“Η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων” Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

Η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων

Η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία έπαιξε μεγάλο ρόλο στην αρχαία Ελλάδα και συνεχίζει και σήμερα να είναι σημαντική στην πολιτιστική κληρονομιά των Ελλήνων καθώς διαμόρφωσε τη μυθολογία τους και τη θέαση και προσέγγιση του κόσμου τους.

Ο άνθρωπος πάντα ένιωθε την ανάγκη να πιστεύει σε μια ανώτερη, θεϊκή δύναμη. Ο Δωδεκαθεισμός ήταν η θρησκεία των Αρχαίων Ελλήνων. Μέσω της θρησκείας αυτής οι άνθρωποι της αρχαίας Ελλάδος μπορούσαν να εκφραστούν και να δημιουργήσουν. Ο Αρχαίος πολιτισμός αναπτύχθηκε πολύ εξαιτίας της θρησκείας. Οι άνθρωποι άρχιζαν να χτίζουν ναούς, να φτιάχνουν αγάλματα, τοιχογραφίες προς τιμή των θεών που μερικές από αυτές σώζονται ως σήμερα. Όλα αυτά αποτελούν ταυτότητα για τον Έλληνα αφού πολλοί ξένοι έρχονται στην χώρα μας και δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για την Αρχαία Ελληνική Θρησκεία και για τα αρχαία αντικείμενα που σχετίζονται με αυτήν, σώζονται και αποτελούν μεγάλα έργα τέχνης.

Η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία βοήθησε όχι μόνο τους αρχαίους Έλληνες αλλά και τους σημερινούς αφού μεγάλο μέρος του τουρισμού και της οικονομίας της Ελλάδος στηρίζεται στην αρχαιότητα και στην κληρονομιά που άφησε σε μας ( μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι ). Βέβαια, έχουν γραφεί πολλά βιβλία για την Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, φιλοσοφικού και διδακτικού περιεχομένου. Σε όλη την γη διαβάζονται είτε από ενδιαφέρον είτε για μάθηση και εμβάθυνση στον αρχαίο πολιτισμό είτε από απλή περιέργεια. Πολλές ταινίες εξάλλου έχουν παιχθεί στον παγκόσμιο κινηματογράφο που αφορούν την Αρχαία Ελλάδα, την θρησκεία της και τους ήρωές της.

Δες την συνέχεια: https://www.e-telescope.gr/spirituality/ancient-greek-religion

 

Το βυζαντινό νόμισμα και η σημασία του,  Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

Το βυζαντινό νόμισμα και η σημασία του

Νόμισμα είναι ένα μικρό συμβολικό, μεταλλικό ή χάρτινο συνήθως αντικείμενο, καθιερωμένο από το κράτος για μέσο ανταλλαγών μεταξύ των πολιτών του.

Υπάρχουν διαφόρων αξιών νομίσματα, πράγμα που αναγράφεται στη μια τους τουλάχιστον επιφάνεια και τα νομίσματα κάθε κατηγορίας έχουν δικό τους τύπο (μέγεθος, βάρος, σύσταση, παραστάσεις, κ.τ.λ.) που καθορίζεται με ειδική απόφαση και σύμφωνα με αυτή κόβονται στα νομισματοκοπεία.

Ο δρόμος του νομίσματος κατανέμεται στο εμπόριο, ανταλλάσσεται με είδη διατροφής, γίνεται αμοιβή για τον εργαζόμενο, υποστηρίζει την παιδεία και τις τέχνες. Ο ρόλος του νομίσματος, στη μακρινή του πορεία αναγκάστηκε να συγκεντρωθεί σε κανόνες, οι οποίοι δημιουργήθηκαν από οικονομικές ανάγκες ή από τα πολιτικά και οικονομικά της κάθε εποχής.

Η πορεία του στο Βυζαντινό κόσμο και η προσέγγιση του μέσα από την ιστορική εξέλιξη είναι αρκετά ελκυστική. Με τον όρο βυζαντινό νόμισμα εννοούμε την ιστορία του νομίσματος από τα χρόνια της βασιλείας του Αναστασίου Α΄ (491-518) μέχρι και την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453.

Το 498 μπορεί να θεωρηθεί ως η αρχή του βυζαντινού νομίσματος. Δημιουργείται «ο φόλλις» που ήταν ένα βαρύ χάλκινο νόμισμα. Η επιτυχία του βρισκόταν στο γεγονός ότι το νέο νόμισμα παρείχε μια αξιοπιστία που οφειλόταν στο γεγονός ότι, αφού δεν επιδεχόταν καμία αλλοίωση στη σύνθεσή του, κάτι πολύ ευάλωτο στην περίπτωση του κράματος που είχε καθιερωθεί στην κοπή νομισμάτων κατά την προηγούμενη περίοδο.

Στα χρυσά νομίσματα οι πρώτοι εμπροσθότυποι παρίσταναν πορτραίτα που έφεραν διάδημα ή κράνος. Τα πορτραίτα παρουσίαζαν τον αυτοκράτορα με πολεμική πανοπλία μ’ έναν σταυρό στο χέρι ή στο κράνος. Αν ο σταυρός απουσίαζε από τον εμπροσθότυπο υπήρχε στον οπισθότυπο. Με τον Ιουστίνο Α΄ (518-527) και τον Ιουστινιανό Α΄ (527-565) οι μορφές των αυτοκρατόρων παρουσιάζονται παρακαθήμενες.

Επί Ηρακλείου (610-614) άρχισε η παρουσίαση του αυτοκράτορα μ’ έναν ή περισσότερους από τους γιούς του, ενώ υπήρχε η πιθανότητα να εμφανίζεται ο αυτοκράτορας μαζί με την αυτοκράτειρα, ή ακόμη ο αυτοκράτορας να στέφεται από την Παρθένο, με το χέρι του Θεού από πάνω.

Ο Τιβέριος Β΄ εισήγαγε τον σταυρό, που δέσποζε στην οροφή κλίμακας, έναν τύπο που έμελλε να παίξει μακροχρόνιο και σημαντικό ρόλο.

Ο Ιουστινιανός Β΄ (685-711) ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τη φωτοστεφανωμένη προτομή του Χριστού.

Με τον Μιχαήλ Γ΄ (842-867) η προτομή του Χριστού επανήλθε από την εποχή της βασιλείας του Βασιλείου Α΄ ο Χριστός εν θρόνω κυριάρχησε.

Οι εμπροσθότυποι των αργυρών νομισμάτων είχαν αρχικά κατά τομές, αλλά στη συνέχεια περιλάμβαναν καθιστές μορφές, προτομές και καθαρά επιγραφικά πρότυπα. Οι οπισθότυποι παρουσίαζαν έναν σταυρό που δέσποζε στην οροφή κλίμακας ή μια προτομή του Χριστού που περιβαλλόταν από επιγραφές. Από τον 10ο αιώνα ο σταυρός έφερε ένα στρογγυλό ανάγλυφο πορτραίτο του αυτοκράτορ

Οι εμπροσθότυποι των πρώτων μπρούτζινων νομισμάτων είχαν μια προτομή και οι οπισθότυποι ένα σταυρό και μια ένδειξη της αξίας. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού Α΄ η προτομή επικράτησε και ο αυτοκράτορας προσέθεσε στη δωδέκατη επέτειο της βασιλείας του την ημερομηνία στον οπισθότυπο των μπρούτζινων νομισμάτων με τη μορφή Anno XII. Από την εποχή του Ιουστίνου του Β΄ (567-578) οι εμπροσθότυποι παρουσίαζαν δύο ή περισσότερες αυτοκρατορικές μορφές σε όρθια στάση σε συνδυασμό με μια ένδειξη της αξίας. Από τον 10ο αιώνα οι οπισθότυποι καλύπτονταν πλήρως από τρεις ή τέσσερις γραμμές επιγραφής. Οι επιγραφές ήταν αρχικά στα Λατινικά αλλά η ορθογραφία γινόταν συνεχώς πιο πολύπλοκη, καθώς αναμειγνύονταν το ελληνικό και το λατινικό αλφάβητο, κυρίως από τον 7ο αιώνα, με αποτέλεσμα στα τέλη του 8ου αιώνα να υιοθετηθεί πλήρως η ελληνική γραφή.

Σημειώνεται ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αναδείχθηκε ισχυρή εμπορική δύναμη. Αυτό φαίνεται από το κύρος του βυζαντινού νομίσματος.

Η νομισματική ιστορία του Βυζαντίου μπορεί να διαιρεθεί σε τέσσερις περιόδους.

1η Περίοδος: Από τον Αναστάσιο Α΄(491-518) μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα.

Την περίοδο αυτή οι χρυσές νομισματικές εκδόσεις αποτελούνται:

– από τον σόλιδο που ισούται με 1/72 της Ρωμαϊκής λίτρας, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου.

– από τις δύο υποδιαιρέσεις του: το σεμίσσιοκαι το τρεμίσσιο, που αντιστοιχούν στο μισό και το τρίτο του σόλιδου. Οι αργυρές κοπές μέχρι το πρώτο τέταρτο του 7ου αιώνα έχουν αναμνηστικό χαρακτήρα. Το 615 ο αυτοκράτορας Ηράκλειος εισάγει για πρώτη φορά το εξάγραμμο, ένα βαρύ ασημένιο νόμισμα, το οποίο καθιερώνεται στις κρατικές πληρωμές. Μετά το 681 το εξάγραμμο περιορίζεται σε κοπή αναμνηστικού χαρακτήρα, ενώ εξαφανίζεται εντελώς στις αρχές του 8ου αιώνα. Ο 6ος αιώνας μπορεί να χαρακτηριστεί ως η πιο σημαντική περίοδος στη εξέλιξη του χάλκινου νομίσματος. Αντίθετα ο 7ος αιώνας χαρακτηρίζεται από μια παρακμή στις κοπές των χάλκινων νομισμάτων.

 

2η Περίοδος: Από τα μέσα του 8ου αιώνα μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα.

Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι η μείωση των νομισματικών υποδιαιρέσεων. Στα χρόνια της βασιλείας του νικηφόρου Φωκά (963-969) εμφανίζεται ένα νέο χρυσό νόμισμα, το λεγόμενο τεταρτηρό ίδιο σε σχήμα και εμφάνιση με το κανονικό νόμισμα αλλά λίγο ελαφρύτερο από αυτό. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο αυτής της περιόδου είναι ότι ύστερα από 7 αιώνες περίπου το παραδοσιακό χρυσό βυζαντινό νόμισμα, ο κωνσταντίνιος σόλιδος, χάνει το κύριο χαρακτηριστικό του γνώρισμα, την καθαρότητα των 24 καρατίων σε πολύτιμο μέταλλο. Ήρθε η στιγμή της υποτίμησης του χρυσού βυζαντινού νομίσματος, μια υποτίμηση που θα πρέπει να θεωρηθεί ως το αποτέλεσμα πολλών παραγόντων και -όπως έχει διατυπώσει η Morrison- θα πρέπει να χωριστεί σε δύο φάσεις. Στη φάση της ελεγχόμενης υποτίμησης (1024-1071) και στη φάση της καταστροφικής υποτίμησης.

 

3η Περίοδος: Από τη βασιλεία του Αλεξίου Α΄ (1081-118) μέχρι το τέλος του 13ου αιώνα.

Σημείο έναρξης αυτής της περιόδου θεωρείται η μεγάλη νομισματική μεταρρύθμιση του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού το 1092. Το υπέρπυροπαίρνει τη θέση του παλιού νομίσματος του λεγόμενου ιστάμενον. Έχει το βάρος του παλιού νομίσματος αλλά η  καθαρότητα σε πολύτιμο μέταλλο είναι μικρότερη. Το πρώτο είναι τραχύ, από ήλεκτρο, ένα νόμισμα από κράμα χρυσού και αργύρου. Το δεύτερο είναι το τραχύ από κράμα, ένα νόμισμα από κράμα χαλκού και αργύρου.

 

4η Περίοδος: Από το 1261-1453.

Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την έλλειψη χρυσών νομισμάτων και τις τελευταίες κοπές υπέρπυρου που χρονολογούνται γύρω στο 1350. Το 1294 ο Ανδρόνικος Β΄ και ο Μιχαήλ Θ΄ καθιερώνουν το λεγόμενο βασιλικό νόμισμα το οποίο είναι ίδιο με τα ασημένια δουκάτα. Αποτελείται από καθαρό ασήμι και έχει επίπεδο σχήμα. Την περίοδο 1330-1340 το βάρος του νομίσματος αυτού ελαττώνεται και τον 14ο αιώνα τη θέση του την παίρνει ένα καινούργιο αργυρό νόμισμα το σταυράτο. Ταυτόχρονα συνεχίζουν να κυκλοφορούν νομίσματα από κράμα και χάλκινα.

 

Η έκδοση των βυζαντινών νομισμάτων και η χρήση τους συνοδεύονται από μια σειρά προβλημάτων. Τα προβλήματα αυτά για μας σήμερα γίνονται μεγαλύτερα από το χρόνο και την έλλειψη πηγών, έτσι ώστε να μπορούμε να έχουμε μια πλήρη εικόνα βυζαντινού νομίσματος.

Η αναδρομή αυτή στην εξέλιξη των βυζαντινών νομισματικών εκδόσεων μέσα από ριζικές αλλαγές παρουσιάζουν μια συνειδητοποιημένη νομισματική πολιτική του κράτους εκείνη την εποχή. Επιπλέον τα νομίσματα φέρουν στοιχεία τα οποία υποδηλώνουν συστηματικό και εξελιγμένο έλεγχο της νομισματικής παραγωγής.

Ο αυστηρός έλεγχος παραγωγής και διακίνησης του βυζαντινού νομίσματος συνεπάγεται οργανωμένη μεθόδευση αποτροπής αισχροκερδείας και διαφθοράς του νομίσματος εκ μέρους των πολιτών. Άλλωστε οι γραπτές πηγές επιβεβαιώνουν παρόμοιες μεθοδεύσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας. Το Βιβλίο του Έπαρχου για παράδειγμα αναφέρει ότι οι τραπεζίτες της πρωτεύουσας κατά το 10ο αιώνα δε θα πρέπει «ξέειν ή τέμνειν ή παραχαράττειν» τα νομίσματα. Στα τέλη του 11ου αιώνα ο Κεκαυμένος αποτρέπει το φτωχό πολίτη να γίνει πλούσιος εμπλεκόμενος σε πολυκερδείς τεχνικές, δηλαδή «παραχαράσσειν» και «ψαλιδίζειν» τα νομίσματα και «φαρσογραφείν»και «βούλας επισφραγίζειν και τα τούτοις όμοια».

Ας εξετάσουμε χωριστά κάθε περίπτωση πονηρής αλλοίωσης του βυζαντινού νομίσματος. Η πιο κοινή πρακτική αισχοκέρδειας εκ μέρους των πολιτών ήταν το ψαλίδισμα της περιφέρειας των νομισμάτων. Σε πάπυρο του 4ου αιώνα μαθαίνουμε ότι ο πολίτης Ευδαίμων προσκαλεί στο σπίτι το φίλο  του Λογγίνο και του παραγγέλλει να φέρει μαζί την ύαλο- προφανώς ειδικό κοπίδι με ενσωματωμένο κρύσταλλο στην κόψη του- ,ώστε να προβούν στην περικοπή νομισμάτων.

