«Μουσεία και Εκπαίδευση: η Μουσειοπαιδαγωγική του σήμερα, στη θεωρία και στην πράξη» Αμαλία Κ. Ηλιάδη,φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ’ το Α.Π.Θ.) ailiadi@sch.gr

«Μουσεία και Εκπαίδευση: η Μουσειοπαιδαγωγική του σήμερα, στη θεωρία και στην πράξη» Αμαλία Κ. Ηλιάδη,φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ’ το Α.Π.Θ.) ailiadi@sch.gr

Σήμερα συχνά πραγματοποιούνται εικαστικές συναντήσεις για παιδιά και εφήβους σε χώρους τέχνης ή μουσεία. Μέσα από την εμπειρία και τις γνώσεις μας, κατανοούμε την ελληνική πραγματικότητα σε σχέση με τα μουσεία και το κατά πόσο φιλικά είναι στο κοινό και ιδιαίτερα στα παιδιά: υπάρχουν εκπαιδευτικά προγράμματα, άνθρωποι καταρτισμένοι και χώροι με ενδιαφέρον. Βέβαια, το Μουσείο ίσως είναι μια έννοια που στη συνείδηση των περισσοτέρων ανθρώπων είναι κάπως περίπλοκη, κουραστική, ενίοτε βαρετή. Για ποιο λόγο, όμως, συμβαίνει αυτό; Λίγες είναι οι περιπτώσεις που οι έφηβοι μαθητές/τριες γνωρίζουν με πληρότητα και ακρίβεια τι είναι ένα μουσείο. Ακόμη και όσοι έχουν επισκεφθεί μουσειακούς χώρους και αίθουσες τέχνης δεν έχουν κατανοήσει- νιώσει την αποστολή τους. Συχνά οι ενήλικες κατατάσσουν την προσφορά των μουσειακών χώρων σε χαμηλή θέση σε σχέση με τις προτεραιότητες, τις δικές τους και των κοντινών τους ανθρώπων. Κατά συνέπεια, η παρουσίαση της έννοιας του μουσείου σε ένα έφηβο μαθητή δε γίνεται από την πλευρά τους με εμβάθυνση, πόσο μάλλον με ενδιαφέρον και αγάπη. Αγνοούνται συχνά επίσης σημαντικά «οφέλη», γνωστικά, πνευματικά, ψυχικά, … που προσφέρει μία επίσκεψη ή ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα σε Μουσείο, μια και οι άνθρωποι δεν έχουν δώσει ή αποφεύγουν να δώσουν την ευκαιρία στον εαυτό τους για επαφή με συλλογές, εκθέματα και γενικότερα με το χώρο μουσείων ή τουλάχιστον να μαθαίνουν να είναι ‘ανοικτοί’ στο ενδεχόμενο «είσπραξης» πνευματικών «δώρων» μέσα από προσωπικές ανακαλύψεις.
Επομένως, οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί, οι άνθρωποι που είναι κοντά στα παιδιά καλούνται να παρουσιάσουν την έννοια και την αποστολή του μουσείου και των χώρων τέχνης, με τρόπο σαφή και δημιουργικό. Οποιαδήποτε ωραιοποιημένη παρουσίασή του δεν προτείνεται, γιατί το ψεύδος της θα αποκαλυφθεί στο μέλλον και το παιδί τότε, ίσως, απορρίψει το μουσείο ή το χώρο τέχνης, μια και κάθε εν δυνάμει σχέση μαζί του θα έχει ξεκινήσει με ένα ή περισσότερα ψέματα. Τα προφίλ των μουσείων επίσης επηρεάζουν τη γνώμη του παιδιού για αυτά. Όταν, για παράδειγμα, μια δική τους επίσκεψη τα έχει φορτώσει στο παρελθόν με πληροφορίες, πολλές από τις οποίες είναι ακατανόητες ή μακριά από τη ζωή τους, το παιδί καταχωρεί το μουσείο στους βαρετούς χώρους ή τουλάχιστον στους χώρους που δεν το αφορούν. Η θετική, υγιής σύνδεση του μουσείου με το παιδί προϋποθέτει εμπνευσμένη προσέγγιση, είτε μέσα από το μουσειοπαιδαγωγικό πρόγραμμα του ίδιου του χώρου, είτε από το σχέδιο δράσης και μάθησης που θα έχει εκπονήσει με αγάπη και έμπνευση ο/η εκπαιδευτικός του σχολείου, είτε μέσα από το κλίμα (προετοιμασία, ερωτήματα…) που καλλιεργεί ο γονέας/κηδεμόνας κάθε φορά, πριν και μετά την επίσκεψη. Έτσι, από τη στιγμή που θα γίνει συνείδηση η σύνδεση του μουσείου με την καθημερινή ζωή, το μουσείο μπορεί να λάβει σημαντική θέση στη ζωή ενός εφήβου, ακόμη και αν τα εκθέματα είναι δύσκολα στην κατανόηση και ερμηνεία τους. Και στις περιπτώσεις ακόμη που ένα μουσείο δεν έχει εξελιχθεί σε ζωντανό οργανισμό που αναπνέει στην κοινωνία όπου ανήκει με ευθύνη, η εμπνευσμένη προσέγγισή του μπορεί να αλλάξει την εικόνα του ως αποθήκης έργων και παρελθόντος σε χώρο ζωής, σκέψης, δράσης, ψυχαγωγίας, προβληματισμού, μοιράσματος γνώσεων και εμπειριών. Συνειδητοποιημένοι και εμπνευσμένοι άνθρωποι, στη διοίκηση και στο προσωπικό, μπορούν να συνδράμουν σημαντικά σε αυτό το σκοπό.
Υπάρχει κατάλληλη ηλικία για να επισκεφτεί ένα παιδί ένα μουσείο; Ποια είναι αυτή; Όλες οι ηλικίες είναι κατάλληλες ή θα έπρεπε να είναι κατάλληλες για τις μουσειακές εκθέσεις. Αυτό συμβαίνει ακόμη και για εκθέσεις όπου τίθενται θέματα δυσκολίας κατανόησης, ακόμη και από το προσωπικό του μουσείου. Ο άνθρωπος που θα φέρει το παιδί στον κόσμο του μουσείου μπορεί να σημάνει την αλλαγή, την οποιαδήποτε θετική ανατροπή και καλείται να συνειδητοποιήσει το βάρος του ρόλου του, ειδικά στις «δύσκολες» εκθέσεις. Η παράμετρος «ηλικία» έχει να κάνει με τον όγκο των ερεθισμάτων και την προσέγγιση των ενοτήτων, εκθεμάτων, αιθουσών των συλλογών… Έργα τέχνης, φωτογραφίες, αρχαιολογικά ευρήματα: το υλικό του μουσείου είναι η αφετηρία για πολιτιστικές «διαδρομές» στο παιδί και στον ενήλικα. Η παρουσίαση αυτών των διαδρομών, το περιεχόμενό τους, το υλικό τους, η συνύπαρξή τους στο χώρο, η ίδια η επιμέλεια της έκθεσης, ακόμη και ο αρχιτεκτονικός χώρος του μουσείου μπορούν να επηρεάσουν τις προτιμήσεις μας. Συχνά η μουσειολογική παρουσίαση αρχαιοτήτων και το ανάλογο εκπαιδευτικό πρόγραμμα απέχουν από τα ενδιαφέροντα των παιδιών ή τουλάχιστον απέχουν από το να αποπειραθούν το κέντρισμα της προσοχής τους και της ενεργούς εμπλοκής τους. Αυτό δε σημαίνει ότι σε μία εξαιρετική ως προς την επιλογή των έργων και το στήσιμο έκθεση σύγχρονης εικαστικής τέχνης δεν μπορεί να υπάρξουν φαινόμενα δυσανεξίας από την πλευρά των παιδιών, αν η παρουσίαση και η πρόσκληση δε δίνουν αφετηρία στις εν λόγω ψυχικές, συναισθηματικές, νοητικές διαδρομές.
Αναμφισβήτητα, τα ελληνικά μουσεία και γενικότερα οι χώροι τέχνης δείχνουν τα τελευταία χρόνια μια διάθεση να δεχτούν μικρούς σε ηλικία επισκέπτες. Υπάρχουν πολλά προγράμματα που αφορούν παιδιά και οικογένειες. Είναι γεγονός ότι στη σημερινή εποχή τα προγράμματα για παιδιά και οικογένειες ολοένα και πληθαίνουν σε μουσεία, πινακοθήκες και άλλους εκθεσιακούς χώρους. Συχνά παρατηρούνται σχεδιασμοί προγραμμάτων για μαζική προσέλευση παιδιών και χαμηλό κόστος συμμετοχής που εξισορροπείται από το μεγάλο αριθμό συμμετοχών. Το γεγονός αυτό απαιτεί την προσοχή μας, μια και η σχέση εντέλει που χτίζεται ανάμεσα στο παιδί και στο έκθεμα, καθώς και στο μουσείο ως χώρο και έννοια, υπάρχει κίνδυνος να γίνει επιφανειακή, επιπόλαιη και να απομακρυνθεί από τις προσωπικές του ανάγκες εξέλιξης. Ο μεγάλος αριθμός ατόμων, στις περιπτώσεις αυτές, δυσκολεύει τη βαθειά εστίαση και πνευματική εργασία από το παιδί, όσο εμπνευσμένοι και αν είναι οι εμψυχωτές και καλοδομημένο το πρόγραμμα. Ο χρόνος επίσης, συμπιεσμένος σε τέτοιες περιπτώσεις, απαγορεύει την ανακάλυψη προσωπικών ιδιαιτεροτήτων και δυσκολιών, της ιδιαίτερης ματιάς του κάθε παιδιού. Συχνά λέγεται «Δεν πειράζει. Αρκεί που είχε μία επαφή το παιδί. Από το τίποτα, … καλύτερα αυτό!» Ερώτημα: Το παιδί είχε επαφή ή απλά άκουσε πληροφορίες μαζί με άλλα παιδιά, τις οποίες δε γνωρίζει πώς να διαχειριστεί, και στοιχεία που δεν έχουν δημιουργήσει εγγραφές μέσα του; Μήπως κάτω από ομαδικά γέλια και επιφανειακά αστεία, από ομαδικές μεταμφιέσεις και show-off δραστηριότητες το παιδί φεύγει από την έκθεση, χωρίς να έχει δουλέψει μέσα του τίποτα, ενώ παράλληλα έχει κάνει λανθασμένες συνδέσεις και συνειρμούς σε σχέση με την έκθεση, έστω και αν δε βαρέθηκε; Με το φόβο του ‘να μη βαρεθεί το παιδί’, ‘να περάσει καλά’, όπως λένε οι γονείς και οι δάσκαλοι συχνά, λησμονείται η ευθύνη, ο ρόλος του παιδαγωγού, του γονέα, του εμψυχωτή στη διαμόρφωση σκεπτόμενων ανθρώπων, υγιών συναισθηματικά, μικρών (ή μεγάλων) ερευνητών, χαμογελαστών εσωτερικά ανθρώπων. ‘Το να περάσει καλά το παιδί’ είναι μεγάλο θέμα συζήτησης, το πότε δηλαδή αληθινά το παιδί περνά καλά. Υπάρχουν βέβαια προγράμματα στα οποία η κινητοποίηση μεγάλων αριθμών παιδιών μπορεί να δώσει δυνατά συναισθήματα και εμπειρίες στους συμμετέχοντες και τα μαζικά παιχνίδια όχι μόνο να ‘διασκεδάσουν’ τα παιδιά, παράλληλα με τη γνώση που προσφέρουν, αλλά και να αφήσουν το αποτύπωμά τους που ‘δουλεύει’ και γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας για αρκετό καιρό στη συνέχεια μέσα στη ζωή των παιδιών. Αυτές οι δραστηριότητες, όταν καταφέρουν να κρατήσουν τον πυρήνα του στόχου του εκπαιδευτικού προγράμματος είναι επιτυχείς. Η στόχευση χρειάζεται να είναι ξεκάθαρη εξαρχής, με έμφαση στη δημιουργία, στη φιλομάθεια, στην ανακάλυψη, στη συνεργασία, και βέβαια, στην ανακάλυψη εαυτού.
Πολλά μουσεία στην χώρα μας είναι ιδανικά για παιδιά, όταν χτίζεται κατά την επίσκεψη περιβάλλον ασφάλειας, θετικότητας και πνευματικής επαφής, όταν υπάρχει στοχευμένη προσέγγιση και δημιουργική, κεφάτη, κατάλληλης μεθοδολογίας συνεργασία με το παιδί, σεβόμενη τις ανάγκες της προσωπικότητάς του. Πώς μπορεί ένας γονιός ή ένας εκπαιδευτικός να προετοιμάσει μια επίσκεψη σε μουσείο με το παιδί του; Ένα καλό σημείο εκκίνησης είναι να θέσει ένα βασικό στόχο και μερικούς δευτερεύοντες για την επίσκεψη. Δεν επισκεπτόμαστε, για παράδειγμα, ένα χώρο επειδή είναι της μόδας ή επειδή έχουμε ακούσει/διαβάσει ότι είναι καλό για τα παιδιά να επισκέπτονται μουσειακούς χώρους. Επιλέγουμε να πάμε σε ένα χώρο με το παιδί μας ή με τους μαθητές μας επειδή, για παράδειγμα, η έκθεση ασχολείται με θέματα για το ανθρώπινο σώμα ή ασκεί τις αισθήσεις ή θέτει ερωτήματα για την ομορφιά ή… ή… κ.τ.λ. Οι στόχοι αυτοί καλό είναι να έχουν ως αφετηρία όχι μόνο γνωστικά αλλά και συναισθηματικά πεδία του ανθρώπου. Επίσης, από τη στιγμή που είμαστε κοντά στα παιδιά μπορούμε να επιλέξουμε μία έκθεση, με βάση ένα θέμα που ‘δουλεύει’ μέσα του εκείνη την περίοδο το παιδί. Αν, για παράδειγμα, αυτό το θέμα είναι η ανθρώπινη σχέση της φιλίας μπορούμε να επιλέξουμε μία επίσκεψη σε μουσείο που δίνει τέτοια ερεθίσματα. Ωστόσο, μια ή περισσότερες δραστηριότητες με αρκετούς μαθητές/τριες που επιλέγουμε να επισκεφθούμε μαζί έως εκπαιδευτικοί ένα μουσείο, μπορούν να θέσουν ζητήματα εμπιστοσύνης, μοιράσματος, επιλογών και υγιών ορίων,… μια και όλα αυτά είναι παράμετροι της μαθησιακής διαδικασίας και της εκπαιδευτικής σχέσης, ανεξάρτητα από τα ίδια τα εκθέματα και τις συλλογές.
Επιπροσθέτως, ορισμένα στοιχεία μπορούν να εμπλουτίσουν μια επίσκεψη σε μια μουσειακή έκθεση: ο καλός σχεδιασμός πριν την επίσκεψη, η ευελιξία και άνεση απέναντι σε κάθε αναδυόμενη ανάγκη εκτροπής από τη σχεδιασμένη δομή στη διάρκεια της επίσκεψης, η προσαρμογή/αναπροσαρμογή του λόγου, των παραδειγμάτων, των εξηγήσεων, των αφηγήσεων, των παιχνιδιών στα ερωτήματα που έρχονται από τους μαθητές/τριες, τα παιχνίδια παρατήρησης και θησαυρού, η επιδίωξη της συνεργασίας, η ανάθεση πρωτοβουλιών, η διαρκής, θετική και εμπνευσμένη παρουσία μας κοντά στα παιδιά, τα οποία αφήνουμε να πρωταγωνιστήσουν στην επίσκεψη και εμείς αρκούμαστε στο ρόλο της πυροδότησης συναισθημάτων, λόγου και αντιδράσεων, στην καλλιέργεια ζεστής ατμόσφαιρας εμπιστοσύνης και ασφάλειας, στη διαρκή προσφορά εμπνεύσεων, αναφορών, συνδέσεων με τη ζωή και την καθημερινότητα, σε μικρές ανακεφαλαιώσεις, σε ευτυχείς ανάπαυλες, κάθε φορά που αντιλαμβανόμαστε κουρασμένα ή κορεσμένα βλέμματα.
Φεύγοντας από ένα μουσείο, αναρωτιόμαστε τι είναι αυτό που μένει στους μαθητές/τριές μας… Για την ακρίβεια τι είναι αυτό που θα πρέπει να μένει… Όταν το παιδί εκφραστεί με το δημιουργό-εαυτό του, το λόγο του, το πρόσωπό του μέσα στο μουσείο, ακριβώς μέσα στην ατμόσφαιρα, στο περιβάλλον της έκθεσης, χωρίς εκπτώσεις στους στόχους της επίσκεψης, θα φύγει από το μουσείο με συναισθήματα, εικόνες, γνώσεις, αναφορές στη ζωή του (άρα στοιχεία που το αφορούν), ερωτήματα προς απάντηση, πνευματικές ζυμώσεις, υλικό προς ανακάλυψη για τη συνέχεια και ενδεχομένως νέες φιλίες (με άλλα παιδιά, με τους ίδιους τους καλλιτέχνες, εν ζωή ή όχι). Τότε, το μουσείο μεταμορφώνεται μέσα του από ένα στοιχείο σε πολλά μαζί μέσα σε ένα χώρο, σε μια αγκαλιά παλλόμενη και ζωντανή.
Μπορεί, τελικά, στα πλαίσια της επίσκεψης σε ένα μουσείο να συνδυαστεί η ψυχαγωγία με τη γνώση, μια και η γνώση είναι αγωγή της ψυχής στην ολιστική τουλάχιστον εκπαίδευση. Εξάλλου, για την επίσκεψη σε ένα μουσείο οφείλουμε να έχουμε τέτοια αφετηρία, τέτοια προσέγγιση. Στις ημέρες μας, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό υπάρχει μεγάλη προσφορά προγραμμάτων και σημαντικές απόπειρες για το δέσιμο μουσείου-σχολείου σε στενή συνεργασία των δύο, με άμεση την ανάγκη για υποστήριξη της Πολιτείας, ειδικά στο επίπεδο των συνεργασιών. Προσοχή χρειάζεται και από τις δύο πλευρές, της προσφοράς και της ζήτησης, με καλή στοχοθεσία και στη συνέχεια βαθειά εστίαση στους εκάστοτε στόχους. Η αυτοαξιολόγηση του γονέα, του εκπαιδευτικού, του μουσειοπαιδαγωγού, του εμψυχωτή, του ίδιου του μουσείου μέσω της διεύθυνσης και του προσωπικού του, σε συνέχεια και με συνέπεια, βελτιώνουν τις συνθήκες στο σύνολό τους. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο επισκέψεις σε μουσεία να έχουν τροφοδοτήσει θετικά τη σχέση γονέα-παιδιού, εκπαιδευτικού-μαθητών/τριών, τις σχέσεις ανάμεσα στα παιδιά μιας ομάδας, τη σχέση που έχει το παιδί με τον εαυτό του αλλά και ο ενήλικας με τον εαυτό του. Ας έχουμε «ανοιχτή», βιωματική, αληθινή σχέση με τα μουσεία, την Τέχνη και τους χώρους της, για να προχωρούμε όλοι οι «παράγοντες» της κοινωνικοποίησης και της παιδευτικής διαδικασίας με διάθεση εξέλιξης, αυτοβελτίωσης, πλήρωσης.
Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, στις μέρες μας τα μουσεία θεωρούνται η καλύτερη εκπαιδευτική μέθοδος καθώς μέσα από μια επίσκεψη σε ένα μουσείο οι νέοι συνειδητοποιούν ότι η μάθηση δεν περιορίζεται στα στενά όρια της αίθουσας και ότι οι γνώσεις δεν αποκτιούνται μόνο μέσα από τα βιβλία αλλά και με «διασκεδαστικό» τρόπο μέσω επισκέψεων σε εκπαιδευτικούς χώρους. Ωστόσο, πολλές φορές, η επίσκεψη σε ένα μουσείο λόγω της απόστασης ή λόγω οικονομικών παραγόντων είναι δύσκολη ιδιαίτερα στις μέρες μας. Γι’ αυτόν το λόγο έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια τα ψηφιακά μουσεία δηλαδή μουσεία στον κυβερνοχώρο που δίνουν έμφαση στην εξασφάλιση απρόσκοπτης πρόσβασης στο υλικό του κάθε μουσείου και στην γνωστική και συγκινησιακή εμπλοκή του κοινού μέσα από νέες, καινοτόμες προσεγγίσεις.
Ο αριθμός των ιστοσελίδων των μουσείων στο Internet είναι μέχρι σήμερα 10.000 και καθημερινά αυξάνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε ένα μουσείο να προστίθεται στη λίστα σχεδόν καθημερινά. Η ανταπόκριση του κοινού είναι εντυπωσιακή. Ορισμένα μουσεία μάλιστα απαριθμούν περισσότερες επισκέψεις στον Κυβερνοχώρο παρά στον φυσικό τους χώρο. Ένας λόγος της απότομης ανάπτυξης των ψηφιακών μουσείων είναι ότι ο «επισκέπτης» δεν δέχεται παθητικά τις γνώσεις που του προσφέρονται αλλά μπορεί να αλληλεπιδρά και να συμμετέχει σε διαδικτυακά εκπαιδευτικά προγράμματα που παρέχουν τέτοια είδη μουσείων. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται σχέσεις συνεργασίας και επικοινωνίας μεταξύ του μουσείου που παρέχει αυτά τα προγράμματα και των χρηστών του διαδικτύου. Μπορεί, λοιπόν, αυτό το «κορυφαίο» να γίνει καλύτερο; Μπορεί, με το έργο CHESS. (Cultural-HeritageExperiencesthroughSocio-personalinteractionsandStorytelling δηλ. πολιτιστική κληρονομιά μέσω κοινωνικο-προσωπικής αλληλεπίδρασης και εξιστόρησης). Πιο συγκεκριμένα, η εφαρμογή CHESS αφηγείται στον κάθε επισκέπτη μια συγκεκριμένη ιστορία που επικεντρώνεται στα εκθέματα που είναι πιο σχετικά με τα ενδιαφέροντά του, με λιγότερες ή περισσότερες λεπτομέρειες ανάλογα με την επιθυμία του. Οι ιστορίες μπορούν να εμπλουτιστούν με πολυμέσα, παιχνίδια 3D και ενισχυμένης πραγματικότητας, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις τα αντικείμενα μιλούν και προσκαλούν τους επισκέπτες να αλληλεπιδράσουν μαζί τους. Φεύγοντας από το εικονικό μουσείο, ο επισκέπτης θα μπορεί να βρει ενθύμια -π.χ. ένα βίντεο ή μια εικόνα- της επίσκεψής του στην ιστοσελίδα του μουσείου, έχοντας πλέον τη δυνατότητα να μοιραστεί μια προσωπική του ανάμνηση με την οικογένεια και τους φίλους τους.
Ωστόσο, λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης των ψηφιακών μουσείων έχει δημιουργηθεί ένα μεγάλο ερώτημα: κατά πόσο μπορεί ένα ηλεκτρονικό-ψηφιακό μουσείο να αντικαταστήσει επάξια το «κλασικό» μουσείο. Το όφελος ενός ψηφιακού μουσείου για το κοινό είναι προφανές καθώς του δίνεται η δυνατότητα για εναλλακτική αναζήτηση πληροφοριών εκτός από τις ήδη υπάρχουσες. Επίσης οι πληροφορίες είναι περισσότερες μέσω του υπολογιστή, άρα ο χρήστης ενημερώνεται καλύτερα. Ωστόσο η άμεση επαφή με το χώρο του μουσείου και τα ίδια τα αντικείμενα δεν αντικαθίσταται. Αυτό είναι και το βασικό πλεονέκτημα των συμβατικών μουσείων. Η όλη ατμόσφαιρα, το κλίμα, η επαφή με τους ιθύνοντες ακόμα και η μυρωδιά του χώρου δεν αντικαθίσταται από μία απλή οθόνη. Οπότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ηλεκτρονικό-εικονικό μουσείο λειτουργεί ως επέκταση, ως μία από τις υπηρεσίες του παραδοσιακού μουσείου.

