«Παιδαγωγική. Το σχολείο εργασίας: Φιλοσοφία, στόχοι και επιδράσεις», Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού, Δ/ντριας 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων.

«Παιδαγωγική. Το σχολείο εργασίας: Φιλοσοφία, στόχοι και επιδράσεις», Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού, Δ/ντριας 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων.
P6230001
OLYMPUS DIGITAL CAMERA
Στη Βαιμάρη της Θουριγγίας της Γερμανίας, τον Ιούλιο του 1919, μετά τον Α΄παγκόσμιο πόλεμο συνήλθε η Γερμανική Εθνοσυνέλευση. Το έτος 1920 από τις 11 ως τις 19 Ιουνίου έλαβε χώρα στο Βερολίνο εκπαιδευτικό συνέδριο, στο οποίο κλήθηκαν ως εκπρόσωποι της παιδαγωγικής μεταρρυθμιστικής κινήσεως οι: G.Kerschensteiner, Hugo Gaudig, Berthold Otto, Paul Oestreich, Eduard Spranger, Aloys Fischer, Paul Natorp.
Σκοπός του συνεδρίου ήταν να γίνουν πράξη στα πλαίσια του νέου συντάγματος οι παιδαγωγικές αρχές του σχολείου εργασίας με την υποστήριξη του κράτους και να ισχύσουν ενιαία μέτρα σ’ όλα τα γερμανικά σχολεία ως προς την έναρξη και τη λήξη του σχολικού έτους, την υποχρεωτική εκπαίδευση, τη διαχείριση των σχολείων, την αυτοδιοίκηση των μαθητών, την συνεκπαίδευση, τους συλλόγους γονέων και κηδεμόνων, το οποίο είχε οργανώσει το συνέδριο, υπηρεσιακή έκθεση 1.095 σελίδων με τα πορίσματα του συνεδρίου, η οποία εκδόθηκε το 1921.
Στο συνέδριο ήρθαν σε φως όλες οι απόψεις για την Παιδαγωγική του σχολείου εργασίας και συγκεράστηκαν σε δύο βασικές κατευθύνσεις: α) στο σχολείο ως τόπο παραγωγικής εργασίας και επιδόσεως και β) στο σχολείο σαν δυνατότητα ελεύθερης πνευματικής δραστηριοποιήσεως και αναπτύξεως. Μεταξύ των δύο αυτών αντίθετων κατευθύνσεων περιορίστηκε το χάσμα που υπήρχε και επισημοποιήθηκε το σχολείο εργασίας.
Ο Otto Scheibner έχοντας υπ’ όψη τη σύγχυση που άρχισε να επικρατεί στο σχολείο εργασίας, προσπαθεί στις παιδαγωγικές εβδομάδες που οργανώθηκαν στη Γερμανία για την ενημέρωσαη των Γερμανών δασκάλων πάνω στις αρχές και τις επιδιώξεις του Νέου σχολείου, να μετριάσει τη δογματική προσήλωση του Gaudig στο αξίωμα της ελεύθερης πνευματικής εργασίας και να δώσει πραγματοποιήσιμες κατευθύνσεις. Οι μαθητές λέει, εργάζονται κατά το δυνατόν ανεξάρτητοι. Δεν αναγκάζονται πάντοτε να σκέπτονται και να πράττουν σύμφωνα με τις υποδείξεις του δασκάλου. Ομολογεί ότι είναι πολύ προβληματικός ο συμβιβασμός της ελεύθερης πνευματικής εργασίας των μαθητών με τη διδασκαλία των απαραίτητων γνώσεων. Κρίνει απαραίτητη την ασχολία των μαθητών με τις γνώσεις, οι οποίες πρέπει να είναι πλούσιες, αλλά καλά διαρθρωμένες. Την πρώτη θέση όμως έχει η απόκτηση πνευματικών δυνάμεων. Τα προγράμματα πρέπει να είναι προγράμματα εργασίας κι όχι ύλης. Βρίσκει απαραίτητη την ισχύ αναλυτικού προγράμματος, με ύλη όμως που να ασκεί μορφωτική επίδραση στους μαθητές.
Ο Scheibner αναγνωρίζει ότι οι ομαδικές εργασίες περιορίζουν την ελεύθερη πνευματική εργασία του μαθητή και δεσμεύουν γενικότερα την ελευθερία του. Βοηθούν όμως στην κοινωνικοποίησή του. Επίσης αποδίδει ιδιαίτερη αξία στις σιωπηρές εργασίες, αναγνωρίζει όμως ότι ο δάσκαλος πρέπει να προλαβαίνει αστοχίες και ματαιοπονία των μαθητών, χωρίς η επέμβασή του να είναι πρόωρη και να προδιαγράφει την πορεία της εργασίας τους.
Αναμφισβήτητα το συνέδριο του Βερολίνου και οι παραπάνω περιληπτικές θέσεις του Otto Scheibner μετρίασαν τις ακρότητες που παρατηρήθηκαν κατά τις πρώτες δεκαετίες της εφαρμογής του σχολείου εργασίας, δεν έλυσαν όμως τα προβλήματα της νέας Παιδαγωγικής. Οι οδηγίες που δίνει στους Γερμανούς δασκάλους ο Scheibner είναι θεωρητικές και αυθαίρετες, δεν ξεκινούν απ’ τη διδακτική πράξη ούτε καταλήγουν σ’ αυτή.
