«Η ενδοσχολική επιμόρφωση ως δυναμική-εξελικτική παράμετρος στη σχολική κοινότητα», Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων

«Η ενδοσχολική επιμόρφωση ως δυναμική-εξελικτική παράμετρος στη σχολική κοινότητα», Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων

347260014 1970468779970552 794419098190166424 n

Ενδοσχολική επιμόρφωση είναι η επιμόρφωση που γίνεται μέσα στο σχολείο και πραγματοποιείται σε επίπεδο ατομικό ή συλλογικό. Στο πλαίσιο αυτό οι εκπαιδευτικοί προσπαθούν είτε να λύσουν κάποιο πρόβλημα, που απασχολεί τους μαθητές ή το σχολείο τους, είτε να ασχοληθούν με την εκπόνηση νέου διδακτικού υλικού, να μελετήσουν ή να αναθεωρήσουν προγράμματα σπουδών, που εφαρμόστηκαν σε πειραματικό στάδιο, να επεξεργαστούν θέματα διοίκησης ή θέματα επικοινωνίας με τους μαθητές και τους γονείς τους.
Βασικό πλεονέκτημα της ενδοσχολικής επιμόρφωσης είναι ότι μέσω αυτής η επισήμανση και η ανάλυση των επιμορφωτικών αναγκών και ενδιαφερόντων γίνονται πιο προσιτές στη βάση του κάθε σχολείου χωριστά.
Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ευκολότερα η απαραίτητη αντιστοιχία αναγκών και επιμόρφωσης, που με τη σειρά της διευκολύνει την υιοθέτηση και εφαρμογή σύγχρονων προσεγγίσεων στη σχολική τάξη.
Παράλληλα ενισχύεται η επικοινωνία μεταξύ των συναδέλφων, ο ομαδικός σχεδιασμός καινοτομικών διδακτικών προσεγγίσεων, οι ατομικές ή συλλογικές ενδοσχολικές ερευνητικές μελέτες και αξιοποιείται πλήρως η πείρα των εκπαιδευτικών από τη στιγμή που δουλεύουν σύμφωνα με καθημερινές πραγματικές ανάγκες και μάλιστα στον εργασιακό τους χώρο, δηλαδή στο σχολείο τους.
Η επιμόρφωση μέσα στο σχολείο καθιερώνει τη μικρή σχολική κοινότητα ως μονάδα μάθησης, όπου συνεργατικά επισημαίνονται και αντιμετωπίζονται – με συγκεκριμένους τρόπους – τα προβλήματα του κάθε σχολείου και του κάθε εκπαιδευτικού μέσα σ’ αυτό.
Επιχειρώντας μιαν «έκθεση προσωπικής φιλοσοφίας» για τη βέλτιστη λειτουργία του σχολείου, διαπιστώνω πως η συμμετοχή στην ενδοσχολική επιμόρφωση όλων των παραγόντων και μελών της σχολικής κοινότητας, η σχολική κοινότητα νοούμενη ως εργαστήρι δια βίου μάθησης, ανταλλαγής απόψεων και εμπειριών, επιμόρφωσης, εξέλιξης και περιορισμού εξωτερικών παραγόντων που ενίοτε προβαίνουν σε αυθαίρετες και αλλοιωτικές επεμβάσεις είναι δείκτες επιθυμίας για αλλαγή και βελτίωση.
Η συνεχής, ισχυρή και ποιοτική ενδοσχολική επιμόρφωση, η δημιουργία άτυπων ομάδων εργασίας από εκπαιδευτικούς και γονείς, οι παιδαγωγικές, επιστημονικές και διοικητικές καινοτομίες και τα ερευνητικά προγράμματα που διενεργούνται εντός της σχολικής μονάδας, αποτελούν γερό «χαρτί» στο τραπέζι της αυτοαξιολόγησης και αξιολόγησης σχολείων, στελεχών εκπαίδευσης και εκπαιδευτικών. Επιμορφωτικά Σεμινάρια, Βιωματικά Εργαστήρια που προωθούν το συνδυασμό θεωρίας και πράξης, την κατάθεση προσωπικών αφηγήσεων, τις δειγματικές διδασκαλίες, τη συζήτηση, το γόνιμο διάλογο, τις παρουσιάσεις και τις ημερίδες με εμπλοκή συλλόγων γονέων και κηδεμόνων φανερώνουν τη στενή και αποδοτική συνεργασία του σχολείου με τους γονείς: ένα από τα σπουδαία ζητούμενα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Στη διάρκειά της καταβάλλεται προσπάθεια να πεισθούν καθηγητές και γονείς για την κοινότητα των στόχων τους, όχι μόνο θεσμικά μα και σε προσωπικό επίπεδο.
Η υλοποίηση των εκπαιδευτικών στόχων απαιτεί ούτως ή άλλως, τη συνεργασία γονέων -εκπαιδευτικών. Με την είσοδο του παιδιού σ’ ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα (παιδικό σταθμό, νηπιαγωγείο, σχολείο κ.λπ.) δημιουργείται αυτόματα ένα διπολικό σύστημα αγωγής. Στο σύστημα αυτό συμμετέχουν δύο ομάδες παιδαγωγών (οι γονείς ως φυσικοί παιδαγωγοί και οι εκπαιδευτικοί ως επαγγελματίες), οι οποίες ασκούν αγωγή στο παιδί. Η επιτυχία στη διαπαιδαγώγηση και τη σχολική πορεία εξαρτάται και από τη γνήσια συνεργασία ανάμεσα στις δύο ομάδες παιδαγωγών. Οι εκπαιδευτικοί χρειάζονται τη βοήθεια των γονέων και οι γονείς τη στήριξη των εκπαιδευτικών.
Οι επιδιωκόμενοι στόχοι και τα χαρακτηριστικά της μεθόδου «παιδαγωγικό εργαστήριο του μέλλοντος» είναι οι ακόλουθοι:
1. Θέλει να προωθήσει τη συμμετοχή του καθενός παιδαγωγού-εκπαιδευτικού, μαθητή/μαθήτριας, γονέα στη διαμόρφωση του μέλλοντος.
2. Επιδιώκει την ενσωμάτωση όλων των συμμετεχόντων. Με άλλα λόγια, κατά την υλοποίηση της μεθόδου ειδικοί και μη ειδικοί, γνώστες του θέματος συνεργάζονται.
3. Έχει ένα ολιστικό χαρακτήρα, δηλ. ερευνά το συνδυασμό των ατομικών αλλαγών με τις αλλαγές της κοινωνίας, της λογικής με την ενόραση, τη γνώση με το συναίσθημα.
4. Είναι μια μέθοδος δημιουργική, δηλ. είναι μια μέθοδος σχεδιασμού και ανάπτυξης στοιχείων, τα οποία κινητοποιούν τη δημιουργική φαντασία και τις αντιληπτικές ικανότητες των συμμετεχόντων.
5. Είναι μια μέθοδος επικοινωνιακή, δηλ. παρακινεί και δίνει την ευκαιρία για συμμετοχή και συζήτηση και στους διστακτικούς συμμετέχοντες.
Εξάλλου, η επαγγελματική ανάπτυξη των ανθρώπων και δη των εκπαιδευτικών είναι μια μακράς διάρκειας «περιπέτεια» που κρατάει σχεδόν ολόκληρη ζωή: από την ηλικία των 5 ετών μέχρι την δύση της ανθρώπινης οδύσσειας … η επαγγελματική ανάπτυξη εμπεριέχει μια διευρυμένη εκδοχή της επαγγελματικής μάθησης, με την έννοια του εύρους των πηγών μάθησης και της συνέχειάς της στο χρόνο. «Πρόκειται για μια διαδικασία δια βίου η οποία περιλαμβάνει ένα μεγάλο φάσμα μαθησιακών-εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, από τη μη-κατευθυνόμενη μάθηση μέσω της εμπειρίας και τις άτυπες ευκαιρίες μάθησης στο χώρο εργασίας , μέχρι τις πιο τυπικές ευκαιρίες μάθησης που προσφέρονται μέσω συστηματικών δραστηριοτήτων εκπαίδευσης και επιμόρφωσης». (Μαυρογιώργος 2005).

Τα Μεσαιωνικά Πανεπιστήμια, Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων

 

Τα Μεσαιωνικά Πανεπιστήμια, Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων

(Από το βιβλίο της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, Τα πανεπιστήμια στο Μεσαίωνα. Το πανεπιστήμιο του Παρισιού 12ος-15ος αι. https://www.public.gr/…/ta-panepistimia…/prod1010978pp/ )

