Το μεγάλο ευρωπαϊκό δράμα και οι πρωταγωνιστές του
Μέχρι πρόσφατα, η Ευρώπη ήταν ένα σύνολο δημοκρατικών εθνών που, στην πλειονότητά τους, είχαν ασπαστεί τον σύγχρονο φιλελευθερισμό. Αυτά τα έθνη, μάλιστα, έδειχναν αποφασισμένα να μεταλαμπαδεύσουν το πνεύμα της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας σε γειτονικές περιοχές, όπως ο αραβικός κόσμος, η ισλαμική Τουρκία και η εθνικιστική Ρωσία. Εκτοτε υπήρξαν αρκετές δραματικές εξελίξεις. Το δημοκρατικό πείραμα στις αραβικές χώρες απέτυχε, η Τουρκία μετακινήθηκε προς ένα αυταρχικό μοντέλο διακυβέρνησης, η Ρωσία αποδείχτηκε μια βάναυση δικτατορία. Παράλληλα, η αποχώρηση της Βρετανίας αποδυνάμωσε την Ευρωπαϊκή Ενωση ενώ η περίοδος Τραμπ έδειξε καθαρά ότι η Αμερική δεν πρέπει να θεωρείται μόνιμος σύμμαχος της Ευρώπης, ούτε καν ως σταθερά φιλελεύθερη χώρα. Η Δύση αποσυσπειρώθηκε.
Σήμερα, στο πεδίο της λεγόμενης «μεγάλης» πολιτικής, η Ευρώπη αντιμετωπίζει δύο κρίσεις κολοσσιαίων διαστάσεων. Η πρώτη είναι η κρίση της δημοκρατίας, με το επίκεντρό της να βρίσκεται στα πεδία των μαχών στην Ουκρανία. Αν νικήσει η Ρωσία, τότε το δημοκρατικό στρατόπεδο θα έχει χάσει ένα από τα μέλη του. Η δεύτερη μεγάλη κρίση σχετίζεται με τη διαρκή διαμάχη ανάμεσα στον φιλελευθερισμό και στον λαϊκισμό. Το αποτέλεσμα αυτής της αντιπαλότητας θα κριθεί σε μελλοντικές εκλογικές αναμετρήσεις σε πολλές χώρες της Ευρώπης, ξεκινώντας από τις προσεχείς εκλογές που θα γίνουν στην Ουγγαρία και στη Γαλλία. Επίσης όμως σημαντικός παράγοντας θα είναι και ο βαθμός συνοχής που θα επιδείξει το φιλελεύθερο στρατόπεδο, περιορίζοντας τις «λιποταξίες» από αυτό είτε προς την κατεύθυνση του ανελεύθερου λαϊκισμού είτε προς τον πολιτικό αυταρχισμό.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι μια θλιβερή ευκαιρία για να αναλογιστούμε τη φύση και το μέγεθος των δύο μεγάλων κρίσεων που μαστίζουν την Ευρώπη, αφού πλέον όλοι οι πρωταγωνιστές του δράματος βρίσκονται επάνω στη σκηνή σε πλήρη δράση. Ας δούμε μερικούς από τους κυριότερους.
Στην αντιπαράθεση μεταξύ δημοκρατίας και αυταρχισμού πρωταγωνιστούν ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν και ο ομόλογός του πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Ο Πούτιν, ένας πρώην υπάλληλος της κρατικής υπηρεσίας πληροφοριών, διοικεί τη χώρα του από το 2000 σαν εκλεγμένος δικτάτορας, επικεφαλής ενός κλεπτοκρατικού συστήματος που λειτουργεί πέρα από κάθε κανόνα δημοκρατίας, συνταγματικής τάξης, διεθνούς δικαίου ή απλής ανθρώπινης ηθικής. Επιθυμώντας να αποκαταστήσει τη δόξα της ρωσικής αυτοκρατορίας, έστειλε ένα στρατό κατοχής για να διαμελίσει και καταστρέψει μια δημοκρατική χώρα, ενώ απειλεί την υφήλιο ότι δεν θα δίσταζε να καταφύγει ακόμη και σε πυρηνική κλιμάκωση. Μεγάλα τμήματα της Ευρώπης –ανάμεσά τους η Πολωνία, η Γεωργία, η Μολδαβία, η Φινλανδία και τα κράτη της Βαλτικής– παρακολουθούν με τρόμο την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος αγωνιά.
Ο Ζελένσκι, ένας πρώην ηθοποιός κωμικών σειρών, έχει αναδειχτεί σε ηγέτη της αντίστασης της χώρας του απέναντι σε έναν μεγαλύτερο στρατό με ανώτερη δύναμη πυρός. Ο Ουκρανός ηγέτης συμβολίζει την άρνηση του λαού του να δεχτεί την παράδοση και καθοδηγεί τον στρατό του σε έναν αμυντικό πόλεμο για εθνική επιβίωση στο όνομα της δημοκρατίας και της ανθρωπιάς. Οπως και ο Πούτιν, ο Ζελένσκι βρίσκεται μέσα σε ένα πολεμικό καταφύγιο μαζί με τους συνεργάτες του. Σε αντίθεση όμως από τον Πούτιν που φοβάται για τη ζωή του, ο Ζελένσκι δείχνει να αψηφά τον θάνατο και παραμένει στο Κίεβο εμψυχώνοντας τον λαό του και διαπραγματευόμενος με αρχηγούς κρατών και διεθνή fora μέσω διαδικτυακών συναντήσεων. Στο μεταξύ, μεγάλα τμήματα του κόσμου έχουν ανακαλύψει έναν απρόσμενο ήρωα των δημοκρατικών αξιών και του αταλάντευτου πατριωτισμού.
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει δύο κρίσεις κολοσσιαίων διαστάσεων. Η πρώτη είναι η κρίση της δημοκρατίας, η δεύτερη σχετίζεται με τη διαρκή διαμάχη ανάμεσα στον φιλελευθερισμό και στον λαϊκισμό.
Ενα άλλο ζευγάρι ηγετών, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπαν, αντιπροσωπεύει τα δύο πρόσωπα της δημοκρατίας – το ένα φιλελεύθερο και το άλλο λαϊκιστικό και ανελεύθερο.
Πριν ακόμη ξεκινήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο Μακρόν, ένας μεταρρυθμιστής φιλελεύθερος με ακλόνητη πίστη στην ευρωπαϊκή ιδέα, επιδόθηκε σε μια φρενήρη διπλωματική προσπάθεια για να σταματήσει τον Πούτιν. Μπορεί να απέτυχε να αποτρέψει τον πόλεμο, αλλά κέρδισε πολλά εύσημα από τους συμπατριώτες του για την προσπάθεια. Ενώ δε, πριν από δύο μόλις χρόνια, πίστευε ότι το ΝΑΤΟ είναι εγκεφαλικά νεκρό, σήμερα βλέπει τον πόλεμο ως ευκαιρία για την εγκαθίδρυση ενός νέου συστήματος ασφαλείας για την Ευρώπη. Στις προεδρικές εκλογές που θα γίνουν σε λίγες ημέρες στη Γαλλία, ο Μακρόν εμφανίζεται σαν το μεγάλο φαβορί. Σε αυτή την περίπτωση, να αναμένουμε ότι θα διαδραματίσει ακόμη πιο ενεργό ρόλο στην αναβίωση της φιλελεύθερης δημοκρατικής πολιτικής στην Ευρώπη.
Στον αντίποδα του Μακρόν, βρίσκουμε τον Ορμπαν. Σύμβολο για τους λαϊκιστές όλου του κόσμου, διατηρεί από παλιά ιδιαίτερη προσωπική σχέση με τον Πούτιν, με τον οποίο έχει συναντηθεί επίσημα 12 φορές. Ενόψει των επερχόμενων εθνικών εκλογών (διεξάγονται την επόμενη Κυριακή) και υπό την πίεση της διεθνούς γνώμης, ο Ορμπαν καταδίκασε μεν τη ρωσική εισβολή της Μόσχας, αλλά δεν επέτρεψε την αποστολή όπλων στην Ουκρανία μέσω του εδάφους της χώρας του. Την ίδια στιγμή, τα ουγγρικά μέσα ενημέρωσης, που στην πλειονότητά τους χρηματοδοτούνται και ελέγχονται από την κυβέρνηση, παπαγαλίζουν την προπαγάνδα της Μόσχας παρουσιάζοντας την εκλεγμένη κυβέρνηση της Ουκρανίας με υποτιμητικούς όρους.