Ελληνικές Αρχαιότητες στο Μουσείο: η αρχαία ελληνική κοινωνία μέσα από τα υλικά της κατάλοιπα (για Γυμνάσια και Λύκεια)
Εκπόνηση-Διενέργεια Εκπαιδευτικού Προγράμματος και δημιουργία φύλλου εργασίας-Ενδεικτικό Σενάριο διδασκαλίας για Project πριν την επίσκεψη σε Μουσείο
Φύλλο εργασίας
Εκπαιδευτικό υλικό (προϋποθέσεις εκπόνησης εργασιών):
Αφού συμβουλευτείτε τις ακόλουθες ιστοσελίδες:
http://odysseus.culture.gr/h/1/gh154.jsp?obj_id=3249 , http://odysseus.culture.gr/h/1/gh151.jsp?obj_id=3249
και μελετήσετε τη σχετική συνέντευξη που σας επιδόθηκε,
Α) να ονομάσετε και να περιγράψετε τα είδη των υλικών καταλοίπων με τις κατηγορίες και τις υποκατηγορίες τους. Ποια η σημασία των αρχαιολογικών ευρημάτων, δημόσιας και ιδιωτικής χρήσης, για τη γνώση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού;
Β) Τα υλικά κατάλοιπα-αρχαιολογικά ευρήματα αποκαλύπτουν την Καθημερινή Ζωή των Αρχαίων Ελλήνων. Τα θέατρα, οι ναοί, ιδιωτικά και δημόσια κτήρια, οικίες, στάδια, γυμναστήρια, παλαίστρες, κάθε μορφή εικαστικής τέχνης: γλυπτά, αγάλματα, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, οικιακά σκεύη, έπιπλα, παιδικά παιχνίδια, υπολείμματα τροφής κ.τ.λ. και γενικά το Σύμπαν της ζωής του Αρχαίου Έλληνα/Ελληνίδας έρχεται στο φως από την αρχαιολογική σκαπάνη και εκτίθεται στα Μουσεία της χώρας μας και του Κόσμου. Είναι, κατά τη γνώμη σας, απαραίτητα τα Μουσεία αυτά σε μια πολιτεία και για ποιους λόγους;
Γ) Να περιγράψετε και να ερμηνεύσετε τρία (3) τέτοια υλικά κατάλοιπα, εντάσσοντάς τα στην καθημερινότητα των ανθρώπων της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας.
Δ) Το επίκαιρο θέμα των μαρμάρων του Παρθενώνα: Μπορείς να επισκεφθείς το δικτυακό τόπο του Υπουργείου Πολιτισμού, που είναι αφιερωμένος σε αυτό το θέμα: http://www.culture.gr/6/68/682/index gr.html καθώς και τις διευθύνσεις: http://damon.gr/…/www.greece.org/parthenon/marmara/index.htm .
Για να δεις τα αντεπιχειρήματα των Βρετανών για την «καταστροφική» συντήρηση των μαρμάρων από τους Έλληνες το 1938 και την απόκτησή τους από το λόρδο Έλγιν και το Βρετανικό Κοινοβούλιο http://www.thebritishmuseum.ac.uk. (Parthenon: εμφάνιση φωτογραφιών των Γλυπτών του Παρθενώνα και σχετικές πληροφορίες).
Κρατήστε από όλα αυτά σημειώσεις, κατά ομάδες, και προετοιμαστείτε για μια «συζήτηση στρογγυλής τραπέζης»: Η πρώτη ομάδα εκπροσωπεί την ελληνική αντιπροσωπία. Παρουσιάζει τα επιχειρήματά της για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα στη χώρα από την οποία αφαιρέθηκαν. Η δεύτερη εκπροσωπεί τη βρετανική αντιπροσωπία. Παρουσιάζει τα επιχειρήματά της για τη φύλαξη των Ελγινείων στο Βρετανικό Μουσείο. Η τρίτη ομάδα «ενσαρκώνει» μια αιγυπτιακή αντιπροσωπία που παρουσιάζει με τη σειρά της τα επιχειρήματά της για την επιστροφή των Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων στη χώρα από την οποία αφαιρέθηκαν. Τέλος, η τέταρτη ομάδα αναλαμβάνει το ρόλο του παρατηρητή και του εκτιμητή. Παρακολουθεί προσεκτικά τις άλλες τρεις ομάδες και καταγράφει τα επιχειρήματά τους. Στο τέλος διατυπώνει την κρίση της και εκδίδει ψήφισμα.
Ε) 1. Η «κιβωτός» του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού: αν υποθέσουμε ότι η αρχαία ελληνική πολιτιστική κληρονομιά κινδυνεύει από αφανισμό και ότι μπορούν να σωθούν μόνο πέντε μνημεία (αρχαιολογικά ευρήματα, χώροι, ναοί, θέατρα, οικοδομήματα κ.τ.λ.), ποια θα αποφάσιζες να διασώσεις και γιατί; Δικαιολόγησε την επιλογή σου. Προκειμένου να βοηθηθείς στην απάντησή σου, να συμβουλευτείς το ακόλουθο άρθρο με σχετικό εικονογραφικό υλικό: http://www.apodimos.com/…/H_ARXITEKTONIKH_TON_ARX…/index.htm
2. Με δικά σου λόγια: διάλεξε ένα από τα εκθέματα που είδες και περίγραψέ το, τονίζοντας το χαρακτηριστικό που σου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση.
3. Είσαι ξεναγός. Με αφορμή ένα πρόγραμμα ανταλλαγών, έχει επισκεφθεί το σχολείο σας μια ομάδα άγγλων, γάλλων και σουηδών μαθητών. Το τμήμα σας έχει αναλάβει να τους ξεναγήσει σε ένα αρχαιολογικό μουσείο. Το μουσείο ποιας ελληνικής πόλης θα επέλεγες και γιατί; Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το σημαντικότερο έκθεμα στο συγκεκριμένο μουσείο; Λάβε υπόψη σου και τις ακόλουθες ιστοσελίδες με εκπαιδευτικό υλικό:
http://www.matia.gr/library/ebook_14/ , http://www.europe-greece.com/arxaiologika.php
Στ) Σύμφωνα με τις σκέψεις και τα συμπεράσματα που έχετε αποκομίσει από την ως τώρα έρευνά σας, «στήστε» το δικό σας αρχαιολογικό μουσείο: επιλέξτε εκθέματα και σχολιάστε τα, υπομνηματίστε τα, δώστε τις κατάλληλες πληροφορίες, αφού προηγουμένως έχετε αποφασίσει για τους χώρους-αίθουσες που θα περιλαμβάνει. Σχεδιάστε τη «δομή» του. Η «κατασκευή» σας μπορεί να αποδοθεί με κείμενο, σχεδιαγράμματα, διαγράμματα, γραφήματα, εικόνες, λεζάντες, φωτογραφίες και ό,τι άλλο εσείς θεωρείτε απαραίτητο, προκειμένου να ελκύσετε τους επισκέπτες σας. Εκτός από αίθουσες εκθεμάτων, έργων τέχνης, προβολών και συνεδρίων, το μουσείο σας πρέπει να περιλαμβάνει και χώρους αναψυχής: κήπο, αίθριο, εστιατόριο, καφέ, πωλητήριο δώρων και αναμνηστικών. Λάβε υπόψη σου και την ακόλουθη ιστοσελίδα με εκπαιδευτικό υλικό:http://www.matia.gr/library/ebook_09/008_mouseio.html#5

Πηγές : Paidorama.com [http://www.paidorama.com/sinenteuksi-me-tin-mouseiopaidagwg…]
http://odysseus.culture.gr/h/1/gh154.jsp?obj_id=3249 , http://odysseus.culture.gr/h/1/gh151.jsp?obj_id=3249
http://www.thebritishmuseum.ac.uk.
http://www.apodimos.com/…/H_ARXITEKTONIKH_TON_ARX…/index.htm
http://www.matia.gr/library/ebook_14/ , http://www.europe-greece.com/arxaiologika.php

“Ο σουρεαλισμός και η πρακτική αξιοποίησή του στην εκπαίδευση” γράφει η Ηλιάδη Αμαλία Κ., φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ’ το Α.Π.Θ.) Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.

“Ο σουρεαλισμός και η πρακτική αξιοποίησή του στην εκπαίδευση” γράφει η Ηλιάδη Αμαλία Κ., φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ’ το Α.Π.Θ.)
Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.

Ο σουρεαλισμός (η υπέρβαση δηλαδή της πραγματικότητας, η απελευθέρωση της δημιουργικής φαντασίας), περισσότερο από τεχνοτροπία, είναι μια αυθεντική έκφραση των βαθύτερων ανθρώπινων πόθων και επιδιώξεων που δεν παρεμποδίζονται από τον έλεγχο της λογικής και της συνείδησης, και σαν τέτοια ανταποκρίνεται πιο άμεσα στις αρχέγονες κινήσεις της ανθρώπινης ψυχής, οι οποίες δεν έχουν προφτάσει να επικαλυφθούν στο παιδί από τα επάλληλα στρώματα της καθημερινής (ρεαλιστικής) πραγματικότητας, όπως συμβαίνει στον ενήλικα. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι ο χώρος του σουρεαλισμού είναι ένας χώρος κατεξοχήν «παιδικός», με την έννοια ότι ο καλλιτέχνης για να δημιουργήσει θα πρέπει να ξαναγίνει παιδί. Χαρακτηριστικά απ’ αυτή την άποψη είναι τα παραδείγματα μεγάλων καλλιτεχνών όπως ο Μιρό, ο Κλε κ.ά., το έργο των οποίων εκφράζει όλη τη φρεσκάδα της παιδικής φαντασίας. Φυσικά, ο θεματολογικός αυτός χώρος δεν καλύπτεται αποκλειστικά από τον σουρεαλισμό, αλλά και από άλλα σύγχρονα καλλιτεχνικά κινήματα και τεχνοτροπίες που στοχεύουν στην έκφραση του αυθεντικού, χωρίς την τροχοπέδη των γνωστών προτύπων. Αυτονόητο θεωρείται επίσης ότι ο σουρεαλισμός δεν πρέπει να νοείται σαν συγκεκριμένη τεχνοτροπία μόνο, ούτε ακόμα περισσότερο να περιορίζεται στη διερεύνηση ή ανάλυση του παράλογου, αλλά να χρησιμοποιείται σαν εικαστική δυνατότητα που απελευθερώνει τις ενδόμυχες κλίσεις του δημιουργού και ιδιαίτερα του παιδιού. Θα μπορούσε βέβαια να πει κάποιος ότι τα περιθώρια του άγνωστου έχουν στενέψει εξαιρετικά στην εποχή μας, με την αλματώδη ανάπτυξη της επιστήμης που επεξέτεινε τα όριά της στη σφαίρα του διαστήματος και των διαπλανητικών ταξιδιών, ή με την πληθώρα των πληροφοριών που μας βομβαρδίζουν καθημερινά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Το θέμα όμως δεν είναι τόσο η διερεύνηση του αγνώστου, όσο ο τρόπος με τον οποίο θα διερευνηθεί εικαστικά ακόμα και το γνωστό, μια που η γνήσια εικαστική αντίληψη στηρίζεται βασικά στην πρωτοτυπία του δημιουργού.

Τα παραπάνω θέματα μπορούν ν’ αποτελέσουν μια πρώτη απόπειρα προσέγγισης του σουρεαλιστικού χώρου έκφρασης. Τα επόμενα ερωτήματα μπορούν να τεθούν στα παιδιά ώστε να λειτουργήσουν ως αφορμές αυθεντικής, γνήσιας και αυθόρμητης καλλιτεχνικής δημιουργίας:
1) Πώς φαντάζεστε το σύμπαν.
2) Πώς φαντάζεστε τον γαλαξία μας.
3) Πώς φαντάζεστε έναν άλλο κατοικημένο πλανήτη.
4) Πώς φαντάζεστε μια εγχείρηση.
5) Πώς φαντάζεστε ένα κομπιούτερ που εξετάζει ασθενείς.

Θεματολογικός Χώρος: Η εικαστική εργασία στα άλλα μαθήματα της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Ήδη πολλά από τα θέματα που έχουμε αναφέρει ανήκουν ή συμπλέκονται με χώρους άλλων μαθημάτων και μπορούν να μεθοδευτούν κατά τις ώρες των μαθημάτων αυτών ως πολύπτυχα ή συμμετοχές, δημιουργώντας έτσι έναν πιο έντονο προβληματισμό και συμβάλλοντας στην καλύτερη κατανόησή τους. Χρειάζεται, βέβαια, οι εκπαιδευτικοί, ιδιαίτερα της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, να είναι επαρκώς πληροφορημένοι για τον τρόπο οργάνωσης αυτών των μεθοδεύσεων και πρακτικών.
Ως οπτική παράσταση ένα οποιοδήποτε μάθημα δεν θα πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να είναι αυστηρά και άκαμπτα ορθολογιστικό, αλλά να συμπληρώνεται από εικαστικές ασκήσεις με τη μορφή πολύπτυχων ή συμμετοχών. Δεν αποκλείεται κατά τη μεθόδευση να γίνουν και λάθη, γι’ αυτό χρειάζεται να γίνεται τακτικά αξιολόγηση της μεθόδου και της πρακτικής της ώστε να προσαρμόζεται στις ανάγκες του μαθήματος. Θεωρούμε αυτονόητο ότι η υπομονή και η επιμονή σ’ αυτή τη διαδικασία αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την επιτυχία του εγχειρήματος.
Για το Νηπιαγωγείο, οι συμμετοχές μπορεί να είναι χρωματιστά γράμματα ή αριθμοί ή ελεύθερα γεωμετρικά σχήματα ή αποτυπώματα χεριών ή τυπώματα χαραγμένης πατάτας και άλλων αντικειμένων.