Επιστημονική απάντηση στα προβλήματα της νέας Παιδαγωγικής, προσπαθεί να δώσει σήμερα η Πειραματική Παιδαγωγική. Κατανοήθηκε πλέον απ’ τους ερευνητές ότι μόνη η λογική με τους παραγωγικούς και επαγωγικούς συλλογισμούς δεν οδηγεί με ασφάλεια σε σωστά συμπεράσματα, γιατί δεν είναι γνωστό αν η γενική κρίση του παραγωγικού συλλογισμού είναι ορθή ή αν ο επαγωγικός συλλογισμός περιλαμβάνει όλες τις μερικές περιπτώσεις στις οποίες στηρίζεται. Η κλασική λογική μέθοδος έρευνας έχει γι’ αυτό ανάγκη ενισχύσεως απ’ τη συστηματική παρατήρηση και το πείραμα. Ο ερευνητής που χρησιμοποιεί την πειραματική μέθοδο έρευνας βρίσκεται σ’ όλη τη διάρκεια της έρευνάς του σε άμεση επαφή με την πραγματικότητα. Κι οπωσδήποτε το γεγονός αυτό αποτελεί εγγύηση αυξημένης επιστημονικότητας.
«Με την πειραματική παιδαγωγική έρευνα εκτιμώνται κυρίως τα παιδαγωγικά αποτελέσματα, δηλαδή οι μεταβολές των ψυχικών εκδηλώσεων του παιδιού, οι οποίες είναι προιόν επιδράσεων».
Επομένως κάποιος συνδυασμός της Παιδαγωγικής του σχολείου εργασίας και της Πειραματικής Παιδαγωγικής με τον έλεγχο και την επαλήθευση της πρώτης απ’ τη δεύτερη θα απέφερε ίσως ικανοποιητικά αποτλέσματα που θα προωθούσαν την έρευνα της σχολικής πράξεως.
Πάντως οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η ομαδική εργασία που σε πολλές περιπτώσεις εισήγαγε το σχολείο εργασίας, αποτελεί σημαντική πρόοδο σε σχέση με το παλιό σχολείο, το οποίο απομόνωνε το μαθητή στον εαυτό του, καλλιεργούσε τον ανταγωνισμό μεταξύ των μαθητών και ανέπτυσσε αντικοινωνικές ιδιότητες στο χαρακτήρα τους. Η συνεργασία στην εκτέλεση ενός έργου ασκεί θετική επίδραση στην προαγωγή του αισθήματος, της ευθύνης, της αλληλοβοήθειας και της αβρότητας, γιατί φέρνει τους συνεργαζόμενους σε εσωτερική επαφή.
Ομάδα σημαίνει ένα οργανικό όλο, στο οποίο τα άτομα συμπεριφέρονται και δρουν σύμφωνα με το αντικειμενικό πνεύμα που δημιουργείται σ’ αυτό. Μέσα στο πνεύμα αυτό εξελίσσουν τα μέλη του τις ικανότητές τους. Η τάση για την απόκτηση κύρους στην ομάδα ωθεί το άτομο, να ενεργεί και να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις της. Πέρα απ’ αυτό στην ομάδα γίνεται κατανομή ρόλων στα μέλη της, οι οποίοι συντελούν στην ανάπτυξη του αισθήματος της προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο.
Κάτω απ’ τις διαπιστώσεις αυτές μετασχηματίστηκε η ομάδα της εργασίας σε Παιδαγωγική της ομάδας μετά τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο. Άρχισε να ερευνάται το σχολείο και ιδιαίτερα η σχολική τάξη σαν ένας πολυσύνθετος και πολυσήμαντος χώρος κοινωνικών δραστηριοτήτων. Η έρευνα, που έγινε στις βιομηχανικές επιχειρήσεις για τη σχέση μεταξύ αποδόσεως των εργατών στην εργασία τους και του είδους της συνθέσεως των ομάδων τους, πέρασε και στο σχολείο.
Ο δάσκαλος διαπιστώνει με τα κοινωνιομετρικά tests και αιτιολογεί σήμερα τις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των μαθητών του. Ύστερα απ’ τη διαπίστωση και αιτιολόγηση αναζητεί τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει για τη βελτίωση και την επέκταση των σχέσεων αυτών, γιατί αποδίδει σ’ αυτές κεφαλαιώδη παιδαγωγική σημασία. Παρ’ όλα αυτά τα συμπεράσματα δεν είναι άμεσα, αλλά μακροπρόθεσμα.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι το Σχολείο εργασίας σαν παιδαγωγικό ρεύμα μπορεί αρχικά να μην θεμελιώθηκε σε επαρκή επιστημονικά δεδομένα, αλλά παραμένει γεγονός ότι άνοιξε καινούργιους δρόμους στην έρευνα της σχολικής πράξης, δίνοντας λαβή σε γόνιμες υποθέσεις και πειραματισμούς. Οπωσδήποτε εξάλειψε την παλιά μεθοδολογική ακαμψία του Ερβαρτιανού σχολείου και ευνόησε την προσαρμογή στις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες, και αυτή η προσαρμοστικότητα είναι στοιχείο θετικό, αφού αντικατοπτρίζει το συμβάδισμα σχολικού οργανισμού και κοινωνικού οργανισμού.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, «Παιδαγωγική. Το σχολείο εργασίας: Φιλοσοφία, στόχοι και επιδράσεις». Τρίκαλα 2003.

