Η ελληνική γλώσσα δεν γοητεύει τους Ελληνες
Παγκόσμια ημέρα της ελληνικής γλώσσας χθες. Μη με ρωτάτε τι σημαίνει αυτό διότι μου ακούγεται σαν μνημόσυνο. Ακούσαμε για μια ακόμη φορά την ομιλία του Ξενοφώντα Ζολώτα στα αγγλικά χρησιμοποιώντας μόνον ελληνικές λέξεις. Διαπιστώσαμε «μετ’ ευτελείας» που λέει ο Θουκυδίδης πως η γλώσσα μας, μαζί με την κινεζική, δεν έχει πάψει να μιλιέται για τόσες χιλιάδες χρόνια. Πόσες χιλιάδες; Ας θεωρήσουμε ως αφετηρία τα ομηρικά έπη, τα πρώτα μνημεία της εκφραστικής δυναμικής της. Δεν έχει και τόση σημασία. Σημασία έχει ότι είναι μία από τις δύο αρχαιότερες γλώσσες του δυτικού πολιτισμού. Η δεύτερη είναι η εβραϊκή. Η διαφορά είναι ότι αυτή έμεινε αποθηκευμένη στα ιερά κείμενα, είχε χάσει την προφορική της ζωντάνια και την κέρδισε ξανά όταν το κράτος του Ισραήλ την αναγνώρισε ως επίσημη γλώσσα του. Ισως γι’ αυτόν τον λόγο οι σύγχρονοι Εβραίοι δίνουν τόση σημασία στους συγγραφείς τους, ενώ εμείς τους αντιμετωπίζουμε ως διακοσμητικά στοιχεία της παιδείας μας. Και έτσι έρχομαι στο προκείμενο: ποιο είναι το μέλλον της γλώσσας μας; Πώς θα μπορέσει να επιβιώσει σε έναν κόσμο που μιλάει αγγλικά; Χρειάζονται κατασταλτικά μέτρα; Πάντα άχρηστα στην οικουμένη του Διαδικτύου. Οι Γάλλοι προσπάθησαν να προστατεύσουν τη δική τους γλώσσα, η οποία μέχρι πριν δεκαετίες ήταν διεθνής, και απέτυχαν. Τα μέτρα αυτά μου θυμίζουν την ποτοαπαγόρευση. Οχι μόνον βοήθησε το λαθρεμπόριο αλλά ενίσχυσε και την κατανάλωση αλκοόλ.
ΑΠΟΨΗ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Στον σκοτεινό αστερισμό των Greeklish
Του Ευριπίδη Γαραντούδη*
Η γενικευμένη χρήση, εδώ και αρκετά χρόνια, των Greeklish (η γραφή της ελληνικής γλώσσας με το λατινικό αλφάβητο), ιδίως από τη νεανική κοινότητα, δημιουργεί εύλογο προβληματισμό για το κατά πόσον επηρεάζει αρνητικά τη γλωσσική επάρκεια στον γραπτό λόγο και συνεπώς μειώνει τη θετική επίδοση στα σπουδαστικά περιβάλλοντα. Σημείο εκκίνησης του σχετικού προβληματισμού είναι ότι τόσο η δευτεροβάθμια όσο και η πανεπιστημιακή εκπαίδευση, όπου η ελληνική γλώσσα διδάσκεται, διαβάζεται και γράφεται με την ελληνική γραφή της, προφανώς προσπαθούν –και σε μεγάλο βαθμό το κατορθώνουν– να λειτουργήσουν ανασχετικά στις αρνητικές επιπτώσεις των Greeklish. Παλαιότερα η χρήση των Greeklish οφειλόταν κυρίως στην έλλειψη ελληνικού πληκτρολογίου στις ηλεκτρονικές συσκευές ή στη δυσκολία της χρήσης του. Σήμερα, όμως, τα λειτουργικά συστήματα των κάθε είδους συσκευών (κινητών τηλεφώνων, ταμπλετών και υπολογιστών) διαθέτουν εξίσου εύχρηστα πληκτρολόγια της ελληνικής και των γλωσσών του λατινικού αλφαβήτου. Συνεπώς, η σημερινή χρήση των Greeklish, ενός κώδικα γλωσσικής επικοινωνίας που τον χαρακτηρίζει η μη τυποποιημένη, ρευστή γραφή, όσο κι αν οφείλεται στη μεγάλη εξοικείωση των νέων με την αγγλική, ουσιαστικά επιφέρει τη διολίσθηση της γραπτής γλώσσας στην ευκολία, στην απροσδιοριστία του νοήματος, στη συρρίκνωση της σκέψης. Πρέπει, λοιπόν, να συνδεθεί με τη γενικότερη διάβρωση της γλώσσας στη γραπτή εκφορά της.
Ο καταλογισμός ευθυνών στη νεανική κοινότητα για έλλειψη γλωσσικής ευαισθησίας παραβλέπει ότι η εικόνα διάβρωσης του γραπτού λόγου είναι πολύ ευρύτερη.
Με την ιδιότητα του πανεπιστημιακού δασκάλου έζησα, στη διάρκεια της πανδημίας, την εμπειρία της διενέργειας των εξετάσεων μέσω του Διαδικτύου. Αυτό που μπορώ δημόσια να μοιραστώ, όπως υποθέτω και η μεγάλη πλειονότητα των εκπαιδευτικών, είναι ότι υψηλό ποσοστό γραπτών μαρτυρούσε τη διάχυτη κατάσταση ενός καταγραμμένου λειτουργικού αναλφαβητισμού: τα κείμενα ήταν δείκτες άγνοιας της χρήσης προγραμμάτων επεξεργασίας κειμένου, άτακτα συμπιλήματα από θραύσματα διαδικτυακών πηγών, ανορθόγραφα και ασύντακτα. Μία τέτοια αδυναμία λειτουργικής επικοινωνίας σε ένα θεσμικά συντεταγμένο περιβάλλον γραπτού λόγου, όπως είναι οι εξετάσεις, πιστεύω ότι είναι συγκοινωνούν δοχείο με τα Greeklish. Αλλά ο καταλογισμός ευθυνών στη νεανική και σπουδαστική κοινότητα για έλλειψη γλωσσικής ευαισθησίας παραβλέπει ότι η εικόνα της διάβρωσης του γραπτού λόγου είναι πολύ ευρύτερη και ότι, συνεπώς, τα Greeklish λειτουργούν ως νεανική εκδήλωση αυτής της γενικότερης διάβρωσης. Η προχειρότητα, ή έλλειψη επιμέλειας και τα πραγματικά σφάλματα κατά τη χρήση του γραπτού λόγου στο διαδικτυακό περιβάλλον, ιδίως στα κοινωνικά δίκτυα, με άλλα λόγια σε ένα μεγάλο μέρος της δημόσιας σφαίρας, επιφέρουν την κακοποίηση του τυπικού της γλώσσας, τη διαστρέβλωση των νοημάτων της, την άμβλυνση της σκέψης· όλος αυτός ο διάχυτα φθαρμένος γραπτός λόγος λειτουργεί ως το καλύτερο σχολείο για την εμπέδωση της γλωσσικής αναισθησίας που καταμαρτυρούμε στα Greeklish. Ιδίως, μάλιστα, όταν φορείς και δράστες αυτού του διαβρωμένου γραπτού λόγου είναι τα πάσης φύσεως μεγαλόσχημα πρόσωπα του σύγχρονου επικοινωνιακού και πολιτισμικού χυλού, ό,τι επιπολάζει αναπαραγόμενο στην επιφάνεια μεγάλου μέρους της διαδικτυακής ειδησεογραφίας, αυτός ο λόγος τείνει πλέον να γίνει το κυρίαρχο παράδειγμα.
* O κ. Ευριπίδης Γαραντούδης είναι καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας ΕΚΠΑ.
«Tsilare φίλε gt θα αρχίσω να cringarw» – Ερευνα: Γιατί τα παιδιά γράφουν σε greeklish
Ερευνα από μαθητές του 1ου Πειραματικού Γενικού Λυκείου Αμαρουσίου σε συνομηλίκους τους για τη χρήση των greeklish
Brm/ Gt/ Ela re mlk / Tsilare /Kk. Τι κρύβεται πίσω από αυτές τις… λέξεις; Οχι, δεν είναι αργκό. Είναι διάλογος δύο φίλων σε greeklish, που μάλιστα οι έφηβοι προς χάριν συντομίας τα κόβουν. Λοιπόν ας αποκρυπτογραφήσουμε τον διάλογο:
– Brm: Βαριέμαι.
– Gt: Γιατί;
– Ela re mlk: Ελα ρε μαλάκα.
– Tsilare: Χαλάρωσε.
– Kk: Οk.
Δεν είναι λίγοι οι έφηβοι που χρησιμοποιούν τα greeklish όταν επικοινωνούν με τους φίλους τους. Σχεδόν ο ένας στους δύο γράφει greeklish έστω σποραδικά. Ο κύριος λόγος είναι η ευκολία, η βολή που τους προσφέρουν τα greeklish, αφού η γραφή αυτή είναι πιο σύντομη και εύκολη, δεν χρειάζεται να θυμούνται την ορθογραφία των λέξεων. Ή μήπως τα παιδιά με τον τρόπο αυτό ξεπερνούν την ανασφάλειά τους ότι δεν γράφουν σωστά τις λέξεις; Και τους απασχολεί αληθινά αυτό; Η έρευνα που έγινε από μαθητές του 1ου Πειραματικού Γενικού Λυκείου Αμαρουσίου σε συνομηλίκους τους για τη χρήση των greeklish, έδειξε ότι ο ένας στους πέντε επικοινωνούν στο Διαδίκτυο με τους γονείς τους σε ελληνικά αλλά με αγγλικούς χαρακτήρες. Ξαφνιάζει ότι μόνο το 3,5% των εφήβων επικοινωνεί διαδικτυακά με τους παππούδες του σε greeklish;
Συγκεκριμένα, το 8,3% των παιδιών πάντα χρησιμοποιεί τα greeklish στις επικοινωνίες του στο Διαδίκτυο. Περισσότεροι από έναν στους τέσσερις (27,1%) τα επιλέγουν αρκετά συχνά, ενώ το 15,3% σποραδικά. Επομένως, 35,4% των μαθητών χρησιμοποιεί εντατικά τα greeklish. Οι υπόλοιποι δήλωσαν ότι τα χρησιμοποιούν σπάνια ή και ποτέ.
«Αρκετά παιδιά νιώθουν κοινωνικά αποκλεισμένα, αν δεν “υιοθετήσουν” τα greeklish ώστε να γίνουν αποδεκτά».
Η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών (84%) τα χρησιμοποιεί στο Instagram, ενώ περίπου οι μισοί (41%) στο TikTok. Ενας στους τέσσερις τα χρησιμοποιεί στο messenger και στο Discord. Λιγότερο δημοφιλή είναι τα greeklish σε άλλες πλατφόρμες και εφαρμογές, όπως η σχολική πλατφόρμα «e-τάξη» (3,5%), στο Facebook (4,2%), το e-mail (6,9%) και το Whatsapp (6,9%). Είναι εύλογο τα υψηλότερα ποσοστά να παρατηρούνται στο Instagram, στο TikTok αλλά και στο Viber (32,5%), γιατί είναι εφαρμογές τις οποίες οι νέοι χρησιμοποιούν καθημερινά, είτε για να επικοινωνήσουν με τους φίλους τους είτε για ψυχαγωγία. Αλλες εφαρμογές (Facebook, e-mail, «e-τάξη») είτε δεν είναι τόσο δημοφιλείς στους εφήβους, είτε συσχετίζονται με το σχολείο. Επομένως, η μεγάλη διαφορά στη χρήση των greeklish ανάλογα με τις εφαρμογές εξαρτάται από τη δημοφιλία, τον σκοπό και τους χρήστες της καθεμιάς.
Σχεδόν οι εννιά στους δέκα μαθητές (86,8%) απάντησαν πως χρησιμοποιούν τα greeklish για να επικοινωνήσουν με φίλους/συνομηλίκους. Είναι αξιοσημείωτο ότι το 20,1% τα χρησιμοποιούν και όταν απευθύνονται στους γονείς τους. Πολύ λίγοι γράφουν με greeklish σε καθηγητές (4,9%) και σε παππούδες και γιαγιάδες (3,5%).
Το 5,6% των μαθητών τα χρησιμοποιούν επειδή νιώθουν ανασφάλεια, γιατί δεν είναι καλοί στην ορθογραφία, στο 4,9% επειδή τους αρέσει να ακολουθούν τη μόδα, ενώ το 4,9% θέλει να είναι αποδεκτό. Περίπου οι μισοί (47,2%) καταφεύγουν σε αυτά, καθώς χρησιμοποιούν συχνά αγγλικές λέξεις και χρησιμοποιώντας τα greeklish, δηλαδή γραφή με λατινικούς χαρακτήρες, δεν χρειάζεται να αλλάζουν γλώσσα στο πληκτρολόγιο.
«Με βάση τα υπόλοιπα στοιχεία, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως αρκετά παιδιά νιώθουν κοινωνικά αποκλεισμένα, αν δεν «υιοθετήσουν» τα greeklish –ενδεχομένως και κάποια άλλη μόδα;– ώστε να γίνουν αποδεκτά. Επιπλέον, αρκετά παιδιά, επηρεασμένα από την αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιούν τη γλώσσα αυτή για να εκφράζονται, με αποτέλεσμα να μη χρησιμοποιούν ελληνικούς χαρακτήρες, προτιμώντας τα greeklish», παρατηρούν οι μαθητές που οργάνωσαν την έρευνα υπό την επίβλεψη της καθηγήτριάς τους φιλολόγου Δώρας Κουντουρά.
Επηρεάζει η χρήση των αγγλοελληνικών την ορθογραφία και τη γραπτή έκφραση των μαθητών; Οι περισσότεροι (62,5%) εκτιμούν ότι αλλοιώνουν τη γλώσσα. Ωστόσο, αυτή η εκτίμηση είναι αντιφατική, αν λάβουμε υπόψη ότι οι περισσότεροι ταυτοχρόνως διαφωνούν ότι λόγω των greeklish δυσκολεύονται να γράψουν ορθογραφημένα στα ελληνικά (61,8%), να εκφραστούν γραπτά (63,9%) και προφορικά (84,3%) στα ελληνικά. Οπως παραδέχονται οι έφηβοι που οργάνωσαν την έρευνα, «μέσα από τη συζήτηση που κάναμε συνειδητοποιήσαμε πως εμείς δεν είμαστε σε θέση να αποφασίσουμε κατά πόσο η χρήση των greeklish αποτελεί πρόβλημα για την ελληνική γλώσσα. Είμαστε όμως σε θέση να παρατηρήσουμε τον αντίκτυπο που αφήνουν στους νέους, σύμφωνα με την εμπειρία μας. Επίσης, παρατηρήσαμε πως πολλοί ενήλικες, αν και αδαείς, δηλαδή όχι ειδικοί, έχουν πολύ ισχυρή άποψη για θέματα που ούτε τους απασχολούν ιδιαίτερα ούτε και τα κατανοούν, όπως η γλώσσα των νέων και τα greeklish».
Ομαδική δουλειά
Τα παιδιά είναι αφοπλιστικά και συνάμα ακριβή, όταν εξηγούν γιατί ενώ η έρευνα διεξήχθη τον Οκτώβριο του 2022, αυτά αποφάσισαν να την δημοσιοποιήσουν τώρα. Οπως λένε, «οι τελευταίες εβδομάδες είναι μια πιο χαλαρή περίοδος, επειδή οι περισσότεροι καθηγητές δεν πιέζονται πλέον να τελειώσουν την ύλη, όπως τους προηγούμενους μήνες. Εξάλλου ήταν ωραία που δουλέψαμε ομαδικά.
Ετσι το μάθημα έγινε και πιο διασκεδαστικό και παιγνιώδες. Δεν είναι προτιμότερο να κάνουμε μια ομαδική δουλειά από το να την κάνει ο καθένας μόνος του;» λέει η ομάδα των παιδιών, ενώ μαθήτρια της Α΄ Λυκείου προσθέτει: «Για παράδειγμα, εγώ συνεργάστηκα στην ομάδα μου με τρία ακόμη παιδιά με τους οποίους δεν μιλούσα στην αρχή της χρονιάς. Ομως τώρα, χάρη στην έρευνα αυτή, δημιουργήθηκε ένας φιλικός δεσμός ανάμεσά μας, παρόλο που στην τάξη μας δεν υπάρχει πάντα κλίμα συνεργασίας. Μέσα από την εργασία σε ομάδες “αναγκαστήκαμε” να συνεργαστούμε μεταξύ μας, για να ανακαλύψουμε, τελικά, ότι είναι ωραία η επικοινωνία εντός και εκτός μαθήματος. Το αποτέλεσμα ήταν να γνωριστούμε καλύτερα και να αρχίσουμε να κάνουμε νέες παρέες».
Οι αριθμοί
62,5% των μαθητών χρησιμοποιούν τα greeklish στο Διαδίκτυο, ενώ 35,4% κάνουν εντατική χρήση.
86,8% επιλέγουν τα greeklish για να επικοινωνήσουν με φίλους/συνομηλίκους.
84% χρησιμοποιούν τα greeklish στο Instagram και 41% στο TikTok.
47,2% καταφεύγουν στα greeklish καθώς χρησιμοποιούν συχνά αγγλικές λέξεις και δεν χρειάζεται να αλλάζουν γλώσσα στο πληκτρολόγιο.
61,8% διαφωνούν ότι η χρήση των greeklish επηρεάζει την ορθογραφία στα ελληνικά.
Η αμφίβολη σοφία του σύντομου λόγου
Σε έναν κόσμο όλο και πιο περίπλοκο, ο λόγος γίνεται όλο και πιο σύντομος, θαρρείς λεηλατημένος, λειψός. Τιτιβίσματα 140 χαρακτήρων, ειδήσεις ως εύπεπτες μπουκιές, άρθρα χρονομετρημένης ανάγνωσης, e-mails τηλεγραφικά, σημειώσεις σε κουκκίδες, κατάλληλες να διαβαστούν στην οθόνη του κινητού. Διότι οι λέξεις φέρνουν λέξεις. Και οι υποτιθέμενα περιττές, αγκιστρώνουν, αποπροσανατολίζουν, φυτεύουν επιβραδύνσεις, αμφιβολίες, προβληματισμούς. Οταν όλα πρέπει να διεκπεραιωθούν τώρα. Γρήγορη κύλιση με σύντομες στάσεις και κλικ, ταχύτατο πέρασμα από εφαρμογή σε εφαρμογή και κλικ. Μαθητές, φοιτητές, υπάλληλοι, επαγγελματίες, στελέχη εταιρειών, σταθεροί χρήστες των δικτύων σχολιάζουν με φράσεις κοφτές και emojis, που υποκαθιστούν παραγράφους, ή με μιμίδια, την πιο εύγλωττη έκφραση του πολιτισμού των συμβόλων.
Είμαστε βραχύλογοι, συνήθως όχι από πνεύμα λιτότητας δωρικό, της φλυαρίας πολέμιοι, ή κατόπιν σκέψης βαθιάς, φιλοσοφικού στοχασμού, αλλά από βιάση. Η ρηχή σοφία της ταχείας απορρόφησης του μέγιστου αριθμού πληροφοριών με τη μικρότερη δυνατή προσπάθεια, της απλοποίησης και των σύνθετων. Ομως η επιφανειακή προσέγγιση δεν ξεκλειδώνει ούτε τις «χρήσιμες» σύντομες ειδήσεις, πόσο μάλλον τα πολυεπίπεδα ζητήματα, τα περίπλοκα επιχειρήματα. Κι όσο πιο λίγες είναι οι λέξεις στην κινητή μικροοθόνη, τόσο λιγοστεύουν κι εκείνες στη μνήμη, στις σκέψεις τις ερμητικά κλειστές. Οσο πιο γρήγορα εναλλάσσονται, τόσο δεν μένει καιρός να αντιληφθεί κάποιος τη συνθετότητα των πραγμάτων, την ομορφιά ή την ασχήμια τους, να κατανοήσει τον άλλο, να ελευθερώσει λογισμούς. Οσο οι λέξεις εξαντλούνται στο τώρα, ακυρώνοντας το μέλλον, τόσο «το νόημα του παρελθόντος παραμένει σε εκκρεμότητα» (Σαρτρ), τόσο μηδενίζεται όλος ο ανθρώπινος χρόνος και μαζί η ευθύνη να φανταστούμε κάτι πέρα από τις ατομικές προσδοκίες μας, να αποδώσουμε λογαριασμό σχετικά με την επισφαλή μοίρα των ανθρώπων.
Είναι το μέσο, η κινητή μικροοθόνη, που παγιώνει την τάση να προτιμώνται μικρότερα κείμενα, έδειξαν 54 έρευνες.
Δεν χάνουν οι λέξεις τη δύναμή τους, αφού όσο πιο λίγες είναι, τόσο και πιο ισχυρές. Φωνάζουν. Καταδικάζουν. Ερεθίζουν. Πονούν. Παρηγορούν. Σώζουν. Εξαπατούν. «Χάρη στις λέξεις, μπορέσαμε να υψωθούμε πάνω απ’ τα κτήνη· και χάρη στις λέξεις πέφτουμε στο επίπεδο των δαιμόνων», έγραφε ο Χάξλεϊ. Οι λέξεις σαν ξίφη διασταυρώνονται, δίστομες, αναιδείς, μέσα στην προηγμένη ύλη που δίνει νόημα στην ύπαρξή μας, μέσα στο τεχνολογικό μας βασίλειο, το όλο και πιο προφυλακτικό. Διότι, μολονότι εκεί δίνονται πια οι περισσότερες μάχες, εκείνο δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι κλείνει έξω του όλο το χάος του κόσμου.
Είναι το ίδιο το μέσο, η κινητή μικροοθόνη, που δημιουργεί την τάση να προτιμώνται μικρότερα κείμενα, αποφάνθηκαν Ισπανοί και Ισραηλινοί ερευνητές, οι οποίοι επεξεργάστηκαν τα πορίσματα 54 ερευνών σχετικά με την ανάγνωση από το κινητό. Κείμενα μεγαλύτερα των 500 λέξεων γίνονται πλημμελώς κατανοητά, διότι διαβάζονται ταχύτερα στο τηλέφωνο από ό,τι σε μια ακίνητη σελίδα και άρα δίχως, ίσως, να απορροφώνται όλες οι ιδέες· με υπερβολική σιγουριά και μικρό σεβασμό, τη βεβαιότητα ότι η ψηφιακή ανάγνωση δεν απαιτεί κόπο. Η κύλιση εμποδίζει το νοητικό βούλιαγμα μέσα στα μακροσκελή γραφόμενα. Το αδιάκοπο ανέβασμα του ψηφιακού κειμένου χρειάζεται μεγαλύτερη διανοητική προσπάθεια από ό,τι η ακίνητη σελίδα, καθώς ο εγκέφαλος ψάχνει διαρκώς να εντοπίσει τη θέση της αράδας. Η κύλιση επιπλέον καταργεί τη γεωγραφία του γραπτού λόγου, τη συνθήκη του χώρου. Στην ακίνητη σελίδα ο αναγνώστης γνωρίζει πού βρίσκεται το σημείο ανάγνωσης, μπορεί να χωροθετήσει μια φράση στον «χάρτη» της, να επιστρέψει, να την επανεξετάσει και να την εμπεδώσει. Επειτα, είναι όλα εκείνα τα μηνύματα και emails, οι διαφημίσεις και ενημερώσεις που ξεπηδούν διαρκώς στην οθόνη και καταστρέφουν τη συγκέντρωση. Πιο δημοφιλή και ευφραντικά, λοιπόν, είναι τα μικρογραπτά. Και όσο περισσότερο εθίζεται κάποιος σε αυτά, κατέληξαν οι ερευνητές, τόσο αποφεύγει τα μεγαλύτερα κείμενα, ακόμη και για ψυχαγωγία.