Μεθοδεύσεις στα διάφορα μαθήματα
Θρησκευτικά. Στο μάθημα των θρησκευτικών μπορούν να γίνουν πολύπτυχα ή συμμετοχές με επιλογή θεμάτων από την πλουσιότατη θρησκευτική μας ιστορία (Παλαιά και Καινή Διαθήκη, κλπ.).
Ελληνικά. Και για το μάθημα αυτό υπάρχουν χιλιάδες θέματα από τη Λογοτεχνία. Μπορούν όμως να μεθοδευτούν, με την μορφή πολύπτυχων, και γραφικές ασκήσεις, δίνοντας έτσι μια πιο ευχάριστη και συμμετοχική μορφή στο μάθημα.
Μαθηματικά. Εδώ προσφέρεται ιδιαίτερα η Γεωμετρία. Οι μαθητές, χρησιμοποιώντας γεωμετρικά όργανα, μπορούν να κάνουν διάφορες ασκήσεις, οι οποίες συγκεντρώνονται τελικά στον πίνακα ως πολύπτυχα. Για τον ίδιο σκοπό, προσφέρονται φυσικά και οι διάφορες αριθμητικές πράξεις, πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα την πληρέστερη κατανόηση του μαθήματος, ανάλογα με την τάξη όπου ανήκουν τα παιδιά. Μετά τη συγκέντρωση των εργασιών, θα πρέπει να εντοπίζονται από τα ίδια τα παιδιά όσες ασκήσεις έχουν λυθεί σωστά. Είναι καλύτερα οι εργασίες να είναι ανώνυμες.
Φυσική και Χημεία. Κι εδώ μπορούν να γίνουν πολύπτυχα ανάλογα με το θέμα που πραγματευόμαστε σε κάθε μάθημα. Ως θεματολογικός χώρος τα μαθήματα αυτά είναι πλουσιότατα και προσφέρουν καταπληκτικές ευκαιρίες για εικαστικές ανακαλύψεις και προβληματισμό.
Το ίδιο μπορούμε να πούμε για τα φυσιογνωστικά μαθήματα, για την Ιστορία, για την Γεωγραφία. Στο τελευταίο αυτό μάθημα, η γραφική άσκηση (ένας χάρτης, π.χ. της Πελοποννήσου ή της Λέσβου) δεν θα πρέπει να γίνεται ποτέ σαν αντιγραφή από το βιβλίο, αλλά μονάχα σαν απομνημονευθείσα παράσταση του ζητούμενου αντικειμένου, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα που θα προκύψει. Μέσα από τα πολύπτυχα, το παιδί θα έχει την ευκαιρία εκ των υστέρων να παρατηρήσει τα ενδεχόμενα λάθη του, χωρίς να του τα επισημάνουμε εμείς και -το κυριότερο- χωρίς να δείξουμε ότι υποτιμούμε την προσπάθειά του.
Σ’ αυτό το σημείο, μπορούμε νομίζω να ξαναθυμηθούμε ένα γενικό παιδαγωγικό κανόνα: βασική μέριμνα του εκπαιδευτικού πρέπει να είναι η εδραίωση της πεποίθησης του μαθητή ότι ενδεχόμενη αποτυχία της προσπάθειάς του δεν θα επιφέρει αρνητικές συνέπειες που θα μειώσουν την προσωπικότητά του. Όταν το πνεύμα αυτό αποτελέσει γενικό παιδαγωγικό κλίμα στην αίθουσα διδασκαλίας, τα αποτελέσματα, όσον αφορά την απόδοση των παιδιών, είναι εντυπωσιακά και πολύ πιο καρποφόρα από κάθε υπόδειγμα που θα δουν.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Από το Μάθημα της Ζωολογίας με θέμα την κότα. Τα παιδιά έχουν ενημερωθεί γύρω απ’ το θέμα και στη συνέχεια καλούνται ν’ αποδώσουν την παράσταση στο χαρτί. Δεν θα πρέπει να τη ζωγραφίσουν βλέποντας την εικόνα στο βιβλίο ή στον πίνακα, αλλά όπως την έχουν συλλάβει μέχρι εκείνη τη στιγμή και όπως μπορούν να την αποδώσουν -καλά ή άσχημα, χωρίς προσχέδια και σβησίματα- απευθείας με μαρκαδόρο. Ακόμα κι αν η προσπάθεια αποτύχει, εμείς ενθαρρύνουμε το παιδί λέγοντάς του ότι δεν έχει σημασία και ότι την άλλη φορά θα τα καταφέρει καλύτερα. Το πιο πιθανό ωστόσο είναι ότι, οποιαδήποτε μορφή καρικατούρας κι αν χρησιμοποιήσει, το παιδί θα καταφέρει ν’ αποδώσει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του αντικειμένου.
Εκείνο που είναι απολύτως βέβαιο είναι ότι το πολύπτυχο και οι συμμετοχές συμβάλλουν με τη συλλογικότητά τους στη σωστή αντίληψη του θέματος. Έτσι, σε λίγο καιρό, διαπιστώνουμε μ’ ευχάριστη έκπληξη ότι έχουν αποχτήσει μεγάλη ευχέρεια και ευστοχία στην απόδοσή του. Σε περίπτωση τώρα που το ίδιο θέμα -η κότα- δοθεί σαν άσκηση στο μάθημα των Καλλιτεχνικών, δεν επιμένουμε τόσο στην απόδοση των χαρακτηριστικών της γνωρισμάτων, αλλά εξηγούμε στα παιδιά ότι μπορούν να χειριστούν το θέμα τους εντελώς ελεύθερα, νομιμοποιώντας έτσι και παραστάσεις του αντικειμένου εντελώς εξωπραγματικές και ρίχνοντας το βάρος της άσκησης στη δημιουργική φαντασία του κάθε παιδιού.
Το ίδιο παράδειγμα μπορεί να έχει εφαρμογή τόσο στην πρωτοβάθμια, όσο και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και σε κάθε είδους θέματα. Οι δυσκολίες βέβαια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ίσως να είναι μεγαλύτερες όταν οι μεθοδεύσεις και πρακτικές αυτές δεν έχουν εξοικειώσει με το πνεύμα αυτό τα παιδιά από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά νομίζω ότι ο επιδέξιος εκπαιδευτικός μπορεί να τις ξεπεράσει με κατάλληλους παιδαγωγικούς χειρισμούς.
Οπωσδήποτε, η αισθητική παιδεία είναι αναγκαίο πνευματικό εφόδιο για ολόκληρη τη ζωή των παιδιών και δεν μπορεί να υποκατασταθεί από κανένα άλλο είδος γνώσης ή επίτευξης στον κοινωνικό χώρο (χρήμα, δόξα, κλπ.). Επιδίωξη συνεπώς του εκπαιδευτικού δεν είναι η ανακάλυψη «ταλέντων», αλλά η καλλιέργεια των ενδιάθετων δυνάμεων κάθε παιδιού, η εξαφάνιση των αναστολών που το εμποδίζουν να εκφραστεί, και η εδραίωση της πεποίθησής του ότι φέρει μέσα του -φύσει και δυνάμει- έναν καλλιτέχνη.

Θεματολογικός χώρος: Έμμεση παρατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος.
Από την ΣΤ΄ Δημοτικού και πάνω. Πολύπτυχα.
Η παρατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος, προκειμένου ν’ αποδοθεί εικαστικά, πρέπει πάντα να γίνεται με έμμεσο τρόπο. Έτσι, αν τα παιδιά έχουν εργαστεί, με τις μεθόδους που αναλύουμε στην παρούσα εργασία, από το Νηπιαγωγείο και το Δημοτικό, εφαρμόζουμε την έμμεση παρατήρηση από την ΣΤ΄ Δημοτικού, ειδάλλως την μεταθέτουμε για την Β΄ Γυμνασίου. Η εισαγωγή του εξωτερικού περιβάλλοντος στον εικαστικό χώρο μεθοδεύεται μ’ ένα τυπικό σχέδιο. Περιγράφουμε στα παιδιά ένα λιτό τοπίο που αποτελείται από μια λουρίδα γης με τρία δέντρα, ένα κομμάτι θάλασσα , ένα νησάκι στο πέλαγος και ένα-δύο σύννεφα στο φόντο του ουρανού. Εξηγούμε στα παιδιά ότι το τμήμα της γης δεν πρέπει να’ ναι ομοιόμορφο (όπως η αμμουδιά για παράδειγμα), αλλά να έχει διάφορες λεπτομέρειες -εξογκώματα, πέτρες, σκιές- , όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά απλώς γιατί στην προκείμενη περίπτωση επιδιώκουμε κάποια πολυμορφία. Τους λέμε ότι τα δέντρα μπορούν να είναι διαφορετικά μεταξύ τους, προσφέροντάς τους έτσι την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν άλλο χρώμα και σχήμα (ελιά, κυπαρίσσι, πλάτανος, πεύκο κ.λ.π.), και ότι η θάλασσα θα έχει ανοιχτότερα χρώματα στο βάθος (έστω με οριζόντιες λουρίδες) και σκουρότερα προς τα εμπρός, ώστε να δημιουργείται μια σκηνική αίσθηση βάθους.
Το τοπίο αυτό συγκεντρώνει πολλά τυπικά στοιχεία που μπορούν να συναντήσουν τα παιδιά στις ελληνικές παραλίες και μπορούμε να το επαναλάβουμε με διάφορες παραλλαγές, μεταθέτοντάς το π.χ. στο θεματικό χώρο του παράλογου (όπου θα πετύχουμε σουρεαλιστικό αποτέλεσμα, προσωποποίησης, κ.λ.π.) ή στη γεωμετρική τέχνη αργότερα. Το τοπίο -που θα γίνει με θερμά χρώματα ή με ψυχρά: ένα ηλιοβασίλεμα, στην πρώτη περίπτωση, όπου τα πάντα παίρνουν τις αποχρώσεις του κόκκινου (με μενεξεδιές και κίτρινες ανταύγειες), ή μια καλοκαιριάτικη μπόρα με μπλε και γκρίζα επίπεδα, θα ολοκληρωθεί επιτυχώς.
Το ίδιο θέμα το χρησιμοποιούμε στο Λύκειο σε γεωμετρική απόδοση -με χρώματα ή ασπρόμαυρο- και σκοπός μας είναι να παρακινήσουμε τον μαθητή να παρατηρεί, όποτε του τύχει, τα στοιχεία που συγκεντρώνει ένα τοπίο. Και στην περίπτωση αυτή, το υπόδειγμα (αν χρειαστεί να υπάρξει) είναι λιτό και τυπικό όπως στο παραπάνω σχέδιο. Στο θέμα του χρώματος, τα παιδιά έχουν προετοιμαστεί κατά κάποιον τρόπο από τις μικρότερες τάξεις του Δημοτικού και ξέρουν ότι τα βουνά π.χ. δεν είναι καφέ ή η θάλασσα τυπικά γαλάζια, όπως τους τα δείχνει ο γεωγραφικός χάρτης συμβατικά, αλλά ότι ο χρωματισμός των αντικειμένων είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων: του φωτός (πρώτα απ’ όλα), της απόστασης, των καιρικών συνθηκών, κ.λ.π. Στη ζωγραφική, ανάλογα με το τι θέλει να εκφράσει ο καλλιτέχνης, η χρωματικά ρεαλιστική απόδοση των αντικειμένων δεν έχει συνήθως αποφασιστική σημασία (εφόσον δεν φωτογραφίζουμε, αλλά ζωγραφίζουμε) και μπορεί να υποστεί όσες παραλλαγές θέλουμε, ακόμα και να έρθει σε κατάφωρη αντίθεση με την πραγματικότητα. Για να καταλάβει κανείς τον εμπρεσιονισμό, θα πρέπει να θυμάται πάντα ότι βασική επιδίωξη του εμπρεσιονιστή καλλιτέχνη ήταν ν’ αποδώσει τα πράγματα σε μια συγκεκριμένη στιγμή της μέρας (ή της νύχτας) όπως αυτά φαίνονταν κάτω απ’ το φως εκείνης ακριβώς της στιγμής (στην πραγματικότητα ο εμπρεσιονισμός δεν ήταν παρά μια μελέτη του φωτός). Αυτό σημαίνει ότι το χρώμα δεν είναι στατικό στοιχείο και ότι υπόκειται σε παραλλαγές και διαβαθμίσεις (στην ποικιλία των αποχρώσεων που υπάρχουν στη φύση) σύμφωνα πάντα με το τι θέλει να εκφράσει ο καλλιτέχνης (ας θυμηθούμε το χρώμα στους «Πατατοφάγους» του Βαν Γκογκ ή το «Γεύμα δίπλα στο ποτάμι» του Μανέ).
Θα παρατηρήσει πιθανόν κάποιος ότι μ’ αυτό τον τρόπο απομακρυνόμαστε από την πραγματικότητα. Για ποια πραγματικότητα όμως μιλάμε; Αν πρόκειται για την πραγματικότητα της φωτογραφικής ή νατουραλιστικής απεικόνισης, τότε θα συμφωνήσουμε, διότι πιστεύουμε ότι η ζωγραφική είναι κάτι διαφορετικό από τη φωτογραφία ή τον στείρο ακαδημαϊσμό. Χωρίς να αποκλείουμε καμμιά τεχνοτροπία (ο Νταλί, παράλληλα με τα «ρευστά ρολόγια» του, έχει και υπέροχους νατουραλιστικούς πίνακες), σκοπός μας εδώ είναι να παραμερίσουμε τις αναστολές ή να προλάβουμε τον αποπροσανατολισμό των παιδιών από τη συμβατική αντίληψη που κυριαρχεί για τη ζωγραφική, εξαιτίας των κακότεχνων, ρεαλιστικών δήθεν, έργων που κατακλύζουν τις διάφορες γκαλερί, από όπου προμηθεύονται τα έργα που στολίζουν τα σαλόνια τους πολλοί άνθρωποι. Θέλουμε να βοηθήσουμε τα παιδιά ν’ απαλλαγούν από παρόμοια εικαστικά «αρχέτυπα» και να μάθουν ν’ αντιμετωπίζουν χρωματικά το κάθε έργο με βάση τις ψυχολογικές τους ανάγκες για έκφραση, προσεγγίζοντάς τες. Η θάλασσα μπορεί να είναι μπλε, σμαραγδένια, ανοιχτογάλαζη, σταχτιά, ασημένια, αλλά μπορεί να είναι και κόκκινη, πορτοκαλιά, κίτρινη ή ό,τι άλλο θέλουμε. Το δίδαγμα των μεγάλων κινημάτων της ζωγραφικής είναι ότι μας απελευθερώνουν από την δουλική μίμηση της πραγματικότητας και δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι εμφανίστηκαν μετά την ανακάλυψη της φωτογραφίας.

Θεματολογικός χώρος: Διερεύνηση στοιχείων της φύσης & στυλιζάρισμα.
Από την Δ΄ Δημοτικού και εξής. Πολύπτυχα.
Η διερεύνηση των στοιχείων της φύσης γίνεται σε πολλούς θεματολογικούς χώρους, αλλά το στυλιζάρισμά τους είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο και συγγενεύει κάπως με την τεχνική της μονοκοντυλιάς και των ιερογλυφικών: καταλήγει δηλαδή σε μια συμπυκνωμένη γραφή. Το στυλιζάρισμα, ξεκινώντας από το σχήμα και την κίνηση του εικαστικού αντικειμένου, μπορεί να επεκταθεί μέχρι την έκφρασή του, δημιουργώντας έτσι το αρχέτυπό του.
Η ζωγραφική και το σχέδιο μας δίνουν μια λεπτομερειακή αντίληψη των πραγμάτων (έμψυχων και άψυχων) που μας περιβάλλουν. Το στυλιζάρισμα αποτελεί προσπάθεια κωδικοποίησης της εικόνας τους, που τα στερεί μεν από τα ειδικά εκείνα χαρακτηριστικά που τα εξατομικεύουν, προσδίδοντάς τους, από την άλλη, τα βασικά στοιχεία που τα απολυτοποιούν και τα γενικεύουν. Η απλοποίηση είναι το κυριότερο εκφραστικό μέσο για το στυλιζάρισμα και ανταποκρίνεται στην έμφυτη εικαστική αντίληψη του πρωτόγονου και του παιδιού. Ολοκληρωμένη μορφή στυλιζαρίσματος συναντούμε σε όλους σχεδόν τους αρχαίους πολιτισμούς. Πασίγνωστες είναι οι στυλιζαρισμένες παραστάσεις των αιγυπτιακών τάφων, των ελληνικών αγγείων (ιδίως των μελανόμορφων), των κυκλαδικών ειδωλίων, της γλυπτικής των Ατζέκων, κ.λ.π., όπου το στυλιζάρισμα αποκτά μια καταπληκτική σαφήνεια και απλότητα, συνοψίζοντας το ουσιώδες με απαράμιλλη ένταση και εκφραστικότητα.
Στους ανατολικούς πολιτισμούς, όπως λ.χ. στον κινεζικό, το στυλιζάρισμα οδηγείται σιγά-σιγά σε μια καταπληκτική τελειότητα μέσω της δεξιοτεχνίας. Τα πάντα στην κινεζική ζωγραφική (και όχι μόνο σ’ αυτή) υπακούουν στη λογική του στυλιζαρίσματος ενσωματώνοντας ακόμα και τα ιμπρεσσιονιστικά ή άλλα φευγαλέα στοιχεία της πραγματικότητας, εμπλουτισμένα φυσικά από την προσωπική σφραγίδα κάθε αξιόλογου δημιουργού. Ανάλογη αντίληψη έχουμε και σ’ ένα μεγάλο μέρος της βυζαντινής τέχνης, σε αντίθεση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό όπου το στυλιζάρισμα ήταν πιο διακριτικό και προσωπικό.
Τα παιδιά είναι από την ίδια τη φύση τους επιδεκτικά στο να ερευνήσουν και ν’ αναπτύξουν έναν τέτοιο κώδικα που τα βοηθά να συλλάβουν τις πρωταρχικές μορφές των πραγμάτων σε συνδυασμό με τις ικανότητες που διαθέτουν σ’ αυτό το στάδιο της ζωής τους –έναν κώδικα που, διαμέσου της συλλογικότητας, τους δίνει την δυνατότητα να συλλάβουν και να κατανοήσουν τη σημασία της λαϊκής τέχνης και της συμβολής που είχε αυτή στην ανάπτυξη όλων των μεγάλων πολιτισμών.
Από τα θέματα για στυλιζάρισμα που θ’ ακολουθήσουν, καλό είναι, ώσπου να κατανοηθεί η μέθοδος, ορισμένα από αυτά να σχεδιάζονται δύο ή τρεις φορές. Σ’ αυτό το στάδιο η ενημέρωση από μέρους του δασκάλου μπορεί να διευκολύνει την άσκηση.

1) Θάλασσα με κύματα και λίγος ουρανός.
2) Οργωμένο κομμάτι γης και ουρανός.
3) Ανοιξιάτικο λιβάδι.
4) Χωράφι με ξερά χόρτα.
5) Κομμάτι πάρκου.
6) Σύννεφα βροχής.
7) Συννεφάκια σε ξάστερο ουρανό.
8) Έναστρος ουρανός.
9) Κομμάτι βραχώδους γης.
10) Δέντρο με φύλλα.
11) Δέντρο με γυμνά κλαδιά.
12) Κομμάτι γης με στάχυα.
13) Κλήμα με σταφύλια.
14) Δέντρα με φρούτα.
15) Ελιά γεμάτη καρπό.
16) Κυπαρίσσια.
17) Φλόγες φωτιάς.
18) Βροχερό τοπίο με αστραπές.
19) Κύματα που σπάνε στα βράχια.
20) Καπνός που ανεβαίνει στον ουρανό.
Τα θέματα είναι ανεξάντλητα και μπορούν να μεθοδεύονται προοδευτικά, αποκτώντας πιο σύνθετο περιεχόμενο, ανάλογα με την εξέλιξη των παιδιών.

Συμπερασματικό σχόλιο
Οι θεματολογικοί χώροι που αναπτύξαμε -συνοπτικά εξ ανάγκης- είναι χώροι εικαστικής διερεύνησης και σπουδής από μέρους των παιδιών, αλλά και των ενηλίκων. Και για μεν τα παιδιά, οι εκπαιδευτικοί θα τα βοηθήσουν να μεθοδεύσουν όσο γίνεται καλύτερα τους χώρους όπου καλούνται να δουλέψουν, αξιοποιώντας τις ενδιάθετες ικανότητές τους. Οι ενήλικες όμως, αφού πρώτα ενημερωθούν επαρκώς και επιλέξουν τους χώρους που τους ενδιαφέρουν περισσότερο προσωπικά, καλό είναι, πριν αφοσιωθούν σ’ αυτούς, να εργαστούν σε δύο τρία θέματα από κάθε θεματολογική περιοχή για ν’ αποκτήσουν πρακτική εμπειρία και ν’ αναπτύξουν την τεχνική τους. Οι φοιτητές και οι σπουδαστές των παιδαγωγικών σχολών, πρέπει να έχουν τόσο θεωρητικές όσο και εμπειρικές γνώσεις από κάθε θεματολογική περιοχή και από κάθε τεχνική μεθόδευση. Οι συνάδελφοι εκπαιδευτικοί που αποδέχονται τις μεθοδεύσεις και πρακτικές αυτές έχουν κάθε δυνατότητα να επιζητήσουν και ν’ αναπτύξουν την μεταξύ τους συνεργασία.

Σχετικά με το παιδικό σχέδιο και τα στοιχεία που επιζούν από αυτό σε κάθε πολιτισμό, το θέμα της επίδρασης της παιδικής ζωγραφικής στη σύγχρονη τέχνη είναι πάντα επίκαιρο και εξαιρετικά ενδιαφέρον. Εξάλλου, ακόμη και ο χώρος του «τετριμμένου» και της Νεκρής Φύσης (βάζουμε εισαγωγικά στον όρο τετριμμένο γιατί στην τέχνη δεν υπάρχει τίποτε, όσο ασήμαντο κι αν είναι, που να μην επιδέχεται καλλιτεχνική αναπαράσταση) προσφέρεται ως ερέθισμα για την παιδική καλλιτεχνική φαντασία και για του λόγου το αληθές ας θυμηθούμε την «παλιά Καρέκλα» του Βαν Γκογκ.