Αλλά ο πολιτικός φιλελευθερισμός δεν απειλείται μόνον από τους λαϊκιστές. Απειλείται εξίσου από φιλελεύθερους ηγέτες που δεν διστάζουν να προδώσουν τις ιδέες τους, κυρίως για να πλουτίσουν. Δείτε, για παράδειγμα, την περίπτωση του πρώην αρχηγού του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ. Αμέσως μετά την αποχώρησή του από την καγκελαρία, το 2005, ανέλαβε επικερδείς θέσεις σε ρωσικές εταιρείες ενέργειας κι έγινε κορυφαίος λομπίστας των ρωσικών συμφερόντων. Ετσι μετατράπηκε σε έμμισθο όργανο του Πούτιν, τον οποίο μάλιστα κάποτε δεν δίστασε να αποκαλέσει «αψεγάδιαστο δημοκράτη»! Μετά την εισβολή στην Ουκρανία, αρνήθηκε να παραιτηθεί από τις θέσεις του και να διακόψει τους δεσμούς του με το επίσημο ρωσικό κράτος και την ολιγαρχία που το κυβερνά. Χωρίς αμφιβολία, η στάση πολιτικών σαν τον Σρέντερ ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Πούτιν πίστευε πριν από την εισβολή στην Ουκρανία ότι η Δύση θα τον εξυπηρετούσε για πάντα.
* Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι επισκέπτης καθηγητής στο Central European University στη Βιέννη.
Μια θλιβερή πρωτιά
Στο τελευταίο Ευρωβαρόμετρο, η Ελλάδα επιδεικνύει μια θλιβερή, ντροπιαστική πρωτιά. Στο ερώτημα εάν οι πολίτες έχουν μια θετική, ουδέτερη ή αρνητική εικόνα για την Ε.Ε., η Ελλάδα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό αρνητικών απαντήσεων (30%) και το χαμηλότερο ποσοστό θετικών (μόλις 33%) από όλες τις 27 χώρες της Ε.Ε. (μέσος όρος Ε.Ε.-27: 45% θετικών και 16% αρνητικών απαντήσεων). Τελευταίοι. Καμία κοινωνία δεν αντιπαθεί την Ευρωπαϊκή Ενωση περισσότερο από την ελληνική!
Πώς εξηγούνται τόσο απογοητευτικά (και ανησυχητικά) δεδομένα; Φταίει η οικονομική κρίση και η οδυνηρή εμπειρία των μνημονίων; Τότε πώς εξηγείται ότι οι δύο πρώτες χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά θετικής γνώμης για την Ε.Ε. είναι η Ιρλανδία (70%) και η Πορτογαλία (62%), που αμφότερες υπέστησαν τα αμέσως βαρύτερα προγράμματα λιτότητας; Γιατί η Ισπανία εμφανίζει θετικά ποσοστά 46% και μόλις 11% αρνητικά;
Είναι μήπως το ότι θεωρούμε πως η Ε.Ε. δεν μας προσφέρει επαρκή εξωτερική ασφάλεια; Γιατί όμως οι ανατολικές χώρες με τον αταβισμό της ρωσικής απειλής (και την επίμονη κριτική προς την Ε.Ε. για ενδοτικότητα στη Ρωσία) έχουν όλες υψηλά ποσοστά θετικής γνώμης για την Ευρώπη (Λιθουανία 57%, Πολωνία 53%, Εσθονία 50%, Λετονία 43%);
Και οι χώρες αυτές δεν εξαρτώνται καν από την Ε.Ε. για την άμυνά τους, αλλά από το ΝΑΤΟ. Εμείς αντιθέτως έχουμε ως εθνική απειλή την Τουρκία, σύμμαχο στο ΝΑΤΟ, απέναντι στην οποία το κυριότερο πολιτικο-διπλωματικό μας πλεονέκτημα είναι ακριβώς αυτή η πολύτιμη θέση γύρω από το τραπέζι των αποφάσεων της Ε.Ε.
Φταίει μήπως η βαλκάνια ταυτότητά μας; Ομως γιατί η Βουλγαρία έχει 58% θετικής γνώμης για την Ε.Ε. (3η στους «27») και η Ρουμανία 43%; Γιατί οι αδελφοί Κύπριοι καταγράφουν 41% θετικής γνώμης και μόλις 17% αρνητικής;
Είναι ίσως συνδυασμός οικονομικής κρίσης και μεταναστευτικού. Γιατί όμως η Ιταλία, οικονομία στάσιμη τα τελευταία 20+ χρόνια, με σημαντική αντίθεση στο ευρώ και πρόκληση μεταναστευτικού, εμφανίζει θετική γνώμη 41% και αρνητική μόλις 15%;
Καμία κοινωνία δεν αντιπαθεί την Ε.Ε. περισσότερο από την ελληνική!
Φταίει η αντιευρωπαϊκή δημαγωγία κυβερνήσεων και πολιτικών δυνάμεων; Ομως στην Ουγγαρία του πανίσχυρου Ορμπαν η Ε.Ε. διατηρεί 48% θετικής εικόνας και μόλις 12% αρνητικής. Ακόμη και στη Γαλλία του παραδοσιακού εθνικισμού Αριστεράς και Δεξιάς, του Ζεμούρ, της Λεπέν και του Μελανσόν, η Ε.Ε. καταγράφει 41% θετικής γνώμης.
Φταίνε μήπως ο ευρωσκεπτικισμός και η άρνηση περαιτέρω ενοποίησης; Ομως οι «ψυχροί» Φινλανδοί και Σουηδοί έχουν 42% θετικής γνώμης για την Ε.Ε., και οι απρόθυμοι, «φειδωλοί» Ολλανδοί 39% θετικής και μόνο 21% αρνητικής. Μα εμείς ως χώρα έχουμε κατεξοχήν συμφέρον σε πιο ενοποιημένη και ισχυρότερη Ευρώπη, επιζητούμε δημοσιονομική ολοκλήρωση και κοινή ευρωπαϊκή άμυνα.
Θα καταλάβαινα τα αρνητικά ποσοστά της Ελλάδας στα βάθη της μεγάλης ύφεσης μετά το 2010. Ομως έχουμε ήδη δύο χρόνια πανδημίας πίσω μας, με την Ε.Ε. να έχει σταθεί απολύτως αλληλέγγυα, μια Ευρώπη που έμαθε από τα λάθη της. Αντί για λιτότητα, η Ε.Ε. έσπευσε σε απεριόριστη ρευστότητα, αναστολή δημοσιονομικής πειθαρχίας, δάνεια κι επιδοτήσεις με έκδοση κοινού χρέους, που κατευθύνθηκαν κυρίως στις ασθενέστερες οικονομίες του Νότου, με την Ελλάδα να λαμβάνει ως ποσοστό του ΑΕΠ το μεγαλύτερο μερίδιο. Και χάρη στην Ευρώπη η χώρα μας εξασφάλισε εγκαίρως επαρκή αριθμό εμβολίων, ώστε να κάνουμε σήμερα δωρεές σε φτωχές χώρες.
Κάτι δεν πάει καλά με τις πολιτικές αξίες της ελληνικής κοινωνίας. Σε έναν κόσμο ωμού ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων, η Ευρώπη παραμένει ο κατεξοχήν υπερασπιστής της ειρήνης, δημοκρατίας, ανεκτικότητας, δικαιωμάτων, κοινωνικού κράτους, διεθνούς νομιμότητας, της προστασίας του πλανήτη! Εάν το όνομα της Ευρωπαϊκής Ενωσης επισύρει αρνητικές αντιδράσεις, τότε κάτι βαθιά ανησυχητικό συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία.
