Η Παιδεία από την Άλωση μέχρι την εποχή της Βαυαροκρατίας. Εισήγηση της Αμαλίας Ηλιάδη15-02-2016
Προσωπικότητες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Εισήγηση της Αμαλίας Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού07-03-2016.
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821: Εισήγηση της Αμαλίας Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού 21-03-2016
Το Μεσολόγγι που δεν παραδόθηκε – Η Έξοδος: Εισήγηση Αμαλίας Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού 28-03-2016
«Το χρονικό της επανάστασης: Σχόλια, ερμηνείες και παρατηρήσεις στα γεγονότα της Μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και τη σημασία τους» Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός (κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Βυζαντινής Ιστορίας απ’ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων
«Το χρονικό της επανάστασης: Σχόλια, ερμηνείες και παρατηρήσεις στα γεγονότα της Μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και τη σημασία τους»
Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός (κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Βυζαντινής Ιστορίας απ’ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων
Είναι σαν χθες που ανηφόρισα γεμάτη προσδοκίες στον ιερό βράχο, που
άντεξα στη γοητεία αιώνων σκέψης και πολιτισμού… Αργότερα, κάθισα κάτω
απ’ τον ίσκιο μιας ελιάς, συνεπαρμένη από πνευματική και αισθητική
απόλαυση. Ήταν απομεσήμερο κι ο ήλιος έριχνε τις φλογερές ακτίνες του
στα αγριόχορτα που φύτρωναν γύρω από πέτρες και σκίνα…
Πέρασαν από
τότε κοντά 18 χρόνια…και οι παλιοί φιλέλληνες, συλλογίζομαι,
Δυτικοευρωπαίοι εθελοντές, έσπευσαν στα πεδία των μαχών, όπου πολλοί
από αυτούς έχασαν τη ζωή τους συμμετέχοντας σε διάφορες στρατιωτικές
επιχειρήσεις. Αισθήματα και εκδηλώσεις συμπαράστασης από τους λαούς
που βρίσκονταν κάτω από τον οθωμανικό ζυγό αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα από
φυλή, θρησκεία, γλώσσα ή εθνότητα, σε περιοχές και πόλεις της Εγγύς
Ανατολής και της Βαλκανικής. Υπάρχουν παραδείγματα Αράβων, Σέρβων και
Μαυροβουνίων, Βουλγάρων, Αλβανών, Μολδαβών και Βλάχων, ακόμα και
Τούρκων, που συμμετείχαν στον ελληνικό Αγώνα.
Σε πολλές πόλεις της
Δυτικής Ευρώπης ιδρύθηκαν φιλελληνικές επιτροπές, τα κομιτάτα, που
είχαν για στόχο τους την περίθαλψη των προσφύγων και του άμαχου
ελληνικού πληθυσμού, καθώς και την ενίσχυση των αγωνιζομένων με
τρόφιμα, πολεμοφόδια και οικονομικούς πόρους. Οργανώθηκαν
δημοσιογραφικές εκστρατείες ενημέρωσης σχετικά με τον Αγώνα από το
Τύπο. Η διεθνής φιλολογική παραγωγή σε όλες τις κατηγορίες του
έντεχνου λόγου με θέματα εμπνευσμένα από το ελληνικό ζήτημα αυξήθηκε
και γνώρισε μεγάλη απήχηση. Η συμβολή των φιλελληνικών εντύπων, όπως
και του Τύπου γενικότερα, υπήρξε πολύ αποτελεσματική.
Προγραμματίστηκαν καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, όπως εκθέσεις ζωγραφικής,
συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις. Από τους Γάλλους καλλιτέχνες που
εμπνεύστηκαν από τον Αγώνα του ελληνικού λαού για την ελευθερία, ο
διασημότερος ήταν ο Ευγένιος Ντελακρουά. Τα έργα του «Σκηνές από τις
σφαγές της Χίου» και «Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου» τάραξαν
τις συνειδήσεις των Ευρωπαίων για τα πάθη των Ελλήνων.
Ακόμη,
τυπώθηκαν λιθογραφίες. Αντικείμενα καθημερινής χρήσης που απεικόνιζαν
σχετικές παραστάσεις με τον ελληνικό Αγώνα κυκλοφόρησαν στα ευρύτερο
κοινό, όπως πιάτα και επιτραπέζια ρολόγια, αλλά και απεικονίσεις πάνω
σε πιο εφήμερα προϊόντα, όπως σαπούνια και αρώματα.
Αν και η έρευνα δεν έχει καταγράψει τον ακριβή αριθμό εθελοντών,
υπολογίζονται σε περίπου χίλιους διακόσιους. Οι περισσότερο έφθασαν
στον ελληνικό χώρο στα δύο πρώτα χρόνια του Αγώνα και ο κύριος όγκος
τους ανήκε στους Γερμανούς. Ακολουθούσαν οι Γάλλοι και οι Ιταλοί.
Αντιπροσωπευτική ήταν η συμμετοχή των Πολωνών, των Ελβετών, των
Βρετανών και των Αμερικάνων.
Η συμβολή των φιλελληνικών εντύπων και του Τύπου υπήρξε
αποτελεσματική, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που η ελευθεροτυπία υφίστατο
αρκετούς περιορισμούς. Στη Γερμανία ξεχωρίζουν το 1821 Τα τραγούδια
των Ελλήνων του W. Muller, η προκήρυξη του W.T.Krug και η έκκληση για
τη συγκρότηση του εθελοντικού σώματος του Fr. Thiersch. Άρθρα στη
Γενική Εφημερίδα της Αυγούστας ανέλυσαν το χαρακτήρα του ελληνικού
απελευθερωτικού κινήματος, ξεχωρίζοντάς το από το κίνημα των
Καρμπονάρων.
Οι δραστηριότητες των φιλελλήνων βοήθησαν τους αγωνιζόμενους Έλληνες,
άλλοτε εξοπλίζοντάς τους, άλλοτε ανακουφίζοντας τις ανάγκες του άμαχου
πληθυσμού και έως ένα σημείο επηρεάζοντας την κοινή γνώμη και τις
κυβερνήσεις της Δύσης. Οι Έλληνες με τη σειρά τους τονώθηκαν από την
ηθική συμβολή που δέχτηκαν από το φιλελληνικό ρεύμα, που τους έδωσε το
θάρρος να συνεχίσουν να αγωνίζονται επί μία σχεδόν δεκαετία. Η
ναυμαχία του Ναβαρίνου, με την πρωτοβουλία των στόλων των Μεγάλων
Δυνάμεων, υπήρξε καταλυτικής σημασίας γεγονός για την τελική έκβαση
του Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας.
Ο «Φιλελληνισμός», ως όρος που μαρτυρείται ήδη από το 1761. Από τα
τέλη του 18ου αιώνα δήλωνε την ιδεολογική και πολιτική κίνηση που
αναπτύχθηκε κυρίως στις ευρωπαϊκές χώρες και στην Αμερική και
αποσκοπούσε τόσο στην ηθική όσο και στην υλική ενίσχυση του ελληνισμού
κατά την Τουρκοκρατία και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821.
Το φαινόμενο του φιλελληνισμού αναπτύχθηκε και εξαπλώθηκε τις δύο
πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα για να φθάσει στο απόγειό του με την
έκρηξη της Επανάστασης. Στην άνθιση των αρχαιοελληνικών σπουδών στη
Δύση και στις περιηγητικές αποτυπώσεις που είχαν επαναφέρει στο
προσκήνιο τους σύγχρονους Έλληνες ως απογόνους των αρχαίων Ελλήνων,
ήρθε να προστεθεί ο συγκεκριμένος ενθουσιασμός που προκαλούσε ο
συνεχής αγώνας του λαού που θεωρούσε την ελευθερία υπέρτατο αγαθό.
Ο Φιλελληνισμός έπαψε να αποτελεί την προέκταση της αρχαιολατρίας ή την
έξαρση του ρομαντισμού ή ακόμα να βασίζεται στη θρησκευτική αντίθεση
προς τους μωαμεθανούς. Εξέφρασε μια έντονη διαμαρτυρία απέναντι στις
συντηρητικές και καταπιεστικές κυβερνήσεις της Ευρώπης. Έδωσε διέξοδο
και προσέφερε ένα έμπρακτο πεδίο δράσης σε όλους εκείνους που
διαφωνούσαν με το αυστηρό κλίμα διακυβέρνησης που επικρατούσε. Το
φιλελληνικό ενδιαφέρον ενεργοποιήθηκε ζωηρότερα ήδη από τα τέλη Μαΐου
1821, αλλά κατά τη διάρκεια των εννέα χρόνων του Αγώνα παρουσίασε
διακυμάνσεις, οι οποίες οφείλονταν σε ποικίλους εξωτερικούς
παράγοντες, αντανακλώντας κάθε φορά τα γεγονότα που επηρέαζαν το
διεθνές αυτό ρεύμα.
Ο Φιλελληνισμός εκδηλώθηκε με όλους τους παραπάνω ποικίλους τρόπους.
Η προσφορά του νομού Τρικάλων στην Επανάσταση του 1821
Όπως κάθε χρόνο στην επέτειο της Εθνικής Παλιγγενεσίας, ο νους του
κάθε συνειδητού Έλληνα, της κάθε συνειδητής Ελληνίδας ταξιδεύει
μακριά, στις ηρωικές μορφές, στα γεγονότα, στους τόπους της θυσίας,
στο αίμα που χύθηκε αφειδώς για να ζούμε ελεύθεροι σήμερα.
Πελοπόννησος και Στερεά Ελλάδα, κατά κύριο λόγο, οι τόποι των
γεγονότων, αλλά και ο νομός Τρικάλων έδωσε το δικό του παρόν, σ’ αυτό
το μεγάλο εγερτήριο σάλπισμα. Αυτό ας το έχουν υπ’ όψη οι παλαιότεροι
και ας διδαχθούν απ’ τα σπουδαία κατορθώματα οι νεώτεροι:
Ιστορικό Χρονολόγιο-Χρονικό:
5 Ιουλίου του 1821 επαναστατούν τα χωριά του Ασπροποτάμου, έχοντας
αρχηγούς τους παρακάτω:
1. Ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος ο βλάχος από το Βετερνίκ-Νεραιδοχώρι, η
σημαντικότερη μορφή του αγώνα, ο γόνος της ξακουστής γενιάς των
Χατζηπετραίων, με χιλιάδες γιδοπρόβατα, με κτήματα και εκατοντάδες
υπηρέτες και μπιστικούς, φλέγεται από τον έρωτα της ελευθερίας,
πυρπολείται από τον έρωτα για την Ελλάδα, η ψυχή του αναταράσσεται από
τον θούριο του Ρήγα και γίνεται στόχος-σκοπός του η λευτεριά της
πατρίδας.
Σε ηλικία μόλις 17 χρόνων, συναντά στη Βιέννη τον Ναπολέοντα και τον
ικετεύει: «Ικετεύω την υμετέραν Μεγαλειότητα υπέρ της Ελλάδας» και
τελειώνει «μη λησμονείτε μεγαλειότατε την Ελλάδα».
Το 1819 γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρείας και αναπτύσσει έντονη
δράση. Με την έναρξη της επανάστασης (Μάρτιος 1821) το σύνθημα δόθηκε:
η μία μετά την άλλη οι περιοχές της Ελλάδας επαναστατούν, την 28ην
Μαΐου πραγματοποιείται η μεγάλη σύσκεψη των οπλαρχηγών του
Ασπροποτάμου και ορίζεται ως μέρα έναρξης του αγώνα η 5η Ιουλίου.
Την 29η Ιουλίου του 1821 ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος μάχεται στα μέρη
του Προδρόμου και διακρίνεται για την ανδρεία του. Διακρίνεται ακόμα
στο Νιόκαστρο της Πύλου, διορίζεται φρούραρχος της Κλείσοβας, μικρής
νησίδας του Μεσολογγίου, μετέχει στην ιστορική έξοδο επικεφαλής 400
πολεμιστών, μετέχει στη μάχη της Αράχωβας, στη μάχη της Πέτρας
Βοιωτίας, και τέλος στην ιστορική μάχη του Φαλήρου, στην τοποθεσία
«ανάλατος», όπου στα χέρια του πέθανε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο
ξακουστός γιός της Καλογρηάς, ο αρχιστράτηγος του Αγώνα στη Στερεά
Ελλάδα.
