Φωνές ενότητας του Ελληνισμού στην Αρχαιότητα Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.) /Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.

Φωνές ενότητας του Ελληνισμού στην Αρχαιότητα

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.) /Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.

Ένα από τα χαρακτηριστικά της ελληνικής φύσης και της ελληνικής γης είναι η ενότητα:
•Ενότητα στο φωτισμένο καταγάλανο ουρανό και αντίθετα, διάσπαση στη
γήινη επιφάνεια, με άμεσο αποτέλεσμα στην ελληνική ψυχή και ιδιοσυγκρασία
•Ενότητα στο θρησκευτικό και φυλετικό φρόνημα (Δωδεκάθεο, Ολυμπιάδες,
κλπ), αλλά με διάσπαση στην πολιτική και κοινωνική διαμόρφωση (Πόλεις, δήμοι, κλπ).
Αυτή τη διαπίστωση την είχαν κάνει πρώτα απ’ όλους τα ιερατεία των αρχαίων ναών και προσπάθησαν να την ξεπεράσουν, οδηγώντας τους Έλληνες σε μια ειρηνική ενότητα. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια της ενότητας πρέπει να τοποθετηθούν οι προσπάθειες των Αμφικτιονιών, με κορωνίδα αυτή των Δελφών, με τα παράλληλα κηρύγματά της για την “Δελφική Ιδέα” και με κυριότερο επίτευγμά της τον περιορισμό των εμφυλίων πολέμων ανάμεσα στους Έλληνες, καθώς και οι Ολυμπιάδες, που είχαν το ίδιο αποτέλεσμα. Οι Δελφοί όμως πέτυχαν περισσότερα: χρόνο με το χρόνο, τα κοινά σημεία των Ελλήνων υψώνονταν πάνω από κάθε διαχωριστικό παράγοντα, οι δεσμοί μεταξύ τους γίνονταν όλο και ισχυρότεροι, η ανάγκη της ειρήνης για μια μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη άνοδο του πνεύματος πρόβαλε όλο και πιο άμεση και οι ανθρωπιστικές αξίες συναντούσαν όλο και μεγαλύτερο σεβασμό.

Ακόμη το μαντείο των Δελφών, έχοντας πάντα το ρόλο του συμφιλιωτή ανάμεσα στους αντιμαχόμενους, επέβαλλε τους πρώτους «Κανόνες Διεθνούς Δικαίου», απαγορεύοντας στους αντιπάλους να καταστρέφουν τα υδραγωγεία, να μολύνουν τα πηγάδια και να σκοτώνουν τους αιχμαλώτους.

Με την πάροδο όμως των αιώνων η μεν ολυμπιακή ιδέα περιοριζόταν όλο και πιο πολύ κύρια στο αθλητικό ιδεώδες, σε βάρος της πνευματικής της υπόστασης, ενώ η επιρροή των Δελφών επί των πραγμάτων των ελληνικών πόλεων-κρατών εξασθενούσε όλο και περισσότερο. Εξαντλημένος από τους αδιάκοπους πολέμους και υπονομευόμενος από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, ο νότιος ελληνισμός έφθινε πολιτικά, στρατιωτικά θρησκευτικά, διοικητικά, κοινωνικά και πνευματικά. Αυτό που από την φύση τους δεν μπορούσαν να διακρίνουν οι πολιτικοί, διοικητικοί και στρατιωτικοί ηγέτες, αυτό που είχε ανάγκη η ελληνική φυλή για να επιβιώσει, την εθνική συνένωση, το διείδαν και το διατύπωσαν θεωρητικά τρία κυρίως μεγάλα πνεύματα: ο Γοργίας, ο Λυσίας και ο Ισοκράτης. Και οι τρεις τους διέκριναν εγκαίρως ότι ο πολιτικός κατακερματισμός των Ελλήνων ήταν υπεύθυνος για τους εμφύλιους πολέμους. Αυτόν το φαύλο κύκλο θέλησαν να εξαλείψουν και να δώσουν στους Έλληνες να καταλάβουν ότι όλα τα προβλήματά τους μπορούσαν να λυθούν μόνο με τη συνένωσή τους.