“Το Ομηρικό ζήτημα. Ιστορία-ιστορική αναδρομή, αποτίμηση, προοπτικές”, Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού.

“Το Ομηρικό ζήτημα. Ιστορία-ιστορική αναδρομή, αποτίμηση, προοπτικές”, Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού.


«Ομηρικό ζήτημα» ονομάστηκε στην ιστορία της κλασικής φιλολογίας το σύνολο των φιλολογικών προβλημάτων που αφορούν στον τρόπο και στο είδος της σύνθεσης της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, την χρονολόγησή τους και την απόδειξη της ταυτότητας του δημιουργού τους. Τα προβλήματα αυτά αναφέρονται σε γενικές γραμμές στο αν ο ίδιος ποιητής έγραψε και τα δύο έπη, αν η μορφή με την οποία διασώθηκαν ως σήμερα τα δύο έπη είναι εκείνη που τους δόθηκε από κάποιον ποιητή ή αν πρόκειται για μικρότερα αρχικά ποιήματα που συγκολλήθηκαν αργότερα, ως ποιο βαθμό ο ίδιος ο «ποιητής» τους χρησιμοποίησε προϋπάρχουσα ποίηση και ως ποιο βαθμό τα ίδια τα ποιήματα υπέστησαν μικρότερες ή μεγαλύτερες αλλοιώσεις, παραφθορές ή προσθήκες.
Ξεκινώντας από τους φιλολογικούς κύκλους της Αλεξάνδρειας στην αρχαιότητα και φθάνοντας στις τελευταίες πριν από την τρέχουσα δεκαετίες, τα προβλήματα αυτά απασχόλησαν ζωηρά τους ειδικούς φιλολόγους και κριτικούς και έδωσαν αφορμή να ερευνηθούν από κάθε πλευρά τα δύο έπη ως ιστορικά, γεωγραφικά, θρησκευτικά, ηθικά, πολιτιστικά, γλωσσικά, μετρικά και υφολογικά στοιχεία τους και να συζητηθούν όλα τα επίμαχα θέματα σχετικά με την ενότητα και την σύνθεσή τους. Με τα δεδομένα για την ύπαρξη γραφής κατά τους Ομηρικούς αλλά και κατά πολύ προγενέστερους χρόνους, για τον ρόλο των επαναλήψεων και των στερεότυπων σκηνών και εκφράσεων, για την ανάμιξη των γλωσσικών στοιχείων και για την διαστρωμάτωση των στοιχείων του πολιτισμού αλλά κυρίως με την επικράτηση της νεοαναλυτικής μεθόδου στη μελέτη και κριτική των επών, το Ομηρικό ζήτημα έχασε πλέον την οξύτητά του και έχει οδηγηθεί αν όχι σε λύση, οπωσδήποτε όμως σε μία πιο γόνιμη προσέγγιση και μία μετατόπιση του κέντρου βάρους από την ορθολογιστική και πραγματολογική κριτική σε μία αισθητικά προσανατολισμένη άποψη.
Απ’ αρχής πρέπει να γίνει σαφές ότι τα προβλήματα που έθεσαν οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι γύρω από τον Όμηρο είναι διαφορετικά στην υφή τους από εκείνα που ανακινήθηκαν στους νεώτερους χρόνους, από τον 18ο αιώνα και εξής, που κορυφώθηκαν στις επαναστατικές θεωρίες του Φρήντριχ Αουγκούστ Βόλφ (Friedrich August Wolf) στα τέλη του 18ου αιώνα και του Μίλμαν Πάρυ (Milman Parry) στις αρχές του 20ου αιώνα, όσο κι αν στην ιστορία του Ομηρικού ζητήματος αρμολογήθηκαν στην ίδια ευθεία.
Όταν ο Ελλάνικος και ο Ξένων, σύγχρονοι του Αριστάρχου του Σαμόθρακος (217-145 π.Χ.), έριξαν την ιδέα ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια δεν θα μπορούσαν να είναι έργα του ίδιου ποιητή (μη είναι του αυτού Ιλιάδα και Οδύσσειαν) και ονομάστηκαν γι αυτό χωρίζοντες, είχαν πίσω τους μια σειρά από προβλήματα που είχαν θέσει τον 6ο αιώνα η κριτική των ορθολογιστών με τον Ξενοφάνη και αργότερα οι ηθικοπαιδαγωγικές επικρίσεις του Πλάτωνος στην Πολιτεία του. Η ετυμηγορία τους στηριζόταν σε διάφορες και εσωτερικές ανακολουθίες, στις οποίες όμως δεν φαίνεται να έκριναν από πλευρά πραγματολογική, αλλά αισθητική. Ο Όμηρος της Οδύσσειας δεν ήταν ο Όμηρος της Ιλιάδας, δηλαδή το ποιητικό ύφος δεν ήταν το ίδιο στην καθεμία περίπτωση. Την ίδια γραμμή ακολουθώντας συγκρίνει την Οδύσσεια με την Ιλιάδα ο ανώνυμος συγγραφέας του Περί ύψους και χαρακτηρίζει την Οδύσσεια επίλογο της Ιλιάδας. Η σύγκριση του ύφους και της δραματικής διάρθρωσης στα δύο έπη υπήρξε μόνιμο θέμα της κριτικής όχι μόνο του Αριστοφάνη του Βυζαντίου και του Απολλωνίου του Ροδίου αλλά και των Λατίνων (πρβλ. την Ποιητική τέχνη του Ορατίου) όπως και των Βυζαντινών (πρβλ. την συλλογή σχολίων του Ευσταθίου Θεσσαλονίκης με τίτλο Παρεκβολαί εις την Ομήρου Ιλιάδα και Οδύσσειαν).