Αυτός ήταν ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος και δεν είναι ο μόνος, μαζί του
ο Νικολός Στουρνάρης, ο Γρηγόρης Λιακατάς και άλλοι που εν συντομία θα
εξιστορήσουμε τη δράση και την προσφορά τους στον αγώνα του 1821.
2. Νικολός Στουρνάρης από τα Κούτσαινα (Στουρναραίικα). Ορίζεται
αρχηγός της επανάστασης στον Ασπροπόταμο από τις συσκέψεις των
Δημογερόντων, καθηλώνει τους Τούρκους στα στενά της Πόρτας 19/7/1822,
πέφτει νεκρός μαζί με πολλούς άλλους ήρωες, στην έξοδο του Μεσολογγίου.
3. Γρηγόρης Λιακατάς ο Σαρακατσιάνος από τον Κλεινοβό: Το 1820 έγινε
μέλος της Φιλικής Εταιρείας και στην επανάσταση του Ασπροποτάμου
ενώθηκε με τους Στουρνάρηδες και Χατζηπετραίους.
4. Ο Ασπροποταμίτης ιερέας Απόστολος Χατζής από τη Δέση: Με 80
συντρόφους του κατατάχθηκε στο σώμα του Νικολού Στουρνάρα και από το
1823-1828 στο σώμα του Χατζηπέτρου, πήρε μέρος στην πολιορκία του
Μεσολογγίου και του Νιόκαστρου Μεσσηνίας.
5. Νικόλαος Δημητρίου ο Ασπροποταμίτης: Αγωνιστής καθ’ όλη τη διάρκεια
του αγώνα 1821-1828. Πολέμησε στο Μεσολόγγι, στην Αταλάντη και μετά τη
λήξη του αγώνα, εγκαταστάθηκε στο Ξηροχώρι.
6. Άλλοι Ασπροποταμίτες αγωνιστές: Αργύρης Μαργαρίτης – Σησιός
Μαργαρίτης – Στέφανος Μαργαρίτης – Δημήτριος Τζερεμές. Όλοι τους
πολέμησαν, θυσίασαν την περιουσία τους, μερικοί τη ζωή τους και
πέθαναν σε μεγάλη φτώχεια χωρίς αναγνώριση από την πατρίδα.
Όλα σχεδόν τα ορεινά χωριά της περιοχής των Τρικάλων, έχουν να
παρουσιάσουν τους δικούς τους ήρωες. Από τον Αμάραντο, ο
κλεφταρματωλός Γώγος Στρογγύλης, από την Ανθούσα το Πρωτοπαλίκαρο του
Αθανασίου Διάκου Μήτρος Σίμος, από το Χαλίκι ο αγωνιστής Χρήστος
Ζέρβας, από τον Κλεινοβό οι αγωνιστές : Γιάννης Μπαντέκας που
φονεύθηκε στην έξοδο του Μεσολογγίου 1826, ο Γιαννούσης Βάκης και ο
φιλικός Οικονόμος Παπαθανασίου από την Τριγώνα, ο οπλαρχηγός Στάθης
Ευσταθίου και από την Καστανιά, ο αγωνιστής Δήμος Δημητρίου και μαζί
με αυτούς εκατοντάδες άλλοι ανώνυμοι αγωνιστές απ’ τα χωριά τους.
Κλείνοντας αυτό το μικρό αφιέρωμα στους αγωνιστές της περιοχής των
Τρικάλων και στην προσφορά τους στον αγώνα του 1821 θα υπενθυμίσω το
δημοτικό τραγούδι του Κλεφτοκαπετάνιου, Σαμαριναίου Μίχου Φώτου που
έπεσε στο Μεσολόγγι αφήνοντας διαθήκη στα παλικάρια του (100 στον
αριθμό) να μην ανακοινώσουν πως σκοτώθηκε, πως είναι λαβωμένος, αλλά
πως παντρεύτηκε, γιατί δεν ήθελε να σταματήσουν τον αγώνα, υπέρ
πατρίδας. (τα βασικά στοιχεία-ονόματα αγωνιστών είναι παρμένα από
άρθρο στην τοπική εφημερίδα των Τρικάλων «Πρωινός Λόγος»: Τρίκαλα
20/3/2001, Άθως Ι. Λιάπης).
Η αρχή της λαϊκής ποίησης βρίσκεται στα βάθη των αιώνων, γιατί
ανέκαθεν οι άνθρωποι με το τραγούδι εκφράστηκαν, και μ’ αυτό
εκδηλώνουν συνέχεια τα συναισθήματα και τις ιδέες τους. «Σ’ αυτούς
τους τόπους, σ’ αυτά τα ξερά και γυμνά χώματα επάνω, έζησαν, χάρηκαν,
αγάπησαν και πέθαναν γενιές ανθρώπων χωρίς καμιά διακοπή. Όπως είχε
κλάψει η κόρη το χαμό της μητέρας, με όμοιο τρόπο την έκλαιγαν κι
εκείνη αργότερα τα παιδιά της. Τα τραγούδια που τραγούδησε ο νέος
λεβέντης στους χορούς και στα πανηγύρια, τα ίδια αυτά τραγούδια τα
δίδασκε ο γέρος στα εγγόνια του για να συνεχιστεί έτσι αδιάκοπη η
αλυσίδα, που έδενε το χθες με το σήμερα και το αύριο».
Μολονότι έχουν ειπωθεί και γραφεί τόσα πολλά για την αξία του
Δημοτικού Τραγουδιού δεν είναι χωρίς σημασία να θυμηθούμε μερικά απ’
αυτά. Και πρώτα-πρώτα να υπογραμμίσουμε τη μεγάλη εθνική και ιστορική
του αξία. Ήκμασε σε μια από τις πιο κρίσιμες φάσεις της ιστορίας μας
και στήριξε γλωσσικά, συναισθηματικά, θρησκευτικά, ιστορικά και
ανθρώπινα την ψυχή και τη συνείδηση του σκλαβωμένου έθνους. Ακόμη, το
Δημοτικό Τραγούδι είναι που φωτίζει εσωτερικά τον Αγώνα. Τον
παρουσιάζει ως πολύπτυχη λαϊκή τοιχογραφία, ξεσκεπάζει την ανθρωπιά
και το ιστορικό βάθος του λαού, που είχε ριχτεί σε κείνο τον αγώνα με
τόση λεβεντιά και με τόση πίστη.
Το Δημοτικό τραγούδι είναι συνταιριασμένο με τη μουσική και το χορό. Η
μουσικά, η θεία αυτή τέχνη, για τα Δημοτικά τραγούδια έχει μεγάλη
αξία, αφού μ’ αυτήν εκφράζει καλύτερα ο λαϊκός τραγουδιστής τα
συναισθήματα του λαού. Ποτέ ο λαϊκός ποιητής δε φτιάχνει στίχους για
να τους απαγγείλει, αλλά για να τους τραγουδήσει. Έτσι η μουσική και ο
λόγος είναι αλληλένδετα. Και τα δύο μαζί ερμηνεύουν τον πόνο και τη
χαρά.
Η δημοτική μουσική, που είναι η ίδια η μετεξέλιξη της Βυζαντινής
μουσικής, αποτελούμενη από ρυθμούς, ήχους, γένη και καθετί άλλο που
συντελεί στην ευχερέστερη εξωτερίκευση και αναπαράσταση του ψυχικού
κόσμου, ζωοποιεί το λόγο και δίνει υπέροχο κάλλος στα απλά
στιχουργήματα του λαού.
Το μέλος ερμηνεύει τη λέξη και γι’ αυτό εναλλάσσεται σύμφωνα με το
νόημα. Περισσότερο απ’ τα ονόματα και τα ρήματα, το μέλος εικονίζει
πιστότερα, κάποιες φορές, την έννοια του στίχου. Για το λαϊκό λοιπόν
τραγουδιστή η μελωδία δεν είναι σκοπός, αλλά το μέσο για να νιώσουμε
πιο σωστά, πιο έντονα το νόημα τους ποιήματος.
Η δημοτικά μας μουσική χαρακτηρίζεται τις πιο πολλές φορές από
σεμνότητα, αποφεύγει κραυγές και άμετρες οξυφωνίες, θορυβώδεις
θεατρινισμούς (εκτός αν πρόκειται για σατιρικά τραγούδια), απότομες
αναβάσεις και καταβάσεις. Ο λαϊκός μουσικός προσέχει ώστε η μελωδία να
μη καταστρέφει τη νοηματική συνέχεια του τραγουδιού, γι’ αυτό
διαχωρίζει τις φράσεις ανάλογα με την έννοιά τους, προφέρει καθαρά τις
λέξεις, όσο μπορεί, σταματάει όπου χρειάζεται, διατηρεί μέχρι τέλους
μια ρυθμικότητα και προσέχει αυτά γιατί, όπως είπα και πριν, σκοπός
του δεν είναι μονάχα η επίδειξη καλλιφωνίας και τέχνης μουσικής, αλλά
η θέλησή του να προκαλέσει σ’ αυτούς, που ακούνε, καλαισθητικά
αισθήματα και να φέρει τον ακροατή πολύ κοντά σ’ αυτό που τραγουδά.
Ο άνθρωπος του λαού το τροπάρι και το τραγούδι τα σέβεται εξίσου και
γι’ αυτό δυσφορεί, όταν κάποιος χάσει τον «ήχο» τους ή παραφωνεί.
Γιατί χάνεται η ιερότητα, η ομορφιά της στιγμής, που τον ενδιαφέρει
απόλυτα.
Αυτή την ομορφιά απολαμβάνουμε, ακούγοντας και, παράλληλα,
αναλογιζόμενοι τη σημασία των λόγων των ακόλουθων δημοτικών τραγουδιών:
1) Στα Τρίκορφα. (Ήχος α΄, τσάμικος).
Στο τραγούδι αυτό βρίσκουμε ένα μικρό κομμάτι της ιστορικής δράσης του
Νικηταρά «που ’χουν τα πόδια του φτερά». Ο Νκηταράς, ο επωνομαζόμενος
τουρκοφάγος, ως άλλος Ηρακλής εξαίρεται απ’ τον Κολοκοτρώνη για τις
υπερφυσικές του ικανότητες: «Πιάνει τους Τούρκους ζωντανούς σαν τα
ζαγάρια, τους λαγούς».
2) Μαύρη ζωή. (Ήχος πλάγιος του τετάρτου χρωματικός).
Τα κλέφτικα τραγούδια δημιουργήθηκαν στα χρόνια της τουρκοκρατίας και
ιδιαίτερα μετά το 16ο αιώνα, από τότε δηλαδή που αρχίζει η δράση των
κλεφτών και αρματωλών. Πατρίδα των τραγουδιών αυτών είναι οι χώρες,
όπου αναπτύχθηκε η ελεύθερη κλέφτικα ζωή. Η ελευθερία όμως για τους
κλέφτες έχει βαρύ τίμημα: τη μαύρη ζωή.
3) Δε λαλείς γλυκό μ’ αηδόνι (Ήχος πλάγιος του πρώτου).
Η Μακεδονίτισσα μάνα, ως άλλη Σπαρτιάτισσα, προτάσσει τα πατριωτικά
της αισθήματα έναντι της μητρικής της αγάπης. Παραγγέλλει στο αηδόνι
να μηνύσει στο γιό της: «αν δε διώξει τους εχθρούς μας δεν τον έχω πια
παιδί μου, μάνα του δεν είμαι πια».
4) Παιδιά της Σαμαρίνας. (Ήχος πλάγιος του τετάρτου).
