θαύματα» του Αγίου Δημητρίου ως ιστορικές πηγές. Επιδρομές και Σλαβικές εποικίσεις εντεύθεν του Δουνάβεως. Αυτοέκδοση. Τρίκαλα, 2003. ISBN 960-92360-3-0.
10. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Εικονομαχία και Αντιμοναχική στροφή (Κων/νος Ε΄). Αυτοέκδοση. Τρίκαλα, 2003. ISBN 960-92360-1-4.
11. Αμαλία Κ. Ηλιάδη , Σημειώσεις και παρατηρήσεις στην ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας απ’ τον 11ο ως τον 15ο αι. Τα αγιολογικά κείμενα της περιόδου. (Συμβολή στη μελέτη των βίων των αγίων ως ιστορικών πηγών). Αυτοέκδοση. Τρίκαλα 2006. ISBN 960-92360-6-5. (Σελ. 361).
12. Αμαλία Κ. Ηλιάδη , Οι Βίοι των Αγίων της Βυζαντινής περιόδου ως ιστορικές πηγές. (Σημειώσεις και παρατηρήσεις για τα Βυζαντινά αγιολογικά κείμενα της Μέσης περιόδου: 7ος-10ος αιώνας). Αυτοέκδοση. Τρίκαλα 2006. ISBN 960-92360-5-7. (Σελ. 468).
13. Αμαλία Κ. Ηλιάδη , Νεότερες απόψεις για την εσωτερική ιστορία του Βυζαντίου κατά τον 7ο αιώνα. Αυτοέκδοση. Τρίκαλα 2006. ISBN 960-92360-4-9. (Σελ. 268).
14. Αμαλία Κ. Ηλιάδη , Διηγήσεις και βίοι αγίων γυναικών στο Βυζάντιο της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού, https://en.calameo.com/books/004625396d5d3ff74e21f
15. Αμαλία Κ. Ηλιάδη ,Η Πρώϊμη Βυζαντινή περίοδος μέσα απ’ τους βίους των αγίων. … Στοιχεία συγγραφέως: Αμαλία Κ. Ηλιάδη. https://docs.google.com/…/1paglcG5SOTcQgbCb…/htmlpresent
16. Αμαλία Κ. Ηλιάδη , Μαρτυρολόγια και Συναξάρια, οι Βίοι των Αγίων της Πρώϊμης Βυζαντινής περιóδου, Μαρτυρολόγια και Συναξάρια, εργασία της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού
17. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Βυζαντινή Αγιολογία και Υμνολογία (Μελέτη Ιστορική) «Η Βυζαντινή Αγιολογία και Υμνολογία ως τμήμα της Βυζαντινής Φιλολογίας και ως πηγή της Βυζαντινής Ιστορίας. Εισαγωγή, μελέτες περίπτωσης, παρατηρήσεις, επισημάνσεις». Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, κάτοχος Διετούς Μεταπτυχιακού Διπλώματος Βυζαντινής Ιστορίας https://en.calameo.com/books/00462539671d1a379c172
18. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Ἐξέταση Βίων τῆς ἐποχῆς τῆς Εἰκονομαχίας, Author: Amalia Iliadi, Οι Βίοι των Αγίων της Μέσης Βυζαντινής περιόδου ως ιστορικές πηγές, https://en.calameo.com/books/004625396266df83ac958
Αναδημοσίευση από http://www.24grammata.com/?p=6206
Η εικόνα ίσως περιέχει: την Amalia Iliadi, κάθεται και εσωτερικός χώρος