Το μεσαιωνικό Πανεπιστήμιο αξίζει ιδιαίτερη μνεία και μελέτη· τόσο ως θεσμός, που κατείχε εξέχουσα θέση στη ζωή των λογίων εκείνης της εποχής, αλλά και ως θεσμός που η εσωτερική του ιστορία αντικατοπτρίζει, στην πραγματικότητα, την ιστορία της μεσαιωνικής σκέψης από τα τέλη του 11ου αι. και μετά: δηλ. της εξέλιξης της σχολαστικής φιλοσοφίας και θεολογίας, της αναβίωσης της σπουδής του αστικού δικαίου, της διαμόρφωσης και της ανάπτυξης του κανονικού δικαίου. Τα πανεπιστήμια όλων των χωρών και όλων των εποχών είναι, τελικά, προσαρμογές και παραλλαγές – κάτω από διαφορετικές κάθε φορά συνθήκες – του ίδιου θεσμού: του μεσαιωνικού Πανεπιστημίου, που το γέννησε το μεγάλο πολιτιστικό κύμα του Κυρίως Μεσαίωνα (11ος-13ος αι.). Τα στοιχεία αυτής της γενικότερης αλλαγής εντοπίζονται στην ακμή και παρακμή του φεουδαλισμού, στην ανάπτυξη των πόλεων και του εμπορίου, στην εμφάνιση της λαϊκής λογοτεχνίας, στην ανάπτυξη της γοτθικής αρχιτεκτονικής, στην εμφάνιση του φαινομένου των Σταυροφοριών και, βέβαια, στην εμφάνιση των Πανεπιστημίων. Μια ματιά σε οποιαδήποτε συλλογή Μεσαιωνικών ντοκουμέντων αποκαλύπτει το γεγονός ότι η λέξη «πανεπιστήμιο-universitas» σημαίνει απλώς έναν αριθμό, μια πολλαπλότητα, ένα σύνολο ανθρώπων. Ο όρος universitas, που συναντούμε στα μεσαιωνικά κείμενα, είναι κάτι αντίστοιχο ή ισοδύναμο με το ρωμαϊκό «collegium» (όρος του ρωμαϊκού δικαίου), αν και ο όρος universitas αναφέρεται αρχικά σε ενώσεις εμπόρων και καλλιτεχνών που συγκροτούνταν για την προώθηση των επαγγελματικών τους συμφερόντων, επαγγέλματα που η εμφάνισή τους σχετίζεται με την αναβίωση των πόλεων. Αυτή ακριβώς η διάκριση αφορά και το Πανεπιστήμιο, αφού και αυτού η εμφάνιση συμπίπτει χρονικά με την ανάπτυξη των πόλεων. Στο τέλος του 12ου και στις αρχές του 13ου αι. βρίσκουμε τη λέξη universitas να σημαίνει συσσωματώσεις-ενώσεις είτε καθηγητών, είτε φοιτητών. Στην αρχή ποτέ δεν χρησιμοποιείται απολύτως για να δηλώσει τις «σχολαστικές» αυτές ενώσεις, αλλά πάντα η φράση είναι universitas magistrorum ή universitas Scholarium, ή ακόμη universitas magistrorum at Scholarium («ένωση» καθηγητών και φοιτητών) ή universitas studium. Είναι σημαντικό να σημειωθεί εδώ ότι ο όρος universitas υποδηλώνει μόνο το σώμα των καθηγητών ή των φοιτητών κι όχι τον τόπο ή τα κτιριακά συγκροτήματα όπου ήταν εγκατεστημένο. Η λέξη που χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει αφαιρετικά τον ακαδημαϊκό θεσμό- δηλαδή τα σχολεία (σχολές) και την πόλη όπου βρίσκονταν- ήταν το studium generale. Το studium generale υποδηλώνει όχι τον τόπο όπου διδάσκονται όλες οι επιστήμες, οι γνωστές σε κείνη την εποχή, αλλά τον τόπο όπου οι φοιτητές απ’ όλα τα μέρη της Ευρώπης συγκεντρώνονται. Πραγματικά λίγα μεσαιωνικά studia κατείχαν τη δυνατότητα της παροχής γνώσεων πάνω σ’ όλους τους τομείς. Ακόμη και στο Παρίσι, στις μέρες του μεσουρανήματός του, δεν διδασκόταν καθόλου αστικό δίκαιο. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια του 13ου αι., η θεολογική παιδεία ήταν το αποκλειστικό προνόμιο του Πανεπιστημίου του Παρισιού και των Αγγλικών Πανεπιστημίων. Ο όρος studium generale έγινε κοινός μόνο ως το τέλος του 13ου αι. Τότε φαίνεται ότι αρχίζει να συμπυκνώνει στο άκουσμά του τρία χαρακτηριστικά: 1. Το σχολείο αυτού του είδους προσελκύει φοιτητές(Scholars) απ’ όλες τις χώρες, κι όχι μόνο από μια συγκεκριμένη περιοχή ή περιφέρεια. 2. Ότι ήταν χώρος ανώτερης εκπαίδευσης. Δηλαδή, ότι ένας τουλάχιστον απ’ τους ανώτερους τομείς γνώσεως(higher faculty) μπορούσε να διδαχτεί (θεολογία, νομική, ιατρική). 3. Αυτές οι επιστήμες διδάσκονταν από μεγάλο αριθμό καθηγητών. Απ’ αυτές τις ιδέες η πρώτη ήταν η πιο βασική: ένα studium generale ήταν σχολείο γενικής καταφυγής, αλλά απ’ την αρχή η σύστασή του δεν έγινε αποδεκτή βάσει νομικής κατοχύρωσης κάποιου καταστατικού χάρτη, αλλά βασίστηκε στο έθιμο και τη χρήση. Εντούτοις, στην αρχή του 13ου αι., υπήρχαν τρία studia, για τα οποία καθιερώθηκε κατεξοχήν ο όρος studium generale, και τα οποία απολάμβαναν έναν άνευ προηγουμένου σεβασμό: Το Παρίσι για τη θεολογία και τις ελεύθερες τέχνες, η Μπολώνια για τη νομική, και το Σαλέρνο για την ιατρική. Ένας καθηγητής που είχε διδάξει και είχε γίνει δεκτός στο καθηγητικό σώμα σε μια απ’ τις παραπάνω πόλεις ήταν σίγουρο ότι θα αποκτούσε έμμεση αναγνώριση και άδεια εισόδου για να διδάξει σ’ όλα τα κατώτερα studia της Ευρώπης. Αυτή η «οικουμενική» ισχύς του καθηγητικού τίτλου (magisterial title), συντέλεσε στο ν’ αποκτήσει η εμφάνιση των Πανεπιστημίων στην Ευρώπη μια αξιοσημείωτη ενότητα, που ιχνηλατείται στα κοινά σχολεία της συγκρότησής τους. Σ’ όλο το 13ο αι., πολλά σχολεία, εκτός απ’ το Παρίσι και τη Μπολώνια, διεκδίκησαν τον τίτλο του studium generale. Πραγματικά- τουλάχιστον στην Ιταλία όπου ο όρος χρησιμοποιούνταν περισσότερο- υιοθετήθηκε από κάθε σχολείο που μ’ αυτό τον τρόπο ήθελε να υπαινιχτεί ότι πρόσφερε ισοδύναμη μόρφωση μ’ αυτή του Παρισιού και της Μπολώνια. Και βέβαια η επέκταση του τίτλου διευκολύνθηκε κι απ’ το γεγονός ότι τα περισσότερα απ’ τα νέα σχολεία ιδρύθηκαν από καθηγητές που είχαν διδάξει στα παλιότερα studia generalia. Η ιδέα ότι τα studia generalia αποκτούσαν νόμιμη κι επίσημη ίδρυση με την κατοχή στ’ αρχεία τους παπικής ή αυτοκρατορικής βούλας είναι μεταγενέστερη (μέσα 13ου αι.), και ίσχυσε αρχικά για την ίδρυση ή την σταθεροποίηση της θέσης υποδεέστερων studia σε σχέση με το Παρίσι και τη Μπολώνια (π.χ. 1224: Νεάπολη 1229, 1244-45: Toulouse). Αλλά σταδιακά το ειδικό προνόμιο του ius ubique docendi που μπορούσε να το απονέμει μόνο ο πάπας ή ο αυτοκράτορας επεκτάθηκε και στα πανεπιστήμια-αρχέτυπα (Μπολώνια-Παρίσι). Το 1291-92, ακόμη κι αυτά επενδύθηκαν τυπικά με το ίδιο προνόμιο, με βούλες του Νικολάου IV. Απ’ αυτήν την εποχή κερδίζει έδαφος η ιδέα ότι το ius ubique docendi αποτελεί την ουσία ενός stadium generale και ότι όποιο σχολείο δεν κατείχε αυτό το προνόμιο δεν μπορούσε να το αποκτήσει παρά μόνο με βούλα απ’ τον αυτοκράτορα ή τον Πάπα. Απομένει να δείξουμε τη σχέση ανάμεσα στους όρους «studium generale» και universitas. Απ’ την αρχή δεν υπήρχε καμιά απαραίτητη σύνδεση ανάμεσα στο θεσμό που δηλώνεται με τον όρο studium generale. Ενώσεις καθηγητών ή φοιτητών σχηματίστηκαν προτού ο όρος studium generale χρησιμοποιηθεί συχνά. Και σε λίγες περιπτώσεις τέτοιες ενώσεις είναι γνωστό ότι υπήρξαν σε σχολεία, τα οποία δεν έγιναν ποτέ studia generalia. Το Πανεπιστήμιο ήταν εξαρχής ένας «σχολαστικός σύνδεσμος» είτε καθηγητών (magisterial), είτε φοιτητών (scholarium). Τέτοιες ενώσεις (σύνδεσμοι, σωματεία), χωρίς καμία τυπική καθιέρωση από βασιλιά, πάπα, πρίγκηπα ή άλλη θρησκευτική ή κοσμική αρχή, υπήρξαν πηγαία προϊόντα εκείνου του ενστίκτου για συσσωμάτωση που σάρωσε σαν μεγάλο κύμα τις πόλεις της Ευρώπης κατά τον 11ο και 12ο αι. Αλλά ειδικά στο Παρίσι και στη Μπολώνια οι «σχολαστικές ενώσεις» (scholastic guilds) απέκτησαν τέτοια ανάπτυξη και σπουδαιότητα που δεν παρατηρείται αλλού. Σχεδόν όλα τα δευτερεύοντα studia generalia που εμφανίστηκαν αυθόρμητα (universities spontanees), δηλαδή χωρίς παπικό ή αυτοκρατορικό καταστατικό χάρτη, δημιουργήθηκαν από καθηγητές ή φοιτητές που αποσπάστηκαν απ’ το Παρίσι ή τη Μπολώνια. Ακόμη και στις λίγες περιπτώσεις που τα σπέρματα ενός πανεπιστημίου ή μιας ένωσης καθηγητών εμφανίστηκαν ανεξάρτητα απ’ την επίδραση αυτών των δύο, η περαιτέρω ανάπτυξή τους οφειλόταν περισσότερο ή λιγότερο σε συνειδητή μίμηση των «σχολαστικών ενώσεων» των δύο μεγάλων Πανεπιστημίων. Τα δύο αυτά «αρχέτυπα» εμφανίστηκαν περίπου την ίδια εποχή ανάμεσα στο 1170-1200. Το Πανεπιστήμιο της Μπολώνια, με την ένωση των φοιτητών η οποία αναπτύχθηκε αργότερα απ’ την ένωση των καθηγητών του Παρισιού, συμπλήρωσε τη διαδικασία ανάπτυξης του οργανισμού του νωρίτερα. Και παρ’ όλο που και τα δύο αλληλοεπηρεάστηκαν κατά την ανάπτυξή τους, η Μπολώνια, κατά πάσα πιθανότητα άσκησε μεγαλύτερη επίδραση στο Παρίσι απ’ ό,τι το Παρίσι στη Μπολώνια. Όσον αφορά στην κατανομή της ακαδημαϊκής δύναμης στα άλλα Πανεπιστήμια ανάμεσα στην «ένωση των καθηγητών» (magisterial college) και στην «ένωση των φοιτητών» (student guild), υπήρχε μεγάλη ποικιλία. Ακόμη περισσότερο αυτή η κατανομή μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τις χρονικές στιγμές. Έτσι μερικά studia πλησιάζουν σε κάποια φάση την «ένωση τύπου Μπολώνιας» και σε κάποια άλλη την «ένωση τύπου Παρισίων». Αν και μια κατάταξη των πανεπιστημίων σε student universities και master universities, θα έφερνε στο φως το παράξενο γεγονός ότι τα γαλλικά Πανεπιστήμια είναι περισσότερο παιδιά της Μπολώνιας απ’ ότι του Παρισιού κι ότι τα Πανεπιστήμια της Σκωτίας σχετίζονται πιο στενά με τη Μπολώνια παρά με το Παρίσι ή την Οξφόρδη, εντούτοις θ’ αποκάλυπτε σ’ όλη του την έκταση το φαινόμενο της ένταξης των Πανεπιστημίων στο αστικό οργανωτικό και διανοητικό επίπεδο- διότι οι ευγενείς και η εκκλησία δεν συγκροτούσαν τέτοιους συλλόγους-ενώσεις. Όπως ο γοτθικός καθεδρικός ναός, έτσι και το Πανεπιστήμιο υπήρξε προϊόν της μεσαιωνικής πόλης. Η ανάπτυξη των πόλεων το 12ο αι., προκάλεσε την παρακμή των παλιών μοναστηριακών σχολείων, των μόνων κέντρων κοσμικής και θεολογικής μαθήσεως κατά τους προηγούμενους αιώνες. Αυτά στις περιοχές βόρεια των Άλπεων υπερκεράστηκαν απ’ τα καθεδρικά σχολεία, που παρ’ όλη την προηγούμενη μακρόχρονη ύπαρξή τους, μόνο τώρα αρχίζουν ν’ αποκτούν σπουδαιότητα. Πολλά απ’ αυτά τα σχολεία γίνονται κέντρα ανώτερης μόρφωσης ενός είδους, που μέχρι τότε δεν είχε γνωρίσει η Ευρώπη και που οφείλεται στην πνευματική και πολιτιστική Αναγέννηση του 12ου αιώνα. Οι εγγραφές αυτών που διψούν για μόρφωση αυξάνονται σταθερά στα καθεδρικά σχολεία παράλληλα με τη βελτίωση και την αύξηση των προγραμμάτων σπουδών, και τελικά μερικά