Το κλέφτικο τραγούδι που πέτυχε να εκφράσει την αγάπη του για την
ελευθερία υμνώντας το αδούλωτο άτομο, απέφυγε να χρησιμοποιήσει το
πρώτο πρόσωπο που οδηγεί εύκολα στον εξομολογητικό τόνο. Εύκολα βέβαια
γεννιέται ο πειρασμός να θεωρήσουμε αυτά τα τραγούδια σαν τα μόνα που
συνέθεσαν οι ίδιοι οι κλέφτες, ωστόσο, εκτός από επισφαλή ψυχολογικά
κριτήρια, τίποτε άλλο δεν μας οδηγεί στην υπόθεση αυτή.
5) Χαρά που τ’ όχουν τα βουνά (Ήχος α΄).
Σε αυτό το τραγούδι φύση, πατρίδα και θρησκεία συγχωνεύονται σε μια
αξεδιάλυτη ενότητα: «Χαρά που τ’ όχουν τα βουνά, τα Κάστρα περηφάνια:
Γιατί γιορτάζει η Παναγιά, γιορτάζει κ’ η πατρίδα».
6) Άσμα δημώδες χορευτικόν. Χορός κλέφτικος (Ήχος α΄).
Οι κακουχίες της ζωής των κλεφτών διεκτραγωδούνται με εξαιρετική
λιτότητα και συντομία: «ζεστό ψωμί δεν έφαγα, κρασί γλυκό δεν ήπια, σε
στρώμα δεν κοιμήθηκα ούτε σε προσκεφάλι».
7) Τα κλεφτόπουλα. (Ήχος α΄).
Η δίψα για ελευθερία κι αυτονομία υπερνικά τους ηλικιακούς φραγμούς:
«ένα μικρό κλεφτόπουλο… μόν’ τ’ άρματά του κοίταζε». Τα νειάτα
συνεπαίρνουν με την αφοσίωσή τους στα ιδανικά της επανάστασης.
8) Δώδεκα ευζωνάκια (Ήχος πλάγιος του πρώτου).
Ο ανθρωπισμός ως στάση ζωής δεν αντιβαίνει στην ανάγκη της θυσίας για
την ελευθερία. Έτσι η αξία της ανθρώπινης ζωής και στη μια και στην
άλλη περίπτωση διατρέχει ως συνεκτικό στοιχείο την ελληνική παράδοση
απ’ την αρχαιότητα ως τα νεότερα χρόνια.
9) Στου Βοσπόρου τ’ αγιονέρια.
Το αόρατο νήμα που συνδέει την Άλωση της Κων/πολης με την καταστροφή
της Σμύρνης το 1922 και τον ξεριζωμό του ελληνικού στοιχείου της Μ.
Ασίας, ενέπνευσε τον ποιητή Γεράσιμο Πρεβεζιάνο. Τη συγκίνηση του μας
μεταδίδει το συγκεκριμένο τραγούδι.
10) Σαν τα μάρμαρα της πόλης.
Τόσο βαθιά χαραγμένη είναι στη συνείδηση των Ελλήνων η τελειότητα της
Αγιά-Σοφιάς, ώστε να χρησιμοποιείται σαν μέτρο σύγκρισης της ομορφιάς
των γυναικών σε ερωτικά τραγούδια: «Σαν τα μάρμαρα της Πόλης, που ’ναι
στην Αγιά Σοφιά / έτσι τα’ χεις ταιριασμένα, μάτια, φρύδια και μαλλιά».
11) Τ’ Ανδρούτσου η μάνα χαίρεται. (Δημοτικό σε ήχο α΄).
Το κλέφτικο τραγούδι δεν εξυμνεί απλώς το ηρωικό άτομο με την
ξεχωριστή αξία, αλλά είναι η καθολική έκφραση του ανθρώπου της εποχής
εκείνης, με τις αγωνίες που τον συγκλονίζουν, τον πόθο της ζωής και
της χαράς, το πικρό παράπονο για την αδικία και τον κατατρεγμό, την
αφοσίωση στην οικογένεια.
12) Στ’ Αναπλιού το Παλαμήδι.
Το τραγούδι αυτό αναφέρεται σε μια εκστρατεία, την πρώτη εκστρατεία
των Τούρκων για την ανάκτηση του Μοριά. Αφού χωρίς αποτέλεσμα
προκάλεσε τους Αλβανούς να παραδώσουν την ακρόπολη του Ναυπλίου, όπου
είχαν αποκλειστεί, ο καπετάν πασάς θέλησε να προσβάλει την οχυρή αυτή
θέση, αλλά ο στρατός του τράπηκε σε άτακτη φυγή.
13) Ο Γερο-Δήμος. (Ήχος πλάγιος α’, κλέφτικο).
Το γεγονός στο οποίο βασίζεται το τραγούδι αυτό είναι σπάνιο στην
ιστορία των Κλεφτών. Οι περισσότεροι οπλαρχηγοί που δοξάστηκαν,
χάθηκαν κάτω από τραγικές συνθήκες πριν γεράσουν. Το πρόσωπο του
τραγουδιού παρουσιάζεται καταβεβλημένο από τα γηρατειά και τη στιγμή
κατά την οποία πεθαίνει από φυσικό θάνατο.
14) Του Κίτσιου η μάνα.
Ο τόπος της σκηνής που περιγράφει το παρακάτω τραγούδι πιθανόν να
υποδηλώνει μια ορεινή περιοχή της Θεσσαλίας. Η ζωηρή και τολμηρή του
σύνθεση, που δίνει σάρκα και οστά στη σχέση μάνας και γιού, ενθουσίαζε
ακόμη και τις Φαναριώτισσες της Κων/πολης, οι οποίες το άκουγαν
ευχάριστα, σε κάθε ευκαιρία, να τραγουδιέται από περαστικούς ζητιάνους
ή τυφλούς.
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 σφραγίζει την εθνική πορεία των
Ελλήνων. Τα θεμέλια στα οποία στηρίχτηκε προετοιμαζόντουσαν επί έναν
αιώνα περίπου: Η ιστορική παράδοση του Ελληνικού Έθνους, η πνευματική
και οικονομική άνοδος του παροικιακού και του υπόδουλου Ελληνισμού, η
διάθεση των φιλελεύθερων ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης, η οργανωτική
προετοιμασία απ’ τη Φιλική Εταιρεία, οι κλέφτες και οι αρματωλοί με
τον ένοπλο αγώνα τους κατά των Τούρκων, η Εκκλησία με την ανεκτίμητη
συμβολή της στη διατήρηση της γλώσσας και της Εθνικής οντότητας του
υπόδουλου Γένους, οι δάσκαλοι και οι λόγιοι με το παιδευτικό και
συγγραφικό τους έργο, οι έμποροι και οι ναυτικοί με την οικονομική
τους δύναμη και κυρίως ο ανώνυμος λαός με τους ηρωισμούς και τις
θυσίες του, προετοίμασαν και πραγματοποίησαν την Επανάσταση του 1821.
Όλα τα κοινωνικά στρώματα του ελληνικού λαού συμμετέχουν στη Φιλική
Εταιρεία, που χρησιμεύει ως δύναμη κρούσης για την πραγματοποίηση του
πόθου των Ελλήνων για ανεξαρτησία και θεμελίωση ενός κράτους που θα
στηριζόταν τόσο στις εθνικές μας παραδόσεις, όσο και στις αρχές της
ισοπολιτείας και της ελευθερίας, τις οποίες είχε διαδώσει στην Ευρώπη
η Γαλλική Επανάσταση.
Ο αγώνας, όμως, των Ελλήνων δεν ήταν εύκολος. Η οθωμανική
αυτοκρατορία, παρά τα συμπτώματα παρακμής, διατηρούσε ακόμη τη δύναμή
της και οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις, συνασπισμένες στην Ιερή Συμμαχία, ήταν
αποφασισμένες να καταπνίξουν κάθε επαναστατικό κίνημα, που θα
απειλούσε την ευρωπαϊκή ισορροπία.
Παρά τις δυσμενείς εξωτερικές συνθήκες, το σάλπισμα της Ελευθερίας
βρήκε τους Έλληνες συσπειρωμένους για την αποτίναξη του οθωμανικού
ζυγού. Κάτω από τη σημαία της Επανάστασης ενώθηκαν προύχοντες και
αγρότες, κλεφταρματωλοί και καπεταναίοι, εξέχουσες μορφές της
Διασποράς και εκκλησιαστικοί άντρες με την απόφαση να ανακτήσει το
έθνος «την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν», καθώς και την
παλιά του δόξα.
Οι κρίσιμες φάσεις απ’ τις οποίες πέρασε η Επανάσταση -οι διωγμοί, οι
σφαγές, οι εμφύλιες συγκρούσεις- δεν έκαμψαν το φρόνημα των αγωνιστών
του ’21: οι επαναστατικές εστίες, που διατηρήθηκαν άσβεστες στην
Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα και στα νησιά, και η συνεχής φροντίδα
για την πολιτική οργάνωση των απελευθερωμένων περιοχών επιβεβαίωναν τη
θέληση όλων των Ελλήνων να αγωνιστούν μέχρις εσχάτων για την επίτευξη
του στόχου που είχαν θέσει οι πρωτεργάτες της εθνεγερσίας.
Οι θυσίες σε αίμα και οι υλικές καταστροφές, οι ηρωισμοί και το πάθος
των αγωνιστών για την ελευθερία, προκάλεσαν τη συμπάθεια και το
θαυμασμό των λαών της Ευρώπης, που εκδηλώθηκε με το κίνημα του
Φιλελληνισμού.
Συγχόνως, τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στη
βαλκανική χερσόνησο προκαλούσαν τριγμούς στο οικοδόμημα της Ιερής
Συμμαχίας και η ανάγκη για λύση του «ελληνικού προβλήματος» γινόταν
επιτακτική. Ύστερα από μακρές διαπραγματεύσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών
κυβερνήσεων, η Ελλάδα κηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος το 1830.
Ο αγώνας των Ελλήνων, μακροχρόνιος, άνισος, με κορυφώσεις ηρωισμού,
αλλά και με περιόδους κάμψης και κατάπτωσης, μετά από βαρύτατες
θυσίες, κατέληξε στη δημιουργία ελεύθερου κράτους. Γύρω απ’ αυτό το
μικρό κράτος θα συγκεντρωθεί, σιγά-σιγά όλος ο Ελληνισμός για να
πραγματοποιήσει την ιστορική του πορεία.
Σε κάθε επέτειο της Εθνεγερσίας ξαναθυμόμαστε συλλογικά και ως έθνος
με συγκίνηση τον αγώνα των προγόνων μας κατά το 1821. Ο ηρωικός τους
αγώνας αποτελεί το έναυσμα για να συνειδητοποιήσουμε, εμείς οι
σημερινοί Έλληνες ότι εθνική επιταγή, άμεση και πρωταρχική, είναι η
προσπάθεια όλων μας για συνεχή πρόοδο και ανάπτυξη του τόπου και
παράλληλο χρέος μας η μόνιμη επαγρύπνηση για τη διαφύλαξη της εθνικής
μας ακεραιότητας και την κατοχύρωση της ειρήνης στο νευραλγικό χώρο
της Μεσογείου.
Πρέπει μέσα απ’ την Παιδεία μας να συνειδητοποιήσουμε
όλοι ότι η Ελλάδα είναι μόνιμα ταγμένη «να φυλάσσει Θερμοπύλες» κι ότι
το χρέος αυτό δεν είναι υπόθεση μιας πρόσκαιρης επιφυλακής, αλλά
σταθερό μέλημα των σημερινών και των αυριανών πολιτών της χώρας μας
που, για να μπορεί να διασφαλιστεί, πρέπει απαραιτήτως να συνοδεύεται
από συνεχή εγρήγορση και από μια δυναμική παρουσία σε όλους τους
τομείς της εθνικής ζωής μέσα στα πλαίσια της Ενωμένης Ευρώπης.
Και για να καταστεί δυνατή η δυναμική πας παρουσία είναι χρέος μας
εθνικό να αγωνιζόμαστε για να αποκαταστήσουμε την ιστορική αλήθεια που
σκοπιμότητες, βλέψεις και συμφέροντα συνεχίζουν να παραποιούν και να
διαστρέφουν, όπως ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση της πανάρχαιας
Ελληνικής Μακεδονίας. Ο λαός μας, λαός ιστορικός, είναι πολύ φυσικό να
είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος σε ό,τι αφορά την ιστορική του κληρονομιά.