Η ψηφιακή βραχυλογία είναι εδώ και θα εξελίσσεται. Το ζήτημα είναι αν θα επηρεάσει την εσωτερίκευση της γνώσης και τη δομή του λόγου, τους διαύλους της αναλυτικής σκέψης, την ενόραση, την ικανότητα αναμέτρησης με τη διαστρέβλωση, το ψέμα, τη δημαγωγία. Ή αν, όπως ευελπιστούν νευροεπιστήμονες, θα πλάσει έναν νέο, διττό, ευέλικτο εγκέφαλο που θα μπορεί να συλλαμβάνει πολυπλοκότητες και να εμβαθύνει το ίδιο, διαβάζοντας είτε συντομογραφίες είτε πραγματείες, οπουδήποτε, σε χαρτί, οθόνες ή αόρατους τοίχους.
Λέξεις – σφραγίδες των ανήσυχων ημερών
Γύρω από κάθε λέξη αιωρείται πλήθος νοημάτων. Ιδίως γύρω από μια λέξη κυρίαρχη στις συζητήσεις και στους προβληματισμούς, επαναλαμβανόμενη, καυτή, όπως ο όρος «χειραγώγηση», στα αγγλικά «gaslighting», νεολογισμός ο οποίος ανακηρύχθηκε από το λεξικό Merriam-Webster λέξη της χρονιάς. Είναι μια λέξη ισχυρή που ερμηνεύεται ανάλογα με τα περιβάλλοντα όπου ευδοκιμεί: υποκίνηση ταραχών, παραπληροφόρηση, ψευδείς ειδήσεις, θεωρίες συνωμοσίας, αλγοριθμική ριζοσπαστικοποίηση, τρολ στα κοινωνικά δίκτυα, δηλαδή προώθηση ιστοριών που μεταβάλλουν στάσεις και συμπεριφορές, υποδαυλίζουν την πόλωση και το μίσος και αυξάνουν τη δυσπιστία προς τους θεσμούς.
Στην Ελλάδα θα μπορούσε να είναι η λέξη «κακοποίηση» – είχε σημαντική αύξηση στις εγχώριες αναζητήσεις· παιδική κακοποίηση σε διαφορετικές υποθέσεις, που «έριξαν το πανελλήνιο από τα σύννεφα». Η «κακοποίηση» είναι επίσης μια λέξη πολύ ισχυρή, με απειράριθμα νοήματα και απεχθείς συμπαραδηλώσεις. Ιδανικές λείες για αυθαίρετες προεκτάσεις και σκοτεινά μυθεύματα.
Πολιτική χειραγώγηση και παιδική κακοποίηση είναι μεταξύ τους έννοιες με διαφορετική κοινωνική καταγωγή, αλλά με ένα υπόγειο κοινό νήμα, την καταδυνάστευση –πνευματική, συναισθηματική, λεκτική, σωματική– που οδηγεί όχι μόνο στα πρωτογενή συνταρακτικά νοήματα των συγκεκριμένων πραγμάτων αλλά και σε ένα τρανταχτό ευρύτερο νόημα, που σηματοδοτεί την εποχή μας. Μια εποχή απογυμνωμένη, όπως και παρελθούσες, από τα σταθερά της σημεία. Δημοκρατίες απειλούμενες από νεο-αυτοκρατορικές ανελεύθερες δυνάμεις, λαϊκισμοί, ανορθολογισμοί, ευρείες κοινωνικές ανισότητες, ατομική και κοινωνική απογοήτευση, ξενοφοβία, χρήση βίας εν οίκω και εν δήμω, προπαγάνδα και αλλεπάλληλα μεγάλα ψεύδη, έκπτωση ηθών και αξιών, ρευστές κοινωνίες του φόβου για την ακριβή ενέργεια, τον πληθωρισμό, το κλίμα, τις προπαρασκευές πίσω από τις παροξυσμικές λεκτικές επιθέσεις γειτόνων… Oπως έλεγε ο Εκο, «ο πολιτισμός δεν ακυρώνει τη βαρβαρότητα, αλλά, πολλές φορές, την επικυρώνει».
Αρνητικές ήταν οι έννοιες που απασχόλησαν περισσότερο τον κόσμο φέτος, καθρέφτης των πραγμάτων και μαζί σινιάλο SOS.
Αυτό το εκρηκτικό σύμπαν οι λέξεις το χτίζουν. Αυτές δομούν εδώ και χιλιάδες χρόνια τη ζωή, παγιώνουν συνειδήσεις. Και παρεμβαίνουν. Εξαγριώνουν, κλονίζουν, ακόμη και ανατρέπουν ισορροπίες, στρεβλώνουν, παρασύρουν, ξυπνούν συναισθήματα· την ανησυχία, την αγανάκτηση, τον ενθουσιασμό, την ευφορία. Γεννούν προσδοκίες. Κάθε λέξη κλείνει μια γνώση, ένα χθες, μια μνήμη, γεγονότα, αποφάσεις, όνειρα, ιδέες, μια ηθική στάση. Ο λόγος ενάντια στην εικόνα, ή μάλλον μαζί της. Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες –τον είχε παραθέσει σε σχετικό άρθρο του ο Μάριος Πλωρίτης– έγραφε: «Ποτέ δεν υπήρξαν στον κόσμο τόσες πολλές λέξεις τέτοιου βεληνεκούς, κύρους και πείσματος, όπως στην απέραντη Βαβέλ της σύγχρονης ζωής». Λέξεις εφευρημένες ή κακομεταχειρισμένες, μιλημένες, τραγουδισμένες, γραμμένες με παχύ πινέλο στους τοίχους… «Τα πράγματα έχουν τώρα τόσα ονόματα σε τόσες γλώσσες, που πια δεν είναι εύκολο να ξέρεις πώς λέγονται σε καμία…».
Η χειραγώγηση και η κακοποίηση δεν είναι από εκείνες τις λέξεις που από την υπερχρήση εκκενώνονται από νόημα, φτωχαίνουν, αντίθετα μαστιγώνουν, πληγώνουν. Η «ιστορία» τους δεν εξανεμίζεται, αναγεννώνται διαρκώς μέσα σε νέες οδυνηρές αφηγήσεις, ακονίζονται και σπάνε τον τοίχο του χρόνου. Παραφράζοντας τον Αναγνωστάκη, σαν πρόκες καρφώνονται οι σκληρές λέξεις, και δεν τις παίρνει ο άνεμος. Δεν είναι από εκείνους τους όρους, «ελευθερία», «δημοκρατία», «πρόοδος», «ισονομία», που η πραγματικότητα τους διαψεύδει. Θρυμματίζουν κάθε φορά το καύκαλο της ευταξίας, αποκαλύπτοντας τη σκοτεινή όψη των ανθρώπινων, που δεν εξαφανίζεται, δεν φωτίζεται ολότελα ποτέ.
Το ότι μια αρνητική λέξη, χειραγώγηση, είναι αυτή που περισσότερο απασχόλησε, συζητήθηκε, αναζητήθηκε, αναλύθηκε, κατά το εκπνέον 2022, είναι ένδειξη ταραγμένων, στενόχωρων ημερών. Eνα άλλο λεξικό, το Collins, ως λέξη της χρονιάς ανέδειξε τον νεολογισμό «permacrisis» (μόνιμη κρίση), που αντανακλά την ανασφαλή ανήσυχη ζωή μας σε συνθήκες αλλεπάλληλων και παράλληλων κρίσεων. Στη λίστα με τις έννοιες που περισσότερο αναζητήθηκαν στη βάση δεδομένων Collins με τις οκτώ δισεκατομμύρια λέξεις, το λεξικό περιέλαβε τη «σιωπηλή παραίτηση» των εργαζομένων, διαπιστώνοντας πόσο ζοφερό ήταν το 2022 για πάρα πολλούς ανθρώπους.
Ναι, οι λέξεις φανερώνουν αυτό που μας συμβαίνει πριν ακόμη εμπεδώσουμε την αλλαγή πλήρως. Διαδέχονται η μία την άλλη στη σειρά, στο πιο ζωντανό, συνεχώς μεταβαλλόμενο, ατέρμον κοινό αφήγημα των ανθρώπων.
Η γλώσσα είναι πεδίο μάχης
Η γλώσσα είναι, και ήταν πάντα, το μέσο με το οποίο κατασκευάζαμε και αναλύαμε αυτό που ονομάζουμε «πραγματικότητα». Οι ειδικοί πιστεύουν ότι η οικονομία καθορίζει τη νίκη ή την ήττα στις εκλογές. Αλλά ποιος έχει πραγματικά συναντήσει, αγγίξει ή οσφρησθεί μια οικονομία;
«Τα παιδιά γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι μονόκεροι δεν είναι αληθινοί, αλλά ξέρουν επίσης ότι τα βιβλία για τους μονόκερους, αν είναι καλά βιβλία, είναι αληθινά βιβλία».
Ursula K. Le Guin
Διάβασα πρόσφατα ένα εξαιρετικό βιβλίο της Robin Tolmach Lakoff, με τίτλο «The Language War». Η Lakoff είναι διάσημη καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ. Και έχει ενδιαφέρον επειδή είναι γραμμένο είκοσι δύο χρόνια πριν, ενώ ο γλωσσικός πόλεμος σήμερα έχει γίνει αφάνταστα πιο πολύπλοκος.
Η γλώσσα είναι, και ήταν πάντα, το μέσο με το οποίο κατασκευάζαμε και αναλύαμε αυτό που ονομάζουμε «πραγματικότητα» (λέξη η οποία κατά τον Ναμπόκοφ πρέπει να μπαίνει πάντα σε εισαγωγικά). Οι ειδικοί πιστεύουν ότι η οικονομία καθορίζει τη νίκη ή την ήττα στις εκλογές. Αλλά ποιος έχει πραγματικά συναντήσει, αγγίξει ή οσφρησθεί μια οικονομία; Ο,τι γνωρίζουμε για αυτήν το γνωρίζουμε μέσα από προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις, αλλά και εικόνες που μας οδηγούν στο να συλλαμβάνουμε έννοιες, νοήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι, ακριβώς τη στιγμή που δικαιώματα με βάθος δεκαετιών αμφισβητούνται, πολιτικοί και στελέχη των μίντια έχουν αναπτύξει στρατούς ειδικών, δουλειά των οποίων είναι η προσεκτική ονοματοδοσία και κατασκευή «δημόσιων» νοημάτων με την επιδέξια χειραγώγηση της γλώσσας. Στην «επιχείρηση» συμμετέχουν σύμβουλοι, συγγραφείς, επικοινωνιολόγοι, σύμβουλοι μέσων ενημέρωσης, γραμματείς Τύπου, spin doctors (ορολογία 90ς), ειδικοί δημοσίων σχέσεων, δημοσκόποι κ.τ.λ. Η γλώσσα έχει γίνει μια μεγάλη επιχείρηση. Αν κάποτε το επαγγελματικό αντικείμενο ήταν η επιχείρηση, τώρα είναι η επικοινωνία, η γλώσσα. Αλλά πώς μπορεί η γλώσσα να έχει αυτό το είδος της διπλής δύναμης, επεξηγηματική και συνεκτική, από τη μια πλευρά, διχαστική και απειλητική από την άλλη; Πώς μπορεί κάτι που είναι σωματικά απλώς μια εκπνοή αέρα, να έχει τη δύναμη να αλλάξει εμάς και τον κόσμο μας;
Η γλώσσα η ίδια είναι πεδίο μάχης. Και η μάχη γίνεται ολοένα πιο σκληρή.
Αρκεί να αναλύσουμε μια δημοφιλή λέξη: (αγγλική μεν αλλά ευρέως διαδεδομένη και στη χώρα) το gaslighting. Σήμερα σημαίνει ένα είδος ψυχολογικής χειραγώγησης. Ο όρος προέκυψε από την ταινία του Τζορτζ Κιούκορ«Gaslight», όπου ένας άνδρας προσπαθεί να πείσει με τη δύναμη της γλώσσας τη γυναίκα του ότι είναι τρελή, με σκοπό να εισαχθεί σε τρελοκομείο και να την εξαπατήσει.
Κέντρο αυτής της ιστορίας είναι η πάλη για τη ρευστή φύση της πραγματικότητας. Υπάρχουν άραγε σταθερές αλήθειες ή η πραγματικότητα είναι μόνο θέμα αντίληψης;
Στη σημερινή εποχή, όπου η διαφήμιση και οι δημόσιες σχέσεις κάνουν τα πάντα ώστε η πραγματικότητα να είναι από θολή ως απούσα και φαντασιακές προβολές να διεισδύουν απευθείας στον νου μας, η λέξη έχει δυσοίωνες νέες εφαρμογές.
Η γλώσσα είναι ενδιάμεσο μεταξύ σκέψης και πράξης: γίνεται η παρατηρήσιμη σκέψη. Διασχίζει τη γραμμή μεταξύ του αφηρημένου και του συγκεκριμένου, του αιθέριου και του σωματικού. Ποια από τις πτυχές της – η άυλη ή η απτή – θα πρέπει να είναι λόγου χάρη η βάση της νομικής μας αντίληψης για την ικανότητα της γλώσσας να αποδίδει δικαιοσύνη;
Τα ερωτήματα επεκτείνονται ακόμη και στη λογοτεχνία. Η δημιουργία ενός άλλου μεταμοντέρνου παζλ είναι αναπόφευκτη, δηλαδή η διαμάχη για το τι διακρίνει, αν μη τι άλλο, το «γεγονός» από το «μυθιστόρημα», ιδιαίτερα στο είδος της αυτοβιογραφίας ή των απομνημονευμάτων (memoirs). Τα τελευταία αρκετά χρόνια, η πρώην σκληρή γραμμή μεταξύ των δύο, έχει γίνει πιο ασαφής. Η τρέχουσα σύγχυση πηγαίνει πίσω στα τέλη του 1960 με τη δημοσίευση του βιβλίου «In Cold Blood» του Truman Capote και του «The Armies of the Night» του Norman Mailer. Και στα δύο, η γραμμή μεταξύ της δημοσιογραφικής πραγματικότητας και της μυθιστορηματικής φαντασίας ήταν θολή. Μια ασάφεια που έγινε πιο προβληματική στη δεύτερη περίπτωση εξαιτίας της παρεμβολής του ίδιου του Mailer, σε τρίτο πρόσωπο, ως χαρακτήρα στο μυθιστόρημα. (Ο Mailer συνέχισε το παιχνίδι στο «The Executioner’s Tale», που δημοσιεύτηκε περίπου μια δεκαετία αργότερα, στο οποίο ο ρεπόρτερ/μυθιστοριογράφος μπαίνει στις σκέψεις ενός καταδικασμένου δολοφόνου, με τον οποίο στην πραγματικότητα δεν είχε μιλήσει.) Ωστόσο, δεν υπήρχε αμφισβήτηση για την αλήθεια – ο εξωτερικός κόσμος ήταν ακόμη αξιόπιστος, οι «ρεπόρτερ» του (είτε με το πρόσχημα των μυθιστοριογράφων είτε των εφημερίδων) αξιόπιστοι.
Εδώ ακόμη και ο Καρλ Λάγκερφελντ είχε πει: «Η μόδα είναι μια γλώσσα που δημιουργείται με ρούχα για να ερμηνεύει την πραγματικότητα».
Η γλώσσα που επικρατεί στη Meta-εποχή που ζούμε φαίνεται να είναι απλή και εύκολα αποκωδικοποιήσιμη. Το ευρύ κοινό, βιαστικό και βουλιμικό, έλκεται από τις απλές, φαντασμαγορικές, φράσεις και ιστορίες που έχουν άμεση χρηστική ή ψυχαγωγική αξία. Τι κρύβεται όμως πίσω από αυτές; Εάν σκάψει κανείς βαθύτερα θα δει πως οι λέξεις και οι ιστορίες που επιδρούν δραστικότερα στους Meta-καταναλωτές είναι τόσο βαθιές και περίπλοκες όσο και κουτσομπολίστικες και «σατανικές». Ενεργοποιούν τα συναισθήματά μας, ή ακόμη και τα λιγότερο αξιοπρεπή μέρη του εαυτού μας, έτσι ώστε συχνά ντρεπόμαστε για τη γοητεία που μας ασκούν. Οι ιστορίες που ξεχωρίζουν, εμπεριέχουν τη γλώσσα που επηρεάζει, επειδή περιλαμβάνουν την πολυπλοκότητα του να είσαι άνθρωπος, τη δυσκολία του να ζεις υποχρεωτικά στο καθημερινά προβληματικό «εδώ και τώρα». Η επεξεργασία του δράματος δεν απαιτείται. Είναι καθημερινά μπροστά μας. Το θέατρο της γλώσσας αντανακλά το θέατρο της πραγματικότητας. Ποια είναι η ισχυρότερη μυθοπλασία;
Ο Σαρτρ αποκάλεσε τον άνθρωπο «άχρηστο πάθος» επειδή είναι τόσο απελπιστικά παραπλανημένος ως προς την πραγματική του κατάσταση. Θέλει να είναι θεός αλλά δεν διαθέτει τίποτα περισσότερα παρά τον εξοπλισμό ενός ζώου, και έτσι θριαμβεύει μόνο στις φαντασιώσεις του.
Μετά από τριάντα χρόνια σε αυτή τη δουλειά, έχω να πω οι συγγράφεις που πιστεύουν ότι η γλώσσα τους μπορεί να αναπαραστήσει την αντικειμενική πραγματικότητα ζουν σε ένα παράλληλο σύμπαν.
Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.
Ποια Ελληνικά θέλουμε να μιλάμε;
Η Τετάρτη που μας πέρασε κηρύχθηκε «Ημέρα των Ελληνικών». Για κάποιον, όπως ο υπογράφων, που βιοπορίζεται γράφοντας ένα χρονογράφημα την ημέρα, κάθε ημέρα είναι ημέρα των ελληνικών. Δεν είναι ένα απλό εργαλείο της δουλειάς του. Τα «ελληνικά» είναι κεφάλαιο της υπαρξιακής του συνθήκης, της δικής μου υπαρξιακής συνθήκης. Τα ελληνικά μου είναι η συνθήκη που μου επιτρέπει να μεταφέρω κάτι περισσότερο απ’ την επικοινωνία. Τα ελληνικά είναι το οικοδομικό υλικό της συνύπαρξής μας, της κοινής μας συνείδησης. Είμαστε Ελληνες επειδή όταν αναφερόμαστε στον φορέα της ταυτότητάς μας, στην Ελλάδα σκεφτόμαστε την εικόνα της στον χάρτη στα ελληνικά.
Ποια είναι τα ελληνικά που υποστηρίζουν την ταυτότητά μας; Είναι η γλώσσα της βαθιάς αρχαιότητας; Αυτήν μπορούμε να μάθουμε να την διαβάσουμε, όμως δεν μπορούμε να την μιλήσουμε. Δεν μπορούμε ούτε να σκεφτούμε στη γλώσσα του Πλάτωνα και του Ευριπίδη. Μπορούμε όμως να αισθανθούμε την οικειότητα μέσα απ’ τις λέξεις ή τη σύνταξη. Κι αν έχει κάποιο νόημα να τους διδάσκουμε στα παιδιά μας είναι η εξοικείωση. Εδώ εντοπίζεται το πρώτο πρόβλημα της εκπαίδευσής μας. Η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής αντί για την εξοικείωση οδηγεί στην αποξένωση. Οσο διδασκόταν η καθαρεύουσα λειτουργούσε κάποια γέφυρα. Οταν λογοκρίθηκε η διδασκαλία της καθαρευούσης –επί Γ. Ράλλη– η γέφυρα γκρεμίστηκε. Ηρθε και η κατάργηση του ιστορικού τονισμού από το πρωτο-Πασόκ για να αναδειχθεί το μέγεθος της απόστασης που χώριζε τη γλώσσα που μιλάμε και διδάσκουμε στα παιδιά μας από τη βαθιά προοπτική των ελληνικών.
Κι έτσι φτάσαμε στην «τεχνική της εξουσίας», που λέει κι ο Σαββόπουλος. Το ενδιαφέρον μας για τη γλώσσα μας εντοπίζεται στη διαφωνία αν το κτίριο γράφεται «κτήριο», όπως μας λέει ο Μπαμπινιώτης, ή κτίριο όπως το γράφει ο Παπαδιαμάντης. Διαλέγετε και παίρνετε. Απλώς σκεφθείτε τη διαφορά της γλώσσας που μιλάμε από την ανατομία των βατραχοειδών. Η γλώσσα που μιλάμε είναι το κεφάλαιο της συλλογικής μας ευαισθησίας. Κι αυτό το κεφάλαιο το έχουν αποταμιεύσει με το έργο τους δημιουργοί όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός ή ο Ροΐδης.
Πώς συνομιλούν οι νεότερες γενιές με όλους αυτούς; Πώς καλλιεργούν τη γλωσσική τους ευαισθησία; Και μέσω της γλωσσικής ευαισθησίας την αντίληψη για τον κόσμο στον οποίο ζούμε; Θέλεις να εκπαιδεύσεις Ελληνόπουλα με ευρωπαϊκή συνείδηση; Ας τους δώσεις να διαβάσουν Παπαδιαμάντη, Βιζυηνό και Ροΐδη. Η συνείδηση δεν είναι οικοδόμημα αρχών και κανόνων. Είναι πριν απ’ όλα αίσθημα. Αίσθημα που σου δίνουν οι λέξεις. Η γλώσσα που μιλάς είναι πριν απ’ όλα η δύναμη του αισθήματός τους.
Η γενιά μου συνομιλούσε με άνεση με τον Παπαδιαμάντη. Δεν μιλούσαμε σαν κι αυτόν στην καθημερινότητά μας. Ομως δεν μας ξένιζε. Οπως δεν μας ξένιζε η γλώσσα του Ξενοφώντα. Χρειαζόταν προσπάθεια να τον κατανοήσουμε, όμως δεν μας ήταν ξένη.
Και εδώ εμφανίζεται το σημερινό πρόβλημα. Ποια ελληνικά παραδίδουμε στα παιδιά μας; Την αβαθή γλώσσα των τελευταίων δεκαετιών που αγνοεί τις καταβολές της; Αυτή είναι η μεγαλύτερη ήττα της παιδείας μας. Από τη μια η ανικανότητά της να βρει έναν τρόπο για να συμφιλιώσει τη σημερινή γλώσσα με την αρχαιότητά της. Από την άλλη να μην μπορεί να τη συμφιλιώσει ούτε καν με τον εαυτό της. Αν ο Βιζυηνός ξενίζει τον σημερινό μαθητή, αυτό σημαίνει ότι τον ξενίζει ο εαυτός του. Ο Βιζυηνός δεν έγραφε αρχαία ελληνικά. Κατέθεσε μερικά από τα ανεξίτηλα μνημεία των ελληνικών που μιλάμε.