απ’ αυτά εξελίσσονται σε Πανεπιστήμια. Τέτοια καθεδρικά σχολεία έπαιξαν το ρόλο κεντρικού πυρήνα στην περίπτωση του Παρισιού. Μάλιστα φαίνεται ότι η παροχή απ’ τα Πανεπιστήμια, εκτός απ’ την ανώτερη (θεολογία, νομική, ιατρική) και στοιχειώδους μορφώσεως (βασικό πρόγραμμα, εισαγωγή στις παραδοσιακές 7 ελευθέριες τέχνες- trivium+quadrivium- : γραμματική, ρητορική, διαλεκτική/ αστρονομία, γεωμετρία, αριθμητική, μουσική), έχει κάποια σχέση με την παραγωγική προέλευσή τους απ’ τα καθεδρικά σχολεία. Στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, το κυρίαρχο στοιχείο ήταν ακριβώς οι «ελευθέριες τέχνες» (συνδετικό-κοινό στοιχείο όλων των Πανεπιστημίων), που αποτελούνταν σαν τομέας από νεαρούς καθηγητές, οι οποίοι έχοντας προετοιμαστεί έξι χρόνια τις δίδασκαν ενώ παράλληλα συνέχιζαν να σπουδάζουν θεολογία, νομική ή ιατρική. Μ’ άλλα λόγια η ομάδα διακανονισμού των υπολοίπων ήταν οι καθηγητές του trivium-quadrivium στη σύνδεσή της με τους ανώτερους τομείς (advanced degrees). Για την προαγωγή ενός καθηγητού των artes liberales, δηλαδή ενός artista σε magister (doctor,professor), τίτλος που τον καθιστούσε ικανό να διδάξει θεολογία, νομική ή ιατρική, απαιτούνταν, εκτός από επιτυχείς εξετάσεις στον αντίστοιχο τομέα, και τυπική εισδοχή του στην «ένωση των καθηγητών». Αυτή σήμαινε την αρχή της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Δεν υπήρχε στο δρόμο του κανένα νομικό κώλυμα να τον εμποδίσει για κάτι τέτοιο. Αυτό που χρειαζόταν ήταν μια κενή αίθουσα πάνω από μια ταβέρνα και αρκετούς ακροατές για να εξοικονομεί απ’ τα δίδακτρα τα έξοδά του. Στο Παρίσι πολλές τέτοιες αίθουσες βρίσκονταν στη Rue du Fouarre (άχυρο), ένα δρόμο στην Αριστερή όχθη του Σηκουάνα. Γι’ αυτό το μεσαιωνικό Πανεπιστήμιο χαρακτηρίστηκε ως κατεξοχήν κινητικός θεσμός (higlily mobile institution), πράγμα που, τουλάχιστον ως τα μέσα του 13ου αι., καθόρισε την ευρωπαϊκή του διάσταση. Βέβαια αργότερα, όταν πλούσιοι πάτρωνες και πρίγκηπες καθώς και δημοτικές αρχές παρείχαν τα υλικά μέσα για μια πιο ανθρώπινη διεξαγωγή των διαλέξεων, η μονιμότητα της θέσης του κτιριακού συγκροτήματος, κατατάσσεται στους παράγοντες που συντελούν στο ν’ αποκτήσει το Πανεπιστήμιο εθνικό (κατεύθυνση) χαρακτήρα. Τότε ακριβώς εμφανίζονται για τους πτυχιούχους λαμπρές ευκαιρίες: ανοίγονται θέσεις με μέλλον στο κράτος και την εκκλησία για τους εκπαιδευμένους θεολόγους και νομικούς, κι έτσι τα Πανεπιστήμια πρωτοστατούν στην εδραίωση της γραφειοκρατικής μηχανής των εθνικών μοναρχιών. Ωστόσο, το 12ο αι. τα Πανεπιστήμια αποτελούσαν ευρωπαϊκούς θεσμούς. Το Παρίσι και η Μπολώνια συγκέντρωναν φοιτητές απ’ ολόκληρη την Ευρώπη, για να γίνουν κοινωνοί μιας γνώσης που ήταν κοινή ευρωπαϊκή κληρονομιά και που το 12ο αιώνα παρουσιάζει μια ευρεία ανανέωση. Τα Μεσαιωνικά Πανεπιστήμια έλαβαν την αρχή τους παράλληλα με την ανανέωση της Μεσαιωνικής σκέψης κι επιστήμης που ονομάζεται Αναγέννηση του 12ου αι. Στην Ιταλία αυτή η Αναγέννηση εκφράστηκε περισσότερο μέσα απ’ την αναβίωση της μελέτης του Ρωμαϊκού Δικαίου, που άρχισε απ’ την Μπολώνια. Στη Γαλλία πήρε τη μορφή ενός ξεσπάσματος της διαλεκτικής και της θεολογίας, που βρήκε το ύστατο λίκνο του στο Παρίσι, κατά το 13ο αι. Απ’ το 12ο αι. η εκπαιδευτική δραστηριότητα των μοναχών περνά στον κοσμικό «κλήρο».Σ’ όλον αυτό τον αιώνα, οι Ευρωπαίοι λόγιοι διψασμένοι για γνώση συρρέουν στην Ισπανική Χερσόνησο για ν’ αποκτήσουν τη σοφία των Αράβων, ενώ μια μικρότερη ομάδα έκανε ένα μακρινό ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη για να μυηθεί στα μυστικά των Ελλήνων. Τη Σικελία επισκέφτηκαν λίγοι λόγιοι απ’ την Ευρώπη, αλλά εκεί οι Νορμανδοί βασιλείς ενθάρρυναν τους Μωαμεθανούς υπηκόους τους να συνεχίσουν την επιστημονική τους εργασία και τους Χριστιανούς να μεταφράσουν ή να συνοψίσουν βιβλία απ’ τα Αραβικά στα Λατινικά. Το Τολέδο στην Ισπανία, το Παλέρμο στη Σικελία, και η Κωνσταντινούπολη ήταν τα τρία σημεία απ’ τα οποία εισάγονταν η επιστημονική παράδοση στην Δ.Ευρώπη. Οι λόγιοι(scholars) του 12ου αι. αναζητούσαν απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα, και τις περισσότερες απ’ αυτές θα μπορούσαν να τις βρουν μόνο στον Αριστοτέλη. Όμως αναμφίβολα ανάμεσα στις ποικίλες αναζητήσεις και στις συγκρουόμενες γνώμες των μεσαιωνικών στοχαστών τρία κεντρικά προβλήματα κατέχουν εξέχουσα θέση: α) η σχέση μεταξύ πίστης και λόγου, β) η αντίθεση μεταξύ της Πλατωνικο-Αυγουστινιανής και Αριστοτελικής πνευματικής παράδοσης, και γ) κατά πόσο είναι πραγματικά τα πλατωνικά «αρχέτυπα» ή «universalia». Είναι φανερό ότι το τρίτο ερώτημα απορρέει κι έχει άμεση σχέση με το δεύτερο. Στο 12ο αι. αυτοί που προσέγγιζαν τον γύρω τους κόσμο και σκέφτονταν ακολουθώντας την παλιότερη παράδοση ήταν γνωστοί ως «ρεαλιστές» (realists)- γιατί πίστευαν ότι τα universalia ήταν αληθινά, είχαν οντότητα. Όμως η γνώση και των «Φυσικών» του Αριστοτέλη, εκτός απ’ τα «Μεταφυσικά», την ηθική και τη Λογική του, που ήδη ήταν γνωστά, άνοιξε καινούργιες προοπτικές στην αντιμετώπιση του θέματος: η ολοκληρωμένη αριστοτελική παράδοση (αυτή η ολοκλήρωση συντελέστηκε σίγουρα ως το τέλος του 12ου αι.) προκάλεσε μια καινούργια άποψη για τα universalia: ότι δηλαδή υπήρχαν, αλλά μόνον όσον αφορά ξεχωριστά μέρη και η γνώση αυτών των ξεχωριστών αρχετύπων θα μπορούσε ν’ αποκτηθεί μελετώντας τα αντίστοιχά τους πράγματα μέσα στον κόσμο των φαινομένων. Οι μεσαιωνικοί φιλόσοφοι που έκλιναν προς αυτή την άποψη ονομάστηκαν moderate realists. Μια τρίτη άποψη πάνω στο ίδιο θέμα διατυπώθηκε απ’ τον Rosselinus (αρχές 12ου αι.) και συνοψίζεται σε μια απλή φράση: universalia sunt nomina, δηλαδή τα καθολικά (οι γενικές έννοιες) είναι ονόματα. Ο Rosselinus υποστηρίζει ότι οι γενικές έννοιες δεν έχουν οντότητα, αλλά πρόκειται για flatus vocis, για απλές λέξεις, με τις οποίες σχηματίζουμε τις ταξινομήσεις εκείνες που μας χρειάζονται. Όμως για τη διάδοση και την εδραίωση αυτής της άποψης στη σχολαστική φιλοσοφία θα περάσουν σχεδόν δύο αιώνες. Κύρια αιτία γι’ αυτό στάθηκε το γεγονός ότι πολλοί εκκλησιαστικοί άνδρες θεώρησαν αυτή τη θεωρία επικίνδυνη, γιατί η έμφασή της στο μερικό αντί του γενικού φαινόταν να υπονοεί ότι η Καθολική εκκλησία δεν ήταν το μοναδικό παγκόσμιο σώμα, αλλά μάλλον μια τεράστια συνάθροιση μεμονωμένων ατόμων. Όμως, μιλώντας γενικά, όλοι οι φιλόσοφοι αυτής της περιόδου είναι γνωστοί σαν «σχολαστικοί», γιατί σχεδόν όλοι τους συνδέονταν με διάφορα σχολεία- είτε μοναστικά, είτε καθεδρικά, είτε Πανεπιστήμια. Οι φιλόσοφοι του 12ου αι., μεθώντας απ’ τις φαινομενικά ατέλειωτες δυνατότητες του νου και της λογικής, έφτασαν σε άγνωστα ως τότε διανοητικά σύνορα, προχωρώντας τολμηρά σε σχέση με τους προκατόχους τους. Ο Peter Abelard (1079-1142) υπήρξε ο κορυφαίος λογικός φιλόσοφος του 12ου αι. Γράφοντας αρκετές δεκαετίες πριν τη μεγάλη αποκάλυψη της αριστοτελικής σκέψης σε λατινική απόδοση, υιοθέτησε την αριστοτελική θέση στην ερώτηση σχετικά με την ύπαρξη των «universalia», αποδεχόμενος ένα μέσο ρεαλισμό (moderate realism). Ο Abelard πίστευε ότι τα «αρχέτυπα» δεν είχαν ξεχωριστή ύπαρξη, αλλά μέσω μιας αφαιρετικής διαδικασίας εξάγονται από κάθε ξεχωριστό πράγμα. Στο περίφημο έργο του «sic et Non», ο Abelard συνέλεξε γνώμες απ’ τη Βίβλο, τους Λατίνους πατέρες, τα εκκλησιαστικά συνέδρια, και τις κατά καιρούς αποφάσεις του παπισμού πάνω σε μια μεγάλη ποικιλία θεολογικών ζητημάτων, καταδείχνοντας ότι πολλές απ’ αυτές τις θεωρούμενες αυθεντίες πολύ συχνά διαφωνούσαν σε καίρια θρησκευτικά ζητήματα. Κι άλλοι πριν απ’ τον Abelard είχαν συλλέξει τέτοιες γνώμες για ποικίλα νομικά και θεολογικά θέματα αλλά όχι συστηματικά όπως αυτός. Ο Abelard στο «Sic et Non» εισάγει μια μέθοδο ερώτησης που αναπτύχθηκε και τελειοποιήθηκε αργότερα απ’ τους νομικούς του κανονικού δικαίου και τους φιλοσόφους. Αλλά οι συνεχιστές της μεθόδου του ζητούν να συμβιβάσουν τ’ αντίθετα και φτάνουν σε συμπεράσματα, ενώ ο Abelard αφήνει πολλά απ’ τα κείμενά του χωρίς λύση κι έτσι προκαλεί την εχθρότητα ορισμένων συντηρητικών συγχρόνων του. Ο πιο δριμύς του κατήγορος ήταν ο Bernard του Clairvaux, ο οποίος πίστευε ότι η πίστη κατακτάται μόνο με τον μυστικισμό και τη διαίσθηση, παρά με τη λογική και την προσπάθεια εξεύρεσης λογικών στηριγμάτων της. Όμως ο St. Bernard του Clairvaux (1090-1153) με την έμφαση που δίνει στην εσωτερική διαίσθηση αποτελεί εξαίρεση στην επικρατούσα σ’ όλο το 12ο αι. έμφαση στη λογική και την a priori αιτιολόγηση των φιλοσοφικών και θεολογικών προβλημάτων. Βέβαια αυτή η a priori λογική καταδικάστηκε αργότερα από πολλούς, απ’ την Αναγέννηση μέχρι σήμερα. Όμως είναι άδικο να κατηγορούμε σήμερα τους λογίους του 12ου αι. επειδή σπαταλούσαν τον καιρό τους σε επιδείξεις λεκτικής δεξιοτεχνίας, παίζοντας με τις λέξεις, ενώ αγνοούσαν τελείως βασικά γεγονότα του γύρω τους κόσμου, γιατί η μελέτη των λέξεων και των λογικών τους σχέσεων δεν ήταν χάσιμο χρόνου για τον 12ο αι. Άλλωστε είναι αδύνατο να σκεφτούμε χωρίς λέξεις και εφόσον το νόημά τους δεν έχει καθοριστεί επακριβώς, η σκέψη μας είναι φυσικό να παίρνει μορφή μπερδεμένη. Είναι ακόμη αδύνατο να μελετήσει κανείς ένα αντικείμενο σοβαρά χωρίς να χρησιμοποιήσει λογικές τεχνικές και κατηγορίες, πάνω στις οποίες θα χτιστεί η επιστήμη. Επομένως, οι Ευρωπαίοι στοχαστές έπρεπε να μάθουν λογική προτού ασχοληθούν με τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες. Και ακριβώς στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, στο κύριο πεδίο των πνευματικών συγκρούσεων στο Μεσαίωνα, άνθισε, αρχικά μα τον Γουλιέλμο του Σαμπώ και τον Peter Abelard, και αργότερα (όπως θα δούμε παρακάτω) με τους Albertus Magnus, Thomas Aquinas και William Ockham, έφτασε στο ξέσπασμά της η ενασχόληση με τη λογική και τη διαλεκτική της θεολογίας και της φιλοσοφίας.