Θεματοφύλακες μιας μοναδικής στον ευρωπαϊκό χώρο ιστορικής και
πολιτιστικής δημιουργίας, δεν είμαστε διατεθειμένοι να την αφήσουμε να
γίνει έρμαιο διαφόρων πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Το μακεδονικό όνομα
είναι τμήμα της εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας του Ελληνισμού. Οι
τεράστιες λαϊκές συγκεντρώσεις της Θεσσαλονίκης, της Μελβούρνης, της
Νέας Υόρκης και άλλων πόλεων του εξωτερικού καθώς και τα χιλιάδες
ψηφίσματα απ’ όλα τα μέρη του κόσμου αποδεικνύουν πόσο ριζωμένη είναι
η αντίληψη αυτή. Δεν είναι, λοιπόν, δυνατόν ο αυτοπροσδιορισμός των
Σκοπιανών να καταργήσει το δικό μας προγενέστερο αλλά και ιστορικά
καταξιωμένο δικαίωμα χρήσεως του όρου «Μακεδονία».
Η επέτειος της Επανάστασης του 1821, ενισχύοντας την ιστορική μας
μνήμη, μας καλεί να φανούμε αντάξιοι των ηρωικών αγωνιστών της, ως
γνήσιοι απόγονοί τους. Κάθε φορά που γιορτάζουμε την επέτειό της και
φέρνουμε στη μνήμη μας τα ηρωικά κατορθώματα των αγωνιστών του ’21,
δοκιμάζουμε έκπληξη και θαυμασμό για την ψυχική δύναμη, την επιμονή
και την αντοχή στους αγώνες για την κατάκτηση της ελευθερίας.
Οι επαναστάτες δεν άρπαξαν τα όπλα για να σπάσουν τις αλυσίδες κάποιας
πολιτικής εξάρτησης και να αποκαταστήσουν την πολιτική τους ελευθερία.
Η επανάσταση του ’21 δεν ήταν δημιούργημα ούτε εξουσιών, ούτε ανώτερων
αρχών. Ήταν μια ομόψυχη εξέγερση ολόκληρου του έθνους για να διώξει με
τα όπλα από την Ελλάδα τον κατακτητή, ήταν αρχιτεκτόνημα του ενωμένου
ελληνισμού.
29 Μαΐου 1453: Ένας πολιτισμός σαρώθηκε αμετάκλητα. Όλα έγιναν όπως τα
είχαν διαδώσει οι μάντεις του Βυζαντίου, οι προφήτες που μιλούσαν
αδιάκοπα για την κακή μοίρα που ζύγωνε, για τις τελευταίες μέρες της
Πόλης. Ο πολύπαθος λαός θρήνησε το θεόσταλτο -κατά την πεποίθησή του-
κακό.
Οι τέσσερις αιώνες της σκλαβιάς έφερναν πολλά δεινά για τους
υπόδουλους. Το γένος κινδύνευσε να αφανιστεί, είτε γιατί τα νεαρά
παιδιά τα μάζευαν οι Τούρκοι για να τα κατατάξουν στο στρατό, είτε για
να τα πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Ο αποχωρισμός απ’ τις
οικογένειες, αλλά και η αβέβαιη τύχη των νεαρών παιδιών προκαλούσαν
άφατο πόνο σ’ αυτούς που έμεναν πίσω και αποτέλεσαν το θέμα πολλών
θρύλων και θρηνητικών τραγουδιών.
Όμως η μακρόχρονη σκλαβιά δεν κατόρθωσε να εξαλείψει την εθνική
συνείδηση των Ελλήνων παρά τη βαρβαρότητα της. Ιδιαίτερα στους δύο
τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας εκδηλώνεται όλο και πιο συχνά η
αντίδραση στον τουρκικό ζυγό με επαναστατικά κινήματα, με αποκορύφωμα
το 1821, όταν χωρίς αξιόλογη οργάνωση και προπαρασκευή, χωρίς κάποια
ξεχωριστή πολεμική οργάνωση, χωρίς τη δυνατή προσωπικότητα ενός
αρχηγού στην αρχή του αγώνα, το ελληνικό έθνος αντιμετώπισε όχι μόνο
μια ισχυρή αυτοκρατορία, αλλά και την εχθρική στάση των δυνατών κρατών
της γης.
Ο ελληνικός αγώνας είχε προετοιμαστεί ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα
και τις αρχές του 19ου. Η γαλλική επανάσταση είχε λειτουργήσει ως
πνευματικό και ιδεολογικό υπόβαθρο στις ψυχές των Ελλήνων χάρη στον
ευρωπαϊκό διαφωτισμό άρχισε να ωριμάζει η επαναστατική ιδέα, όχι μόνο
στους Έλληνες, αλλά και σε όλους τους υπηκόους της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό και ο Ρήγας Φεραίος καλεί όλους τους
βαλκανικούς λαούς να ξεσηκωθούν, να αποτινάξουν τον Δεσποτισμό και την
κακοδιοίκηση του Σουλτάνου και να εγκαθιδρύσουν ένα δίκαιο δημοκρατικό
πολίτευμα.
Στα πλαίσια του νεοελληνικού διαφωτισμού οι πόθοι του υπόδουλου Γένους
εκφράζονται ανόθευτοι στο «Θούριο» του Ρήγα, την «Ελληνική νομαρχία»
του Ανώνυμου και στους «πύρινους» λόγους του Εθναπόστολου Κοσμά του
Αιτωλού.
Ένα Αφιέρωμα στο Ρήγα Βελεστινλή (1757-1798) θα έπρεπε, κατά τη γνώμη
μου, να περιλαμβάνει την πασίγνωστη ρήση του: Όποιος ελεύθερα
συλλογάται, συλλογάται καλά. Επίσης:
Γενική εισήγηση πάνω στην προσωπικότητα και το έργο του Ρήγα
Επιμέρους θέματα:
1. Η ζωή, το έργο και ο θάνατος του πρωτομάρτυρα της επανάστασης
2. Οι πολίτες της Δημοκρατίας του Ρήγα
3. «Φυσικής Απάνθισμα». Ο Ρήγας αντιμάχεται τις δεισιδαιμονίες
4. Ο Ρήγας και η χρήση των συμβόλων: από τη Μεγάλη ιδέα στην
παμβαλκανική ουτοπία
5. Οι χάρτες του Ρήγα
6. Ο Εθνεγέρτης στην τέχνη του 19ου και 20ου αιώνα
7. Η γλώσσα του Ρήγα Βελεστινλή.
Η επανάσταση όμως έγινε πράξη με τη συμβολή όλων των Ελλήνων και του
ελληνικού χώρου και του παροικιακού ελληνισμού. Την προετοίμασαν οι
κλέφτες και οι Αρματολοί με τον αγώνα τους κατά των Τούρκων, η
Εκκλησία με την ανεκτίμητη συμβολή της στη διατήρηση της γλώσσας και
της εθνικής οντότητας, οι έμποροι και οι ναυτικοί με την οικονομική
τους δύναμη και κυρίως ο ανώνυμος λαός με τους ηρωισμούς και τις
θυσίες του.
Στις αρχές του 19ου αι. οι Έλληνες κατάλαβαν ότι ήταν μάταιο να
περιμένουν βοήθεια από άλλες χώρες της Ευρώπης και αποφάσισαν να
στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις για την Απελευθέρωσή τους. Έτσι το
1814, στην Οδησσό, ιδρύεται μυστικά η Φιλική Εταιρεία που θα αναλάβει
την οργάνωση του αγώνα και τη μύηση των Ελλήνων στην ιερή αυτή
υπόθεση. Τα μέλη της συνεχώς πλήθαιναν, αγνοώντας την ευρωπαϊκή
διπλωματία που ήταν αντίθετη σε κάθε φιλελεύθερο και επαναστατικό
κίνημα.
Από τη φιλική εταιρεία ξεπήδησε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, πρίγκιπας και
αξιωματικός του ρωσικού στρατού, ο οποίος στις 22 Φεβρουαρίου του 1821
άρχισε την επανάσταση από το Ιάσιο της Μολδοβλαχίας και δημιούργησε
πολεμικό μέτωπο, σπουδαίο αντιπερισπασμό για χάρη του πολέμου που θα
ξέσπαγε τον επόμενο μήνα στην Ελλάδα.
Οι δυνάμεις των επαναστατών στη
Μολδοβλαχία, μετά από αγώνα εννέα μηνών, συντρίφτηκαν. Έστησαν όμως
ηθικά τρόπαια στο Δραγατσάνι, με τη θυσία του Ιερού Λόγου.
Κι ενώ οι Τουρκικές δυνάμεις παρέμεναν συγκεντρωμένες στο βορρά, χάρη
στις προσπάθειες του Υψηλάντη, η επανάσταση ξέσπασε στην Πελοπόννησο
χωρίς εμπόδια το Μάρτιο του 1821 και γρήγορα εξαπλώθηκε. Ακολούθησε η
Στερεά Ελλάδα, η Χαλκιδική και η Ήπειρος και η Δυτική Μακεδονία τον
Φλεβάρη του 1822.
Τα τρία πρώτα χρόνια οι Έλληνες μονιασμένοι, ύστερα από πολυάριθμες
συγκρούσεις στη στεριά και στη θάλασσα, κατάφεραν να επικρατήσουν στην
Πελοπόννησο, στη Στερεά και σε ορισμένα νησιά. Στις μάχες στη Γραβιά,
στο Βαλτέτσι, στην Ερεσσό, στο Μακρυνόρος και στα Βασιλικά, στην
Αλαμάνα και στα Δερβενάκια οι Έλληνες κατέθεσαν την αποφασιστικότητα
και τον ηρωισμό τους.
Στην ηπειρωτική Ελλάδα την κύρια δύναμη αντιμετώπισης του εχθρού
αποτελούσαν οι αρματολοί και οι κλέφτες, «η μαγιά της λευτεριάς», όπως
τους χαρακτηρίζει ο Μακρυγιάννης. Τα σώματα των κλεφτών αποτελούσαν οι
φλογισμένοι από το αίσθημα της λευτεριάς νέοι, οι απελπισμένοι από τις
παρανομίες και τις κακοποιήσεις του κατακτητή, που μη μπορώντας το
ζυγό της δουλείας, κατέφυγαν στα ελληνικά βουνά.
Ξεχωριστή θέση στον αγώνα, αλλά και δημοτική ποίηση κατέχει η γυναίκα.
Είτε με το ρόλο της μάνας, είτε της συζύγου είτε του ανυπότακτου
ανθρώπου, εμφανίζεται σε πολλά τραγούδια και αναδεικνύεται σε μια
ηρωική μορφή μέσα από την αγωνιστικότητα και την αυτοθυσία.
Όμως ο ελληνικός αγώνας δεν άφησε ασυγκίνητο κανέναν ευαίσθητο και
φιλελεύθερο άνθρωπο. Ο αποτροπιασμός για τις βιαιότητες των Τούρκων, ο
θαυμασμός για τα κατορθώματα των Ελλήνων και η ευγνωμοσύνη για τους
Αρχαίους Έλληνες συγκινούν τους πνευματικούς ανθρώπους και τους λαούς
των Ευρωπαϊκών χωρών και παντού δημιουργούνται φιλελληνικά κομιτάτα.
Σημαντικό γεγονός την εποχή αυτή ήταν η διακήρυξη στην Επίδαυρο από
την Α΄ Εθνοσυνέλευση της πολιτικής ύπαρξης και ανεξαρτησίας του
ελληνικού έθνους τον Ιανουάριο του 1822. Από το 1824 όμως άρχισε η
κάμψη της επανάστασης κυρίως εξαιτίας των δύο εμφυλίων πολέμων που
ξέσπασαν ανάμεσα στους πολιτικούς και στρατιωτικούς αρχηγούς του
αγώνα. Οι πρώτοι αντλούσαν το κύρος τους από την προεπαναστατική
ελληνική κοινωνία (πρόκριτοι, Ανώτερος κλήρος, Φαναριώτες), ενώ οι
δεύτεροι, οι Κλεφτοκαπεταναίοι είχαν αναδειχτεί από τις φλόγες του
Αγώνα.