Ας αφήσουν τις γλωσσολογικές μπούρδες. Ας ψάξουν το γλωσσικό αίσθημα εκεί που πραγματικά υπάρχει. Σημασία δεν έχουν οι κανόνες. Σημασία έχει το γλωσσικό αίσθημα. Το ζητούμενο δεν είναι τα «σωστά ελληνικά». Το ζητούμενο είναι τα «ζωντανά ελληνικά». Ποια ελληνικά θέλουμε να μιλάνε τα παιδιά μας; Τα ελληνικά του Ελύτη; «Οπου κι αν βρίσκεστε αδελφοί μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη». Πάντως αυτά τα ελληνικά μάς κράτησαν ζωντανούς, ακόμη και στις δυσκολότερες στιγμές. Είναι τα ελληνικά της λογοτεχνίας μας. Κι αυτά τα ελληνικά θέλουμε να κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας. Λογοτεχνία και πάλι λογοτεχνία.
Σαράντα χρόνια μονοτονικό
Συμπληρώνονται φέτος (2022) σαράντα χρόνια από την επιβολή της μονοτονικής γραφής στην ελληνική γλώσσα. Δεν ήταν κρατική η επιβολή, δεν την αποφάσισε η κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Για ένα τέτοιο θέμα, που έκρινε τη συνέχεια ή την άρνηση συνέχειας χιλιάδων χρόνων ιστορίας του Ελληνισμού, τη ρήξη την αποφάσισαν τριάντα περίπου κυβερνητικοί βουλευτές (το ένα δέκατο της Ολομέλειας), μετά τα μεσάνυχτα, και με την αντιπολίτευση να έχει αποχωρήσει από τη Βουλή σε φυγομαχία ασύγγνωστη.
Από τότε, καμιά κυβέρνηση, οποιασδήποτε κομματικής σύνθεσης και πλειοψηφίας, δεν θέλησε (ή δεν τόλμησε) να αποκαταστήσει τις συνέπειες του ιστορικού εκείνου εγκλήματος – στίγματος ντροπής για τον Ελληνισμό και την ιστορία του. Αν μετρήσει κανείς τις συνέπειες που είχε το αυθαίρετο πραξικόπημα, για την ιστορική συνέχεια και τη συνείδηση διαχρονικής ενότητας του Ελληνισμού, σίγουρα θα απορήσει που το μονοτονικό στην Ελλάδα δεν προκάλεσε οδυνηρό εμφύλιο. Ωσάν κάποια Ανώτατη Αρχή, υπερκομματική, να επέβαλε σιωπηρά την έσχατης δουλοπρέπειας χρησιμοθηρική ομοφροσύνη στους Ελληνώνυμους.
Ούτε, βέβαια, διανοήθηκε κανείς, στα τελευταία σαράντα χρόνια, να ξαναθέσει το θέμα, ως πρόβλημα πολιτικό, θεμελιώδες, συλλογικής ταυτότητας, άξονα των θεσμών παιδείας και άμυνας και ανάπτυξης. Ο τριτοκοσμικός χαρακτήρας της σύγχρονης ελλαδικής κοινωνίας, με στόχους σχεδόν αποκλειστικά οικονομικούς – καταναλωτικούς, αποδείχθηκε συνισταμένη όχι μόνο των επικαιρικών προτεραιοτήτων, αλλά και των «οραματισμών» του Ελληνισμού. Ακόμα και στο άλλοτε κοινωνικό κύτταρο της εκκλησιαστικής ενορίας και επισκοπής (ή, μάλλον, κυρίως εκεί) αποδείχθηκε απολύτως πρωτεύουσα η επιδίωξη της ατομοκεντρικής ωφελιμότητας: Η ατομική κατανόηση και πειθάρχηση σε νόμους και εντολές, η μίμηση ατομικών προτύπων αξιόμισθης αρετής, αμειβόμενης αγαθοεργίας, ευτελίζουν τη θρησκευτικότητα.
Προηγήθηκε ο εκπροτεσταντισμός της Εκκλησίας στην Ελλάδα και ακολούθησε η ευτέλεια του αδηφάγου καταναλωτισμού. Ευσεβισμός και καταναλωτισμός είναι τα δύο πανομοιότυπα έκγονα του ατομοκεντρισμού, της ωφελιμοθηρίας. Σε επίπεδο θεσμών εκφράστηκαν με την υποκατάσταση της ενορίας – γειτονιάς – κοινότητας από τις κομματικές οργανώσεις (ΚΟΒΑ) ή τους «Κύκλους Μελέτης Αγίας Γραφής» ή «παρεούλες της πρέφας» ή ό,τι ανάλογο.
Υπάρχουν φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες, που αλλάζουν την πορεία της Ιστορίας: Στους αιώνες της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως υποκείμενο φορολογικής υποχρέωσης δεν ήταν το άτομο, αλλά η κοινότητα. Τα άτομα «κοινωνούσαν» τη φορολογική υποχρέωση ανάλογα με τη «σοδιά» του καθενός κάθε χρόνο. Αυτή την πρακτική, να «κοινωνείται» ο φόρος, τη σεβάστηκαν – συντήρησαν και οι Τούρκοι στους τέσσερις αιώνες κυριαρχίας τους. Την ατομική φορολογική υποχρέωση την επέβαλε ως «εκσυγχρονισμό», η Βαυαρική στυγνή τυραννία. Στις μέρες μας, η τηλεόραση κατάργησε και το καφενείο, μοναδική δυνατότητα λειτουργικής συλλογικότητας απόμεινε η κομματική ένταξη, ελάχιστα το καφενείο ή τα αντίστοιχα «στέκια» των ποδοσφαιρόφιλων.
Στη θέση της κοινωνίας η ωμή χρησιμοθηρία.
Το όνομα Λευτέρης Βερυβάκης σημάδεψε στην Ιστορία μιαν ανήκεστη πολιτισμική καταστροφή. Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε άλλος οποιουδήποτε κόμματος στο υπούργημα της Παιδείας – για τη διαχείριση του πολιτισμού «όλοι ίδιοι είναι». Την ιστορική ευθύνη την έχει ο τότε πρωθυπουργός και οι άγνωστοι επιτελείς του, σίγουρα ανυποψίαστοι. Η αποκοπή της ελληνικής γραφής από την οργανική, ζωντανή της συνέχεια τριών χιλιάδων (τουλάχιστον) χρόνων, συντελέστηκε χωρίς την παραμικρή αντίρρηση, αντίσταση, σθεναρή διαμαρτυρία.
Το όνομα «Λευτέρης Βερυβάκης» ταυτίζεται τόσο συμπτωματικά με το ανήκεστο έγκλημα, όσο συμπτωματική είναι πάντοτε στο Ελλαδιστάν η ανάθεση των υπουργείων σε κάθε κυβερνητικό «σχήμα». Θα παραπέμπει το όνομα «Βερυβάκης» όχι σε μια ατομική ανεπάρκεια ή και κακοήθεια ή απερισκεψία, αλλά στο «εν ψυχρώ» έγκλημα ενός πρωθυπουργού που εγκληματούσε μόνο για να κερδίσει εντυπώσεις.
Με τη μονοτονική γραφή τελειώνει ιστορικά ο Ελληνισμός – όποιος δεν συνειδητοποιεί το μέγεθος της καταστροφής, επιτρέπει απλώς να αμφιβάλλουμε για τη γνωστική του καλλιέργεια και επάρκεια. Ασφαλώς, είναι το σύνολο πολιτισμικό μας «παράδειγμα» που προτάσσει τη χρηστική ευκολία της συμβατικής σημαντικής αδιαφορώντας παγερά για τη γνώση που κερδίζεται μόνο με το αυθυπερβατικό άθλημα της σχέσης, την εμπειρική καθολικότητα της σχέσης – τη γλώσσα ως άθλημα αυθυπερβατικής γνώσης.
Μέχρι σήμερα, 20 υπουργοί Παιδείας υποτάχθηκαν νομοτελειακά στη γλωσσική σχιζοείδεια που επέβαλε στον Ελληνισμό ο Ανδρέας Παπανδρέου. Καθόλου τυχαία, ένδεκα ολόκληρους αιώνες, στην εξελληνισμένη αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως, τα παιδιά μάθαιναν ανάγνωση και γραφή με αλφαβητάρι τον Ομηρο, αν και η καθημερινή τους χρηστική γλώσσα ήταν η «δημώδης» της εποχής.
Είναι πια πολύ αργά για να αρχίσουμε να συζητάμε για τη «σωτηρία» της γλώσσας μας, δηλαδή του Ελληνισμού.
Η καίρια σημασία της ελληνικής γλώσσας στον αιώνα μας
Πάνε τουλάχιστον 35 αιώνες που η ελληνική γλώσσα γράφεται, και τουλάχιστον 40 αιώνες που μιλιέται στον ίδιο χώρο, την ύστατη αιχμή της Χερσονήσου του Αίμου. Χάρη στη φιλοπεριέργεια και την εφευρετικότητα των Ελλήνων έχουμε το προνόμιο να απολαμβάνουμε, εμείς οι σύγχρονοι επίγονοι, έναν από τους πιο ανεπτυγμένους πολιτισμούς της Δύσης. Το χρέος μας απέναντι στον ελληνικό πολιτισμό παραμένει απεριόριστο όσον αφορά τις τέχνες και τις επιστήμες· κι όμως οφείλεται η προκοπή μας κατά κύριο λόγο στη γραπτή παράδοση. Πολλές χώρες διαθέτουν αξιοθέατα μνημεία και τοπία, αλλά καμία άλλη χώρα δεν προσφέρει τέτοιο θησαυρό κειμένων σε όλους τους τομείς της διάνοιας και της δημιουργίας.
Η ελληνική γλώσσα διέσωσε και αφομοίωσε ό,τι χρήσιμο είχε να επιδείξει ο μεσογειακός περίγυρος και πολιτισμός: η ελληνική αποθησαύρισε ξένες λέξεις όπως «θάλασσα», «Αθηνά», «Κόρινθος», «λαβύρινθος», «οίνος», «έλαιον», «κυπάρισσος» και των πολιτικών συστημάτων τα γνωστά «βασιλεύς», «τύραννος», «κυβερνήτης» και «άναξ».
Η πιο ουσιώδης προσφορά της ελληνικής γλώσσας ξεπερνάει το θέμα του λεξιλογίου: πρόκειται για τη δόμηση του λόγου. Οι Ελληνες στοχαστές έβαλαν τάξη στις έννοιες, οδήγησαν τον άνθρωπο από τον μύθο στον λόγο. Ο λόγος σημαίνει πρώτα το όργανο της σκέψης, μετά τη δυνατότητα του σκέπτεσθαι, ύστερα τη λειτουργία της σκέψης, σημαίνει και την εσωτερική έννοια που εμφανίζεται στον νου, την ιδέα, τη λέξη που εξωτερικεύεται, τον προφορικό λόγο, και τέλος τον γραπτό λόγο. Βάζοντας τάξη στη λειτουργία του λόγου, οι Ελληνες σοφοί επινόησαν τους λογισμούς, τον συλλογισμό, τη λογική. Αν σήμερα αναλύουμε τις προτάσεις του λόγου με την ορολογία της γραμματικής, «sujet» [sub-jectus], «objet» [ob-jectum], «subjonctif» [sub-junctivus], το χρωστάμε στην ελληνική λογική του λόγου «υπο-κείμενο», «αντι-κείμενο», «υπο-τακτική».
Με το εργαλείο της λογικής, ίσως η μεγαλύτερη κατάκτηση της ελληνικής υπήρξε –και υφίσταται πάντα– η δυνατότητα να δημιουργεί κατά βούληση αφηρημένες έννοιες και σύνθετες λέξεις. Οι Ρωμαίοι κατάλαβαν πρώτοι την ανωτερότητα της ελληνικής και αφομοίωσαν στη γλώσσα τους άπειρες ελληνικές λέξεις. Το ίδιο έκαναν οι Λατίνοι του Μεσαίωνα, οι οποίοι δημιούργησαν με τη σειρά τους νεολογισμούς όπως «metaphysica», που υιοθέτησαν στη συνέχεια οι Ελληνες, όπως για παράδειγμα τον όρο «μεταφυσική». Από κει χιλιάδες όροι, επιστημονικοί και κοινοί, έχουν εμπλουτίσει τις δυτικές γλώσσες. Δεν είναι μόνο οι λέξεις «pédagogie», «cosmologie» που προέρχονται από τα ελληνικά, αλλά ακόμα και κοινές λέξεις όπως «pause» [παύσις], «attention» [ad-tendo / προσ-οχή] και άλλες μέσω της λατινικής πολλές φορές.
Οι Ελληνες στοχαστές έβαλαν τάξη στις έννοιες, οδήγησαν τον άνθρωπο από τον μύθο στον λόγο.
Καταλήγοντας, δηλώνω ενσυνείδητα ότι πολύ τυχερός είναι αυτός που σκέπτεται και μιλάει ελληνικά γιατί έχει τη δυνατότητα –αν θέλει– να εμβαθύνει στην ερμηνεία του σύμπαντος με τη μητρική γλώσσα του δυτικού πολιτισμού. Η ελληνική, με τη λογική και τον θησαυρό βασικών εννοιών που διαθέτει, στηρίζει κάθε μορφωμένο άνθρωπο της εποχής μας που επιθυμεί να κατανοήσει τον κόσμο και να μάθει άλλες γλώσσες. Η ελληνομάθεια είναι το «σήμα κατατεθέν» του καλλιεργημένου πολίτη του αιώνα μας.
Ζήτω η ελληνική γλώσσα!
* Ο κ. Ζακ Μπουσάρ είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ.
Ο διάλογος στην πυρά της πόλωσης
Τασούλα Καραϊσκάκη
Πρόσφατη έρευνα του Pew Research Center σε 17 προηγμένες οικονομίες –μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα– σχετικά με τη βασικότερη αιτία ισχυρών συγκρούσεων μεταξύ των πολιτών (Diversity and division in advanced economies) έδειξε ότι οι πολιτικές πεποιθήσεις αποτελούν στις 14 από τις 17 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της δικής μας, τον κυριότερο παράγοντα διχασμού· ακολουθούν οι φυλετικές, εθνοτικές και θρησκευτικές ταυτότητες.
Στα κράτη αυτά οι πολίτες πιστεύουν ότι η «άλλη πλευρά» θα μπορούσε να καταστρέψει τη χώρα. Και καθώς κλείνονται όλο και πιο ερμητικά σε πολιτικοϊδεολογικά ομοιογενείς κοινότητες, σε ψηφιακούς θαλάμους αντήχησης και διαδικτυακές φούσκες, έχουν όλο και λιγότερες ευκαιρίες να διασταυρωθούν με άτομα της άλλης όχθης και να διαπιστώσουν ότι είναι άνθρωποι κατά βάση καλόβουλοι, που απλώς προσεγγίζουν τα πράγματα αλλιώς. Αλλά σε ένα σύμπαν όπου οι δύο πλευρές συναντώνται όλο και σπανιότερα, αυξάνονται οι πιθανότητες για λανθασμένες εκτιμήσεις. Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ ομοϊδεατών ενισχύουν τον πιο ακραίο θυμικό εαυτό, τη «συναισθηματική πόλωση», δηλαδή την τάση οι έχοντες διαφορετική πολιτική άποψη να θεωρούνται όχι απλώς… παραπληροφορημένοι, αλλά κακοήθεις και υποχθόνιοι, με αποτέλεσμα να κλιμακώνεται ο φόβος και η εχθρότητα προς αυτούς, που εκλαμβάνονται πλέον ως ενσκήπτουσα απειλή. Και όσοι νιώθουν να απειλούνται ολισθαίνουν ευκολότερα σε βαρβαρότητες.
«Ομαδική πόλωση» έχουν ονομάσει οι κοινωνικοί επιστήμονες το φαινόμενο της οχύρωσης πίσω από τόσο πιο ακραίες θέσεις όσο περισσότερο πυκνώνει η συζήτηση μεταξύ αδελφών ψυχών. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που καθιέρωσαν τη χωρίς έλεγχο απόλυτη έκφραση του λόγου πλήττοντας τον κύριο δημοκρατικό όρο τής μη άκριτης αποδοχής όλων, χαλυβδώνουν τους φανατικούς των υπερβολών. Οσο πιο εξωφρενικό είναι το αναρτώμενο περιεχόμενο τόσο περισσότερα likes και νέους ακολούθους προσελκύουν, τόσο ευρύτερο κύρος αποκτούν. Βέβαια, μειοψηφούν. Ο κύριος όγκος των χρηστών περικλείει άτομα μετριοπαθή που επιλέγουν να απέχουν από εκρηκτικές πολιτικές συζητήσεις, από τα μπουρλότα των λέξεων. Ομως, με την απουσία τους επιτρέπουν στους θερμοκέφαλους των άκρων να κυριαρχούν, δημιουργώντας αμφίπλευρα την ψευδαίσθηση μιας οξύτατης πόλωσης, που καταγράφεται ως «ψευδής πόλωση».
Η πολιτική συζήτηση μεταξύ αντιπάλων είναι μια δεξιότητα που χάνεται στη Δύση, υπονομεύοντας τη δημοκρατία.
Οι ακραίες φωνές των δικτύων έχουν αφαιρέσει στη χώρα μας μεγάλο μέρος από τα ήδη φτωχά αποθέματα της πολιτικής μας σοφίας. Φαίνεται ότι η Ιστορία δεν εκπαιδεύει. Ο Εθνικός Διχασμός, ο οποίος έγραψε σελίδες με αίμα ανοίγοντας ρήγματα που η ανακυκλούμενη σύγκρουση όλο και βάθαινε και παγίωσε ταυτότητες και εχθρικά στρατόπεδα, υφέρπει περισσότερο ως σφραγίδα παρά ως σκιάχτρο. Εστρωσε το έδαφος στις δικτατορίες του Μεσοπολέμου –πραξικόπημα Πάγκαλου, δικτατορία Μεταξά– και στη χούντα των συνταγματαρχών και, μαζί με το μεγάλο ρήγμα μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, στιγμάτισε την ελληνική κοινωνία για δεκαετίες· ιδιώνυμο και εξορίες στα ξερονήσια, βασανιστήρια και ακρότητες επί Κατοχής και Εμφυλίου… Μάθαμε; Οχι απολύτως. Και σήμερα, όπως και τότε, οι συγκρουόμενες πλευρές ερμηνεύουν τα επιτεύγματα των αντιπάλων ως δική τους απώλεια και τις νίκες τους ως εθνικό πλήγμα. Βλέπε πολιτικοποίηση της πανδημίας.
Οι μεγάλες κρίσεις θεωρητικά ενώνουν τα αντιμαχόμενα μέρη. Ομως η πανδημία έφερε πολυεπίπεδες αναταράξεις στο πολυποίκιλο κατακερματισμένο κοινωνικό τοπίο και ανέδειξε πολλές αβύσσους: ανάμεσα στην πίστη, στην επιστήμη και στον συνωμοσιολογικό αρνητισμό, στην εμβολιασμένη Δύση και στον ανεμβολίαστο αναπτυσσόμενο κόσμο, στον πολιτικοκοινωνικό πλουραλισμό και στην εχθρότητα απέναντι στη δημοκρατία. Λίγες οι νίκες, πολλές οι ήττες, να αποδιώχνουν την ιδέα της συνεργασίας είτε ως σταδιακή εξέλιξη είτε ως ριζοσπαστικό άλμα. Αλλού τα κόμματα πάτησαν σε κοινές ράγες, αλλού οι κυβερνήσεις έγιναν αυταρχικότερες, στην πλειονότητα των χωρών οι κοινωνικές ανατροπές όξυναν την πόλωση, τις τεχνητές αντιπαραθέσεις, τη διανοητική και πολιτική σύγχυση.
Η πολιτική συζήτηση μεταξύ αντιπάλων είναι μια δεξιότητα που χάνεται στον δυτικό πολιτισμό. Ο τοξικός λόγος και η πόλωση εκτινάσσουν τον πολιτικό πυρετό υπονομεύοντας την εναπομείνασα σταθερότητα. Τόσο δραματικότερα όσο λιγοστεύουν οι ευκαιρίες για πολιτικό συγχρωτισμό, όσο εξαπλώνεται η κωφότητα στα λεγόμενα των αντιπάλων. Η συναναστροφή όλων με όλους, ο θεμέλιος λίθος της κοινωνικής επιβίωσης, εξανεμίζεται.
Καταστρέφοντας τον λόγο καταστρέφουμε τη σκέψη
Τι είναι εκείνο το οποίο κυρίως διακρίνει τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα έμβια όντα; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι μία: ο λόγος.
Ολος ο ανθρώπινος πολιτισμός βασίζεται στον λόγο, προφορικό ή γραπτό, μέσω του οποίου γίνεται η επικοινωνία, μεταδίδεται η γνώση και εξασφαλίζεται η συνέχεια. Βέβαια κάποιος θα σπεύσει να προσθέσει ότι μεγάλο ρόλο παίζει η εικόνα. Ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και επεξεργαζόμαστε την εικόνα μέσα στον εγκέφαλό μας, έχει σχέση με τον λόγο. Ο ινιακός λοβός, στον οποίο προβάλλονται οι εικόνες προκειμένου να γίνουν αντιληπτές, συνεργάζεται άμεσα με τα κέντρα του λόγου τα οποία βρίσκονται στην κροταφο-βρεγματική περιοχή του εγκεφάλου. Αρκεί να αναφέρουμε ότι αν κάποιος υποστεί βλάβη στο κέντρο του λόγου είναι δυνατόν να μην είναι σε θέση να αντιληφθεί αυτό που βλέπει ή να εκφράσει αυτό που θέλει. Αυτή η κατάσταση λέγεται «αφασία» και αφορά διαταραχή του λόγου (και όχι όπως κακώς αναφέρεται ως διαταραχή του επιπέδου συνειδήσεως. Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος έχει χάσει την επαφή του με το περιβάλλον λέγεται κώμα και όχι αφασία).
Ο λόγος, ωστόσο, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι δεν αποτελεί μόνο μέσο έκφρασης του ανθρώπου, αλλά αποτελεί το κύριο μέσο εκπαίδευσης του εγκεφάλου. Οσο αρτιότερη είναι η γλώσσα την οποία χρησιμοποιεί ο άνθρωπος, τόσο αρτιότερος είναι και ο τρόπος με τον οποίο είναι σε θέση να απαρτιώσει τις έννοιες και επομένως να σκεφτεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο πνευματικός πλούτος της Αρχαίας Ελλάδας, πάνω στον οποίο βασίστηκε όλος ο πολιτισμένος κόσμος. Είναι τυχαίο, άραγε, ότι εκείνοι οι άνθρωποι μιλούσαν την τελειότερη γλώσσα, η οποία έχει εμφανιστεί μέχρι σήμερα, όπως παραδέχονται όλοι οι γλωσσολόγοι.
Ωστόσο, αν και «εν αρχή ην ο λόγος», σήμερα στην πατρίδα μας κάνουμε ό,τι μπορούμε προκειμένου να τον καταστρέψουμε, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι ουσιαστικά καταστρέφουμε την πολιτιστική μας κληρονομιά και το μέλλον μας. Είναι δε λυπηρό το γεγονός ότι οι εκάστοτε κυβερνήσεις δεν έχουν δώσει την απαραίτητη σημασία στη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Αν θέλετε να καταστρέψετε έναν λαό μπορείτε πολύ απλά να καταστρέψετε τη γλώσσα του.
Παίρνοντας λοιπόν αφορμή από όσα αναφέρθηκαν, θα παραθέσω κάποια καθημερινά παραδείγματα λανθασμένης χρήσης του λόγου (δυστυχώς κυρίως από τα ΜΜΕ).