Κάτω από μια πλειοψηφία φιλοευρωπαϊκών κομμάτων κινούνται υπόγεια ρεύματα της ελληνικής κοινωνίας. Είναι ορατά γύρω μας, στους φανατισμένους αντιεμβολιαστές, στα μεσαιωνικά τμήματα του κλήρου, στην πολιτική αφασία new age ψεκασμένων, στα περιτρίμματα της Ακροδεξιάς και στους χουλιγκάνους της αριστερής αναρχίας. Τροφοδοτούνται από το αφήγημα των «συμφεροντολόγων Ευρωπαίων», από το εκκωφαντικό έλλειμμα εθνικής αυτογνωσίας που παράγει το τροπάριο του εθνικού μιζεραμπιλισμού. Ομνύουν σε μιαν εκδοχή εθνικής ταυτότητας που αρέσκεται να βλέπει τον εαυτό της ως το μονίμως αδικημένο θύμα της ιστορίας, ενώ συνιστούν μάλλον «τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας».
* Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης, γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Η διπλή απειλή προς τη φιλελεύθερη ευρωπαϊκή δημοκρατία
Διαρκείς εξετάσεις δίνει η δημοκρατική Ευρώπη: νομιμοποίησης και αποτελεσματικότητας. Η αποτελεσματικότητα κρίνει και το στοίχημα της νομιμοποίησης. Λαϊκιστές ηγέτες (Τζόνσον, Μπολσονάρο) αποτυγχάνουν στη διαχείριση της πανδημίας, χάνοντας νομιμοποίηση. Αντιστρόφως, αυταρχικοί ηγέτες, στερούμενοι δημοκρατικής νομιμοποίησης, διεκδικούν αναπλήρωσή της στο πεδίο της αποτελεσματικότητας.
Στην πρόσφατη Σύνοδο των δημοκρατιών, που συγκάλεσε ο πρόεδρος Μπάιντεν, ο άρρητος φόβος των δημοκρατιών προς το αυταρχικό σύστημα της Κίνας δεν αφορά μόνο μια ψυχροπολεμική αναμέτρηση που θα κριθεί στη σκληρή ισχύ και την οικονομική και τεχνολογική υπεροχή. Πλανάται η ανησυχία μήπως η απολυταρχική Κίνα αναδειχθεί αποτελεσματικότερη στη διαχείριση κρίσεων, κι έτσι διεκδικήσει νομιμοποίηση και στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης.
Δύο τάσεις της εποχής ανεβάζουν τον πήχυ της δυσκολίας για ανοιχτές, δημοκρατικές κοινωνίες. Η πρώτη: η βαθιά διεθνής αλληλεξάρτηση, ως παράγοντας ισχύος αλλά και αδυναμίας. Eξάρτηση κρατών από τις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας και ευαλωτότητα των ανοιχτών οικονομιών (όπως οι ευρωπαϊκές) σε πολιτικές προστατευτισμού. Ο πληθωρισμός στη Δύση ανεβαίνει και τα εμπορεύματα συνωστίζονται στα λιμάνια διότι η Κίνα έχει επιβάλει περιορισμούς. Ακόμα περισσότερο, αλληλεξάρτηση ως επιθετικό όπλο: εμπόριο, χρηματοπιστωτικές ροές, ενέργεια, μετανάστευση. Κινεζικές κυρώσεις πλήττουν το εμπόριο της Λιθουανίας, με επιπτώσεις για τρίτες χώρες που εμπλέκονται στις αλυσίδες αξίας. Η Δύση απειλεί με κυρώσεις τη Ρωσία εάν αυτή εισβάλλει στην Ουκρανία, χρησιμοποιώντας το διεθνές σύστημα πληρωμών Swift – το ίδιο εργαλείο που είχε χρησιμοποιήσει ο Τραμπ για να πλήξει ευρωπαϊκές εταιρείες που συναλλάσσονταν με το Ιράν. Βλέπουμε ακόμα την επιθετική εργαλειοποίηση μεταναστών από καθεστώτα όπως του Λουκασένκο ή (Φεβρουάριος 2020) του Ερντογάν. Η παγκοσμιοποίηση λοιπόν ως επιθετικό όπλο. Ακόμα πιο προφανής, η αλληλεξάρτηση απέναντι στις παγκόσμιες προκλήσεις και απειλές: τζιχαντιστική τρομοκρατία, πανδημία, κλιματική αλλαγή, φέρνουν κοντύτερα ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία απέναντι στον υπέρτερο κοινό αντίπαλο. Η αλληλεξάρτηση διαιρεί, αλλά και ενώνει.
Δεύτερη τάση της εποχής μας: η άνοδος νέων συλλογικών υποκειμένων, έξω και ενάντια στους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η αδιαμεσολάβητη είσοδος πολιτών, ως ανατρεπτικών μονάδων ή ως όχλου, στο κοινωνικό και πολιτικό προσκήνιο. Αυτό συνδέει τον Τραμπ και τους εισβολείς της 6ης Ιανουαρίου με το διεθνές κίνημα εναντίον της επιστήμης, με τα fake news, τους αντιεμβολιαστές και τη γελοιότητα των καθ’ ημάς «θεματοφυλάκων»! Είναι η άνοδος μέσα από τα μέσα κοινωνικής (δια)δικτύωσης του ακραίου, του εμπρηστικού, του εξωφρενικού. Και ο πολλαπλασιασμός του μηνύματος, στο θερμοκήπιο των «θαλάμων αντήχησης», όπου περιθωριακά στοιχεία συναντούν τους ομοίους τους και μετατρέπονται σε λαϊκό κίνημα.
Οι αρνητικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης και η αποδυνάμωση των αντιπροσωπευ- τικών θεσμών.
Είναι η αποδυνάμωση των διαμεσολαβητικών θεσμών της δημοκρατίας. Fake news ενάντια στα έγκυρα ΜΜΕ. Αυταρχικοί δημαγωγοί εναντίον αντιπροσωπευτικών θεσμών (συντεταγμένα κόμματα, κοινοβούλια, ανεξάρτητη Δικαιοσύνη). (Μεγάλη η σημασία των ισχυρών κομμάτων, με διαδικασίες και ρίζες στην κοινωνία: κάνουν τη διαφορά ανάμεσα στην ώριμη γερμανική δημοκρατία κυβερνήσεων συνεργασίας και την έκπτωση των Ρεπουμπλικανών των ΗΠΑ σε ένα ασπόνδυλο παρακολούθημα του τραμπισμού). Τέλος, αυταρχισμός και ανελευθερία ενάντια στα κεκτημένα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Την απειλή συνοψίζει η σκοτεινή ρήση Ορμπαν: «Κάποτε θεωρούσαμε ότι η Ευρώπη είναι το μέλλον μας. Τώρα ξέρουμε ότι εμείς είμαστε το μέλλον της Ευρώπης».
Οι αρνητικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης συνιστούν την επείγουσα εξωτερική πρόκληση, κι η αποδυνάμωση των αντιπροσωπευτικών θεσμών την ύπουλη εσωτερική απειλή για τις ευρωπαϊκές φιλελεύθερες δημοκρατίες. Στη διπλή αυτή απειλή, η Ευρώπη απαντά: με το εγχείρημα αναβάθμισης της Ε.Ε. σε παγκόσμιο «στρατηγικά αυτόνομο» γεωπολιτικό υποκείμενο, που θα μπορεί να προβάλλει διεθνώς την ισχύ του, να υπερασπίζεται κοινά συμφέροντα και αξίες της Ευρώπης. Και στο εσωτερικό πεδίο απαντά με την ενίσχυση αποτελεσματικότητας και νομιμοποίησης. Αυτό σηματοδοτεί η αναζήτηση καλύτερων πολιτικών με έμφαση σε μια «Ευρώπη που προστατεύει». Και ο εμπλουτισμός των δημοκρατικών θεσμών με μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στον ευρωπαϊκό διάλογο, όπως επιδιώκει η διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης.
* Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Πέτρος Μολυβιάτης: Σαράντα χρόνια από την ένταξη στην ΕΟΚ
Δεν είναι πολλοί οι Ελληνες που εσφράγισαν με την παρουσία τους την πορεία της νεότερης Ελλάδας. Ενας από αυτούς τους λίγους είναι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος επηρέασε καθοριστικά τον δημόσιο βίο της χώρας στα σαράντα από τα διακόσια χρόνια της Ανεξαρτησίας.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ξεκίνησε από το χωριό του «άγνωστος μεταξύ αγνώστων, χωρίς τίτλους και περγαμηνές», όπως έλεγε ο ίδιος, με στόχο της ζωής του να αλλάξει τη μοίρα της Ελλάδας. Και όσο απίστευτο κι αν φαίνεται αυτό, το επέτυχε σε μεγάλο βαθμό. Το πώς έγινε αυτό είναι μια συγκλονιστική ιστορία που μοιάζει σαν παραμύθι.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν εμβριθής μελετητής και βαθύς γνώστης της ιστορίας του έθνους μας. Και πίστευε ότι τρία ήταν τα μεγάλα και διαχρονικά προβλήματα που αντιμετώπιζε το ελληνικό έθνος στη μακρά ιστορική του πορεία:
• Η οικονομική υποανάπτυξη.
• Η εξωτερική ανασφάλεια.
• Η πολιτική αστάθεια.
Και πράγματι, η φτώχεια ήταν ο μόνιμος σύντροφος που συνόδευε γενεές ολόκληρες Ελλήνων σε ολόκληρη την ιστορία μας. Και οι ατέλειωτοι πόλεμοι, οι εισβολές και οι κατοχές στερούσαν το έθνος μας από την ελευθερία του αλλά και από την ικανότητά του για μια σταθερή και συνεχή πρόοδο. Και, τέλος, στον σύγχρονο βίο της χώρας μας, οι καθεστωτικές αλλαγές, οι επαναστάσεις, τα πραξικοπήματα, τα κινήματα και οι βραχύβιες κυβερνήσεις ήταν το μόνιμο χαρακτηριστικό του δημόσιου βίου και το μόνιμο εμπόδιο για την ανάπτυξη του τόπου.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν πεπεισμένος ότι ένας και μόνο τρόπος υπήρχε για να λυθούν ριζικά και αμετάκλητα όλα αυτά τα προβλήματα: η συμμετοχή της Ελλάδος ως πλήρους και ισότιμου μέλους σε μια Ενωμένη Ευρώπη. Ενωμένη όμως όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικά και αμυντικά. Μια Ευρώπη, δηλαδή, που θα εξασφάλιζε την οικονομική ανάπτυξη, τη δημοκρατική σταθερότητα και την εξωτερική ασφάλεια όλων των μελών της – και βέβαια και της Ελλάδος.
Αυτός ήταν ο λόγος που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής απεφάσισε, ήδη από τη δεκαετία του 1950, ότι η Ελλάδα πρέπει να μπει στην Ευρώπη. Και το 1961 επέτυχε να υπογράψει η Ελλάδα την πρώτη Συμφωνία Συνδέσεως με την τότε ΕΟΚ. Η απόφαση ελήφθη μεν, αλλά η πραγματοποίησή της δεν ήταν καθόλου εύκολη.
Πρώτον, η προσπάθεια «πάγωσε» λόγω της επταετούς (1967-1974) δικτατορίας και, δεύτερον, μετά την πτώση της χούντας η Ελλάδα έπρεπε να αποδείξει ότι πληροί όλες τις προϋποθέσεις για να γίνει μέλος της Ευρώπης. Αυτό το πραγματικά τιτάνιο έργο ανέλαβε και έφερε εις πέρας ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Μέσα σε λίγους μήνες κατόρθωσε να εμπεδώσει το αίσθημα της ασφάλειας στη χώρα, να διενεργήσει ελεύθερες εκλογές, με νομιμοποίηση του ΚΚΕ ύστερα από 27 χρόνια παρανομίας του, να κάνει αδιάβλητο δημοψήφισμα για να λυθεί οριστικά το καθεστωτικό πρόβλημα της χώρας και να εγκαταστήσει ένα πραγματικά σταθερό δημοκρατικό πολίτευμα. Επετέλεσε δηλαδή αυτό που απεκλήθη διεθνώς το πολιτικό θαύμα της ομαλής μεταβάσεως από τη δικτατορία στη δημοκρατία.
Παρά ταύτα, η ένταξη της Ελλάδος αντιμετώπιζε ακόμη σοβαρά εμπόδια και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Στο εσωτερικό υπήρχαν ισχυρές πολιτικές δυνάμεις που ήταν έντονα αντίθετες στην ενταξιακή πολιτική του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ηταν οι ίδιες δυνάμεις που όταν έγιναν κυβέρνηση υιοθέτησαν πλήρως την πολιτική αυτή. Και στο εξωτερικό δεν ήταν λίγοι εκείνοι που δεν ήθελαν την Ελλάδα στην Ευρώπη, είτε γιατί επίστευαν ότι θα ήταν μεγάλο οικονομικό βάρος είτε διότι εφοβούντο ότι θα επωμίζετο η Ευρώπη τα ελληνοτουρκικά προβλήματα και το Κυπριακό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε το 1975 την αίτηση της Ελλάδος για ένταξη και χρειάστηκε να προσφύγει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στις κυβερνήσεις τής τότε ΕΟΚ για να ανατρέψει την απόφαση της Επιτροπής. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η πρώτη αντίδραση του πανίσχυρου τότε Γερμανού καγκελαρίου Χέλμουτ Σμιτ, όταν πληροφορήθηκε το αίτημα της Ελλάδος για ένταξη, ήταν ότι «η Ελλάδα θα μπει στην Ευρώπη πάνω από το πτώμα μου». Είναι ο ίδιος καγκελάριος τον οποίον όχι μόνο μετέπεισε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αλλά έγινε και ειλικρινής και στενός προσωπικός του φίλος και, το κυριότερο, θερμός υποστηρικτής της Ελλάδος στην προσπάθειά της να ενταχθεί στην Ευρώπη. Είναι ο ίδιος καγκελάριος ο οποίος αργότερα, όταν άλλαξε η κυβέρνηση στην Ελλάδα, είπε ότι «στην Ευρώπη δεν μπήκε η Ελλάδα, μπήκε ο Καραμανλής».
Αυτό ακριβώς είπε και ο άλλος φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή και θερμός υποστηρικτής της Ελλάδος, ο Γάλλος πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν. Ηταν τότε η εποχή που λειτουργούσε ο γαλλογερμανικός άξονας. Ο,τι απεφάσιζαν αυτοί οι δύο μεγάλοι πολιτικοί ηγέτες ήταν και νόμος στην Ευρώπη. Και αυτοί οι δύο εστήριξαν κατά τρόπο καθοριστικό την προσπάθεια του Κωνσταντίνου Καραμανλή να υπερβεί όλα τα εμπόδια για να επιτύχει τελικά την ένταξη της χώρας στην Ευρώπη.
Η προετοιμασία της Ελλάδος για την Ευρώπη δεν άρχισε βέβαια το 1974. Από την πρώτη του πρωθυπουργία (1955-1963), μια πρωτοφανής για τα ελληνικά πράγματα της εποχής κυβερνητική σταθερότητα οκτώ ετών, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έθεσε τις βάσεις για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και την έβγαλε για πρώτη φορά στην ιστορία της από την αιώνια φτώχεια της. Αρκεί να λεχθεί ότι σε αυτήν την περίοδο, που δικαίως νομίζω απεκλήθη «χρυσή οκταετία», το κατά κεφαλήν εθνικό εισόδημα αυξήθηκε κατά ένα πρωτοφανές 70%. Την ίδια, εξάλλου, εποχή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής προσπάθησε να εξομαλύνει τον πολιτικό βίο εφαρμόζοντας στην πράξη την πολιτική της λήθης με την ουσιαστική κατάργηση της θανατικής ποινής και της εξορίας, που είχαν επιβληθεί την εποχή του εμφυλίου πολέμου.