Οι εμφύλιοι πόλεμοι έφεραν την ελληνική επανάσταση στο χείλος
του γκρεμού. Οι Τούρκοι ανασυντάχθηκαν και με τον Ιμπραήμ από το νότο
και τον Κιουταχή από το βορρά, το 1825 και ’26 κατόρθωσαν να
ανακαταλάβουν σχεδόν την επαναστατημένη επικράτεια. Τον ίδιο χρόνο
1826 άρχισε η συγκλονιστική πολιορκία του Μεσολογγίου, μέσα από την
οποία το Μεσολόγγι αναδείχθηκε ως πανανθρώπινο σύμβολο ηρωικής
αντίστασης και ηθικής ελευθερίας.
Το σκηνικό της ελληνικής επανάστασης έκλεισε με τη νικηφόρα ναυμαχία
του ενωμένου στόλου των ευρωπαϊκών δυνάμεων -Αγγλία, Ρωσία, Γαλλία-
στο Ναβαρίνο. Λίγο αργότερα ο ελληνικός λαός βρίσκεται πάνω στο μεγάλο
ιστορικό ορόσημό του. Ο αγώνας που προηγήθηκε, οι διπλωματικές
ενέργειες των ισχυρών της Ευρώπης, αλλά και η ακούραστη προσπάθεια του
Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδας από το 1827 θα οδηγήσουν στην
ανεξαρτησία της Ελλάδας, η οποία αναγνωρίστηκε επίσημα το 1832.
Ο μεγαλειώδης αγώνας των Ελλήνων δικαιώθηκε, όχι όμως ανάλογα με τις
θυσίες, αφού έμενε αλύτρωτο το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας.
Στον αγώνα για δικαιοσύνη όμως δεν είχαν την ίδια τύχη που είχαν στον
αγώνα για τη λευτεριά. Πολλά από τα οράματα του Επαναστατημένου Έθνους
παραχαράχτηκαν κατά τη διάρκεια της επανάστασης και κατά τη
διακυβέρνηση του Όθωνα, του ξενόφερτου Βαυαρού βασιλιά, κυρίως στον
τομέα της δημοκρατίας, της παιδείας, της οικονομίας.
Γι’ αυτό και οι αγώνες δεν σταμάτησαν. Ο ελληνικός λαός, βαθιά
δημοκρατικός, ξεσηκώνεται για ακόμα μια φορά με την επανάσταση της 3ης
Σεπτεμβρίου του 1843 και απαιτεί σύνταγμα.
Τότε οι ξένοι που βρίσκονταν στην Ελλάδα λένε:
«Εκαυχώμεθα μέχρι τούδε ως όντες Γάλλοι, ως όντες Άγγλοι: αλλ’
επιθυμούμεν να ήμεθα σήμερον Έλληνες».
Αν δούμε την Ελληνική Επανάσταση του ’21 ως ανθρώπινη πράξη και την
κρίνουμε όχι μόνο από το τελικό αποτέλεσμά της, αλλά και από τις
δυσχέρειες που αντιμετώπισε στην πραγμάτωσή της, διαπιστώνουμε πως
είναι μια από τις πιο ηρωικές πράξεις της παγκόσμιας ιστορίας. Γι’
αυτό, μπορούμε να φανούμε αντάξιοι απόγονοι των αγωνιστών του ’21, αν
συνειδητοποιήσουμε, αν κάνουμε πράξη το μήνυμα που μας στέλνουν, ότι ο
άνθρωπος νοείται άνθρωπος μόνο ελεύθερος.
Συχνά, το μεγαλύτερο γεγονός της νέας ελληνικής ιστορίας, η επανάσταση
του 1821, χαρακτηρίζεται απ’ τους ιστορικούς θαύμα, για τους επικούς
αγώνες, τις θυσίες, τα ολοκαυτώματά της.
Στις αρχές του 19ου αιώνα φαίνεται πως οι περισσότεροι Έλληνες είχαν
καταλήξει σ’ ένα βασικό συμπέρασμα : ότι δεν έπρεπε να περιμένουν απ’
τα ξένα κράτη να τους βοηθήσουν ή να τους απελευθερώσουν, αλλά έπρεπε
γι’ αυτό το σκοπό να στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις.
Αυτό το διαπίστωσαν προπάντων όσοι υπηρετούσαν σε ξένους στρατούς κι
έβλεπαν καθαρότερα. Έτσι ο Κολοκοτρώνης (που υπηρέτησε στον αγγλικό
στρατό στα Εφτάνησα) γράφει στ’ απομνημονεύματά του: «Είδα τότε ότι
ό,τι κάμουμε θα το κάμουμε μονάχοι και δεν έχομε ελπίδα από τους
ξένους».
Προς τις ιδέες αυτές αντιστοιχούν οι δύο ελληνικές εταιρείες, η φανερή
και μορφωτική των Φίλων των Μουσών ή της Φιλομούσου και η μυστική και
επαναστατική των Φιλικών ή της Φιλικής Εταιρείας, που αναλαμβάνουν να
δώσουν τα οργανωτικά πλαίσια με τα προγράμματα ενέργειας. Απ’ αυτές θα
προκόψει η δεύτερη, γιατί ανταποκρινόταν στους μύχιους πόθους του
ελληνικού λαού, που επιθυμούσε να δει όσο το δυνατόν ταχύτερα την
απαλλαγή του απ’ τη σκλαβιά. Και στην ίδρυση και προκοπή της θα
πρωτοστατήσουν μικρέμποροι, «μικράς τάξεως ομογενείς», που θα κινηθούν
με θερμό πατριωτισμό και δραστηριότητα για την οργάνωση του λαού. Και
όταν ο πολλαπλασιασμός των οπαδών της Φιλικής θα φτάσει σε
καταπληκτικό αριθμό με το να διαδοθεί και στα ανώτατα και στα κατώτατα
λαϊκά στρώματα, τότε ο κίνδυνος της αποκαλύψεώς της θα σπρώξει τους
αρχηγούς στην απόφαση να εκλέξουν τον Αλέξανδρο Υψηλάντη ως αρχηγό και
να δράσουν αμέσως.
Αν η επανάσταση στη Μολδοβλαχία, απ’ όπου θ’ αρχίσει για πολλούς
λόγους, δεν θα πετύχει, κοντά στην ανταρσία του Αλή πασά των
Ιωαννίνων, θ’ αποτελέσει έναν αρκετά σοβαρό πονοκέφαλο για την Πύλη,
αλλά και θα προκαλέσει αναταραχή στους κύκλους των μεγάλων ευρωπαϊκών
δυνάμεων, κυρίως της Κεντρικής Ευρώπης και ειδικά των απολυταρχικών
κρατών, της Αυστρίας και της Ρωσίας, που φοβούνταν τη διάδοση των
επαναστατικών ιδεών και οι οποίες, κουρασμένες απ’ τους ναπολεόντειους
πολέμους, ούτε καν ήθελαν πια ν’ ακούσουν για πολιτικές ανωμαλίες, που
θα μπορούσαν ν’ ανατρέψουν τη νέα τάξη πραγμάτων, που είχε επιβληθεί
μετά τη συντριβή του Ναπολέοντα (1815) στο Βατερλό, δηλαδή μετά το
συνέδριο της Βιέννης (1815).
Απ’ αυτούς τους πρώτους αντιπερισπασμούς της Πύλης θα επωφεληθούν οι
Έλληνες να κηρύξουν και να εξαπλώσουν την επανάστασή τους στην
Πελοπόννησο, στα Νησιά και στη Στερεά Ελλάδα, να σχηματίσουν την πρώτη
πολιτική διοίκηση.
Με την αρχή του νέου έτους 1822, παρά την αποτυχία των επαναστάσεων
στη Θεσσαλομαγνησία και Χαλκιδική, οι Έλληνες θα προχωρήσουν με την
πρώτη εθνική συνέλευση στη συγκρότηση μιας κεντρικής αρχής, μιας
κυβερνήσεως, με πρόεδρο τον Αλ. Μαυροκορδάτο, του λεγόμενου
εκτελεστικού, και μιας βουλής, του βουλευτικού, με πρόεδρο το Δημ.
Υψηλάντη, η οποία θα συγκεντρώσει τις υπέρτατες εξουσίας και θα
προσπαθήσει να ενοποιήσει και να κατευθύνει τον αγώνα προς τα γενικά
συμφέροντα.
Μέσα στο μήνα Ιούλιο του 1822 οι Έλληνες θα ζήσουν δύο συνταρακτικά
γεγονότα. Ένα πολύ δυσάρεστο, την ήττα των τακτικών Ελλήνων και
φιλελλήνων, καθώς και άτακτων στρατευμάτων στο Πέτα απ’ το ένα μέρος,
και ένα πολύ ευχάριστο, την περίλαμπρη νίκη του Κολοκοτρώνη στα
Δερβενάκια, η οποία θα επιβάλλει την προσωπικότητα του γέρου του
Μοριά, θα τον κάνει είδωλο, ημίθεο, και θα εξυψώσει την τακτική των
ατάκτων.
Από την εποχή όμως αυτή θ’ αρχίσουν και οι έντονες αντιδράσεις και οι
ραδιουργίες των πολιτικών, ιδίως της Β.Δ. Πελοποννήσου, εναντίον του
Κολοκοτρώνη κι έτσι θ’ αρχίσουν οι εμφύλιοι πόλεμοι, οι οποίοι θα
λήξουν με την επικράτηση των πολιτικών της κυβερνήσεως Γ. Κουντουριώτη
και με τη φυλάκιση του Κολοκοτρώνη στο μοναστήρι του προφήτη Ηλία στην
Ύδρα, στις αρχές Φεβρουαρίου 1825, την ίδια δηλαδή εποχή που ο
Ιμπραήμ, θετός γιός του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου, συμμάχου της Πύλης,
διέπλεε το Κρητικό πέλαγος και αποβίβαζε τα πρώτα στρατεύματά του στη
Μεσσηνία, δημιουργώντας έτσι ένα επικίνδυνο προγεφύρωμα στην
Πελοπόννησο.
Κατά τα μέσα κιόλας του περασμένου χρόνου (1824) ο Ιμπραήμ,
επωφελούμενος απ’ την ακαταστασία των ελληνικών πραγμάτων, είχε
εκμηδενίσει τη σπουδαία ναυτική βάση της Κάσου, ενώ τουρκικός στόλος,
τρεις βδομάδες αργότερα, κατέστρεφε τα Ψαρά.
Η κυβέρνηση Κουντουριώτη, μολονότι παρουσιάζεται και οικονομικά
ενισχυμένη με την πρώτη δόση του αγγλικού δανείου, ενεργεί με
πλαδαρότητα, αλλά και οι Έλληνες οπλαρχηγοί διαπράττουν βαρύτατα
σφάλματα -ακόμη κι ο Κολοκοτρώνης που αποφυλακίζεται- στην
αντιμετώπιση του Ιμπραήμ και νικώνται. Έτσι τελικά ο Πελοποννήσιος
αρχηγός αναγκάζεται να εφαρμόσει την τακτική του κλεφτοπολέμου, που θα
διαρκέσει 2 ½ ολόκληρα χρόνια, ως τη ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827).
Η αδάμαστη αυτή αντίσταση είναι η εποποιία του πελοποννησιακού λαού, ενώ
σύγχρονα και παράλληλα αγωνίζονται με σκληρότητα και οι Ρουμελιώτες
στους δυο μεγάλους προμαχώνες της Στερεάς, στο Μεσολόγγι και στην
Ακρόπολη της Αθήνας, χωρίς όμως τελικά ν’ αναχαιτίσουν τον εχθρό.
Στο μεταξύ το ελληνικό ζήτημα είχε συγκινήσει τους ευρωπαϊκούς λαούς
και οι κυβερνήσεις των μεγάλων δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας,
έδειχναν πια ζωηρό ενδιαφέρον για την εξέλιξή του.