Συνέχεια ακούμε: «τα μέσα μαζικής ενημέρωσης». Αυτή η φράση είναι λάθος. Η ενημέρωση ως έννοια είναι μία, όπως η ελευθερία κ.ά. Τα μέσα είναι μαζικά ή μεμονωμένα, π.χ. τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδες, επιστολή, τηλέφωνο κ.λπ. Το σωστό επομένως είναι «Τα μαζικά μέσα ενημέρωσης».
Η κλητική έχει καταργηθεί ή αν θέλετε έχει «δολοφονηθεί». Ακούμε για παράδειγμα την προσφώνηση: κύριε Καμμένο, κύριε Βενιζέλο, κύριε Χαϊδεμένο… κ.λπ. Το σωστό φυσικά είναι κύριε Καμμένε, κύριε Βενιζέλε, κύριε Χαϊδεμένε, κ.λπ. Το περίεργο μάλιστα είναι ότι το πρώτο συνθετικό λέγεται σωστά: κύριε… και όχι κύριο, που θα ήταν λάθος.
Ακούμε συνέχεια: «η εκφορά του λόγου». Η λέξη εκφορά θα ταίριαζε περισσότερο αν ο λόγος ήταν εμπορευματοκιβώτιο και τον μεταφέραμε δεξιά και αριστερά! Για την περιγραφή του λόγου έχουμε στην ελληνική γλώσσα την εξαιρετική λέξη «έκφραση», εφόσον ο λόγος αποδίδεται με φράσεις. «Η έκφραση του λόγου» λοιπόν είναι το σωστό.
Ακούμε επίσης: «Στα πλαίσια» των αρμοδιοτήτων… κ.λπ. Φυσικά το πλαίσιο είναι ένα και όχι πολλά, το σωστό επομένως είναι «στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων».
Βεβαίως τα παραδείγματα της κακοποίησης της ελληνικής γλώσσας είναι αμέτρητα και δεν είναι της παρούσης να ασχοληθούμε με όλα αυτά, εφόσον υπάρχουν αρμοδιότεροι εμού να το κάνουν. Ισως μάλιστα κάποιοι να διερωτηθούν γιατί, ενώ είμαι ψυχίατρος και όχι φιλόλογος, ασχολούμαι με την ορθότητα του λόγου. Ασχολούμαι γιατί καταστρέφοντας τον λόγο, καταστρέφουμε τον τρόπο που σκεπτόμαστε και κρίνουμε τα πράγματα. Ασχολούμαι γιατί στην Ψυχιατρική, η οποία ασχολείται με τις ψυχικές λειτουργίες, το κυριότερο εργαλείο με το οποίο γίνεται η διάγνωση και η θεραπεία είναι ο λόγος. Μ’ αυτόν γίνεται η «επίκρουση» (ερώτημα) και η «ακρόαση» (απάντηση) του ασθενούς.
Αν άλλα λένε οι λέξεις και άλλα εννοούμε εμείς, προφανώς δεν μπορούμε να σκεφτούμε σωστά και να συνεννοηθούμε. Ο Αντισθένης έλεγε: «αρχή σοφίας, ονομάτων επίσκεψις», δηλαδή η ανάλυση, η ετυμολογία των λέξεων είναι η αρχή της σοφίας. Ενώ ο Κωστής Παλαμάς επεσήμαινε: «Κι αν ξεχνούν οι άνθρωποι (τις λέξεις και το τι σημαίνουν), πάντα θυμούνται εκείνες».
* Ο δρ Αλέξανδρος Χαϊδεμένος είναι ψυχίατρος.
Οι άτοπες λέξεις και οι άκυρες εκφράσεις
Ο Γκέμπελς έλεγε πως στόχος του δεν ήταν οι άνθρωποι να φτάσουν να σκέφτονται όπως ο ίδιος, αλλά να φτωχύνει τόσο η γλώσσα ώστε εκείνοι να μην μπορούν να σκεφτούν διαφορετικά. Αυτό διάβασα στο βιβλίο του Φιτουσί «Τι μας κρύβουν οι λέξεις», εκδ. Πόλις.
Αναρωτήθηκα αν το λεξιλόγιό μου έχει συρρικνωθεί και με εμποδίζει να σκεφτώ διαφορετικά. Αισθάνομαι ότι ακούω –και ενίοτε εκστομίζω– φράσεις κενές νοήματος που δεν ανταποκρίνονται, και ό,τι δεν αναλογεί δεν μπορεί να προσδώσει συναισθήματα. Και ό,τι δεν αποδίδει συναίσθημα ακούγεται αυτομάτως ψεύτικο. Και ό,τι ακούγεται ψεύτικο φέρνει πλήξη. Η πλήξη έρχεται μέσω της ομοιογένειας του λόγου και μέσω της προβλεψιμότητάς της. Οι λέξεις και οι φράσεις που χρησιμοποιούμε μοιάζουν σαν να έχουν βγει από εργοστάσιο, από μια αλυσίδα παραγωγής. Σταχυολόγησα λέξεις και εκφράσεις από το καλοκαίρι που πέρασε και σας τις παραθέτω.
Στο Instagram ένα επίθετο ξεχωρίζει σαν τικ κάτω από μια αξιοθαύμαστη φωτογραφία: «Επικό». Οχι τα συνώνυμά του, όπως θρυλικό ή ηρωικό, απλώς επικό ή epic. Οποιαδήποτε συνομιλία ή συνδιαλλαγή τελειώνει με το λεκτικό τικ «καλό υπόλοιπο» ή «καλή συνέχεια». Το πρώτο στέκεται σε ένα συναδελφικό πλαίσιο και υποστηρίζεται από τη λογική της βάρδιας. Εάν αποσυνδεθεί από τη βάρδια χάνει το νόημά του. Το δεύτερο έχει ενδιαφέρον μονάχα γραμμένο με συνοδεία τριών αποσιωπητικών σε πεδίο απείθειας. Καλή συνέχεια… σε ό,τι άτακτο έχεις σκοπό να κάνεις, καλή συνέχεια λοιπόν… τώρα που σ’ εγκαταλείπω. Σε κάθε περίπτωση και τα δύο μπορούν να αντικατασταθούν από το «γεια σας». Δεν θέλω να πιστεύετε ότι είμαι η ναζί της γλώσσας, ούτε καν ότι είμαι αυστηρή. Απλώς είμαι λίγο ενοχλημένη. Ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει και εγώ θα γράφω ό,τι θέλω. Συνεχίζω στο λανγκάζ της εστίασης. Η καλή απόλαυση του εστιατορίου και της ταβέρνας ομολογώ ότι εκνευρίζει, άλλοτε λίγο και άλλοτε πολύ. Αφενός γιατί μόνο καλή μπορεί να είναι η απόλαυση, αφετέρου γιατί είναι σαν να μας πετούν το μπαλάκι. Είναι στο χέρι μας η τέρψη ή κάποιος θα φροντίσει γι’ αυτό; Από πότε ο πελάτης έχει ευθύνη για την ευχαρίστησή του και όχι αποκλειστική ευθύνη για την όρεξή του;
Μετά, ακούω συχνά το «ξέρεις κάτι…;», «θα σου πω κάτι Ελεάννα» ή «άκουσέ με». Με τέτοια εισαγωγή υπακούω περιμένοντας, συμμορφώνομαι καθώς νομίζω ότι είμαι το κοινό που έχει επιλεγεί για να γίνει κοινωνός μιας τερατώδους αλήθειας. Ακουσέ με Ελεάννα, έκανα το εμβόλιο Pfizer τελικά. Οι πολιτικοί γνωρίζουν το τρικ γι’ αυτό ο πρόεδρος Μπάιντεν νίκησε τις εκλογές όταν υποσχέθηκε στους νεαρούς ψηφοφόρους ότι προτεραιότητά του είναι «να ακούσει τις φωνές τους». Ο κόσμος όμως έχει την τάση να γυρνάει τη συζήτηση γύρω από το αγαπημένο του θέμα που δεν είναι άλλο παρά ο εαυτός του.
Ξεφεύγω από το θέμα, αλλά αυτό μας φέρνει στο ψυχιατρικό ντιβάνι που πλέον βρίσκεται παντού, όλοι διαθέτουμε το γλωσσικό του οπλοστάσιο που το εξαπολύουμε σε κάθε κουβέντα. Κάποιοι αυτολογοκρίνονται (χωρίς να τους έχει ζητηθεί) και αυτοχαρακτηρίζονται ως «ψυχαναγκαστικοί», «νευρωτικοί» ή θεωρούν ότι βρίσκονται «στο φάσμα». Απορώ πώς οι πολιτικά ορθοί δεν επεμβαίνουν εδώ που θα έπρεπε να λειαίνονται οι γωνίες της γλώσσας καθώς κάποιοι πάσχουν από υπαρκτές ασθένειες. Μια γνωστή, που μιλάει αποκλειστικά για τον εαυτό της, την καριέρα της και τα καταπληκτικά παιδιά της, χαρακτήρισε κάποια άλλη ως νάρκισσο. Η «ναρκισσιστική προσωπικότητα» βρίσκεται σε όλες τις συζητήσεις, ενώ θα μπορούσαμε απλώς να συνοψίσουμε λέγοντας «να μια ηλίθια απορροφημένη από τον εαυτό της». Ομοίως και ο «διπολικός» που αποκόπτεται από την ιατρική του υπόσταση και χαρακτηρίζει απλώς όποιον αλλάζει συχνά διάθεση. Ετσι δεν γίνεται στη ζωή; αναρωτιέμαι, μια έτσι μια αλλιώς. Ολα αυτά απλώς για να καταλήξω στο ότι η επανάληψη διαβρώνει τις λέξεις και τους στερεί την αξιοπιστία. Είναι ασήμαντο στα φαιδρά, αλλά σημαντικό όταν έρθουν τα ουσιαστικά. Από τη διαμεσολάβηση της γλώσσας περνούν τα πάντα, και μέσω αυτής επιτελούνται.
Το θεσμικό είναι σημαντικό. Ο Ζοσέπ Μπορέλ, ύπατος εκπρόσωπος της Ε.Ε. για την Εξωτερική Πολιτική με δύο εκφράσεις ξέφυγε τόσο από την κοινοτοπία, που ακύρωσε τη δυνατότητα συνεννόησης αποκόπτοντάς μας από την πραγματικότητα. Είπε ότι πρέπει «να ανοίξει ένας δίαυλος επικοινωνίας με τους Ταλιμπάν» και ότι «οι Ταλιμπάν κινδυνεύουν με απομόνωση». Μα οι Ταλιμπάν τρελαίνονται για τις κοσμικές δυτικές συναθροίσεις, νιώθουν απομονωμένοι και θέλουν κουβεντούλα; Μόνο για γελοιογραφία είναι κατάλληλες αυτές οι προτάσεις. Ενας κοστουμαρισμένος γραφειοκράτης να συνομιλεί με τον μουλά που κρατάει πολυβόλο σε μια δεξίωση. Διαβάζω πάλι στον Φιτουσί ότι «όταν απουσιάζουν οι λέξεις που σου χρειάζονται για να πεις κάτι, απλώς δεν το λες – ή λες κάτι διαφορετικό από αυτό που θέλεις να πεις. Ο μετρ της επικοινωνίας ο Γκέμπελς το είχε καταλάβει αυτό». Είναι λοιπόν επικίνδυνο σε θεσμικό επίπεδο να μην ξέρεις τι λες.
Επέστρεψα στο Λονδίνο και στην πρώτη μου έξοδο πιάστηκα εντελώς απροετοίμαστη. «Τι θέλετε να φάτε σήμερα;» με ρώτησαν. Αυτό μαθαίνουν στις σχολές φιλοξενίας, χρησιμοποίησε το σήμερα για να δείξεις σβελτάδα και επαγρύπνηση. Σήμερα; Δεν ήμουν εδώ χθες. Αποπροσανατολίστηκα. Πόσο του μηνός έχουμε σήμερα; Είναι τώρα ή πριν από τρεις εβδομάδες; Μπερδεύομαι συχνά τον τελευταίο καιρό. Καλό φθινόπωρο.
* Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.
Στα κοινωνικά δίκτυα οι λέξεις είναι πιο βαριές
Η ηλεκτρονική επικοινωνία περιόρισε τη φυσική συνομιλία, που συνοδεύεται από χειρονομίες, νεύματα, βλέμματα, υπόρρητες συμπαραδηλώσεις – την εύγλωττη γλώσσα του σώματος, η οποία αποσαφηνίζει τα λεχθέντα. Και η γλώσσα έγινε περισσότερο διφορούμενη. Συνομιλούμε στα κοινωνικά δίκτυα χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι ακολουθούμε διαφορετικούς κανόνες στη χρήση των λέξεων. Φορτίζουμε τις έννοιες με την υποκειμενική προσέγγιση του πραγματικού, τις ποτίζουμε με προσωπικές δοξασίες, ιδεολογίες. Λέξεις όπως «γυναικοκτονία», «ρατσισμός», «δικαιωματισμός» αποκτούν μια πολυεπίπεδη ρευστότητα. Ομως δεν υπάρχει χρόνος ή χώρος (ειδικά στο Twitter) για να ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε.
Και προκύπτει ένα κουβάρι συγχύσεων και παρεξηγήσεων, μια Βαβέλ ασυντόνιστων φωνών, που στενεύουν και θολώνουν έναν κόσμο γεμάτο χαρακώματα. Επιπλέον, η online επικοινωνία αυξάνει το φορτίο των λέξεων, αφήνει, μέσα από τα παιχνίδια της γλώσσας, να αναδυθεί ευκολότερα το εσωτερικό σκοτάδι. Το αποτύπωσε με εντυπωσιακή ευκρίνεια η τεχνητή νοημοσύνη. Οσο πιο φυσικά ομιλούν την ανθρώπινη γλώσσα τα ανθρωποειδή, τόσο πιο καθαρά αναπαράγουν τις ανθρώπινες προκαταλήψεις. Μαζί με τα δεδομένα, μεταφέρουμε στα ρομπότ τα στερεότυπα, τις διακρίσεις, τις εμμονές, τις εμπαθείς απαξιωτικές στάσεις μας προς ομάδες συνανθρώπων. Ο λόγος τους είναι ένας λόγος που έχει εισαχθεί και επιστρέφεται. Ομως δεν είναι πια ο ίδιος. Χωρίς τα ανθρώπινα φίλτρα των κοινωνικών συμβάσεων, είναι πιο ωμός, πιο αποκαλυπτικός των αθώρητων θέσεων και προθέσεων.
Το 2016 o Tay, το chatbot της Microsoft για διεπαφές με νέους 18-24 ετών, που αποσύρθηκε γρήγορα, έμαθε τάχιστα από αυτούς να αρνείται το Ολοκαύτωμα, να εκτοξεύει ρατσιστικά και μισογυνικά σχόλια, να υποστηρίζει με θέρμη τις αντιμεταναστευτικές θέσεις του Τραμπ. Εγινε ο πανίσχυρος καθρέφτης τους. Η επεξεργασία της φυσικής γλώσσας έφερε στο προσκήνιο μια σειρά από άβολα ερωτήματα, που υπερβαίνουν την τεχνολογία: Ποια είναι η σχέση λόγου και πραγματικότητας; Υπάρχουν όρια στη γλώσσα; Ποιες είναι οι ηθικές, πολιτικές, κοινωνικές επιπτώσεις της στρέβλωσης των νοημάτων από την προκατάληψη και την ιδεοληψία;
Διότι η προκατάληψη στρεβλώνει τις έννοιες. Η ιδεοληψία παραμορφώνει την επικοινωνία. Ανθρωποι ευφυείς εμμένουν σε αντιλήψεις που μεταμφιέζουν μια επιθυμία τους σε γεγονός. Οπως γράφει ο Νορμπέρτο Μπόμπιο στην Ηθική και Πολιτική, «η δύναμη της προκατάληψης έγκειται στο ότι η πίστη σε ένα ψέμα ικανοποιεί τις επιθυμίες μας, διεγείρει τα πάθη μας, διασφαλίζει τα συμφέροντά μας». Οι σχέσεις των ανθρώπων με τον λόγο δεν είναι σχέσεις αλήθειας, αλλά σχέσεις χρήσης. Τον τροποποιούν ανάλογα με τις ανάγκες. Οταν η ασφαλιστική εταιρεία Lemonade αποκάλυψε στους πελάτες της ότι αλγόριθμοι ανέλυαν τα βίντεό τους προκειμένου να εντοπίσουν δόλιες αξιώσεις, εκείνοι εξεγέρθηκαν. Ποιος και με ποια κριτήρια κατασκεύασε το bot; Διαφέρουν μεταξύ τους οι τρόποι με τους οποίους η γλώσσα διευθετεί τη σχέση νου και κόσμου. Μπορούν οι αλγόριθμοι να καταλάβουν τι εννοούμε; Το νόημα προϋποθέτει ένα χθες, μια σύγκριση με ιδέες, πράξεις, αποφάσεις. Περιέχει ένα σύστημα αξιών, μια ιστορία, μια ηθική. Ναι μεν ο λόγος διέπεται από κανόνες, όμως η εκφορά του επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες. Δεν είναι η λέξη που καθορίζει τη σημασία της, αλλά ποιος τη χρησιμοποιεί, πότε, υπό ποιες συνθήκες.
Ο λόγος είναι μήνυμα, έλεγε ο Ρολάν Μπαρτ. Και λόγος μπορεί να είναι τα πάντα, ακόμη και αντικείμενα, αν σηματοδοτούν κάτι. Πριν από την επινόηση του αλφαβήτου, αντικείμενα όπως το κιπού των Ινκας –σπάγγοι με κόμπους για τη μεταφορά πληροφοριών– ή τα εικονογράμματα ήταν λόγος. Εκφραση είναι και το άφατο. Η νόηση πέρα από τη γλώσσα. Ομως οι «στοχαστικοί παπαγάλοι», όπως αποκαλούν τα ομιλούντα ανθρωποειδή θορυβημένοι ειδικοί, αδιαφορούν για το άφατο. Γεννιούνται για να μιλάνε.
Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στην επεξεργασία φυσικής γλώσσας, τονίζεται, είναι ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος αδυνατεί να συλλάβει τον τεράστιο όγκο δεδομένων που εισάγονται στις μηχανές – και όπου εμφιλοχωρούν μυριάδες προκαταλήψεις.
Η τεχνολογία σκόνταψε πάνω στα μυστήρια της ανθρώπινης φύσης. Πώς θα αποκωδικοποιήσει το σκοτάδι της ψυχής που εμείς οι ίδιοι ελάχιστα ελέγχουμε; Με ποιον οδηγό θα εμφυσήσει στις μηχανές ανθρώπινες αξίες; Ανέφικτη μοιάζει η καθολική απαλλαγή μας από προκαταλήψεις. Ομως δείχνει να είναι εφικτή η μεταπήδηση σε περισσότερο ανοιχτές ιδέες και αντιλήψεις. Τα ρομπότ θα είναι εκεί να τις αναπαράγουν.
Το γονιδίωμα και η γλώσσα: βίοι παράλληλοι
Από τότε που πρωτοδιαβάστηκε το γονιδίωμα αναφοράς του ανθρώπου στις αρχές του αιώνα μας, οι περισσότεροι γενετιστές χρησιμοποιούν την αναλογία με τη γλώσσα για να εξηγήσουν το γονιδίωμα στο μη μυημένο ακροατήριο. Λέγονται, κατά κανόνα, τα εξής: το γονιδίωμα είναι ένα τεράστιο αλλά πεπερασμένο κείμενο βιολογικής πληροφορίας, γραμμένο με τέσσερα μόνο γράμματα: A, C, G και T. Το σύνολο του κειμένου αυτού στον άνθρωπο είναι περίπου 6,4 δισ. γράμματα· τα μισά προέρχονται από τον πατέρα και τα άλλα μισά από τη μητέρα. Εχουμε δηλαδή δύο αντίγραφα του γονιδιώματος σε κάθε ένα από τα κύτταρά μας. Το γονιδίωμα είναι χωρισμένο σε 23 ζεύγη βιβλίων που τα λέμε χρωμοσώματα. Είναι φανερό πως η σύγκριση του γονιδιώματος με τον γραπτό λόγο ταιριάζει άριστα και βοηθάει στην κατανόησή του. Ομως η αναλογία δεν σταματά εδώ. Η φύση του γονιδιώματος έχει και άλλες πολλές και θαυμαστές ομοιότητες με τον γραπτό και προφορικό λόγο. Η γλώσσα δηλαδή και το γονιδίωμα έχουν «βίους παράλληλους». Στη συνέχεια θα εξηγήσουμε μερικές από αυτές τις ομοιότητες.
Το γονιδίωμα αντιγράφεται κάθε φορά που δημιουργείται ένα θυγατρικό κύτταρο. Η αντιγραφή αυτή είναι εξαιρετικά ακριβής και η πιθανότητα λάθους είναι περίπου ένα σε εκατό εκατομμύρια γράμματα. Ετσι κάθε αντίγραφο περιέχει ένα ποσό λαθών που τα λέμε μεταλλαγές. Το ίδιο συμβαίνει και με τα γραπτά κείμενα. Οταν αντιγράφουμε κάνουμε κι εμείς λάθη, έτσι κάθε νέο αντίγραφο ενός εκτενούς κειμένου δεν είναι πανομοιότυπο με το αρχικό.
Το γονιδίωμα εξελίσσεται. Αν συγκρίνουμε το γονιδίωμα του ανθρώπου με αυτό του ποντικού, για παράδειγμα, θα δούμε εκτεταμένες ομοιότητες των δύο αυτών γονιδιωμάτων κυρίως στις περιοχές των γονιδίων. Αυτό συμβαίνει γιατί ο άνθρωπος και ο ποντικός είχαν έναν κοινό πρόγονο περίπου 70 εκατ. χρόνια πριν. Κάτι ανάλογο παρατηρούμε και στη γλώσσα. Εάν συγκρίνουμε τα Γαλλικά με τα Ισπανικά, θα δούμε πως έχουν πολλές ομοιότητες στο λεξιλόγιο και τη δομή τους και έτσι οι γλωσσολόγοι δέχονται πως οι δύο αυτές γλώσσες έχουν έναν κοινό πρόγονο, τη δημώδη Λατινική (η Γαλλική διαμορφώθηκε πλήρως τον 9ο-10ο αιώνα, η δε Ισπανική τον 11ο αιώνα). Με τον τρόπο αυτό, όπως ισχύει και με τα γονιδιώματα, μπορούμε να συγκροτήσουμε εξελικτικά δέντρα των γλωσσών, τα οποία περιλαμβάνουν την πλειονότητα των σημερινών γλωσσών.
Στο γονιδίωμα υπάρχουν γονίδια ή άλλες λειτουργικές περιοχές που «γεννιούνται» (με μεταλλαγές ή αναδιάρθρωση μιας περιοχής ή με άλλους μηχανισμούς), επιζούν εάν επιτελούν μια σαφή λειτουργία και πεθαίνουν εάν μεταλλαγούν εκτεταμένα ή περιπέσουν σε αχρηστία γιατί έχουν αντικατασταθεί από άλλα τμήματα του γονιδιώματος. Και στη γλώσσα νέες λέξεις γεννιούνται από την ανάγκη να εκφραστούν νέες έννοιες ή νέα αντικείμενα ή νέες πράξεις. Οι νέες αυτές λέξεις έχουν κι αυτές μια διάρκεια ζωής και μπορεί άλλες να «πεθάνουν» (να παύσουν δηλαδή να χρησιμοποιούνται, γιατί δεν πληρούν επικοινωνιακές ανάγκες ή γιατί αντικαταστάθηκαν) και άλλες να επιζήσουν.