Πρώτος εξέφρασε την άποψη αυτή ο Γοργίας, σε ένα Πανηγυρικό που εκφώνησε στην Ολυμπία, στους ολυμπιακούς αγώνες του 392 π.Χ. Την ίδια ιδέα επανέλαβε και λίγο αργότερα, στην Αθήνα, σε ένα επικήδειο προς τιμήν των νεκρών του δεκάχρονου “Κορινθιακού” πολέμου, αυτού που ακολούθησε λίγα χρόνια μετά τον τριαντάχρονο Πελοποννησιακό. Στο ίδιο μήκος κύματος «εξέπεμψε» μετά από 4 ή 8 χρόνια και ο Λυσίας. Πάλι στην Ολυμπία, στους ολυμπιακούς αγώνες του 388 π.Χ., σε λόγο του, κάλεσε τους απανταχού Έλληνες να σταματήσουν τους εμφύλιους πολέμους, να ενωθούν πρώτα και να πολεμήσουν ύστερα, όχι μόνο τους Πέρσες που καραδοκούσαν, αλλά και τον τύραννο Διονύσιο των Συρακουσών. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι το παράδειγμα του Γοργία και του Λυσία ακολούθησαν κι άλλοι Έλληνες διανοούμενοι. Τις απόψεις του Γοργία, του Λυσία και του Ισοκράτη, ασπάστηκε και ο Αριστοτέλης ο οποίος σπούδασε και έζησε πολλά χρόνια στην Αθήνα. Όταν αργότερα ανέλαβε να διαπλάσει τα πνεύματα των νεαρών Μακεδόνων ευγενών που μαζί με τον Αλέξανδρο θα ήταν οι ηγέτες του αυριανού κόσμου, ήταν αδύνατο να μην μεταφέρει και να μην διδάξει τις απόψεις του Λυσία και του Ισοκράτη, όταν ο τελευταίος ήταν γνωστό πως είχε εναποθέσει όλες τις ελπίδες του για τη συνένωση των Ελλήνων στον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο, αφού πρωτίστως είχε έρθει σε επαφή μέσω των διαγγελμάτων του και με άλλους βασιλείς και περίμενε τον κατάλληλο που θα καταλάβαινε τη σημασία της συνένωσης και θα αναλάμβανε το δύσκολο αυτό έργο.
Ο Ισοκράτης είχε παρακολουθήσει προσεκτικά την εξέλιξη των γεγονότων σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, από τη Κύπρο μέχρι τη Σικελία, την Πελοπόννησο και τη Βοιωτία και είχε πλέον πεισθεί ότι από πουθενά από αυτές τις περιοχές και τους πολιτικούς ή στρατιωτικούς τους αρχηγούς, ο ελληνισμός δεν μπορούσε να περιμένει τίποτα αποτελεσματικό. Η παντοδύναμη Ελλάδα του 5ου αιώνα που έτρεμαν οι Πέρσες, οι Φοίνικες και οι Καρχηδόνιοι δεν υπήρχε πια. Η επαίσχυντη και ταπεινωτική “Ανταλκίδειος” ειρήνη του 386 π.Χ. είχε σώσει την Περσία, διέλυσε όμως την Ελλάδα και έκανε ρυθμιστή των πολιτικών της πραγμάτων ένα ξένο, το Μεγάλο Βασιλέα. Οι ιωνικές πόλεις ήταν πάλι περσικές, άδοξα και αμαχητί, το ίδιο και η Κύπρος, ενώ οι Έλληνες είχαν υποχρεωθεί να διαλύσουν τις τοπικές συμμαχίες τους, αφήνοντας τις διάφορες πόλεις-κράτη τους τελείως «αυτόνομες», έρμαια στις διαθέσεις βαρβάρων επιδρομέων του βορά. Μόνο η Θήβα και η Σπάρτη προσπάθησαν κάτι να κάνουν αλλά μάταια. Οι εμφύλιοι πόλεμοι είχαν αποδυναμώσει τους Έλληνες οι οποίοι δεν μπορούσαν να αντιδράσουν. Μαζί με όλα αυτά, υπήρχε και κάτι άλλο ανησυχητικό. Υπήρχαν μεγάλα πλήθη φτωχών κι ανέργων από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, οι οποίοι δεν έβρισκαν δουλειά σαν μισθοφόροι και γυρνούσαν ληστεύοντας τους τόπους που τύχαινε να περνούν.