«Ιστορική αναδρομή στις  Βυζαντινές  Σπουδές:  τόσο γοητευτικές όσο και  σημαντικές για τον ερευνητικό, ιστορικό νου» Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων

«Ιστορική αναδρομή στις  Βυζαντινές  Σπουδές:  τόσο γοητευτικές όσο και  σημαντικές για τον ερευνητικό, ιστορικό νου»

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων

Η  ιστορία  της  βυζαντινής  αυτοκρατορίας  παρά  τις  εργασίες  που  την  ανανέωσαν  σχεδόν  κατά  τα  τελευταία  ογδόντα  χρόνια, παραμένει  ακόμη  και  σήμερα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη  Δύση, αντικείμενο  επίμονων  προκαταλήψεων. Για  πολλούς  από  τους  συγχρόνους  δυτικούς  εξακολουθεί  να  είναι, όπως  ήταν  για  τον  Montesquieu και  τον Gibbon,  η  συνέχεια  και  η  παρακμή  της  βυζαντινής  αυτοκρατορίας. Από  μια  υποσυνείδητη  επίδραση  προαιώνιων  μνησικακιών, από  τη  σκοτεινή  ανάμνηση  θρησκευτικών  παθών  που  έχουν  σβήσει, οι Ευρωπαίοι εξακολουθούν  να  κρίνουν  τους  Έλληνες  του  μεσαίωνα  όπως  τους  έκριναν  οι  σταυροφόροι  που  δεν  τους  κατάλαβαν  και  οι  πάπες  που  τους  αφόρισαν. Επίσης, η  βυζαντινή  τέχνη  εξακολουθεί  να  θεωρείται  πολύ  συχνά  στατική -ή  μάλλον  «ιερατική»-  τέχνη  ανίκανη  να  ανανεωθεί  η  οποία,  κάτω  από  τη  στενή  επίβλεψη  της  Εκκλησίας, περιόρισε  τη  χιλιετή  προσπάθειά  της  στην  επανάληψη  των  δημιουργιών  μερικών  μεγαλοφυών  καλλιτεχνών.

Στην  πραγματικότητα, το  Βυζάντιο  ήταν  εντελώς  διαφορετικό. Αν  και  αρεσκόταν  να  αυτοαποκαλείται  κληρονόμος  και  συνεχιστής  της  Ρώμης, αν  και  οι  αυτοκράτορές  του, ως  την  τελευταία  ημέρα, έδιναν  στον  εαυτό  τους  τον  τίτλο  των  «βασιλέων  των  Ρωμαίων», αν  και  ποτέ  δεν  παραιτήθηκαν  από  τα  δικαιώματα  που  διεκδικούσαν  πάνω  στην  αρχαία  και  ένδοξη  πρωτεύουσα  της  αυτοκρατορίας, στην  πραγματικότητα  το  Βυζάντιο  έγινε  πολύ  γρήγορα  και  υπήρξε  βασικά  μια  ανατολίτικη  μοναρχία. Δεν  πρέπει  να  τη  συγκρίνουμε  με  τις  συντριπτικές  αναμνήσεις  της  Ρώμης: κατά  τα  λεγόμενα  ενός  από  τους  ανθρώπους  που  κατάλαβαν  καλύτερα  το  χαρακτήρα  της  και  διέκριναν  την  πραγματική  του  όψη, ήταν  «ένα  μεσαιωνικό  Κράτος, τοποθετημένο  στα  ακραία  σύνορα  της  Ευρώπης, στα  όρια  της  ασιατικής  βαρβαρότητας». Αυτό  το  Κράτος  είχε  τα  ελαττώματά  του, που  θα  ήταν  ακατανόητο  να  θελήσουμε  να  τα  αποκρύψουμε. Γνώρισε  πολύ  συχνά  επαναστάσεις  των  ανακτόρων  και  στρατιωτικές  στάσεις. Αγάπησε  με  πάθος  τα  παιχνίδια  του  ιπποδρόμου  και  ακόμη  περισσότερο  τις  θεολογικές  έριδες. Παρά  την  κομψότητα  του  πολιτισμού  του, τα  ήθη  του  ήταν  συχνά  σκληρά  και  βάρβαρα  και  παρήγαγε  σε  μεγάλη  αφθονία  μέτριους  χαρακτήρες  και  κακές  ψυχές, όπως βέβαια και το αντίθετο… Αλλά, ό,τι  και  αν  ήταν, αυτό  το  Κράτος  υπήρξε  μεγάλο.