Το γονιδίωμα είναι ποικιλόμορφο, δηλαδή ένα κάθε χίλια γράμματα διαφέρει από έναν άνθρωπο στον άλλον. Επίσης μικρά ή μεγάλα τμήματα του κειμένου (παράγραφοι ή κεφαλαία – προφανής πάλι η αναλογία με τη γλώσσα) διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το κάθε άτομο να έχει το δικό του «ιδιωτικό», μοναδικό γονιδίωμα! Και στη γλώσσα όμως ισχύει κάτι ανάλογο. Υπάρχει τεράστια ποικιλία μέσα στην ίδια γλώσσα: διάλεκτοι, ιδιώματα, κοινόλεκτοι, ιδιόλεκτοι. Επιπρόσθετα, οι επιλογές που επιτρέπει η γλώσσα σε όλα τα επίπεδα (λεξιλογικό, φωνητικό, γραμματικό, συντακτικό) κάνει ώστε κάθε άτομο να επιλέγει τα στοιχεία που χρησιμοποιεί στον λόγο του, οι δε επιλογές του αυτές συνιστούν το λεγόμενο γλωσσικό «ύφος» καθενός μας. (Ενίοτε μάλιστα χρησιμοποιεί λέξεις και φράσεις που έχει πλάσει το ίδιο το άτομο στα παιδικά του χρόνια, στα παιχνίδια και στις συναναστροφές του, νεολογισμούς που μπορεί να είναι κατανοητοί μόνο από το συγκεκριμένο άτομο ή την παρέα του.) Θα μπορούσαμε, τελικά, να πούμε ότι κάθε ομιλητής έχει τη δική του «προσωπική γλώσσα», την ιδιόλεκτό του.
Το γονιδίωμα (μέσω των χαρακτηριστικών που προκαλεί) προσαρμόζεται εξελικτικά στο περιβάλλον του. Αυτό σημαίνει πως οι μεταλλαγές επιζούν ή εξαφανίζονται ανάλογα με τη χρησιμότητά τους στο διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον ή εντελώς από τύχη. Ο Δαρβίνος κατάλαβε πως δεν επιζεί ο πιο δυνατός ή ο πιο έξυπνος, αλλά ο πιο ευπροσάρμοστος. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τη γλώσσα. Οι λέξεις και οι ποικίλες δομές της γλώσσας αλλάζουν ανάλογα με το περιβάλλον και μάλιστα χωρίς να έχουν συνείδηση οι ομιλητές. Μπορούμε δηλαδή να ισχυριστούμε ότι και η γλώσσα αλλάζει ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί εκάστοτε η επικοινωνία των μελών μιας γλωσσικής κοινότητας.
Το γονιδίωμα υφίσταται χημικές μεταβολές που τις ονομάζουμε συλλήβδην επιγενετικές. Αυτές μπορούν να αλλάξουν την έκφραση, δηλαδή τη λειτουργία του γονιδιώματος σε διαφορά κύτταρα ή ιστούς του σώματος. Και η γλώσσα όμως υπό την επίδραση της παιδείας, της λογοτεχνίας, της τεχνολογίας ή άλλων πολιτισμικών παραγόντων διαφοροποιείται ανάλογα με την περίσταση. Η ομιλία του ατόμου λειτουργεί διαφορετικά (λεξιλογικά, γραμματικά, συντακτικά) σε διαφορετικές επικοινωνιακές περιστάσεις· αλλιώς θα μιλήσει ή θα γράψει κάποιος όταν απευθύνεται σε φίλο ή στο δικαστήριο ή στο ακροατήριο μιας διάλεξης ή σε μια παρέα στον χώρο εργασίας.
Το γονιδίωμα έχει ρυθμιστικές περιοχές που διαφοροποιούν την έκφραση των γονιδίων. Με τον όρο «έκφραση των γονιδίων» εννοούμε τη χρονική, ποιοτική και ποσοτική λειτουργία των γονιδίων (πότε, πού, πόσο, τι είδος). Αν παρομοιάσουμε τα γονίδια με τα ρήματα λ.χ. της γλώσσας, κι αυτά εξειδικεύονται χρονικά, τοπικά, ποσοτικά, ποιοτικά όπως τα γονίδια. Ομοίως εξειδικεύονται και τα ουσιαστικά στη γλώσσα, με διάφορες ιδιότητες, χαρακτηριστικά και ταξινομήσεις που επιτελούνται από τα επίθετα, τις επιθετικές αντωνυμίες ή τις εμπρόθετες φράσεις.
Το γονιδίωμα χρησιμοποιεί δομικές μονάδες που κωδικοποιούν μια λειτουργία (όπως ένα ψαλίδι που κόβει ή ένα χέρι που φορτώνει) και τις συνδυάζει με άλλες δομικές μονάδες για μια ποικιλία εντολών/εργασιών που είναι διαφορετικές μεταξύ τους. Και η γλώσσα επίσης χρησιμοποιεί συνδυαστικά διάφορες γλωσσικές μονάδες (φθόγγους, συλλαβές, λέξεις, φράσεις) για να σχηματίσει ποικίλες γλωσσικές δομές: φθόγγους για να σχηματίσει συλλαβές, συλλαβές για να σχηματίσει λέξεις, λέξεις για φράσεις και προτάσεις, προτάσεις για να σχηματίσει προτασιακές ενότητες και αυτές για να απαρτίσει κείμενο.
Τελικά, είναι εντυπωσιακό πώς η γλώσσα και κυρίως το γραπτό κείμενο μοιάζει με το γονιδίωμα. Πολλά προγράμματα υπολογιστών για τη μελέτη και ανάλυση του γονιδιώματος έχουν επίσης εφαρμογή και στην ανάλυση γραπτών κειμένων (το λεγόμενο «parsing» από το «partes orationis» που είναι τα «μέρη του λόγου»). Και χωρίς υπερβολή, η κατανόηση του γονιδιώματος από τον ανθρώπινο εγκέφαλο εν πολλοίς διευκολύνεται από τη γλώσσα.
Ποια είναι λοιπόν η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο γονιδίωμα και στη γλώσσα; Η γλώσσα, πέρα από ορισμένες γενικές γλωσσικές καταβολές είναι ένα περιβαλλοντικό εξελικτικό δημιούργημα που διδάσκεται και μπορεί ακόμη και να εκλείψει μια φυσική γλώσσα αν (για οποιονδήποτε λόγο) εκλείψουν αυτοί που τη μιλούν. Ιστορικά έχουν εκλείψει μερικές χιλιάδες γλώσσες! Απεναντίας το γονιδίωμα είναι ουσιώδες συστατικό της ανθρώπινης φύσης μας και θα εξαφανιστεί όταν εξαφανιστεί το είδος του Homo Sapiens. Αξίζει όμως να αναρωτηθούμε: χωρίς γλώσσα θα ήταν δυνατόν να ανακαλύψουμε, να διαβάσουμε και να καταλάβουμε το γονιδίωμά μας; Και, εντέλει, χωρίς γλώσσα είναι δυνατόν να σας δώσουμε να καταλάβετε τι είναι αυτό το γονιδίωμα και ποια η σημασία του στην υγεία και στην αρρώστια;
* Ο κ. Στυλιανός Αντωναράκης είναι ομότιμος καθηγητής Γενετικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, μέλος της Ελβετικής Ακαδημίας Επιστημών, πρώην πρόεδρος του διεθνούς οργανισμού Ανθρωπίνου Γονιδιώματος (HUGO).
** Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι ομότιμος καθηγητής Γλωσσολογίας και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το lockdown και η ελληνική γλώσσα
Είναι γνωστό ότι η βασική πηγή του νεοελληνικού λεξιλογίου είναι η αρχαία ελληνική γλώσσα, με ιδιαίτερη έμφαση στην ελληνιστική περίοδο. Αυτό αποδεικνύεται από λέξεις που έμειναν αναλλοίωτες στο πέρασμα τόσων αιώνων, αλλά και από λέξεις που έχουν την ετυμολογική τους αναφορά στην αρχαία ελληνική, ανεξάρτητα από τις μορφολογικές μεταβολές και τις αλλαγές που υπέστησαν στον τρόπο κλίσης τους.
Eίναι, επίσης, γνωστό ότι η αναφορά και η αναζήτηση αντίστοιχων εκφραστικών μέσων στον γλωσσικό θησαυρό και πλούτο της αρχαίας ελληνικής εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα, κυρίως σε περιπτώσεις απόδοσης νέων εννοιών και περιεχομένων. Bεβαίως, στην πορεία της γλωσσικής μας διαδρομής, η αρχαία γλώσσα, εκτός από την άμεση αξιοποίησή της, χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό των διάφορων σύνθετων λέξεων αλλά και των αντίστοιχων λόγιων και μεταπλασμένων λέξεων.
Eπίσης, συνέβαλε ουσιαστικά στην απόδοση των νοημάτων που εξέφραζε η χριστιανική θρησκεία, η οποία αποτέλεσε από μόνη της μια σημαντική πηγή εμπλουτισμού του νεοελληνικού λεξιλογίου και κατ’ επέκταση της ίδιας της γλώσσας μας.
Kατά συνέπεια, με την αξιοποίηση τόσο της πρωταρχικής και αυτούσιας μορφής του αρχαίου λεξιλογίου, όσο και των επόμενων γλωσσικών μορφών και φάσεων που αυτό γνώρισε, καθίσταται σαφές ότι το αρχαίο λεξιλόγιο αποτελεί πράγματι μια καθοριστική πηγή και ένα ανεξάντλητο κεφάλαιο για το νεοελληνικό λεξιλόγιο.
Ομως είναι, επίσης, γνωστό ότι οι Ελληνες, από την αρχαία εποχή, ήταν ένας λαός που ταξίδευε συχνά και ότι στο πλαίσιο αυτής της ευρείας και ανοιχτής επικοινωνίας ήταν λογικό αφενός να δανείζει γλωσσικά στοιχεία στους διάφορους λαούς, με τους οποίους ερχόταν σε επικοινωνία, και αφετέρου να δανείζεται από αυτούς, είτε από γλωσσική αναγκαιότητα, είτε και από μια ανεπαίσθητη ένταξη αυτών των στοιχείων στην ελληνική γλώσσα.
Βεβαίως, από τη θέση του κατακτημένου, για τετρακόσια ολόκληρα χρόνια, ο Ελληνας ήταν αναγκασμένος να εντάξει στη μητρική του γλώσσα μια σειρά λέξεων και όρων από το λεξιλόγιο του κατακτητή. Aνάλογα γλωσσικά κατάλοιπα έχουν αφήσει στη γλώσσα μας και οι διάφοροι επιδρομείς, είτε με τη μορφή τοπωνυμίων, είτε με άλλες παρεμφερείς εκφάνσεις.
Κατά συνέπεια, η αδυναμία της ελληνικής γλώσσας, ύστερα από την απελευθέρωση, για έκφραση και διατύπωση όλων των ανακαλύψεων, εφευρέσεων και πνευματικών δημιουργημάτων που είχαν συντελεστεί στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον κατά τη μακραίωνη αυτή περίοδο οδήγησε σε ευρύτερες επαφές με τις ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες διακρίνονταν τόσο στον πολιτιστικό όσο και στον τεχνολογικό τομέα, με συνέπεια να ενταχθεί στη γλώσσα μας ένα νέο λεξιλόγιο που προερχόταν από τις χώρες αυτές. Tο μεγαλύτερο μέρος του λεξιλογίου αυτού προερχόταν και εξακολουθεί να προέρχεται από τη γαλλική, την αγγλική, την ιταλική και τη γερμανική γλώσσα.
Ωστόσο, οι νέες τεχνολογικές ανακαλύψεις, που γίνονται ταχύτατα γνωστές και χρησιμοποιούνται επίσης με την ίδια ταχύτητα από ολόκληρο τον κόσμο, δηλώνονται, κατ’ εξοχήν, με ξενόγλωσσους όρους, οι οποίοι κυριαρχούν, με παραπλήσια μορφή, στις διάφορες γλώσσες. Oι γλώσσες αυτές, και κατά συνέπεια και η ελληνική, δεν προλαβαίνουν πάντοτε να αναπτύξουν εκείνους τους μηχανισμούς οι οποίοι θα οδηγούσαν στην αντίστοιχη απόδοση όλων αυτών των ξενικών λέξεων και φράσεων.
Απαραίτητες προϋποθέσεις είναι η εγρήγορση και η άμεση αντιμετώπιση, ώστε να αρχίζει η προσπάθεια απόδοσης των όρων αυτών προτού οι όροι αυτοί επικρατήσουν με την ξενική τους μορφή. H ελληνική λέξη πρέπει να έχει σχηματιστεί σωστά και να μην είναι πολυσύλλαβη, ώστε να μπορεί να συναγωνιστεί την ξένη. Aκόμη πρέπει να είναι εύηχη, σύντομη, ευκολονόητη, ώστε να γίνεται χωρίς δυσκολία κτήμα της γλωσσικής κοινότητας. H χρησιμοποίηση των λέξεων αυτών από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και η παρουσία τους στον Τύπο και στα σχολικά εγχειρίδια συντελούν καθοριστικά στην επικράτησή τους και, κατά συνέπεια, στον ευρύτερο εμπλουτισμό της γλώσσας μας.
Χωρίς να αναφερθώ στη θέση και στη λειτουργία παλιότερων λέξεων στη γλώσσα μας, γενικότερα, και στην κοινωνική λειτουργία τους, λέξεις όπως το έιτζ, οι τρελές αγελάδες κ.λπ., θα ήθελα να περιοριστώ στο σήμερα και στον τρόπο που εμφανίζεται στον ηλεκτρονικό και γραπτό Τύπο, και όχι μόνο, η λέξη «κορονοϊός». Αρχικά υπήρχε διχογνωμία και διπλοτυπία για το αν πρέπει να λέγεται και να γράφεται ως «κωραναϊός» ή «κορωνοϊός». Το θέμα αυτό αντιμετωπίστηκε σχετικά σύντομα και σωστά, αφού το συνδετικό φωνήεν στη γλώσσα μας, στην περίπτωση αυτή, είναι το όμικρον και όχι το άλφα. Αλλωστε, το άλφα είναι η κατάληξη του πρώτου συνθετικού και όχι το αρχικό φωνήεν του δεύτερου συνθετικού, που δεν θα απαιτούσε την παρουσία του συνδετικού όμικρον.
Το δεύτερο ζήτημα εξακολουθεί να υφίσταται, αφού όσοι κρατούν την πρωταρχική γραφή μιας λέξης στα αντιδάνεια γράφουν τη λέξη «κορωνοϊός» με ωμέγα, από το αρχαίο «κορώνα, κορώνη», ενώ όσοι ακολουθούν την απλοποιημένη γραφή που έχει πλέον το αντιδάνειο γράφουν τη λέξη με όμικρον. Βέβαια συναντούμε, επίσης, την επιστημονική γραφή της λέξης ως COVID-19, που σίγουρα η αισθητική της λειτουργία σε ένα κείμενο ελληνικής δεν δημιουργεί μια θετική εικόνα. Εκείνα, ωστόσο, που χρησιμοποιούνται συχνότερα κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, χωρίς να συνάδουν με την αισθητική και σημασιολογική λειτουργία της ελληνικής, είναι το lockdown και το mini lockdown, τα οποία, προφανώς, και θέλουμε να αποφύγουμε όλοι!
Πρόκειται για δύο φράσεις που θα μπορούσαν να αποδοθούν εξαιρετικά στην ελληνική με το «απαγόρευση» και το «μερική απαγόρευση», λέξεις που ενδεχομένως μας φοβίζουν περισσότερο από τις αντίστοιχες ξενόγλωσσες που αναφέραμε παραπάνω και για τον λόγο αυτόν τις αποφεύγουμε. Σε κάθε περίπτωση, επειδή οι λέξεις λένε τις δικές τους αλήθειες, επιβάλλεται οργανωμένα και μεθοδικά, μικροί και μεγάλοι, να ακολουθήσουμε τις οδηγίες και τις προτροπές των ειδικών ώστε να αποφύγουμε και τα lockdown και τις απαγορεύσεις.
Ο κ. Γεώργιος Δ. Καψάλης είναι πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Πέρα από το γλωσσικό η νέα αγλωσσία
ΠΟΛΙΤΙΚΗ 28.06.2020 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Φασίστας καλείται όποιος δεν είναι αριστερός. Ας είναι και φιλελεύθερος. Ρατσιστής καλείται όποιος τολμάει να υπερασπιστεί τα σύνορα της χώρας, όποιος θεωρεί ότι η συρροή μεταναστών δημιουργεί κοινωνικό πρόβλημα. Λέξεις των οποίων η σημασία είναι πληθωριστική, άρα έχει χάσει ένα μεγάλο μέρος της αξίας της. Η κατάχρηση τις κάνει να μοιάζουν περισσότερο με νευρικούς σπασμούς, παρά με λέξεις που φέρουν σημασιολογικό φορτίο το οποίο έχει και μνήμη και ιστορικές καταβολές.
[…]
Το ίδιο θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί και για τις λέξεις «φασίστας» και «ρατσιστής». Κάποτε είχαν πολύ συγκεκριμένη σημασία. Σήμερα είναι λέξεις γενικής χρήσεως που λειτουργούν ως ύστατο επιχείρημα στο αδιέξοδο του διαλόγου. Και το ερώτημα που τίθεται είναι εύλογο. Πώς θα ξεχωρίσεις τους πραγματικούς φασίστες ή τους πραγματικούς ρατσιστές μέσα στο πλήθος το οποίο έχει δημιουργήσει η κατάχρηση; Και πώς θα ξεχωρίσεις τον πραγματικό σεξιστή αν θεωρείς πως όλοι οι άνδρες είναι κατά βάθος σεξιστές; Και πώς θα ξεχωρίσεις τον πραγματικό ομοφοβικό αν χαρακτηρίζεις έτσι όποιον υποστηρίζει ότι εκτός από την «έμφυλη ταυτότητα» υπάρχει και η ταυτότητα του φύλου που μας έδωσε η φύση; Θα μου πείτε η φύση μπορεί να έκανε λάθος όμως, τι να κάνουμε, φύση είναι.
Η πληθωριστική χρήση της σημασίας βλάπτει καίρια την οικονομία της γλώσσας. Προκαλεί ένα νέο είδος αγλωσσίας που μετατρέπει την κοινωνία σε Βαβυλωνία. Αναφέρομαι στην υπέροχη κωμωδία του Βυζάντιου που περιγράφει απολαυστικά το συστατικό χάος της νεοελληνικής κοινωνίας. Σε μια λοκάντα του Ναυπλίου, λίγο μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, οι πελάτες προσπαθούν να καταλάβουν τον κατάλογο για να παραγγείλουν και να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Η ελληνική γλώσσα, την οποία όλοι μιλάνε, είναι μια κουρελού από διαλέκτους. Ο Κρητικός με τη λέξη «κουράδια» εννοεί τα πρόβατα, ενώ ο Αρβανίτης ό,τι εννοούμε και σήμερα – «σκωρ» κατά τον Λογιότατο της παρέας. Η παρεξήγηση οδηγεί σε καβγά, τραυματισμό του Κρητικού από τον Αρβανίτη και εμφάνιση του Επτανήσιου αστυνόμου –«αστρονόμο» τον αποκαλούν– ο οποίος μιλάει «λιάνικα»- ιταλιάνικα. Το ενδιαφέρον με το έργο του Βυζάντιου είναι ότι παρ’ όλ’ αυτά και να παραγγείλουν καταφέρνουν και να φάνε και να πιουν και να τραγουδήσουν. Το χάος αθωώνεται και η Νεότερη Ελλάδα έχει γεννηθεί. Είναι η κωμική πλευρά της τραγικής της ύπαρξης.
Το χάος κωδικοποιήθηκε στην εμφύλια διαμάχη ανάμεσα στην καθαρεύουσα και τη δημοτική η οποία έληξε με τη νίκη της δεύτερης. Πώς άραγε θα διαχειρισθεί το ζήτημα η επιτροπή για τον εορτασμό των 200 ετών; Υποτίθεται ότι, ακρωτηριάζοντάς την από την καθαρεύουσα, καταφέραμε να συνεννοηθούμε ποια είναι η ελληνική γλώσσα, όμως το χάος της ασυνεννοησίας δεν μπορέσαμε να το αποφύγουμε, τουλάχιστον στον δημόσιο λόγο. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε πια με τις διαλέκτους της εντοπιότητας. Εχουμε να κάνουμε με τις διαλέκτους διαφόρων κοινωνικών ή πολιτικών ομάδων οι οποίες χρησιμοποιούν τη γλώσσα κατά βούλησιν.
Και το χειρότερο: η αγλωσσία νέας κοπής που οφείλεται στην εξασθένηση της σημασίας των λέξεων δεν αφορά μόνον την ελληνική. Λειτουργεί εξίσου αποτελεσματικά σε όλες τις γλώσσες – τουλάχιστον του δυτικού πολιτισμού. Υπάρχουν βέβαια και τα μονοπωλιακά προνόμια. Επαιρόμεθα ότι η λέξη φιλότιμο δεν είναι μεταφράσιμη. Ισως θα έπρεπε να προσθέσουμε και τη λέξη «μαλάκας» με τον πλούτο της σημασίας που έχει στην ελληνική.
Τη χαμένη, ή έστω πληθωριστική, σημασία των λέξεων την αντικαθιστούν τα στερεότυπα. Φασίστας, ρατσιστής, σεξιστής, ομοφοβικός, με την κατάχρηση, από λέξεις έχουν μετατραπεί σε λεκτικά αντανακλαστικά που προκαλούν τον βιασμό της γλώσσας από την πολιτική ορθότητα. Φτάσαμε στο σημείο ακόμη και η λέξη «ποδηλάτης» να δηλώνει έναν ανθρώπινο τύπο με στερεότυπη συμπεριφορά και όχι αυτόν που κυκλοφορεί με ποδήλατο.
Η αγλωσσία οδηγεί στην κατάργηση της σκέψης. Η ηγεμονία των στερεοτύπων στην κατάργηση της ελευθερίας.
Γιατί φοβόμαστε την καθαρεύουσα;
ΠΟΛΙΤΙΚΗ 14.06.2020
Την καθαρεύουσα δεν τη γελοιοποίησε ο Μποστ. Τον γοήτευε αφού του έδινε την ευκαιρία να παίζει μαζί της. Κάτι σαν τη γοητεία που ασκεί το θύμα στο πειραχτήρι του. Την καθαρεύουσα τη διέσυρε η δικτατορία. Το πολύτομο «Πιστεύω» του Παπαδόπουλου θα άξιζε να μελετηθεί κάποτε από γλωσσική άποψη. Και δεν εννοώ τις ασυνταξίες ή τους σολοικισμούς. Εννοώ τον τρόπο με τον οποίο τη χρησιμοποιούσε κυρίως στις ομιλίες του, τις αγωνιώδεις προσπάθειες που κατέβαλε για να βρει το τέλος της πρότασης, τους τύπους που χρησιμοποιούσε και όσα φαινόμενα βοηθούν στην ψυχολογική αλλά και κοινωνιολογική ερμηνεία του φαινομένου.