Ο Ισοκράτης βρήκε στο πρόσωπο του Φιλίππου της Μακεδονίας ένα χαρισματικό ηγέτη, άξιο να επιτελέσει το δύσκολο έργο της συνένωσης των Ελλήνων. Αρκεί, κατά τον Ισοκράτη, να καταλάβαινε πως οι Έλληνες δεν σήκωναν αρχηγό με τη μορφή του απόλυτου μονάρχη, ούτε άνθρωπο που θα επιβαλλόταν στις πόλεις με τη βία. Όταν ήρθε η ώρα, ο Φίλιππος ακολούθησε το όραμα του Ισοκράτη και των άλλων. Νικητής κυρίαρχος όλου του ελληνικού χώρου μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, φέρθηκε στους αντιπάλους του ως σε συμμάχους και όχι ως εχθρούς. Δεν πρόσβαλε τα δημοκρατικά τους αισθήματα, σεβάστηκε την ανεξαρτησία των πόλεων, επέβαλε όμως τη συνένωση, τη διαρκή μεταξύ τους ειρήνη και τον εαυτό του σαν αρχηγό, σαν ηγεμόνα και στρατηγό αυτοκράτορα των Ελλήνων. Με αυτό τον τρόπο ο Φίλιππος κατάφερε να υλοποιήσει πολλά από εκείνα που επί τόσα χρόνια ζητούσε επίμονα ο Ισοκράτης
Δηλαδή :
•Ένωσε πρώτα τους Έλληνες και μετά προετοίμασε την εναντίον των Περσών εκστρατεία.
•Νικητής παντοδύναμος μετά την μάχη στη Χαιρώνεια, δεν επέβαλλε κανένα ατιμωτικό ή ταπεινωτικό όρο ειρήνης στους ηττημένους.
•Όλα τα μέχρι τότε ανεξάρτητα κράτη διατήρησαν την ανεξαρτησία τους.
•Κανένα ελληνικό κράτος δεν υποχρεώθηκε να συμμετάσχει χωρίς τη θέλησή του στην “κοινή ειρήνη”. Παράδειγμα η Σπάρτη που απουσίαζε. Όλοι διατήρησαν την αυτονομία τους, αρκεί να μην ζημίωναν τη πανελλήνια συνένωση και συνεργασία.

Σε γενικές γραμμές ο Φίλιππος ήταν ο πραγματιστής, αυτός που έκανε πράξη το όραμα του μεγάλου θεωρητικού Ισοκράτη καθώς και όλων των άλλων διανοουμένων που οραματίστηκαν τη μεγάλη συνένωση και ετοίμασαν πνευματικά και ηθικά το δρόμο της συνένωσης των Ελλήνων.
Οι φιλολογικές πηγές που ανάγονται σε εποχή παλαιότερη από τον 5ο αι. π.Χ. σε πολύ λίγες περιπτώσεις χρησιμοποιούν τους όρους Έλληνες (ή Πανέλληνες) και πάλι με ασαφή γε¬ωγραφική αναφορά. Από τις αρχές όμως του 5ου αιώνα και ειδικότερα μετά την εμφάνιση του περ¬σικού κινδύνου τείνουν να προσλάβουν νόημα εθνικό και πολιτισμικό με εμφανή αντιδιαστολή προς άλλους λαούς, μη Έλληνες. Αυτή η διαφοροποίηση είναι λογικό να ερμηνευτεί ως συνέπεια τον κινδύνου που ώθησε τους ελληνικούς πληθυσμούς να ισχυροποιήσουν τους δεσμούς που υπήρχαν και να επιζητήσουν συνεργασία και μια δυνατή μορφή ένωσης.

Στο πολιτικό πεδίο ο Ισοκράτης υπήρξε θερμός υπέρμαχος της ενότητας του Ελληνισμού και με επιστολές προς τον Φίλιππο της Μακεδονίας τον ενθάρρυνε και τον παρότρυνε προς την κατεύθυνση αυτή. Πίστευε, δηλαδή, πως ήταν αναγκαίο να συνενωθούν όλοι οι Έλληνες κάτω από τη νέα ισχυρή Μακεδονική ηγεσία, για να εκστρατεύσουν στη συνέχεια εναντίον των κοινών εχθρών τους, των Περσών. Οι Αθηναίοι, τιμώντας αργότερα τη μνήμη του, τον κήδεψαν με δημόσια δαπάνη και πάνω στον τάφο του τοποθέτησαν μια σειρήνα, ως σύμβολο, κατά κάποιον τρόπο, της τεράστιας ρητορικής σαγήνης του Ισοκρατείου λόγου.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε στην προκειμένη περίπτωση ότι δεν έχουμε να κάνουμε με την οπτική γωνία του ιστορικού, αλλά εκείνη του ρήτορα. Ο ρήτορας ανά τους αιώνες είναι όργανο παρασκευής ιδεολογίας και μετατόπισης της κοινής γνώμης και συνεπώς χρησιμοποιεί όλα εκείνα τεχνάσματα του λόγου που θα του επιτρέψουν να επιτύχει τους στόχους του. Όπως, για παράδειγμα, οι πολιτικοί ή οι δικηγόροι στη σημερινή εποχή. Ο ιστορικός, αντιθέτως, καταγράφει γεγονότα. Ο ρήτορας ωθεί την κοινή γνώμη στην παραγωγή γεγονότων.