Το ενδιαφέρον των Άγγλων για την Ελλάδα θα καταλήξει στο πρώτο
σημαντικό πρωτόκολλο της ελληνικής ανεξαρτησίας του 1827. Παρόμοιο
ενδιαφέρον δείχνουν και η Ρωσία και η Γαλλία, και τελικά η συμφωνία
τους για την εκτέλεση των όρων του προμνημονευμένου πρωτοκόλλου θα
καταλήξει στη ναυμαχία του Ναυαρίνου και στην καταστροφή του
τουρκοαιγυπτιακού στόλου (1827).
Το ενδιαφέρον όμως αυτό των μεγάλων θα γεννήσει και τον ανταγωνισμό
τους και τα πρώτα ελληνικά πολιτικά κόμματα, το αγγλικό, το γαλλικό
και το ρωσικό, που παίρνουν αυτές τις ξενικές ονομασίες, επειδή οι
αρχηγοί και οι οπαδοί τους πιστεύουν ότι με την υποστήριξή της μιας ή
της άλλης δυνάμεως θα μπορέσουν να πετύχουν την πραγματοποίηση των
εθνικών τους επιδιώξεων.
Η ακαταστασία των στρατιωτικών, αλλά και των πολιτικών πραγμάτων που
επικρατούσε στην Ελλάδα, δηλαδή η πείρα εφτά χρόνων πολέμων και
εσωτερικών σπαραγμών, υπαγορεύει στα μέλη της γ’ εθνικής συνελεύσεως,
που συνήλθε στην Τροιζήνα και η οποία ψήφισε το πιο δημοκρατικό
σύνταγμα της επαναστάσεως, να εκλέξει κυβερνήτη του νέου κράτους τον
Ιωάννη Καποδίστρια. Έτσι αρχίζει ο ελεύθερος πολιτικός βίος της Ελλάδας.
Η ιστορική αυτή αναδρομή που σκοπό έχει να αναστήσει τα περασμένα, τη
ζωή, τους άθλους, τους πόθους και τους καημούς του Έθνους μας, ας
σταθεί αφορμή να νιώσουμε περήφανοι για το δυναμισμό της φυλής μας και
να αισθανθούμε ιερό το χρέος μας προς τη χώρα μας.
(κυρίως ιστορικό κείμενο: Απ. Βακαλόπουλος απ’ την εισαγωγή του έργου
«Ελλάδα, Ιστορία και πολιτισμός», 5ος τ. των εκδόσεων
«Μαλλιάρης-Παιδεία»).
Πρωτογενείς Πηγές-ιστορικές αναφορές:
Οι Φιλέλληνες
«Ο Φιλελληνισμός εξαπλώθηκε σ’ όλη την Ευρώπη και στην Αμερική, αλλά
τα ισχυρότερα ρεύματά του παρατηρήθηκαν στη Γαλλία, Γερμανία, Ελβετία,
Αγγλία και Ηνωμένες Πολιτείες.
Σ’ όλες αυτές τις χώρες ο φιλελληνισμός εκδηλώθηκε με διάφορες μορφές:
είτε με την κάθοδο εθελοντών, για να συμμετάσχουν στον ελληνικό αγώνα,
είτε με πύρινα υπέρ αυτού άρθρα στις εφημερίδες και περιοδικά είτε με
την ίδρυση φιλελληνικών εταιρειών, είτε με αποστολή χρημάτων και
πολεμοφοδίων, είτε με έργα τεχνικά ή καλών τεχνών, εμπνευσμένα απ’ το
ελληνικό δράμα».
( Απ. Βακαλόπουλος, «Ιστορία της ελλ. Επαναστάσεως του 1821»).
Ο Αμερικανός φιλέλληνας γιατρός Σάμιουελ Χάου γράφει στο ημερολόγιό
του: «… είναι τώρα δυο μήνες που δεν έβγαλα τα ρούχα μου. Τη νύχτα για
στρώμα έχω το πάτωμα και για σκέπασμα μια κουβέρτα…. Στην αρχή
δυσκολευόμουν αρκετά. Σε λίγο όμως μπόρεσα να παραβγαίνω με τους
βουνίσιους στρατιώτες στην κούραση, στην πείνα και στην αγρύπνια.
Μπορούσα να κουβαλώ το ντουφέκι μου και τη βαριά ζώνη με το γιαταγάνι
και τα πιστόλια όλη τη μέρα σκαρφαλωμένος στις κλεισούρες. Μπορούσα να
τρώω ξινήθρες και σαλιγκάρια ή να μην τρώω τίποτα και τη νύχτα να
ξαπλώνω καταγής τυλιγμένος με τη μαλλιαρή κάπα… Κι ήμουν ευτυχισμένος».
Η Φιλική Εταιρεία
Στα 1814 στην Οδησσό τρεις ξενιτεμένοι Έλληνες μικρέμποροι, ο Νικόλαος
Σκουφάς, ο Εμμανουήλ Ξάνθος και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, με σκοπό την
προετοιμασία και την επαναστατική οργάνωση του Έθνους για αποτίναξη
του τουρκικού ζυγού, ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία.
Η Φιλική Εταιρεία εργάστηκε θαυμάσια για την ψυχική προετοιμασία των
Ελλήνων: σκόρπισε στις διάφορες ελληνικές και ξένες χώρες, ιδίως
βαλκανικές, πολυάριθμους αποστόλους της, άσημους κυρίως ανθρώπους,
αλλά δραστήριους και θερμούς κήρυκες, που ίδρυσαν παντού
επαναστατικούς πυρήνες, τόνωσαν το ηθικό των μυημένων και άναψαν τον
ενθουσιασμό τους…
Στις 12 Απριλίου 1820 αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας ορίστηκε ο
Αλέξανδρος Υψηλάντης….
(Απ. Βακαλόπουλος, «Ιστορία της ελλ. Επαναστάσεως του 1821»).
Συμμετοχή του 5ου ΓΕΛ Τρικάλων σε Διαδικτυακή Εκδήλωση με τίτλο «Εκδήλωση για CERN και Ψηφιακές Δεξιότητες».
σε όλους τους συντελεστές της πρωτότυπης και ενδιαφέρουσας αυτής ημερίδας και ιδιαίτερα στις μαθήτριες και μαθητές του 5ου ΓΕΛ και τον καθηγητή τους κ. Κατσίκα Αχιλλέα, για την εξαίρετη πρωτοβουλία και συμμετοχή!
5ο ΓΕΛ Τρικάλων. Εργασία Φιλοσοφίας 2020-2021. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.
“Η διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στην ανατολή” Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων
Τα Μεσαιωνικά Πανεπιστήμια, Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων
Τα Μεσαιωνικά Πανεπιστήμια, Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων
(Από το βιβλίο της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, Τα πανεπιστήμια στο Μεσαίωνα. Το πανεπιστήμιο του Παρισιού 12ος-15ος αι. https://www.public.gr/…/ta-panepistimia…/prod1010978pp/ )
Το μεσαιωνικό Πανεπιστήμιο αξίζει ιδιαίτερη μνεία και μελέτη· τόσο ως θεσμός, που κατείχε εξέχουσα θέση στη ζωή των λογίων εκείνης της εποχής, αλλά και ως θεσμός που η εσωτερική του ιστορία αντικατοπτρίζει, στην πραγματικότητα, την ιστορία της μεσαιωνικής σκέψης από τα τέλη του 11ου αι. και μετά: δηλ. της εξέλιξης της σχολαστικής φιλοσοφίας και θεολογίας, της αναβίωσης της σπουδής του αστικού δικαίου, της διαμόρφωσης και της ανάπτυξης του κανονικού δικαίου. Τα πανεπιστήμια όλων των χωρών και όλων των εποχών είναι, τελικά, προσαρμογές και παραλλαγές – κάτω από διαφορετικές κάθε φορά συνθήκες – του ίδιου θεσμού: του μεσαιωνικού Πανεπιστημίου, που το γέννησε το μεγάλο πολιτιστικό κύμα του Κυρίως Μεσαίωνα (11ος-13ος αι.). Τα στοιχεία αυτής της γενικότερης αλλαγής εντοπίζονται στην ακμή και παρακμή του φεουδαλισμού, στην ανάπτυξη των πόλεων και του εμπορίου, στην εμφάνιση της λαϊκής λογοτεχνίας, στην ανάπτυξη της γοτθικής αρχιτεκτονικής, στην εμφάνιση του φαινομένου των Σταυροφοριών και, βέβαια, στην εμφάνιση των Πανεπιστημίων. Μια ματιά σε οποιαδήποτε συλλογή Μεσαιωνικών ντοκουμέντων αποκαλύπτει το γεγονός ότι η λέξη «πανεπιστήμιο-universitas» σημαίνει απλώς έναν αριθμό, μια πολλαπλότητα, ένα σύνολο ανθρώπων. Ο όρος universitas, που συναντούμε στα μεσαιωνικά κείμενα, είναι κάτι αντίστοιχο ή ισοδύναμο με το ρωμαϊκό «collegium» (όρος του ρωμαϊκού δικαίου), αν και ο όρος universitas αναφέρεται αρχικά σε ενώσεις εμπόρων και καλλιτεχνών που συγκροτούνταν για την προώθηση των επαγγελματικών τους συμφερόντων, επαγγέλματα που η εμφάνισή τους σχετίζεται με την αναβίωση των πόλεων. Αυτή ακριβώς η διάκριση αφορά και το Πανεπιστήμιο, αφού και αυτού η εμφάνιση συμπίπτει χρονικά με την ανάπτυξη των πόλεων. Στο τέλος του 12ου και στις αρχές του 13ου αι. βρίσκουμε τη λέξη universitas να σημαίνει συσσωματώσεις-ενώσεις είτε καθηγητών, είτε φοιτητών. Στην αρχή ποτέ δεν χρησιμοποιείται απολύτως για να δηλώσει τις «σχολαστικές» αυτές ενώσεις, αλλά πάντα η φράση είναι universitas magistrorum ή universitas Scholarium, ή ακόμη universitas magistrorum at Scholarium («ένωση» καθηγητών και φοιτητών) ή universitas studium. Είναι σημαντικό να σημειωθεί εδώ ότι ο όρος universitas υποδηλώνει μόνο το σώμα των καθηγητών ή των φοιτητών κι όχι τον τόπο ή τα κτιριακά συγκροτήματα όπου ήταν εγκατεστημένο. Η λέξη που χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει αφαιρετικά τον ακαδημαϊκό θεσμό- δηλαδή τα σχολεία (σχολές) και την πόλη όπου βρίσκονταν- ήταν το studium generale. Το studium generale υποδηλώνει όχι τον τόπο όπου διδάσκονται όλες οι επιστήμες, οι γνωστές σε κείνη την εποχή, αλλά τον τόπο όπου οι φοιτητές απ’ όλα τα μέρη της Ευρώπης συγκεντρώνονται. Πραγματικά λίγα μεσαιωνικά studia κατείχαν τη δυνατότητα της παροχής γνώσεων πάνω σ’ όλους τους τομείς. Ακόμη και στο Παρίσι, στις μέρες του μεσουρανήματός του, δεν διδασκόταν καθόλου αστικό δίκαιο. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια του 13ου αι., η θεολογική παιδεία ήταν το αποκλειστικό προνόμιο του Πανεπιστημίου του Παρισιού και των Αγγλικών Πανεπιστημίων. Ο όρος studium generale έγινε κοινός μόνο ως το τέλος του 13ου αι. Τότε φαίνεται ότι αρχίζει να συμπυκνώνει στο άκουσμά του τρία χαρακτηριστικά: 1. Το σχολείο αυτού του είδους προσελκύει φοιτητές(Scholars) απ’ όλες τις χώρες, κι όχι μόνο από μια συγκεκριμένη περιοχή ή περιφέρεια. 