Στη μεταπολίτευση η κοινοβουλευτική πολιτική τάξη την εξόρισε από την εκπαίδευση. Το πιστοποιητικό θανάτου εκδόθηκε το 1976 από τον Γεώργιο Ράλλη. Κι ας συνέχιζε να υπογράφει «Γεώργιος», κι ας συνέχιζε να τη χρησιμοποιεί στη ρητορεία του, όπως και οι περισσότεροι συνάδελφοί του. Οσοι είχαν σπουδάσει, στην καθαρεύουσα έκαναν τις σπουδές τους. Ομως ήθελαν να λυτρώσουν τις επερχόμενες γενιές από τα δεσμά της. Είχε έρθει η ώρα να απαλλαγούν ο δημόσιος λόγος και η πολιτική σκηνή, από την τρίτη κλίση και τη χρήση μετοχών οι οποίες αντιμετωπίζονταν ως κύτταρα της «ελιτίστικης στάσης». Τους απελευθέρωσε η ηγεμονία της πασοκικής διαλέκτου.
Η συνέχεια είναι γνωστή οπότε δεν χρειάζεται να την περιγράψω. Η Ελλάδα γλίτωσε από ένα φάντασμα που τη στοίχειωνε με τίμημα την αγλωσσία. Χαρακτηριστικότερο σύμπτωμά της η αδυναμία του Ελληνα μαθητή, και κατά συνέπεια του πολίτη, να κατανοήσει ένα κείμενο, κοινώς να το μεταφράσει σε «δικά του λόγια».
Χαρακτηριστική επίσης και η αδυναμία συνεννόησης στην καθημερινότητα που μας επιτρέπει να υπερηφανευόμαστε πως είμαστε μονίμως εκνευρισμένοι, σταθερά θυμωμένοι και καχύποπτοι.
Δεν ισχυρίζομαι ότι η κατάσταση πριν από την κατάργηση της διδασκαλίας της καθαρεύουσας ήταν καλύτερη. Ο γλωσσικός διχασμός δεν βοηθάει την επικοινωνία. Οσοι μιλούσαν καθαρεύουσα φοβούνταν όσους μιλούσαν δημοτική και αντιστρόφως. Διαφορά μορφωτικού επιπέδου, κοινωνικής τάξης, διαφορά νοοτροπίας. Η καθαρεύουσα φόβιζε επιπλέον επειδή ήταν η γλώσσα της δημόσιας διοίκησης. Χωρίς να υπολογίζουμε ότι η δημόσια διοίκηση φοβίζει είτε στην καθαρεύουσα είτε στη δημοτική. Φοβίζει λόγω της αναξιοπιστίας της και της αδούλωτης αυθαιρεσίας της.
Εννοείται ότι από τον διχασμό εξαιρούνται οι ποιητές και οι πεζογράφοι. Αυτοί δεν έγραφαν ούτε δημοτική ούτε καθαρεύουσα. Εγραφαν ελληνικά.
Η λύση στο πρόβλημα του γλωσσικού διχασμού δόθηκε με την καρατόμηση της καθαρεύουσας. Τα επιχειρήματα είναι γνωστά. Είναι μια γλώσσα που κανείς δεν τη μιλάει πια – μάλλον κανείς δεν «πρέπει» να τη μιλάει πια. Είναι μια γλώσσα τεχνητή που φτιάχτηκε για να εκφράσει τους λόγιους – εχθρούς του λαού και της δημοκρατίας.
Κατά συνέπεια ενεπλάκη και σε πολιτικές συγκρούσεις. Ολα ήταν εναντίον της και πάνω απ’ όλα η γελοιοποίησή της από τη δικτατορία.
Πριν από τρία χρόνια είχα γράψει ένα κείμενο όπου πρότεινα την επαναφορά της διδασκαλίας της καθαρεύουσας. Εννοείται ότι δεν πίστευα ότι η πρόταση θα συζητηθεί καν. Εντυπωσιάστηκα όμως από το πόσοι αναγνώστες αυτής της εφημερίδας συμφωνούσαν. Φαντάζομαι τις αντιδράσεις της ΟΛΜΕ. «Πώς να διδάξουμε κάτι που δεν ξέρουμε;». Εννοείται δεν θα το έλεγαν έτσι. Θα ζητούσαν «επίδομα καθαρεύουσας», ο δε Φίλης θα αγόρευε ότι θέλουν «να κλέψουν το μέλλον των εφήβων» με το πνεύμα του πονηρού, την τρίτη κλίση.
Εννοείται ότι προσυπογράφω το άρθρο του Γιώργου Μαυρογορδάτου στην «Κ» της περασμένης Κυριακής όπου υποστηρίζει ότι αντί για τα λατινικά έπρεπε να επιστρέψει η καθαρεύουσα. Εχει σημασία ότι αυτό το λέει ένας πρώην καθηγητής πανεπιστημίου και ικανός συγγραφέας Ιστορίας. Αν είχαμε να διαλέξουμε ανάμεσα στα λατινικά ή την καθαρεύουσα θα έπρεπε να διαλέξουμε τη δεύτερη.
Η καθαρεύουσα δεν συνδέει μόνον τη γλώσσα που μιλάμε σήμερα με το βάθος του ιστορικού σπηλαίου της ελληνικής. Η καθαρεύουσα συνδέει τη σημερινή Ελλάδα με τον ίδιο της τον εαυτό. Πώς μπορείς να αγνοήσεις ότι το μεγαλύτερο μέρος της νεοελληνικής γραμματείας έχει γραφτεί στην καθαρεύουσα; Θέλεις να αποκόψεις τον σημερινό Ελληνα από τη λογοτεχνία που γράφτηκε όχι 2.500 χρόνια πριν αλλά εκατό χρόνια πριν. Κοινώς περιορίζεις ασφυκτικά τον γλωσσικό του ορίζοντα. Και μετά απορείς πώς δεν τα καταφέρνει στην κατανόηση κειμένου.
Μπορεί να διαβάσει σήμερα ένας έφηβος ολόκληρο διήγημα του Βιζυηνού; Και πώς θα τον αγγίξει το γλωσσικό αίσθημα του Εμπειρίκου;
Μια πρόταση: Αντί να μιλάμε για διδασκαλία της καθαρεύουσας που κάνει το κρύσταλλο της προόδου να ραγίζει από φρίκη, μήπως θα έπρεπε να μιλάμε για διδασκαλία της λόγιας ελληνικής γλώσσας; Εκεί είναι το πρόβλημα. Ο σημερινός έφηβος είναι αποκομμένος από τη γλώσσα της νεοελληνικής λογιότητας – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Και δεν είναι τυχαίο ότι η καταδίκη της καθαρεύουσας έγινε την εποχή κατά την οποία οι λόγιοι δεν κρίνονταν από το έργο τους, αλλά από την εκλογή τους στο πανεπιστήμιο, κοινώς από τις σχέσεις τους με το φοιτητικό κίνημα.
Απ’ τη «Βαβυλωνία» στην ανέκφραστη δημοτική
ΠΟΛΙΤΙΚΗ 16.02.2020
Την κωμωδία του Βυζάντιου «Βαβυλωνία» την είχα δει στην παράσταση του Κουν. Θυμάμαι ακόμη τη διανομή, τον Λαζάνη, τον Καρακατσάνη, τον φίλο Ηλία Λογοθέτη στον ρόλο του Επτανήσιου αστυνόμου. Ακόμη κι όσους ξεχνώ τους θυμάμαι ως χαρακτήρες επί σκηνής, τον Σοφολογιότατο, τον Κρητικό, τον Αρβανίτη. Είναι η δύναμη του μεγάλου θεάτρου: η παράσταση μπορεί να κρατάει δύο ώρες το πολύ, όμως το αποτύπωμά της μένει. Και, βέβαια, στην περίπτωση αυτή μένει και το κείμενο.
Το επεισόδιο διαδραματίζεται σε ένα ξενοδοχείο του Ναυπλίου, όπου συναντιούνται όλες οι φυλές του αρτιγέννητου νεοελληνικού κράτους και αναπαράγουν το πρωταρχικό γλωσσικό χάος. Ολοι μιλούν την ίδια γλώσσα, ελληνικά, όμως τα ελληνικά τού ενός διαφέρουν τόσο από τα ελληνικά τού άλλου, ώστε να μην μπορούν να συνεννοηθούν. Για τον Κρητικό τα κουράδια είναι τα πρόβατα, για τον Αρβανίτη έχουν τη σημασία που έχουν και για εμάς σήμερα. Παρεξήγηση, πυροβολισμός, τραυματισμός του Κρητικού και παρέμβαση του αστυνόμου στα ελληνοϊταλικά: «Ηταν caso pensato ή caso accidente»;
Ηθογραφία; Γραφική αναπαράσταση του γλωσσικού χάους που επικρατούσε στην Ελλάδα του 1832; Αυτό το πρωταρχικό χάος που οι λόγιοι εργάσθηκαν για να το κωδικοποιήσουν στον εμφύλιο της καθαρεύουσας με τη δημοτική; Αυτό και κάτι παραπάνω. Η «Βαβυλωνία» του Βυζάντιου είναι η απόδειξη ότι το πρωταρχικό χάος συνυπάρχει με τη δυνατότητα αναπαράστασής του. Ο Κωνσταντινουπολίτης αγιογράφος και δημόσιος υπάλληλος με τα δικά του ελληνικά ανεβάζει το χάος επί σκηνής. Δεν είναι ο περιηγητής που αντιμετωπίζει με συγκατάβαση τους Ελληνες οι οποίοι δεν μπορούν να συνεννοηθούν ούτε στη γλώσσα τους, ο ίδιος όμως για να καταγράψει την ασυνεννοησία τους γράφει γαλλικά ή αγγλικά.
Γράφει ελληνικά και τα ελληνικά τα οποία γράφει καταδεικνύουν την αδυναμία συνεννόησης στα ελληνικά. Πλάθει μια μήτρα που θα επιτρέψει στο γλωσσικό χάος να γίνει οργανισμός. Δείχνει τη δυναμική του χάους. Η δυναμική προκύπτει από τις κωμικές καταστάσεις. Η σύγχρονη Ελλάδα δημιουργείται μέσα από την αναπαράσταση του εαυτού της. Και στο κάτω κάτω, η αναπαράσταση υπήρξε μια από τις συστατικές χειρονομίες του ελληνικού πολιτισμού από τα χρόνια του Ομήρου και των Κούρων.
Το γλωσσικό υπήρξε ένα από τα στερεότυπα της νεοελληνικής ύπαρξης. Δεν μπορούμε να μπούμε στο εργαστήριο της συλλογικής μας ταυτότητας χωρίς να το συναντήσουμε. Υποθέτω, κατά συνέπεια, ότι στις τελετές της αυτογνωσίας για τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση δεν θα αγνοηθεί ως ένα από τα σημαντικά κεφάλαια της κοινής μας υπόθεσης. Ενδιαφέρουσες οι ιδεολογικές διαμάχες των ιστορικών, δεν λέω. Ηταν «φιλελεύθερη» η Επανάσταση, ήταν νεωτερική, ήταν εθνικοπατριωτική, ήταν αντιιμπεριαλιστική; Τη συγκρίνουν με τη γαλλική ή την αμερικανική επανάσταση. Ομως, τα έθνη που τις ολοκλήρωσαν δεν είχαν πρόβλημα γλώσσας, και μάλιστα τόσο βαθύ ώστε να συνεχίσει να τα ταλανίζει ακόμη και μετά την απελευθέρωσή τους ή την ανεξαρτησία τους. Αν θέλουμε να εντοπίσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Ελληνικής Επανάστασης, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γλωσσικό. Εμάς το «γλωσσικό» μάς ταλαιπώρησε έως τα τέλη του 20ού αιώνα. Ποια γλώσσα θα διδάσκουμε στα παιδιά μας ως ελληνική; Ενας ακόμη εμφύλιος ανάμεσα στους τόσους που διακρίνουν τη συνύπαρξή μας. Εκλεισε με την οριστική νίκη της δημοτικής επί της καθαρευούσης, σαν να κόβαμε το μέλος που απειλούσε με γάγγραινα τον οργανισμό. Εκτοτε ψάχνουμε γλώσσα για να εκφραστούμε.
Εύκολη διαφυγή ο εμφύλιος. Εχει και ιστορικό βάθος. «Αθήνα εναντίον Σπάρτης», «δημοκρατικοί εναντίον αριστοκρατών», «οπλαρχηγοί και φαναριώτες», «λαός και κοτζαμπάσηδες», «αριστεροί εναντίον δεξιών», «μνημονιακοί και αντιμνημονιακοί», «καθαρευουσιάνοι και δημοτικιστές». Παίρνεις θέση, δηλώνεις ταυτότητα και έχεις το κεφάλι σου ήσυχο. Η κατάσταση περιπλέκεται όταν αρχίζεις να βλέπεις το πρωταρχικό χάος που κρύβεται πίσω από τις διχοτομίες. Γιατί συγκρούονται οι αγωνιστές στη διάρκεια της επανάστασης, όσο ακόμη ο Ιμπραήμ αλωνίζει στην Πελοπόννησο; Δεν συγκρούονται για τη μορφή της πολιτείας που θα προκύψει. Συγκρούονται για το ποιος θα τη διαφεντεύει. Η σύγκρουση είναι ανάμεσα σε δυνάμεις του πρωταρχικού χάους, στα «εγώ» που μπορεί να αναγνωρίζουν κοινή «θρησκεία και πατρίδα», όμως δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους.
Η «Βαβυλωνία» αυτό το πρωταρχικό χάος αναπαριστά. Οι χαρακτήρες πιστεύουν στον ίδιο θεό, αναγνωρίζουν την ίδια πατρίδα, όμως δεν καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο. Η συνθήκη μάς είναι γνώριμη. Τα διακόσια χρόνια που μας χωρίζουν από το 1821 είναι μια συνεχής προσπάθεια οργάνωσης του πρωτογενούς χάους από το οποίο γεννηθήκαμε. Το ερώτημα είναι αν η σημερινή ανέκφραστη δημοτική μπορεί να το χειραγωγήσει.
Η αποξένωση από την εικόνα τής λέξης – Τα Greeklish και οι επιπτώσεις τους
Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ
5 Οκτωβρίου 2014
Μια συχνή ερώτηση στους γλωσσολόγους είναι αν η χρήση τού ηλεκτρονικού τρόπου γραφής των κειμένων στο Διαδίκτυο και ειδικότερα η γραφή με λατινικούς χαρακτήρες, τα Greeklish, επηρεάζουν αρνητικά τη γνώση και, γενικότερα, την ποιότητα χρήσης τής γλώσσας. Θα θέσω στην κρίση των αναγνωστών μερικές σκέψεις επί τού θέματος χωρίς προσπάθεια εξαγιασμού ή δαιμονοποίησης τής γραφής στον υπολογιστή και, κυρίως, τού ελληνοαγγλικού (Greeklish) τρόπου γραφής σε υπολογιστές, τηλέφωνα κ.λπ.
Η γνώση κάθε λέξης στη γλώσσα είναι μια σύνθετη γνώση πολλών γλωσσικών πληροφοριών. Η γνώση μιας λέξης προϋποθέτει υποχρεωτικά γνώση τής σημασίας της και γνώση των ηχητικών στοιχείων που τη δηλώνουν (τής «μορφής» ή τού «τύπου» τής λέξης, ό,τι ονόμασε ο Saussure «ακουστική εικόνα»). Από τα χρόνια που η γραφή αποτελεί κοινό κτήμα η γνώση τής λέξης έχει για τον σύγχρονο άνθρωπο ένα επιπλέον στοιχείο: τη γνώση τού τρόπου γραπτής και ορθογραφικής παράστασης τής λέξης («οπτική εικόνα»). Άρα, γνωρίζω μια λέξη σημαίνει για τους περισσότερους ανθρώπους ότι έχω μια τριμερή γνώση: τής σημασίας, τής ακουστικής εικόνας (πώς προφέρεται / ακούγεται) και τής οπτικής εικόνας (πώς γράφεται και ορθογραφείται) κάθε λέξης. Για λόγους οικονομίας τού χώρου δεν επεκτείνομαι εδώ σε εξειδικεύσεις· ότι η σημασία λ.χ. έχει διπλή, γνωστική και βιωματική, υφή· ότι η γνώση τής σημασίας περιλαμβάνει και τα περιβάλλοντα (γλωσσικά και εξωγλωσσικά) όπου χρησιμοποιείται, δηλαδή ότι είναι συγχρόνως γνώση τής χρήσης τής λέξης· ότι η γνώση τής ηχητικής δήλωσης μιας λέξης αφορά τόσο στους ήχους που τη δηλώνουν («φωνήματα») όσο και στους ήχους που την πραγματώνουν κατά την προφορά της («φθόγγους»)· ότι η γνώση τής σημασίας δεν είναι παρά αναφορά σε συγκεκριμένο ή αφηρημένο αντικείμενο έξω από τη λέξη κ.λπ.
Ειδικότερα, η οπτική εικόνα τής λέξης αφορά στη γραπτή παράσταση τής λέξης, γραφή και ορθογραφία. Η εικόνα αυτή αποκτάται, εδραιώνεται και συντηρείται από τη συνεχή επαφή με τη γλώσσα μας σε δύο επίπεδα: στο οπτικό και στο κιναισθητικό.
Σε οπτικό επίπεδο τα διαβάσματά μας, η ανάγνωση κάθε είδους κειμένων, γραμμένων στα Ελληνικά, όταν είναι έγκαιρη (από τις πρώτες τάξεις τού σχολείου), συστηματική και συχνή και όταν υποστηρίζεται από συναφείς γλωσσικές γνώσεις (π.χ. βασικούς κανόνες ορθογραφίας), ενισχύει και διατηρεί αλώβητο το οπτικό ίνδαλμα τής λέξης, συντηρεί στο μυαλό μας τη γραπτή εικόνα τής λέξης, τη γνώση για το πώς γράφεται συμβατικά η λέξη μέσα και σε σχέση με το σύστημα μιας συγκεκριμένης γλώσσας.
Σε κιναισθητικό επίπεδο η γνώση τής εικόνας κάθε λέξης ενισχύεται σημαντικά από τη δεξιότητα που αποκτούμε από παιδιά στο να γράφουμε τη λέξη. Οι κινήσεις τού χεριού για την ενεργοποίηση και τον σχεδιασμό των γραμμάτων που απεικονίζουν τη γραπτή παράσταση κάθε λέξης και η αίσθηση που απορρέει από τη διαδικασία αυτή αποτελούν μιαν άλλη βασική πηγή γνώσης τής εικόνας, δηλαδή τού τρόπου γραφής και ορθογραφίας τής λέξης. Ας θυμηθούμε πόσο συχνά – σε περιπτώσεις αμφιβολίας ως προς την ορθογραφία μιας λέξης – ζητάμε να τη γράψουμε, για να θυμηθούμε τον ορθό τρόπο γραφής της, δηλαδή την οπτική εικόνα της.
Τι συμβαίνει στην εποχή μας; Σ’ έναν «πολιτισμό τού γραπτού λόγου» που είναι ο πολιτισμός μας η δεύτερη αυτή γνώση έχει περιοριστεί σε μεγάλο ή μεγαλύτερο βαθμό για όσους έχουν περάσει να γράφουν κυρίως ή αποκλειστικά στον υπολογιστή, αφού η δεξιότητα τού σχεδιασμού των γραμμάτων έχει αντικατασταθεί από χτυπήματα σε πλήκτρα. Αυτό αλλάζει ριζικά τη δεξιότητα τής γραφής και είναι μια πρώτη απομάκρυνση από την εικόνα τής λέξης.
Η δεύτερη αιτία απομάκρυνσης που, αν συνεχισθεί για καιρό σε συνδυασμό και με την πρώτη, καταλήγει πλέον σε αποξένωση από την εικόνα τής λέξης είναι η εγκατάλειψη τής γραφής και τής ορθογραφίας των λέξεων για μια δήθεν ευκολία που παρέχει η μιγαδική γραφή που είναι γνωστή ως Greeklish. I psevdesthisi 2 na nomizis oti to xeperasma ton diskolion egkite (i enkite ? i egkeitai?) sti κhrisi (i chrisi ? i xrisi ?) tis latinikis anti tis elinikis (I ellenikes ?) grafis (i graphes?). Γράφοντας συχνά και για πολύ έτσι σιγά-σιγά όλο και περισσότερο απoξενώνεσαι από την εικόνα τής λέξης και όλο λιγότερο είσαι εύκολα εις θέση να ανακαλέσεις στη μνήμη και στο γράψιμό σου την εικόνα τής ορθογραφίας των λέξεων. Κι επειδή η ιστορική ορθογραφία των λέξεων δεν είναι πολυτέλεια ή κάτι περιττό, αλλά άμεση (έστω και μη πάντοτε συνειδητή) σύνδεση με τη σημασία και τη γλωσσική (ετυμολογική) οικογένεια και τη γλωσσική (γραμματικοσυντακτική) σχέση κάθε λέξης, η αποξένωση καταλήγει σε σοβαρές απώλειες στη γνώση και γραπτή χρήση τής γλώσσας. Εν ονόματι μιας χρηστικής, προκλητικά χρησιμοθηρικής, αντίληψης τού αξιακού συστήματος που συνιστά τη γλώσσα αφήνεις να ατονήσουν ή να χαθούν πολύτιμα συστατικά μιας ποιοτικής λειτουργίας τής γλώσσας.
Ηθικόν δίδαγμα (σε δύο εκδοχές): μην παίζουμε «εν ου παικτοίς»· εκτός αν sinidita epilegume na pezume en u pektis. Και γιατί προτιμούμε, αλήθεια, το εκ τού ελληνικού αλφαβήτου (μέσω Ετρουσκικής) προελθόν λατινικό αλφάβητο αντί τού ελληνικού που χρησιμοποιούμε στην Ελλάδα από τον 8ο π.Χ. αιώνα μέχρι σήμερα; Μήπως (μέσα στην ξενομανία μας) νομίζουμε ότι χρησιμοποιούμε αγγλικό αλφάβητο;
Πού πάνε τα ελληνικά του 21ου αιώνα;
Μπορεί η ελληνική γλώσσα να ανταποκριθεί στις ανάγκες της ζωής σήμερα; Γλωσσολόγοι και μεταφραστές τοποθετήθηκαν τις εβδομάδες που πέρασαν στο ερώτημα που έθεσε «Το Βήμα»
Mπορεί η ελληνική γλώσσα να ανταποκριθεί στις νέες έννοιες, στα νέα αντικείμενα, στις νέες πραγματικότητες του 21ου αιώνα – και μάλιστα με την αμεσότητα και την ταχύτητα που απαιτεί η ανάγκη επικοινωνίας σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο; Ηταν ένα ερώτημα που θέσαμε σε πεπειραμένους μεταφραστές και μεταφράστριες από τρεις μεγάλες ευρωπαϊκές γλώσσες – Μαργαρίτα Ζαχαριάδου (αγγλικά), Ρίτα Κολαΐτη (γαλλικά), Κώστα Κοσμά (γερμανικά) – και σε τέσσερις καθηγητές γλωσσολογίας με εμπειρία στην έκδοση λεξικών και στη συγκρότηση σωμάτων κειμένων – Διονύση Γούτσο (Σώμα Ελληνικών Κειμένων), Γεώργιο Μπαμπινιώτη (λεξικά Κέντρου Λεξικολογίας), Γιώργο Παπαναστασίου (λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη), Χριστόφορο Χαραλαμπάκη (Χρηστικό Λεξικό Ακαδημίας Αθηνών). Από την Κυριακή 4 Αυγούστου και μέχρι την περασμένη Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου, περνώντας ο ένας τη σκυτάλη στον άλλον, μας έδωσαν μια καλειδοσκοπική εικόνα των παραμέτρων του ερωτήματος σε μια συζήτηση που παραμένει ανοιχτή.