Το κράτος προφανώς από πολύ νωρίς θέσπισε αυστηρούς νόμους για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Στο Θεοδοσιανό Κώδικα διασώζεται νόμος του Κωνσταντίνου Α΄ ο οποίος ως τιμωρία του σχετικού παραπτώματος καθορίζει την ποινή του θανάτου, ποινή η οποία επιβάλλεται επίσης και σε όποιον διοχετεύσει στην αγορά πλαστές απομιμήσεις σόλιδων. Επίσης ο ίδιος κώδικας μας πληροφορεί ότι ο αυτοκράτορας Ιουλιανός το 363 δημιούργησε ειδική τάξη δημοσίων λειτουργών σε κάθε πόλη, τους ζυγοστάτες με κύριο μέλημα την επιδίκαση διαφορών που προέκυπταν μεταξύ συναλλασσομένων από υποψίες μείωσης του μεγέθους των νομισμάτων. Παρόμοιες διευθετήσεις εντοπίζονται στον Ιουστινιάνειο Κώδικα, σύμφωνα με τον οποίο η παραχάραξη του χρυσού νομίσματος εξισώνεται με το παράπτωμα της εσχάτης προδοσίας, καθώς και σε μεταγενέστερες νομοθετικές διατάξεις.

Οι προβλεπόμενες τιμωρίες για τους παραχαράκτες είναι εξαιρετικά αυστηρές. Για παράδειγμα ο νόμος του αυτοκράτορα Κωνστάντιου Β΄ το 343 επιβάλλει την ποινή πυρράς σε όποιον καταγίνεται με παραχάραξη σολίδων, ενώ ταυτόχρονα προβλέπει αμοιβή στον πληροφοριοδότη παραχαρακτών. Στις εκλογές του Λέοντα Γ΄ και του γιού του Κωνσταντίνου Ε΄, που εκδόθηκαν πιθανότατα το Μάρτιο του 741, αναφέρεται ως ποινή το κόψιμο των χεριών. Η ίδια ποινή επαναλαμβάνεται και στον Πρόχειρο Νόμο του Λέοντα ΣΤ΄ Σοφού, όχι μόνο κατασκευαστή πλαστών νομισμάτων και τους άμεσους συνεργάτες του, αλλά και για τον κτηματία, τον οικονόμο ή τον ένοικο σπιτιού στην κατοικία ή την ιδιοκτησία των οποίων έλαβε χώρα η παραχάραξη. Στο ίδιο πνεύμα κινούνται οι αντίστοιχες διατάξεις των Βασιλικών καθώς και οι σχετικές ρυθμίσεις του Επαρχικού Βιβλίου.

Στην περίπτωση παραχάραξης του χάλκινου νομίσματος οι ποινικές επιπτώσεις έχουν ηπιότερο χαρακτήρα, παρουσιάζουν αρκετές διακυμάνσεις και πολλές φορές επηρεάζονται από την κοινωνική τάξη ή επαγγελματική ενασχόληση του παραχαράκτη. Ωστόσο οι ποινές για την παραχάραξη χάλκινων νομισμάτων έπαιρναν αυστηρότερο χαρακτήρα όταν οι εμπλεκόμενοι στο αδίκημα ανήκαν στο υπαλληλικό δυναμικό του επίσημου νομισματοκοπείου. Οδηγούνταν στα δικαστήρια και υποβάλλονταν σε εξαντλητική ανάκριση για να φανερώσουν συνεργάτες και βοηθούς ενώ οι πληροφοριοδότες καταξιώνονταν με αμοιβές χρηματικές ή ακόμη με την απόκτηση της, ελευθερίας τους όταν αυτοί ανήκαν στην τάξη των δούλων.

Οι αυστηρές ποινές απαριθμούνται στα νομικά κείμενα καθ’ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ήδη από την πρώιμη εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, υποδηλώνουν ότι το αδίκημα της παραχάραξης ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο. Ωστόσο για μια ακόμη φορά η νομισματική μαρτυρία παραμένει αρνητική. Κίβδηλα νομίσματα της βυζαντινής περιόδου δύσκολα εντοπίζονται σε μουσειακές ή ιδιωτικές συλλογές. Αυτό πιθανόν να οφείλεται τόσο στην αποτελεσματικότητα του κρατικού ελέγχου, όσο και στη διορατικότητα και την εξυπνάδα του κατόχου των νομισμάτων, που θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα ενημερωμένος για τις βρώμικες πρωτοβουλίες συμπολιτών του.

Ο πολίτης, ο τραπεζίτης, αγωνιά για την τύχη του πλούτου του, προσπαθεί να διασφαλίζει και να προστατεύει το «κομπόδεμά» του. μέσα σε αυτό το πλαίσιο αυτοπροστασίας γεμίζει την επιφάνεια των χρυσών ή ακόμη και των αργυρών νομισμάτων του με δυσνόητα χαράγματα (graffiti), που μόνο αυτός ξέρει και μπορεί να αποκρυπτογραφήσει. Αυτά άλλοτε αποδίδουν τα αρχικά του ονόματός του ή αποτελούν μυστικά σύμβολα του επαγγέλματος ή της καταγωγής του και ακόμη προσωπικούς υπολογισμούς και μετρήσεις. Σύμβολα που φέρουν οπωσδήποτε την προσωπική σφραγίδα εγκυρότητας. Η πράξη αυτή, βέβαια θεωρείται αξιόποινη από το κράτος που έχει την απόλυτη δικαιοδοσία του τον έλεγχο παραγωγής του νομίσματος. Ωστόσο ο πολίτης θέλει να εξασφαλίσει αυτό που αυτός θεωρεί ανόθευτο. Το κράτος αμφισβητεί αυτή την πρωτοβουλία, σε μια προσπάθεια να κατοχυρώσει και να προστατεύσει τους περισσότερους πολίτες από αμφισβητήσεις και τάσεις αποσταθεροποίησης.

Τα βυζαντινά χρυσά νομίσματα αποκτούσαν συνεχώς μεγαλύτερη σπουδαιότητα στην οικονομική ζωή της Μεσογείου μέχρι τη νόθευσή τους από τον 10ο αιώνα.

Κατά τον 5ο και 6ο αιώνα, οι βυζαντινοί σόλιδοι συσσωρεύτηκαν στην περιοχή της Βαλτικής, αναμφίβολα για την πληρωμή γουναρικών και κατά τον 6ο και 7ο αιώνα σόλιδοι λίγο ελαφρύτεροι συγκεντρώθηκαν στη Γαλλία στις Κάτω Χώρες, στη Σκανδιναβία, τη Γερμανία, στα Βαλκάνια, στη Ρωσία, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική. Στις δύο τελευταίες περιοχές τα βυζαντινά χρυσά νομίσματα είχαν να ανταγωνιστούν από τον 7ο αιώνα και μετά, τη συνεχώς αυξανόμενη κοπή των χρυσών αραβικών δηναρίων.

Τα αποθέματα της αυτοκρατορίας σε πολύτιμα μέταλλα, σε χρυσό και άργυρο, ήταν αρκετά. Είναι πραγματικά χαρακτηριστική η συχνή μνεία των πολύτιμων μετάλλων στον Θεοδοσιανό και στον Ιουστινιάνειο Κώδικα. Τα πρόστιμα εκφράζονται σε ποσότητα αργύρου από την εποχή του Κωνσταντίου σε χρυσό από το 379 και κυμαίνονται μεταξύ 20 και 100 λίτρων. Οι απολαβές των ανώτατων υπαλλήλων σε χρυσό και άργυρο είναι εντυπωσιακές.

Άλλες πληροφορίες μαρτυρούν επίσης για τη σχετική αυτή αφθονία στην Αντιόχεια, το 386, ο δεσμοφύλακας αποσπά από κάθε φυλακισμένο ένα χρυσό νόμισμα κάθε μέρα. Οι διάδικοι που άλλοτε προσέφεραν δώρα στους δικαστές σε είδος τώρα, τους προσφέρουν χρυσό και άργυρο. Ο Θεοδόσιος, το 381 απαγορεύει στους ιδιώτες να δανείζονται χρυσό από τα δημόσια ταμεία. Ο νόμος του 386 ορίζει το ανώτατο ποσό χρυσού και αργύρου που επιτρέπεται να φορτωθεί στις ταχυδρομικές άμαξες σε 50 λίτρες χρυσού και 1000 αργύρου για το δημόσιο, σε 30 λίτρες χρυσού και 50 λίτρες αργύρου για τους ιδιώτες. Στη διαθήκη του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού αναγράφονται κληροδοτήματα σε χρυσό.

Οι πραγματικές βάσεις του νομισματικού συστήματος του βυζαντινού κράτους μπαίνουν από τον Μ. Κωνσταντίνο που επέβαλε το χρυσό κανόνα. Τη βάση του νέου αυτού νομισματικού συστήματος αποτελεί το χρυσό νόμισμα ο «χρύσινος» ή το «νόμισμα» (solidus). Η καθαρότητα του τίτλου και η σταθερότητα του βάρους του χρυσού νομίσματος θα εξασφαλίσουν την υπεροχή του βυζαντινού νομίσματος στη διεθνή αγορά από αιώνες.

Κατά τη βασιλεία του Αναστασίου ξοδεύτηκαν τεράστια ποσά για έργα όπως τα τείχη της Κωνσταντινούπολης ή την οχύρωση και την ανακαίνιση του Δάρας στην Ανατολή. Παρ’ όλα αυτά ο παλιός αυτός διοικητικός υπάλληλος που έγινε αυτοκράτωρ, αποδείχθηκε μεγαλοφυής αφού κατόρθωσε να ανορθώσει τα οικονομικά του ανατολικού κράτους σε σημείο ανεπανάληπτο.

Το νομισματικό σύστημα που στηριζόταν στις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου ήταν πολεμικό. Τα αγαθά περνούσαν από τις διάφορες βαθμίδες συναλλαγής χωρίς παρεμβολή από το νόμισμα και αυτό περιόριζε αρκετά τη νομισματική κυκλοφορία. Το κράτος που διέθετε το «νόμισμα» διέθετε επίσης και συναλλακτικό χρήμα χάρη στην κρατική αγορά.

Τα αργυρά και χάλκινα κέρματα, υποδιαιρέσεις του χρυσού νομίσματος πάθαιναν συνεχώς υποτιμήσεις ή ανατιμήσεις και η κυκλοφορία τους μεγάλωνε μαζί με τα κρατικά χρέη. Εξάλλου, το νόμισμα για συναλλαγές δε μπορεί να διατηρηθεί παρά μόνο σ’ ένα κράτος ικανό να επιβάλλει την κυκλοφορία του. Μόλις μειωνόταν η κρατική εξουσία σε μια επαρχία εξαφανιζόταν εκεί το συναλλακτικό χρήμα. Αυτό ακριβώς το κακό κατόρθωσε να θεραπεύσει ο Αναστάσιος μετά την κατάπνιξη της ανταρσίας των Ισαύρων το 498. Ολόκληρη η οικονομική πολιτική του Αναστασίου ήταν προσανατολισμένη προς τα φτωχά στρώματα και ευνοούσε την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας. Η πληρωμή των φόρων γινόταν με τα πραγματικά κυκλοφορούντα «νομίσματα» και τις υποδιαιρέσεις τους.

Από τα μέσα του11ου αιώνα είναι έκδηλα τα σημάδια της οικονομικής κρίσης. Εμφανίζονται με τη διαταραχή του νομισματικού συστήματος. Η νομισματική κυκλοφορία της περιόδου αυτής χαρακτηρίζεται από πραγματικό χάος που περιγράφεται με ζωντανά χρώματα στη φοροτεχνική πραγματεία που ονομάζεται «Νέα Λογαρική».

Από το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, όπως αναφέραμε παραπάνω, μπαίνει σε κυκλοφορία παράλληλα με το παλαιό χρυσό solidus, ένα άλλο χρυσό νόμισμα το «τεταρτηρόν» λίγο ελαφρύτερο από το πρώτο. Εκτός από την εμπορική σκοπιμότητα που εξυπηρετούσε η έκδοση του «τεταρτηρού» σύμφωνα με την αντίληψη των χρονογράφων της εποχής η έκδοσή του είχε σκοπό την αύξηση των εσόδων του δημόσιου ταμείου αφού η εισφορά προς το κράτος θα εισπράττονταν με το βαρύ νόμισμα και οι δημόσιες πληρωμές θα γινόταν με το ελαφρύτερο. Οι δύο τύποι των χρυσών νομισμάτων, το βαρύτερο χρυσό νόμισμα και το ελαφρύτερο «τεταρτηρόν» συνεχίζουν να εκδίδονται αλλά το καθένα έχει διαφορετική εξωτερική μορφή ώστε να διακρίνονται εύκολα.

Από την εποχή του Κωνσταντίνου Θ΄ του Μονομάχου για πρώτη φορά στην ιστορία της αυτοκρατορίας αρχίζει μια συνεχής αλλοίωση του τίτλου καθαρότητας όλων των χρυσών νομισμάτων. Τα νομίσματα περιέχουν ολοένα μικρότερη ποσότητα χρυσού και μεγαλύτερη ποσότητα άλλων μετάλλων.

Το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα βρίσκεται στην κυκλοφορία πλήθους «νομισμάτων» με διαφόρους τίτλους καθαρότητας και με διαφορετική μεταλλική σύνθεση. Η σχέση μεταξύ των νομισμάτων αυτών μεταβάλλεται συνεχώς και δημιουργεί πραγματικό χάος στην αγορά. Έτσι χωρίς αμφιβολία η εσωτερική συνοχή του νομισματικού συστήματος έχει κλονιστεί. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι σε έγγραφα, που αφορούν πληρωμές μισθών ή φόρων, οι συντάκτες αισθάνονται την ανάγκη να προσδιορίσουν ακριβώς το νόμισμα με το οποίο θα γίνονται οι πληρωμές.

Η νομισματική αταξία φανερώνει μια γενικότερη οικονομική κρίση για την οποία οι πληροφορίες των πηγών της εποχής δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία. Δίπλα στην αύξηση των εσόδων του κράτους, με τον ολοένα μεγαλύτερο αριθμό υπαλλήλων και τις χωρίς φειδώ παραχωρήσεις των κρατικών εσόδων σε προνομιούχους ιδιώτες, εκκλησιαστικούς και λαϊκούς, μαρτυρείτε η ελάττωση της αγροτικής παραγωγής.

Η έλλειψη χρημάτων για την στρατολογία μισθοφόρων, προκειμένου να αντιμετωπίσει την επίθεση των Νορμανδών, ανάγκασε τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό να καταφύγει στη δήμευση των εκκλησιαστικών περιουσιών (ιερών σκευών) για την κοπή νομισμάτων. Για τον ίδιο σκοπό επίσης αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει τον χαλκό και τα πολύτιμα μέταλλα μερικών δημοσίων έργων. Είναι βέβαιο ότι ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός εξέδωσε νέο χρυσό νόμισμα με σχετικά υψηλό τίτλο καθαρότητας που διατηρήθηκε ως το τέλος της περιόδου (1204).

Ανακεφαλαιώνοντας, μπορούμε να πούμε ότι ο έλεγχος στη νομισματική πολιτική από τους αυτοκράτορες, βοήθησε το Βυζαντινό Κράτος στην οργάνωση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, δηλαδή την αποτροπή αισχροκέρδειας και διαφθοράς, τον έλεγχο της παραγωγής και διακίνησης των προϊόντων, την αποτροπή θησαυρισμού με παραχάραξη νομισμάτων. Η οικονομική ανάπτυξη ή η κρίση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχε άμεση αντανάκλαση, όπως άλλωστε αυτό είναι αναμενόμενο, στη χρήση και στην αξία του νομισματικού συστήματος.

Βυζαντινή Διπλωματία και Πολιτική Ιδεολογία  Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

Βυζαντινή Διπλωματία και Πολιτική Ιδεολογία

Η Βυζαντινή Διπλωματία ως συνιστώσα της πολιτικής θεωρίας και ιδεολογίας των Βυζαντινών παρουσιάζει ορισμένα προβλήματα που σχετίζονται με τη διπλωματική ως επιστήμη και με τα λιγοστά διασωθέντα επίσημα, διπλωματικά έγγραφα του Βυζαντινού κράτους.