Επίλογος
Η εγκυρότητα μιας μεθόδου, πέρα από την οποιαδήποτε θεωρητική της θεμελίωση, κρίνεται κυρίως από την δυνατότητα της εφαρμογής της και από τα αποτελέσματα αυτής της εφαρμογής. Αν οι προϋποθέσεις που απαιτεί μια ανθρώπινη δραστηριότητα -οι γνώσεις, τα υλικά μέσα, ο χρόνος σπουδών, κλπ.- είναι πολλές και δύσκολες, τότε αναγκαστικά ο αριθμός εκείνων που θ’ ασχοληθούν με το αντικείμενό της είναι μικρός και περιορισμένος. Αυτό συμβαίνει με τις διάφορες επιστήμες -ιατρική, νομική, φυσική, οικονομία, κλπ.-, αλλά και με ορισμένους καλλιτέχνες που ασχολούνται επαγγελματικά με το έργο τους. Αν, αντίθετα, οι προϋποθέσεις αυτές είναι ελάχιστες και δεν δημιουργούν δυσκολίες στη γενικότερη ανάπτυξη ή τον επαγγελματικό προσανατολισμό των ανθρώπων, τότε ο αριθμός αυτός θα μπορούσε να είναι πολύ μεγάλος και ν’ αγκαλιάζει όλα τα στρώματα ενός λαού. Μιλάμε φυσικά για την καλλιτεχνική δραστηριότητα στις διάφορες μορφές της και ιδιαίτερα για την περιοχή εκείνη των τεχνών που ονομάζονται εικαστικές.
Πράγματι, οι δυσκολίες εδώ, σε σύγκριση με τον χώρο των επιστημών, είναι ελάχιστες, γιατί η ενασχόληση με τις εικαστικές τέχνες δεν απαιτεί σωρεία ειδικών γνώσεων και εδράζεται βασικά στην έμφυτη προδιάθεση (ή κλίση) του ανθρώπου για δημιουργική έκφραση. Ότι τα πράγματα είναι ακριβώς έτσι αποδεικνύεται από τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα των πρωτόγονων λαών ή -στην εποχή μας- των λαϊκών καλλιτεχνών. Ποιες γνώσεις διέθεταν οι πρωτόγονοι καλλιτέχνες των σπηλαίων της Αλταμίρα ή οι λαϊκοί ζωγράφοι του αναστήματος του Θεόφιλου ή του γάλλου τελωνοφύλακα Ρουσσώ- για ν’ αναφέρουμε δύο μόνο χαρακτηριστικά παραδείγματα; Και το ερώτημα έρχεται μόνο του: Γιατί οι άνθρωποι δεν ασχολούνται με τις εικαστικές τέχνες σήμερα ή -για να είμαστε ακριβέστεροι- γιατί ο αριθμός εκείνων που ασχολούνται, αποδίδοντας αυθεντικά -επαγγελματικά και ερασιτεχνικά- είναι τόσο μικρός σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό κάθε χώρας, αφού η δυνατότητα εικαστικής έκφρασης είναι αναμφισβήτητα έμφυτη στον καθένα;
Η εμπεριστατωμένη απάντηση στο ερώτημα αυτό θα απαιτούσε πάρα πολύ χώρο. Θα περιοριστούμε συνεπώς σε δυο μόνο αιτίες: η πρώτη αφορά το γενικό αντιπνευματικό και αντικαλλιτεχνικό κλίμα μέσα στο οποίο περνούν τη ζωή τους οι άνθρωποι, συμπιεζόμενοι κάτω από τις οικονομικές συνθήκες που εξασφαλίζουν την επιβίωσή τους -συνθήκες που κάθε άλλο παρά ευνοούν μια οποιαδήποτε καλλιτεχνική καλλιέργεια- και η δεύτερη ξεκινάει από μια πλατειά διαδεδομένη παρεξήγηση που εξακολουθεί να καλλιεργείται ακόμα, που είναι συνέπεια του καταμερισμού της εργασίας και της εξειδίκευσης, και που θεωρεί την ενασχόληση με τις εικαστικές τέχνες ως προνόμιο μονάχα των προικισμένων ή των «ταλέντων», προϋποθέτοντας χρόνια ειδικών σπουδών στις σχολές Καλών Τεχνών αν όχι και οικονομική ανεξαρτησία, αφού, σύμφωνα με την επίσης διαδεδομένη “δοξασία”, τα καθαρά καλλιτεχνικά επαγγέλματα δεν είναι κατά κανόνα οικονομικά προσοδοφόρα.
Χωρίς ν’ αρνιέται κανείς την έννοια του ταλέντου ή της μεγαλοφυΐας σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας (επιστήμης, τέχνης, πολιτικής, ακόμα και του εμπορίου), εκείνο που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ο εξοστρακισμός μιας ενδιάθετης ανθρώπινης δυνατότητας από τη μεγάλη πλειοψηφία μιας ανθρώπινης κοινότητας, διαμέσου ιδεολογικών και κοινωνικών μηχανισμών ή προκαταλήψεων: της δυνατότητας του ατόμου να εκφράζεται καλλιτεχνικά ολοκληρώνοντας έτσι το νόημα της ύπαρξής του. Εκείνο που πιστεύουμε εμείς είναι ότι δε χρειάζεται να είναι κανείς ταλέντο ή μεγαλοφυΐα για να μπορέσει να εκφραστεί καλλιτεχνικά σε ορισμένες στιγμές της ζωής του ή κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου του (που συνήθως δεν ξέρει πώς να τον διαθέσει ή αναγκάζεται να βρίσκει συχνά ψυχοφθόρες διεξόδους), και ότι αρκεί να πάψει να πιστεύει στην παρεξήγηση που αναφέραμε για να μπορέσει να ξαναβρεί και ν’ ανασύρει από μέσα του τη δυνατότητά του για καλλιτεχνική δημιουργία που έχει καταχωνιαστεί -αλλά δεν παύει να υπάρχει- κάτω απ’ το σωρό των χρησιμοθηρικών ασχολιών της ζωής του. Το γεγονός αυτό συμβαίνει συχνά σε ενήλικα άτομα που για τον άλφα ή βήτα λόγο (σύνταξης, αναπηρίας, κλπ.) έπαψαν να ασκούν το επάγγελμά τους και βρίσκονται αντιμέτωποι με την απραξία και το χρόνο. Έτσι εξηγείται η ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού ερασιτεχνών καλλιτεχνών (αυτούς που λέμε «λαϊκούς» ή «ασπούδαχτους»), μερικοί από τους οποίους είναι πολύ αξιόλογοι και πληθαίνουν τα τελευταία χρόνια. Μερικοί απ’ αυτούς τους καλλιτέχνες, ιδίως οι πιο ανενημέρωτοι (το υπογραμμίζουμε αυτό), επιδείχνουν συνήθως μια αυθεντική πρωτοτυπία και εφευρετικότητα στη χρήση των υλικών και στο πλάσιμο της φόρμας που μας αφήνει κατάπληκτους, ενώ πολλοί άλλοι -οι περισσότεροι και υποτίθεται οι πιο υποψιασμένοι- πέφτουν θύματα των κυρίαρχων εικαστικών προτύπων (των «ρεαλιστικών»), παράγοντας αφειδώς χαλκομανίες για τις συνοικιακές (αλλά και κεντρικές) γκαλερί.
Πέρα λοιπόν από την βασική παρεξήγηση για την οποία μιλήσαμε και την οποία θεωρούμε τροχοπέδη για την εικαστική ενασχόληση των ανθρώπων, πρέπει ν’ απαλλαγούμε επίσης και από την εσφαλμένη αντίληψη για το πώς πρέπει να ζωγραφίζουμε. Κι εδώ νομίζω πως μπαίνει το θέμα των μεθοδεύσεων που προτείνω και οι οποίες απευθύνονται κυρίως στα παιδιά.
Όταν μιλάμε για μεθοδεύσεις δεν εννοούμε έναν οποιοδήποτε κώδικα καμωμένο IN ABSTRACTO και ξεκινώντας από ορισμένα αισθητικά πρότυπα, αλλά για ένα σύστημα που προσπαθεί να αναπτύξει και να αξιοποιήσει, βάσει των πιο σύγχρονων επιστημονικών δεδομένων της παιδικής ψυχολογίας, τις έμφυτες εικαστικές δυνατότητες κάθε ατόμου. Με άλλα λόγια, οι μεθοδεύσεις που προτείνουμε και οι οποίες έχουν δοκιμαστεί ήδη αρκετά από την εμπειρία, δεν αποτελούν ένα είδος «τυφλοσούρτη» προς χρήση των άσχετων, αλλά μια οδηγητική αρχή που για να αποδώσει χρειάζεται την ενεργητική συμμετοχή, τις γνώσεις και τη φαντασία του εκπαιδευτικού.
Δε χρειάζεται νομίζω να επιμείνει κανείς ιδιαίτερα ν’ αποδείξει τι σημασία μπορεί να έχει για την πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας μας η συστηματική και σε όσο γίνεται ευρύτερη κλίμακα εφαρμογή μιας μεθόδου που ανταποκρίνεται ακριβώς στις δυνατότητες του παιδιού και στοχεύει στην αβίαστη και προοδευτική ανάπτυξη της εικαστικής του αίσθησης και στις ανάγκες του για δημιουργική έκφραση. Σαν εκπαιδευτικοί είμαστε επίσης σε θέση να γνωρίζουμε τον καθοριστικό ρόλο της εκάστοτε γνωστικής μεθόδου για την πνευματική ανάπτυξη των παιδιών, καθώς και το ρόλο που έπαιξαν πάνω σ’ αυτό οι σύγχρονες θεωρίες για την ψυχολογία του παιδιού και τη σωστή μεθόδευση στη διαδικασία της μάθησης. Ήδη τα σχολικά προγράμματα βασίζονται πάνω σ’ αυτές και έχουν εγκαταλειφθεί οι ξεπερασμένες μέθοδοι του παρελθόντος. Και αφού αυτό συμβαίνει στο χώρο της μάθησης (στη διαδικασία για την εκμάθηση της γλώσσας, για παράδειγμα), δεν πρέπει να επιμένουμε σε παρωχημένες και ατελέσφορες μεθοδεύσεις στο χώρο της εικαστικής παιδείας.
Οι μεθοδεύσεις που προτείνουμε έχουν το πλεονέκτημα να μην παραβιάζουν τη φυσική διαδικασία για την εικαστική ανάπτυξη του παιδιού, αλλά αντίθετα προσπαθούν να την υπηρετήσουν, ακολουθώντας βήμα προς βήμα τα στάδια της εξέλιξής του. Και απ’ αυτή την άποψη, νομίζουμε ότι αξίζουν τον κόπο να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των Εκπαιδευτικών.

Τα εικαστικά στάδια του παιδιού είναι τα ακόλουθα:
α) Η κατάκτηση του χώρου (από 1 ½ μέχρι 2 ½ ετών).
β) Η ανακάλυψη του ρεαλισμού (από 2 ½ και πάνω).
γ) Ο καθορισμός του χώρου (από 5 ετών περίπου).
δ) Το γέμισμα του χώρου (από 8 ετών περίπου).
ε) Το γεωμετρικό σχέδιο ή το στυλιζάρισμα (ώριμο από το 15ο έτος).

Η οργάνωση του μαθήματος της Αισθητικής Αγωγής
Κατά την οργάνωση του μαθήματος της αισθητικής αγωγής μας απασχολεί η συγκέντρωση και ταξινόμηση των αναγκαίων γνώσεων, που τείνουν προς κάποιους σκοπούς ή -προτιμότερα- στόχους, ώστε ο κάθε εκπαιδευτικός που ασχολείται με την παιδεία αυτή -ο νηπιαγωγός, ο δάσκαλος, ο καθηγητής καλλιτεχνικών μαθημάτων ή και άλλης ειδικότητας- να μπορεί να εργαστεί μεθοδικά και γόνιμα.
Επιδιωκόμενοι Στόχοι
Α. Παιδαγωγική ανάπτυξη (γιατί απευθυνόμαστε στα παιδιά και στους νέους και συνεπώς απαιτούνται γόνιμοι και αβλαβείς μέθοδοι επικοινωνίας μαζί τους).
Β. Πολιτιστική ανάπτυξη (γιατί σκοπός μας είναι η σύνδεση του παιδιού με την τέχνη).
Γ. Κοινωνική προσαρμογή (γιατί προετοιμάζουμε τον αυριανό πολίτη που θα συμμετέχει ισότιμα και υπεύθυνα στην κοινωνική ζωή).
Ας δούμε αυτούς τους στόχους αναλυτικότερα.
1ος. Η υιοθέτηση αντιαυταρχικής, παιδοκεντρικής παιδαγωγικής, δεν συνεπάγεται σε καμιά περίπτωση απουσία κανόνων σχολικής συμπεριφοράς και συνεπώς δε θα πρέπει να συγχέεται με την αναρχία -μια σύγχυση που σπάνια, βέβαια, γίνεται από μέρους του δασκάλου. Εκείνο που διαφοροποιεί την αντιαυταρχική παιδαγωγική από την δασκαλοκεντρική είναι το βασικό γεγονός ότι οι κανόνες δεν λειτουργούν μονοδρομικά -δηλαδή σαν προσταγές ή υποχρεώσεις προς και για τους μαθητές μόνο -αλλά παλινδρομικά, εγκαθιδρύοντας έτσι μια σιωπηρή συμφωνία ανάμεσα στα δύο μέρη, όσον αφορά το ρόλο του καθενός στον εκπαιδευτικό χώρο, η βάση της οποίας εδράζεται στην κατάργηση των σχέσεων εξουσίας που καλλιεργούσε η παλιά παιδαγωγική και στο σεβασμό της αυτονομίας και της προσωπικότητας εκπαιδευτών και εκπαιδευομένων.

Ο αυταρχισμός, ακόμη κι αν δεν ήταν αποτυχημένος σαν εκπαιδευτική μέθοδος, δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να γίνει αποδεκτός στη σφαίρα της τέχνης, όπου τον καθοριστικό ρόλο στη δημιουργική δραστηριότητα του καλλιτέχνη τον έχει η ελευθερία επιλογής της έκφρασής του. Κανένας δεν μπορεί ν’ αναγκάσει το άτομο να συγκινηθεί -από χαρά, λύπη, ομορφιά, κλπ.- και συνεπώς να δημιουργήσει.

2ος. Να διατηρηθούν και να ενισχυθούν οι γέφυρες για μια δια βίου επαφή με τις εικαστικές τέχνες και την αισθητική αγωγή. Είναι φανερό ότι ο στόχος αυτός προϋποθέτει τον προηγούμενο, γιατί αυτός μπορεί να καλλιεργήσει το ενδιαφέρον και την αγάπη για την αισθητική και την τέχνη. Κατά συνέπεια, κάθε πίεση διαμέσου της βαθμολογίας ή οποιασδήποτε άλλης μεθόδου, δημιουργεί υποσυνείδητη αποστροφή που συχνά ακολουθεί το άτομο σ’ όλη του τη ζωή. (Ας μην ξεχνάμε τι γινόταν με τη σχολαστική διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών ή των νεοελληνικών -της λογοτεχνίας- στα παλιά Γυμνάσια).

3ος. Η μελέτη και η γνώση του περιβάλλοντός μας, ιδιαίτερα του πολιτιστικού στην προκειμένη περίπτωση, είναι αναγκαία προϋπόθεση στην εκπαιδευτική μας δραστηριότητα. Αν δεν είμαστε επαρκείς σ’ αυτόν τον τομέα, κινδυνεύουμε να βρεθούμε εκτός τόπου και χρόνου, οσοδήποτε αξιόλογη κι αν είναι η καλλιτεχνική μας κατάρτιση. Σαν πολιτιστικό μας περιβάλλον πρέπει να εννοούμε την αντίληψη που έχει διαμορφωθεί στο λαό μας για την τέχνη, καθώς και τη χρησιμότητα που αποδίδει στη γνώση της τέχνης και της αισθητικής. Σ’ αυτό θα πρέπει επίσης να συμπεριλάβουμε τα υλικοτεχνικά μέσα που διαθέτουμε και να δούμε ποια είναι η σχετική κατάρτιση των εκπαιδευτικών γενικά και η δική μας ειδικότερα. Ποια ήταν η πολιτιστική κληρονομιά του λαού μας και τι έχει απομείνει απ’ αυτήν, μας είναι λίγο-πολύ γνωστό. Γνωστό μας είναι επίσης ότι οι σημερινές συγκυρίες δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές. Εκείνο που έχει σημασία ωστόσο είναι να μπορέσουμε, γνωρίζοντας την πραγματικότητα και με τα ελάχιστα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας, να υπερκεράσουμε τις οποιεσδήποτε δυσκολίες και να συμβάλλουμε στην αναβάθμιση του πολιτιστικού μας περιβάλλοντος.

4ος. Η διάπλαση ατόμων με ενδιαφέρον και αγάπη για το συνάνθρωπό τους είναι στόχος που εδράζεται στα δημοκρατικά ιδεώδη μιας Πολιτείας και αποβλέπει στην προετοιμασία του αυριανού πολίτη που είναι σε θέση να ενταχθεί ελεύθερα στο κοινωνικό σώμα και να συνεργαστεί με τους άλλους. Αν δεν επιτευχθεί αυτός ο στόχος, το κοινωνικό κόστος είναι διπλό: και για την Πολιτεία και για το άτομο.

5ος. Σεβόμαστε τη φύση του παιδιού, όταν αναγνωρίζουμε ένα απ’ τα κυριότερα χαρακτηριστικά της, που διακρίνει άλλωστε όλα τα ζώα και ιδιαίτερα τα ανώτερα θηλαστικά στα οποία ανήκει το είδος μας, και το οποίο δεν περιορίζεται μόνο στην παιδική ηλικία αλλά συνοδεύει τον άνθρωπο, με διάφορες μορφές, σ’ όλη του τη ζωή: το παιχνίδι. Το κατεξοχήν ανθρώπινο αυτό χαρακτηριστικό, η παλιά παιδαγωγική αντίληψη προσπαθούσε να το περιορίσει, φτάνοντας κάποτε μέχρι το σημείο να το καταργεί κυριολεκτικά, με ολέθρια, όπως ήταν φυσικό, αποτελέσματα. Η σύγχρονη παιδαγωγική όσον αφορά τη διάπλαση του χαρακτήρα, προσπαθεί να το ενσωματώσει όσο γίνεται περισσότερο μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η ρήση «Το παιδί μαθαίνει παίζοντας», δεν αποτελεί πλέον λεκτικό παράδοξο, αλλά βαθύτατη αλήθεια που ανταποκρίνεται γενικά στην ανθρώπινη φύση, όπως απέδειξε η σύγχρονη επιστήμη.

Παιχνίδια υπάρχουν πολλά και διαβαθμίζονται ανάλογα με την ηλικία του παιδιού: παιχνίδια κινητικά, που λειτουργούν εκτονωτικά -στις πολύ μικρές ηλικίες- ,αλλά και παιχνίδια στατικά που οξύνουν την περιέργεια, καλλιεργούν τη φαντασία και διευρύνουν την πνευματική ανάπτυξη του παιδιού (τεχνικές κατασκευές, παζλς, σκάκι, κλπ). Από κανένα ωστόσο δε λείπει εντελώς το δημιουργικό στοιχείο.

Τα εικαστικά παιχνίδια είναι κατεξοχήν δημιουργικά παιχνίδια, γιατί ξεκινούν από το καλλιτεχνικό ένστικτο του ανθρώπου που περικλείει όλη τη γκάμα των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Η τεχνολογική ανάπτυξη υπόσχεται πολλά σ’ αυτόν τον τομέα, αρκεί να ενσωματωθούν σωστά στην εκπαιδευτική διαδικασία και πρακτική.

6ος. Ο σεβασμός της προσωπικότητας του παιδιού είναι απαραίτητη προϋπόθεση τόσο για την ομαλή του ανάπτυξη, όσο και για την αποτελεσματικότητα της εκπαιδευτικής πρακτικής και αποτελεί συνάρτηση των αναγκών του -κυρίως της ανάγκης του για αυτοεπιβεβαίωση και αυτοεκτίμηση. Αυτονόητη είναι εδώ η σημασία του περιβάλλοντος (οικογένεια, σχολείο, κοινωνικές συναναστροφές) για την αποφυγή συμπλεγμάτων μειονεκτικότητας και άλλων αρνητικών παραγόντων.

7ος. Η κοινωνικοποίηση του παιδιού και ο εμπράγματος εκδημοκρατισμός του επιτυγχάνεται κατά κύριο λόγο μέσα από τη συμμετοχή. Η έννοια του «ανήκειν» αποτελεί βασική προϋπόθεση κοινωνικής συμμετοχής, χωρίς την οποία είναι αδύνατο να υπάρξουν και να λειτουργήσουν οι ενότητες «ομάδα», «τάξη», «έθνος». Η έννοια «πολίτης του κόσμου» είναι η ανώτερη βαθμίδα αυτής της κλίμακας. Στη δική μας περίπτωση, με τα οργανωμένα ομαδικά παιχνίδια, με ποικιλία συμμετοχής, κινητικότητας και αυτοσυγκέντρωσης που εφαρμόζουμε, η ένταξη στο κοινωνικό σώμα εξασφαλίζεται ομαλά. Για να ολοκληρωθεί ωστόσο η κοινωνικοποίηση του παιδιού, πρέπει να υπάρξει και το άνοιγμα του σχολείου στο κοινωνικό περιβάλλον, πράγμα που επιτυγχάνεται με τις διάφορες σχολικές εκδηλώσεις: καλλιτεχνικές εκθέσεις, καλλιτεχνικά ημερολόγια με έργα παιδιών, βιβλία γραμμένα και διακοσμημένα από τα ίδια, διαμόρφωση χώρων, θεατρικές παραστάσεις, κλπ.