Ας έρθουμε τώρα σε δυο παρεξηγημένες και παραποιημένες για την εποχή μας φράσεις του Ισοκράτη. Την πρώτη έχουν καταχραστεί παντοειδείς φορείς και ιδιώτες. Την παραθέτουμε και ταυτόχρονα την ερμηνεύουμε εδώ προς αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας:« Και μάλλον Έλληνες καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας ». Προς εντυπωσιασμό μπορεί κάποιος να απομονώσει λέξεις και να δώσει την δική του εκδοχή, που είναι παραπλανητική. Και αυτό κάνουν οι κακώς νοούμενοι προοδευτικοί και οι ημιμαθείς που αυτοαποκαλούνται «προχωρημένοι». Θα προσπαθήσουμε, όπως προανέφερα, να αποδώσουμε την αλήθεια. Γι’ αυτό είναι επιτακτικό να δώσουμε όλη την παράγραφο: «Τοσούτον δ’ απολέλοιπεν η πόλις ημών περί το φρονείν και λέγειν τους άλλους ανθρώπους, ώσθ’ οι ταύτης μαθηταί των άλλων διδάσκαλοι γεγόνασι και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκε μηκέτι του γένους, αλλά της διανοίας δοκείν είναι, και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας, ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας». ( Ισοκράτης, “Πανηγυρικός”, 50 )
[ Μετάφρ. κατά λέξη: Τόσον πολύ η πόλις μας έχει αφήσει πίσω κατά την φρόνηση και τον λόγον όλους τους άλλους ανθρώπους, ώστε οι μαθηταί της να έχουν καταστή διδάσκαλοι των υπολοίπων και να έχη, έτσι, εξυψώσει το όνομα των Ελλήνων εις διάκρισιν υπεροχής πνευματικής και όχι πλέον απλώς του γένους (δίκην, δηλαδή, συμφύτου γνωρίσματος των Ελλήνων, κατά κοινήν αναγνώρισιν), με αποτέλεσμα μάλλον πλέον να καλούνται Έλληνες αυτοί που κυρίως μετέχουν της ιδικής μας (Αθηναϊκής) παιδείας παρά απλώς και συλλήβδην οι του αυτού με ημάς γένους.] Ό εστί μεθερμηνευόμενον: «Τόσο πολύ ξεπέρασε η πόλη μας, η Αθήνα, τους άλλους ανθρώπους, ώστε οι μαθητές της έγιναν δάσκαλοι των άλλων. Και το όνομα των Ελλήνων δημιούργησε την πεποιημένη (:πλαστήν) εντύπωση να φαίνεται ότι είναι (:δοκείν είναι) χαρακτηριστικό όχι του γένους, αλλά της διανοίας. Και να αποκαλούνται (καλείσθαι και όχι καλείν) από τους άλλους όχι από μάς, Έλληνες μάλλον οι μετέχοντες της ημετέρας εκπαιδεύσεως και όχι της κοινής καταγωγής». Ο Ισοκράτης θέλοντας, επομένως, να επαινέσει τους Αθηναίους τους είπε ότι είχαν φτάσει σε τέτοιο σημείο ακμής που πλέον η έννοια “Έλληνας” είχε ταυτιστεί με αυτούς, και τα στοιχεία της ακμής, του πολιτισμού και της παιδείας τους χρησιμοποιούνταν για να περιγράψουν εκείνους που τους έμοιαζαν στον πολιτισμό. Δηλαδή η έννοια Έλληνας δεν ήταν πλέον μόνο εθνολογικός χαρακτηρισμός αλλά τίτλος τιμής, δηλώνοντας τον πολιτισμένο άνθρωπο. Κάποιος, μπορεί εθνικά να ήταν Έλληνας, αλλά αν ήταν απολίτιστος, θα τον αντιμετώπιζαν ως βάρβαρο οι σύγχρονοί του, αν και Έλληνας στην καταγωγή.