Δεν  πρέπει, όπως  κάνουν  πολλοί, να  φανταζόμαστε  ότι  στα  χίλια  χρόνια  που  επέζησε  μετά  την  πτώση  της  ρωμαϊκής  αυτοκρατορίας, το  Βυζάντιο  ακολούθησε  μια  συνεχή  πορεία  προς  την  καταστροφή. Τις  κρίσεις  στις  οποίες  παρά  λίγο  να  υποκύψει  ακολούθησαν  πολλές  φορές  περίοδοι  ασύγκριτης  λάμψης, απρόβλεπτες  αναγεννήσεις, όπου, σύμφωνα  με  τα  λεγόμενα  ενός  χρονογράφου, «η  αυτοκρατορία, αυτή  η  γριά, φαίνεται  σαν  νέα  γυναίκα, στολισμένη  με  χρυσάφι  και  πολύτιμες  πέτρες». Τον  6ο  αιώνα, με  τον  Ιουστινιανό, η  μοναρχία  ανασυγκροτείται  για  τελευταία  φορά  όπως  τον  καλό  καιρό  της  Ρώμης  και  η  Μεσόγειος  γίνεται  και  πάλι  ρωμαϊκή  λίμνη. Κατά  τον  8ο  αιώνα, οι  Ίσαυροι  αυτοκράτορες  αναχαιτίζουν  την  ορμή  του  Ισλάμ, την  ίδια  στιγμή  που  ο  Κάρολος  Μαρτέλος  έσωζε  τη  Χριστιανοσύνη  στο  Πουατιέ. Κατά  τον  10ο  αιώνα, οι  ηγεμόνες  της  μακεδονικής  δυναστείας  κάνουν  το  Βυζάντιο  τη  μεγάλη  δύναμη  της  Ανατολής, οδηγώντας  τα  νικηφόρα  όπλα  τους  μέχρι  τη  Συρία, συντρίβοντας  τους  Ρώσους  στο  Δούναβη, πνίγοντας  στο  αίμα  το  βασίλειο  που  δημιούργησαν  οι  βούλγαροι  τσάροι. Κατά  τον  12ο  αιώνα, με  τους  Κομνηνούς, η  ελληνική  αυτοκρατορία  διατηρεί  το  γόητρό  της  στον  κόσμο  και  η  Κωνσταντινούπολη  είναι  ένα  από  τα  κύρια  κέντρα  της  ευρωπαϊκής  πολιτικής.

Έτσι, επί περισσότερο από χίλια  χρόνια, το  Βυζάντιο  έζησε  και  όχι  μόνο  χάρη  σε  μια  ευτυχή  σύμπτωση: έζησε  δοξασμένα  και  για  να  συμβεί  αυτό  πρέπει  να  είχε  ορισμένες  αρετές. Είχε, για  να  διευθύνουν  τις  υποθέσεις  του, μεγάλους  αυτοκράτορες, ένδοξους  πολιτικούς, ικανούς  διπλωμάτες, νικηφόρους  στρατηγούς  και  μέσω  αυτών, πέτυχε  ένα  μεγάλο  έργο  στον  κόσμο. Πριν  από  τις  σταυροφορίες  ήταν  ο  υπερασπιστής  της  χριστιανοσύνης  στην  Ανατολή  κατά  των  απίστων  και  έσωσε  πολλές  φορές  την  Ευρώπη  με  τη  στρατιωτική  αξία  του. Υπήρξε, ενάντια  στους  βαρβάρους  το  κέντρο  ενός  αξιοθαύμαστου  πολιτισμού, του  πιο  εκλεπτυσμένου  και  κομψού  που  γνώρισε  ποτέ  ο  μεσαίωνας. Δίδαξε  τη  σλαβική  και  ασιατική  Ανατολή, οι  λαοί  της  οποίας  του  οφείλουν  τη  θρησκεία  τους, τη  λογοτεχνική  γλώσσα  τους, την  τέχνη  τους, τη  διακυβέρνησή  τους. Η  παντοδύναμη  επιρροή  του  εξαπλώθηκε  στη  Δύση  που  δέχθηκε  απ’ αυτό  ανεκτίμητες  πνευματικές  και  καλλιτεχνικές  ευεργεσίες. Από  το  Βυζάντιο  προέρχονται  όλοι  οι  λαοί  που  κατοικούν  σήμερα  στην  Ανατολική  Ευρώπη  και  ειδικότερα  η  σύγχρονη  Ελλάδα  οφείλει  πολύ  περισσότερα  στο  χριστιανικό  βυζάντιο  παρά  στην  Αθήνα  του  Περικλή  και  του  Φειδία.

Με  όλα  όσα  υπήρξε  στο  παρελθόν  και  με  όσα  ετοίμασε  για  το  μέλλον, το  Βυζάντιο  αξίζει  ακόμη  την  προσοχή  και  το  ενδιαφέρον  μας. Όσο  μακρινή  και  να  φαίνεται  η  ιστορία  του, όσο  άγνωστη  και  αν  είναι  για  πολλούς  ανθρώπους, δεν  είναι  καθόλου  μια  ιστορία  νεκρή  που  πρέπει  να  ξεχαστεί. Ο  Ducange  το  ήξερε  καλά  όταν, στα  μέσα  του  18ου  αιώνα, με  τις  εκδόσεις  των  βυζαντινών  ιστορικών, με  τα  σοφά  σχόλια  με  τα  οποία  τις  συνόδευε, με  τόσα  αξιοθαύμαστα  έργα, έθετε  τις  βάσεις  της  επιστημονικής  ιστορίας  του  Βυζαντίου  και  άνοιγε, σ’ αυτόν  τον  ανεξερεύνητο  ακόμη  τομέα, μεγάλα  και  φωτεινά  παράθυρα. Μπορούμε  ίσως  να  πούμε  ότι, εάν  η  έρευνα  της  βυζαντινής  αυτοκρατορίας  ανέκτησε  μια  θέση  στον  επιστημονικό  κόσμο, το  οφείλει  κυρίως  στη  Γαλλία.

Επιχειρώντας να  παρουσιάσει κανείς  τον  συνθετικό  πίνακα  του  Βυζαντίου, να  εξηγήσει  τα  βαθύτερα  αίτια  του  μεγαλείου  και  της  παρακμής  του, να  δείξει  τις  διακεκριμένες  υπηρεσίες  που  πρόσφερε  στον  πολιτισμό,   προσφέρει  στον  αναγνώστη  μια  αναλυτικότερη  έκθεση  της  χιλιετούς  ιστορίας  της  βυζαντινής  αυτοκρατορίας. Οι  ιδέες  που  κυριάρχησαν  στην  εξέλιξη  αυτής  της  ιστορίας,  παρουσιάζονται-ανιχνεύονται έμμεσα  στα  βασικά  γεγονότα  προτιμώντας, αντί  να  περιοριστούμε  στη  χρονολογική  λεπτομέρεια, να  τα  συγκεντρώσουμε  σε  αρκετά  μεγάλες  περιόδους  που  θα  αποδώσουν  ίσως  καλύτερα  το  νόημα  και  την  εμβέλεια  των  γεγονότων. Θεωρώντας  όμως  ότι  μια τέτοια προσπάθεια    θα  ήταν  ακόμη  πιο  ωφέλιμη  για  όσους  επιθυμούν  να  αποκτήσουν  μια  γενική  γνώση  αυτού  του  χαμένου  κόσμου, θα  σημείωνα  χωρίς  να  παραλείψω  καμιά  απαραίτητη  λεπτομέρεια, τις  γενικές  γραμμές, τα  χαρακτηριστικά  στοιχεία  και  τις  κατευθυντήριες  ιδέες  της  ιστορίας  και  του  πολιτισμού  του  Βυζαντίου.

Από  την  ημέρα  που, το  330, ο  Κωνσταντίνος  μετέφερε  την  πρωτεύουσα  της  μοναρχίας  από  τη  Ρώμη  στην  Κωνσταντινούπολη  μέχρι  την  ημέρα  που, το  1453, οι  Τούρκοι  κατέλαβαν  αυτή  την  πρωτεύουσα, η  βυζαντινή  αυτοκρατορία  διήρκεσε  πάνω  από  1000  χρόνια. Δεν  της  έλειπε  ούτε  το  μεγαλείο  ούτε  η  δόξα. Για  πολύ  καιρό  η  αυτοκρατορία  αυτή  κρινόταν  αυστηρά. Ακόμη  και  σήμερα  παλιές  και  επίμονες  προκαταλήψεις  της  αρνούνται  πολύ  συχνά  τη  δικαιοσύνη  που  αξίζει. Για  να  το  καταλάβουμε  αρκεί  να  θυμηθούμε  την  κακή  όσο  και  λυπηρή  σημασία  που  αποδίδεται, είτε  πρόκειται  για  ανθρώπους  ή  για  πράγματα, στο  προσδιοριστικό  επίθετο  βυζαντινός. Δεν  υπάρχει  αμφιβολία  ότι  αυτή  η  αυτοκρατορία  είχε  τα  ελαττώματα  και  τα  κακά  της. Ωστόσο  δεν  αξίζει  την  περιφρόνησή  μας. Αυτό  το  είχε  καταλάβει  πολύ  καλά, ήδη  από  τα  μέσα  του  17ου  αιώνα, ο  μεγάλος  σοφός, ο  Ducange, που  υπήρξε  ο  θεμελιωτής  της  επιστήμης  των  βυζαντινών  σπουδών. Κάτω  από  την  επιρροή  του  και  με  τα  πολύτιμα  σχόλιά  του  άρχισε  από  το  1648  η  πρώτη  συλλογή  βυζαντινών  ιστορικών, η  αξιοθαύμαστη  αυτή  σειρά  των  τριάντα  τεσσάρων  τόμων  in-folio  που  ονομάζουμε  Βυζαντινή  του  Λούβρου  και  για  την  οποία  έχει  ειπωθεί  σωστά  ότι  ήταν  «ένα  ασύγκριτο  μνημείο  της  λαμπρότητας  του  γαλλικού  πνεύματος». Και  στον  πρόλογο  του  πρώτου  τόμου, ο  Labbe, επιμένοντας  στο  ενδιαφέρον  αυτής  της  ιστορίας  «που  είναι  τόσο  αξιοθαύμαστη  λόγω  της  πληθώρας  των  γεγονότων, τόσο  ελκυστική  λόγω  της  ποικιλίας  των  πραγμάτων  και  τόσο  αξιοσημείωτη  λόγω  της  διάρκειας  της  μοναρχίας»  υποσχόταν  σε  όσους  επιχειρούσαν  αυτές  τις  σπουδές  «αιώνια  δόξα, πιο  ανθεκτική  από  το  μάρμαρο  και  το  χαλκό».

Ύστερα από αυτές τις  αξιόλογες, αλλά περιορισμένες προσπάθειες (ΒολφΛαμπέ), οι βυζαντινές σπουδές γνώρισαν την πρώτη τους άνθηση στη Γαλλία από τα μέσα του 17ου αιώνα και εξής. Στον επόμενο αιώνα όμως, κάτω από την επίδραση του ορθολογισμού, οι βυζαντινές σπουδές δοκίμασαν αισθητή κάμψη. Η εποχή του Διαφωτισμού έβλεπε με περιφρόνηση ολόκληρη τη μεσαιωνική περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας.