8ος. Η παροχή επαρκών πληροφοριών συνδέεται αυτονόητα με την ενημέρωση του ίδιου του εκπαιδευτικού τόσο στο γενικότερο εκπαιδευτικό επίπεδο, όσο και σε θέματα της εικαστικής παιδείας.

9ος. Η πνευματικά αναβαθμισμένη εκτόνωση αποτελεί τον κυριότερο στόχο της δουλειάς μας. Μέσα από την καλλιτεχνική έκφραση και δημιουργία, ο μαθητής απαλλάσσεται από τις συναισθηματικές εντάσεις, διοχετεύοντας τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς του -ακόμη και τ’ αδιέξοδά του- σ’ ένα χώρο που δεν τον απειλεί, αλλά αντίθετα τον επιβεβαιώνει και τον καθαίρει. Η λυτρωτική διαδικασία της τέχνης δρα ευεργετικά, μεταβάλλοντας τις φοβίες ή την επιθετικότητα σε καλλιτεχνική μορφή.

10ος. Η χειραφέτηση του μαθητή επιτυγχάνεται προοδευτικά με την διακριτική ενθάρρυνση, όπου και όταν υπάρχει τέτοια ανάγκη -ιδίως στην αρχή. Ο στόχος αυτός εξαρτάται από το περιεχόμενο των μεθοδεύσεών μας και από την καλή εφαρμογή των προηγούμενων στόχων. Η ανάγκη ενθάρρυνσης εκλείπει όταν ο μαθητής δεν έχει δισταγμούς για την επιτυχία της δουλειάς του.

11ος. Η σύγχρονη παιδαγωγική δεν θεωρεί, όπως αναφέραμε, την καλή βαθμολογία ή όποιες άλλες διακρίσεις παρέχονταν από το σχολείο, σαν παιδαγωγική αμοιβή. Παιδαγωγική αμοιβή είναι η ικανοποίηση που νιώθει το παιδί όταν ανταποκρίνεται στις ικανότητές του, όταν η εργασία που αναλαμβάνει στο πλαίσιο του μαθήματος, διεκπεραιώνεται με επιτυχία, δίνοντάς του την αίσθηση της ανακάλυψης και της δημιουργίας. Η αυτοπεποίθηση που αποκομίζει απ’ αυτή τη δραστηριότητα το γεμίζει χαρά και κάνει τις άλλες «αμοιβές» να φαντάζουν -και να είναι- απατηλά υποκατάστατα.

12ος. Η παρακίνηση για προβληματισμό προϋποθέτει περιθώρια πρωτοβουλίας από μέρους του μαθητή και σχολικό κλίμα που να τον ευνοεί από μέρους του δασκάλου. Η περιέργεια και η τάση για έρευνα είναι έμφυτες ιδιότητες στο παιδί και δε χρειάζονται παρά μια μικρή ώθηση για να λειτουργήσουν. Με βάση λοιπόν τη μεθόδευση που αναφέραμε στους άλλους στόχους και κυρίως ανάλογα με το περιεχόμενο της εργασίας που θα τους αναθέσουμε, μπορούμε να ξυπνήσουμε τις ενδιάθετες δυνάμεις των μαθητών.

13ος. Η προσαρμογή της συμπεριφοράς μας, με διαρκή αυτοέλεγχο και απόρριψη τυχόν υπαρχόντων αυταρχικών στοιχείων (τα οποία ασφαλώς ελλοχεύουν λίγο-πολύ μέσα σε όλους εμάς που έχουμε υποστεί την παλιά αυταρχική εκπαίδευση) αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης, κατανόησης και αγάπης στο σχολικό χώρο. Είτε το θέλουμε, είτε όχι, αποτελούμε, λόγω ηλικίας και ρόλου, πρότυπο για το παιδί, σύμφωνα δε με τις διαπιστώσεις της σύγχρονης ψυχολογίας, καλός, παραγωγικός εκπαιδευτικός είναι εκείνος που μπορεί να προκαλέσει τα αισθήματα εκτίμησης των μαθητών του. Στο δούναι-λαβείν της γνώσης, η αγάπη και ο θαυμασμός είναι ο κυριότερος συντελεστής.

14ος. Το να μπει η τέχνη λειτουργικά στη ζωή του παιδιού -τη σχολική και την εξωσχολική- αποτελεί ασφαλώς τον απώτερο και πιο φιλόδοξο στόχο μας. Παρά το γεγονός ότι οι γενικότερες κοινωνικές συνθήκες δεν ευνοούν ιδιαίτερα αυτή την επιδίωξη, θέλω να πιστεύω πως αν εργαστούμε σωστά κατά τα κρίσιμα παιδικά χρόνια του μαθητή, πολλά μπορούμε να πετύχουμε.

15ος. Η ανάπτυξη των καλλιτεχνικών δεξιοτήτων και ικανοτήτων του παιδιού επιτυγχάνεται μέσα από το σύνολο των στόχων που αναφέραμε. Μπορούν όμως να υπάρξουν και προσωπικές μεθοδεύσεις των εκπαιδευτικών.

16ος. Η αξιολόγηση του έργου μας, το αν, δηλαδή, και κατά πόσον μπορέσαμε να ενσωματώσουμε στη δουλειά μας τους πιο πάνω στόχους, το πώς λειτούργησαν οι μεθοδεύσεις μας και τι ποσοστό επιτυχίας είχαμε, είναι νομίζω επιβεβλημένη. Έτσι θα μπορέσουμε να συμπληρώσουμε τυχόν ελλείψεις ή να βελτιώσουμε περισσότερο τις μεθόδους μας. Έχω τη γνώμη ότι, αν ο εκπαιδευτικός γνωρίζει καλά τους στόχους του και βιώνει το περιεχόμενό τους, είναι σε θέση να τους εφαρμόσει μ’ επιτυχία.

Τα σεμινάρια, και προπαντός οι δειγματικές διδασκαλίες, είναι σε θέση, κατά τη γνώμη μου, να διαλύσουν προκαταλήψεις με ελιτίστικη αφετηρία, που καλλιεργήθηκε επίμονα στον τόπο μας κατά τη διάρκεια του αιώνα μας και έχει αποδυναμώσει την πολιτιστική λαϊκή μας παράδοση -μια παράδοση χιλιετηρίδων.

Η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική απ’ αυτή που μας είχαν κάνει να πιστεύουμε. Η τέχνη είναι ανθρώπινη δυνατότητα, συνυφασμένη με την ίδια την ύπαρξή μας, και μπορεί ν’ αναβλύζει από μέσα μας όπως αναβλύζει η χαρά, η λύπη, ο έρωτας, η νοσταλγία, ο πόθος της ελευθερίας. Δεν πρόκειται σ’ όλες τις περιπτώσεις για πολύπλοκη διαδικασία και δεν απαιτεί τεράστιο απόθεμα γνώσεων όπως η επιστήμη, γιατί το κύριο χαρακτηριστικό της δεν συνδέεται με τις γνωστές λειτουργίες της νόησης, αλλά με τις ενδιάθετες σε κάθε άνθρωπο δυνάμεις της αίσθησης -της εικαστικής αίσθησης. Ότι η τέχνη λειτουργεί μ’ αυτό τον τρόπο δεν χρειάζεται καμιά επιχειρηματολογία για ν’ αποδειχτεί. Αρκεί να σκεφτούμε τις αριστουργηματικές τοιχογραφίες μέσα σε σπηλιές (της Αλταμίρα κ.λ.π.) που κατασκευάστηκαν πριν από 40.000 χρόνια, σε μια εποχή δηλαδή που ο άνθρωπος δεν διέθετε καμιά άλλη γνώση εκτός από το ένστικτό του.

Η τέχνη λοιπόν είναι ένα αγαθό με το οποίο είναι προικισμένος ο κάθε άνθρωπος δια βίου, και δεν αποτελεί σπάνιο δώρο της Φύσης, αλλά κοινή δυνατότητα για όλους, όπως η ομιλία. Η λειτουργία της, που έχει θυμική προέλευση, είναι ανεξάρτητη από την πνευματική υποδομή του ανθρώπου και μπορεί να εκφραστεί με τους ίδιους όρους που εκφράζεται μια ευχή ή μια κατάρα, η αγανάχτηση, ο θαυμασμός, ο φόβος και όλα τ’ ανθρώπινα συναισθήματα. Είναι καιρός, ίσως, να πάψουμε να μιλάμε περί ξεχωριστών ταλέντων και ιδιαίτερης εύνοιας της Φύσης προς ορισμένα μόνο άτομα -κάτι που αποτελεί σε πολλές περιπτώσεις μυθοπλασία που αποπροσανατολίζει εκατομμύρια ανθρώπους. Ότι υπάρχουν βέβαια μερικοί άνθρωποι που έχουν κάποια μεγαλύτερη κλίση προς τις τέχνες και την Επιστήμη ή ότι μερικοί άνθρωποι δείχνουν ιδιαίτερη αγάπη και αφιερώνουν τη ζωή τους ολοκληρωτικά στην τέχνη, αυτό μπορεί να είναι σωστό κατά ένα μέρος (αν και οι περιβαλλοντικές συνθήκες παίζουν και πάλι αποφασιστικό ρόλο στο θέμα της επιλογής), αλλά δεν σημαίνει ότι ο καλλιτεχνικός χώρος είναι προνόμιο ή κτήμα των ολίγων ή των εκλεκτών, όπως λένε, γιατί απλούστατα ένας παρόμοιος ισχυρισμός διαψεύδεται αμέσως από την ύπαρξη και μόνο της λαϊκής πολιτιστικής παράδοσης όλων των λαών, που δεν δημιουργήθηκε φυσικά από τους ολίγους. Κάτι περισσότερο μάλιστα: και οι ολίγοι σ’ αυτή την παράδοση στηρίζονται και απ’ αυτή αντλούν τα στοιχεία της έμπνευσής τους.

Η εικαστική αίσθηση υπήρχε ανέκαθεν διάχυτη στο λαό μας και εκφράστηκε με πολλούς και διάφορους τρόπους: από κάθε κορίτσι που κεντούσε ή ύφαινε τα προικιά του, από κάθε μάστορα κεραμέα, ξυλουργό, χτίστη, σιδηρουργό, μαρμαρά, πράγμα που έχει αναγνωριστεί απ’ όλους τους ειδικούς και τα αποτελέσματά της τα βλέπουμε κάθε τόσο στις εκθέσεις, τα εργαστήρια και τα μουσεία μας.

Από όλα όσα εκτέθηκαν μέχρι τώρα, οδηγούμαστε σε ορισμένες διαπιστώσεις που έχουν σχέση με τη γενική διδακτική, την ειδική διδακτική του μαθήματος των εικαστικών τεχνών και άλλους στόχους της εκπαιδευτικής διαδικασίας στον τόπο μας. Οι διαπιστώσεις αυτές είναι:

1) Ότι με τη μεθόδευση το παιδικό σχέδιο παρουσιάζεται εντελώς αξιοποιημένο και καταξιωμένο στα μάτια των παιδιών, του κοινού, καθώς και στη συνείδηση των Εκπαιδευτικών.

2) Ότι αξιοποιείται ακόμη και το σχέδιο παιδιών που χαρακτηρίζονται «ειδικώς εκπαιδεύσιμα», εντάσσοντάς τα μέσα στο σύνολο των άλλων παιδιών και αποδείχνοντας τις εικαστικές τους δυνατότητες.

3) Ότι παραμερίζεται σχεδόν αυτόματα κάθε εικαστική αναστολή για την έκφραση των παιδιών και, παράλληλα, κάθε επιτήδευση, δεδομένου ότι το ίδιο το παιδί διαπιστώνει μόνο του πως του είναι περιττή.

4) Μεθοδεύεται αβίαστα η απαραίτητη πορεία που προϋποθέτει η σύγχρονη παιδαγωγική, από την ενθάρρυνση ξεκινώντας και φτάνοντας μέχρι τη χειραφέτηση. Διαφορετικά, τα παιδιά παραμένουν σ’ ένα στάδιο σύγχυσης που δεν ευνοεί την ανάπτυξή τους.

5) Ότι τα παιδιά αντιλαμβάνονται και βιώνουν εύκολα την αξία της συμμετοχής σε συλλογικές δραστηριότητες και επομένως κοινωνικοποιούνται ευκολότερα, παραμερίζοντας τις πιθανότητες αδυναμίας ένταξης που οδηγούν σε περιθωριακές καταστάσεις σαν αυτές που σημαδεύουν τόσο έντονα την εποχή μας.

6) Ότι οι μεθοδεύσεις είναι τόσο απλές, ώστε ο κάθε επαρκής εκπαιδευτικός να μπορεί να τις εφαρμόσει. Αρκεί να παρακολουθήσει δυο-τρεις δειγματικές διδασκαλίες και να συμπληρώσει τον κύκλο της ενότητας με στοιχειώδη ενημέρωση.

7) Ότι η εργασία αυτού του κύκλου που θα εφαρμόζει ο δάσκαλος με τους μαθητές του, αποτελεί γι’ αυτόν την καλύτερη και πιο προσιτή παιδεία τέχνης και αισθητικής αγωγής, δίνοντάς του ταυτόχρονα το συναίσθημα ότι εργάζεται αποδοτικά.

8) Ότι τα παιδιά εξοικειώνονται ταχύτατα να δουλεύουν σε διαφορετικά μεγέθη σχεδίου.

9) Ότι είναι η πιο ταχύρρυθμη εξάσκηση για την εξέλιξη του σχεδίου κάθε παιδιού, πράγμα που γίνεται εμφανές από μάθημα σε μάθημα, αν δεν μεσολαβήσουν παιδαγωγικά λάθη (άσκοπα σχόλια, επιλογές και διακρίσεις της εργασίας μερικών μαθητών, κ.λ.π.).

10) Ότι στην ίδια τη μεθόδευση περιέχεται και κίνηση, αφού το παιδί σηκώνεται για να τοποθετήσει τη συμμετοχή του στο γενικό έργο της τάξης. Το γεγονός αυτό, παράλληλα με την εξάσκηση των χεριών του, καθώς κόβει και κολλάει τη συμμετοχή του, αποτελούν αναγκαία στοιχεία για το παιδί και καλλιεργούν την αυτοπεποίθησή του.

11) Ότι γίνεται ανάλυση της άρθρωσης ενός έργου, ακόμα πιο πολύπλοκου, μέσα απ’ τα στάδια που ακολουθεί η κατασκευή του, την οποία σιγά-σιγά το παιδί γίνεται ικανό να την κατανοήσει και θεωρητικά.

12) Ότι είναι η πιο κατάλληλη μέθοδος για να κατανοηθεί η λαϊκή τέχνη από τα παιδιά -και από τους μεγάλους- και να μπορέσει να ξαναλειτουργήσει με αυθεντικό λαϊκό τρόπο και όχι λαϊκίστικα. (Η παρουσίαση λαϊκών καλλιτεχνών από την τηλεόραση τα τελευταία χρόνια είναι πολύ ενθαρρυντική και θα μπορούσε να έχει ευρύτερη απήχηση αν συνδυαζόταν με ένα είδος συνεργασίας μεταξύ των καλλιτεχνών αυτών και των ενημερωμένων πλέον δασκάλων).

13) Ότι η μεθόδευση αυτή ενώνει το σχολείο με το κοινωνικό περιβάλλον του παιδιού, δεδομένου ότι στις σχολικές κατασκευές (ζωγραφική, ανάγλυφο, τρισδιάστατα έργα ) το παιδί συμμετέχει πολλές φορές και έχει τη χαρά να καλεί τους φίλους του και τους δικούς του στην έκθεση που ενδεχομένως θα οργανωθεί από το σχολείο του.

14) Ότι με αυτό τον τρόπο περιορίζεται η ανάγκη του να συνδεθεί με άλλους, ακατάλληλους πιθανόν, χώρους, μια που δεν έχει περιθώρια χρόνου, συντηρεί ζωντανό το ενδιαφέρον του και νιώθει υπαρξιακά δικαιωμένο.

15) Ότι μέσα απ’ αυτές τις ασχολίες η ψυχική του εκτόνωση είναι τεράστια και ανταποκρίνεται στη φυσική του έφεση για παιχνίδι.

16) Ότι η εργασία του μένει στο σχολείο, περιορίζοντας έτσι τις αρνητικές επιπτώσεις αντιπαιδαγωγικών σχολίων και παρεμβάσεων που θα μπορούσαν να γίνουν αν ήταν υποχρεωμένο να εργάζεται στο σπίτι.

17) Ότι αυτή η εργασία μπορεί να εφαρμοστεί με τα πιο φτηνά και απλά υλικά.

18) Ότι μπορεί να εφαρμόζεται σε οποιοδήποτε αριθμό μαθητών μιας τάξης, καθώς και στα μονοθέσια σχολεία.

19) Ότι μπορεί ακόμα να εφαρμοστεί αποτελεσματικά από την Α΄ Δημοτικού μέχρι το Λύκειο και τις Ανώτατες Παιδαγωγικές Σχολές (απλώς στην κάθε περίπτωση θα έχουμε διαφορετικό αποτέλεσμα στο θέμα της αρτιότητας).

20) Ότι μ’ αυτό τον τρόπο σταματά ο ψυχοφθόρος ανταγωνισμός μεταξύ των παιδιών, αποφεύγεται η έπαρση μερικών και ο εξοστρακισμός των περισσότερων.

21) Ότι δημιουργείται καλλιτεχνικό υλικό για το σχολείο που το στολίζει και το κάνει οικείο στα παιδιά -ένα υλικό δηλαδή που τα προβληματίζει, τα διδάσκει σιωπηρά και τα ψυχαγωγεί.

22) Ότι ευνοεί την ομαδική άμιλλα που είναι ασφαλώς πολύ χρήσιμη, όχι μονάχα από τάξη σε τάξη, αλλά και από σχολείο σε σχολείο.

23) Ότι προμηθεύει σε κάθε σχολείο καλλιτεχνικό υλικό που μπορεί να δημοσιευτεί με τη μορφή καρτ-ποστάλ ή ημερολογίου, ενισχύοντας έτσι οικονομικά συλλόγους γονέων και δίνοντας τη δυνατότητα στα παιδιά να προβάλλονται στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.

24) Ότι με τις μεθοδεύσεις αυτές μπορεί ν’ αποδοθεί κάθε θεματολογικός ή τεχνοτροπικός προβληματισμός. Μπορούν ν’ αποδοθούν, λόγου χάρη, λαογραφικά και κοινωνικά θέματα, θέματα περιβάλλοντος, ιστορίας, διαχρονικών σχολών τέχνης (όπως εξπρεσιονισμός, σουρεαλισμός, κ.λ.π.).
25) Ότι οι μεθοδεύσεις αυτές μπορούν να έχουν εφαρμογή και έξω απ’ το σχολείο -στα Κέντρα Νεότητας, για παράδειγμα- εφόσον δεν υπάρχει πρόβλημα ηλικίας του συμμετέχοντος.
26) Ότι το υλικό αυτών των μεθοδεύσεων, είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί ως μοντέλο προσωπικής (ατομικής) εργασίας, και σε επόμενο στάδιο να επαναληφθεί με διαφορετικά υλικά (δηλ. να γίνει υφαντό, κέντημα, ανάγλυφο, διακοσμητικό μοτίβο, κ.λ.π.).

Από τις παραπάνω διαπιστώσεις, μπορεί νομίζω να αξιολογηθεί άνετα και το μάθημα της εικαστικής παιδείας, μια που οι περισσότερες εντάσσονται στο πλαίσιο των γενικών στόχων της Παιδαγωγικής. Η θεωρία και οι στόχοι της παιδαγωγικής διαδικασίας αποτελούν την συνείδηση της πράξης. Χωρίς αυτή τη συνείδηση, ο εκπαιδευτικός-καλλιτέχνης οδηγείται στα τυφλά, πράγμα που συνήθως καταλήγει στη σύγχυση ή την αυθαιρεσία, παίρνοντας κάποτε τη μορφή της αυθεντίας του εκφραστή της, με αποτέλεσμα να έρχεται σε σύγκρουση -και αντιδικία- με την σύγχρονη σκέψη.