Ο Γερμανός ιστορικός ULRICH WILCKEN έγραψε σχετικά: «Με την φράση αυτή ο Ισοκράτης δεν θέλει να συμπεριλάβει (όπως υποστηρίχθηκε συχνά) στους Έλληνες και τους εξελληνισμένους αυτούς βαρβάρους, γιατί γι’ αυτόν οι βάρβαροι, ιδιαίτερα οι Πέρσες, εξακολουθούσαν να είναι οι «φυσικοί» εχθροί των Ελλήνων (Πανηγ. παρ. 158, πρβλ. Παναθ.παρ. 163). Το νόημα της φράσεως είναι μάλλον ότι ο Ισοκράτης θεωρεί πραγματικούς Έλληνες μόνον τους Έλληνες εκείνους που είχαν λάβει αττική μόρφωση. » (ULRICH WILCKEN – ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ, 1976, Μετάφραση του Καθηγητού κ. Ι.Τουλουμάκου)
Για να αντιληφθεί κανείς το Πνεύμα του Ισοκράτους («Πανηγυρικός»), ας δούμε τι γράφει σχετικά με την «πανελλήνιον ιδεολογίαν» του Ισοκράτους ο καθηγητής Θεοδωράτος: «Η Ελλάς, υπεστήριζεν (ο Ισοκράτης), αποτελεί ενιαίαν κοινότητα φυλετικήν και πολιτιστικήν και όμως σπαράσσεται συνεχώς από τους εμφυλίους πολέμους, οι οποίοι οδηγούν κατ’ ευθείαν εις την φθοράν και την παρακμήν, ενώ απέναντί της στέκουν οι βάρβαροι της Ασίας, φυσικοί και προαιώνιοι εχθροί της, που καλλιεργούν τον εμφύλιον ελληνικόν σπαραγμόν και προκαλούν την ελληνικήν απαθλίωσιν. Μία λοιπόν απομένει οδός σωτηρίας: να παύσει η διχόνοια, να συμφιλιωθούν οι Ελληνες, να συνειδητοποιήσουν πλήρως την φυλετικήν και πολιτιστικήν τους ενότητα και να εκστρατεύσουν εναντίον των βαρβάρων της Ασίας».
Ο Ισοκράτης αναφέρεται στη συνέχεια στην προσφορά των Αθηνών στον Ελληνισμό, μία προσφορά Πολεμική, Ηθική, Οικονομική και Πολιτιστική. ( παράγραφος 50). Εάν σκεφθεί κανείς μάλιστα ότι ο λόγος αυτός αφορά το 380 π.Χ., εποχή κατά την οποία δεν υπήρχαν ακόμη τα Ελληνιστικά Βασίλεια και ούτε βέβαια «βάρβαροι με Ελληνική Παιδεία», είναι σαφέστατο ότι ο συλλογισμός του δεν έχει καμιά σχέση με την σημερινή του χρήση και όχι μόνο δεν επεκτείνει τον Ελληνισμό στους βαρβάρους με «Ελληνική Παιδεία», αλλά απευθύνεται αποκλειστικά στους Έλληνες, που τους «περιορίζει» εις τους έχοντας «Αττικήν Μόρφωση». Επιπροσθέτως, πίστευε πως οι αλλοδαποί ήταν πλέον διασκορπισμένοι σε όλον τον Ελληνικό τόπο, όχι γιατί οι βάρβαροι κατάφεραν να κατακτήσουν την Ελλάδα αλλά επειδή οι ίδιοι οι Έλληνες παράτησαν τις πόλεις τους, και συστήνει στον Φίλιππο να διώξει όλους τους βαρβάρους με φοβέρα και συνάμα να φέρει ευπορία στους Έλληνες. Γι αυτό και ο Ισοκράτης θεωρείται ο πατέρας του Ελληνικού Έθνους. Πρώτος διατυπώνει την ανάγκη της επιβίωσης,διατήρησης και περαιτέρω ανάπτυξης του Ελληνισμού.