Συμπερασματικά, όλοι συμφώνησαν ότι νεολογισμοί και λέξεις που δανειζόμαστε από άλλες γλώσσες μαζί με ξενόφερτα αντικείμενα και έννοιες αποτελούν πλούτο και ένδειξη δύναμης της Ελληνικής και την κρατούν ζωντανή, δίνοντας αρκετά παραδείγματα από δάνεια του παρελθόντος τόσο στην καθημερινή όσο και στη λογοτεχνική γλώσσα (Χαραλαμπάκης, Κολαΐτη). Υπήρξαν στιγμές που η συζήτηση διολίσθησε σε γνωστά και παλιά θέματα και φόβους, αλλά είχαμε τη διαβεβαίωση ότι κίνδυνος ριζικής αλλοίωσης της γλώσσας από τη χρήση ξένων λέξεων δεν υπάρχει (Χαραλαμπάκης), ούτε κίνδυνος να εξαφανιστεί η Ελληνική από τον παγκόσμιο γλωσσικό χάρτη (Παπαναστασίου).
Ομοιογενοποίηση και διεθνοποίηση
Φαίνεται όμως να διαγράφεται αφενός μια τάση «ομοιογενοποίησης» του νεοελληνικού λόγου, καθώς οι ομιλητές των νεοελληνικών διαλέκτων μειώνονται συνεχώς χρόνο με τον χρόνο (Παπαναστασίου). Ταυτόχρονα εντοπίστηκε μια τάση «διεθνοποίησης» των γλωσσών, όχι μόνο στον λόγο της καθημερινής επικοινωνίας αλλά και στον λόγο της λογοτεχνίας (Κολαΐτη), καθώς σε αρκετές περιπτώσεις τα ξενόφερτα αντικείμενα, ήθη και λέξεις, κυρίως οι αμερικανόφερτες, αποδεικνύονται πολύ ανθεκτικά, όχι μόνο στην ελληνική αλλά και σε άλλες γλώσσες. Πράγμα που δεν είναι ασύνδετο με την οικονομική, πολιτική και πολιτισμική ηγεμονία των ΗΠΑ. Αν κάποτε οι (αρχαίοι) Ελληνες είχαν μια ανάλογη θέση, με την Ελληνική να επιβάλλεται στον τότε δυτικό κόσμο – γι’ αυτό και οι Αγγλοσάξονες όταν αργότερα αναζητούσαν λέξη για να αποδώσουν μια νέα έννοια έλεγαν «The Greeks must have a word for it» -, τώρα επιβάλλονται οι Αμερικάνοι, και η δική τους γλώσσα.
Δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κανείς με την άποψη ότι «πλούσια είναι η γλώσσα που ανταποκρίνεται διαρκώς, άμεσα και με τις περισσότερες δυνατές αποχρώσεις σε όλα τα ερεθίσματα της ζωής, υλικά και πνευματικά, που παράγει πολιτισμό και ταυτόχρονα τον μεταφράζει, που έχει την ευλυγισία ώστε να σχηματίζει με οικονομία πολυσύνθετες εικόνες ή έννοιες» και ότι οι αγγλικές λέξεις «συχνότατα μονοσύλλαβες, αποτελούν εξαιρετικά εύχρηστα δομικά υλικά», βλέπε για παράδειγμα το «car» απέναντι στο πεντασύλλαβο «αυτοκίνητο» ή το «man» απέναντι στο τρισύλλαβο «άνθρωπος» (Ζαχαριάδου). Τι κάνουμε λοιπόν με τις νέες ανακαλύψεις, αντικείμενα και καταστάσεις, που γεννιούνται κάπου μακριά από την Ελλάδα και φτάνουν σ’ εμάς με τη διαμεσολάβηση άλλων γλωσσών;
Μια άποψη ήταν ότι δεν είναι πάντοτε απαραίτητο να τους δώσουμε ένα όνομα, να τις «λεξικοποιήσουμε», διότι υπάρχουν στη γλώσσα «δομικές προτιμήσεις που επιβάλλουν τις λεξικές μας επιλογές» – για παράδειγμα στην Ελληνική δεν υποχρεωνόμαστε να δηλώσουμε αν τα δάχτυλα είναι των χεριών ή των ποδιών, ενώ στην Αγγλική πρέπει να επιλέξουμε ανάμεσα σε fingers και toes. Κάπως έτσι «διαμορφώνεται ένας γενικός χαρακτήρας της γλώσσας προς σημασίες που εξαρτώνται περισσότερο από το περικείμενο ή προς εκείνες που είναι εν πολλοίς ανεξάρτητες από αυτό» (Γούτσος).
Για τις ξενόφερτες λέξεις προτάθηκε (Μπαμπινιώτης) να μιλάμε όσο και όπου μπορούμε Ελληνικά. Πράγματι, το εικονική πραγματικότητα έχει επικρατήσει πλέον του βίρτσουαλ, αλλά θα λέγαμε ότι είναι αμφίβολο αν το φορητό έγγραφο θα αντικαταστήσει το pdf, το βραχυμήνυμα το twit και ο εντοπιστής ή ανευρετής θέσεως το GPS, όπως το συμπαγής ψηφιακός δίσκος δεν μπόρεσε να εκτοπίσει το CD και η τηλεομοιοτυπία επικράτησε του fax μόνο στα έντυπα της κρατικής γραφειοκρατίας.
Νέες θεωρητικές και κοινωνικές πραγματικότητες, όπως αυτή του βιολογικού και του κοινωνικού και του ρευστού φύλου, επιβάλλουν έναν «διαφοροποιημένο», ποικιλόμορφο, πλουραλιστικό λόγο που να τις εκφράζει, έναν λόγο που ήδη υιοθετείται από άλλες γλώσσες και άλλες χώρες ακόμη και στη δημόσια διοίκηση, και μας δόθηκε το παράδειγμα της Γερμανίας (Κοσμάς).
Ο καθοριστικός ρόλος της τεχνολογίας
Οι νέες τεχνολογίες, που στον αγγλόφωνο κόσμο αποκαλούνται ευρηματικά disruptive technologies (ανατρεπτικές, διασπαστικές, μετασχηματιστικές, επιλέγετε όποια απόδοση προτιμάτε), επηρεάζουν και το πεδίο της γλώσσας και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης φαίνεται πως καθορίζουν τις κυρίαρχες τάσεις στη γλώσσα (Γούτσος). Δεν έλειψαν βέβαια και οι προτάσεις για την παρέμβαση παραδοσιακών φορέων. Ετσι, για τους νεολογισμούς που χρειάζεται συχνά να επινοήσουμε, προτάθηκε η Ακαδημία Αθηνών να παρεμβαίνει «τόσο για τη συγκέντρωση των απαραίτητων γλωσσικών πόρων και εργαλείων (όπως σώματα κειμένων) όσο και με προτάσεις για έννοιες καίριας σημασίας που αναμένεται να κυριαρχήσουν στον δημόσιο διάλογο» (Γούτσος) και με τη «δημιουργία νεολογισμών καλά γλωσσικώς πλασμένων, ώστε να είναι κατά το δυνατόν εύκολα κατανοητοί, τους οποίους να προωθεί εν συνεχεία σε συνεργασία με την Πολιτεία (δημόσια διοίκηση, Εκπαίδευση, Μέσα ενημέρωσης κ.λπ.)» (Μπαμπινιώτης).
Εδώ όμως έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς αντιμετωπίζει εκδοτικά η λεξικογραφία αυτή την πληθώρα νέων λέξεων. «Στην έντυπη μορφή ενός λεξικού που θα συντασσόταν τώρα ίσως να διστάζαμε να συμπεριλάβουμε λέξεις που συνδέονται άμεσα με τρέχουσες διατροφικές-μαγειρικές και ενδυματολογικές συνήθειες -όπως καλώς δεν κατέγραψαν παλιότερα λεξικά λέξεις όπως Κομαντατούρ, αυριανισμός, θατσερισμός, που η παρουσία τους στην ελληνική αποδείχθηκε, για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά, πρόσκαιρη» (Παπαναστασίου). Πράγματι, ένα έντυπο λεξικό δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις καταιγιστική εμφάνιση νέων λέξεων στην εποχή μας. Ηρθε μάλλον ο καιρός να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τα ψηφιακά εργαλεία, βάσεις δεδομένων, ηλεκτρονικά λεξικά, που θα καταγράψουν αυτόν τον, πρόσκαιρο έστω, γλωσσικό πλούτο για να τον θέσουν στη διάθεση των κοινωνιογλωσσολόγων που θα εξετάσουν πώς η γλώσσα μας καθρεφτίζει την κοινωνία μας, ποιες είναι οι δυνάμεις, οι αδυναμίες, οι ιδιαιτερότητές της.
Τα ελληνικά του 21ου αιώνα
Πριν από 15 χρόνια το φέισμπουκ, το τουίτερ και το σκάιπ δεν υπήρχαν, το νταουνλόουντ ήταν υπόθεση ελαχίστων ειδημόνων που ασχολούνταν με μπλιμπλίκια και το Μνημόνιο καταγραφόταν στα λεξικά ως επίσημη λέξη
Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας
Σύνταξη – επιμέλεια: Χριστόφορος Γ. Χαραλαμπάκης.
Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα, 2014,
σελ. 1.819, τιμή 48 ευρώ,
35 ευρώ για φοιτητές και εκπαιδευτικούς,
στο Βιβλιοπωλείο της Ακαδημίας Αθηνών
(Πανεπιστημίου 25-29, Στοά Κοραή)Πριν από 15 χρόνια το φέισμπουκ, το τουίτερ και το σκάιπ δεν υπήρχαν, το νταουνλόουντ ήταν υπόθεση ελαχίστων ειδημόνων που ασχολούνταν με μπλιμπλίκια και το Μνημόνιο καταγραφόταν στα λεξικά ως επίσημη λέξη. Στο μεταξύ το λαϊφστάιλ έβαλε στη ζωή μας τα ράνερ, τα ρόμαν, τα ρεσό, το κονσίλερ, το μπότοξ και το τάι τσι. Το κόνσεπτ και οι σελέμπριτι έγιναν λέξεις-ψωμοτύρι των πρωινάδικων, όπου ευδοκιμούν οι τηλεμαϊντανοί. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες και η εξάπλωση της καλωδιακής τηλεόρασης έφεραν στα σπίτια μας το ταεκβοντό και τα πιτ στοπ της Φόρμουλα 1. Η ανάπτυξη της οικολογικής συνείδησής μας οδήγησε αρκετούς στα βουνά να παρατηρήσουν τους σπιζαετούς. Η τεχνολογία μάς κουβάλησε το άιφον και το άιπαντ και γίναμε όλοι ιντερνετάκηδες. Η κρίση κατέβασε το Μνημόνιο από το επίσημο βάθρο του στην καθημερινή κουβέντα, μας έκανε νεόπτωχους, έβαλε πέλετ στις σόμπες μας και έβγαλε τους αντιμνημονιακούς στις πλατείες. Η επιστήμη μάς έμαθε το CERN και το σωματίδιο του Θεού, γνωρίσαμε τη διατροφολογία, την ιστοπαθολογία, τη νανοϊατρική. Οι δεκάδες εκπομπές μαγειρικής έκαναν το τσάιβ, το λάιμ, το μπουρίτο και το φαλάφελ λιγότερο εξωτικά και εντελώς οικεία. Μάθαμε να μιλάμε για ποικιλίες κρασιών, για το αγιωργίτικο και το αθήρι, κάνουμε και οινοτουρισμό. Πίνουμε φρεντοτσίνο και μοχίτο και παραγγέλνουμε σαλάτες με κατίκι, αναζητούμε πληροφορίες γκουγκλάροντας στον παγκόσμιο ιστό, ενώ ανησυχούμε για τη συνοχή του κοινωνικού ιστού και οι νέοι στα καφενεία – ίμο, τρέντι ή κάγκουρες, δεν έχει σημασία – πίνουν μπιρόνια, στέλνουν εσεμές, χαζεύουν τα τούμπανα που περνούν και αναφωνούν δεν υπάρχει. Η καθημερινότητα του σύγχρονου Νεοέλληνα με λέξεις. Λέξεις που βρίσκουν για πρώτη φορά θέση στο νεόκοπο Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών.
«Η Ακαδημία, με το λεξικό, δεν αποβλέπει σε ρύθμιση της γλώσσας» είπε στην παρουσίαση του Χρηστικού Λεξικού προλαβαίνοντας τα σχόλια ο γενικός γραμματέας της Ακαδημίας Βασίλειος Πετράκος. «Παρουσιάζει με συστηματικό τρόπο και επιστημονικά εξακριβωμένα την πραγματική μορφή της νεοελληνικής, τον γλωσσικό πλούτο της και τις θαυμαστές εκφραστικές δυνατότητές της. Το πλήθος των νεολογισμών και των νέων σημασιών που περιέχονται δείχνει τη δημιουργική δύναμη των Ελλήνων στη γλώσσα και διαψεύδει όσους θρηνούν για τη φθορά της».
«Με τι κριτήρια επιλέχθηκαν τα λήμματα του Λεξικού;» ρωτήσαμε τον επιστημονικό υπεύθυνο της έκδοσης, τον καθηγητή Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Χριστόφορο Χαραλαμπάκη. «Τα λήμματα του Λεξικού έχουν επιλεγεί από τεράστιες έντυπες και ιδίως ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων με βασικό κριτήριο τη στατιστική τους συχνότητα» απάντησε στο «Βήμα». «Το στατιστικό κριτήριο δεν ίσχυσε για σπάνια ζώα και φυτά που κινδυνεύουν να εξαφανιστούν. Ετσι έχουν συμπεριληφθεί ο αργυροπελεκάνος, η βίδρα, η φώκια μονάχους μονάχους για να ευαισθητοποιηθεί ο κόσμος. Οι σύγχρονοι επαγγελματίες λεξικογράφοι περιγράφουν τη γλώσσα και έτσι λημματοποιούν και λέξεις που ενδεχομένως δεν αρέσουν ούτε στους ίδιους. Μία απ’ αυτές τις λέξεις είναι ο μαλακοπίτουρας. Η λέξη συνοδεύεται στο Λεξικό με την ένδειξη ότι ανήκει στη νεανική αργκό και χρησιμοποιείται υβριστικά. Τις «άσχημες» λέξεις θα τις εξοστρακίσουμε και θα κρατήσουμε μόνο τις «ωραίες»; Αν τις αποκρύψουμε, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν».
Τα ελληνικά και η επιστήμη του ξύλου
ΠΟΛΙΤΙΚΗ 02.06.2019 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Εννοείται πως διάβασα με ενδιαφέρον το κείμενο του φίλου Πάσχου Μανδραβέλη για το γλωσσικό στην «Κ» της περασμένης Κυριακής («Η εξύψωση των ελληνικών», 26-5-2019). Το ενδιαφέρον μου δεν περιορίζεται στο γεγονός ότι διατυπώνει τις σκέψεις του με αφορμή ένα προηγούμενο δικό μου («Η ταπείνωση των ελληνικών» – «Κ», 28-4-2019). Οφείλεται και στο γεγονός ότι οι περισσότεροι πιστεύουν πως αποκλειστικώς αρμόδιοι για να συζητούν τα γλωσσικά ζητήματα είναι οι ειδικοί επιστήμονες, γλωσσολόγοι, φιλόλογοι, λεξικογράφοι ή οι διάφοροι τεχνικοί της ορθής της χρήσης, οι λάγνοι της γραμματικής και του συντακτικού. Αυτοί, με τους δογματισμούς τους και την απουσία γλωσσικού αισθήματος δημιούργησαν το γλωσσικό ζήτημα. Οι υπόλοιποι απλώς οφείλουμε να υπακούμε στους κανόνες του παιχνιδιού έτσι όπως τους ορίζουν οι αρμόδιοι. Για τον αρθρογράφο όμως, όπως για τον συγγραφέα ή τον μεταφραστή η γλώσσα είναι το εργαλείο του επιτηδεύματός του. Οταν μιλάει για τη γλώσσα καταθέτει την εμπειρία του.
Θα συμφωνήσω με πολλά από όσα υποστηρίζει ο Πάσχος Μανδραβέλης. Θα διαφωνήσω, όμως, μαζί του όταν ισχυρίζεται ότι «τα ελληνικά, όπως και πολλές άλλες γλώσσες, φθίνουν διότι δεν αποτυπώνεται σε αυτά νέα γνώση». Στην πρώτη σελίδα του ίδιου φύλλου της περασμένης Κυριακής υπήρχε ένας τίτλος: «Και η επιστήμη ξύλου σε ΑΕΙ». Στην αρχή νόμισα πως πρόκειται για κάποιο νέο τμήμα που θα ερευνά και θα διδάσκει τη ρητορική του κ. Τσίπρα και άλλων πολιτικών. Οταν, όμως, διάβασα το άρθρο κατάλαβα πως είναι κάτι ακόμη καλύτερο. Είναι η νέα εύφημος ονομασία κάποιου ΤΕΙ ξυλουργικής το οποίο αναβαθμίστηκε σε ΑΕΙ, προβιβάζοντας και την ευγενή τέχνη του επιπλοποιού σε επιστήμη. Να που παράγεται «νέα γνώση».
Μην μου ζητήσετε να σοβαρευθώ, διότι μιλάω σοβαρά. Ο τίτλος «επιστήμη του ξύλου» δεν πάσχει από γλωσσικής άποψης. Είναι σωστά ελληνικά, αν μάλιστα ορθογραφηθεί τόσο το καλύτερο και για τα ελληνικά και για εμάς. Κάτι όμως κλωτσάει. Κλωτσάει διότι μπροστά σου εμφανίζεται η κουτοπόνηρη φατσούλα του Γαβρόγλου σαν τον φασουλή μέσα από το κουτί. Κλωτσάει και η παράδοξη συνύπαρξη των δύο λέξεων και της σημασίας τους. Δεν κλωτσάει, όμως, σε μια σχολική τάξη όπου ο δάσκαλος παπαγαλίζει κανόνες για να τους μάθουν απέξω οι μαθητές του και να γράψουν την επόμενη έκθεση ιδεών. Αυτή η κλωτσιά οφείλεται στο γλωσσικό αίσθημα.
Κι αν κινδυνεύουν τα ελληνικά είναι επειδή αυτό το «γλωσσικό αίσθημα» βρίσκεται στο ναδίρ του. Δεν είμαι αφελής για να το αναζητήσω στους χρήστες των κοινωνικών δικτύων ή στους νεόπλουτους της πολιτικής ορθότητας που νομίζουν ότι επειδή θα λες τους γύφτους Ρομά θα αλλάξει και η συμπεριφορά τους. Oμως, το αναζητώ στην εκπαίδευση. Η εκπαίδευση δεν παράγει ούτε Παπαδιαμάντηδες ούτε Πλάτωνες. Δίνει, όμως, ένα μέτρο για να μπορέσεις να αξιολογήσεις το γλωσσικό σου αίσθημα. Κι αυτό έχει απαξιωθεί.
Τα σημερινά ελληνικά δεν είναι ταπεινωμένα σε σχέση με την «αρχαιότητά» τους. Σε πείσμα των αρχαιολατρών δεν μιλούσαν όλοι οι Αθηναίοι του 5ου αιώνα σαν τον Σοφοκλή. Αν και ο μακαρίτης ο Μποστ έλεγε πως όλοι οι αρχαίοι ήσαν μορφωμένοι διότι μιλούσαν αρχαία. Τα σημερινά ελληνικά είναι ταπεινωμένα σε σχέση με τον εαυτό τους και τις εκφραστικές τους δυνατότητες. Η έλλειψη γλωσσικού αισθήματος μας τιμωρεί ακόμη και σε τομείς που έχουν τους δικούς τους κώδικες, όπως τα μαθηματικά. Καθηγητής μέσης εκπαίδευσης μου είπε ότι ακόμη και όσοι λύνουν την εξίσωση δεν μπορούν να εξηγήσουν με δικά τους λόγια τι έκαναν για να τη λύσουν.
Τι προηγείται η σκέψη ή η γλώσσα; Μα πρώτα σκέφτεσαι και μετά μιλάς. Oμως, με τι σκέφτεσαι; Μήπως με τη γλώσσα; Ναι, δεν παράγεται σκέψη στα ελληνικά. Μπορείς να μιλάς χωρίς να σκέφτεσαι, όμως δεν μπορείς να σκέφτεσαι αν δεν μιλάς. Αγωνιούμε για την κλιματική αλλαγή, όμως παραβλέπουμε την καταστροφή του κοινωνικού τοπίου από την προγλωσσική βαρβαρότητα.
Ναι, οι γλώσσες εξελίσσονται. Η λογοτεχνία –με την ευρεία σημασία του όρου– είναι το αποθεματικό τους κεφάλαιο. Γι’ αυτό και δεν είναι όλες οι γλώσσες ισότιμες. Μπορεί οι ελληνόφωνοι να είναι λίγοι, όμως το αποθεματικό κεφάλαιο της γλώσσας τους τους επιτρέπει να συγκρίνουν την γλώσσα τους με τις μεγάλες γλώσσες του σύγχρονου κόσμου. Η λεγομένη «Μακεδονική», όσες συμφωνίες κι αν την αναγνωρίσουν, δεν έχει τη δύναμη των ελληνικών.
Θα μου πείτε έχει σημασία να ξέρεις ότι η λέξη «ελευθερία», αν και υπεραιωνόβια παραμένει η ίδια; Αν σκέφτεσαι την «επιστήμη του ξύλου» να κι αν έχει, να κι αν δεν έχει.
Η εξύψωση των ελληνικών
ΠΟΛΙΤΙΚΗ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 26.05.2019
Μόνον ένας λογοτέχνης σαν τον δικό μας Τάκη Θεοδωρόπουλο θα μπορούσε να το πει τόσο γλαφυρά: «Τα ελληνικά που μιλάμε, και αυτά στα οποία γράφουμε, δεν είναι παρά μια ταπεινωμένη εκδοχή της πανάρχαιας γλώσσας» («Η ταπείνωση των ελληνικών», «Καθημερινή» 28.4.2019).
Πέρα, όμως, από τη γλαφυρότητα του πράγματος, προκύπτουν κάποια ερωτήματα. Πώς ακριβώς ταπεινώνεται μια γλώσσα; Η νεοελληνική είναι ταπεινωμένη σε σχέση με ποια εκδοχή «πανάρχαιας γλώσσας»; Ως γνωστόν, και η αρχαία ελληνική επίσης εξελισσόταν και επιβίωσαν στα γραπτά διάφορες εκδοχές της. Διαφορετικά ήταν τα ελληνικά στην εποχή του Ομήρου και άλλα του Σοφοκλή. Δεν μπορούμε, φυσικά, να ποσοτικοποιήσουμε τις αλλαγές, αλλά κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι τα ελληνικά του Ομήρου απέχουν από τα ελληνικά του Θουκυδίδη, όσο τα ελληνικά του Θουκυδίδη από τη δημοτική. Και γιατί να μη θεωρήσουμε τα ελληνικά του Ευριπίδη «μια ταπεινωμένη εκδοχή της πανάρχαιας γλώσσας του Ομήρου»; Δυστυχώς, η «ταπείνωση» δεν είναι ακριβής επιστήμη, αλλά καλή λογοτεχνία.