Αισθητική (και ιστορική) είναι και η προσέγγιση του Ερατοσθένους, μαθητή του Ζηνοδότου (του πρώτου βιβλιοφύλακα της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας), ο οποίος απέρριπτε τον ορθολογισμό του Καλλιμάχου ο οποίος προσπαθούσε να επαληθεύσει γεωγραφικά τις περιπλανήσεις του Οδυσσέα. Την ίδια στάση υιοθέτησε και ο Αρίσταρχος ο Βυζάντιος, μαθητής κι αυτός του Ζηνοδότου, στην «αποκάθαρση» του Ομηρικού κειμένου από εμβόλιμα ξένα στοιχεία, π.χ. από ασυνήθεις εκφράσεις, τις λεγόμενες γλώσσες, και στην αποκατάσταση της ομοιομορφίας του επικού ύφους. Τον ίδιο χαρακτήρα είχαν και οι διορθωτικές επεμβάσεις του Αριστάρχου του Σαμόθρακος, ο οποίος θέλησε «τον Όμηρον εξ Ομήρου σαφηνίζειν», μολονότι κατακρίθηκε για την νόθευση χωρίων με αιτιολογικό, ορισμένες ανωμαλίες στη χρήση λέξεων ή αντιθέσεις στη διαπραγμάτευση προσώπων και πραγμάτων, που θεωρήθηκε δίκαια αυθαίρετη.
Στη μορφή που έλαβε το γλωσσικό ζήτημα κατά τους νεώτερους χρόνους υπέφωσκε, αντίθετα, το πνεύμα της σύγκρουσης ανάμεσα στις εθνικές λογοτεχνίες και τις αρχαίες που ξέσπασε τον 17ο αιώνα ως η περίφημη Querelle des anciens et des modernes στη Γαλλία και η Battle of the Books στην Αγγλία και που συνεχίστηκε και τον 18ο αιώνα. Μέσα στη διελκυστίνδα των επιχειρημάτων υπέρ ή κατά των Αρχαίων ο Γάλλος αβάς ντ’ Ωμπινιάκ (Hedelin d’ Aubignac) με την πραγματεία του Ακαδημαϊκές εικασίες ή διατριβή περί της Ιλιάδος (Conjectures academiques ou dissertation sur l’ Iliade, 1664) που δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του (1715) πήρε θέση κάπου στο μέσον : η αξία στη συνολική της δομή που παρουσίαζε πραγματικές ή πλασματικές αδυναμίες, αλλά στα μικρότερα έπη τα οποία κάποιος συμπιλητής συναρμολόγησε αφήνοντας φανερά ίχνη ανωμαλιών στη σύνδεση. Η καθαρά αισθητική αυτή τοποθέτηση του προβλήματος βρήκε πρόσφορο έδαφος στη φιλολογία. Με το κύρος της αυστηρής επιστημονικής κριτικής ο Γερμανός Φρήντριχ Αουγκούστ Βολφ (Friedrich August Wolf) δεχόταν ότι τα δύο έπη καταγράφηκαν και συναρμολογήθηκαν από τον Πεισίστρατο, ενώ μέχρι τότε μεταδίδονταν από μνήμης. Αυτό εξηγούσε, όπως υποστήριζε, την έλλειψη ενότητας, τις αντιφάσεις ή την παρεμβολή ολόκληρων ραψωδιών ξένων προς τα έπη.
Στη συγκριτική φιλολογική μέθοδο οφείλεται το ότι η θεωρία του Βολφ αποδυναμώθηκε και τελικά εγκαταλείφθηκε. Με την αναδίφηση του τρόπου που εργάζονταν αοιδοί και ραψωδοί σε άλλους λαούς (πρβλ. τις εργασίες του Parry και του Lord) χωρίς να νοιάζονται για αντιφατικές επαναλήψεις, επιβράδυνση του ρυθμού, χάσματα στη λογική εξέλιξη της δράσης κ.ο.κ., και με την εξέταση των ιδιαίτερων νόμων της ποιητικής σύλληψης (σε έργα όπως π.χ. στον Orlando Furioso του Αριόστο) οι οποίοι συντηρούν και ενισχύουν ή και αλληλοεξουδετερώνουν τις ατέλειες κι αδυναμίες που προαναφέρθηκαν, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για να καταπολεμηθούν οι απόψεις των αναλυτικών, της σειράς των φιλολόγων οι οποίοι ακολουθώντας τη γραμμή του Βολφ διέκριναν δύο αρχικούς πυρήνες, όπου θα στηριζόταν η αρχική μορφή των επών, και γύρω τους αναγνώριζαν υστερογενή, παρείσακτα και περισσότερο ή λιγότερο γνήσια επεισόδια.