Βεβαίως, ο όρος «Μεσαίωνας» είναι παραπλανητικός καθώς δεν εκφράζει την αυτοσυνειδησία της εποχής του, αλλά αντανακλά απλώς αξιολογικές κρίσεις των ουμανιστών ιστοριογράφων για τους Μέσους Χρόνους και για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο άνθρωπος των Μέσων Χρόνων σε Ανατολή και Δύση δεν ζούσε με την αντίληψη ότι η εποχή του ήταν «μεσαίωνας», δηλαδή κάτι το ενδιάμεσο μεταξύ δύο ιστορικών εποχών ή κάτι το «σκοτεινό» και παροδικό.

Πάντως, η ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, για τον Διαφωτισμό δεν ήταν παρά ένα «άχρηστο απάνθισμα ρητορισμών και θαυματουργιών» (Βολταίρος) ή ένα «πλέγμα επαναστάσεων, εξεγέρσεων και αισχροτήτων» (Μοντεσκιέ) ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο τραγικός επίλογος της ένδοξης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Έτσι εμφανίζεται και στα φημισμένα έργα των Τσαρλς Λεμπό , 17011778«Ιστορία της Νεωτέρας Αυτοκρατορίας» και Εδουάρδου Γίββωνος «Ιστορία της παρακμής και πτώσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».

Αν και οι θεωρίες αυτών των, πράγματι, μεγάλων ιστορικών έχουν πλέον ξεπεραστεί και αναγνωρίζονται ως μονόπλευρες , εχθρικές και ιστορικά αστήρικτες, εντούτοις στην εποχή τους και επί έναν σχεδόν αιώνα, επηρέασαν αρνητικά τις βυζαντινές σπουδές. Ενδεικτικό είναι το ακόλουθο παράθεμα: Georg Ostrogorsky 2002, σελ. 52. / Βλ. και Α.Α.Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453, μτφρ. Δημοσθ. Σαβράμη (Αθήνα: Μπεργαδής, 1954), σελ. 22: «…παρά την ζωηρή του περιγραφή…δεν είναι ασφαλώς το ύφος του εκείνο που χρειάζεται για να διεγείρη τον σεβασμό για τα πρόσωπα ή την περίοδο, με την οποία ασχολείται ή για να οδηγήση σε μια λεπτομερέστερη μελέτη τους. Ο απαράμιλλος του σαρκασμός και η υποτίμησι, βρίσκονται διαρκώς εν δράσει […] είναι ανίκανος να θαυμάση με ενθουσιασμό πράγματα ή πρόσωπα. Σχεδόν κάθε ιστορία, όταν την χειρίζονται με αυτόν τον τρόπο, αφίνει την αξιοκαταφρόνητη πλευρά της να κυριαρχή στην σκέψι του αναγνώστου. Ίσως καμιά ιστορία δεν θα έμενε αστιγμάτιστη με έναν τέτοιο χειρισμό. […] «Αυτός ο τρόπος διαχειρίσεως του θέματος», παρατηρεί ο J. Β. Bury «ανταποκρίνεται προς την περιφρονητική θέσι που παίρνει ο συγγραφεύς» […] Η ερμηνεία που δίνει ο Γίββων στην εσωτερική ιστορία της Αυτοκρατορίας, μετά τον Ηράκλειο, δεν είναι μόνον επιπόλαιη αλλά συγχρόνως δίνει λανθασμένη εντύπωσι των γεγονότων.»

Όπως επίσης έγραψε η καθ. Βυζαντινής ιστορίας Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου :

«Ή πνευματική ηγεσία της Ευρώπης του ΙΗ’ αιώνος περιφρονεί το Βυζάντιον…Διά την διαμόρφωσιν και διάδοσιν αυτών των αντιλήψεων σημαντική υπήρξεν η ευθύνη και του άγγλου ιστορικού Εδουάρδου Γίββωνος…Το πόνημα του γλαφυρού ιστορικού, παρά τον τίτλον του, περιλαμβάνει την ιστορίαν της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ανεξαρτήτως της αντιρρήσεως, πώς είναι δυνατόν παρακμή να διαρκή ένδεκα αιώνας, όσα μεσολαβούν από της ιδρύσεως της Κωνσταντινουπόλεως (324) μέχρι της πτώσεως της βασιλευούσης (1453), είναι φανερόν ότι ο συγγραφεύς δεν επεχείρησε να κατανοήση το Βυζάντιον εντός των ιστορικών του πλαισίων, ούτε αντελήφθη την συμβολήν του…»

Τελικά, το έντονο ενδιαφέρον για την ιστορία που εκδηλώθηκε κατά τον 19ο αιώνα και ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες του, ευνόησε τις βυζαντινές σπουδές και αναβίωσε το ενδιαφέρον για τη βυζαντινή ιστορία στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης.

Συνθετικά και συμπερασματικά μιλώντας, παρά  τη  μεγάλη  αυτή  προσπάθεια  της  γαλλικής  διανόησης, ο  18ος  αιώνας  ξεχνούσε  ή  περιφρονούσε  το  Βυζάντιο. Ο  Βολταίρος  δήλωνε  ότι  η  ιστορία  του  ήταν  απλώς  μια  «φρικτή  και  αηδιαστική»  σειρά  γεγονότων. Για  τον  Μοντεσκιέ, και  μετά  απ’  αυτόν  για  τον  Γίββωνα, η  βυζαντινή  αυτοκρατορία  δεν  ήταν  τίποτε  περισσότερο  από  την  παρακμή  της  ρωμαϊκής  αυτοκρατορίας. Και  ο  Lebeau  που  ανέλαβε  να  διηγηθεί  σε  τριάντα  τόμους  αυτή  την  ιστορία, την  έπνιξε κάτω  από  ένα  κύμα  πλήξης  που  ολοκλήρωσε  τον  εξευτελισμό  της. Μόνο  στα  μέσα  του  19ου  αιώνα  ξανάρχισε  το  ενδιαφέρον  για  τις  βυζαντινές  σπουδές. Στην  Ελλάδα, όπου  η  ιστορία  του  Βυζαντίου  φαινόταν  εθνική  ιστορία, εξέχοντες  λόγιοι  όπως  ο  Παπαρρηγόπουλος  και  ο  Λάμπρος  δημοσίευαν  σημαντικές  εργασίες. Στη  Ρωσία, που  είχε  αυτοαναγορευτεί  σε  κληρονόμο  του  Βυζαντίου  και  όπου  το  τελετουργικό  της  αυλής  των  τσάρων  εξακολουθούσε  να  δίνει  μια  ιδέα  γι’ αυτό  που  ήταν  κάποτε  το  ανάκτορο  και  η  αυλή  των  βυζαντινών  αυτοκρατόρων, εξέχοντες  λόγιοι, όπως  ο  Uspenskij  και  ο  Kondakov,μελετούσαν  με  σπάνια  διεισδυτικότητα  την  ιστορία  του  Βυζαντίου  και  της  βυζαντινής  τέχνης. Στη  Γερμανία  όπου, ήδη  από  το  1828, ο Niebuhr και  οι  συνεργάτες  του  είχαν  αναλάβει  την  επανέκδοση  των  βυζαντινών  ιστορικών  στη  συλλογή  των  πενήντα  τόμων  που  ονομάζουν  Βυζαντινή  Ιστορία  της  Βόννης, ο  Krumbacher  και  οι  διάδοχοί  του  στο  Πανεπιστήμιο  του  Μονάχου, ο  Strzygowski  και  οι  μαθητές  του  στο  Πανεπιστήμιο  της  Βιέννης, δημοσίευαν  έργα  γεμάτα  πρωτότυπες  απόψεις  και  νέες  ιδέες  σχετικά  με  την  ιστορία  της  βυζαντινής  αυτοκρατορίας  και  κυρίως  σχετικά  με  την  ιστορία  της  λογοτεχνίας  και   της  τέχνης  της. Αλλά  κυρίως  στη  Γαλλία, στην  πατρίδα  του  Ducange, εκδηλώθηκε  με  λαμπρότητα  η  αναγέννηση  των  βυζαντινών  σπουδών. Ο  Alfred  Rambaud, στο  ωραίο  βιβλίο  του  για  τον  Κωνσταντίνο  Πορφυρογέννητο, που  δημοσιεύτηκε  το  1871, ο  Bayet, ο  Gustave  Schlumberger  και  μετά  απ’  αυτούς  ο  Brehier, ο  Gabriel  Milletki, ο σπουδαίος, αξεπέρταστος ιστορικός και γοητευτικός αφηγητής Charles Diehl και άλλοι έδιναν  έργα  μεγάλης  αξίας  για  τη  βυζαντινή  ιστορία  και  τέχνη.  Στα  Πανεπιστήμια του Μονάχου, των Βρυξελλών, του Παρισιού, από τα τέλη ακόμη του 19ου αιώνα, δημιουργούνταν  σεμινάρια  όπου  γράφονταν  πολύτιμες  εργασίες  για  τις  υποθέσεις  του  Βυζαντίου. Και  από  όλες  αυτές  τις  έρευνες  έβγαινε  επιτέλους  μια  πιο  αληθινή  εικόνα  του  Βυζαντίου, μια  πιο  ακριβής  ιδέα  του  ρόλου  που  έπαιξε  στον  κόσμο  και  της  μεγάλης  θέσης  που  κατέχει  στην  ιστορία  του  μεσαίωνα.

Αφού  χαράξει κανείς  τις  βασικές  γραμμές  της  βυζαντινής  ιστορίας, θα  εξετάσει  τα  προβλήματα  που  αναγκάστηκε  να  αντιμετωπίσει  το  Βυζάντιο  και  θα  ερευνήσει  τον  τρόπο  με  τον  οποίο  τα  έλυσε. Η  μελέτη  του  λογοτεχνικού  κινήματος  και  των  καλλιτεχνικών  ρευμάτων  θα  ολοκληρώσει  την  εικόνα  αυτού  του  χαμένου  πολιτισμού. Φαίνεται επίσης  σκόπιμο  να  επισημανθούν  μερικά  από  τα  προβλήματα  που  εξακολουθούν  να  τίθενται  ακόμη  και  σήμερα  στη  βυζαντινή  ιστορία. Ίσως  αυτές  οι  ενδείξεις  να  κεντρίσουν  την  περιέργεια  ορισμένων   και  να  προκαλέσουν αναρωτήσεις και έρευνες  που  θα  είναι  πολύτιμες  για  την  καλύτερη  γνώση  των  πραγμάτων  του  Βυζαντίου.  Έτσι  θα  μπορέσουμε  να  ορίσουμε  ακριβώς  ποιο  ήταν  το  έργο  του  Βυζαντίου  και  που  ακόμη  και  μετά  την  πτώση  του  1453  διατηρήθηκε  σ’  ολόκληρη  την  Ανατολική  Ευρώπη. Ακόμη  κι αν κάποιοι  γνωρίζουν  ελάχιστα  αυτή  τη  χαμένη  ιστορία, θα  καταλάβουν με την απαραίτητη μελέτη ότι  η  λέξη  βυζαντινός  δεν  πρέπει  πια  να  θεωρείται  αναγκαστικά  υβριστική.