Σ΄αυτό το σύντομο άρθρο η διπλωματία θα αντιμετωπιστεί ως ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εξωτερικής και εσωτερικής ζωής του Βυζαντίου, που το διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα μεσαιωνικά πολιτικά μορφώματα και καθιστούν την οργάνωσή του προηγμένη και σχετικά ορθολογική.

Με τη σταθεροποίηση της κληρονομικής διαδοχής με το θεσμό της συμβασιλείας και συνακόλουθα με τη δημιουργία δυναστειών που παραμένουν για πολύ καιρό στο θρόνο, δυνάμωσε ο κρατικός συγκεντρωτισμός καθώς και η απαίτητηση του αυτοκράτορα για απόλυτη εξουσία.Επί της Μακεδονικής δυναστείας και ειδικότερα επί του Λέοντος Στ΄ του Σοφού, καταλύθηκαν και οι τελευταίες εξουσίες της Συγκλήτου, κυρίως το δικαίωμα να μετέχει συμβουλευτικά στην επεξεργασία και στην έκδοση νόμων, προνόμιον που περιέρχεται εξ’ ολοκλήρου στο μόναρχον κράτος.Και βέβαια εκεί που φαίνεται καθαρότερα ο απόλυτος συγκεντρωτισμός της αυτοκρατορικής αρχής, είναι στην αυστηρή ιεραρχία της κρατικής διοίκησης, η οποία είναι επακριβώς προκαθορισμένη, όπως φαίνεται από τα διάφορα ”Τακτικά” της εποχής.

Αυτός ο συγκεντρωτισμός της αυτοκρατορικής αρχής εφοδίασε, με την πάροδο του χρόνου, τη διπλωματία μ΄ένα έντονο επίστρωμα επίδειξης, το οποίο, όπως διαγράφεται μέσα από τα έργα του Κωνσταντίνου Ζ΄του Πορφυρογεννήτου, αποσκοπεί στη δημιουργία εντυπώσεων για την επιβολή του μεγαλείου της αυτοκρατορίας και του ίδιου του Βυζαντινού αυτοκράτορα.Και οι Βυζαντινοί, πραγματικά, πίστευαν ακράδαντα στην αποτελεσματικότητα αυτών των εντυπώσεων.Αυτό, ίσως σήμερα, να μας φαίνεται αφελές.Είμαστε σίγουροι ότι αν βρισκόμασταν στη θέση των επισκεπτών της Κωνσταντινούπολης, θα προσπαθούσαμε ν’ ανακαλύψουμε πίσω από το θέαμα την πραγματικότητα, και φυσικά το κριτήριό μας στην εκτίμηση της δύναμης του Βυζαντίου θα ήταν η κρυμμένη πραγματικότητα κι όχι το φαινόμενο.Κι ίσως οι συσκευές της Ανατολικής ρωμαικής αυτοκρατορίας που προκαλούσαν εντύπωση να μας φαινόντουσαν ακόμη πιο αφελείς από ότι η ίδια η διπλωματική πολιτική.”Θα μπορούσαν, άραγε, ακόμη κι οι πιο απλοικοί βάρβαροι να πάρουν στα σοβαρά τα μηχανικά παιχνίδια που βρίσκονταν στην αίθουσα του θρόνου”; αναρωτιέται ο Arnold Toynbee. Ο Λατίνος επίσκοπος Κρεμώνας Λιουτπράνδος, απεσταλμένος του Πάπα στην Κωνσταντινούπολη, αναφέρει με κάποια αυταρέσκεια ότι, κατά την πρεσβεία του στον Κωνσταντίνο τον Ζ΄ στα 949, δεν φοβήθηκε καθόλου όταν τα χρυσά λιοντάρια τον χαιρέτησαν με τον τεχνητό βρυχηθμό τους.Αλλά παραδέχεται ότι η αταραξία του οφειλόταν μόνο στην πρόνοιά του να πληροφορηθεί προκαταβολικά για τις εκπλήξεις που τον περίμεναν.

Οπωσδήποτε, ένας λιγότερο αφελής τρόπος εντυπωσιασμού των βαρβάρων ήταν η επίδειξη των αρχιτεκτονικών και καλλιτεχνικών επιτευγμάτων του Παλατιού και της πόλης.Οι αυτοκρατορικές υπηρεσίες ήταν ιδιαίτερα επιδέξιες στο να διασκεδάζουν τους σημαντικούς ξένους άρχοντες ή απεσταλμένους τους, με σκοπό να τους εντυπωσιάσουν με το μεγαλείο και την πολυτέλεια της Πόλης.Για τη διακόσμηση, μάλιστα, εκείνων των σημείων του ιερού Παλατίου που θα χρησίμευαν για την υποδοχή των ξένων, δανείζονταν κοσμήματα, είδη χρυσοχοικής και χρυσοκέντητες κουρτίνες απ΄τις εκκλησίες.Η Νέα και άλλες εκκλησίες που βρίσκονταν μέσα στον περίβολο του Ιερού Παλατίου, έπρεπε, οπωσδήποτε, να συνεισφέρουν μ΄όλα τους τα μέσα.Η Υπεραγία Θεοτόκος του Φάρου παρείχε στο παλάτι γιρλάντες πολυελαίων με ασημένιες αλυσίδες, ένα σταυρό κι ένα χρυσό περιστέρι.Το μοναστήρι των Αγίων Σεργίου και Βάκχου(η μικρή Αγία Σοφία που βρισκόταν κοντά στον Ιππόδρομο), μοιραζόταν με τη Νέα Εκκλησία, που προαναφέρθηκε, την τιμή της παροχής διακοσμητικών μέσων για το μεγάλο Τρίκλινο της Μαγναύρας-το κεντρικό σημείο υποδοχής, αφού αυτή η αίθουσα περιείχε τον Σολομωνικό θρόνο.Όμως, από τον κατάλογο των εκκλησιών που δάνειζαν τους θησαυρούς τους, λείπουν η Αγία Σοφία και οι Άγιοι Απόστολοι, αλλά αυτές οι εκκλησίες δάνειζαν τις χορωδίες τους, φυσικά με αμφίεση που ταίριαζε στην κάθε περίσταση.

Οπωσδήποτε, η διπλωματία του Βυζαντίου ,όπως άλλωστε και κάθε διπλωματία, δεν γνώριζε ηθικές αναστολές.Όταν το επέβαλαν τα πράγματα, η διπλωματία δεν δίσταζε να υποκινήσει μια ξένη φυλή εναντίον ομοθρήσκων γειτόνων.Γιατί οι Βυζαντινοί θεωρούσαν ως αρχή αποτελεσματικής πολιτικής να παρεμποδίζουν ένα πραγματικό ή ένα πιθανό εχθρό παρεμβάλλοντας δυσκολίες στο δρόμο του.Οι πολιτικοί γάμοι επίσης έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στην πολιτική και πολιτιστική επιβολή του Βυζαντίου, όπως πράγματι έπαιζαν και οι υποδοχές ανθρώπων των οποίων και η απλή παρουσία στη βυζαντινή αυλή μπορούσε ν΄ασκήσει πίεση επί εξωτερικών δυνάμεων.Πάντως, ένα πράγμα είναι βέβαιο:η διπλωματία απαιτούσε μεγάλες δαπάνες σε χρήματα.

Κατά τη Μεσοβυζαντινή εποχή, αρμόδιος για την υποδοχή των βαρβάρων απεσταλμένων ήταν ο λογοθέτης του δρόμου.Αυτός ως ανώτατος προιστάμενος του cursus publicus φρόντιζε με τους χαρτουλαρίους του ”δρόμου” να έχουν οι ξένοι πρεσβευτές σίγουρο ταξίδι ως την πρωτεύουσα, όπου φιλοξενούνταν στο αποκρισιαρίκιο που το διοικούσε ο κουράτωρ και εξυπηρετούνταν από τον ”από των βαρβάρων”, ο οποίος κάλυπτε όλες τις ανάγκες τους, και από τους ερμηνευτές που ήταν οι διερμηνείς στις συνομιλίες με τις βυζαντινές αρχές.Εδώ τελειώνει η πρώτη φάση της υποδοχής των ξένων αξιωματούχων.Κατά τη δεύτερη φάση οι ξένοι παρουσιάζονταν στον αυτοκράτορα. Συνήθως αυτό γινόταν μερικές μέρες μετά τον ερχομό τους και οδηγούνταν, υπό τη συνοδεία του ”λογοθέτη του δρόμου” μέσα από τις λαμπρές αίθουσες του παλατιού που τις φρουρούσαν στρατιώτες με αστραφτερά όπλα, ενώ γύρω τους βρίσκονταν πολυάριθμοι αξιωματούχοι ντυμένοι με τις μεγαλόπρεπες και χρυσοποίκιλτες στολές της αυλής.Όταν, μετά από μεγάλη διαδικασία, έφταναν επιτέλους στην αίθουσα του θρόνου, ο αυτοκράτωρ παρατηρούσε τον ξένο χωρίς να του απευθύνει ούτε μια φορά το λόγο, αφήνοντας στο ”λογοθέτη του δρόμου”, που στεκόταν στο πλάι, τη φροντίδα να ρωτήσει τον επισκέπτη για το σκοπό της επίσκεψής του.

Είναι φανερό ότι μια τέτοια διαδικασία προκαλούσε δέος και σχεδόν θρησκευτικό σεβασμό στον, κατά κανόνα, άξεστο ξένο για τον αυτοκράτορα και την αυτοκρατορία.Ο Λιουτπράνδος της Κρεμώνας χλεύασε τις πομπώδεις τελετές και τις ”γελοίες προσποιήσεις” της Βυζαντινής αυλής, όμως απέτυχε όπως απέτυχαν αργότερα και οι αρχηγοί των Σταυροφοριών να συλλάβει το νόημα του κλασσικού κόσμου, που, παραδόξως, επιζούσε μέσα σ΄ένα μεσαιωνικό περιβάλλον.Για τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου η αδιάσειστη βεβαιότητα ότι το κράτος του,περιβαλλόμενο παντού από βαρβάρους, εκπροσωπούσε τον ίδιο τον πολιτισμό, δικαιολογούσε κάθε μέσο το οποίο θα ήταν κατάλληλο για την επιβίωσή του, ενώ η υπερήφανη συνείδηση του διπλού τίτλου στην εξουσία του κόσμου-κληρονόμος της παγκόσμιας ρωμαικής αυτοκρατορίας και αντιπρόσωπος του ίδιου του Θεού- του έδιναν το σθένος να αντιμετωπίζει τους εχθρούς, όταν μάλιστα η πρωτεύουσα και το κράτος φαινόντουσαν καταδικασμένα.

Όμως κι ο τρόπος που οργανώνονταν οι βυζαντινές πρεσβευτικές αποστολές δείχνει την προσπάθεια των βυζαντινών να καταπλήξουν και να εντυπωσιάσουν τους ξένους.Ο Συνεχιστής του Θεοφάνη μας παραδίδει:”Επεί δε τω παλαιώ έθει επόμενος εβούλετο τοις της Άγαρ τα της αυτοκρατορίας ποιήσαι κατάδηλα…προς την τοιαύτην άξιον διακονίαν κρίνει Ιωάννην τον τότε μεν σύγκελλον, αυτού δε πρότερον, ως έφθημεν ειπόντες, διδάσκαλον.Πολιτικής γαρ ευταξίας τούτον πλήρη τυγχάνοντα, ου μην δε και τη αιρέσει τούτου συμπαραμένοντα, έτι γε μην και το προς τους αντιρρητικούς λόγους κεκτημένον δραστήριον, ηγάπα ούτος και διαφερόντως των κατ΄ αυτών απάντων εσέμνυνεν”.Οι βυζαντινοί πρεσβευτές ταξίδευαν φέρνοντας μαζί τους πολύτιμα δώρα που προορίζονταν για τους ανώτατους αξιωματούχους της ξένης χώρας οι οποίοι θα έπαιρναν μέρος στις διαπραγματεύσεις.Οπωσδήποτε τα δώρα χρησίμευαν για να τους προδιαθέσουν ευνοικά απέναντι στις βυζαντινές προτάσεις.Και πάλι ο Συνεχιστής του Θεοφάνους αναφέρει:”Μάλλον δε και μάλλον βουλόμενος εξάραι τα Ρωμαίων πράγματα, τους εφ’ οιαδηποτούν αιτία προς αυτόν φοιτώντας, μεγάλη τε και μικρά, σκεύος τι αργύρεον χρυσίου πληρών εκάστω επεδίδου φιλοτιμούμενος”.

Από παλιότερους μελετητές, η βυζαντινή διπλωματία όσον αφορά στις σχέσεις με ξένους λαούς είχε, άδικα, κατηγορηθεί για αδεξιότητα.Η σημερινή έρευνα όμως υποστηρίζει ότι ακριβώς στο θέμα αυτό έδειξαν θαυμαστή ικανότητα ευκαμψίας και προσαρμοστικότητας.Κι αυτή η ικανότητα έδινε στην κυβέρνηση μια υπεροχή την οποία, συχνά, εκμεταλλευόταν απόλυτα.Το γεγονός αυτό φαίνεται, επίσης, απ’ τη διπλωματική αντιμετώπιση στάσεων στο εσωτερικό του κράτους.Ο αυτοκράτορας, χρησιμοποιώντας την επιβολή και το κύρος που του παρέχει η αποκλειστικότητά του καθώς και άφθονο χρήμα, κατορθώνει να αποσοβεί τον κίνδυνο.Μια τέτοια περίπτωση κατέγραψε ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, η οποία αφορά στάση Σλάβων της Θεσσαλονίκης στα χρόνια του Μιχαήλ του Γ΄.Ο αυτοκράτωρ πρόλαβε τη στάση με τον ακόλουθο τρόπο:”Χρη ειδέναι, όπως εδέξατο Μιχαήλ ο Βασιλεύς Σκλάβους τους ατακτήσαντας εν χώρα τη Σουβδελιτία και ανελθόντας εις τα όρη και πάλιν καταφυγόντας τη αυτοκρατορική και υψηλή βασιλεία.Περιβαλλόμενος ο Βασιλεύς σαγίον πορφυρούν έχον περίκλεισιν χρυσήν, από μαργαριτών ημφιεσμένην, περιθείς και στέφανον επί της εαυτού κεφαλής εκ λίθων και μαργάρων ημφιεσμένον. όπερ καισαρίκιον λέγεται, εκάθισιν επί του σέντζου εν τω χρυσοτρικλίνω.Και γενομένης δοχής, εξήλθεν οστιάριος βαστάζον βεργίον, και εισήξεν αυτούς μετά και του λογοθέτου.Και μετά το διαλεχθήναι αυτοίς τον βασιλέα εξήλθον, και ευθέως εισήχθησαν έτεροι Σκλάβοι Θεσσαλονίκης αρχοντίας και αυτοί υπό ενός οστιαρίου, ον τρόπον και οι προ αυτών.Και διαλεχθείς και αυτοίς ο βασιλεύς, ως εβούλετο, δεδωκώς αυτοίς ανοί ενός εσωφορίου, ως υπηκόοις αυτού, και εξήλθον και αυτοί”.

Συμπερασματικά και ανακεφαλαιωτικά μιλώντας, όλοι οι διπλωματικοί τρόποι που εξεύρισκε το Βυζαντινό Κράτος αποσκοπούσαν να εξάρουν τη μοναδικότητα, την ιερότητα, την πνευματική και υλική ανωτερότητά του έναντι όλων των άλλων μεσαιωνικών ηγεμονιών και από αυτή την άποψη αντικατοπτρίζουν πτυχές της πολιτικής θεωρίας και ιδεολογίας των Βυζαντινών.