Οι αλήθειες, όποιες κι αν είναι -επιστημονικές, τεχνολογικές, καλλιτεχνικές- στην πρωτογενή τους μορφή είναι απλές και συνεπώς μπορούν να τεκμηριωθούν και να μεταδοθούν. Στον τομέα της εικαστικής παιδείας, βρίσκονται κυριολεκτικά «κάτω απ’ τη μύτη μας», κατά τη λαϊκή έκφραση. Όσοι λοιπόν προσπαθούμε να μεταδώσουμε κάτι στους άλλους, δεν χρειάζεται ν’ απεραντολογούμε, αλλά απλώς να εντοπίζουμε το ουσιώδες ώστε να μπορεί να γίνει κοινό κτήμα.

Στην εποχή του Ομήρου και μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια, ήταν σε χρήση η πλουσιότερη γλώσσα που δημιούργησε η ανθρωπότητα, μια γλώσσα που δεν είχε ανάγκη Γραμματικής και Συντακτικού για να λειτουργήσει με τα θαυμαστά αποτελέσματα που γνωρίζουμε όλοι. Η Γραμματική επινοήθηκε ως ξεχωριστός φιλολογικός κλάδος για να εξελληνιστούν άλλοι λαοί και για να μεταφερθούν στη γλώσσα μας τα αξιόλογα κείμενά τους. Με το πέρασμα των αιώνων διαμορφώθηκε, όπως ήταν φυσικό, σε καθαρά επιστημονικό κλάδο, που μερικές φορές πήρε τυπολατρική μορφή και κατάντησε τροχοπέδη παρά μέσο για την εκφραστική αρτιότητα του λόγου. Αφού λοιπόν η γλώσσα μπορεί να λειτουργήσει ζωντανά και αποτελεσματικά χωρίς ιδιαίτερες γραμματικές γνώσεις (εκπληκτικό παράδειγμα ο Μακρυγιάννης), αυτό μπορεί να συμβεί ακόμα περισσότερο και στο χώρο της εικαστικής έκφρασης, όπου δεν υπάρχει κανένας τυπολατρικός περιορισμός, εφόσον το καλλιτεχνικό ένστικτο συνδυαστεί με τις κατάλληλες μεθοδεύσεις που δραστηριοποιούν την έφεση του ανθρώπου για δημιουργία και παιχνίδι.

Βιβλιογραφία
Α. Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας:
1) Βαμβουκά Μ. «Κίνητρα του διδασκαλικού επαγγέλματος», Ηράκλειο, 1982.
2) Βουγιούκα Α. «Το γλωσσικό μάθημα», Αθήνα, 1981.
3) Βώρου Φ. «Δοκίμια για την Παιδεία», Αθήνα, 1961.
4) Γέρου Θ. «Παιδαγωγικές μορφές διδασκαλίας στο Δημοτικό Σχολείο», Δίπτυχο, Αθήνα.
5) Γκυγιώμ Ζακ «Κυβερνητική και Διαλεκτικός υλισμός», εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1978.
6) Γληνού Δ. «Ένας άταφος νεκρός», Αθήνα, 1925.
7) Δανασή-Αφεντάκη Α. «Διδακτική», Τόμος Α΄, Μάθηση, Αθήνα, 1981.
8) Debesse Maurice-Mialaret Gaston, «Παιδαγωγικές επιστήμες», Μετάφραση-σημειώσεις-σχόλια Ηλία Βιγγόπουλου, εκδ. Δίπτυχο, 1980.
9) Δελμούζου Α. «Το κρυφό σκολειό 1909-1911», Αθήνα, 1950.
10) Hans-Michael Elser «Εισαγωγή στην Παιδαγωγική», εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Δημ. Χατζηδήμου, Αθήνα, 1980.
11) Illich Ivan «Κοινωνία χωρίς σχολεία», εκδ. Βέργας.
12) Κασσωτάκη Μ. «Αξιολόγηση της επιδόσεως των μαθητών» «Τηλεόραση και αγωγή», Αθήνα, 1978.
13) Κασσωτάκη Μ. «Το παιδικό ιχνογράφημα», Αθήνα, 1979.
14) Κοσμοπούλου Α. «Σχεσιοδυναμική Παιδαγωγική του προσώπου», Αθήνα, 1983.
15) Μαραγκουδάκη Γ. «Μάθηση, ψυχολογική θεώρηση», Αθήνα.
16)Μαρκαντώνη Ι.Σ.- Κασσωτάκη Μ.Ι. «Στοιχεία διδακτικής και Σχολικής Αξιολόγησης», Αθήνα, 1979.
17) Μαρκαντώνη Ι.Σ. «Παιδεία Ειρήνης», Αθήνα, 1977.
18) Μαρκαντώνη Ι.Σ. «Ψυχοσωματική ανάπτυξη του παιδιού», Αθήνα, 1968.
19) Μπελλά Θρ. «Το ιχνογράφημα ως μέσο διαγνωστικό της προσωπικότητας» εκδ. Ηράκλειτος, Αθήνα, 1975.
20) Newman, John Von «Ηλεκτρονικός υπολογιστής και ανθρώπινος εγκέφαλος», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1972.
21) Ντράικωρς Ρ. «Το παιδί», μτφρ. Ι. Καββαδά, εκδ. Ερμής.
22) Ντράικωρς Ρ. «Η ψυχολογία στην τάξη», μτφρ. Ι. Καββαδά, εκδ. Κέδρος, 1968.
23) Ξωχέλλη Π. «Θεμελιώδη προβλήματα της Παιδαγωγικής επιστήμης», εκδ. Κυριακίδη, Θεσ/νίκη, 1980.
24) Ξωχέλλη Π. «Παιδαγωγική του Σχολείου», εκδ. Κυριακίδη, 1979.
25) Ξωχέλλη Π. «Εισαγωγή στην Παιδαγωγική».
26) Παπά Α. «Η αντιπαιδαγωγικότητα της Παιδαγωγικής», εκδόσεις Βιβλία για όλους, 1985.
27) Παπαγεωργίου Γ. «Ψυχολογία», Ηράκλειο, 1985.
28) Πετρουλάκη Ν. «Σύγχρονες Μέθοδοι-Προγράμματα», εκδ. Φελέκη, Αθήνα, 1981.
29) Πιαζέ Ζαν, «Το μέλλον της εκπαίδευσης», εκδ. Υποδομή, 1979.
30) Πιαζέ Ζαν, «Ψυχολογία και Παιδαγωγική», εκδ. Νέα Σύνορα, 1979.
31) Πολυχρονοπούλου Π. «Εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Αγωγής», Αθήνα, 1978.
32) Πόρποδα Κ. «Διαδικασία της μάθησης», Αθήνα, 1985.
33) Πυργιωτάκη Ι. «Κοινωνικοποίηση και εκπαιδευτικές ανισότητες», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1986.
34) Ρίτσμοντ Π. «Εισαγωγή στον Πιαζέ», μτφρ. Γ. Μανιάτη, εκδ. Υποδομή, 1980.
35) Τερζή Ν. «Η παιδαγωγική του Αλέξανδρου Δελμούζου», Θεσσαλονίκη, 1983.
36) Τσουκαλά Κ. «Εξάρτηση και αναπαραγωγή», Αθήνα, 1981.
37) Φλουρή Γ.-Robert Gagne «Θεμελιώδεις αρχές της μάθησης και της διδασκαλίας», εκδ. Γρηγόρη, 1980.
38) Φράγκου Χ. «Ψυχοπαιδαγωγική», Αθήνα, 1977.
39)Φραγκουδάκη Α. «Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση και Φιλελεύθεροι διανοούμενοι», Αθήνα, 1977.
40) Χαραλαμπόπουλου Β.Ι. «Οργάνωση της διδασκαλίας και της μάθησης γενικά», εκδ. Gutenberg,1984.
41) Χαραλαμπόπουλου Κώστα «Το πρόβλημα της παιδείας στο φως της πάλης των ιδεών» εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1985.
42) Wiener N. «Κυβερνητική ή έλεγχος και επικοινωνία στα ζώα και στις μηχανές», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1980.
43) Wiener N. «Κυβερνητική και κοινωνία», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1970.

Β. Ειδικής Διδακτικής του μαθήματος της Αισθητικής Αγωγής:
1) Βιγγόπουλου Ηλία «Η τέχνη στο νηπιαγωγείο και το Δημοτικό σχολείο», τεύχος α΄, εκδ. Δίπτυχο, Αθήνα, 1982- τεύχος β΄, 1983, εκδ. Δίπτυχο.
2) Καστρισίου Σοφίας, «Παιδικές ζωγραφιές» εκδ. Κέδρος 1983.
3) Μουζάκη Τάσου «Η ζωγραφική στα σχολεία», βιβλία Α΄ & Β΄, Αθήνα 1983, 1984, «εκδόσεις βιβλία για όλους».
Γ. Θεωρητική:
1) Γέρου Θεοφράστου, «Το συμβολικό παιχνίδι βάση και αφετηρία καλλιτεχνικής δραστηριότητας στο σχολείο», εκδ. «Δίπτυχο», Αθήνα 1984.
2) Gloton R. «Η τέχνη στο σχολείο», μτφρ. Άγγελου Σαφαρίκα και Ηλία Βιγγόπουλου, εκδ. Νικόδημος, Αθήνα 1976.
3) Merandieu F. «Το παιδικό σχέδιο», μτφρ. Δημήτρη Ψυχογιού, εκδ. Υποδομή, Αθήνα 1981.
4) Μπενέκου Αντώνη «Μορφές Αισθητικής αγωγής. Προγράμματα και διδακτική πράξη, εννέα άρθρα στο Σύγχρονο Νηπιαγωγείο», τόμος 6ος, 1979.
Δ. Καλλιτεχνική:
1) Βακαλό Ελένη «12 Μαθήματα για τη σύγχρονη τέχνη», Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο ΩΡΑ, Αθήνα, 1978.
2) Βάλτεμπερκ Πάτρικ «Σουρεαλισμός», μτφρ. Αλ. Παπαθανασίου, εκδ. Υποδομή, Αθήνα, 1976.
3) Παγκόσμια Ιστορία Τέχνης, Δεκάτομη, εκδ. «Φυτράκη».
4) Παρλαβάντζα Τάκη «Οι αισθητικές κατηγορίες στη σύγχρονη τέχνη», Αθήνα 1981.
5) Πετρίτη Πάνου «Αλφαβητάριο αισθητικής για μεγάλους», Αθήνα 1977.
6) Πλατή Ελευθερίου «Η αισθητική κοινωνία», Αθήνα, 1976.
7) Read Herbert «Η τέχνη σήμερα», μτφρ. Δημοσθένη Κούρτοβικ, εκδ. Υποδομή.
8) Ρίχτερ Χανς, «Ντάντα», μτφρ. Ανδρέα Ρικάκη, εκδ. Υποδομή, Αθήνα 1983.
9) Τα γραπτά του «Πικάσο». Μτφρ. Ειρήνης Ζερβού, εκδ. Οδυσσέας.

(Εκφράζω τις θερμές μου ευχαριστίες στην αδερφή μου Βάσω Κ. Ηλιάδη, χωρίς την πολύτιμη βοήθεια της οποίας δεν θα ολοκληρωνόταν αυτή η εισήγηση).
ailiadi@sch.gr, http://users.sch.gr/ailiadihttps://blogs.sch.gr/ailiadihttp://www.matia.gr

«Η Ευρώπη ως πολιτισμική προέκταση της Ελλάδας» Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

«Η Ευρώπη ως πολιτισμική προέκταση της Ελλάδας»
Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων


Πολύ περίεργο φαίνεται σε όσους γνωρίζουν στοιχειωδώς Ιστορία το φαινόμενο της εποχής να υπάρχουν Ευρωπαίοι αλλά και Έλληνες δημοσιογραφούντες που αρθρογραφούν και αμφιβάλλουν ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα ευρωπαϊκή ή δεν θα έπρεπε να ανήκει στην Κοινότητα ή θα έπρεπε να φύγει από την ευρωπαϊκή οικογένεια. Δεν διάβασαν φαίνεται ποτέ την επιγραφή «Όλβιος όστις ιστορίης έσχε μάθησιν». Η Ευρώπη είναι γνωστή στην ελληνική μυθολογία ως κόρη του Φοίνικα που απήγαγε ο Δίας μεταμορφωμένος σε κάτασπρο ταύρο και την οδήγησε στην Κρήτη όπου απέκτησε μαζί της τρία παιδιά, με πρωτότοκο τον βασιλιά Μίνωα. Αν δεν είναι η Ελλάδα ευρωπαϊκή χώρα, ποια είναι; Εξετάστε τις μία-μία και ας σκεφτείτε ποια μπορεί να προσέφερε περισσότερα στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πολιτισμό. Ποιος έχει το δικαίωμα να αποφασίζει και να διανέμει «διπλώματα ευρωπαϊκότητας»;
Οι Ακαδημίες έγιναν στη μνήμη του πρώτου μεγάλου θεσμού της γνώσης που ιδρύθηκε από τους πλατωνικούς φιλοσόφους. Τα Μαθηματικά στηρίζονται στις θεωρίες του Θαλή και του Πυθαγόρα. Οι γιατροί σε όλη την ανθρωπότητα ορκίζονται με τον όρκο του Ιπποκράτη. Είναι περιττό να αναφερθεί κανείς σε αδιάσειστα γεγονότα πολλές φορές ειπωμένα και γραμμένα. Αν λειτουργούσε από τη ρωμαϊκή εποχή ο νόμος για τα πνευματικά δικαιώματα ή τα ποσοστά για ευρεσιτεχνίες, τα χρέη της Ευρώπης και των άλλων κρατών θα ήταν αμύθητης αξίας και δεν θα γινόταν καμία συζήτηση γι’ αυτό.
Τεράστια είναι τα κέρδη των επιστημόνων και των εταιρειών που εφηύραν κάθε εφαρμογή στο Διαδίκτυο! Φανταστείτε πόσα έπρεπε να είναι τα πνευματικά δικαιώματα από τις εφευρέσεις του Αρχιμήδη και μόνο. Από την έννοια της δημοκρατίας! Από τα θεμέλια σχεδόν όλων των επιστημών. Είχαν μεγάλη τύχη που όλα αυτά έγιναν σε εποχές που δεν υπήρχαν οι σύγχρονες αρχές του δικαίου και της νομικής κατοχύρωσης. Τους προσφέρθηκαν δωρεάν! Δωρεάν και η Αναγέννηση που στηρίχθηκε στον ελληνικό πολιτισμό. Δωρεάν η Φιλοσοφία, το Θέατρο, η Ιστορία. Και όταν δεν ήταν δωρεάν, ήξεραν οι σημερινοί μας φίλοι: κατέφευγαν στην κλοπή! Πόσα ελληνικά μνημεία υπάρχουν στα μουσεία τους και πόσα δικά τους – βρίσκονται στις δικές μας αίθουσες; Πόσα δισεκατομμύρια εισέπραξαν από τους επισκέπτες και μόνο των ελληνικών εκθεμάτων!
Μήπως δεν μας φόρτωσαν τεράστιες αμυντικές δαπάνες ενώ οι ίδιοι δεν είχαν ανάγκη από κανένα τέτοιο έξοδο; Το οικονομικό γερμανικό θαύμα στηρίχτηκε στην ανυπαρξία αμυντικών δαπανών και στην οικονομική προστασία του αμερικανικού κεφαλαίου για να αντιμετωπίσει την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Αντί να μας χορηγούν δωρεάν χρηματοδότηση για τις -ουσία- κοινές στρατιωτικές δαπάνες, μας έδιναν δανεικά και με υψηλό τόκο .
«Πρέπει να έχουν χάσει το νόημα του πολιτισμού και κάθε ευγνωμοσύνης για να μιλάμε χωρίς μέτρο για το ελληνικό χρέος», υπογραμμίζουν οι Γάλλοι καθηγητές Φορμέ και Στεφένς. «Πώς είναι δυνατόν ένα κράτος να μπορεί να απειλείται από τις τράπεζες, οι οποίες οφείλουν την ύπαρξή τους στο νομικό πλαίσιο που θέτουν τα κράτη»! Και καταλήγουν στο κοινό τους κείμενο: «Αυτό που απαιτεί από όλους μας σήμερα η Ελλάδα είναι να τιμήσουμε το ανεξάντλητο χρέος μας προς αυτήν καθιστάμενοι αντάξιοι των θεσμών που μας κληροδότησε: η δράση που θα αναλάβουμε δεν μπορεί να είναι μόνο οικονομική».
Φωνές φιλελλήνων ακαδημαϊκών με υψηλό επίπεδο. Σπουδαίες φωνές που αντί να προβάλλονται κατά κόρον, αποκρύπτονται ή υποβαθμίζονται!
Από την άλλη, τα περισσότερα μέσα μαζικής ενημέρωσης αποδεικνύουν την «αντικειμενικότητά» τους και τη «δίκαιη κατανομή» των ειδήσεων -ως και την «αμεροληψία» τους- με το να αποκρύπτουν τις παραινέσεις του καθηγητή Ετιέν Ρολάν, που στο πρόσφατο άρθρο του- ύμνο για την πατρίδα μας καταλήγει: «Vive la Greece! Ας μην αφήσουμε τεχνοκράτες να γονατίσουν φίλους και αδελφούς, πόσο μάλλον να τους ταπεινώσουν, ταπεινώνοντας και εμάς». Μεγάλο λάθος ο διαχωρισμός ευρωπαϊκής και ελληνικής πραγματικότητας. Ευρωπαίοι ήταν και είναι αρχικά μόνο οι Έλληνες. Οι υπόλοιποι στην ήπειρο εκπολιτίστηκαν σταδιακά και διαμορφώθηκαν με την ιστορική πολιτισμική εξέλιξη.
Ο Μέγας Αλέξανδρος έδωσε ένα παράδειγμα σεβασμού στις άλλες θρησκείες και τους άλλους πολιτισμούς που αποτελεί πυξίδα στο πολιτισμικό έργο της Ελλάδας, διότι η τέχνη δεν πρέπει να θεωρείται μια ιδιωτική λόξα, αλλά κάτι το οποίο μπορεί να καταλάβει ο οποιοσδήποτε, ανεξάρτητα από τη θρησκεία και τη μόρφωσή του. Επίσης, είναι αυτός που βοήθησε να παρουσιαστεί ο χριστιανισμός. Γιατί ο Χριστός είναι ο μεγαλύτερος δάσκαλος και φιλόσοφος της ανθρωπότητας: ό, τι κάνει το κάνει για τους απλούς ανθρώπους. Απόδειξη ότι στο Άγιον Όρος η τέχνη είναι καταλυτική για να εμπνεύσει. Η αρχιτεκτονική του, καθώς τα κτίσματα είναι αρμονικά συνδεδεμένα με τη φύση αποτελεί μια ολόκληρη έμπρακτη οικολογική φιλοσοφία. Εκεί δεν υπάρχει το αίσθημα του αγώνα για την επιβίωση. Εκεί υπάρχει μια μοναδική συγκυρία στον κόσμο όπου μεταφέρεται η πίστη προς τον Θεό με έναν πολύ πνευματικό τρόπο. Εκεί αναβιώνουν οι σχολές της Αρχαίας Ελλάδος όπως του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη. Το Άγιον Όρος είναι η μυστική Ελλάδα που κρύβουμε στις καρδιές μας.
Η ζωή και η πραγματικότητα είναι ανώτερες από τους αριθμούς. Η Ιστορία θα δώσει ένα καλό μάθημα σε κάθε μορφής ψυχρό τραπεζίτη. Όχι μόνο η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη, αλλά ισχύει κάτι πολύ πιο προωθημένο: η Ευρώπη είναι η προέκταση της Ελλάδας, η εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού. Οποιαδήποτε άλλη χώρα είναι δυνατόν να φύγει από την Ευρωπαϊκή Ένωση εκτός από τη γενέτειρά της. Αν επιθυμούν, ας αλλάξουν όνομα, ας αλλάξουν πολιτισμό, ας αλλάξουν Ιστορία και ας φύγουν. Αν βέβαια οι λαοί τους προτιμήσουν τους τραπεζίτες από την ψυχή τους, από την ίδια τους την ύπαρξη!
Η πολιτική και η οικονομική κρίση της Ελλάδος απασχολεί και εξοργίζει το λαό της. Είναι ντροπή για τους Ευρωπαίους να μας συμπεριφέρονται σαν να είμαστε σκουπίδια. Είναι ντροπή να χρησιμοποιείται η χώρα μας για να βγάζουν οι Ευρωπαίοι τα κόμπλεξ τους. Από την άλλη, δυστυχώς, οι πολιτικοί μας δεν αντιλαμβάνονται ότι βρισκόμαστε σε έναν μοντέρνο πόλεμο κι ότι ο εχθρός είμαστε εμείς οι ίδιοι που δεν γνωρίζουμε τις αξίες και τα προτερήματά μας. Στις δύσκολες αυτές περιστάσεις δεν χρειάζεται πεσιμισμός . Ο ελληνικός λαός θα δώσει την καλύτερη απάντηση. Η μόνη ελπίδα είναι ένα καινούργιο σύνταγμα όπου θα ανταμείβονται οι αρετές, οι αξίες και η μόρφωση, που ονομάζω «καινούργιες τεχνολογίες». Είναι ο μόνος τρόπος για να σταματήσει η υλιστική χιονοστιβάδα που δημιούργησε η ευρωπαϊκή κοινότητα, κάνοντάς μας να έχουμε περισσότερη αγωνία για την επιβίωσή μας και περισσότερες ανάγκες. Η Ελλάδα είναι σε θέση να δώσει λύσεις για τον εαυτό της.
Η έλλειψη παιδείας και η αποκοπή από την Ιστορία αποτελούν τους κορυφαίους παράγοντες της εθνικής υστερήσεως. Έχουμε απολέσει τη σχέση με την Ιστορία που είναι η μεγαλύτερη αξία της ανθρωπότητας και όταν χάνει κανείς αυτόν τον δεσμό, γίνεται έρμαιο ή παγκοσμιοποιημένο σύνολο. Αρκεί κανείς να διερωτηθεί πόσοι Έλληνες συμμετείχαν στον πνευματικό κόσμο του 20ου αιώνα…
Η ώρα… της απολογίας; Με λένε Ελλάδα και τόσον καιρό βρίσκομαι σε μια διαρκή δίκη στη θέση του κατηγορούμενου. Σήμερα έφτασε η σειρά μου να μιλήσω και να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, μόνη μου, αφού κανείς δικηγόρος δεν πίστεψε πως μπορεί να με αθωώσει. Βλέπω μέσα στην αίθουσα και φίλους και εχθρούς. Οι φίλοι μου είναι πολλοί και σπουδαίοι, άνθρωποι απλοί που έδωσαν το αίμα τους για μένα, ήρωες που με οδήγησαν σε στιγμές απαράμιλλης δόξας, μορφές του πνεύματος, του λόγου και της τέχνης, ηγέτες κι αρχηγοί που έπεσαν στη μάχη πρώτοι για να με σώσουν. Οι εχθροί μου είναι πολλοί κι επικίνδυνοι, άνθρωποι ματαιόδοξοι, κενοί, ύπουλες ύαινες που περίμεναν την πτώση μου για να μοιραστούν τη λεία, αντίπαλοι τυφλωμένοι από μίσος κι εκδίκηση και φυσικά προδότες γεμάτοι έπαρση και απληστία. Αυτοί οι τελευταίοι ήταν πάντα η μεγαλύτερη πληγή μου. Το παραδέχομαι, έκανα λάθη ιστορικά και μεγάλα. Ίσως έφταιγε η αλαζονεία που ακολούθησε τις επιτυχίες μου, ίσως έδειξα εύκολα εμπιστοσύνη και πίστη σε όσους με πλησίαζαν από μπροστά μ’ ένα χαμόγελο, κι από πίσω μ’ ένα μαχαίρι. Παρόλα αυτά επέζησα μέσα σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, καθώς όπως πίστευαν οι αρχαίοι πολίτες μου, ήμουν το κέντρο του κόσμου, άρα και μόνιμος στόχος. Δε φοβάμαι τους κατήγορούς μου, ούτε τους δικαστές μου! Με ποτίζουν αιώνες τώρα χολή, με σταυρώνουν αλλά ανασταίνομαι πάλι μέσα από τις αξίες και τις θυσίες των πολιτών μου, μέσα από τη δύναμη και την αίγλη που μου δίνουν οι πατέρες της ιστορίας μου και μέσα από την αγάπη του Θεού μου, που δεν μου επέτρεψε να λυγίσω και δε με εγκατέλειψε ποτέ. Είμαι έτοιμη για την τιμωρία μου, είμαι έτοιμη να πιω το κώνειο αδιαμαρτύρητα! Θέλω να πω στους υπερασπιστές μου να είναι έτοιμοι για τη μεγάλη μάχη τη μέρα της επιστροφής μου. Όταν γυρίσω από την ανάπαυλα και την κάθαρση, όλα θα ξαναγίνουν, όλα θα απαστράψουν στο φως της Ανάστασης της Χώρας των Ζώντων !