2. Ότι ήταν χώρος ανώτερης εκπαίδευσης. Δηλαδή, ότι ένας τουλάχιστον απ’ τους ανώτερους τομείς γνώσεως(higher faculty) μπορούσε να διδαχτεί (θεολογία, νομική, ιατρική). 3. Αυτές οι επιστήμες διδάσκονταν από μεγάλο αριθμό καθηγητών. Απ’ αυτές τις ιδέες η πρώτη ήταν η πιο βασική: ένα studium generale ήταν σχολείο γενικής καταφυγής, αλλά απ’ την αρχή η σύστασή του δεν έγινε αποδεκτή βάσει νομικής κατοχύρωσης κάποιου καταστατικού χάρτη, αλλά βασίστηκε στο έθιμο και τη χρήση. Εντούτοις, στην αρχή του 13ου αι., υπήρχαν τρία studia, για τα οποία καθιερώθηκε κατεξοχήν ο όρος studium generale, και τα οποία απολάμβαναν έναν άνευ προηγουμένου σεβασμό: Το Παρίσι για τη θεολογία και τις ελεύθερες τέχνες, η Μπολώνια για τη νομική, και το Σαλέρνο για την ιατρική. Ένας καθηγητής που είχε διδάξει και είχε γίνει δεκτός στο καθηγητικό σώμα σε μια απ’ τις παραπάνω πόλεις ήταν σίγουρο ότι θα αποκτούσε έμμεση αναγνώριση και άδεια εισόδου για να διδάξει σ’ όλα τα κατώτερα studia της Ευρώπης. Αυτή η «οικουμενική» ισχύς του καθηγητικού τίτλου (magisterial title), συντέλεσε στο ν’ αποκτήσει η εμφάνιση των Πανεπιστημίων στην Ευρώπη μια αξιοσημείωτη ενότητα, που ιχνηλατείται στα κοινά σχολεία της συγκρότησής τους. Σ’ όλο το 13ο αι., πολλά σχολεία, εκτός απ’ το Παρίσι και τη Μπολώνια, διεκδίκησαν τον τίτλο του studium generale. Πραγματικά- τουλάχιστον στην Ιταλία όπου ο όρος χρησιμοποιούνταν περισσότερο- υιοθετήθηκε από κάθε σχολείο που μ’ αυτό τον τρόπο ήθελε να υπαινιχτεί ότι πρόσφερε ισοδύναμη μόρφωση μ’ αυτή του Παρισιού και της Μπολώνια. Και βέβαια η επέκταση του τίτλου διευκολύνθηκε κι απ’ το γεγονός ότι τα περισσότερα απ’ τα νέα σχολεία ιδρύθηκαν από καθηγητές που είχαν διδάξει στα παλιότερα studia generalia. Η ιδέα ότι τα studia generalia αποκτούσαν νόμιμη κι επίσημη ίδρυση με την κατοχή στ’ αρχεία τους παπικής ή αυτοκρατορικής βούλας είναι μεταγενέστερη (μέσα 13ου αι.), και ίσχυσε αρχικά για την ίδρυση ή την σταθεροποίηση της θέσης υποδεέστερων studia σε σχέση με το Παρίσι και τη Μπολώνια (π.χ. 1224: Νεάπολη 1229, 1244-45: Toulouse). Αλλά σταδιακά το ειδικό προνόμιο του ius ubique docendi που μπορούσε να το απονέμει μόνο ο πάπας ή ο αυτοκράτορας επεκτάθηκε και στα πανεπιστήμια-αρχέτυπα (Μπολώνια-Παρίσι). Το 1291-92, ακόμη κι αυτά επενδύθηκαν τυπικά με το ίδιο προνόμιο, με βούλες του Νικολάου IV. Απ’ αυτήν την εποχή κερδίζει έδαφος η ιδέα ότι το ius ubique docendi αποτελεί την ουσία ενός stadium generale και ότι όποιο σχολείο δεν κατείχε αυτό το προνόμιο δεν μπορούσε να το αποκτήσει παρά μόνο με βούλα απ’ τον αυτοκράτορα ή τον Πάπα. Απομένει να δείξουμε τη σχέση ανάμεσα στους όρους «studium generale» και universitas. Απ’ την αρχή δεν υπήρχε καμιά απαραίτητη σύνδεση ανάμεσα στο θεσμό που δηλώνεται με τον όρο studium generale. Ενώσεις καθηγητών ή φοιτητών σχηματίστηκαν προτού ο όρος studium generale χρησιμοποιηθεί συχνά. Και σε λίγες περιπτώσεις τέτοιες ενώσεις είναι γνωστό ότι υπήρξαν σε σχολεία, τα οποία δεν έγιναν ποτέ studia generalia. Το Πανεπιστήμιο ήταν εξαρχής ένας «σχολαστικός σύνδεσμος» είτε καθηγητών (magisterial), είτε φοιτητών (scholarium). Τέτοιες ενώσεις (σύνδεσμοι, σωματεία), χωρίς καμία τυπική καθιέρωση από βασιλιά, πάπα, πρίγκηπα ή άλλη θρησκευτική ή κοσμική αρχή, υπήρξαν πηγαία προϊόντα εκείνου του ενστίκτου για συσσωμάτωση που σάρωσε σαν μεγάλο κύμα τις πόλεις της Ευρώπης κατά τον 11ο και 12ο αι. Αλλά ειδικά στο Παρίσι και στη Μπολώνια οι «σχολαστικές ενώσεις» (scholastic guilds) απέκτησαν τέτοια ανάπτυξη και σπουδαιότητα που δεν παρατηρείται αλλού. Σχεδόν όλα τα δευτερεύοντα studia generalia που εμφανίστηκαν αυθόρμητα (universities spontanees), δηλαδή χωρίς παπικό ή αυτοκρατορικό καταστατικό χάρτη, δημιουργήθηκαν από καθηγητές ή φοιτητές που αποσπάστηκαν απ’ το Παρίσι ή τη Μπολώνια. Ακόμη και στις λίγες περιπτώσεις που τα σπέρματα ενός πανεπιστημίου ή μιας ένωσης καθηγητών εμφανίστηκαν ανεξάρτητα απ’ την επίδραση αυτών των δύο, η περαιτέρω ανάπτυξή τους οφειλόταν περισσότερο ή λιγότερο σε συνειδητή μίμηση των «σχολαστικών ενώσεων» των δύο μεγάλων Πανεπιστημίων. Τα δύο αυτά «αρχέτυπα» εμφανίστηκαν περίπου την ίδια εποχή ανάμεσα στο 1170-1200. Το Πανεπιστήμιο της Μπολώνια, με την ένωση των φοιτητών η οποία αναπτύχθηκε αργότερα απ’ την ένωση των καθηγητών του Παρισιού, συμπλήρωσε τη διαδικασία ανάπτυξης του οργανισμού του νωρίτερα. Και παρ’ όλο που και τα δύο αλληλοεπηρεάστηκαν κατά την ανάπτυξή τους, η Μπολώνια, κατά πάσα πιθανότητα άσκησε μεγαλύτερη επίδραση στο Παρίσι απ’ ό,τι το Παρίσι στη Μπολώνια. Όσον αφορά στην κατανομή της ακαδημαϊκής δύναμης στα άλλα Πανεπιστήμια ανάμεσα στην «ένωση των καθηγητών» (magisterial college) και στην «ένωση των φοιτητών» (student guild), υπήρχε μεγάλη ποικιλία. Ακόμη περισσότερο αυτή η κατανομή μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τις χρονικές στιγμές. Έτσι μερικά studia πλησιάζουν σε κάποια φάση την «ένωση τύπου Μπολώνιας» και σε κάποια άλλη την «ένωση τύπου Παρισίων». Αν και μια κατάταξη των πανεπιστημίων σε student universities και master universities, θα έφερνε στο φως το παράξενο γεγονός ότι τα γαλλικά Πανεπιστήμια είναι περισσότερο παιδιά της Μπολώνιας απ’ ότι του Παρισιού κι ότι τα Πανεπιστήμια της Σκωτίας σχετίζονται πιο στενά με τη Μπολώνια παρά με το Παρίσι ή την Οξφόρδη, εντούτοις θ’ αποκάλυπτε σ’ όλη του την έκταση το φαινόμενο της ένταξης των Πανεπιστημίων στο αστικό οργανωτικό και διανοητικό επίπεδο- διότι οι ευγενείς και η εκκλησία δεν συγκροτούσαν τέτοιους συλλόγους-ενώσεις. Όπως ο γοτθικός καθεδρικός ναός, έτσι και το Πανεπιστήμιο υπήρξε προϊόν της μεσαιωνικής πόλης. Η ανάπτυξη των πόλεων το 12ο αι., προκάλεσε την παρακμή των παλιών μοναστηριακών σχολείων, των μόνων κέντρων κοσμικής και θεολογικής μαθήσεως κατά τους προηγούμενους αιώνες. Αυτά στις περιοχές βόρεια των Άλπεων υπερκεράστηκαν απ’ τα καθεδρικά σχολεία, που παρ’ όλη την προηγούμενη μακρόχρονη ύπαρξή τους, μόνο τώρα αρχίζουν ν’ αποκτούν σπουδαιότητα. Πολλά απ’ αυτά τα σχολεία γίνονται κέντρα ανώτερης μόρφωσης ενός είδους, που μέχρι τότε δεν είχε γνωρίσει η Ευρώπη και που οφείλεται στην πνευματική και πολιτιστική Αναγέννηση του 12ου αιώνα. Οι εγγραφές αυτών που διψούν για μόρφωση αυξάνονται σταθερά στα καθεδρικά σχολεία παράλληλα με τη βελτίωση και την αύξηση των προγραμμάτων σπουδών, και τελικά μερικά απ’ αυτά εξελίσσονται σε Πανεπιστήμια. Τέτοια καθεδρικά σχολεία έπαιξαν το ρόλο κεντρικού πυρήνα στην περίπτωση του Παρισιού. Μάλιστα φαίνεται ότι η παροχή απ’ τα Πανεπιστήμια, εκτός απ’ την ανώτερη (θεολογία, νομική, ιατρική) και στοιχειώδους μορφώσεως (βασικό πρόγραμμα, εισαγωγή στις παραδοσιακές 7 ελευθέριες τέχνες- trivium+quadrivium- : γραμματική, ρητορική, διαλεκτική/ αστρονομία, γεωμετρία, αριθμητική, μουσική), έχει κάποια σχέση με την παραγωγική προέλευσή τους απ’ τα καθεδρικά σχολεία. Στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, το κυρίαρχο στοιχείο ήταν ακριβώς οι «ελευθέριες τέχνες» (συνδετικό-κοινό στοιχείο όλων των Πανεπιστημίων), που αποτελούνταν σαν τομέας από νεαρούς καθηγητές, οι οποίοι έχοντας προετοιμαστεί έξι χρόνια τις δίδασκαν ενώ παράλληλα συνέχιζαν να σπουδάζουν θεολογία, νομική ή ιατρική. Μ’ άλλα λόγια η ομάδα διακανονισμού των υπολοίπων ήταν οι καθηγητές του trivium-quadrivium στη σύνδεσή της με τους ανώτερους τομείς (advanced degrees). Για την προαγωγή ενός καθηγητού των artes liberales, δηλαδή ενός artista σε magister (doctor,professor), τίτλος που τον καθιστούσε ικανό να διδάξει θεολογία, νομική ή ιατρική, απαιτούνταν, εκτός από επιτυχείς εξετάσεις στον αντίστοιχο τομέα, και τυπική εισδοχή του στην «ένωση των καθηγητών». Αυτή σήμαινε την αρχή της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Δεν υπήρχε στο δρόμο του κανένα νομικό κώλυμα να τον εμποδίσει για κάτι τέτοιο. Αυτό που χρειαζόταν ήταν μια κενή αίθουσα πάνω από μια ταβέρνα και αρκετούς ακροατές για να εξοικονομεί απ’ τα δίδακτρα τα έξοδά του. Στο Παρίσι πολλές τέτοιες αίθουσες βρίσκονταν στη Rue du Fouarre (άχυρο), ένα δρόμο στην Αριστερή