Κοιτώντας πίσω, διερωτάται κανείς πώς επέτυχε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ό,τι επέτυχε. Προσωπικά πιστεύω ότι τα επέτυχε κυρίως χάρις στην προσωπικότητά του και στο προσωπικό του κύρος. Είναι γνωστός ο σεβασμός προς το πρόσωπό του όχι μόνο από τους φίλους του αλλά και από τους αντιπάλους του, καθώς και η εμπιστοσύνη που ενέπνεε και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Μου έρχονται στον νου δύο περιστατικά που χαρακτηρίζουν τον άνδρα.
Είμαστε το 1975 σε μια σύσκεψη στο μικρό τότε πρωθυπουργικό γραφείο, στον δεύτερο όροφο του κτιρίου της Βουλής. Παρόντες ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο υπ. Εξωτερικών Δ. Μπίτσιος, δυο-τρεις συνεργάτες και ο γράφων, καθισμένοι γύρω από ένα μικρό τραπεζάκι. Σε μια στιγμή ένας συνεργάτης γράφει κάτι σε ένα κομμάτι χαρτί, το διπλώνει και το σπρώχνει με το δάχτυλό του προς το μέρος μου. Ενώ μιλούσε, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής σταματάει το χαρτάκι με το χέρι του στη μέση του τραπεζιού. Και όταν τελείωσε η σύσκεψη, το σπρώχνει προς το μέρος μου χωρίς να το ανοίξει και χωρίς να πει λέξη. Ηταν ένα μάθημα ευγένειας και σεβασμού που το θυμάμαι ακόμα. Ενα περιστατικό το οποίο αποδεικνύει το πώς ο Καραμανλής συνδύαζε την ευπρέπεια και τη διακριτικότητα με τη δωρικότητα που τον χαρακτήριζε.
Το άλλο περιστατικό συνέβη στο Γκίμνιχ, έναν πύργο έξω από τη Βόννη, όπου η γερμανική κυβέρνηση φιλοξενούσε τους επίσημους επισκέπτες της. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο καγκελάριος Σμιτ συμφώνησαν πάνω σε κάποιο θέμα που είχε θέσει ο Γερμανός. Ο Καραμανλής προτείνει να ανταλλάξουν επιστολές για να υπάρχει γραπτή επιβεβαίωση της συμφωνίας τους. Και ο καγκελάριος απαντά: «Δεν χρειάζεται. Μου αρκεί ο λόγος σου».
Αυτά τότε. Τώρα όμως; Σαράντα χρόνια μετά, μας εξασφάλισε η Ευρώπη όλα αυτά που υπολόγιζε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής; Δηλαδή την ασφάλεια, τη δημοκρατία και την ευημερία; Αυτά, δηλαδή, που δεν είχαμε ποτέ στην ιστορία μας.
Είναι αλήθεια ότι η σημερινή Ευρώπη δεν είναι αυτή που προσδοκούσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Εχει αποτελματωθεί η πορεία της προς την πολιτική και αμυντική ενοποίησή της. Η ηγεσία της δεν βρίσκεται πάντα στο ύψος των περιστάσεων. Και η εμπιστοσύνη των λαών προς τους θεσμούς της δεν είναι στο υψηλότερο σημείο της. Κανείς βέβαια δεν μπορεί να προβλέψει εάν όλα αυτά θα βελτιωθούν στο μέλλον. Η προσωπική μου γνώμη –για ό,τι αξία έχει– είναι ότι η Ευρώπη θα ενοποιηθεί. Για τον απλούστατο λόγο ότι αυτό απαιτεί το συμφέρον της. Διότι άλλως θα τη θέσουν στο περιθώριο τα νέα κολοσσιαία κράτη που αναδεικνύονται στην υφήλιο.
Αλλά και όπως είναι σήμερα η Ευρώπη δικαιώνει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, παρά τα πολλά και μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε.
Διότι σήμερα έχουμε την καλύτερη και σταθερότερη δημοκρατία που είχαμε ποτέ.
Διότι σήμερα, μετά την κρίση της δεκαετίας, βρισκόμαστε σε πολύ καλή θέση (την 47η) μεταξύ των 186 χωρών της λίστας τού κατά κεφαλήν εισοδήματος της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2019.
Διότι και η σημερινή Ευρώπη μάς προφέρει πολιτική και διπλωματική κάλυψη στο πρόβλημα ασφάλειας που έχουμε.
Διότι στην οικονομική κρίση της δεκαετίας, μόνο στην Ευρώπη βρήκαμε στήριξη και βοήθεια.
Διότι και για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας, μόνο η Ευρώπη μάς στηρίζει με πολλά δισεκατομμύρια ευρώ.
Με άλλα λόγια, η Ελλάδα είναι πιο δημοκρατική, πιο πλούσια και πιο ασφαλής μέσα στη σημερινή έστω Ευρώπη, παρά έξω από αυτήν.
Ολες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι αυτό πιστεύει η πλειονότητα του ελληνικού λαού και οι πολιτικές δυνάμεις που τον εκπροσωπούν. Γι’ αυτό και όλες ανεξαιρέτως οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις υιοθέτησαν και εφάρμοσαν στην πράξη την ευρωπαϊκή πολιτική του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ό,τι κι αν έλεγαν όταν ήταν στην αντιπολίτευση. Και αυτό αποτελεί την καλύτερη και μεγαλύτερη δικαίωσή του.
* Ο κ. Πέτρος Γ. Μολυβιάτης είναι πρώην υπουργός Εξωτερικών. Το άρθρο είναι προδημοσίευση από το ειδικό τεύχος του περιοδικού gr mag που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες ημέρες και θα είναι αφιερωμένο στα «200 χρόνια Ελλάδα – 40 χρόνια Ευρώπη».
Η… κουτσή δημοκρατία
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΤΟΦΩΛΟΣ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Με αφορμή την επιλογή και τη διαδικασία ανάδειξης της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην προεδρία της Κομισιόν, καλό θα ήταν να ανοίξει εκ νέου στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες μια μεγάλη συζήτηση για την ουσία της δημοκρατίας. Για τον τρόπο με το οποίο θα πρέπει να διοικείται το πολυεθνικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα και για τον τρόπο με τον οποίο το πολιτικό σύστημα θα κάνει τους Ευρωπαίους πολίτες κοινωνούς και συμμέτοχους στο παιχνίδι αυτό. Τι κέρδισαν οι ψηφοφόροι που προσήλθαν στις κάλπες των ευρωεκλογών του περασμένου Μαΐου; Πώς μεταφράζεται πρακτικά αυτό; Πώς αντικατοπτρίζονται οι πολιτικές προτιμήσεις τους στα πρόσωπα και στους μηχανισμούς διακυβέρνησης της Ευρώπης;
Ποιοι τελικά θα αποφασίζουν για τις τύχες των 500 εκατομμυρίων κατοίκων της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Η Μέρκελ, ο Μακρόν, η Φον ντερ Λάιεν ή η Λαγκάρντ; Και, εν πάση περιπτώσει, πού θα λογοδοτούν όλοι αυτοί οι κορυφαίοι της εξουσίας; Η αντιπροσώπευση και ο έλεγχος των αποφάσεων αποτελούν ως γνωστόν την πεμπτουσία της δημοκρατίας, αλλά και της συνοχής μεταξύ της πολιτικής τάξης και της κοινωνίας, πράγμα απαραίτητο για να μπορεί να λειτουργήσει αποδοτικά ένα σύστημα. Η προτίμηση που εκφράστηκε αποκλειστικά σχεδόν από το δίδυμο Μέρκελ – Μακρόν για τη νέα πρόεδρο της Κομισιόν, καθώς και η οριακή πλειοψηφία με την οποία έγινε αποδεκτή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο έτσι κι αλλιώς τη φορά αυτή δεν ήταν ο πρωταγωνιστής των εξελίξεων, όπως συνέβη με τον Γιούνκερ, έχουν προκαλέσει σοβαρούς προβληματισμούς σχετικά με το έλλειμμα δημοκρατίας που εμφανίζει η διακυβέρνηση της Ευρώπης.