Στο διάστημα των δύο τουλάχιστον αιώνων μετά τον Βολφ η αναλυτική θεωρία διασπάστηκε προς τρεις κατευθύνσεις.
· Την θεωρία των μικρών επών ή της συγκόλλησης. Ανεξάρτητες ενότητες θα έπρεπε σιγά-σιγά σε διάστημα αιώνων να συμπαρατάχθηκαν ή και ατελώς να συνενώθηκαν από τους ραψωδούς, αφήνοντας στις συνδέσεις απρόβλεπτες ανωμαλίες που μετέπειτα δημιούργησαν την εντύπωση ανακολουθιών ή αντιφάσεων. Την θεωρία υποστήριξε ο Λάχμαν (K. Lachmann) υποδιαιρώντας την Ιλιάδα σε 18 ανεξάρτητα τμήματα και δείχνοντας τα σημεία της συναρμολόγησής τους.
· Την θεωρία της συμπίλησης. Από τα αρχικά μικρά ποιήματα, με διαδοχικές τροποποιήσεις και επεξεργασίες στις οποίες αυτά υποβάλλονταν περιοδικά από σειρά ποιητών σε διάφορες χρονικές περιόδους, προέκυπταν συνεχώς μεγαλύτερα ως εκείνη την μορφή που ήταν τελική. Κατά τον κύριο εκπρόσωπο της θεωρίας αυτής, τον Κίρχοφ (A. Kirchhoff), η Οδύσσεια στην τελική φάση της «συμπίλησης» δημιουργήθηκε από τρία έπη που τα «συνέδεσε ένας ποιητής σε ένα ολόκληρο ποίημα».
· Την θεωρία της διεύρυνσης. Ένας αρχικός πυρήνας αναπτύχθηκε σταδιακά με διαδοχικές επεμβάσεις των ραψωδιών ή άλλων διασκευαστών σε τρόπο ώστε η δομή των ποιημάτων να παρουσιάζεται «στρωματική». Αντίστοιχα «στρώματα» επιχείρησαν να διακρίνουν μεταξύ άλλων οι Τάιλερ (W. Theiler), φον ντε Μυλ (P. Von der Muhil) Πέιτζ (D. L. Page), Μαρτσούλο (B. Marzullo).
Μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης κατεύθυνσης τοποθετούνται οι φιλόλογοι Μπέτε (E. Bethe) και Βιλαμόβιτς (U. von Wilamowowitz-Moellendorf). Ο άκρος ορθολογισμός τους όμως και η αντιμετώπιση των επών ως φιλολογικού γεγονότος μάλλον και όχι ως λογοτεχνήματος δεν προώθησε ουσιαστικά το ζήτημα. Η περίπλοκη θεωρία του Βιλαμόβιτς για την γένεση της Ιλιάδας κατέρρευσε μπροστά στην ευελιξία της συγκριτικής φιλολογικής μεθόδου που εφάρμοζε ο Πάρυ. Στον αντίποδα των αναλυτικών θεωριών αναπτύχθηκε ως αντίδραση από την εποχή ήδη του Βολφ η ενωτική κίνηση η οποία αντιπροσωπεύεται μέχρι σήμερα από πολλούς φιλολόγους που εξετάζουν τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια την ενότητα της δομής και του περιεχομένου. Το χάσμα που χώριζε την αναλυτική και την ενωτική θεωρία το γεφύρωσε ένα παραπροϊόν των αντιπαραθέσεων που είχαν εκείνες προκαλέσει, η νεοαναλυτική θεωρία. Οι νεοαναλυτικοί, που κυριότεροι εκπρόσωποί τους ήταν, αρχίζοντας από το 1910, ο Μύλντερ, (D. Mulder), ο Χόβαλτ (E. Howald), ο Ι. Κακριδής, η Ο. Κομνηνού-Κακριδή, ο Πεσταλότσι (H. Pestalozzi) και ο Κούλμαν (W. Kullmann), ακολουθώντας την μέθοδο της δομικής ανάλυσης διερεύνησαν την «προϊστορία» των επών, τα πρότυπά τους, και απέδειξαν ότι χρησιμοποιείται σ’ αυτά υλικό από προγενέστερα, μεγαλύτερα ή μικρότερα σε έκταση ποιήματα, το οποίο όμως προσαρμόζεται κάθε φορά σε άλλα πρόσωπα και μύθους μέσα στα Ομηρικά έπη και, κατά έναν τρόπο, μεταποιείται. Ένα παράδειγμα είναι ο μύθος του Αχιλλέα ως πρότυπο της Πατρόκλειας (ραψωδίες Π-Ρ, Ψ), ένα άλλο ο μύθος του Μελεάγρου σε συνδυασμό με την ραψωδία Ι (πρεσβεία προς τον Αχιλλέα), «αργοναυτικά» ή άλλα ναυτικά παραμύθια για τις περιπλανήσεις του Οδυσσέα. Με την νεοαναλυτική μέθοδο προωθήθηκε η άποψη της εσωτερικής ενότητας της Ιλιάδας και της Οδύσσειας και μελετήθηκαν σε ορθή βάση προβλήματα, όπως ανωμαλίες στην πλοκή, συρραφές, επαναλήψεις. Την ενότητα υποστηρίζει η τεχνική πλοκή, προοικονομία- δηλαδή προετοιμασία της δράσης-, επιβράδυνση, νύξεις που αρμολογούν προηγούμενα και επόμενα γεγονότα ή «γραμμές» (π.