Απόπειρα απάντησης στο αίνιγμα της ανάγνωσης,  Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

 

Απόπειρα απάντησης στο αίνιγμα της ανάγνωσης

Πριν αρκετά χρόνια πήρα εντελώς αναπάντεχα για τους κοντινούς μου τη μεγάλη απόφαση να τα “αλλάξω” όλα, γύρω μου και μέσα μου.

Έτσι απότομα, σχεδόν μέσα σε μια νύχτα, τους ξάφνιασα, δηλώνοντας έμπρακτα πως από δω και πέρα πλέον θα ακολουθήσω τους εσωτερικούς μου ρυθμούς και τη φωνή της σιωπής μου.

Όμως συνήθως όλες οι μεγάλες αποφάσεις έτσι παίρνονται, δουλεύει από καιρό η σκέψη στα εντός σου τριβελίζοντας νου και καρδιά, μέχρι που ξαφνικά τελεσιδικεί. Βίαια και απότομα μοιάζει στους ανύποπτους που δεν αντιλαμβάνονται τι συντελείται μέσα στην ψυχή σου, από ποιους σκοτεινούς λαβυρίνθους προσπαθείς να βγεις σε ξέφωτο . Μια πτώση από τα σύννεφα, μια απογοήτευση, μια απώλεια, ελπίδα ίσως για ένα νέο ξεκίνημα, πολλοί και διάφοροι οι λόγοι αυτής της απόφασης νοερής «φυγής».

Αβέβαιη στην αρχή, δεν ήξερα αν πήρα τη σωστή απόφαση. Ήξερα μόνο γιατί «φεύγω», όχι που ακριβώς πάω. Είχα λόγους να απομακρυνθώ από όσα με πλήγωναν, αλλά ψυχανεμιζόμουν πως δεν θα ήταν και παράδεισος η νέα μου ζωή. Ατέλειωτες ώρες βούλιαζα στους μαιάνδρους του μυαλού μου… Κάποια φορά συναντηθήκαμε, εγώ και η φωνή της σιωπής μου. Κουβαλούσαμε την αμηχανία αυτών που έχουν πολλά να πουν και δεν βρίσκουν λόγια να τα εκφράσουν. Πιο πολλές ήταν οι σιωπές και αυτά που δεν κατάφεραν να ειπωθούν αλλά κάπου βρέθηκε το νήμα, η χρυσή κλωστή της αφήγησης που συνδέει τη φαντασία με την πραγματικότητα. Ιστορίες, συγγραφείς, αναγνώστες…

Αρκεί ένα βιβλίο, λοιπόν, και γαντζώνεσαι; Αποφεύγεις την πραγματικότητα και πλάθεις μια άλλη; Είναι η δίψα για το άγνωστο που κρύβεται μπροστά σου και σε προκαλεί; Ανήκεις σε αυτούς που αναζητούν την επιβεβαίωση των πιστεύω τους σε ένα βιβλίο; Είναι όλα αυτά που γυρνάνε σα σβούρα, αξεδιάλυτα μέσα σου και αδυνατείς να εκφράσεις; Είναι απρόσιτες καταστάσεις που θα ήθελες να ζήσεις; Ένας τρόπος να κρυφτείς από τον ίδιο σου τον εαυτό; Είναι μια δίψα να μάθεις; Μήπως απλά γεμίζεις τον άδειο σου χρόνο, «σκοτώνεις» την ώρα σου; Είναι κάτι που σε εξυψώνει και σε πλουτίζει εσωτερικά; Το κάνεις για να ξεχαστείς, να λησμονήσεις τα «άγρια» της ζωής σου; Γιατί αγνοείς επιδεικτικά το ολόγιομο φεγγάρι, τον ήλιο που βασιλεύει στον ορίζοντα, χαρίζοντάς σου αξέχαστα δειλινά, ή το αφάνταστα αχνογάλαζο ξημέρωμα; Γιατί  αποκλείεις τόσες φορές τη ζωή που κυλάει γύρω σου με όλους τους σπαρταριστούς χυμούς της, για να απομονωθείς με ένα βιβλίο;

Πόσες απαντήσεις υπάρχουν σε αυτές τις ερωτήσεις; Δεκάδες, ίσως πολύ περισσότερες και  ίσως διαφορετικές μεταξύ τους. Νομίζω ότι πρέπει όλοι οι συστηματικοί αναγνώστες να αναρωτηθούμε το πώς και το γιατί βάλαμε στη ζωή μας τη συνήθεια του διαβάσματος για να αποκωδικοποιήσουμε αποτελεσματικότερα το αίνιγμα της  ψυχής μας, για να φωτίσουμε περισσότερο τα άδυτα της εσωτερικής μας ζωής και να προσεγγίσουμε, πολύπλευρα και βαθύτερα, το γνώθι σαυτόν. Απόλαυση, μανία, βάλσαμο, ταξίδι, όπως θέλετε το ονοματίζετε. Τι ήταν αυτό που μας οδήγησε, ή, τι είναι αυτό που προκαλεί τη διέγερση των αισθήσεων, των συναισθημάτων, του νου μέσα από το γραπτό λόγο.

Ίσως θα μπορούσε ο διάλογος με τον εαυτό μας και με τους άλλους να μας βοηθήσει να καταλήξουμε σε κάποιες απαντήσεις. Έχει σίγουρα τρομερό ενδιαφέρον να εντοπίσουμε πως βιώνει κάθε διαφορετικός χαρακτήρας μια ενέργεια σαν το διάβασμα, μια πράξη απομόνωσης μέσω της οποίας έρχεσαι σε επαφή με τις ιδέες, τις θεωρίες ή τα παραμύθια, με τις επιστήμες, τη γνώση, την κουλτούρα λαών, πολιτισμών, ανθρώπων-ατόμων και, λύνοντας το αίνιγμα της ανάγνωσης,  αποκτάμε όλο και περισσότερες δυνατότητες, και ταυτόχρονα πιθανότητες, να λύσουμε  το αίνιγμα του ψυχισμού μας.

Ψήγματα Βυζαντινού πολιτισμού της καθημερινότητας:  Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων  

Ψήγματα Βυζαντινού πολιτισμού της καθημερινότητας

Το Βυζάντιο ως κρατικό μόρφωμα και η Ορθόδοξη παράδοση συνδέονται στενά. Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία του βυζαντινού πολιτισμού είναι η πνευματικότητα.

Ωστόσο, η καθημερινότητα της ζωής των απλών ανθρώπων, τα Ψήγματα Βυζαντινού πολιτισμού της καθημερινότητας στις ποικίλες Όψεις της Βυζαντινής κοινωνίας, τα κοινωνικά προβλήματα, η σημασία της μόρφωσης στο μοναχισμό, η σημασία της εγγραμματοσύνης στην κοινωνική ζωή, το διαζύγιο και ο βιασμός, ο υπόκοσμος και οι φυλακές, η επαιτεία-ζητιανιά δεν μπορούν επ’ ουδενί να παραβλεφτούν από το μελετητή. Το Βυζάντιο αποτελεί επίσης ένα αναγκαίο συστατικό της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας. Τα τελευταία πενήντα χρόνια έχουμε δει στον Δυτικό Κόσμο μιαν αξιοσημείωτη ανάπτυξη των βυζαντινών σπουδών, σύμφωνα με τις οποίες το Βυζάντιο εκπροσωπεί μια συνέχεια επιλεγμένων στοιχείων της κλασικής παράδοσης, με όρους συνέχειας παρά αντίθεσης.  \

Μόρφωση και μοναχισμός, η σημασία της εγγραμματοσύνης στο Βυζάντιο

Σύμφωνα με τα καθιερωμένα, εθιμικώ και τυπικώ δικαίω, όταν ο ηγούμενος καταλάβαινε ότι πλησίαζε η τελευταία του στιγμή, καθόριζε τρεις υποψηφίους, τους πιο άξιους κατά την εκτίμησή του, ανάμεσα στα μέλη της μοναστικής κοινότητας,  από τους οποίους η κοινότητα έπρεπε να εκλέξει τον έναν. Συνέβαινε, όμως,  ορισμένες φορές οι μοναχοί να μη λαβαίνουν υπ’ όψιν τους τις υποδείξεις αυτές και να γίνονται επιλογές απίθανες, «απείρου κάλλους» κατά το κοινώς λεγόμενο, με τις οποίες τοποθετούνταν επικεφαλής της μονής άτομα τελείως αμόρφωτα και ακαλλιέργητα, που δεν γνώριζαν ούτε γραφή ούτε ανάγνωση. Ωστόσο τέτοια πρόσωπα αρκετές φορές έχαιραν μεγάλης συμπάθειας και εξαιρετικής δημοφιλίας. Το γεγονός αυτό υποχρέωσε τον Πατριάρχη Νικόλαο Γραμματικό (1084-1111) να συστήσει με επείγουσα εγκύκλιο στις θρησκευτικές κοινότητες να μην εκλέγουν αναλφάβητους ηγουμένους.

Το πιο σημαντικό πρόσωπο της μονής ύστερα από τον ηγούμενο, ήταν ο οικονόμος, άμεσος και στενός συνεργάτης αυτού. Ο οικονόμος είναι επιφορτισμένος με όλη τη διαχείριση της μοναστικής περιουσίας και κοινότητας. Αν η τελευταία κατέχει κτήματα- κι αυτή ήταν η πιο συχνή περίπτωση-τα διαχειρίζεται και εποπτεύει τους εργάτες  που εργάζονται σε αυτά. Την εποχή του θερισμού και του τρύγου στέλνει στα κτήματα ομάδες μοναχών, για να διευθύνουν την πορεία των εργασιών και στην ανάγκη να συμμετάσχουν σε αυτές. Στην αρμοδιότητά του ανήκει η τρομερά πολύπλοκη  λογιστική εργασία των μοναστηριακών επιχειρήσεων, οι λεπτεπίλεπτες σχέσεις με το δημόσιο ταμείο, που είναι ένας εχθρός πονηρός και ειδικευμένος στο να στήνει παγίδες. Τέλος αναλαμβάνει τη δικαστική εκπροσώπηση της κοινότητας στις πολλές δίκες, με τις οποίες τα μοναστήρια διεκδικούν περιουσιακά στοιχεία από τους γείτονες και τους πελάτες τους.

Στον εκκλησιάρχη η μονή συνήθως εμπιστευόταν τη φύλαξη του πολύτιμου υλικού που ανήκει στην εκκλησία της μονής, τα λειτουργικά βιβλία, τις «λειτουργικές»-άγιες  εικόνες, τα ιερά σκεύη, τα διάφορα κοσμήματα. Ο χαρτοφύλακας μεριμνά με τη σειρά του για το αρχείο του μοναστικού οίκου. Κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και το Μεσαίωνα, δυτικό και βυζαντινό, στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες, συντελούνταν μια πραγματική πνευματική κοσμογονία: με τον πλούτο των συγγραμμάτων τους, τα προνόμια και τους ισχυρούς συνδέσμους τους με τους ισχυρούς της κάθε περιόδου, συντέλεσαν σε αξιόλογες πνευματικές κινήσεις,  πολύπροπα ευεργετικές για τις αντίστοιχες ανθρώπινες κοινωνίες. Κατά τη Βυζαντινή μάλιστα εποχή, οι μονές με τις πλούσιες συλλογές χειρογράφων, κωδίκων που προέρχονταν από ποικίλα βιβλιογραφικά εργαστήρια, πολύτιμων αντικειμένων λατρείας και τέχνης, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο σε κάθε βυζαντινή αναγέννηση των γραμμάτων, σε όλους τους βυζαντινούς «ανθρωπισμούς» που εν είδει προανάκρουσης άνοιγαν ένα πρώιμο μονοπάτι στην Μεγάλη, Ιταλική Αναγέννηση. Αργότερα, όταν τα προϊόντα της τυπογραφίας κυκλοφόρησαν και στην υπόδουλη στους Τούρκους «Ανατολή», οι μοναστηριακές μας βιβλιοθήκες εμπλουτίστηκαν και με έντυπο υλικό. Παρά τις καταστροφές και τις λεηλασίες που επακολούθησαν, διέσωσαν χιλιάδες χειρόγραφα, σπάνια και λεπτουργημένα, αληθινά μνημεία του πνεύματος, της τέχνης, του πολιτισμού.

 

Διαζύγιο και βιασμός

Ο βυζαντινός νομοθέτης προβλέπει για τις άπιστες συζύγους ατιμωτικό διαζύγιο με την ακόλουθη νομική διατύπωση: «δεν είναι δίκαιο αυτός που παντρεύτηκε μια γυναίκα για να απολαύσει τις  χαρές ενός τίμιου γάμου, να είναι υποχρεωμένος να αναγνωρίζει ως σύζυγό του αυτή που διάψευσε τις προσδοκίες του, που παραβίασε τις συζυγικές της υποχρεώσεις και που παραδόθηκε χωρίς ντροπή στον εναγκαλισμό ενός άλλου…». Αυτό ίσχυε για τις παντρεμένες γυναίκες.

Η στάση του Βυζαντινού νομοθέτη απέναντι στην πράξη του βιασμού είχε υποστεί στη διάρκεια των αιώνων μια πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη από κοινωνικής απόψεως. Οι Ίσαυροι αυτοκράτορες του 8ου αιώνα δείχτηκαν απέναντί της σχετικά επιεικείς. «Εκείνος που θα βιάσει μια παρθένα, δηλώνει η 17η διάταξη της «Εκλογής», με τη συγκατάθεσή της, αλλά χωρίς οι γονείς της να το γνωρίζουν, αν θελήσει να την παντρευτεί κι αν οι γονείς συγκατατίθενται δε θα βρει  αντιμέτωπο το νόμο. Αν όμως οι γονείς ή κάποιος από τους αντίδικους αρνείται να δώσει τη συγκατάθεσή του, ο βιαστής υποχρεώνεται, αν είναι πλούσιος, να δώσει στη διακορευμένη κόρη μια λίβρα χρυσού. Αν είναι λιγότερο πλούσιος, θα δώσει τη μισή περιουσία του κι αν είναι τελείως φτωχός, θα του ξυρίσουν το κεφάλι κι αφού του δώσουν μερικούς ραβδισμούς, θα τον εξορίσουν».

Υπόκοσμος και φυλακές: οι φυλακές στο Βυζαντινό κράτος

Υπήρχαν στο Βυζάντιο ιδιωτικές φυλακές, στις οποίες ένα πρόσωπο με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιρροή, φυλάκιζε χωρίς να υπάρχει δικαστική απόφαση άτομα που είχαν συνωμοτήσει εναντίον του.  Επίσημα δεν επιτρεπόταν εκ του νόμου να λειτουργούν  αυτά τα ιδιωτικά σωφρονιστικά ιδρύματα  και ο νόμος καταδίκαζε αυτόν που έκλεινε κάποιον σε ιδιωτική φυλακή επί ποινή φυλακίσεως. Στην πράξη, όμως, αυτές οι συνήθειες που εδράζονται στην επιβολή του δικαίου του ισχυρότερου, διατηρήθηκαν μέχρι το τέλος της ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Οι  φυλακές κοινού ποινικού δικαίου διαχωρίζονται σε δύο κατηγορίες: εξωτερικές και εσωτερικές. οι πρώτες (εξώτεραι φυλακαί) , οι οποίες φωτίζονταν από το φως της ημέρας, προορίζονταν για τους προνομιούχους φυλακισμένους, που δεν ήταν δεμένοι με αλυσίδες. Οι δεύτερες (εσώτεραι ή ενδότεραι) ήταν βυθισμένες σε σχεδόν ολοκληρωτικό σκοτάδι. Μόνο οι διάδρομοι φωτίζονταν από ένα αμυδρό λύχνο λαδιού. Οι ειρκτές ήταν γεμάτες από καταδίκους. Οι φυλακισμένοι βρώμικοι, τυλιγμένοι με κουρέλια,  γεμάτοι ψείρες, δεμένοι με αλυσίδες από ένα πάσσαλο,  ξάπλωναν κατάχαμα, στο κρύο έδαφος.