Κάποια  κείμενα εξεχόντων ιστορικών προσπαθούν  να  δείξουν  σε  μια  σειρά  από  πορτραίτα  πώς  ήταν   αυτή  κοινωνία  πριν  από  τις  σταυροφορίες ή πώς  ήταν  η  ίδια  αυτή  κοινωνία  κατά  και  μετά  τις  σταυροφορίες. Κατά  την  περίοδο  από  το  τέλος  του  10ου  αιώνα  ως  τα  μέσα  του  15ου , τίθεται  ένα  πολύ  σημαντικό  ιστορικό  και  ψυχολογικό  πρόβλημα, το  να  μάθουμε  σε  ποιο  βαθμό, σ’ αυτή  τη  συχνή  επαφή  που  υπήρχε  τότε  μεταξύ  Ελλήνων  και  Λατίνων, η  Δύση  διείσδυσε  και  μεταμόρφωσε  τις  βυζαντινές  ψυχές  και  ποιες  ανταλλαγές  ιδεών  και  ηθών  έγιναν  ανάμεσα  σε  δύο  πολιτισμούς  που  ήταν  για  πολύ  καιρό  ξένοι  και  εχθρικοί  μεταξύ  τους. Νομίζω  πως  δεν  θα  μπορούσαμε  να  βρούμε  πουθενά  καλύτερο  έδαφος  μελέτης  και  εμπειριών  για  να  λύσουμε  αυτό  το  πρόβλημα  απ’  όσο  στο  λεπτό  πνεύμα  των  γυναικών  που  ήταν  τόσο  πρόθυμο, μέσα  στην  περιπλοκότητά  του  να  υποστεί  όλες  τις  επιδράσεις  και  να  αντικατοπτρίσει  όλες  τις  τάσεις  του  περιβάλλοντος  όπου  εξελισσόταν  η  ζωή  τους.

Μπορεί, σύμφωνα με τη γυναικεία τους φύση, οι βυζαντινές αρχόντισσες να σύχναζαν στο πιο απόμακρο σημείο του βυζαντινού παλατιού, στους σκιερούς και γαλήνιους κήπους με τα κρυστάλλινα και γάργαρα νερά που σιγοψιθύριζαν με τη ροή τους γλυκύτατους ήχους και που, κατά τους χρονογράφους της εποχής τους, σχημάτιζαν ολόγυρά τους κάτι «σαν μια καινούρια Εδέμ», κάτι σαν «ένα δεύτερο παράδεισο» και στην οροφή του ιδιαίτερου κοιτώνα τους με τα χρυσά αστέρια έλαμπε στη μέση ο σταυρός, το σύμβολο της λύτρωσης και οι τοίχοι να έμοιαζαν σαν «σμαλτωμένο λιβάδι με λουλούδια», ώστε η αίθουσα να έχει πάρει το όνομα της Μούσας ή της Αρμονίας, αυτές όμως οι τόσο διαφορετικές μορφές φλέγονταν από ανησυχίες που κόχλαζαν εντός τους κι επεδίωκαν με πάθος να συμμετάσχουν στην πολιτική σκακιέρα, να διαπρέψουν στα γράμματα, να διαδώσουν τον πολιτισμό του Βυζαντίου.

Και  πάλι  σ’ αυτή  την  «πινακοθήκη»  θα  συναντήσουμε  τους  πιο  διαφορετικούς  τύπους: έντιμες  γυναίκες  και  άλλες  λιγότερο  έντιμες, αξιόλογα  πνεύματα  και  μέτριες  ψυχές, γυναίκες  πολύ  φιλόδοξες  και  ευλαβικά  άτομα  δοσμένα  εξ  ολοκλήρου  στην  αγιότητα  και  στην  πίστη. Μια  Άννα  Κομνηνή, μια  Ειρήνη  Δούκα, και  όλες  οι  ωραίες  γυναίκες  που  έσερνε  πίσω  του  ο  βυζαντινός  Δον  Ζουάν  Ανδρόνικος  Κομνηνός, και  άλλες  ακόμη, πριγκίπισσες  και  αστές, θα  δείξουν  πρώτα-πρώτα  τις  διάφορες  πλευρές  που  πρόσφερε  κατά  τον  12ο  αιώνα  στην  αυλή  και  στην  πόλη, στο  παλάτι  και  στο  μοναστήρι, στον  κόσμο  των  γραμμάτων  και  στο  περιβάλλον  των  πολιτικών, η  γεμάτη  ίντριγκες,  επαναστάσεις  και  περιπέτειες  κοινωνία  της  εποχής  των  σταυροφοριών.

Οπωσδήποτε, η γυναικεία παρουσία στη βυζαντινή κοινωνία συνέβαλε στη διαμόρφωσή της σε μια εποχή κατά την οποία το γυναικείο ιδεώδες συνδέεται στενά με τη φιλανθρωπία και την κοινωνική πρόνοια, σε αντίθεση με το ανδρικό ιδεώδες που σχετίζεται με πολέμους και βιαιότητες. Μάλιστα, ο ρόλος της αγίας γυναίκας στη βυζαντινή κοινωνία, ως προς τη βαρύτητά του στη δημιουργία προτύπων εναλλακτικής ή συμβατικής φύσεως, υπήρξε άλλοτε διαλυτικός κι άλλοτε ενδυναμωτικός του θεσμού του γάμου. Άλλωστε, ο τρόπος που απεικονίζεται η γυναίκα στη βυζαντινή αγιογραφία αλλά και σε κοσμικές παραστάσεις, όπως επίσης και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται στις ιστορικές πηγές είναι ιδιαίτερα αντιφατικός και αμφίσημος. Όσο για το ιδιαίτερο προφίλ που εμφανίζει η λόγια πριγκίπισσα Άννα η Κομνηνή, αυτό οφείλεται  στον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε στη διάσωση της αγαθής φήμης του αυτοκράτορα πατέρα της, στη σημαντική συμβολή της στην προβολή του ανδρικού αριστοκρατικού ιδεώδους και τέλος στη συμμετοχή της σε μια ελευθεριότητα απόψεων που διέκρινε αρκετές από τις γυναίκες της τάξης της. Για τη δράση των λιγότερο επώνυμων γυναικών και πολύ περισσότερο τη δράση των ανωνύμων γυναικών της μεσαίας και κατώτερης τάξης, αυτή υπήρξε έντονη κατά την περίοδο των μεγάλων αιρέσεων και κυρίως κατά την Εικονομαχία. Στις περιπτώσεις αυτές ολόκληρα πλήθη γυναικών, σύμφωνα με τις πηγές, εξέρχονται της ιδιωτικής σφαίρας της καθημερινότητάς τους και εισέρχονται σε μια συναρπαστικότερη δημόσια σφαίρα ζωής και δραστηριοποίησης.

Μεγάλο κεφάλαιο στην Ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι η μεταλαμπάδευση του βυζαντινού-ελληνικού πολιτισμού στη δυτική Ευρώπη από τις βυζαντινές πριγκίπισσες που παντρεύτηκαν ξένους ευγενείς. Όταν ο Όθων Β΄ παντρεύτηκε την πορφυρογέννητη πριγκίπισσα Θεοφανώ, ακολουθώντας την αποφασιστική αυτή γυναίκα πλήθος Ελλήνων απ’ την Ανατολή και τη νότιο Ιταλία ήρθαν στο βορρά και εντάχθηκαν οργανικά στη γερμανική αυτοκρατορική αυλή. Εκεί η Θεοφανώ σκανδάλισε τους ντόπιους αριστοκράτες διότι φορούσε μεταξωτά και έκανε μπάνιο, σύμφωνα με τις συνήθειες των Κωνσταντινοπολιτών: στην Κωνσταντινούπολη του 12ου αιώνα υπήρχαν 33 δημόσια λουτρά και, κατά μέσο όρο, οι Βυζαντινοί, αριστοκράτες και αστοί, λούζονταν σε αυτά 3 φορές την εβδομάδα. «Φριχτές» συνήθειες, που σύμφωνα με όραμα μιας αυστηρής καθολικής γερμανίδας μοναχής, θα την έστελναν στην κόλαση.(Στ. Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, Αθήνα 1979). Τα ίδια περίπου προβλήματα αντιμετώπισε στη Βενετία, όπου παντρεύτηκε, η εξαδέλφη της Μαρία η Αργυρή επειδή εισήγαγε τη χρήση του πιρουνιού.

Στη διάρκεια της μακραίωνης βυζαντινής ιστορίας αναφέρονται πολλές μορφωμένες και καλοαναθρεμμένες γυναίκες. Οι δυνατότητες, όμως, για τη μόρφωση εν γένει των γυναικών στο Βυζάντιο ήταν πολύ περιορισμένες. Μερικοί ιστορικοί, ερευνώντας τις πηγές, διαπίστωσαν ότι ήδη απ’ τον 4ο αιώνα υπήρχαν δάσκαλοι κοριτσιών και ήταν δυνατόν στις μεσαίες κοινωνικές τάξεις να τα στέλνουν μαζί με τα αγόρια στο σχολείο του Γραμματιστή (στοιχειώδης εκπαίδευση) για να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν. Έχουμε ακόμη μαρτυρίες ότι όπως τα αγόρια πήγαιναν σε ανδρικά μοναστήρια για να διδαχθούν, όμοια και τα κορίτσια πήγαιναν σε γυναικεία. Είναι βέβαιο ακόμα ότι τα κορίτσια που ανήκαν σε πλουσιότερες τάξεις, έπαιρναν την ίδια περίπου μόρφωση με τα αδέρφια τους καθώς η διδασκαλία γινόταν στο σπίτι από ιδιωτικούς δασκάλους. Οπωσδήποτε όμως οι γυναίκες δεν μπορούσαν να πάνε στην ανώτατη εκπαίδευση.