χ. «γραμμή του Έκτορος») που διατρέχουν όλο το ποίημα. Για τις ανωμαλίες και τις ατέλειες η ευθύνη ανάγεται στα ίδια τα πρότυπα ή σε ανεπιτυχή προσαρμογή των λεπτομερειών τους στο νέο ποιητικό σχέδιο και στις απαιτήσεις των συμφραζομένων. Ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της νεοανάλυσης κατέχουν ο Μπάουρα και ο Φ. Κακριδής. Η συμβολή του πρώτου στο βιβλίο του Tradition and Design in the Iliad (1930) συνίσταται στη συνδυαστική προσέγγιση: Αναγνωρίζει ότι «στον Όμηρο οφείλονται ο ποιητικός χαρακτήρας και η τεχνική, το σχέδιο και η πορεία της πλοκής, η δραματικότητα και η έξαρση, ο χαρακτήρας του φανταστικού που παρατηρεί κανείς στην Ιλιάδα, ότι ο ίδιος όμως ο Όμηρος οφείλει πολλά σε προγενέστερη ποίηση». Ο Μπάουρα χρησιμοποίησε την μέθοδο του Πάρυ και της Σχολής του.
Με τον Κακριδή επιβλήθηκε η νεοαναλυτική μέθοδος υπό συγκεκριμένο σχήμα και περιεχόμενο στην Ομηρική κριτική και διευρύνθηκε με την σύγκριση μοτίβων από την νεοελληνική δημοτική ποίηση με αντίστοιχα ομηρικά. Εντυπωσιακά ήταν τα παράλληλα από δημοτική ποίηση και παράδοση προς την ιστορία του Μελεάγρου στην ραψωδία Θ της Ιλιάδας, για την οποία απέδειξε ο Κακριδής ότι αποτελεί έντεχνη προσαρμογή μιας παλαιότερης παραλλαγής της ιστορίας στο σχέδιο της Ιλιάδας.
Προωθώντας την άποψη του Μπάουρα, ο Κερκ φθάνει σε μία νέα σύνθεση στο βιβλίο του the Songs of Homer (1962. σ. 253): «Τα ποικίλα είδη των ανωμαλιών και παραφωνιών στα Ομηρικά έπη έχουν πλέον τώρα μελετηθεί και δείχνουν με αρκετή σαφήνεια ότι τα δύο ποιήματα δεν υπήρξαν ελεύθερη επινόηση ενός ή δύο ξεχωριστών ανθρώπων αλλά σύνθετες δημιουργίες που περιείχαν στοιχεία διαφορετικών εποχών, διαφορετικού ύφους και διαφορετικών πολιτισμών. Αυτό το συμπέρασμα της έρευνας είναι αναντίρρητο και δεν πρέπει ποτέ να παραμεριστεί. Μα απέναντι σ’ αυτό το σχήμα της ανομοιότητας και ποικιλίας πρέπει ίσως να τοποθετηθεί η εντύπωση που δημιουργείται σε κάθε ακροατή ή αναγνώστη παλαιότερης είτε νεώτερης εποχής, ότι καθένα από τα δύο ποιήματα αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ενότητα- ένα αμάλγαμα από διαφορετικά ίσως στοιχεία, τόσο όμως στενά δεμένα μεταξύ τους ώστε να σχηματίζουν έναν νέο, αυτοδύναμο, σκόπιμα και όχι εική και ως έτυχε τεχνουργημένο οργανισμό». Μεταξύ των ενωτικών και των νεοαναλυτικών τοποθετούνται στη γραμματεία του Ομηρικού ζητήματος και οι συμβολές του Σάντεβαλτ (W. Schadewaldt),στις οποίες τεκμηριώνεται η εσωτερική ενότητα της Ιλιάδας, χρησιμοποιείται όμως η μέθοδος των προτύπων δομής. Αναλύοντας τις θέσεις που σήμερα επικράτησαν και τις τάσεις που διαμορφώθηκαν (στο Ομηρικό ζήτημα) από το τέλος της δεκαετίας του 1960 και εξής, ο Α. Τσοπανάκης σημειώνει (Εισαγωγή στον Όμηρο, 1988):
«Η σημερινή φιλολογική έρευνα, εμβαθύνοντας στα μυστικά της προφορικής σύνθεσης των ομηρικών κειμένων και της τεχνικής του έμμετρου λόγου, προσπαθεί να προχωρήσει προς τα παλαιότερα πρότυπα του λόγου (μετρικές φράσεις κ.λ.