Στις φυλακές δεν υπήρχαν μόνο κλέφτες. Έβλεπε κανείς δολοφόνους ανακατεμένους με χρεοφειλέτες, με μοιχούς, με μάγους, με επιτήδειους χαρτοκλέφτες, με τρελλούς και πνευματικά ή διανοητικά διαταραγμένους που έμεναν στη φυλακή αν η οικογένειά τους δεν ενδιαφερόταν γι αυτούς. Γυναίκες δεν υπήρχαν στις φυλακές. Αν παρουσιαζόταν περίπτωση που έπρεπε να τις περιορίσουν, τις έκλειναν σε μοναστήρι.

Οι επισκέπτες των συγγενών επιτρέπονταν υπό τον όρο ότι προηγουμένως θα δωροδοκούσαν αδρά, σε είδος και χρήμα, τους φύλακες. Οι τελευταίοι βρίσκονταν κάτω από τις διαταγές ενός αρχιφύλακα, ο οποίος έστελνε τους κρατουμένους να ζητιανέψουν στην πόλη. Όταν επέστρεφαν, τους έπαιρνε όλα τα χρήματα που τους έδιναν οι φιλεύσπλαχνοι διαβάτες, με το πρόσχημα ότι έπρεπε να πληρώσουν την τροφή που τους παρείχε η φυλακή. Οι δραπετεύσεις συνήθως τιμωρούνταν με θάνατο. Οι φύλακες που, είτε από συγκατάβαση είτε από απροσεξία, θεωρούνταν υπεύθυνοι για τη δραπέτευση, καταδικάζονταν στην ποινή της ειρκτής. Ο αρχιφύλακας τιμωρούνταν μόνο με μαστίγωση.

Στην εποχή των Κομνηνών εμφανίζεται μια τάση εξανθρωπισμού του θεσμού των φυλακών. Πλέον, οι καθημερινοί περίπατοι στο φως της ημέρας επιτρέπονται. Επιθεωρητές (ένα είδος κοινωνικών λειτουργών) επιφορτίζονται με την υποχρέωση να επισκέπτονται τις φυλακές κάθε Κυριακή και να ρωτούν τους κρατουμένους αν τους χορηγείται το καθορισμένο για αυτούς φαγητό. Μπορούσε επίσης να διαταχθεί η προσωρινή απόλυση του κρατουμένου όταν η δίκη του αργούσε πολύ, στην περίπτωση φυσικά που δεν κατηγορούνταν για φόνο.

Η επαιτεία-ζητιανά στο Βυζάντιο

Μετά τους κλέφτες και τους λοιπούς ποινικούς καταδίκους, ας εξετάσουμε τη θέση των ζητιάνων στη βυζαντινή κοινωνία. Οι ζητιάνοι αποτελούσαν κυριολεκτικά «συντεχνία», που τη διαμόρφωναν όσοι χαρακτηρίζονταν από τη βυζαντινή διοίκηση ως «πένητες». Σε αυτή την κοινωνική κατηγορία ανήκαν κυρίως ζητιάνοι, τα ορφανά μικρής ηλικίας που ήταν ουκ ολίγα λόγω πολέμων, δηώσεων και λοιμών-λιμών, οι εξασθενημένοι γέροι και γενικά οι άνθρωποι που ήταν ανίκανοι να εργαστούν και δεν είχαν τα μέσα να θρέψουν την οικογένειά τους.

Οι εκκλησιαστικές αρχές είχαν αναγνωρίσει από παλιά στο Βυζάντιο το «επάγγελμα» του ζητιάνου. Αυτή η ιδιότητα αναγνωριζόταν και γινόταν αποδεκτή με τα ίδια δικαιώματα που είχαν και οι άλλοι υπάλληλοι των εκκλησιαστικών υπηρεσιών, απολαμβάνοντας της υλικής βοήθειας της εκκλησίας. Η μέθοδος και οι τρόποι, όμως, της επαιτείας που χρησιμοποιούνταν, οδηγούσε στο να διαμορφώνεται ανάμεσα σ΄αυτούς τους δυστυχισμένους ανθρώπους μια παράξενη ιεραρχία: υπήρχε πρώτα η κατηγορία των «βοηθουμένων» που είχε εξελιχθεί σε ομάδα μικροεισοδηματιών, οι οποίοι εξασφάλιζαν έτσι το καθημερινό τους ψωμί  κι ένα καταφύγιο για να κοιμούνται-όσο πενιχρά κι αν ήταν αυτά-σε αντάλλαγμα μερικών μικρουπηρεσιών που προσέφεραν. Μέσα στα καθήκοντά τους, ίσως το κυριότερο, ήταν το να στέκονται ομαδικά στην είσοδο της εκκλησίας κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών εορτών, να παρευρίσκονται κανονικά κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας και να αντιδρούν με έντονο πάθος στα συγκινητικά μέρη του κηρύγματος. Αποκτώντας με τον τρόπο αυτό μια κοινωνική χρησιμότητα, ζούσαν με έξοδα της εκκλησίας μια απλή ζωή χωρίς στερήσεις.

Ιστορικά προβλήματα του βυζαντινού 7ου αιώνα  Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός,  Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

Ιστορικά προβλήματα του βυζαντινού 7ου αιώνα 

Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός,  Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

 

Η περίοδoς 324-642 έχει εξαιρετική σπουδαιότητα για τον Ελληνισμό. Στην διάρκειά της δημιουργήθηκαν οι ιστορικές προϋποθέσεις για την πολιτική αναβίωσή του.Η μετάθεση της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, η επικράτηση του Χριστιανισμού, ο χωρισμός του κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό, η διάλυση του Δυτικού κράτους και η ταύτιση της Αυτοκρατορίας με το ανατολικό τμήμα της, όπου πλειοψηφούσαν οι ελληνικοί και εξελληνισμένοι πληθυσμοί και κυριαρχούσε η ελληνική γλώσσα, επέφεραν βαθμιαία την μετατροπή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στο εκχριστιανισμένο ρωμαϊκό κράτος της Ανατολής, στην εξελληνισμένη αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής, στην ελληνική βυζαντινή αυτοκρατορία.

Η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν  είναι προϊόν στρατιωτικού κατορθώματος αλλά αποτέλεσμα της εξελίξεως του ρωμαϊκού κόσμου, που είχε ν’ αντιμετωπίσει ταυτόχρονα την εσωτερική κρίση (πολιτική και ηθική), τον βαρβαρικό κίνδυνο και τις περσικές διεκδικήσεις για την παγκόσμια κυριαρχία. Πραγματικά, η βυζαντινή αυτοκρατορία γεννήθηκε απ’ τη μεταμόρφωση, που κατά τον 4ο αι., υπέστη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία με την μεταφορά του κράτους (translatio imperii) απ’ τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι με απόφαση του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, που αναγνωρίσθηκε με τον χρόνο ως ο πρώτος βυζαντινός αυτοκράτωρ, χωρίς όμως να είναι και ο τελευταίος Ρωμαίος, ιδρύθηκε το Βυζάντιο, που αποτέλεσε απ’ τη γέννησή του ένα ιδιότυπο ιστορικό φαινόμενο: είναι η μόνη αυτοκρατορία που δεν κτίσθηκε πάνω στα ερείπια μιας άλλης, η μόνη που ήλθε στον κόσμο προικισμένη με μια  κληρονομιά, άρα η μόνη που δεν είχε να αντιμετωπίσει, άμεσα, τα προβλήματα της συστάσεως, αλλά τα πιο περίπλοκα της διατηρήσεως και της επιβιώσεως, και αυτό γιατί υπήρξε η μόνη αυτοκρατορία που υπήρξε κράτος προτού γίνει έθνος.

Ευθύς εξ’ αρχής μπορούν να ορισθούν τώρα οι δύο αρχές, συχνά αντιφατικές, που τροφοδοτούν όλη τη βυζαντινή ιδεολογία και πολιτική: η διατήρηση της ρωμαϊκής κληρονομιάς και συνάμα η φροντίδα για ενότητα και συγκρότηση εθνικής συνειδήσεως, στα πλαίσια της πολυεθνικής οικουμένης που εξουσίαζε η Ρώμη και κληρονόμησε το Βυζάντιο. Αυτές οι δύο αρχές αποτελούν τη σταθερή βάση της βυζαντινής προσπάθειας και σ’ αυτές οφείλεται ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των θεσμών της αυτοκρατορίας, οι οποίοι εφαρμόζονται σε διάφορες πραγματικότητες, γερνούν και εξαφανίζονται, χωρίς ποτέ να καταργούνται. Αυτές οι δύο αρχές, γεννούν, φωτίζουν και συνάμα ερμηνεύουν τις πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές κρίσεις, που συγκλόνισαν το Βυζάντιο σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης ζωής του και που συχνά απείλησαν την ίδια την ύπαρξή του. Οπωσδήποτε η Κωνσταντινούπολη δεν απάντησε στην Ρώμη με μια άλλη, νέα αυτοκρατορία, αλλά με την αλλαγή του πολιτικού προσανατολισμού και του τρόπου σκέψεως και ζωής.

Παρ’ όλα αυτά, η ρωμαϊκή αυτοκρατορική ιδέα, δηλαδή η προσπάθεια για την αποκατάσταση του «ρωμαϊκού κράτους» στα παλιά του σύνορα, θα παραμείνει ο ακρογωνιαίος λίθος της βυζαντινής ιδεολογίας. Η προσήλωση σ’ αυτήν, ή, αντίθετα, η εγκατάλειψή της-  άλλωστε πάντοτε πρόσκαιρη- καθορίζουν τον εκάστοτε προσανατολισμό της βυζαντινής διπλωματίας, υπαγορεύουν τα διοικητικά σχήματα που κατά καιρούς υιοθετεί η αυτοκρατορία.

Έτσι, δύο αντίθετες και αντιφατικές πολιτικές κατευθύνσεις συγκρούονται στο Βυζάντιο: η μία, ρεαλιστική κι ανανεωτική, αποβλέπει να συγκεντρώσει τις εθνικές προσπάθειες στην οργάνωση και στην προάσπιση του χώρου που παραμένει βυζαντινός. Η άλλη, ιδεαλιστική και συντηρητική, παραμένει προσηλωμένη στο όραμα της οικουμενικής αυτοκρατορίας και στην αποκατάσταση της ενότητας του χριστιανικού κόσμου υπό την αιγίδα της Νέας Ρώμης. Η πρώτη, θέτει αμυντικούς στόχους για την εξασφάλιση της βυζαντινής ανατολής. Η άλλη, επιλέγει σκοπούς επιθετικούς και σχεδιάζει την ανάκτηση της ρωμαϊκής Δύσεως με κάθε θυσία. Η μία είναι η συνετή πολιτική που οικοδομεί το μέλλον υπολογίζοντας τις δυνάμεις της αυτοκρατορίας. Η άλλη είναι ουτοπιστική, που ατενίζει νοσταλγικά το παρελθόν και προς χάρη του αναλώνει τις δυνάμεις της αυτοκρατορίας σε στρατιωτικές περιπέτειες με αβέβαιη έκβαση. Το Βυζάντιο, αντιμετωπίζοντας το δίλημμα «Κωνσταντινούπολη και Ρώμη» ή «Κωνσταντινούπολη χωρίς Ρώμη»- στο μέτρο που η Κων/πολη αντιπροσωπεύει τη ρωμαϊκή Ανατολή και η Ρώμη τη ρωμαϊκή Δύση- θα διχαστεί, θα αμφιταλαντευτεί και θα παραμείνει αναποφάσιστο: ανάλογα με την ιστορική στιγμή, ανάλογα με το ανθρώπινο και υλικό δυναμικό του και, κυρίως ανάλογα με την προέλευση, την ιδιοσυγκρασία και τα συμφέροντα των αυτοκρατόρων ή των φατριών που το διοικούν, θα επιλέγει άλλοτε τη μία και άλλοτε την άλλη απ’ τις δύο αυτές αντιφατικές πολιτικές. Θα εκπονήσει στο όνομα καθεμιάς απ’ αυτές τις δύο τάσεις, μεγαλεπήβολα στρατιωτικά και διπλωματικά προγράμματα, θα εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις διοικητικές, κοινωνικές και οικονομικές, ικανές να υπηρετήσουν την εκάστοτε πολιτική. Οπωσδήποτε όμως, η αυτοκρατορία, στην εκλογή οποιασδήποτε πολιτικής, δεν θα αποφύγει ποτέ τη σύγκρουση με ένα μέρος των υπηκόων της: έτσι εξηγούνται οι κοινωνικές, πνευματικές αλλά και οι θρησκευτικές κρίσεις που γνώρισε το Βυζάντιο σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και οι οποίες, όταν εξετάζονται απ’ την εξωτερική μορφή των εκδηλώσεών τους, φαίνονται συχνά μάταιες, άκαιρες και ανεδαφικές διαμάχες. Δεν πρέπει όμως να λησμονούνται οι λόγοι της υπάρξεώς τους: αποσκοπούσαν να συμφιλιώσουν στους κόλπους του κράτους και της Εκκλησίας πληθυσμούς που διέφεραν τόσο κατά την εθνική τους προέλευση και τις πολιτιστικές τους παραδόσεις, όσο και κατά την εθνική τους προέλευση και τις πολιτιστικές τους παραδόσεις, όσο και κατά τους πνευματικούς τους προσανατολισμούς. Κυρίως όμως διέφεραν κατά την κοινωνική και οικονομική τους ανάπτυξη και τα καθημερινά υλικά συμφέροντά τους.

Το πολυεθνικό κράτος του Βυζαντίου απλωμένο ως, τουλάχιστον τον 7ο αι., σε χώρες τριών ηπείρων, της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, δέχθηκε στους κόλπους του, ισότιμα, επιδράσεις διαφορετικών κόσμων και συγχώνευσε πολιτιστικές παραδόσεις πολύτροπες, πολυσήμαντες και αντίρροπες. Η βυζαντινή ισορροπία είναι ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων με την χριστιανική πίστη και την ελληνορωμαϊκή νοοτροπία. Ο συνδυασμός αυτός αποτέλεσε τις βάσεις του νέου πνεύματος που χαρακτηρίζει τον πολιτισμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Το Βυζάντιο, κι όχι η αρχαιότητα, αποτελεί την ιστορική αφετηρία του νεώτερου Ελληνισμού. Ιστορική συνέχεια του αρχαίου κόσμου, βάση της εμπειρίας του νεοελληνικού ανθρώπου, μέτρο μέγιστο της μεγαλωσύνης και του δυναμισμού του ελληνικού έθνους, αλλά και όριο του άμετρου μεγαλοϊδεατισμού του, το Βυζάντιο θα μείνει πάντοτε η κεντρική αναφορά της νεοελληνικής ιστορίας, εφόσον σημαίνει ταυτόχρονα την πρώτη φάση του νεώτερου Ελληνισμού και το τελευταίο επίτευγμα του φθίνοντος ελληνιστικού, ελληνοπρεπούς κόσμου. Έτσι, μπορεί ίσως κανείς να θεωρήσει το Βυζάντιο ως την κεντρώα περίοδο της ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, παρ’ όλο που, κατά το μεγαλύτερο μέρος της βυζαντινής εποχής, ο ελλαδικός χώρος μένει μακριά, σχεδόν αποξενωμένος απ’ το κέντρο που υπαγορεύει τις βαρυσήμαντες αποφάσεις. Εκτός από λιγοστές εξαιρέσεις- σχετίζονται κυρίως με την Θεσσαλονίκη και τη περιοχή της- η αρχαία Ελλάδα ως γεωγραφική ενότητα διαδραματίζει, κατά την βυζαντινή εποχή, επαρχιακό, δευτερεύοντα ρόλο, τόσο στην διαμόρφωση των δομών της κοινωνίας, όσο και στην επεξεργασία των θεσμών της αυτοκρατορίας που μένουν αποκλειστικό σχεδόν επίτευγμα της βυζαντινής πρωτεύουσας και του μικρασιατικού κόσμου.