Το επισημαίνουν ήδη διεθνείς αντικειμενικοί παρατηρητές. Το θέμα δεν είναι τυπικό, διότι διαιωνίζει την αντίληψη ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτελεί μια υπόθεση της οικονομικής και της πολιτικής ελίτ των ισχυρότερων κρατών-μελών και αυτό ενεργοποιεί εθνικιστικούς εγωισμούς και διασπαστικές τάσεις στο οικοδόμημα.
Για να επιτύχει όντως ένα μεγάλο βήμα μπροστά η Ευρώπη και να διεκδικήσει τον ρόλο μιας ισχυρής οικονομικής και γεωπολιτικής δύναμης ανάμεσα στον σκληρό ανταγωνισμό των παγκόσμιων συμφερόντων, χρειάζεται οπωσδήποτε τη συναίνεση των λαών της, και αυτό μπορεί να το επιτύχει μόνο μέσα από την πιο αντιπροσωπευτική κατά το δυνατόν ανάδειξη των ηγετών της.
Εάν δεν προχωρήσει σε ένα είδος πολιτικής ενοποίησης και εάν δεν σημειωθεί μια περαιτέρω μεταφορά εθνικών εξουσιών σε υπερεθνικά όργανα της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, το οικοδόμημα θα παραμένει ημιτελές και κυρίως πολύ ευάλωτο στις κρίσεις και τις διεθνείς αναταράξεις. Μακριά ίσως από την προοπτική μιας μακροχρόνιας οικονομικής ανάπτυξης, την πρόοδο των τεχνολογιών, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και άλλες αντίστοιχες κρίσιμες προκλήσεις για το μέλλον. Αλλά η μεταφορά των εξουσιών δεν μπορεί να εκδηλωθεί με διοικητικές αποφάσεις από το Βερολίνο, το Παρίσι ή τις Βρυξέλλες, είναι ευκόλως κατανοητό.
Η μεταβίβαση των εξουσιών διευκολύνεται από την καταξίωση των προσώπων που τις υπηρετούν, από τις θέσεις και τις προθέσεις τους, που σημαίνει ότι οι ηγέτες κρίνονται από τις κοινωνίες τις οποίες διοικούν και κανείς δεν μπορεί να υποβαθμίσει αυτή την πολιτική παράμετρο στην Ευρώπη. Η προοπτική της ενωμένης Ευρώπης χρειάζεται την εμπιστοσύνη και τη συναίνεση των κοινωνιών και αυτές με τη σειρά τους προϋποθέτουν μια μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων και, κυρίως, την άμεση επιλογή των ηγετών που καθορίζουν τις τύχες τους. Μόνο έτσι οι κοινωνίες μπορεί να ενεργοποιηθούν. Δεν υπάρχει άλλη λύση. Οσο οι πολίτες θα παραμένουν στην άκρη και οι επιλογές τους θα απαξιώνονται, το πρόβλημα της νομιμοποίησης και συνεπώς της αμφισβήτησης της Ευρώπης θα διογκώνεται. Ωφελημένοι θα είναι μόνο οι τοπικοί κομματικοί ηγέτες και τα επιμέρους συμφέροντα που εξυπηρετούν. Το κοινό ευρωπαϊκό όραμα επ’ ουδενί δεν μπορεί να στηριχθεί σε μια κουτσή δημοκρατία.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΣ*, ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΗΣ*
Θέλουμε περισσότερη Ευρώπη;
ΠΟΛΙΤΙΚΗ 05.05.2019
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Γιώργος Παγουλάτος*: Στην ενότητα η ισχύς
Οχι περισσότερη Ευρώπη. Διαφορετική, ίσως. Αλλά πώς;
* Ο κ. Αντώνης Παπαγιαννίδης είναι δικηγόρος-δημοσιογράφος.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση και η ευρωπαϊκή ιδέα
Το όραμα Ντελόρ
Είναι λογικό να σκεφτεί κανείς ότι στη γραφειοκρατική υψικάμινο των Βρυξελλών και στο βουλευτήριο του Στρασβούργου, λόγω πολλών επειγόντων και έκτακτων περιστατικών, δεν μένει και πολύς χρόνος για την περίθαλψη της περίφημης «ευρωπαϊκής ιδέας», δηλαδή του πολιτικού και συνάμα πολιτισμικού πρότζεκτ που λέγαμε. Και δεν πρέπει να είναι πολλοί αυτοί που θυμούνται ότι κάποτε για τον Ζακ Ντελόρ η άλλη όψη του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος είχε εγχάρακτη ακριβώς αυτή την ιδέα – μια «πνευματική διάσταση» (dimension spirituelle) της Ευρώπης που ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την ήθελε αδιαίρετη και ομοούσια με την οικονομική συνεργασία επειδή ήταν πεπεισμένος για τη συμβολική υπεραξία του ευρώ. Οι αισιόδοξοι πρόμαχοι εκείνης της Πρωτοχρονιάς του 1999 δεν μπορούσαν να προβλέψουν ότι το κοινό εκείνο νόμισμα θα γινόταν τοτέμ που θα χώριζε τους Ευρωπαίους σε πειθαρχημένους νοικοκυραίους του Βορρά και σε εξώλεις και προώλεις του Νότου.
Η ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι μόνο εν μέρει η ιστορία της ευρωπαϊκής ιδέας. Η πρώτη, από την αφετηρία της στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα το 1950-1 μέχρι σήμερα, γράφεται κυρίως με οικονομικοπολιτικούς όρους και εμφανίζει ένα μάλλον περιορισμένο καστ πολιτικών προσωπικοτήτων. Η δεύτερη κινείται σε πολύ μεγαλύτερη χρονική κλίμακα: υπάρχουν αυτοί που επιμένουν να βλέπουν το πρόπλασμά της στο πολιτισμικό καταστατικό της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, άλλοι πιστεύουν ότι το περίγραμμά της άρχισε να διακρίνεται πιο καθαρά με την αυτοκρατορία των Φράγκων τον 8ο αιώνα, άλλοι τη βλέπουν ως απότοκο του Μεσαίωνα, όταν η Ευρώπη ταυτιζόταν με τον χριστιανισμό, και κάποιοι άλλοι πριμοδοτούν τον 17ο αιώνα, όταν η οικουμενικότητα του χριστιανισμού άρχισε να δίνει χώρο στην αυτοσυνείδηση του έθνους-κράτους. Μια πιο βραχεία «αρχαιολογία» εντοπίζει τη γέννησή της στα αντιστασιακά κινήματα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αν ήταν πράγματι ο πάντων πατήρ πόλεμος που προκάλεσε τον τοκετό, το νιογέννητο χαιρετίστηκε μέσα σε παραλήρημα ενθουσιασμού και προσδοκιών στο συνέδριο της Χάγης, τον Μάιο του 1948, με την παρουσία του Αντενάουερ, του Μακμίλαν, του Μιτεράν και του δακρυσμένου Τσόρτσιλ.