π.) χωρίς να ασχολείται ιδιαίτερα με την πατρότητα των επών. Το μόνο σημείο στο οποίο μπορούν να συναντηθούν σήμερα ενωτικοί και αναλυτικοί είναι ότι ο Όμηρος χρησιμοποίησε υλικό που είχαν δημιουργήσει παλαιότεροι αοιδοί. Από εκεί και πέρα οι αναλυτικοί θα πουν ότι το χρησιμοποίησε αδέξια, ενώ οι ενωτικοί- με περισσότερο δίκαιο- ότι το αφομοίωσε και χρησιμοποίησε απ’ αυτό ότι του χρειαζόταν κάθε φορά, διαλέγοντας, απορρίπτοντας, αναπλάθοντας και δημιουργώντας ο ίδιος, έτσι που να δώσει κάτι καινούργιο, κάτι που είχε την σφραγίδα της μεγαλοφυΐας γι’ αυτό και φυλάχτηκε με θρησκευτική προσοχή και επιμέλεια πρώτα προφορικά, κι όταν ήλθε η ώρα, γραπτά. Αν ο ίδιος ποιητής συνέθεσε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια (την πρώτη σε νεανική και την δεύτερη σε γεροντική ηλικία) ή αν άλλος το πρώτο και άλλος το δεύτερο έπος, αυτό θα αργήσουμε ίσως να το μάθουμε. Το βέβαιο είναι ότι οι ενδείξεις για την παλαιότητα των επών όσο πάνε γίνονται πυκνότερες. Το πιο δύσκολο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα σαν συνέπεια της προφορικής σύνθεσης και παράδοσης (oral composition, oral tradition) είναι το πότε, το πώς και από ποιους έγινε η πρώτη καταγραφή της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Από τον Όμηρο τον ίδιο, από έναν εγγράμματο συγγενή ή μαθητή, στον οποίο τα υπαγόρευσε ο ίδιος, ή σε μεταγενέστερη εποχή από εγγράμματους ραψωδούς, οι οποίοι τα είχαν παραβάλει οι ίδιοι από προδρόμους τους με πιστή απομνημόνευση και που είναι δυνατό, θεληματικά ή άθελα, να επέφεραν τροποποιήσεις, προσθήκες και αφαιρέσεις στην αρχική μορφή των επών. Στο σημείο αυτό οι απαντήσεις δεν είναι ακόμη οριστικές ούτε πειστικές και είμαστε υποχρεωμένοι να περιμένουμε. Τα διδάγματα πάντως των ερευνών στη Γιουγκοσλαβία και αλλού έδειξαν ότι και η πιστή μετάδοση και καταγραφή πολλών χιλιάδων στίχων είναι δυνατή».

Ενδεικτική Βιβλιογραφία.
1) Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, 85 «Οι Έλληνες», Όμηρος, Οδύσσεια. Τόμος 5ος, ραψωδίες ρ,σ,τ,υ. Εκδότης Οδυσσέας Χατζόπουλος.
2) Όμηρος, Οδύσσεια, ραψωδίες α-μ. Μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτης. Εκδόσεις Καστανιώτη.
3) Ομήρου Οδύσσεια. Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη-Ι. Κακριδή. Βιβλιοπωλείο της «Εστίας».
4) Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, 92 «Οι Έλληνες», Όμηρος, Ιλιάς. Τόμος 6ος, ραψωδίες Φ, Χ, Ψ, Ω. Εκδότης Οδυσσέας Χατζόπουλος.
5) Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, 90 «Οι Έλληνες», Όμηρος, Ιλιάς. Τόμος 4ος, ραψωδίες Ν, Ξ, Ο ,Π. Εκδότης Οδυσσέας Χατζόπουλος.
6) Ομήρου Οδύσσεια, (μετάφραση: Ζ. Σίδερη). Σχεδιασμός της διδασκαλίας και ερμηνευτική προσέγγιση. Γ. Μ. Ιγνατιάδης-Λ. Κακουλίδης, Δ. Κωνσταντινίδης-Μ. Μαυραγάνη. Εκδόσεις Κώδικας, Θεσσαλονίκη 1992, β΄ έκδοση.
7) Denys L. Page, Η Ομηρική Οδύσσεια. Μετάφραση: Κρίτωνα Πανηγύρη. Εκδόσεις Παπαδήμα.
8) Προομηρικά Ομηρικά Ησιόδεια, Βιβλιοθήκη του Φιλολόγου 13. Διευθυντής Ι. Θ. Κακριδής. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας». Ι. Δ. Κολλάρου & Σίας Α.Ε.
9) Ομηρικές έρευνες, Ι. Θ. Κακριδή. Βιβλιοθήκη του Φιλολόγου. Διευθυντής Ι. Θ. Κακριδής. Αρ. 4. Γ΄ Έκδοση. Βιβλιοπωλείο της «Εστίας». Αθήνα 1984.
10) Ομηρικά Θέματα, Ι. Θ. Κακριδή. Από τον κόσμο των Αρχαίων 1. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας».
11) Το μήνυμα του Ομήρου. Ι. Θ. Κακριδής. Βιβλιοθήκη του Φιλολόγου 14. Διευθυντής Ι. Θ. Κακριδής. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας». Ι. Δ. Κολλάρου & Σίας Α.Ε.
12) Ξαναγυρίζοντας στον Όμηρο. Ι. Θ. Κακριδής. Βιβλιοθήκη του Φιλολόγου 11. Διευθυντής Ι. Θ. Κακριδής. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας». Ι. Δ. Κολλάρου & Σίας Α.Ε.