“To σχολείο εργασίας ως παιδαγωγικό ρεύμα-κίνημα στη Γερμανία του Μεσοπολέμου”(Απόσπασμα από το βιβλίο της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη «Παιδαγωγική. Το σχολείο εργασίας: Φιλοσοφία, στόχοι και επιδράσεις». Τρίκαλα 2003.

“To σχολείο εργασίας ως παιδαγωγικό ρεύμα-κίνημα στη Γερμανία του Μεσοπολέμου”(Απόσπασμα από το βιβλίο της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη «Παιδαγωγική. Το σχολείο εργασίας: Φιλοσοφία, στόχοι και επιδράσεις». Τρίκαλα 2003.


Στη Βαϊμάρη της Θουριγγίας της Γερμανίας, τον Ιούλιο του 1919, μετά τον Α΄παγκόσμιο πόλεμο συνήλθε η Γερμανική Εθνοσυνέλευση. Το έτος 1920 από τις 11 ως τις 19 Ιουνίου έλαβε χώρα στο Βερολίνο εκπαιδευτικό συνέδριο, στο οποίο κλήθηκαν ως εκπρόσωποι της παιδαγωγικής μεταρρυθμιστικής κινήσεως οι: G.Kerschensteiner, Hugo Gaudig, Berthold Otto, Paul Oestreich, Eduard Spranger, Aloys Fischer, Paul Natorp.
Σκοπός του συνεδρίου ήταν να γίνουν πράξη στα πλαίσια του νέου συντάγματος οι παιδαγωγικές αρχές του σχολείου εργασίας με την υποστήριξη του κράτους και να ισχύσουν ενιαία μέτρα σ’ όλα τα γερμανικά σχολεία ως προς την έναρξη και τη λήξη του σχολικού έτους, την υποχρεωτική εκπαίδευση, τη διαχείριση των σχολείων, την αυτοδιοίκηση των μαθητών, την συνεκπαίδευση, τους συλλόγους γονέων και κηδεμόνων, το οποίο είχε οργανώσει το συνέδριο, υπηρεσιακή έκθεση 1.095 σελίδων με τα πορίσματα του συνεδρίου, η οποία εκδόθηκε το 1921.
Στο συνέδριο ήρθαν σε φως όλες οι απόψεις για την Παιδαγωγική του σχολείου εργασίας και συγκεράστηκαν σε δύο βασικές κατευθύνσεις: α) στο σχολείο ως τόπο παραγωγικής εργασίας και επιδόσεως και β) στο σχολείο σαν δυνατότητα ελεύθερης πνευματικής δραστηριοποιήσεως και αναπτύξεως. Μεταξύ των δύο αυτών αντίθετων κατευθύνσεων περιορίστηκε το χάσμα που υπήρχε και επισημοποιήθηκε το σχολείο εργασίας.
Ο Otto Scheibner έχοντας υπ’ όψη τη σύγχυση που άρχισε να επικρατεί στο σχολείο εργασίας, προσπαθεί στις παιδαγωγικές εβδομάδες που οργανώθηκαν στη Γερμανία για την ενημέρωσαη των Γερμανών δασκάλων πάνω στις αρχές και τις επιδιώξεις του Νέου σχολείου, να μετριάσει τη δογματική προσήλωση του Gaudig στο αξίωμα της ελεύθερης πνευματικής εργασίας και να δώσει πραγματοποιήσιμες κατευθύνσεις. Οι μαθητές λέει, εργάζονται κατά το δυνατόν ανεξάρτητοι. Δεν αναγκάζονται πάντοτε να σκέπτονται και να πράττουν σύμφωνα με τις υποδείξεις του δασκάλου. Ομολογεί ότι είναι πολύ προβληματικός ο συμβιβασμός της ελεύθερης πνευματικής εργασίας των μαθητών με τη διδασκαλία των απαραίτητων γνώσεων. Κρίνει απαραίτητη την ασχολία των μαθητών με τις γνώσεις, οι οποίες πρέπει να είναι πλούσιες, αλλά καλά διαρθρωμένες. Την πρώτη θέση όμως έχει η απόκτηση πνευματικών δυνάμεων. Τα προγράμματα πρέπει να είναι προγράμματα εργασίας κι όχι ύλης. Βρίσκει απαραίτητη την ισχύ αναλυτικού προγράμματος, με ύλη όμως που να ασκεί μορφωτική επίδραση στους μαθητές.
Ο Scheibner αναγνωρίζει ότι οι ομαδικές εργασίες περιορίζουν την ελεύθερη πνευματική εργασία του μαθητή και δεσμεύουν γενικότερα την ελευθερία του. Βοηθούν όμως στην κοινωνικοποίησή του. Επίσης αποδίδει ιδιαίτερη αξία στις σιωπηρές εργασίες, αναγνωρίζει όμως ότι ο δάσκαλος πρέπει να προλαβαίνει αστοχίες και ματαιοπονία των μαθητών, χωρίς η επέμβασή του να είναι πρόωρη και να προδιαγράφει την πορεία της εργασίας τους.
Αναμφισβήτητα το συνέδριο του Βερολίνου και οι παραπάνω περιληπτικές θέσεις του Otto Scheibner μετρίασαν τις ακρότητες που παρατηρήθηκαν κατά τις πρώτες δεκαετίες της εφαρμογής του σχολείου εργασίας, δεν έλυσαν όμως τα προβλήματα της νέας Παιδαγωγικής. Οι οδηγίες που δίνει στους Γερμανούς δασκάλους ο Scheibner είναι θεωρητικές και αυθαίρετες, δεν ξεκινούν απ’ τη διδακτική πράξη ούτε καταλήγουν σ’ αυτή.
Επιστημονική απάντηση στα προβλήματα της νέας Παιδαγωγικής, προσπαθεί να δώσει σήμερα η Πειραματική Παιδαγωγική. Κατανοήθηκε πλέον απ’ τους ερευνητές ότι μόνη η λογική με τους παραγωγικούς και επαγωγικούς συλλογισμούς δεν οδηγεί με ασφάλεια σε σωστά συμπεράσματα, γιατί δεν είναι γνωστό αν η γενική κρίση του παραγωγικού συλλογισμού είναι ορθή ή αν ο επαγωγικός συλλογισμός περιλαμβάνει όλες τις μερικές περιπτώσεις στις οποίες στηρίζεται. Η κλασική λογική μέθοδος έρευνας έχει γι’ αυτό ανάγκη ενισχύσεως απ’ τη συστηματική παρατήρηση και το πείραμα. Ο ερευνητής που χρησιμοποιεί την πειραματική μέθοδο έρευνας βρίσκεται σ’ όλη τη διάρκεια της έρευνάς του σε άμεση επαφή με την πραγματικότητα. Κι οπωσδήποτε το γεγονός αυτό αποτελεί εγγύηση αυξημένης επιστημονικότητας.
«Με την πειραματική παιδαγωγική έρευνα εκτιμώνται κυρίως τα παιδαγωγικά αποτελέσματα, δηλαδή οι μεταβολές των ψυχικών εκδηλώσεων του παιδιού, οι οποίες είναι προιόν επιδράσεων».
Επομένως κάποιος συνδυασμός της Παιδαγωγικής του σχολείου εργασίας και της Πειραματικής Παιδαγωγικής με τον έλεγχο και την επαλήθευση της πρώτης απ’ τη δεύτερη θα απέφερε ίσως ικανοποιητικά αποτλέσματα που θα προωθούσαν την έρευνα της σχολικής πράξεως.
Πάντως οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η ομαδική εργασία που σε πολλές περιπτώσεις εισήγαγε το σχολείο εργασίας, αποτελεί σημαντική πρόοδο σε σχέση με το παλιό σχολείο, το οποίο απομόνωνε το μαθητή στον εαυτό του, καλλιεργούσε τον ανταγωνισμό μεταξύ των μαθητών και ανέπτυσσε αντικοινωνικές ιδιότητες στο χαρακτήρα τους. Η συνεργασία στην εκτέλεση ενός έργου ασκεί θετική επίδραση στην προαγωγή του αισθήματος, της ευθύνης, της αλληλοβοήθειας και της αβρότητας, γιατί φέρνει τους συνεργαζόμενους σε εσωτερική επαφή.
Ομάδα σημαίνει ένα οργανικό όλο, στο οποίο τα άτομα συμπεριφέρονται και δρουν σύμφωνα με το αντικειμενικό πνεύμα που δημιουργείται σ’ αυτό. Μέσα στο πνεύμα αυτό εξελίσσουν τα μέλη του τις ικανότητές τους. Η τάση για την απόκτηση κύρους στην ομάδα ωθεί το άτομο, να ενεργεί και να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις της. Πέρα απ’ αυτό στην ομάδα γίνεται κατανομή ρόλων στα μέλη της, οι οποίοι συντελούν στην ανάπτυξη του αισθήματος της προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο.
Κάτω απ’ τις διαπιστώσεις αυτές μετασχηματίστηκε η ομάδα της εργασίας σε Παιδαγωγική της ομάδας μετά τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο. Άρχισε να ερευνάται το σχολείο και ιδιαίτερα η σχολική τάξη σαν ένας πολυσύνθετος και πολυσήμαντος χώρος κοινωνικών δραστηριοτήτων. Η έρευνα, που έγινε στις βιομηχανικές επιχειρήσεις για τη σχέση μεταξύ αποδόσεως των εργατών στην εργασία τους και του είδους της συνθέσεως των ομάδων τους, πέρασε και στο σχολείο.
Ο δάσκαλος διαπιστώνει με τα κοινωνιομετρικά tests και αιτιολογεί σήμερα τις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των μαθητών του. Ύστερα απ’ τη διαπίστωση και αιτιολόγηση αναζητεί τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει για τη βελτίωση και την επέκταση των σχέσεων αυτών, γιατί αποδίδει σ’ αυτές κεφαλαιώδη παιδαγωγική σημασία. Παρ’ όλα αυτά τα συμπεράσματα δεν είναι άμεσα, αλλά μακροπρόθεσμα.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι το Σχολείο εργασίας σαν παιδαγωγικό ρεύμα μπορεί αρχικά να μην θεμελιώθηκε σε επαρκή επιστημονικά δεδομένα, αλλά παραμένει γεγονός ότι άνοιξε καινούργιους δρόμους στην έρευνα της σχολικής πράξης, δίνοντας λαβή σε γόνιμες υποθέσεις και πειραματισμούς. Οπωσδήποτε εξάλειψε την παλιά μεθοδολογική ακαμψία του Ερβαρτιανού σχολείου και ευνόησε την προσαρμογή στις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες, και αυτή η προσαρμοστικότητα είναι στοιχείο θετικό, αφού αντικατοπτρίζει το συμβάδισμα σχολικού οργανισμού και κοινωνικού οργανισμού.

“Σχολικές βιβλιοθήκες και Εφηβική Λογοτεχνία». Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού, Δ/ντριας 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.

“Σχολικές βιβλιοθήκες και Εφηβική Λογοτεχνία».
Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού, Δ/ντριας 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.