Το δεύτερο παρεξηγημένο και παρερμηνευμένο απόσπασμα προέρχεται από τον Αρεοπαγιτικό του λόγο και έχει στο πρωτότυπο ως εξής: « Οἱ γὰρ κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον τὴν πόλιν διοικοῦντες κατεστήσαντο πολιτείαν οὐκ ὀνόματι μὲν τῷ κοινοτάτῳ καὶ πραοτάτῳ προσαγορευομένην, ἐπὶ δὲ τῶν πράξεων οὐ τοιαύτην τοῖς ἐντυγχάνουσι φαινομένην, οὐδ’ ἣ τοῦτον τὸν τρόπον ἐπαίδευε τοὺς πολίτας ὥσθ’ ἡγεῖσθαι τὴν μὲν ἀκολασίαν δημοκρατίαν, τὴν δὲ παρανομίαν ἐλευθερίαν, τὴν δὲ παρρησίαν ἰσονομίαν, τὴν δ’ ἐξουσίαν τοῦ ταῦτα ποιεῖν εὐδαιμονίαν, ἀλλὰ μισοῦσα καὶ κολάζουσα τοὺς τοιούτους βελτίους καὶ σωφρονεστέρους ἅπαντας τοὺς πολίτας ἐποίησεν. » ( Ισοκράτης, “Αρεοπαγιτικός”, 20 ) [ Μετάφρ.: Διότι εκείνοι που διοικούσαν την πόλη τότε (ενν. στην εποχή του Σόλωνα και του Κλεισθένη), δεν δημιούργησαν ένα πολίτευμα το οποίο μόνο κατ’ όνομα να θεωρείται το πιο φιλελεύθερο και το πιο πράο από όλα, ενώ στην πράξη να εμφανίζεται διαφορετικό σε όσους το ζουν. ούτε ένα πολίτευμα που να εκπαιδεύει τους πολίτες έτσι ώστε να θεωρούν δημοκρατία την ασυδοσία, ελευθερία την παρανομία, ισονομία την αναίδεια και ευδαιμονία την εξουσία του καθενός να κάνει ό,τι θέλει, αλλά ένα πολίτευμα το οποίο, δείχνοντας την απέχθειά του για όσους τα έκαναν αυτά και τιμωρώντας τους, έκανε όλους τους πολίτες καλύτερους και πιο μυαλωμένους. ]
Ο Ισοκράτης δεν μίλησε στη συγκεκριμένη περίπτωση για «δημοκρατία που αυτοκαταστρέφεται». Αυτό είναι προϊόν παρερμηνείας, ίσως προϊόν εκ των υστέρων ερμηνείας, που καμιά σχέση δεν έχει με την πραγματική ρήση του Ισοκράτη. Αποτελεί ίσως την προσφιλή «καταφυγή» της εποχής μας μετά την υποβάθμιση του κοινοβουλίου, το χάσμα μεταξύ των προεκλογικών εξαγγελιών και όσων εφαρμόζουν οι πολιτικά δρώντες, την προώθηση σε σημαντικές θέσεις των αρεστών και όχι των αρίστων . Ο ισοκρατικός Αρεοπαγιτικός στηλιτεύει την δυνητική κατάντια της άλλοτε Αθηναίων Πολιτείας σε Αθηναίων Οχλοκρατία.
Ο Ισοκράτης είχε ήδη συνειδητοποιήσει ότι το «σχετικό» σύστημα αξιών δεν είχε την αναγκαία ψυχολογική δύναμη για να ελκύσει τους ανθρώπους στον κοινό δεσμό της ενότητας και της αδελφοσύνης που θα σταθεροποιούσε τους δεσμούς μιας κοινωνίας εν αποσυνθέσει. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο προώθησε ένα πολιτικό ιδανικό που θα μπορούσε να ενώσει το πανελλήνιο και το κατάλληλο πρόσωπο –τον Φίλιππο- που θα μπορούσε να το πραγματώσει. Παράλληλα θεωρούσε, όπως και οι περισσότεροι σύγχρονοί του διανοητές, την εκπαίδευση ως λυτρωτή του ελληνικού κόσμου.