Την εποχή του Ηρακλείου (αρχές 7ου αι.) τα ελληνικά έχουν ήδη επικρατήσει ως κατ’ εξοχήν επίσημη γλώσσα του βυζαντινού κράτους.

Είναι γνωστό ότι η αρχαία σκέψη φτάνει στο Βυζάντιο με το ένδυμα της ελληνόγλωσσης πνευματικής δημιουργίας, με τις μορφές κάθε είδους μνημείων και τεχνικών επιτευγμάτων και με τις δομές ενός ανεπτυγμένου δημοσίου βίου. Ωστόσο δεν πρέπει να λησμονείται ότι τα δραστικά μέτρα κατά της ειδωλολατρίας, απ’ τον 4ο έως τον 7ο αι., είχαν ως αποτέλεσμα να καταστρέψουν και να εξοστρακίσουν κάθε πνευματική εκδήλωση που δεν ήταν εμπνευσμένη απ’ τις αξίες του Χριστιανισμού. Καταστροφές αρχαίων ναών, βίαιοι θάνατοι φιλοσόφων, ομαδικοί διωγμοί πνευματικών ανθρώπων, καταδίκες για μαγεία πιστών του αρχαίου πανθέου είναι φαινόμενα συνηθισμένα…Μια σκέψη, μια ηθική, ένα δίδαγμα είναι το πνευματικό αίτημα των ανθρώπων της αυτοκρατορίας του 7ου αι. ενσαρκώνεται απ’ τον Ηράκλειο, τον θριαμβευτή της πίστεως, τον αυτοκράτορα σταυροφόρο.

Πνευματική συνοχή, ενότητα σκέψεως και πράξεως που βασίζεται στα διδάγματα και στην αποκαλυπτική αλήθεια της νέας θρησκείας, του Χριστιανισμού, διέπει τον άνθρωπο της εποχής. Ο όρος «φιλόσοφος» σημαίνει τώρα αυτόν που ασπάζεται το μοναχικό σχήμα και δέχεται τη θεία αποκάλυψη ως τη μόνη πραγματική αλήθεια. Τα ερωτηματικά του αρχαίου τρόπου σκέψεως του φιλοσόφου με την αρχαία έννοια, είναι τώρα δείγμα στείρας αρνητικής στάσεως, που οδηγεί αυτούς που εξακολουθούν να τα θέτουν, στον άγονο δρόμο της αιρέσεως. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χριστολογική κρίση και οι πολυώνυμες αιρέσεις, που συγκλόνισαν τους ανθρώπους της εποχής, βρήκαν οπαδούς μεταξύ αυτών που είχαν ανατραφεί λιγότερο ή περισσότερο, με την αρχαία σκέψη. Είναι επίσης σημαντικό ότι οι πνευματικοί εκπρόσωποι των ρευμάτων και κινημάτων που ορθώθηκαν απέναντι στην Κων/πολη, στην Εκκλησία και στο Κράτος της, προέρχονται όλοι σχεδόν απ’ τον κόσμο των ελληνιστικών μητροπόλεων, απ’ την Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια, απ’ τον κόσμο δηλαδή που συγκέρασε την γνωστική θεώρηση με το ελληνικό φιλοσοφικό μάθημα, απ’ τον κόσμο που είναι γέννημα του συναπαντήματος του αρχαιοελληνικού ορθολογισμού και του ανατολικού μυστικισμού. Πνευματικοί φορείς που ζουν και δρουν στις πόλεις της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, αν και διασαλεύουν με τις πνευματικές τους διαμάχες την αυτοκρατορική ειρήνη, ανοίγουν τελικά το δρόμο που επέτρεψε στην αρχαία γραμματεία ή τουλάχιστον σ’ ένα μέρος της, να μείνει κτήμα του βυζαντινού πνευματικού ανθρώπου και να περάσει έτσι στα χέρια των μορφωμένων της Ανατολής και της Δύσεως.

Υπέρτατη αρχή του κράτους, της κοινωνίας του Βυζαντίου, η αυτοκρατορική εξουσία είναι και μένει στην ουσία της απόηχος της ελληνικής πολιτικής θεωρίας και βασικό ρωμαϊκό επίτευγμα, προσαρμοσμένο βέβαια στο πνεύμα των καιρών. Νωρίς, οι τεχνικοί λατινικοί όροι που χαρακτηρίζουν την αυτοκρατορία βρήκαν τα ελληνικά αντίστοιχά τους. Τα βασιλικά, όμως επίθετα, που σημαίνουν αρχαίες αρετές, όλα σχεδόν ελληνικής καταγωγής και ρίζας, όπως «ευσεβής», «πράος», «φιλάνθρωπος», «νικητής», «ειρηνοποιός», παίρνουν τώρα τις διαστάσεις που τους δίνει η χριστιανική ηθική. Ο αυτοκράτωρ, υπέρτατη έκφραση του βυζαντινού κόσμου, είναι ο «πιστός εν Χριστώ βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων», τίτλος επίσημος, που κάθε στοιχείο του δηλώνει σημαντικά ορόσημα της βυζαντινής ιστορίας. Την Ορθοδοξία: «πιστός εν Χριστώ». Τη ρωμαϊκή οικουμενική κληρονομιά: «αυτοκράτωρ Ρωμαίων», όρος επίσημος που αποκλείει κάθε δικαίωμα φραγκικό, παπικό και γενικά δυτικό στον ρωμαϊκό τίτλο. Βαρυσήμαντος, τέλος, ο όρος «Βασιλεύς» επισκιάζει τελικά τον αυτοκρατορικό τίτλο: δηλώνει την συνέχιση της ελληνιστικής δυναστικής παραδόσεως και τη ζωτικότητα της θεωρίας που καθόρισε και διαμόρφωσε τις αρετές, οι οποίες αναδεικνύουν τον αυτοκράτορα φωτισμένο δεσπότη.

Η αραβική πρόοδος στον γεωγραφικό χώρο της άλλοτε περσικής αυτοκρατορίας και στις ακραίες περιοχές της βυζαντινής Ασίας και της Αφρικής, θα ανασυστήσει μια νέα, παγκόσμια δυαρχία, τη βυζαντινοαραβική. Θα φέρει ακόμη μια φορά σε αντίθεση τους Χριστιανούς του Βυζαντίου με αλλόδοξους πληθυσμούς της Ανατολής, οδηγώντας στον «αμφοτερισμόν», (έτσι ονομάζουν τα κείμενα την αμφίρροπη στάση), λαούς που βρέθηκαν διχασμένοι ανάμεσα στους δυο μεγάλους της εποχής, όπως π.χ. οι  Αρμένιοι, οι κάτοικοι της Γεωργίας, ακόμη και οι ίδιοι οι Άραβες, που πριν δημιουργήσουν το δικό τους κράτος, το ενιαίο χαλιφάτο της Δαμασκού, υπηρέτησαν , κατά φυλαρχίες, τους Βυζαντινούς και τους Πέρσες. Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι το Βυζάντιο είχε ως βάση τον πολυεθνικό γεωγραφικό χώρο της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, για να κατανοήσει γιατί επιζητούσε, συστηματικά, ουσιαστικές μορφές συνεργασίας με λαούς και πληθυσμούς που οι παραδόσεις τους ήταν συχνά ξένες, αν όχι αντίθετες, προς τα ελληνικά σχήματα ζωής και σκέψεως, προς τον ελληνομαθημένο, γενικά, κόσμο. Είναι αναμφισβήτητο ότι οι πληθυσμοί αυτοί θα επηρεάσουν με τη σειρά τους τη βυζαντινή ζωή, πριν επηρεάσουν με τις «βασικές» απαιτήσεις τους τον τρόπο διακυβερνήσεως της αυτοκρατορίας και πιο συγκεκριμένα τον τρόπο της επαρχιακής διοικήσεως. Ας τονιστεί ότι ένας απ’ τους βασικούς βυζαντινούς θεσμούς, τα «θέματα», θεωρήθηκε απόκτημα ανατολικών συνηθειών: ο μηχανισμός της λειτουργίας τους- στρατιωτικοποίηση της επαρχιακής οργανώσεως- μπορεί κατά μερικούς ερευνητές, εύκολα, να αναχθεί σε ανατολικά πρότυπα, παρόλη την απουσία επιστημονικών αποδείξεων που θα κατοχύρωναν την γνώμη αυτή.

Δεν πρέπει επίσης να ξεχνά κανείς ότι η Εκκλησία και η Ορθοδοξία, ο κλήρος και οι μοναχοί βρήκαν τους πρώτους και καλύτερους αντιπροσώπους τους ανάμεσα στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Ανατολής. Εξ’ άλλου, η Κωνσταντινοπολίτικη άρχουσα τάξη  όλων των εποχών, διοικητικοί, στρατιωτικοί, δικαστικοί, αυλικοί και εκκλησιαστικοί προέρχεται από τον αστικό κόσμο της Ανατολής. Επί αιώνες μάλιστα, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει με ασφάλεια αν μια από τις μεγαλουπόλεις της Ανατολής, η Αντιόχεια ή η Αλεξάνδρεια, δεν θα υποσκέλιζε και την ίδια την Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Άλλωστε ο Αρειανισμός και ο μονοφυσιτισμός που διασάλευαν τα θεμέλια της αυτοκρατορίας στα πρώτα της βήματα εκφράζουν, ίσως, μια μορφή της πάλης ανάμεσα στην πρωτεύουσα και στις επίδοξες πρωτεύουσες της  Ανατολής.

Οπωσδήποτε υπάρχουν πολλά χειροπιαστά δείγματα του σημαίνοντος ρόλου της Ανατολής στις τύχες του Βυζαντίου. Όπως πάντα, ο ρόλος αυτός δεν είναι μονομερής. Το Βυζάντιο έδωσε με τη σειρά του στην Ανατολή νέα πλαίσια ζωής. Η παμμεσογειακή και διαπόντια διάσταση  των επικοινωνιών και η διάδοση του Χριστιανισμού ανοίγουν το δρόμο πλουτισμού και διαφωτισμού πληθυσμών που δεν είχαν ως τότε αφομοιώσει το ελληνορωμαϊκό δίδαγμα. Δεν πρέπει, πραγματικά, να λησμονείται ότι ο Ελληνισμός δεν άγγιζε το σύνολο των λαϊκών μαζών της Ανατολής. Ολόκληροι πληθυσμοί, κυρίως της ενδοχώρας της έμειναν, έτσι, έξω από την οικουμένη που δημιούργησε η Ρώμη. Ο γοργός εκχριστιανισμός τους, εξάλλου, δείχνει την ενεργό αντίδραση προς τον επίσημο πολιτικό κόσμο και εξηγεί τη μορφή έντονης πνευματικότητας που πήρε η νέα θρησκεία στις χώρες της Εγγύς Ανατολής. Πραγματικά, τα φαινόμενα του ασκητισμού και του μοναχισμού, στις πιο καθαρές μορφές τους, είναι δημιουργήματα του Ανατολικού Χριστιανισμού και μας  οδηγούν, καθένα με τον τρόπο του, να καταλάβουμε την οξεία αντίδραση-αντίσταση που προέβαλε ο ανατολικός κόσμος στις κωνσταντινοπολιτικές κοσμικές και πολιτικές λύσεις, τις εμπνευσμένες από τα ελληνορωμαϊκά πρότυπα που τα στελέχη της πρωτεύουσας έδωσαν στο θρησκευτικό πρόβλημα. Ο εσωτερικός αυτός δυϊσμός εξηγεί την κρίση που πέρασε η αυτοκρατορία κατά τους πρώτους αιώνες της ιστορίας της και αποτελεί με τη σειρά του βασικό παράγοντα της βυζαντινής ιστορίας.

Η ιδεαλιστική ρωμαική πολιτική, έκφραση της οικουμενικής χριστιανικής αυτοκρατορίας, που ήταν σ’ όλη τη διάρκεια της πρωτοβυζαντινής περιόδου η επίσημη πολιτική της Κωνσταντινουπόλεως, είχε την επιδοκιμασία των ελληνορωμαϊκών πληθυσμών, ιδιαίτερα πολυάριθμων στις μεγάλες πόλεις και στις παραθαλάσσιες περιοχές. Το πολιτισμένο αυτό στοιχείο, γαλουχημένο με την οικουμενική αυτοκρατορική ιδέα και εύπορο χάρη στο εμπόριο, αποτελούσε την πνευματική αριστοκρατία που τροφοδοτούσε με διοικητικά στελέχη την αυτοκρατορία και την εκκλησία. Για πολλούς αιώνες η Κωνσταντινούπολη θα ερμηνεύει, με τις αποφάσεις των αυτοκρατόρων και των κυβερνήσεών της, τα συμφέροντά τους. Πραγματικά, η αυτοκρατορική πολιτική της πρωτοβυζαντινής περιόδου λίγο ενδιαφέρθηκε για το άλλο μέρος του πληθυσμού, το αγροτικό στοιχείο, το προσηλωμένο στις ανατολικές παραδόσεις και πολυάριθμο στο εσωτερικό της χώρας, ιδιαίτερα μάλιστα στις ασιατικές επαρχίες. Ο αγροτικός αυτός πληθυσμός, που έμεινε μακριά απ’ τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και που έδωσε στη νέα θρησκεία, στην οποία γρήγορα προσχώρησε εξαιτίας της κατώτερης κοινωνικής του θέσης, τον τόνο των παραδοσιακών μυστικιστικών του πεποιθήσεων, θα παραμείνει για πολύ καιρό στο περιθώριο του Βυζαντινού κράτους. Αξιόλογος αριθμητικά, σημαντικός και απαραίτητος για την ευημερία και την ισχύ της αυτοκρατορίας αλλά υποταγμένος στους μεγάλους γαιοκτήμονες, ιδιαίτερα μάλιστα στο στέμμα και στην Εκκλησία, ο αγροτικός πληθυσμός της Ανατολής δε θα ευνοηθεί αισθητά απ’ την πρόοδο της αυτοκρατορίας. Ζώντας στην άγνοια, στην ανέχεια και στην προκατάληψη, οι αγροτικές μάζες της ενδοχώρας θα οδηγηθούν, από το κοινωνικό και οικονομικό αδιέξοδο, σε αλλεπάλληλα φυγόκεντρα κινήματα. Σχίσματα πνευματικά και αιρέσεις, που συχνά έφεραν σε δύσκολη θέση το κράτος και την επίσημη εκκλησία, γεννήθηκαν, όπως αναφέρθηκε, όλα σχεδόν στην Ανατολή, υιοθετήθηκαν απ’ τον εγκαταλειμμένο και καθυστερημένο πληθυσμό της αυτοκρατορίας και αποτελούν τη μορφή την οποία προσέλαβε το ανατολικό πνεύμα σε αντίθεση προς το ελληνορωμαϊκό που κυριαρχούσε στην Κωνσταντινούπολη. Συχνά καταδιωγμένοι, πάντοτε νικημένοι απ’ τις βίαιες αντιδράσεις του Κράτους και της Εκκλησίας αλλά ποτέ αφομοιωμένοι ή υποταγμένοι, οι αγροτικοί πληθυσμοί της Ανατολής θα επωφεληθούν απ’ τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει η αυτοκρατορία σ’ αυτό το τμήμα της επικράτειάς της για ν’ αποτινάξουν το ρωμαϊκό ζυγό. Η Περσική πρόοδος και, κυρίως, η κεραυνοβόλος επιτυχία του Ισλάμ που χαρακτηριστικά θεωρήθηκε στην αρχή σα μια νέα χριστιανική αίρεση, δύσκολα μπορούν να ερμηνευτούν χωρίς τη σιωπηρή, αν όχι την απροκάλυπτη συνεργασία των πληθυσμών των ασιατικών επαρχιών με τον «εχθρό».