Αλλά στον βαθμό που είναι ανιχνεύσιμη η ευρωπαϊκή ιδέα υπερβαίνει τις συγκυρίες του πολέμου και τους υπολογισμούς της Realpolitik γιατί είναι συνάρτηση «συλλογικών αναπαραστάσεων», για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Εμίλ Ντιρκέμ, συλλογικών συμβόλων και αξιών που διαμορφώνονται μακροπρόθεσμα μέσα σε μια κοινή πνευματική παράδοση και ανήκουν στο χαρτοφυλάκιο της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας και της τέχνης. Η συνείδηση και η ανάγκη αυτής της παράδοσης κανοναρχεί συχνά ρομαντικές, νοσταλγικές και ευχολογικές αφηγήσεις, και η σχετική βιβλιογραφία εμπλουτίζεται σταθερά από τη δεκαετία του 1950 μέχρι τις μέρες μας. Ομως άλλο η βιβλιογραφία για την ευρωπαϊκή ιδέα και άλλο η πραγματικότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι εν ενεργεία πολιτικοί της οποίας δύσκολα μπορούν να αποδράσουν από τους καταναγκασμούς της συγκυρίας και να προχωρήσουν πέρα από γενικόλογες διαγνώσεις, ακόμη και όταν, λόγω περιορισμένων εξουσιών, έχουν την ευχέρεια να μιλούν μια λιγότερη τεχνοκρατική γλώσσα.
Πολιτικό πρότζεκτ
Για του λόγου το αληθές θα μπορούσε να παραπέμψει κανείς σε έναν από τους πιο ομιλητικούς και επίμονους ευρωπαϊστές, τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, τον Γιόαχιμ Γκάουκ: «Παρόλο που η Ευρώπη είναι ελκυστική, η Ευρωπαϊκή Ενωση κάνει πολλούς να αισθάνονται ανίσχυροι και χωρίς φωνή. Υπάρχουν πράγματι ζητήματα που η Ευρώπη πρέπει να τα ξεκαθαρίσει. Οταν βλέπω την ανυπομονησία, την εξάντληση και την απογοήτευση του κόσμου, και όταν ακούω για δημοσκοπήσεις που δείχνουν απλούς ανθρώπους να είναι αβέβαιοι για το αν θέλουν περισσότερη Ευρώπη, έχω την αίσθηση ότι στεκόμαστε στο κατώφλι νέων καταστάσεων χωρίς να ξέρουμε αν θέλουμε πραγματικά να συνεχίσουμε το ταξίδι. Αυτή η κρίση έχει και άλλες διαστάσεις πέρα από την οικονομική. Είναι ταυτόχρονα κρίση εμπιστοσύνης στην Ευρώπη ως πολιτικό πρότζεκτ. Δεν παλεύουμε μόνο για το κοινό μας νόμισμα, μέσα μας διεξάγεται και μια άλλη πάλη. Παρ’ όλα αυτά, βλέπετε μπροστά σας έναν απτόητο ευρωπαϊστή, έναν άνθρωπο που αισθάνεται την ανάγκη να στοχαστεί τι σήμαινε η Ευρώπη στο παρελθόν, τι σημαίνει τώρα, και ποιες είναι οι δυνατότητές της στο μέλλον». Το έσχατο όριο του ευρωπαϊσμού μοιάζει να είναι η έγνοια για την πολιτική υγεία της Ευρώπης.
Το συνέδριο της Χάγης, τον Μάιο του 1948, συγκρότησε τρεις επιτροπές για την πολιτική, την οικονομία και τον πολιτισμό αντίστοιχα. Οι δύο πρώτες δρομολόγησαν απτές εξελίξεις όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα. Η τρίτη σχεδίασε ένα Ευρωπαϊκό Κέντρο Πολιτισμού που υλοποιήθηκε έναν χρόνο αργότερα στη Γενεύη με σκοπό, όπως γράφει ο μεγάλος ευρωπαϊστής και μελετητής της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και κουλτούρας Ντενί ντε Ρουζμόν, να αφυπνίσει και να συντηρήσει την αίσθηση της κοινής συμμετοχής των Ευρωπαίων στην πνευματική περιπέτεια της Ευρώπης. Αλλά οι ιδέες δεν είναι τελωνειακοί δασμοί για να τις συντονίσεις, η σημερινή Ευρώπη δεν είναι αυτή που έστειλε τους ενθουσιώδεις εκπροσώπους της στη Γενεύη, οι ηγέτες της δυσκολεύονται να τη δουν ως κάτι περισσότερο από ένα υπό αμφισβήτηση πολιτικό πρότζεκτ και η ευρωπαϊκή ιδέα, που ήθελε να βλέπει ο Ντελόρ την Πρωτοχρονιά του 1999, δεν φαίνεται (ακόμη;) καθαρά στην άλλη όψη του νομίσματος.
Ο κ. Θεόδωρος Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ.
Αποψη: Η Ευρώπη θέλει ένα νέο… αφήγημα
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΤΟΦΩΛΟΣ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Στην πλέον τρικυμιώδη πολιτική περίοδο άφησε το 2018 την Ευρώπη, ανοίγοντας τον δρόμο σε ένα ακόμη πιο ασταθές και αβέβαιο 2019. Από την έναρξη της διαδικασίας εξόδου της Βρετανίας έως τη διόγκωση των κομματικών δυνάμεων του λαϊκισμού και του εθνικισμού και από την αμφισβήτηση του Μακρόν και την επικίνδυνη άνοδο της Λεπέν έως τη σύγκρουση των Βρυξελλών με την ακροδεξιά ιταλική κυβέρνηση της Ιταλίας και τη μείωση του σταθεροποιητικού ρόλου της Μέρκελ, το συμπέρασμα είναι ότι η Ευρώπη εισέρχεται σε μία πολύ δύσκολη και κρίσιμη χρονιά για το μέλλον της. Η Ευρώπη δείχνει να βρίσκεται σχεδόν στο χείλος ενός υπαρξιακού αδιεξόδου, ιδίως εάν συνυπολογίσουμε ότι τον Μάιο θα διεξαχθούν οι ευρωεκλογές και το πιθανότερο είναι να αυξήσουν τα αντιευρωπαϊκά κόμματα τις δυνάμεις τους στο Κοινοβούλιο και την Κομισιόν.
Ποιο είναι το μέλλον, λοιπόν, της Ευρώπης; Αδύνατον σήμερα να προβλέψει κανείς. Εντούτοις, όμως, θα μπορούσε με βεβαιότητα να υποστηρίξει ότι το μοντέλο που ακολούθησαν μέχρι τώρα οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ για τη διακυβέρνηση της Ευρώπης εξάντλησε τα όρια του. Η Ευρώπη χρειάζεται μια μεγάλη αλλαγή. Μία γενναία αναδόμηση και αποσαφήνιση του καταμερισμού των εξουσιών και του τρόπου λήψης των αποφάσεων που διαμορφώνουν τη ζωή των πεντακοσίων εκατομμυρίων Ευρωπαίων πολιτών. Χρειάζονται οπωσδήποτε η συναίνεση και η συμμετοχή των ίδιων των πολιτών για να μπορέσει στο εξής να σταθεί στα πόδια του το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Χωρίς προσχώρηση και κινητοποίηση των προσδοκιών του πολίτη, δεν μπορεί να υπάρξει ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Χρειάζεται μία ριζική αλλαγή στο θεσμικό και πολιτικό του υπόβαθρο. Η Ευρώπη χρειάζεται ένα νέο αφήγημα, για να επιβιώσει. Οπως καταδεικνύουν τα γεγονότα είναι αναγκαίο, πρώτον, να διαχωριστούν και να αναγνωριστούν οι εξουσίες που θα ασκούνται από τα υπερεθνικά όργανα και οι εξουσίες που θα παραμείνουν στα χέρια των εθνικών κυβερνήσεων. Ενωμένη Ευρώπη χωρίς εθνικές κυβερνήσεις δεν γίνεται, με δεδομένο ότι κάθε κράτος-μέλος εκφράζει μια ξεχωριστή ιστορία τεσσάρων αιώνων. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν μπορεί και δεν συμφέρει κανέναν να υπάρχει Ευρώπη χωρίς ισχυρά υπερεθνικά όργανα, τα οποία θα λαμβάνουν τις μείζονες αποφάσεις για τα παγκόσμια προβλήματα και τις διεθνείς προκλήσεις. Κατακερματισμένα τα εθνικά κράτη δεν θα έχουν καμία απολύτως επιρροή και καμία τύχη απέναντι π.χ. στις επιθέσεις των αγορών, τον εμπορικό πόλεμο, τις επιπτώσεις της περιβαλλοντικής αλλαγής, την άμυνα και την ασφάλεια των συνόρων ή ακόμη και την αξιοποίηση των ενεργειακού τους πλούτου (βλέπε και τις εχθρικές αξιώσεις της Τουρκίας). Αυτά τα ζητήματα ξεπερνούν απολύτως τα εθνικά σύνορα και επιβάλλουν πανευρωπαϊκής και μόνο κλίμακας αποφάσεις. Η ισχύς εν τη ενώσει, είναι προς το συμφέρον όλων.