Μια φιλοσοφική και ευρύτερη προσέγγιση της ισοκρατικής θεώρησης της ενωτικής ελληνικότητας διαφαίνεται στο ρητορικό λόγο του Ισοκράτη «Πανηγυρικός». Ο «Πανηγυρικός» είναι αναπόσπαστο μέρος της Ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης που άρχισε με την προσωκρατική φιλοσοφία ,ειδικότερα με τον Παρμενίδη και τον Ηράκλειτο και αφορά τη Γιγαντομαχία ανάμεσα στο “Είναι” και στο “Φαίνεσθαι”. Ο λόγος αυτός του Ισοκράτη αναφέρεται σε Έλληνες και στον ελληνικό τρόπο διανοίας και αυτοπραγμάτωσης. Ο Έλληνας ρήτορας υπερηφανεύεται για το ότι οι Έλληνες κατέκτησαν το “Είναι” και ξέφυγαν από το απλό “φαίνεσθαι”. Κατέκτησαν την επαφή με την κοινή εσωτερικότητα του “Αγαθού” που διακήρυξαν μεγάλοι φιλόσοφοι, ξεπερνώντας εξωτερικούς και επιφανειακούς διαχωρισμούς –γένους, πόλεως, οικονομικής κατάστασης κ.λ.π. Η φράση αυτή του Ισοκράτη είναι ένας δημόσιος έπαινος για τους Έλληνες του 4ου αι. της 85ης περίπου Ολυμπιάδος ,ότι ως έθνος “Είναι” και δεν υπόκεινται πλέον σε ένα καταστροφικό για αυτούς “γίγνεσθαι”. Μέσα από την Ελληνική παιδεία η Ελλάδα προσδιορίσθηκε σε σχέση με την εσωτερική οδό που οδηγεί στο “Αγαθό” άρα μπορεί ως «ένα», ως μια πνευματική ολότητα σε εσωτερική ενότητα να οραματισθεί και να πράξει το “Πανελλήνιο αγαθό”. Το “Πανελλήνιο αγαθό” που εξάγεται από την μυητική αυτή φράση και από τον μυητικό αυτό λόγο του Ισοκράτους είναι ότι οι Έλληνες πλέον “Είναι”. Αν θυμηθούμε τον Παρμενίδη θα ορίσουμε αυτό το “Είναι” ως ταύτιση της Ελληνικής σκέψης και πράξης. Πλέον, σύμφωνα με τον Ισοκράτη, όλοι οι Έλληνες μπορούν από κοινού να μετουσιώσουν σε πράξη όσα ιδανικά διά της παιδείας αιώνες κατασκεύαζαν και μετέφεραν από τους πατέρες προς τα τέκνα.
Το βάθος της Ισοκρατικής αυτής «Ειρήνης» είναι απύθμενο ,έχει σχέση με την ησυχία του “Είναι”, και σίγουρα τονίζει το γεγονός ότι αναφέρεται σε Έλληνες. Τους καλεί σε μία κοινή ανάμνηση ενός Ελληνικού παρελθόντος ,η οποία είναι επίτευγμα των «ευ φρονούντων». Ως γνωστόν η φρόνηση από το “φρήν” είναι καθαρά Ελληνική λέξη και έχει σχέση με τη λογική διαμόρφωση και ελεγξιμότητα της ανθρώπινης προσωπικότητας κατά τρόπο που μόνο οι Έλληνες οραματίσθηκαν. Παράλληλα ο Ισοκράτης υπεραμύνεται της δημοκρατίας, την οποία θεωρούσε ως το ιδανικό πολίτευμα, θλιβόμενος για τη μεταμόρφωσή της σε οχλοκρατία. Ο δε Μέγας Αλέξανδρος, όπως απεδείχθη, διατήρησε μια πορεία πολύ κοντινή στις θέσεις του Ισοκράτη παρά οποιουδήποτε άλλου. Οι σκέψεις του Ισοκράτη θα συνοδεύσουν το Αλέξανδρο μέχρι την Ινδία: «μέλλω γάρ σοι συμβουλεύειν προστῆναι τῆς τε τῶν Ἑλλήνων ὁμονοίας καὶ τῆς ἐπὶ τοὺς βαρβάρους στρατείας: ἔστι δὲ τὸ μὲν πείθειν πρὸς τοὺς Ἕλληνας συμφέρον, τὸ δὲ βιάζεσθαι πρὸς τοὺς βαρβάρους χρήσιμον.»Φίλιππος εδάφιο 16 , και «τοῖς μὲν γὰρ ἱκανὴν τὴν οἴκοι χώραν κατέλιπον, τοῖς δὲ πλείω τῆς ὑπαρχούσης ἐπόρισαν: ἅπαντα γὰρ περιεβάλοντο τὸν τόπον, ὃν νῦν τυγχάνομεν κατέχοντες. ὥστε καὶ τοῖς ὕστερον βουληθεῖσιν ἀποικίσαι τινὰς καὶ μιμήσασθαι τὴν πόλιν τὴν ἡμετέραν πολλὴν ῥᾳστώνην ἐποίησαν: οὐ γὰρ αὐτοὺς ἔδει κτωμένους χώραν διακινδυνεύειν, ἀλλ’ εἰς τὴν ὑφ’ ἡμῶν ἀφορισθεῖσαν, εἰς ταύτην οἰκεῖν ἰόντας. καίτοι τίς ἂν ταύτης ἡγεμονίαν ἐπιδείξειεν ἢ πατριωτέραν, τῆς πρότερον γενομένης πρὶν τὰς πλείστας οἰκισθῆναι τῶν Ἑλληνίδων πόλεων, ἢ μᾶλλον συμφέρουσαν, τῆς τοὺς μὲν βαρβάρους ἀναστάτους ποιησάσης, τοὺς δ’ Ἕλληνας εἰς τοσαύτην εὐπορίαν προαγαγούσης.»Πανηγυρικός εδάφιο 36-37.