Την αντικωνσταντινοπολιτική, δηλαδή αντεθνική αυτή στάση και διαγωγή, θεώρησαν πολλοί ιστορικοί, ίσως με κάποια υπερβολή, ως τον κύριο παράγοντα που διευκόλυνε την διάβρωση της βυζαντινής εξουσίας και την πρόοδο της αραβικής κατακτήσεως. Αντίσταση λοιπόν απέναντι στην Κων/πολη και τον κόσμο της, που οδηγεί πρώτα στην πνευματική αντίθεση (απόδειξη οι αιρέσεις και οι χριστολογικές έριδες που συντάρασσαν την Εγγύς Ανατολή) και καταλήγει, ύστερα, στην σύμπραξη με τον εξωτερικό εχθρό και βέβαια στην αποκοπή από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο: αυτός είναι ο δρόμος που ακολούθησαν οι πληθυσμοί της Εγγύς Ανατολής απέναντι στο υπερεθνικό Βυζάντιο, το γαλουχημένο με τον κωνσταντινοπολιτικό ελληνορωμαϊκό εκλεκτικισμό.

Στο τέλος του 7ου αι. το Βυζάντιο θα χάσει όλες τις χώρες της Ανατολής (εκτός απ’ την Μ.Ασία) και της Αφρικής. Τα Ιεροσόλυμα πέφτουν στα χέρια των Αράβων το 638, η Αίγυπτος το 642. τελευταία η Καρχηδών κυριεύεται το 697, σημαίνοντας έτσι το τέλος της βυζαντινής Αφρικής. Βέβαια, η αραβική κατάκτηση σταμάτησε με την εξάντληση των ζωτικών δυνάμεων του Ισλάμ. Οι χριστιανοί κάτοικοι των πρώην βυζαντινών περιοχών θα καταφέρουν να διατηρήσουν την θρησκεία τους στα πλαίσια του Χριστιανισμού. Η χριστιανο-ισλαμική συμβίωση θα δημιουργήσει ένα νέο μεσογειακό κόσμο, ανάμικτο κοσμολογικά, που γρήγορα θα υιοθετήσει τα ενδιαφέροντα του μωαμεθανισμού και θα υπηρετήσει τα συμφέροντα της Αραβικής πολιτικής. Όσοι όμως από τους κατοίκους των χωρών αυτών θα προτιμήσουν να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους και να αποφύγουν τον ξένο ζυγό, βρίσκουν καταφύγιο στην Ν.Ασία, όπου, όπως λέει ο θρύλος , ίδρυσαν τις πρώτες μεγάλες μοναστικές κοινότητες. Η κοινότητα του όρους Λάτμου, του Λάτρου των Βυζαντινών, οφείλει τη γέννεσή της στους πρόσφυγες αυτούς της Εγγύς Ανατολής. Μετά τον 7ο αι. η Μ.Ασία μένει η μόνη στέρεη βάση της βυζαντινής αυτοκρατορίας στην Ανατολή.

Ο 7ος αι. είναι ακριβώς το ορόσημο της σλαβικής εξαπλώσεως. Εξ’ αιτίας της σλαβικής προόδου, η βόρεια χερσόνησος του Αίμου αρχίζει νέα περίοδο ιστορίας, ενώ ο αποδυναμωμένος Ελληνισμός της κυρίως Ελλάδος γνωρίζει νέες καταστροφές. Ο αιώνας που είδε την πρόοδο των Αράβων και του Ισλάμ στην Ανατολή και θα κλείσει με την εδραίωση των Βουλγαροσλάβων στην χερσόνησο του Αίμου, αποτελεί, αναμφισβήτητα, σημαντική καμπή του βυζαντινού «γίγνεσθαι». Στα χρόνια του η αυτοκρατορία εγκαταλείπει τους χαρακτήρες που την συνέδεαν με την κληρονομιά της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας και ετοιμάζεται να ζήσει τον μεσαιωνικό τρόπο ζωής. Γι’ αυτό άλλωστε πολλοί ιστορικοί θεωρούν αυτή την εποχή ως την αρχή της καθαυτό βυζαντινής ιστορίας, συνδέοντας το Βυζάντιο με τον εκχριστιανισμό και τον «εκβαρβαρισμό», δηλαδή με την σκοτεινή περίοδο του κόσμου που είχε γνωρίσει τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. (Ed.Gibbon).

Έτσι, όσοι βρίσκουν συμβατική τη χρονολογία 324 ως αφετηρία της βυζαντινής ιστορίας, προτείνουν ως απαρχή του Βυζαντίου και του κόσμου του την εποχή, όπου όλοι οι παράγοντες, υλικοί και πνευματικοί, όσοι έπαιζαν ένα ρόλο στην ιστορική εξέλιξη του Βυζαντίου, έχουν βρει την οργανική τους θέση μέσα στο κράτος και στη βυζαντινή κοινωνία. Ο 7ος αι. είναι ακριβώς αυτή η εποχή. Δεν σημαίνει όμως την γέννηση του βυζαντινού κράτους- το 324 είναι η μόνη δυνατή χρονολογία γι’ αυτό το γεγονός- αλλά τη γέννηση του βυζαντινού έθνους και του νέου μεσαιωνικού ανθρώπου.

Για τους «αρχαιομαθημένους» ιστορικούς, ο 7ος αι. αποτελεί την αρχή σκοτεινής εποχής. Η διαπίστωσή τους είναι αληθινή, ιδίως όσον αφορά τον ελλαδικό χώρο που είχε κάποτε δημιουργήσει το μεγαλείο της αρχαιότητας. Στην πραγματικότητα ο 7ος αι. στον κόσμο της Μεσογείου είναι το δύσκολο ξεκίνημα ενός νέου κόσμου. Ανεξάρτητα όμως από κάθε αξιολόγηση, η εποχή που εγκαινιάζει απαιτεί ειδική εξέταση. Είναι εποχή κρίσιμη- ο όρος έχει εδώ την ετυμολογική του σημασία- για όλο το χριστιανικό κόσμο, για όλο δηλαδή τον κόσμο που βυθίζει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα, στη Ρώμη και στις μονοθεϊστικές θρησκείες. Είναι, εξ’ άλλου, εποχή βασική για την ιστορία όλης της Ευρώπης, ιδιαίτερα των χωρών που στάθηκαν μάρτυρες της δυσχέρειας των καιρών και προ πάντων του Βυζαντίου.

Για το Βυζάντιο ο 7ος αι. αρχίζει, συμβολικά σχεδόν, με την πρώτη δολοφονία βασιλεύοντος αυτοκράτορος: ο σφετεριστής Φωκάς δολοφονεί το 602 τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο και αναγορεύεται «θεοπρόβλητος αυτοκράτωρ, αυτός που διέπραξε το πρώτο έγκλημα καθοσιώσεως στα χρόνια του Βυζαντίου». «Άννομη πολιτεία» και «τυραννία» θα χαρακτηρίσει ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης τη βασιλεία του Φωκά, αλλά το θεοστήρικτο κράτος του Βυζαντίου θα κυβερνηθεί για πρώτη φορά από αυτοκράτορα δολοφόνο αιμοσταγή. Το παράδοξο αυτό σχήμα αντικατοπτρίζει την εσωτερική αναταραχή που δονεί την αυτοκρατορία, τη στιγμή μάλιστα που οι εξωτερικοί εχθροί περισφίγγουν γύρω της τον κλοιό τους. Ανακατάταξη αρχών και ιδεών, ανασύνταξη των ζωτικών δυνάμεων, αναθεώρηση των τρόπων διακυβερνήσεως και ζωής, αναπροσαρμογή του οικονομικού και πνευματικού δυναμικού στις ανάγκες αυτών που υπηρετούν το κράτος και την πολιτεία, στον αγώνα για την επιβίωση, χαρακτηρίζουν, στο εξής, την πολιτική προσπάθεια του Βυζαντίου.

Ο κοινός αγώνας για την επιβίωση δημιουργεί τις συνθήκες της καθημερινής αλληλεγγύης: οι βυζαντινοί πληθυσμοί συσπειρώνονται γύρω απ’ τον αυτοκράτορα και την Εκκλησία, η Κων/πολη γίνεται το σύμβολο της εθνικής ενότητας. Το βυζαντινό έθνος των ρωμαίων χριστιανών, του νέου περιούσιου λαού, συγκροτημένο, θα αναλάβει τον αγώνα για την πίστη του και τα ιδεώδη του. Η προσπάθεια της εθνικής κινητοποιήσεως στερεώνεται με επιτυχία στα χρόνια του Ηρακλείου. Η περσική νίκη του Ηρακλείου φέρνει στην Ανατολή τα σύνορα του Βυζαντίου, πέρα ακόμη κι απ’ τα όρια του παλιού ρωμαϊκού κράτους, συνδέοντας τη βυζαντινή παράδοση με το έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ενώ η επαναφορά του Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα με απόφαση του Ηρακλείου, διακηρύσσει την αποκατάσταση της χριστιανικής τάξεως υπό την αιγίδα του βυζαντινού αυτοκράτορος. Η στενή, απρόσκοπτη συνεργασία της Εκκλησίας με την Πολιτεία εξασφαλίζει τη νίκη στο χριστιανικό έθνος: ο Πατριάρχης αντιμετωπίζει νικηφόρα τους Αβαροσλάβους που το 626 πολιορκούν την Κων/πολη, ενώ, την ίδια στιγμή ο Ηράκλειος αναμετρά τις δυνάμεις του με τον περσικό στρατό στην Ανατολή: εικόνα τέλειας σύμπνοιας των αρχών που εξασφαλίζουν τη συνοχή και την ενότητα της βυζαντινής κοινωνίας.

Η αυτοκρατορία όμως εξαντλημένη απ’ τον μακροχρόνιο αγώνα για την επιβίωσή της στην Ανατολή εναντίον των Περσών και, αμέσως έπειτα εναντίον των Αράβων, στη Δύση εναντίον των Αβαροσλάβων και αργότερα εναντίον των Βουλγάρων, θα υποχρεωθεί στο τέλος να εγκαταλείψει το ρωμαϊκό ιδεώδες και τις απαιτήσεις του. Περιορισμένο στα στενότερα, πια, σύνορά του, με σοβαρά κλονισμένη την οικονομική του ευημερία και βαθιά αλλοιωμένη την εθνική του σύνθεση, το Βυζάντιο θα εγκαταλείψει τη φιλοδοξία του ν’ αποτελεί το πολιτικό και πνευματικό κέντρο του πολιτισμένου κόσμου και θα προσαρμοσθεί στο πνεύμα των πληθυσμών που του έμειναν πιστοί: θα γίνει στις αρχές του 8ου αι. ένα ανατολικό αγροτικό κράτος και η ιδέα της «Ρωμανίας» θα υποκαταστήσει στο εξής την ιδέα της Ρώμης. Αυτός είναι ο απολογισμός για το Βυζάντιο του 7ου αι., ο οποίος, αφού άρχισε με τις περσικές και αβαροσλαβικές επιτυχίες, θα τελειώσει με τον σχηματισμό στο ίδιο έδαφος της αυτοκρατορίας δύο ξένων και εχθρικών κρατών, του βουλγαρικού βασιλείου στη χερσόνησο του Αίμου και, του αραβικού χαλιφάτου στην Ασία και στην Αφρική. Η ρώμη αυτών των νέων δυνάμεων και ιδιαίτερα η επεκτατική ορμή του φανατισμένου Ισλάμ θα επιβάλλει στο Βυζάντιο μακροχρόνιο αμυντικό αγώνα. Οι πολιτικές και στρατιωτικές του δομές θα προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες.

Με τον 7ο αιώνα συνδέονται μερικά βασικά προβλήματα, τα οποία καθορίζουν και το λόγο της σπουδαιότητάς του για την ιστορική εξέλιξη του Βυζαντίου. Τα προβλήματα αυτά είναι τα ακόλουθα:

1. Το πρόβλημα της μετάβασης από την αρχαιότητα στο Μεσαίωνα: ο Ζ΄αι. είναι μεταβατικός ως προς τις αλλαγές (οικονομικές, κοινωνικές και ιδεολογικές) που διακρίνουν την κυρίως μεσαιωνική περίοδο απ’ την αρχαιότητα. Με το κύριο αυτό πρόβλημα συνδέονται τα ακόλουθα υποπροβλήματα:

– αλλαγή-τομή και συνέχεια στο Βυζαντινό κράτος του 7ου αι.

– Παρακμή των αρχαίων πόλεων-αστικών κέντρων και αγροτοποίηση της βυζαντινής κοινωνίας του 7ου αι.

– Εθνολογικές και Δημογραφικές αλλαγές (διείσδυση ξένων φυλών στη Βαλκανική, Σλάβων κ.τ.λ.) και συνέπειές τους στην πολιτιστική φυσιογνωμία αλλά και την στρατιωτική και διοικητική οργάνωση της αυτοκρατορίας.

2. Ο θεματικός θεσμός ως μορφή διοικητικής και στρατιωτικής οργάνωσης που αντικαθιστά παλιότερες μορφές διοίκησης για την αντιμετώπιση των καινούριων προβλημάτων της αυτοκρατορίας. Αντιμετώπιση νέων εχθρών για την οποία δεν επαρκούσαν τα παλιότερα διοικητικά και στρατιωτικά σχήματα, καθώς και αναπροσαρμογή στις νέες οικονομικές συνθήκες. Όμως πρέπει πάντα να έχουμε στο νου μας ότι «το Βυζάντιο επαναστατεί μετά συντηρήσεως» (Δ.Ζακηθυνός) κι επομένως οι τυχόν αλλαγές που ιχνηλατούνται ποτέ δεν χάνουν εντελώς τον σύνδεσμό τους με το παρελθόν. Ακόμη και αφού περάσει καιρός απ’ την επιβολή τους, διατηρούνται στοιχεία παλιότερων μορφών οργάνωσης που άντεξαν στο χρόνο.

3. Συσχετισμοί πολιτικών δυνάμεων και πολιτική ιδεολογία, με τα οποία συνδέονται δυναστικές έριδες που τάραξαν το Βυζάντιο στον 7ο αι. Η πολιτική πρακτική και η πολιτική αυτοκρατορική ιδεολογία του 7ου αι. παρουσιάζει καινοτομίες, σε σχέση μ’ αυτές των παρελθόντων αιώνων, κι απ’ την άλλη μεριά διατηρεί στοιχεία του παρελθόντος, δηλ. της ύστερης αρχαιότητας.

Στα παραπάνω γενικά, βασικά προβλήματα προσπαθούν να δώσουν απάντηση τα δημοσιεύματα των τελευταίων είκοσι χρόνων. Το ενδιαφέρον των σύγχρονων ιστορικών, τα τελευταία χρόνια, επικεντρώνεται στο πρόβλημα της αλλαγής και της συνέχειας σε επιμέρους τομείς της έρευνας του Βυζαντίου, όπως η κοινωνία, η οικονομία, η στρατιωτική οργάνωση, το διοικητικό σύστημα, η διερεύνηση του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων- καθεστωτικών παραγόντων (δήμοι κ.τ.λ.). Βέβαια, η απάντηση στο τελευταίο πρόβλημα ποικίλλει από εποχή σε εποχή (π.χ. Πρωτοβυζαντινή- Μεσοβυζαντινή- Υστεροβυζαντινή), από αιώνα σε αιώνα. Ακόμη και στη διάρκεια ενός αιώνα παρουσιάζει διαφοροποιήσεις και ιδιαιτερότητες, οι οποίες αποτελούν πρόκληση για τους ερευνητές.