όχθη του Σηκουάνα. Γι’ αυτό το μεσαιωνικό Πανεπιστήμιο χαρακτηρίστηκε ως κατεξοχήν κινητικός θεσμός (higlily mobile institution), πράγμα που, τουλάχιστον ως τα μέσα του 13ου αι., καθόρισε την ευρωπαϊκή του διάσταση. Βέβαια αργότερα, όταν πλούσιοι πάτρωνες και πρίγκηπες καθώς και δημοτικές αρχές παρείχαν τα υλικά μέσα για μια πιο ανθρώπινη διεξαγωγή των διαλέξεων, η μονιμότητα της θέσης του κτιριακού συγκροτήματος, κατατάσσεται στους παράγοντες που συντελούν στο ν’ αποκτήσει το Πανεπιστήμιο εθνικό (κατεύθυνση) χαρακτήρα. Τότε ακριβώς εμφανίζονται για τους πτυχιούχους λαμπρές ευκαιρίες: ανοίγονται θέσεις με μέλλον στο κράτος και την εκκλησία για τους εκπαιδευμένους θεολόγους και νομικούς, κι έτσι τα Πανεπιστήμια πρωτοστατούν στην εδραίωση της γραφειοκρατικής μηχανής των εθνικών μοναρχιών. Ωστόσο, το 12ο αι. τα Πανεπιστήμια αποτελούσαν ευρωπαϊκούς θεσμούς. Το Παρίσι και η Μπολώνια συγκέντρωναν φοιτητές απ’ ολόκληρη την Ευρώπη, για να γίνουν κοινωνοί μιας γνώσης που ήταν κοινή ευρωπαϊκή κληρονομιά και που το 12ο αιώνα παρουσιάζει μια ευρεία ανανέωση. Τα Μεσαιωνικά Πανεπιστήμια έλαβαν την αρχή τους παράλληλα με την ανανέωση της Μεσαιωνικής σκέψης κι επιστήμης που ονομάζεται Αναγέννηση του 12ου αι. Στην Ιταλία αυτή η Αναγέννηση εκφράστηκε περισσότερο μέσα απ’ την αναβίωση της μελέτης του Ρωμαϊκού Δικαίου, που άρχισε απ’ την Μπολώνια. Στη Γαλλία πήρε τη μορφή ενός ξεσπάσματος της διαλεκτικής και της θεολογίας, που βρήκε το ύστατο λίκνο του στο Παρίσι, κατά το 13ο αι. Απ’ το 12ο αι. η εκπαιδευτική δραστηριότητα των μοναχών περνά στον κοσμικό «κλήρο».Σ’ όλον αυτό τον αιώνα, οι Ευρωπαίοι λόγιοι διψασμένοι για γνώση συρρέουν στην Ισπανική Χερσόνησο για ν’ αποκτήσουν τη σοφία των Αράβων, ενώ μια μικρότερη ομάδα έκανε ένα μακρινό ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη για να μυηθεί στα μυστικά των Ελλήνων. Τη Σικελία επισκέφτηκαν λίγοι λόγιοι απ’ την Ευρώπη, αλλά εκεί οι Νορμανδοί βασιλείς ενθάρρυναν τους Μωαμεθανούς υπηκόους τους να συνεχίσουν την επιστημονική τους εργασία και τους Χριστιανούς να μεταφράσουν ή να συνοψίσουν βιβλία απ’ τα Αραβικά στα Λατινικά. Το Τολέδο στην Ισπανία, το Παλέρμο στη Σικελία, και η Κωνσταντινούπολη ήταν τα τρία σημεία απ’ τα οποία εισάγονταν η επιστημονική παράδοση στην Δ.Ευρώπη. Οι λόγιοι(scholars) του 12ου αι. αναζητούσαν απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα, και τις περισσότερες απ’ αυτές θα μπορούσαν να τις βρουν μόνο στον Αριστοτέλη. Όμως αναμφίβολα ανάμεσα στις ποικίλες αναζητήσεις και στις συγκρουόμενες γνώμες των μεσαιωνικών στοχαστών τρία κεντρικά προβλήματα κατέχουν εξέχουσα θέση: α) η σχέση μεταξύ πίστης και λόγου, β) η αντίθεση μεταξύ της Πλατωνικο-Αυγουστινιανής και Αριστοτελικής πνευματικής παράδοσης, και γ) κατά πόσο είναι πραγματικά τα πλατωνικά «αρχέτυπα» ή «universalia». Είναι φανερό ότι το τρίτο ερώτημα απορρέει κι έχει άμεση σχέση με το δεύτερο. Στο 12ο αι. αυτοί που προσέγγιζαν τον γύρω τους κόσμο και σκέφτονταν ακολουθώντας την παλιότερη παράδοση ήταν γνωστοί ως «ρεαλιστές» (realists)- γιατί πίστευαν ότι τα universalia ήταν αληθινά, είχαν οντότητα. Όμως η γνώση και των «Φυσικών» του Αριστοτέλη, εκτός απ’ τα «Μεταφυσικά», την ηθική και τη Λογική του, που ήδη ήταν γνωστά, άνοιξε καινούργιες προοπτικές στην αντιμετώπιση του θέματος: η ολοκληρωμένη αριστοτελική παράδοση (αυτή η ολοκλήρωση συντελέστηκε σίγουρα ως το τέλος του 12ου αι.) προκάλεσε μια καινούργια άποψη για τα universalia: ότι δηλαδή υπήρχαν, αλλά μόνον όσον αφορά ξεχωριστά μέρη και η γνώση αυτών των ξεχωριστών αρχετύπων θα μπορούσε ν’ αποκτηθεί μελετώντας τα αντίστοιχά τους πράγματα μέσα στον κόσμο των φαινομένων. Οι μεσαιωνικοί φιλόσοφοι που έκλιναν προς αυτή την άποψη ονομάστηκαν moderate realists. Μια τρίτη άποψη πάνω στο ίδιο θέμα διατυπώθηκε απ’ τον Rosselinus (αρχές 12ου αι.) και συνοψίζεται σε μια απλή φράση: universalia sunt nomina, δηλαδή τα καθολικά (οι γενικές έννοιες) είναι ονόματα. Ο Rosselinus υποστηρίζει ότι οι γενικές έννοιες δεν έχουν οντότητα, αλλά πρόκειται για flatus vocis, για απλές λέξεις, με τις οποίες σχηματίζουμε τις ταξινομήσεις εκείνες που μας χρειάζονται. Όμως για τη διάδοση και την εδραίωση αυτής της άποψης στη σχολαστική φιλοσοφία θα περάσουν σχεδόν δύο αιώνες. Κύρια αιτία γι’ αυτό στάθηκε το γεγονός ότι πολλοί εκκλησιαστικοί άνδρες θεώρησαν αυτή τη θεωρία επικίνδυνη, γιατί η έμφασή της στο μερικό αντί του γενικού φαινόταν να υπονοεί ότι η Καθολική εκκλησία δεν ήταν το μοναδικό παγκόσμιο σώμα, αλλά μάλλον μια τεράστια συνάθροιση μεμονωμένων ατόμων. Όμως, μιλώντας γενικά, όλοι οι φιλόσοφοι αυτής της περιόδου είναι γνωστοί σαν «σχολαστικοί», γιατί σχεδόν όλοι τους συνδέονταν με διάφορα σχολεία- είτε μοναστικά, είτε καθεδρικά, είτε Πανεπιστήμια. Οι φιλόσοφοι του 12ου αι., μεθώντας απ’ τις φαινομενικά ατέλειωτες δυνατότητες του νου και της λογικής, έφτασαν σε άγνωστα ως τότε διανοητικά σύνορα, προχωρώντας τολμηρά σε σχέση με τους προκατόχους τους. Ο Peter Abelard (1079-1142) υπήρξε ο κορυφαίος λογικός φιλόσοφος του 12ου αι. Γράφοντας αρκετές δεκαετίες πριν τη μεγάλη αποκάλυψη της αριστοτελικής σκέψης σε λατινική απόδοση, υιοθέτησε την αριστοτελική θέση στην ερώτηση σχετικά με την ύπαρξη των «universalia», αποδεχόμενος ένα μέσο ρεαλισμό (moderate realism). Ο Abelard πίστευε ότι τα «αρχέτυπα» δεν είχαν ξεχωριστή ύπαρξη, αλλά μέσω μιας αφαιρετικής διαδικασίας εξάγονται από κάθε ξεχωριστό πράγμα. Στο περίφημο έργο του «sic et Non», ο Abelard συνέλεξε γνώμες απ’ τη Βίβλο, τους Λατίνους πατέρες, τα εκκλησιαστικά συνέδρια, και τις κατά καιρούς αποφάσεις του παπισμού πάνω σε μια μεγάλη ποικιλία θεολογικών ζητημάτων, καταδείχνοντας ότι πολλές απ’ αυτές τις θεωρούμενες αυθεντίες πολύ συχνά διαφωνούσαν σε καίρια θρησκευτικά ζητήματα. Κι άλλοι πριν απ’ τον Abelard είχαν συλλέξει τέτοιες γνώμες για ποικίλα νομικά και θεολογικά θέματα αλλά όχι συστηματικά όπως αυτός. Ο Abelard στο «Sic et Non» εισάγει μια μέθοδο ερώτησης που αναπτύχθηκε και τελειοποιήθηκε αργότερα απ’ τους νομικούς του κανονικού δικαίου και τους φιλοσόφους. Αλλά οι συνεχιστές της μεθόδου του ζητούν να συμβιβάσουν τ’ αντίθετα και φτάνουν σε συμπεράσματα, ενώ ο Abelard αφήνει πολλά απ’ τα κείμενά του χωρίς λύση κι έτσι προκαλεί την εχθρότητα ορισμένων συντηρητικών συγχρόνων του. Ο πιο δριμύς του κατήγορος ήταν ο Bernard του Clairvaux, ο οποίος πίστευε ότι η πίστη κατακτάται μόνο με τον μυστικισμό και τη διαίσθηση, παρά με τη λογική και την προσπάθεια εξεύρεσης λογικών στηριγμάτων της. Όμως ο St. Bernard του Clairvaux (1090-1153) με την έμφαση που δίνει στην εσωτερική διαίσθηση αποτελεί εξαίρεση στην επικρατούσα σ’ όλο το 12ο αι. έμφαση στη λογική και την a priori αιτιολόγηση των φιλοσοφικών και θεολογικών προβλημάτων. Βέβαια αυτή η a priori λογική καταδικάστηκε αργότερα από πολλούς, απ’ την Αναγέννηση μέχρι σήμερα. Όμως είναι άδικο να κατηγορούμε σήμερα τους λογίους του 12ου αι. επειδή σπαταλούσαν τον καιρό τους σε επιδείξεις λεκτικής δεξιοτεχνίας, παίζοντας με τις λέξεις, ενώ αγνοούσαν τελείως βασικά γεγονότα του γύρω τους κόσμου, γιατί η μελέτη των λέξεων και των λογικών τους σχέσεων δεν ήταν χάσιμο χρόνου για τον 12ο αι. Άλλωστε είναι αδύνατο να σκεφτούμε χωρίς λέξεις και εφόσον το νόημά τους δεν έχει καθοριστεί επακριβώς, η σκέψη μας είναι φυσικό να παίρνει μορφή μπερδεμένη. Είναι ακόμη αδύνατο να μελετήσει κανείς ένα αντικείμενο σοβαρά χωρίς να χρησιμοποιήσει λογικές τεχνικές και κατηγορίες, πάνω στις οποίες θα χτιστεί η επιστήμη. Επομένως, οι Ευρωπαίοι στοχαστές έπρεπε να μάθουν λογική προτού ασχοληθούν με τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες. Και ακριβώς στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, στο κύριο πεδίο των πνευματικών συγκρούσεων στο Μεσαίωνα, άνθισε, αρχικά μα τον Γουλιέλμο του Σαμπώ και τον Peter Abelard, και αργότερα (όπως θα δούμε παρακάτω) με τους Albertus Magnus, Thomas Aquinas και William Ockham, έφτασε στο ξέσπασμά της η ενασχόληση με τη λογική και τη διαλεκτική της θεολογίας και της φιλοσοφίας.