Παρ’ όλες όμως αυτές τις δυσκολίες συναντούμε πολλές φωτισμένες γυναίκες με ευρύτατη πνευματική καλλιέργεια όπως η Υπατία στην Αλεξάνδρεια, φαινόμενο μοναδικό γυναίκας με πανεπιστημιακή μόρφωση, η Πουλχερία, αδερφή του Θεοδοσίου του Β΄ και η σύζυγός του Αθηναίδα-Ευδοκία κόρη του Αθηναίου φιλοσόφου Λεοντίου, η οποία συνετέλεσε στη σύνταξη του «Θεοδοσιανού κώδικα», η  ποιήτρια Κασσιανή σπουδαία υμνωδός της ορθόδοξης Εκκλησίας, η μεγάλη ιστορικός Άννα Κομνηνή, συγγραφέας του ιστορικού έργου «Αλεξιάς» όπου εξιστορεί τα συμβάντα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα της Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού. Ήταν επίσης ερασιτέχνης γιατρός και γνώριζε τόσα πολλά για την ιατρική, όσα κι ένας επαγγελματίας γιατρός.

Διάσημες για τη μόρφωσή τους ήταν οι κόρες του Κων/νου του Ζ΄ του Πορφυρογέννητου, και η Ειρήνη, κόρη του μεγάλου Λογοθέτη Μετοχίτη. Πρέπει ακόμα ν’ αναφέρουμε την ανεψιά του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου Θεοδώρα Ραούλαινα Παλαιολογίνα που κατείχε πολλούς κώδικες με έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, ορισμένους από τους οποίους είχε αντιγράψει η ίδια. Πολλές γυναίκες στο Βυζάντιο είχαν γνώσεις Ιατρικής και εργάζονταν κυρίως στα γυναικεία τμήματα των νοσοκομείων όπου είχαν ίση θέση δίπλα στους άνδρες συναδέλφους τους.

Έκφραση της χαλάρωσης των παραδοσιακών ενδοοικογενειακών δομών ήταν η ενίσχυση και πάλι του ρόλου των γυναικών. Μολονότι οι οικογένειες παρέμεναν πατριαρχικές, οι γυναίκες, τουλάχιστον στις ανώτερες τάξεις, άρχισαν να παίζουν σημαντικό ρόλο. Η κοινωνική αυτή τάση, που χαρακτηρίζει την περίοδο των Κομνηνών, είναι εμφανής αν συγκρίνει κανείς τις κυρίες της αριστοκρατίας στα τέλη του 11ου και τον 12ο αιώνα με τις αντίστοιχες δέσποινες παλαιότερων εποχών. Η αυτοκράτειρα Ζωή (όπως και η αδελφή της Θεοδώρα), παρά την ιστορική σημασία της αφού ήταν τελευταία από τους ηγεμόνες της Μακεδονικής δυναστείας, ήταν μια πολιτικά θλιβερή μορφή, με ενδιαφέροντα στραμμένα λιγότερο προς τις κρατικές υποθέσεις και περισσότερο προς τη νυφική παστάδα, τα αρώματα και τις αλοιφές. Οι άλλες γυναίκες της εποχής της Ζωής, όπως περιγράφονται από τους χρονικογράφους, παρέμεναν επίσης μορφές του γυναικωνίτη και όχι της κοινωνικής ζωής. Από τα τέλη, όμως, του 11ου αιώνα, εμφανίζονται στους αυτοκρατορικούς κύκλους αρκετές δραστήριες, μορφωμένες και πολιτικά οξυδερκείς γυναίκες. Η Άννα Δαλασσηνή συγκυβερνούσε επίσημα με τον γιό της, τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄. Αλλά και η Ειρήνη Δούκαινα, σύζυγος του Αλεξίου Α΄, όχι μόνο ακολουθούσε τον σύζυγό της στις εκστρατείες του, αλλά και συνωμοτούσε ανοιχτά κατά του γιού της, Ιωάννη Β΄. Η Άννα Κομνηνή, κόρη του Αλεξίου Α΄, ήταν συγγραφέας, φιλότεχνη και η ψυχή ενός πολιτικού και φιλολογικού κύκλου που αντιτασσόταν στον ανιψιό της Μανουήλ Α΄. Η σεβαστοκρατόρισσα Ειρήνη, χήρα του Ανδρονίκου, δεύτερου γιού του Ιωάννη Β΄, υπήρξε προστάτις και χορηγός πολλών λογίων και συγγραφέων. Όπως η Άννα Κομνηνή, αντιπολιτευόταν και αυτή τον κουνιάδο της, Μανουήλ Α΄. Για λογαριασμό της ο Πρόδρομος ή ψευδο-Πρόδρομος έγραψε ένα μακροσκελές ποίημα, που περιείχε αρκετές εκφράσεις της καθομιλουμένης και απευθυνόταν στον Μανουήλ Α΄. Στο έργο αυτό, η Ειρήνη εμφανίζεται να κατηγορεί θαρραλέα τον αυτοκράτορα ότι την καταδιώκει αδίκως. Η Μαρία Κομνηνή, κόρη του Μανουήλ Α΄, μαζί με τον σύζυγό της, καίσαρα Ιωάννη (Renier του Μομφερράτου), τέθηκε επικεφαλής της αριστοκρατικής συνωμοσίας του 1181, που κατέληξε σε ένοπλες αψιμαχίες στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Στα τέλη του 12ου αιώνα, η Ευφροσύνη, σύζυγος του Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου, διηύθυνε ουσιαστικά τις κρατικές υποθέσεις, και όποιος επιζητούσε την αυτοκρατορική εύνοια απευθυνόταν σ’ εκείνη. Ενώ απομακρύνθηκε από την πρωτεύουσα με την κατηγορία της απιστίας, κατόρθωσε αργότερα να επιστρέψει, να εκδικηθεί τους εχθρούς της και να ανακτήσει την πρότερη θέση της.

Γοητευτικές και κακομούτσουνες, ενάρετες και διεφθαρμένες, πειθαρχημένες και γεμάτες αναίδεια, οι γυναίκες περνούν μέσα από τη Βυζαντινή Ιστορία, άλλοτε κηλιδωμένες με αίμα και λάσπη, άλλοτε στεφανωμένες με όλες τις αρετές: αιώνια γοητευτικές, που η χάρη τους, ξεφεύγοντας από τη φθορά των αιώνων, συνεχίζει να συγκινεί τις καρδιές και τις φαντασίες.

Κυρίως  όμως αξίζει να  μελετηθούν  προσεκτικά  οι  μορφές  που  μας  δείχνουν  ποια  ήταν  τα  αποτελέσματα  της  επαφής  μεταξύ  Ελλήνων  και  Λατίνων: βυζαντινές  πριγκίπισσες  που  μερικές  φορές -σπάνια-  έφυγαν  από  την  πρωτεύουσα  του  Βοσπόρου  για  ν’ ανέβουν  σε  κάποιο  θρόνο  της  Δύσης, πριγκίπισσες  της  Δύσης, περισσότερες  αυτές, που  ήρθαν  από  τη  Γερμανία, τη  Γαλλία  ή  την  Ιταλία, να  καθίσουν  στο  θρόνο  των  Καισάρων, πριγκίπισσες  της  Συρίας, απόγονοι  μεγάλων  γαλλικών  οικογενειών  που  μεταφυτεύτηκαν  στην  Ανατολή  και  που  πολλές  φορές  γέμισαν  το  βυζαντινό  κόσμο  με τη  λάμψη  των  περιπετειών  τους. Θα  βρούμε  μια  ολόκληρη  σειρά -με  αρκετό  ενδιαφέρον  για  την  ιστορία-  από  ρομαντικές, μελαγχολικές  ή  τραγικές  υπάρξεις  που  συμβολίζουν  και  εξηγούν  πολύ  καλά  τη  θεμελιώδη  και  αιώνια  έλλειψη  συνεννόησης  που  χώριζε  πάντα  αυτούς  τους  δύο  εχθρικούς  και  αντίπαλους  κόσμους  παρά  τις  προσπάθειές  τους  να  πλησιάσουν  και  να  καταλάβουν  ο  ένας  τον  άλλο. Και  τέλος, θα  είναι  ίσως  ενδιαφέρον  να  συμπληρώσουμε  τις  πληροφορίες  που  μας  δίνει  η  πραγματικότητα  της  ιστορίας  με τις  πληροφορίες  που  μας  δίνουν  τα  μυθιστορήματα. Κι  εδώ  θα  δούμε  ποια  ήταν  η  θέση  της  γυναίκας  στην  ιπποτική  κοινωνία  της  εποχής  αυτής  και  από  ποιες  απόψεις  αυτή  η  κοινωνία  διαμορφώθηκε  πάνω  στα  πρότυπα  των  ηθών  των  αυλικών  της  Δύσης. Έτσι, αναβιώνοντας  μερικές  από  τις  χαμένες  μορφές  της  εποχής  των  Κομνηνών  και  των  Παλαιολόγων, μια  χρήσιμη  συνεισφορά  στην  ιστορία  του  βυζαντινού  πολιτισμού, ρίχνουμε  κάποιο  φως  στην  εξέλιξη  του  κόσμου  της  Ανατολής  όπως  μεταμορφώθηκε  κατά  την  επαφή  του  με  τους  Λατίνους, αποκτούμε συνείδηση της πολυπλοκότητας και αντιφατικότητας ενός τόσου μακρινού μα, συνάμα, τόσου γοητευτικού ελληνορωμαϊκού- ελληνικοανατολικού ευρωπαϊκού κόσμου…

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Καρόλου Ντήλ, Βυζαντινές μορφές, Πορτραίτα Βυζαντινών, εκδ. Ωκεανίδα 2003.Καρόλου Ντήλ, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Ηλιάδη

Mango, Cyril. Βυζάντιο: Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης. Μτφρ. Δημήτρης Τσουγκαράκης. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.), 1988.

Nicol, Donald M. Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου, 1261-1453. Μτφρ. Στάθης Κομνηνός. Αθήνα: Παπαδήμας, 1996. Nicol, Donald M. Βυζάντιο και Βενετία. Μτφρ. Χριστίνα-Αντωνία Μουτσοπούλου. Αθήνα: Παπαδήμας, 2004.

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, βυζαντινολόγος,  Άγιες Γυναίκες στο Βυζάντιο,  16-4-2005. http://www.archive.gr

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός(ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας), Οι αντιλήψεις για τα δύο φύλα στο πρώιμο Βυζάντιο, 6-5-2005. http://www.archive.gr

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Ιστορικός-φιλόλογος (ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας Α.Π.Θ.), Γάμος και αγιότητα στη Μέση Βυζαντινή Περίοδο, 1-6-2005. http://www.archive.gr

Ostrogorsky, Georg. Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, 3 τόμοι. Μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος. Αθήνα: Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, 2002.

Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη. Βυζαντινή Ιστορία, 3 τόμοι. Αθήνα: Ηρόδοτος, 2006.

Vasiliev, Α.Α. Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453. Μτφρ. Δημοσθ. Σαβράμη. Αθήνα: Μπεργαδής, 1954.

Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. Δέσποινας Δετζώρτζη, (Αθήνα: Γαλαξίας-Ερμείας, 1969)