Με τον θάνατο του Ιουστινιανού τελειώνει μια περίοδος, χωρίς όμως να εξαφανίζεται η ιδέα της ενότητας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μολονότι η ιδέα αυτή παραμένει σχεδόν αμετάβλητη μέχρι τέλους, αρχίζει πλέον να δημιουργείται η Αυτοκρατορία της Ανατολής, το Βυζάντιο, μέσα σε φυσικά γεωγραφικά πλαίσια. Βέβαια θα περάσουν αρκετά χρόνια και θα πρέπει να αποσπασθούν κι άλλες επαρχίες για να βρει το Βυζάντιο τη θέση του, μέσα στα πραγματικά γεωγραφικά και εθνολογικά του όρια. Στις αρχές όμως του Ζ΄αι., η Κωνσταντινούπολη εξακολουθεί να παραμένει το κέντρο, η πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους με τον παγκόσμιο χαρακτήρα, με την προσήλωση στην θεωρία του ενιαίου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η επικράτηση όμως της ελληνικής γλώσσας και προ παντός η επιβολή της ελληνικής παιδείας προσδίδουν στο νέο κράτος τον χαρακτήρα εκείνον που θα διατηρήσει μέχρι την πτώση του.

Σύμφωνα με τα πορίσματα των περισσότερων ερευνών ο 7ος αι. υπήρξε για το Βυζάντιο, όπως άλλωστε για ολόκληρη την Ελληνορωμαϊκή και την Γερμανική Ευρώπη, περίοδος κρίσιμη, αληθινός μεσαίωνας, αλλά και γόνιμη σε εσωτερικές διεργασίες και ανακαινίσεις, όπως όλοι οι Μεσαίωνες. Κατ’ ανάγκη οι μεγάλες εδαφικές ανατροπές, οι εθνολογικές μεταβολές, η κατάρρευση της ισορροπίας των δυνάμεων και η δημιουργία και γενικά στην όλη κρατική συγκρότηση, στην  διάρθρωση του κοινωνικού και του πνευματικού βίου. Υπό την πίεση των συντελεστών αυτών το Βυζαντινό κράτος, χωρίς βέβαια να παραιτηθεί απ’ το ρωμαϊκό οικουμενικό ιδεώδες, έστρεψε την προσοχή του προς Ανατολάς και, στη δίνη του αγώνα του για επιβίωση, χάλκευσε νέους θεσμούς πολιτικής και κοινωνικής οργανώσεως. Το κράτος αυτό κατέχει «ιδιάζουσα θέση μεταξύ της Ρωμαιογερμανικής Δύσεως και της Ισλαμικής Ανατολής ως κράτος Ελληνικόν». Ελληνικό και Μεσαιωνικό το Βυζάντιο του 7ου αι. ήταν στα γενικά του χαρακτηριστικά πολύ διαφορετικό απ’ το Κράτος της πρωίμου Βυζαντινής περιόδου (μισό αρχαίο, μισό λατινικό), και βέβαια απομακρυνόταν όλο και περισσότερο απ’ τη ρωμαιογερμανική Δύση.

“Απόπειρα απάντησης στο αίνιγμα της ανάγνωσης” Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

“Απόπειρα απάντησης στο αίνιγμα της ανάγνωσης”
Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων
Πριν αρκετά χρόνια πήρα εντελώς αναπάντεχα για τους κοντινούς μου τη μεγάλη απόφαση να τα “αλλάξω” όλα, γύρω μου και μέσα μου.
Έτσι απότομα, σχεδόν μέσα σε μια νύχτα, τους ξάφνιασα, δηλώνοντας έμπρακτα πως από δω και πέρα πλέον θα ακολουθήσω τους εσωτερικούς μου ρυθμούς και τη φωνή της σιωπής μου.
Όμως συνήθως όλες οι μεγάλες αποφάσεις έτσι παίρνονται, δουλεύει από καιρό η σκέψη στα εντός σου τριβελίζοντας νου και καρδιά, μέχρι που ξαφνικά τελεσιδικεί. Βίαια και απότομα μοιάζει στους ανύποπτους που δεν αντιλαμβάνονται τι συντελείται μέσα στην ψυχή σου, από ποιους σκοτεινούς λαβυρίνθους προσπαθείς να βγεις σε ξέφωτο . Μια πτώση από τα σύννεφα, μια απογοήτευση, μια απώλεια, ελπίδα ίσως για ένα νέο ξεκίνημα, πολλοί και διάφοροι οι λόγοι αυτής της απόφασης νοερής «φυγής».
Αβέβαιη στην αρχή, δεν ήξερα αν πήρα τη σωστή απόφαση. Ήξερα μόνο γιατί «φεύγω», όχι που ακριβώς πάω. Είχα λόγους να απομακρυνθώ από όσα με πλήγωναν, αλλά ψυχανεμιζόμουν πως δεν θα ήταν και παράδεισος η νέα μου ζωή. Ατέλειωτες ώρες βούλιαζα στους μαιάνδρους του μυαλού μου… Κάποια φορά συναντηθήκαμε, εγώ και η φωνή της σιωπής μου. Κουβαλούσαμε την αμηχανία αυτών που έχουν πολλά να πουν και δεν βρίσκουν λόγια να τα εκφράσουν. Πιο πολλές ήταν οι σιωπές και αυτά που δεν κατάφεραν να ειπωθούν αλλά κάπου βρέθηκε το νήμα, η χρυσή κλωστή της αφήγησης που συνδέει τη φαντασία με την πραγματικότητα. Ιστορίες, συγγραφείς, αναγνώστες…
Αρκεί ένα βιβλίο, λοιπόν, και γαντζώνεσαι; Αποφεύγεις την πραγματικότητα και πλάθεις μια άλλη; Είναι η δίψα για το άγνωστο που κρύβεται μπροστά σου και σε προκαλεί; Ανήκεις σε αυτούς που αναζητούν την επιβεβαίωση των πιστεύω τους σε ένα βιβλίο; Είναι όλα αυτά που γυρνάνε σα σβούρα, αξεδιάλυτα μέσα σου και αδυνατείς να εκφράσεις; Είναι απρόσιτες καταστάσεις που θα ήθελες να ζήσεις; Ένας τρόπος να κρυφτείς από τον ίδιο σου τον εαυτό; Είναι μια δίψα να μάθεις; Μήπως απλά γεμίζεις τον άδειο σου χρόνο, «σκοτώνεις» την ώρα σου; Είναι κάτι που σε εξυψώνει και σε πλουτίζει εσωτερικά; Το κάνεις για να ξεχαστείς, να λησμονήσεις τα «άγρια» της ζωής σου; Γιατί αγνοείς επιδεικτικά το ολόγιομο φεγγάρι, τον ήλιο που βασιλεύει στον ορίζοντα, χαρίζοντάς σου αξέχαστα δειλινά, ή το αφάνταστα αχνογάλαζο ξημέρωμα; Γιατί αποκλείεις τόσες φορές τη ζωή που κυλάει γύρω σου με όλους τους σπαρταριστούς χυμούς της, για να απομονωθείς με ένα βιβλίο;
Πόσες απαντήσεις υπάρχουν σε αυτές τις ερωτήσεις; Δεκάδες, ίσως πολύ περισσότερες και ίσως διαφορετικές μεταξύ τους. Νομίζω ότι πρέπει όλοι οι συστηματικοί αναγνώστες να αναρωτηθούμε το πώς και το γιατί βάλαμε στη ζωή μας τη συνήθεια του διαβάσματος για να αποκωδικοποιήσουμε αποτελεσματικότερα το αίνιγμα της ψυχής μας, για να φωτίσουμε περισσότερο τα άδυτα της εσωτερικής μας ζωής και να προσεγγίσουμε, πολύπλευρα και βαθύτερα, το γνώθι σαυτόν. Απόλαυση, μανία, βάλσαμο, ταξίδι, όπως θέλετε το ονοματίζετε. Τι ήταν αυτό που μας οδήγησε, ή, τι είναι αυτό που προκαλεί τη διέγερση των αισθήσεων, των συναισθημάτων, του νου μέσα από το γραπτό λόγο.
Ίσως θα μπορούσε ο διάλογος με τον εαυτό μας και με τους άλλους να μας βοηθήσει να καταλήξουμε σε κάποιες απαντήσεις. Έχει σίγουρα τρομερό ενδιαφέρον να εντοπίσουμε πως βιώνει κάθε διαφορετικός χαρακτήρας μια ενέργεια σαν το διάβασμα, μια πράξη απομόνωσης μέσω της οποίας έρχεσαι σε επαφή με τις ιδέες, τις θεωρίες ή τα παραμύθια, με τις επιστήμες, τη γνώση, την κουλτούρα λαών, πολιτισμών, ανθρώπων-ατόμων και, λύνοντας το αίνιγμα της ανάγνωσης, αποκτάμε όλο και περισσότερες δυνατότητες, και ταυτόχρονα πιθανότητες, να λύσουμε το αίνιγμα του ψυχισμού μας.

“Η έννοια της αισθητικής μέσω της φιλοσοφίας”, Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

“Η έννοια της αισθητικής μέσω της φιλοσοφίας”,
Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων
Η αισθητική είναι ο παράγοντας που επηρεάζει περισσότερο την άποψη που σχηματίζει κανείς για διάφορες καταστάσεις ή πρόσωπα. Σύμφωνα με τον Κίρκεγκωρ το αισθητικό στάδιο που περνά κάθε άνθρωπος είναι συνδεδεμένο με το νόημα της ζωής και της ευτυχίας.
Οι εμπειρίες του ίδιου από την περίοδο εκείνη της ζωής του το βοηθούν να δώσει τον ορισμό του αισθητικού ανθρώπου. Πρόκειται για τον άνθρωπο εκείνο που ζει αποκλειστικά τις στιγμιαίες απολαύσεις των ηδονών. Το πρότυπο του αισθητικού ανθρώπου είναι ο Δον Ζουάν. Όμως το αδιάκοπα επαναλαμβανόμενο κυνήγι των ηδονών από τον αισθητικό άνθρωπο δημιουργεί σ’ αυτόν το αίσθημα της ανίας και μετά της ματαιότητας και ύστερα του κενού. Προσπαθώντας να επιτύχει κανείς το «αισθητικό στάδιο» της ζωής του πολλές φορές τον οδηγεί σε έκλυτο, ανήθικο, βίο. Συνεπώς το αισθητικό στάδιο δεν μπορεί να αλληλοεξαρτάται από το ηθικό στάδιο.
Το πρόβλημα της αισθητικής φιλοσοφίας απασχολεί τους ανθρώπους εδώ και είκοσι πέντε αιώνες. Τόσο το ωραίο, που αποτελεί την κυρίαρχη έννοια της αισθητικής φιλοσοφίας, όσο και η τέχνη, μέσω της οποίας αναπαρίσταται το ωραίο, αντιμετωπίστηκαν με αδιάφορους τρόπους. Πολλοί φιλόσοφοι , όπως ο Πλάτωνας, είχανε αρνητική άποψη απέναντι στην αισθητική της τέχνης, γιατί υποστηρίζανε πως υποβαθμίζει την αλήθεια και την αρετή.
Σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, ο Καντ ασχολήθηκε με την αισθητική και το διαχωρισμό του ωραίου και του υψηλού. Ο Καντ υιοθέτησε τη διάκριση μεταξύ δύο εννοιών, του ωραίου και του υψηλού επιχειρώντας να δώσει τις βασικές διαφορές τους. Διέκρινε τέσσερα τέτοια σημεία.
Το ωραίο είναι συνυφασμένο με την έννοια του σχήματος. Το ωραίο έχει πάντοτε κάποιο σχήμα, και γι’ αυτό προκαλεί την αίσθηση ότι έχει κάποια όρια, ότι περιορίζεται στο χώρο. Αντίθετα, ένα αντικείμενο που χαρακτηρίζεται από την έννοια του υψηλού μας δίνει την εντύπωση του απεριόριστου, ενός αντικειμένου που δεν περιορίζεται σε κάποιο σημείο και γι’ αυτό φαίνεται να μην έχει σχήμα.
Η δεύτερη διαφορά είναι η εξής: το υψηλό, όποτε ερχόμαστε αντιμέτωποι με αντικείμενα που υπάγονται στην έννοιά του, μας προκαλεί έντονα αισθήματα, που ίσως φτάσουν τα όρια του δέους και του φόβου. Αντίθετα, το ωραίο ασκεί στο μυαλό μας ανακούφιση κάνοντάς μας να αισθανόμαστε άνετα απέναντί του.
Το τρίτο σημείο, στο οποίο εντοπίζεται η διαφορά του ωραίου από το υψηλό, είναι πως ενώ το ωραίο μας δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεται υπό τον έλεγχό μας, το υψηλό, εξαιτίας του μεγέθους του, φαίνεται να μην μπορεί να περιοριστεί στη φαντασία μας και να δαμαστεί από τις δυνάμεις του μυαλού μας.
Η τέταρτη διαφορά μεταξύ των δύο εννοιών είναι η εξής: το ωραίο, καθώς υπακούει σε κανόνες δεοντολογίας, υπάγεται μέσα στην κανονικότητα της φύσης. Αντίθετα, το υψηλό, ξεφεύγοντας από κάθε περιοριστικό όρο, μας δημιουργεί την αίσθηση ότι δεν υπόκειται στη σκοπιμότητα της φύσης.
Ο Καντ διέκρινε 4 ορισμούς του «ωραίου». Συγκεκριμένα: ανιδιοτέλεια, καθολικότητα, σκοπιμότητα χωρίς σκοπό και αναγκαιότητα.
Ανιδιοτέλεια: Μεταξύ δύο ευχάριστων συναισθηματικών καταστάσεων υπάρχει ποιοτική διαφορά. Στην πρώτη περίπτωση η απόλαυση είναι προϊόν. Στη δεύτερη περίπτωση, όμως, η αιτία της ικανοποίησής μου βρίσκεται αλλού, πέρα από την όψη του κτιρίου του ίδιου- στη σκέψη. Από τα δύο αυτά είδη απολαύσεων συναφής προς το ωραίο είναι μόνον η ανιδιοτελής τέρψη, εκείνη που δεν παραπέμπει σε τίποτε άλλο πέρα από το αντικείμενο που, βλέποντάς το, μου προκαλεί ευχαρίστηση.
Καθολικότητα: Η Καθολικότητα που χαρακτηρίζει την αισθητική κρίση για το ωραίο είναι το βασικό κριτήριο, για να την αντιδιαστείλει κανείς από άλλες κρίσεις με τις οποίες εκφράζει απλές επιθυμίες, ορέξεις ή διαθέσεις.
Σκοπιμότητα χωρίς σκοπό: είναι το τρίτο χαρακτηριστικό της αισθητικής έννοιας του ωραίου, που, όπως λέει ο Καντ, φαίνεται σαν μία παραδοξολογία.
Αναγκαιότητα: Το τέταρτο γνώρισμα της έννοιας του ωραίου είναι η αναγκαιότητα η οποία χαρακτηρίζει τις κρίσεις μας για τα αντικείμενα που μας προκαλούν αισθητική απόλαυση. Φυσικά ο Καντ παρατηρεί ότι η αναγκαιότητα του ωραίου δεν υπαγορεύεται από κάποιο νόμο ή κανόνα στον οποίο οφείλει κανείς να υπακούει.
Η αισθητική είναι γενικά ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει κανείς γεγονότα ή ανθρώπους. Όμως είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό, γιατί διαφορετική άποψη έχει κάποιος για κάτι που θεωρεί αισθητικά ωραίο ή αισθητικά άσχημο. Άρα, η αισθητική εξαρτάται από την κρίση του καθενός.

“Όψεις Βυζαντινού Πολιτισμού: η βυζαντινή ναοδομία και τέχνη στο ελληνικό τοπίο” (Παρουσίαση εκπαιδευτικού Πολιτιστικού προγράμματος) Συντονίστρια καθηγήτρια: Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.