Είναι εναργής η διαπίστωση του Τάκη Θεοδωρόπουλου ότι «αντί να δημιουργούμε σκέψη τσακωνόμασταν για τους τύπους που θα μας επέτρεπαν να παράγουμε σκέψη». Παραδόξως όμως, αμέσως μετά, αρχίζει να τσακώνεται για τους «τύπους». «Ο Γ. Ράλλης», γράφει, «νομοθέτησε την κατάργηση της διδασκαλίας της καθαρευούσης στην εκπαίδευση και το πρωτοπασόκ έσβησε την περισπωμένη και τα πνεύματα από τη γραφή. Η γλώσσα ακρωτηριάσθηκε από τη μνήμη της με τη λοβοτομή».
Ωραίο, αλλά πάλι αν κρατούσαμε τους τεχνητούς τύπους της «καθαρευούσης», οι μαθητές δεν θα σήκωναν κεφάλι από τα βιβλία του Βιζυηνού; Αν δεν καταργούσαμε τις περισπωμένες και τις δασείες τα παιδιά θα φλέρταραν απαγγέλλοντας Καβάφη; Αν γράφαμε τις λέξεις κεφαλαία και χωρίς κενά, θα έλαμπε κάποιος νεοέλληνας Πλάτωνας στην Αθήνα και στην παγκόσμια γραμματεία;
Δημιουργοί οι Ελληνες
Δεν ήταν τα ελληνικά που «δημιούργησαν μεγάλη τέχνη», όπως γράφει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, αλλά εκείνοι οι Ελληνες που έψαξαν βαθιά την ψυχή τους, κοίταξαν με καθαρό μάτι τον κόσμο, έφτιαξαν θεωρίες και έννοιες που τις αποτύπωσαν σε λέξεις. Δεν ήταν τα κείμενα που παρήγαγαν τη σκέψη, αλλά η σκέψη που αποτυπώθηκε σε αυτά. Εχει δίκιο όταν λέει ότι τα ελληνικά δεν «κινδυνεύουν να σβήσουν από τον χάρτη επειδή κάποιος τα εχθρεύεται». Δεν ισχύει όμως ότι «οι Ελληνες που τα κληρονόμησαν αδιαφορούν για την ύπαρξή τους». Δεν γνωρίζουμε άλλη χώρα που να τσακώθηκε τόσο πολύ –και να διαφωνεί ακόμη– για το γλωσσικό ζήτημα.
Τα ελληνικά, όπως και πολλές άλλες γλώσσες, φθίνουν διότι δεν αποτυπώνεται σε αυτά νέα γνώση. Καλώς ή κακώς –και για λόγους ανεξάρτητους της προσπάθειας των πληθυσμών– η επιστήμη και η τεχνολογία μιλάει αγγλικά, όπως κάποτε η νομική μιλούσε λατινικά και η φιλοσοφία ελληνικά. Υπάρχει μια ευθεία σχέση μεταξύ ισχύος και παραγωγικότητας ενός πληθυσμού με την κυριαρχία μιας γλώσσας. Πάρα πολλοί Αλβανοί μιλούν ελληνικά διότι χρειάστηκε να εργασθούν, να εμπορευθούν, με τον ισχυρό εταίρο της περιοχής. Είναι η ισχυρή οικονομία που πληρώνει για την καλλιέργεια και την εξάπλωση μιας γλώσσας, που πληρώνει την παραγωγή νέας γνώσης, που φτιάχνει καινούργιες έννοιες και νέα πράγματα που χρειάζονται νέες λέξεις. Να σημειώσουμε ότι, κάποιες φορές, και ασθενείς χώρες παράγουν νέες έννοιες και νέες λέξεις για τον παγκόσμιο διάλογο. Π.χ. η μεγαλύτερη συνεισφορά της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια στην πολιτική επιστήμη είναι η έννοια και η λέξη «kolotoumpa».
Αποτελεί πρόβλημα το γεγονός ότι οι νεοέλληνες –ανεξαρτήτως ηλικίας– δεν διαβάζουν στη δημοτική, και λογικώς δεν θα διάβαζαν και σε γλωσσότυπους που δεν μιλούν. Και αυτό, διότι μαζί με την «κατάργηση της διδασκαλίας της καθαρευούσης (και το σβήσιμο), της περισπωμένης και των πνευμάτων από τη γραφή» εισήχθη και το δόγμα της ισότητας στη βολή. Σήμερα, το μόνο που μαθαίνει κάποιος στο ελληνικό σχολείο είναι να μισεί το διάβασμα. Λογικό, διότι τα νέα παιδιά, στην πιο όμορφη ηλικία τους, εξαναγκάζονται να αποστηθίζουν κάποιον περιορισμένο αριθμό σελίδων, χωρίς να έχουν την ανταμοιβή της κατανόησης όσων διαβάζουν. Μπορούν (για περιορισμένο διάστημα δύο χρόνων, που προετοιμάζονται για τις εξετάσεις) να πουν «νεράκι» αποσπασματικές πτυχές της Ιστορίας, χωρίς να μαθαίνουν ότι αυτές εντάσσονται σε ένα συνολικότερο πλαίσιο, χωρίς να νιώσουν την πληρότητα της γνώσης. Οι νέες έννοιες, όλα τα θαυμαστά που συμβαίνουν στον κόσμο, είναι εκτός ύλης. Αφήστε δε που υπάρχουν πάντα οι άγρυπνοι εθναμύντορες να κατσαδιάσουν όποιον προτείνει κάτι διαφορετικό από τις στείρες προσεγγίσεις του παρελθόντος. Και βεβαίως, θα ήταν θαυμάσιο να διαβάζουν όλοι οι Ελληνες αρχαία τραγωδία στο πρωτότυπο, αλλά δεν θα ήταν άσχημο να ξέρουν κυρίως τι πραγματεύεται επί της ουσίας η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή.
Δεν λείπουν οι λέξεις από την ελληνική γλώσσα, απουσιάζουν οι έννοιες από την ελληνική κοινωνία, οι οποίες θα γίνουν ή θα βρουν τις λέξεις είτε της «καθαρευούσης» είτε της δημοτικής, ή θα τις αντλήσουν (όπως το έκανε πολύ καλά ο Καβάφης) από όλη τη διαχρονική πορεία της γλώσσας μας και από τα ιδιώματα, ασφαλώς.
Η γλώσσα εξελίσσεται
Η γλώσσα εξελίσσεται για να καλύψει τις ανάγκες μιας κοινωνίας. Αλλες ήταν την κλασική εποχή, άλλες την ελληνιστική, οπότε «εφευρέθηκαν» οι τόνοι και τα πνεύματα, και άλλες οι σημερινές. Η λεξιπενία είναι απλώς το σύμπτωμα μιας αντιπαραγωγικής εκπαίδευσης. Οταν διορθώσουμε το δεύτερο, όταν κάνουμε τα παιδιά να αγαπήσουν το διάβασμα και να στοχαστούν, τότε αυτά μεγαλώνοντας θα θεραπεύσουν και το πρώτο. Θα φτιάξουν ή θα αναστήσουν τις λέξεις που χρειάζονται, για να εκφράσουν όσα ξέρουν.
Συνεπώς θα συμφωνήσουμε με την κατακλείδα του άρθρου του κ. Θεοδωρόπουλου, για το δέον γενέσθαι στην Παιδεία: «Τιτάνιο το έργο, ειδικά όταν η εκπαίδευση μαθαίνει στους μαθητές της πώς να μη διαβάζουν. Κυρίως δε λογοτεχνία. Μόνον εκεί το παιδί θα βρει τον τρόπο να απελευθερωθεί από την ταπείνωση της γλώσσας του και να αντιληφθεί τη δύναμή της».
Πρώτα οι λέξεις, μετά οι ιδέες
Μητρικής γλώσσης εγκώμιον
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 02/02/2014
Η Διεθνής Ημέρα για τη μητρική γλώσσα που θα εορτασθεί σε λίγες μέρες δίνει ευκαιρία για μερικές σκέψεις πάνω σ’ αυτό το καίριο θέμα. Κάθε άνθρωπος όπου γης διαθέτει ένα κοινό γνώρισμα: μαθαίνει εξ απαλών ονύχων τη μητρική του γλώσσα. Πρόκειται για ένα προνόμιο τού ανθρώπινου είδους που συμβαδίζει και ανατροφοδοτείται από το έτερο μεγάλο χάρισμα τού ανθρώπου, τον νου. Νόηση και μητρική γλώσσα ξεχωρίζουν τον άνθρωπο και μέσα από τη συγκρότηση κοινωνιών τού εξασφαλίζουν «ποιότητα ζωής». Αυτό το διπλό χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι, άλλωστε, αυτό που τον διαφοροποιεί ποιοτικά από όλα τα λοιπά έμβια όντα. Γιατί με τη μητρική του γλώσσα ο άνθρωπος μπορεί να εκφράσει τον κόσμο, αφού πρώτα τον συλλάβει με τον νου του. Το υπαρξιακό τρίπτυχο όντα τού κόσμου, έννοιες τού νου (με τις οποίες υπάρχουν για μας τα όντα) και σημασίες / λέξεις τής μητρικής γλώσσας (με τις οποίες δηλώνονται οι έννοιες) περιλαμβάνει ως αναπόσπαστο συστατικό τη γλώσσα.
Μιλώντας για γλώσσα αναφερόμαστε πρωτίστως στη μητρική γλώσσα που είναι κτήμα όλων. Αυτό δε που διακρίνει τη μητρική γλώσσα από οποιαδήποτε άλλη, από μία ή περισσότερες ξένες γλώσσες που μαθαίνει κανείς, είναι ότι μόνο τη μητρική γλώσσα κατακτά εις βάθος, τόσο σε λογικό επίπεδο (γραμματική και συντακτική δομή – λεξιλόγιο) όσο και σε βιωματικό (συνθήκες πραγματικής χρήσης στη χώρα όπου ομιλείται μια γλώσσα). Γι’ αυτό οι γλωσσολόγοι επιφυλάσσουν για τη μητρική γλώσσα τον όρο κατάκτηση (acquisition), ενώ για τη γνώση μιας ξένης γλώσσας χρησιμοποιούν σκόπιμα έναν πιο «ήπιο» όρο, τον όρο (εκ) μάθηση (learning). Κατακτάς μόνο τη μητρική σου γλώσσα, ενώ κάθε άλλη απλώς την μαθαίνεις, περισσότερο ή λιγότερο καλά.
Αυτό που πρέπει να τονιστεί και που κατεξοχήν διακρίνει τη μητρική από μια ξένη γλώσσα είναι ότι για κάθε φυσικόομιλητή η γνώση τής μητρικής γλώσσας δεν είναι ένα απλό εργαλείο συνεννόησης («εργαλειακή αντίληψη»), αλλά είναι κύριο συστατικό τής ταυτότητάς του, είναι ο πολιτισμός του μέσα από το ιστορικό εννοιολογικό φορτίο των λέξεων που χρησιμοποιεί, είναι η ψυχοσύνθεσή του και η νοοτροπία τού λαού του, είναι ο τρόπος που βλέπει και εκφράζει τον κόσμο του, είναι η σκέψη του, είναι η πατρίδα του. Είναι δηλ. όλα τα στοιχεία που συνιστούν την «αξιακή αντίληψη» τής γλώσσας, μια έννοια που υπερβαίνει κάθε απλή χρηστική αντίληψη.
Ο αξιακός αυτός χαρακτήρας τής γλώσσας κάνει ώστε κάθε γλώσσα να είναι ένα ιδιαίτερο πολιτιστικό μέγεθος. Κάθε μητρική γλώσσα, ως διαχρονική έκφραση ενός ολόκληρου λαού, συνιστά αυταξία. Οι δε πολλές χιλιάδες γλώσσες τού κόσμου συνιστούν ένα σύνολο διαφορετικής σύλληψης, οργάνωσης και έκφρασης τού κόσμου, ένα σύνολο ισότιμων αλλά διαφορετικών εν πολλοίς γλωσσών που όλες μαζί συνθέτουν την οικολογία τής γλώσσας. Και είναι αυτή η διαφορετικότητα, η γλωσσική πολυμορφία που αποτελεί αναπαλλοτρίωτη γλωσσική περιουσία των λαών, την πιο πολύτιμη κληρονομιά, η οποία αξίζει τον σεβασμό μας. Οσο φυσική είναι η γλωσσική διαφοροποίηση (ακόμη και μεταξύ των ατόμων που μιλούν την ίδια γλώσσα) άλλο τόσο «αφύσικη» είναι κάθε τεχνητή «κοινή γλώσσα» (Εσπεράντο, Βολαπύκ κ.ά.) που φιλοδοξεί ουτοπικά να υποκαταστήσει τις φυσικές γλώσσες. Η «ύβρις» μιας δήθεν ενιαίας γλώσσας για όλα τα έθνη τού κόσμου, δηλ. μιας απόλυτα παγκοσμιοποιημένης γλώσσας, είναι μια άλλη έκφανση τής ανθρώπινης αλαζονείας, ανάλογη με εκείνη που προκάλεσε τη Βαβέλ, «τη σύγχυση γλωσσών». Η έννοια μιας «ενιαίας γλώσσας» για όλους ούτε υπήρξε ποτέ ούτε μπορεί να υπάρξει, γιατί θα προσκρούει πάντα σε μια αδήριτη γλωσσική πραγματικότητα, στην εγγενή διαφοροποίηση τής γλώσσας που διαμορφώνουν πάντα διαφορετικοί λαοί, με διαφορετικό πολιτισμό, ιστορία και νοοτροπία. Το μόνο που μπορεί να υπάρξει – και έχει υπάρξει κατά καιρούς – είναι μια ευρύτερης χρήσεως δεύτερη γλώσσα, μια ξένη δηλ. γλώσσα που χρησιμοποιείται ως lingua franca, γλώσσα επικοινωνίας για πρακτικές ανάγκες συνεννόησης, η οποία συχνά χαρακτηρίζεται υπεργενικευτικά και ως «κοινή γλώσσα».
Συνήθως θεωρούμε ως δεδομένη και συγκριτικά πιο εύκολη τη γνώση τής μητρικής γλώσσας από εκείνη μιας ξένης γλώσσας. Η άποψη αυτή ισχύει με την έννοια ότι μια σημαντική παράμετρος τής γλώσσας, το γλωσσικό περιβάλλον (οικογένεια, σχολείο, κοινωνία, ΜΜΕ κ.ά.), που παίζει καθοριστικό ρόλο στη γνώση τής γλώσσας, συνοδεύει κατά φυσικό τρόπο μόνο τη μητρική γλώσσα. Ετσι, δεν είναι τυχαίο που φυσικοί ομιλητές χαρακτηρίζονται μόνο οι ομιλητές τής μητρικής γλώσσας. Ωστόσο, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αν ζήσει κανείς επί μακρόν στη χώρα όπου ομιλείται μια γλώσσα και ασχοληθεί συστηματικά με τη μάθησή της, τότε αποκτά μια βιωματική γνώση τής μη μητρικής γλώσσας που μπορεί να εγγίσει τα όρια τής κατάκτησης.
Τέλος, ακόμη και προκειμένου για τη μητρική γλώσσα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε όλη τη ζωή μας, από την ώρα που γεννιόμαστε μέχρι βαθέος γήρατος, διατελούμε μονίμως «μαθητές» τής μητρικής μας γλώσσας, η δε κατάκτησή της σ’ ένα απαιτητικό επίπεδο είναι πάντα «έργο ζωής».
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ελληνική: μία και ενιαία γλώσσα
ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ 10/11/2013
Η ελληνική γλώσσα είναι, ως γνωστόν, από τις ελάχιστες γλώσσες του κόσμου που διατηρήθηκε ενιαία και αδιάσπαστη χιλιετίες. Πράγματι η Ελληνική είναι η μόνη ευρωπαϊκή γλώσσα που μιλιέται χωρίς διακοπή επί 4.000 χρόνια και γράφεται επί 3.500 χρόνια. Είναι γεγονός επίσης ότι, όπως και όλες οι άλλες γλώσσες της οικουμένης, υπέστη και αυτή σημαντικές αλλαγές και διαφοροποιήσεις κατά τη μακραίωνη εξέλιξή της, καθώς αλλάζει αναπόδραστα καθετί το ζωντανό – διατήρησε ωστόσο αλώβητη την ιστορική της ενότητα και συνέπεια, παρέχοντας έτσι αδιαφιλονίκητες μαρτυρίες για την ιστορική συνέχεια και ενότητα συνάμα του ελληνικού πολιτισμού. Η άποψη εν προκειμένω του έγκριτου ελληνιστή Robert Browning είναι νομίζουμε απόλυτα εύλογη – ότι δηλαδή «δεν αποτελεί υπερβολή να υποστηριχθεί πως η Ελληνική δεν είναι μια σειρά από ξεχωριστές γλώσσες αλλά μία και ενιαία γλώσσα, και ότι αν κάποιος επιθυμεί να μάθει Ελληνικά, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν θα αρχίσει από τον Ομηρο, τον Πλάτωνα, την Καινή Διαθήκη, το έπος του Διγενή Ακρίτα ή τον Καζαντζάκη». Παρόμοιες ή παρεμφερείς απόψεις για την ελληνική γλώσσα έχουν διατυπώσει και πολλοί άλλοι διακεκριμένοι ξένοι ελληνιστές, όπως οι G. Thomson, L. Palmer, A. Mirambel, P. Chantraine και F. Adrados.
Και ο ενιαίος χαρακτήρας της Ελληνικής μπορούμε να πούμε ότι εδράζεται σε τρεις κυρίως παράγοντες: στην ετυμολογική συνέπεια και συνέχεια του λεξιλογίου της, στη διαχρονική ομοιομορφία της γραφής της και στην οργανική, τη δομική θα λέγαμε, συνοχή της. Ετσι κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι χιλιάδες λέξεις ή ετυμολογικές ρίζες, όπως και οι παραγωγικοσυνθετικοί μηχανισμοί τους – με άλλα λόγια το κύριο σώμα της Ελληνικής -, είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος ολόιδιες και κοινές σε όλες τις ιστορικές περιόδους και φάσεις της μακραίωνης διαδρομής της. Οταν λόγου χάριν προφέρουμε τις λέξεις θάλασσα, ουρανός, δήμος, δημοκρατία, τραγωδία, κωμωδία, θάνατος, τέλος, μοίρα, τύχη κ.λπ., θα λέγαμε ότι κατά τινα τρόπον «επικοινωνούμε» νοερά με εκείνους τους κατοίκους αυτής της χώρας που έζησαν χιλιάδες χρόνια πριν από εμάς και χρησιμοποίησαν τις ίδιες αυτές λέξεις με την ίδια περίπου σημασία. Εξάλλου στη διάρκεια όλων αυτών των αιώνων οι λέξεις παριστάνονταν με τα ίδια γράμματα από τότε ως σήμερα – ειδικότερα από τον 8ο αι. π.Χ. όπου ανάγονται οι πρώτες επιγραφές σε αλφαβητική γραφή, όπως είναι επί παραδείγματι οι γνωστές επιγραφές του Διπύλου (περίπου 740-730 π.Χ.) και του κυπέλλου του Νέστορα (δεύτερο μισό του 8ου αι. π.Χ.). Πρόσφατα μάλιστα συναρπαστικές ανακαλύψεις εγχάρακτων γλωσσικών θραυσμάτων στην Αίγυπτο και στην Κεντρική Ιταλία, τα οποία χρονολογούνται από τις αρχές του 8ου αι. π.Χ., συνηγορούν υπέρ της θεωρίας ότι η προσαρμογή του φοινικικού αλφαβήτου σε ελληνικό έγινε κατά τον 9ο αι. π.Χ. ή και ακόμη νωρίτερα στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αλλά και η οργανική συνοχή της Ελληνικής, που αποτελεί τον τρίτο παράγοντα της διαχρονικής της ενότητας, είναι όντως παραδειγματική· γιατί μπορεί να υπέστη, ως ζωντανός οργανισμός, πολλές και ποικίλες μεταβολές στη δομή της – ιδιαίτερα επί του φωνολογικού πεδίου, στη διάρκεια της ελληνιστικής κυρίως εποχής, κατά την οποία σφυρηλατήθηκε, καθώς γνωρίζουμε, και η φυσιογνωμία της Νεοελληνικής -, αλλά οι αλλαγές αυτές δεν μπόρεσαν να αλλοιώσουν τον εσώτερο οργανισμό της, τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ταυτότητάς της.
Ούτε λοιπόν η αρχαία Ελληνική είναι νεκρή γλώσσα, σαν τη Λατινική, όπως ειπώθηκε πρόσφατα, αλλά ζωντανή και θάλλουσα παρουσία μέσα στον κορμό της Νεοελληνικής, αφού ζωντανή και σφριγηλή παραμένει έως σήμερα η μία και ενιαία Ελληνική. Αξίζει πράγματι να αναφέρουμε μερικά ενδεικτικά παραδείγματα με κάποια χονδρικά ποσοστά: Από τις 110 λέξεις που περιέχουν και τα δύο μαζί προοίμια της «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας» (8ος αι. π.Χ.) το ένα τρίτο και πλέον από αυτές χρησιμοποιούνται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ατόφιες και ολοζώντανες στη Νεοελληνική, ενώ οι υπόλοιπες γίνονται αμέσως κατανοητές με τη βοήθεια ελάχιστων εξηγητικών σχολίων. Από τις περίπου 500 λέξεις που περιλαμβάνει ο γνωστός λόγος του Λυσία «Υπέρ Αδυνάτου» (5ος αι. π.Χ.) μόνο το ένα τρίτο περίπου από αυτές είναι κάπως δύσληπτες για τους Νεοέλληνες, ενώ οι υπόλοιπες είναι σε ευρύτατη χρήση στη Νεοελληνική. Από τις 4.900 λέξεις της Καινής Διαθήκης (1ος-2ος αι. μ.Χ.) κατά τον Γεώργιο Χατζιδάκι, τον πατέρα της ελληνικής Γλωσσολογίας, οι μισές περίπου, δηλαδή οι 2.280, χρησιμοποιούνται ευρέως και σήμερα, οι 2.220 είναι ευκολονόητες από τους Νεοέλληνες και μόνο περίπου 400 χρειάζονται ερμηνευτικό σχολιασμό, για να γίνουν κατανοητές. Τέλος από τις περίπου 800 λέξεις που περιέχουν οι 24 οίκοι ή στάσεις του «Ακάθιστου Υμνου» (πιθανόν 7ος αι. μ.Χ.) περίπου το ένα τρίτο από αυτές απαιτούν εξηγητικά σχόλια, για να καταστούν εύληπτες, ενώ οι υπόλοιπες είναι σε κοινή χρήση στη Νεοελληνική. Και για ένα μικρό μέτρο σύγκρισης με τα παραπάνω αναφερόμενα ποσοστά αρκεί να επισημάνουμε τούτο μόνο: Κείμενα της αρχαιότερης Αγγλικής είναι σχεδόν ακατάληπτα από τους σύγχρονους Αγγλους χωρίς κατάλληλα ερμηνεύματα. Κανείς όμως έως τώρα δεν χαρακτήρισε τα παλαιότερα Αγγλικά «νεκρή γλώσσα», ούτε πρότεινε να περιοριστεί στο ελάχιστο η διδασκαλία τους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Ο κ. Γεράσιμος Α. Μαρκαντωνάτος είναι διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας – συγγραφέας.