13) “The Iliad: A commentary”.General Editor G. S. Kirk. Volume I: books 1-4.
14) Όμηρος. Μεγάλοι δάσκαλοι. Τζάσπερ Γκρίφφιν. Εκδόσεις Αποσπερίτης.
15) «Εισαγωγή στον Όμηρο». Fausto Codino. Εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα.
16) Έκτορος και Ανδρομάχης ομιλία. Όμηρος-Σαπφώ-Σοφοκλής. Μετάφραση-Επίμετρο Δ.Ν.Μαρωνίτης. Εκδόσεις «Διάττων».
17) Όμηρος και Μυκήνες. Martin P. Nilsson. Μετάφραση Ι.Κ.Μαζαράκης Αινιάν. Εκδόσεις «Δωδώνη».
18) A commentary on Homer’s Odyssey. Volume I. Introduction and Books i-viii. Alfred Heubeck, Stephanie West, J.B.Hainsworth. ΕκδόσειςLarendon Paperbacks.
19) A commentary on Homer’s Odyssey. Volume III. Books XVII-XXIV. Joseph Russo, Manuel Fernandez-Galiano, Alfred Heubeck. Εκδόσεις Larendon Paperbacks.
20) A commentary on Homer’s Odyssey. Volume II. Books IX-XVI. Alfred Heubeck, Arie Hoekstra. Εκδόσεις Larendon Paperbacks.
21) Βαγγέλης Πανταζής. «Ομηρική γεωγραφία και ομηρική εποχή». 1. Ο εξομηρισμός της αρχαίας Ελλάδας και Το πρόβλημα των Μυκηνών. Εκδόσεις Καστανιώτη.
22) Σχέδιο και τεχνική της Ιλιάδας. Όλγας Κομνηνού- Κακριδή. Βιβλιοθήκη του Φιλολόγου. Διευθυντής Ι. Θ. Κακριδής. Αρ. 6. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας». Ι. Δ. Κολλάρου & Σίας Α.Ε. Αθήνα 1993.
23) Αναζήτηση και Νόστος του Οδυσσέα. Η διαλεκτική της Οδύσσειας. Δ. Ν. Μαρωνίτης. Εκδόσεις Κέδρος. Έβδομη έκδοση.
24) Παναγή Λορεντζάτου. Ομηρικόν Λεξικόν μετά εικόνων. Εκδόσεις Κακουλίδη. Γ΄ Έκδοσις.
25) Denys L. Page, Η Ιλιάς και η Ιστορία. Εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα.
26) James M. Redfield, Η τραγωδία του Έκτορα. Φύση και πολιτισμός στην Ιλιάδα. Εκδόσεις ΕΥΡΥΑΛΟΣ.
27) Όμηρος, Jacoqueline de Romilly. Η πυξίδα των συγχρόνων γνώσεων. Εκδόσεις Δαίδαλος-Ι. Ζαχαρόπουλος.
28) Μαρία Σαμαρά, Προγραμματισμός της διδασκαλίας του Ομήρου στη Β΄ Γυμνασίου.
29) Wolfgang Schadewaldt, Από τον κόσμο και το έργο του Ομήρου. Α΄ τόμος. Το ομηρικό ζήτημα. Μτφρ. Φάνης Κακριδής. Γ΄ Έκδοση. Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Αθήνα 1994.
30) Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, 84 «Οι Έλληνες», Όμηρος, Οδύσσεια. Τόμος 4ος , ραψωδίες ν, ξ, ο, π. Εκδόσεις «Κάκτος».
31) Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, 82 «Οι Έλληνες», Όμηρος, Οδύσσεια. Τόμος 2ος , ραψωδίες ε, ζ, η, θ. Εκδόσεις «Κάκτος».
32) Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, 86 «Οι Έλληνες», Όμηρος, Οδύσσεια. Τόμος 6ος , ραψωδίες φ, χ, ψ, ω. Εκδόσεις «Κάκτος».
33) Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, 88 «Οι Έλληνες», Όμηρος, Ιλιάς. Τόμος 2ος, ραψωδίες Ε, Ζ, Η, Θ. Εκδόσεις «Κάκτος».
34) Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, 81 «Οι Έλληνες», Όμηρος, Οδύσσεια. Τόμος 1ος, ραψωδίες α, β, γ, δ. Εκδότης Οδυσσέας Χατζόπουλος.
35) ΟΜΗΡΟΣ, A companion to Homer. A. Wace & Fr. Stubbings. ΕκδόσειςΚαρδαμίτσα.
36) Όμηρος, Ιλιάς. 87 «Οι Έλληνες», ραψωδίες Α-Δ. Εκδόσεις «Κάκτος».
37) «Εισαγωγή στον Όμηρο». Αγαπητός Γ. Τσοπανάκης. Έκδοση διορθωμένη. Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη α.ε.
38) Wolfgang Schadewaldt, Από τον κόσμο και το έργο του Ομήρου. Β΄ τόμος. Ομηρικές σκηνές. Μτφρ. Φάνης Ι. Κακριδής. Γ΄ Έκδοση. Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Αθήνα 1989.
39) Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα».
40) Εγκυκλοπαίδεια «Δομή».
41) Internet explorer.