Το σίγουρο είναι πως υπήρχε έντονη η τάση για ανάδειξη ενός ηγέτη που στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή θα πραγμάτωνε την ένωση των Ελλήνων αφού κάτι παρόμοιο αναζητούσε και η Ακαδημία. Άρα η «ένωση» αυτή που -δικαιολογημένα- σήμανε το τέλος της ελευθερίας των ελληνικών πόλεων-κρατών δεν ήταν αποκλειστικά έργο του Αλεξάνδρου αλλά προέκυψε από ιστορική αναγκαιότητα και σαφή επιταγή των καιρών.
Οι ανθρώπινες πράξεις όμως κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Από το γεγονός της εκστρατείας του Μ . Αλεξάνδρου, προέκυψε ένας εντελώς καινούριος κόσμος που ανέτρεψε παραδοσιακές πολιτειακές φόρμες, διεύρυνε την έννοια του ελληνισμού και γενικά άλλαξε το ρου της ιστορίας. Όσοι στάθηκαν στο πλευρό του μεγάλου Μακεδόνα στρατηλάτη έλαβαν μέρος στη νομή της εξουσίας του κόσμου και μπορούσαν στο εξής να καθορίζουν και την τύχη του. Αποδείχτηκε πολύ διορατικό και φρόνιμο εκ μέρους τους να μην απουσιάζουν από μια προσπάθεια που θα ανύψωνε την έννοια του ελληνισμού στη σφαίρα του οικουμενικού και τους ίδιους από «πολυτίμους υπηρέτας» των Μακεδόνων σε ρυθμιστές της μοίρας του νέου κόσμου. Επιβεβαιώθηκε περίτρανα η ρήση που θέλει την τύχη να ευνοεί τους τολμηρούς.
Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς•
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.

Εμείς• οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας,
κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς.
«…Ο μεγάλος ποιητής γίνεται μάντης…».
Κι ο Καβάφης είναι μεγάλος ποιητής.
Τι μαντεύει όμως για εμάς, ο Καβάφης; Ας οδηγηθεί η σκέψη μας στα αποτελέσματα και στους απογόνους της θαυμάσιας, νικηφόρας, περίλαμπρης, περιλάλητης, δοξασμένης, απαράμιλλης τεχνολογικής εξέλιξης που συντελείται μπροστά στα μάτια μας. Τη μετατροπή των απογόνων μας σε εξελιγμένα, ταχύτατα, βιολογικά συστήματα μικροηλεκτρονικής. Σε εξαρτημένα όντα, ενός πολύπλοκου τεχνολογικού ελεγκτή; Και φέρετε στο μυαλό σας, τη στιγμή που θα γραφεί το ποίημα με τίτλο «Στα 2200 μ.Χ.» το Σολωμικό «Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.» Τον αγήρατο αρχαίο ελληνικό κόσμο, που γοητεύει διαχρονικά, τον κόσμο που αναδύεται απ’ την αρχαία ελληνική γραμματεία και τέχνη. Σ΄αυτό τον κόσμο οι «τροπές» και οι ετερότητες υπάρχουν αλλά στο πλαίσιο της ενότητας που συνέχει όλες τις εκφάνσεις του. Αυτά ας αναλογιστούμε κι ας αναπλάθουμε, ποιητικά και δημιουργικά, το δικό μας, σημερινό κόσμο:
«Κι ακούστε πρέπει κι ο άνθρωπος κάθε φορά
που θέλει να ξαναβρεί τα νιάτα του
να ’ρχεται στο ποτάμι της ομορφιάς να λούζεται».
Στο ποτάμι της πληρότητας της χαρισμένης ομορφιάς, της βεβαιότητας πέραν του φυσικού μας θανάτου.