Όταν ένα παιδί γεννιέται σε μια εγγράμματη κοινωνία και ζει περικυκλωμένο από χιλιάδες γραπτά μηνύματα, ξεφυλλίζει βιβλία και περιοδικά, παρατηρεί συσκευασίες προϊόντων, βλέπει διαφημίσεις και ακούει ιστορίες, αποκτά φυσικά και αβίαστα πολύτιμες αναγνωστικές γνώσεις και εμπειρίες. Αρκεί να υπάρχει πάντα κοντά του ο έμπειρος ενήλικος, που θα το βοηθήσει να ξεκλειδώσει τα μυστικά του γραπτού λόγου. Αρχικά οι γονείς, στη συνέχεια οι νηπιαγωγοί και λίγο αργότερα οι δάσκαλοι θα συντροφεύσουν το μικρό παιδί και αργότερα τον έφηβο σε ένα ταξίδι χωρίς τέλος, που αρχίζει με τη γέννηση και οδηγεί στη χαρά, την απόλαυση και, εν τέλει, στην τέχνη της ανάγνωσης. Η ανάγνωση ως απόλαυση κι όχι ως καταναγκασμός μπορεί να προσφέρει εκείνο το λυτρωτικό βύθισμα στο απέραντο εσωτερικό μας πεδίο, αφού χάνεσαι στα βιβλία και βρίσκεις τον εαυτό σου. Γιατί, όταν διαβάζει κανείς κάποιο δυνατό κείμενο έχει την εντύπωση πως βλέπει ένα πρόσωπο να διαγράφεται κάπου πίσω από τη σελίδα.
Το έντονο βίωμα, η αισθητική συγκίνηση, η ψυχική απόλαυση, η εσωτερική απελευθέρωση, το διανοητικό χόρτασμα, η πνευματική πλήρωση, η δημιουργική έγερση αμφισβήτησης και αμφιβολίας για βαλτωμένες βεβαιότητες, η τόνωση της αυτοπεποίθησης και παράλληλα της προσωπικής υπευθυνότητας, είναι μερικές μόνο από τις εξομολογήσεις ουσίας εφήβων, μακριά από ξύλινους λόγους και κουραστικές συμβατικές «κατασκευές»… Όταν επαναστατώ, γράφω για τους εφήβους… έχει πει ο Μάνος Κοντολέων και δεν είναι καθόλου τυχαία η ρήση του…
Προσωπικές ανησυχίες εφήβων, κοινωνικά και ψυχολογικά καθορισμένες: βαθύτερες ανάγκες για επικοινωνία, λυτρωτικό φως στα σκοτεινά αδιέξοδα της ψυχής, εύρεση «ξέφωτου» στους δαιδαλώδης λαβυρίνθους του μπερδεμένου και πολύπλοκου ψυχισμού τους. Προσπάθεια διαμόρφωσης προσωπικής ταυτότητας μακράν της δοτής ταυτότητας που προσπαθούν να τους επιβάλλουν οι θεσμοί, οι νόρμες και τα καθιερωμένα μοντέλα ζωής του κόσμου των ενηλίκων: να τι ωθεί τους εφήβους στην ανάγνωση της λογοτεχνίας που τους αφορά. Γιατί το λογοτεχνικό βιβλίο είναι ένα από τα κλειδιά που ανοίγουν τον πλούτο του κόσμου στον άνθρωπο.
Η ανάγνωση του μυθιστορήματος του Μάνου Κοντολέοντος, που φέρει τον τίτλο “Μάσκα στο Φεγγάρι” δικαιώνει πλήρως όσα γράφει στον πρόλογό του ο Κώστας Γεωργουσόπουλος: ότι δηλαδή ο συγγραφέας συνέλαβε την ιδέα πως η παιδαγωγική διαδικασία, όταν δεν παγιδεύεται σε σχηματοποιήσεις και στείρες θεωρητικολογίες, δεν είναι τίποτε άλλο από μια τελετή μυήσεως και ότι σ’ αυτό το συναρπαστικό βιβλίο, όπου κυριαρχεί ένα φετίχ, μια μάσκα στο φεγγάρι, η εμπειρία της μυήσεως οδηγεί στη διαύγεια μιας λυτρωτικής ανατολής ηλίου.
Η λογοτεχνία για παιδιά και νέους έχει τη δύναμη να προετοιμάσει τους νεαρούς αναγνώστες, να τους δώσει τα εφόδια εκείνα που θα τους επιτρέψουν να ζήσουν, να ερωτευτούν , να θυμώσουν και να παθιαστούν, όχι σαν άβουλα όντα, αλλά σαν υπεύθυνα και ευαίσθητα άτομα. Παράλληλα όμως έχει τη δυνατότητα να τους μυήσει στην ιστορία της χώρας τους, της Ευρώπης και του κόσμου ολόκληρου μέσα από το ιστορικό μυθιστόρημα για εφήβους.
Η θεματολογία των σχετικών βιβλίων σύγχρονης παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας είναι πλούσια. Γιατί , αν κάποτε υπήρχαν θέματα που ήταν σχεδόν απαγορευμένα για αναγνώστες νεαρής ηλικίας, σήμερα τέτοια απαγόρευση, θεωρητικά και πρακτικά, δεν ισχύει. Έτσι οι νεαροί αναγνώστες μπορούν να συναντήσουν στη λογοτεχνία πολλά από τα θέματα και τις πιεστικές ανησυχίες που τους απασχολούν.
Κάθε λογοτεχνικό κείμενο, εκτός από την αισθητική απόλαυση, προσφέρει στον αναγνώστη και μία στάση ζωής. Μέσα από αυτή θα προτείνει πιθανές διεξόδους στα συναισθηματικά ή ψυχολογικά αδιέξοδα ή δρόμους για την κατανόηση καταστάσεων που ο καθένας έφηβος έχει ήδη ζήσει ή μπορεί να συναντήσει στο μέλλον.
Εντελώς σχηματικά μπορούμε να πούμε, ότι η Σύγχρονη Παιδική και Εφηβική Λογοτεχνία από θεματολογική πλευρά χωρίζεται σε 3 κατηγορίες.
1. Κατηγορία διαπροσωπικών σχέσεων και ατομικών προβλημάτων
Εντάσσονται τα βιβλία με τις θεματικές: Σχέσεις γονέων παιδιών (συγκρούσεις, διαζύγιο, υιοθεσία), Ερωτικό στοιχείο – ένστικτο, Σχέσεις δασκάλου μαθητή Μεταφυσικές αγωνίες του ανθρώπου (Γέννηση , ορφάνια, θάνατος), Εργαζόμενο παιδί, Παιδιά με ειδικές ανάγκες (Το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών των βιβλίων, αποτελεί σχετικά νέα θεματολογία για την Παιδική λογοτεχνία και εκδόθηκαν κυρίως μετά το 1980).
2. Κατηγορία ευρύτερων κοινωνικών προβλημάτων
Εντάσσονται τα βιβλία με τα ακόλουθα θέματα: Μετανάστευση, Ναρκωτικά AIDS, Τρομοκρατία,Ρατσισμός. Βία στα γήπεδα. Αρχαιοκαπηλία. Μέσα μαζικής επικοινωνίας, Τηλεόραση, Διαδίκτυο, Εθισμός στο διαδίκτυο.
3. Κατηγορία οικουμενικών θεμάτων και προβλημάτων. Εντάσσονται τα βιβλία με θέματα: Οικολογία – Φύση, Ειρήνη, Τεχνολογική εξέλιξη – Επιστημονική φαντασία, Βιβλία Φαντασίας – «Μαγείας» και Συμβόλων.
Συνήθως, οι εισηγήσεις των θεωρητικών ειδικών της εφηβικής λογοτεχνίας άπτονται ποικίλων ζητημάτων: προσδιορισμός του περιεχομένου και της ορολογίας της εφηβικής λογοτεχνίας, τα υποείδη της και τα γνωρίσματά της, οι διαχωριστικές γραμμές (εάν υπάρχουν) μεταξύ της εφηβικής λογοτεχνίας και της παιδικής λογοτεχνίας ή της εφηβικής λογοτεχνίας και της λογοτεχνίας για ενηλίκους, διδακτικές προσεγγίσεις της εφηβικής λογοτεχνίας, ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και επιλογές/σύστημα αξιών, εξουσία και εφηβεία, αυτοβιογραφία, ιστορία και εφηβεία, ιθαγένεια, εξωτισμός και εφηβεία, διαπροσωπικές σχέσεις και εφηβεία, κοριτσίστικη λογοτεχνία, σχέση μητέρας και κόρης, ταυτότητες, ανδρική-γυναικεία ταυτότητα, ομοφυλοφιλική, μαύρη ταυτότητα, παραβατικότητα, ερωτισμός και σεξουαλικότητα, σχέση με σώμα, γλώσσα της εφηβείας, αφηγηματικές τεχνικές κ.λπ.
Ο «ενδιάμεσος» ρόλος της λογοτεχνίας για εφήβους στα διλημματικά σταυροδρόμια της νέας τους ζωής είναι κομβικός, πρωταρχικής σημασίας ως μέσου προσωπικής αναζήτησης και συνομιλίας με τον εσώτερό τους εαυτό, ως δρόμου θεραπευτικού τραυματικών καταστάσεων, ως απελευθερωτικού, ανοικτού ορίζοντα αισθητικής συγκίνησης και πνευματικής ανάτασης. Άρα, Λογοτεχνία και εφηβεία: μια σχέση ζωής;
Βεβαίως, εφόσον και οι σχολικές βιβλιοθήκες αποκτήσουν εμψυχωμένη ζωντάνια και από αποστεωμένα, αποστειρωμένα, απαρχαιωμένα φυλακτήρια βιβλίων, τεχνικά τακτοποιημένων και βιβλιοθηκονομικά οργανωμένων, άψυχων χώρων απρόσιτων στο μέσο μαθητή, μετατραπούν σε εργαστήρια έρευνας, δημιουργικού και γόνιμου διαλόγου, άμεσης επικοινωνίας μεταξύ των μελών της σχολικής κοινότητας, σε πυρήνες δράσεων πολιτισμού, λόγου και τέχνης.
Δυστυχώς, ο απόμακρος και ταυτόχρονα διαβρωτικός ρόλος θεσμών και ανθρώπων στα ανώτερα επίπεδα της πυραμίδας της εκπαίδευσης έχει, εδώ και συναπτά έτη, δώσει πικρούς καρπούς, έχει ήδη γίνει φανερός: η άγονη προσκόλληση στον τύπο μιας πνευματοκτόνας γραφειοκρατίας απομύζησε τους ζωτικούς χυμούς του σώματος της συνολικής, σφαιρικής μας παιδείας, καθιστώντας το άψυχο κουφάρι που κείτεται σε κοινή θέα όλων μας.
Ωστόσο και παρά τις εγγενείς δυστοκίες, θετική θα κρινόταν η συμβολή ενός υπεύθυνου βιβλιοθήκης, όμως πρωτίστως παιδαγωγού, εμψυχωτή, πομπού και δέκτη ταυτόχρονα μηνυμάτων, ανοιχτού μυαλού στις απεγνωσμένες εκκλήσεις, άλλοτε κραυγές, άλλοτε ψιθύρους της ευάλωτης εφηβικής ψυχής. Με εκπαιδευτικά προγράμματα, παρουσιάσεις λογοτεχνικών βιβλίων για εφήβους με καινοτόμους τρόπους, αγώνες δισσών ή αντιθέτων λόγων, παράθεση επιχειρημάτων, ιστορίες βιβλίου και ανάγνωσης, αντιπαραβολή αποσπασμάτων βιβλίων με αντιθετικό ή παρεμφερές περιεχόμενο, παρουσία και ενεργητική εμπλοκή των συγγραφέων και εικονογράφων στις παρουσιάσεις, αυθεντικές προσωπικές αφηγήσεις που τέρπουν και ξεκουράζουν μυαλό και ψυχή, θα μπορούσε κάτι φωτεινό να ξεπηδήσει από το εν γένει σκοτεινό τοπίο της εκπαίδευσης.
Το ευρύτερο μορφωτικό περιβάλλον αποτελεί μια πρόκληση για τις Σχολικές Βιβλιοθήκες, οι οποίες καλούνται να ανταγωνιστούν μια κοινωνική απαξίωση του μορφωτικού αγαθού. Η αγορά εργασίας με την χρησιμοθηρική της λογική οδήγησε σε μια εργαλειακή αντίληψη της γνώσης: χρήσιμη γνώση είναι μόνο αυτή που μπορεί να πιστοποιηθεί και να οδηγήσει έστω και στην θολή και αβέβαιη προσδοκία επαγγελματικής αποκατάστασης. Πώς να πείσει μια Σχολική Βιβλιοθήκη για την απόλαυση της ανάγνωσης, για την αισθητική, την νοημοσύνη των συναισθημάτων, για την αξία της μελέτης και της προσέγγισης του «περιττού», για την απρόσκοπτη καλλιέργεια του κριτικού πνεύματος; Για να το πετύχει αυτό στο μέτρο του δυνατού, διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις αίθουσες διδασκαλίας και στη Σχολική Βιβλιοθήκη δεν μπορούν να υπάρξουν. Ο κυρίαρχος ρόλος της Σχολικής Βιβλιοθήκης είναι η αναζήτηση και η κριτική εξέταση της γνώσης, η διδασκαλία με εφαρμογή μαθητοκεντρικών – ενεργητικών προτύπων. Σε όλο τον κόσμο οι Σχολικές Βιβλιοθήκες στελεχώνονται από εκπαιδευτικούς υπευθύνους (Teacher Librarians), που πρώτα απ’ όλα είναι εκπαιδευτικοί και κατά δεύτερο λόγο έχουν ειδικές γνώσεις σχολικής βιβλιοθηκονομίας. Στο εξωτερικό, μάλιστα, προσφέρονται από τα παιδαγωγικά τμήματα μεταπτυχιακά προγράμματα σχολικής βιβλιοθηκονομίας.
Είναι επίσης επιτακτική η ανάγκη για άμεση και έμμεση διασύνδεση των λογοτεχνικών βιβλίων για εφήβους με το νέο αναλυτικό πρόγραμμα. Το σπουδαίο ζητούμενο, σχεδόν διακύβευμα σύμφωνα με παιδαγωγούς και κοινωνιολόγους, της ελληνικής λογοτεχνικής παιδείας αποτελεί η διδασκαλία ολόκληρου λογοτεχνικού έργου: με την αρχαιοελληνική έννοια της λέξης: «μέθεξη», συναισθηματική εμπλοκή, αισθητική απόλαυση μακριά από υπερβολικές φιλολογικές διυλήσεις και στημένους, σχεδόν σκηνοθετημένους διδακτισμούς. Περισσότερη έμφαση στην καλλιέργεια συναισθηματικής νοημοσύνης και λιγότερη επιμονή στην εξιχνίαση νοητικών σχημάτων και συγγραφικών-αφηγηματικών τεχνικών: γιατί απόλαυση της ανάγνωσης σημαίνει βίωμα, αδιαμεσολάβητη μεταφορά συγκίνησης, συναρπαστική «υφαρπαγή» στην ατμόσφαιρα άλλων εποχών, βύθισμα στους παράλληλους κόσμους της φαντασίας του συγγραφέα που είναι για τον έφηβο οδηγός, μύστης μα και δάσκαλος. Και τον δάσκαλό σου έχεις το δικαίωμα και την υποχρέωση να τον αμφισβητήσεις, διαλεγόμενος μαζί του για τη γοητεία μα και την ασχήμια της ζωής. «Γιατί δεν πρέπει ο ελεύθερος να μαθαίνει
τίποτα δια της βίας σα δούλος…
τα μαθήματα που μπαίνουν μες στην ψυχή με τη βία,
δε στεριώνουν ούτε διατηρούνται μέσα της»
Πλάτωνα Πολιτεία VII,537 μετ. Ι. Γρυπάρη
Στο φαινόμενο της γραφής και της ανάγνωσης, στην τέχνη του λόγου, αναρωτιέται κανείς: Ποιο μέγεθος προηγείται και ποιο έπεται; Μάλλον συμπλέκονται άρρηκτα μεταξύ τους. Σήμερα πολύς λόγος γίνεται από παράγοντες της εκπαίδευσης και της Παιδείας για Ανανέωση, καινοτομία, σχέση ΜΜΕ, Διαδικτύου και εφηβικής λογοτεχνίας. Από την άλλη μεριά παρατηρείται, σύμφωνα με έρευνες ειδικών, περιορισμός του φαινομένου της ανάγνωσης σε μικρές ηλικίες, κυριαρχία της ψυχαγωγίας υπό τη μορφή περισσότερο της διασκέδασης με τις αναμενόμενες διαφοροποιήσεις λόγων διαφορετικών ηλικιακών κατηγοριών (διάδοση e-books, video clips, video games, τραγούδια, ταινίες, εικόνες, ηλεκτρονικά παιχνίδια). Υπό αυτές τις νέες συνθήκες δημιουργείται μια νέα σχέση ανάμεσα στον αναγνώστη και το βιβλίο. Στην ηλεκτρονική δημοσίευση των κειμένων ο αναγνώστης δεν ξεφυλλίζει, δεν πιάνει στα χέρια του το βιβλίο, δεν μυρίζει το χαρτί. Το βιβλιοπωλείο υφίσταται βέβαια ακόμη με την παραδοσιακή έννοια, εφόσον το βιβλίο υπάρχει και στο Διαδίκτυο ως υλικό αντικείμενο και η υλική του διάσταση συνίσταται στον τίτλο, την εικόνα του εξωφύλλου και ενδεχομένως σε κάποιο συνοδευτικό σχόλιο, αλλά το ηλεκτρονικό βιβλίο αρχίζει να καλύπτει ένα μεγάλο μέρος των απαιτήσεων του κοινού. Έτσι, η προώθηση και η αγορά του βιβλίου αποκτάει στις μέρες μας άλλες διαστάσεις. Πέρα από την ηλεκτρονική μορφή που αποκτάει το βιβλίο, αλλάζει και ο τρόπος διάθεσής του, είτε αυτό είναι έντυπο είτε ηλεκτρονικό, αφού ένα μεγάλο μέρος πια αγοράζεται όχι από τα παραδοσιακά βιβλιοπωλεία αλλά με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού εμπορίου από το ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο.
Εξάλλου,
«Οι μέλισσες πετάνε από λουλούδι σε λουλούδι
αλλά μετά κάνουν το μέλι που είναι κατάδικο τους,
δεν είναι πια ούτε θυμάρι ούτε μαντζουράνα»
Μονταίν (Essais, I,XXVI).
Εποχή μετάβασης, ρευστότητας, αλλαγής δεδομένων, νέος τύπος ανθρώπου; Ποια η θέση του λογοτεχνικού βιβλίου για εφήβους μέσα σε όλα αυτά; Μέσα στην μεταμοντέρνα πολυπλοκότητα των πολυπαραγοντικών κοινωνικών και ψυχολογικών φαινομένων; Δεν πρέπει να ξεχνούμε πως η λογοτεχνία, εκτός όλων των άλλων ζωτικών λειτουργιών της, είναι ένα διαχρονικό σύστημα επικοινωνίας των ανθρώπων. Ο λογοτέχνης αντλεί από τα βιώματά του, τις εμπειρίες του, τα συγκινησιακά και γνωστικά του αποθέματα σημασίες και νοήματα και τα καθιστά προσιτά και ζωντανά μέσα από το λόγο του. Τα νοήματα αυτά μεταφέρουν πολιτισμική ουσία και συνιστούν στάσεις ζωής. Αποτελούν μηνύματα του λογοτέχνη, πότε οικεία και άμεσα αναγνωρίσιμα και πότε έμμεσα και συγκαλυμμένα, τα οποία οι αναγνώστες προσλαμβάνουν με διαφορετικό τρόπο και εμπλουτίζουν με βάση τις δικές τους αναγνωστικές και γενικότερες εμπειρίες ζωής. Τα νέα δεδομένα της θεωρίας της λογοτεχνίας και της διδακτικής της σε συνδυασμό με τις Νέες Τεχνολογίες μπορούν να αξιοποιήσουν αυτά τα κειμενικά στοιχεία σε σχέση με τα εξωκειμενικά δεδομένα, τα βιώματα και τα στοιχεία που συγκροτούν εν γένει τον κοινωνικό και ψυχικό μικρόκοσμο των μαθητών μας.
Πάντως και πέρα από κάθε αμφιβολία, η στυγνή επιδίωξη της χρησιμοθηρίας στην παιδεία και την εκπαίδευση έρχεται συνήθως σε σύγκρουση και αντίθεση με την επίτευξη της ψυχοπνευματικής ισορροπίας. Δυσκολεύει, δημιουργεί προσκόμματα στην παιδαγωγική σχέση δασκάλου-μαθητή, ανατρέπει και ακυρώνει την υπέρτατη αξία του σεβασμού προς τον συνάνθρωπο κι όχι μόνο στο συγγενή, εμποδίζει τη μετάδοση πανανθρώπινων ιδανικών που εξευγενίζουν τον άνθρωπο, απαλείφει την ατομική υπευθυνότητα για τα κακώς κείμενα της κοινωνικής ζωής έναντι μιας προβληματικής, σχεδόν παθολογικής απρόσωπης συλλογικότητας.
Ωστόσο, η Λογοτεχνία για εφήβους σήμερα έχει κανείς, πολλές φορές, την αίσθηση ότι αιωρείται ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο. Υιοθετώντας την οπτική γωνία του εφήβου, οι συγγραφείς του είδους αποσκοπούν «στην όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη μετάβαση του αναγνώστη από τον κόσμο της αθωότητας στον κόσμο της ευθύνης και της αυτονομίας της προσωπικότητας, από την ηλικία της ανωριμότητας στην ωρίμανση», όπως το θέτει η πανεπιστημιακός Αντα Κατσίκη-Γκίβαλου. Σύμφωνα με την τελευταία, εδώ και δεκαπέντε χρόνια, τα βιβλία της ξένης εφηβικής λογοτεχνίας χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτά των οποίων τα θέματα εκκινούν από σύγχρονα προβλήματα και σ’ εκείνα που ανήκουν στο χώρο του φανταστικού.
Τα θέματα της πρώτης κατηγορίας είναι ιδιαίτερα σκληρά: η κακοποίηση ενηλίκων, οι άστεγοι, η τρομοκρατία, οι μυστικές οργανώσεις, η βία μεταξύ εφήβων, ο διαβρωτικός κόσμος του λάιφ στάιλ, ο αλκοολισμός… Ενας μεγάλος αριθμός βιβλίων, επίσης, ασχολείται με τη γυναικεία σεξουαλικότητα, την ετεροφυλοφιλία αλλά και τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, την εγκυμοσύνη, τις εκτρώσεις, την αιμομειξία, καθώς τα ψυχολογικά αδιέξοδα των ηρώων διαπλέκονται με θέματα που σχετίζονται με το σώμα τους και την ταυτότητά τους.
Η παραπάνω θεματολογία αντιμετωπίζεται από τους έλληνες εκδότες ως πολύ προχωρημένη για τη δική μας κοινωνία, αλλά τον τελευταίο καιρό βλέπουμε κάποια μεταφρασμένα δείγματά της, όπως το «Πίκρα» του Νικ Χόρνμπι, το «Υπάρχω» του Κέβιν Μπρουκς ή το «Πρόσωπο της Σάρα» του Μέλβιλ Μπέρτζες (και τα τρία από τις εκδ. Πατάκη).
Στο σημείο αυτό η φράση του Χάιντεγκερ: «το δέντρο μεγαλώνει από τα κλαδιά του αλλά και από τις ρίζες του» έρχεται να μας θυμίσει τη στενή σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο. Ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο απαιτείται μια γόνιμη σύνθεση, μια χρυσή τομή: γιατί η απόλυτη ρήξη με το παρελθόν συσκοτίζει το πολυσύνθετο παρόν και δυσχεραίνει τον, κατά το μάλλον ή ήττον, ορθολογικό σχεδιασμό του μέλλοντος…
Ήδη από το 1958, εξηγεί η Χάννα Άρεντ στο δοκίμιό της «η κρίση της εκπαίδευσης»: «Μου φαίνεται ότι ο συντηρητισμός νοούμενος ως συντήρηση, αποτελεί την ίδια την ουσία της εκπαίδευσης, η οποία έχει πάντοτε ως έργο της να περιβάλλει και να προστατεύει κάποιο πράγμα – το παιδί έναντι του κόσμου, τον κόσμο έναντι του παιδιού, το καινούργιο έναντι του παλαιού, το παλαιό έναντι του καινούργιου».
Αναμφίβολα, όλοι μας παίρνουμε μαθήματα, προσπαθώντας να γράψουμε για την παιδεία σε εποχή πνευματικού, κοινωνικού και οικονομικού αναβρασμού. Δεν μπορούμε να γράψουμε ή να μιλήσουμε εύκολα για ό,τι αγαπούμε πολύ και μας πληγώνει. Η αγάπη μας πολλές φορές κάνει την άποψή μας εξομολογητική ή παράπονο. Η εξομολόγηση είναι προσωπική, όπως είναι και το παράπονο. Σίγουρα, χρειάζεται λογική σκέψη, απόσταση και ψυχραιμία, για να μην προσθέσουμε ταραχή στην ταραχή αλλά, αντίθετα, να προσφέρουμε στήριγμα έστω κι αμυδρό. Γιατί «κάθε φορά που ο λόγος ξετυλίγει ένα γεγονός, ο κόσμος ξαναχτίζεται από την αρχή. Τίποτε δεν είναι τόσο μεγάλο όσο ο λόγος, ο οποίος δημιουργεί τόσα πολλά με τόσο λίγο.» (E. Benveniste)