Είναι αναγκαίο, δεύτερον, να θεσμοθετηθεί η δημοκρατική νομιμοποίηση όλων αυτών των σπουδαίων αποφάσεων που αντανακλούν αυτόματα στη ζωή των λαών της Ευρώπης. Να συμμετέχουν οι ίδιοι οι πολίτες σε αυτές. Δεν είναι αποδεκτό πλέον να λαμβάνονται τέτοιου διαμετρήματος αποφάσεις αποκλειστικά από το Βερολίνο, πολύ δε περισσότερο όταν μιλάμε για υποθέσεις της οικονομίας, ή από το Βερολίνο, το Παρίσι ή και τις Βρυξέλλες, από μία κλειστή ομάδα υπουργών! Τι είδους δημοκρατία είναι αυτή μακριά από τους πολίτες; Και πώς να γίνει σεβαστή από τους λαούς και συμβατή με την πολιτισμική και δημοκρατική ευρωπαϊκή παράδοση; Η Ευρώπη χρειάζεται, λοιπόν, μία αλλαγή για τη δημοκρατία, απαραιτήτως. Πρέπει οι πολιτικοί που θα ηγούνται των υπερεθνικών οργάνων και θα διαχειρίζονται τα μεγάλα οικονομικά και γεωπολιτικά ζητήματα, να εκλέγονται άμεσα από τους πολίτες. Να δηλώνουν ποιοι είναι οι στόχοι τους, να προαναγγέλλουν το πρόγραμμά τους και να λογοδοτούν απευθείας στους πολίτες, όπως συμβαίνει σε όλα τα δημοκρατικά πολιτεύματα, είτε είναι τοπικού χαρακτήρα είτε ομοσπονδιακού ή συνομοσπονδιακού. Χωρίς τη δημοκρατία, το οικοδόμημα – που σήμερα τρίζει– θα καταρρεύσει
Ηταν το 2018 μια χαμένη χρονιά για την Ευρωζώνη;
ΠΟΛΙΤΙΚΗ 30.12.2018 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Η Ευρωζώνη δοκιμάστηκε και το 2018, τόσο από τις δυνάμεις της ανατροπής όσο και από τους θιασώτες της συντήρησης.
Γιώργος Κύρτσος: Αργά βήματα προόδου
Η Ευρωζώνη κινείται στη σωστή κατεύθυνση, αν και με βασανιστικά αργούς ρυθμούς. Το αίσιο τέλος της ιταλικής κρίσης ενίσχυσε την ΟΝΕ, εφόσον επιβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τα κράτη-μέλη.
Ενώ οι Βρυξέλλες και ο κυβερνητικός συνασπισμός της Ιταλίας εμφανίζονται σαν ασυμβίβαστοι αντίπαλοι, στην πραγματικότητα συμφώνησαν στα βασικά, προβάλλοντας τις διαφωνίες τους. Η πρώτη κίνηση έγινε από το Κίνημα των 5 Αστέρων και τη Λέγκα, που πέταξαν στο καλάθι των αχρήστων, πριν από τις εκλογές του Μαρτίου, την πρόταση για διενέργεια δημοψηφίσματος σχετικά με την παραμονή της Ιταλίας στην Ευρωζώνη.
Το δεύτερο βήμα έγινε ταυτόχρονα από την κυβέρνηση συνασπισμού και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο υπουργός Οικονομικών κ. Τρία εμφάνισε έναν προϋπολογισμό για το 2019 με δημοσιονομικό έλλειμμα 2,4% του ΑΕΠ αντί για το 0,8% που είχε προγραμματίσει η κυβέρνηση της Κεντροαριστεράς. Το έλλειμμα κρίθηκε αρχικά υπερβολικό από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Eurogroup εξαιτίας του υψηλού δημόσιου χρέους της Ιταλίας (132% του ΑΕΠ). Ηταν φανερό όμως ότι είχε ανοίξει ο δρόμος για τον αναγκαίο συμβιβασμό.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, άλλωστε, έπρεπε να λάβει υπόψη της ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα στη Γαλλία και στην Ισπανία –χώρες με δημόσιο χρέος της τάξης του 100% του ΑΕΠ– ξεπερνούσε το αναθεωρημένο προς τα επάνω ιταλικό. Η εποικοδομητική στάση της ιταλικής κυβέρνησης στα ζητήματα λειτουργίας της Ευρωζώνης –από τη δημιουργία ειδικού προϋπολογισμού για την Ευρωζώνη μέχρι τη συντονισμένη αντιμετώπιση των προκλήσεων του τραπεζικού τομέα και την ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας– έφερε πιο κοντά τις δύο πλευρές. Τα «Κίτρινα Γιλέκα» της Γαλλίας και η αναγκαστική χαλάρωση της οικονομικής πολιτικής από τον πρόεδρο Μακρόν συνέβαλαν στον τερματισμό της διαμάχης με την Ιταλία.
Από την άλλη το 2018 ήταν γεμάτο –όπως το θέλει ο ευρωπαϊκός κανόνας– χαμένες ευκαιρίες για την Ευρωζώνη. Γερμανοί και Ολλανδοί καθυστέρησαν και άλλο την τραπεζική ένωση. Η πάντα προσεκτική Μέρκελ έγινε ακόμη πιο διστακτική στους χειρισμούς της, ενώ ο Μακρόν που θα μας «απογείωνε» χάνει δυνάμεις και επιρροή.
Παρ’ όλ’ αυτά, συνεχίζεται η πορεία ενίσχυσης της Ευρωζώνης, απορροφώντας μεγάλα πολιτικά σοκ, όπως το Brexit και η κρίση στην Ιταλία.
* Ο κ. Γιώργος Κύρτσος είναι ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας.
Σαχίν Βαλέ: Οι ελπίδες εξανεμίστηκαν
Η ηγεσία της Ευρωζώνης έχει αποδεχθεί από την άνοιξη του 2012 ότι η αρχιτεκτονική της ΟΝΕ είναι θεμελιωδώς προβληματική και ότι χρειάζεται εκ βάθρων θεσμική αναμόρφωση. Παρότι ώς τότε δεν είχαν γίνει πολλά, η εκλογή στη γαλλική προεδρία του Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος επεδείκνυε εις βάθος κατανόηση των ατελειών της ΟΝΕ, αλλά και τη διάθεση να συνεργαστεί με τη Γερμανία για να υπάρξει πρόοδος, γέννησε ελπίδες για ένα άλμα προς τα εμπρός. Δεκαοκτώ μήνες αργότερα, οι ελπίδες αυτές έχουν ουσιαστικά εξανεμιστεί.
Αυτή η συλλογική αποτυχία οφείλεται σε μία σειρά από παράγοντες. Πρώτον, ο Μακρόν δεν συνειδητοποίησε την ανάγκη να θέσει τις προτάσεις του για την ΟΝΕ στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής ατζέντας, αντί να χαθούν μέσα στην πληθώρα ιδεών που κατατέθηκαν. Το σφάλμα αυτό αναδεικνύεται πάνω από όλα από τον τρόπο με τον οποίο η μεταρρύθμιση του ESM (Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας), αναγκαία αλλά δευτερεύουσας σημασίας, βρέθηκε στο επίκεντρο της συζήτησης, αντί του προϋπολογισμού της Ευρωζώνης και των πολιτικών μεταρρυθμίσεων που θα έπρεπε να τον συνοδεύσουν.
Το δεύτερο αίτιο είναι η αποτυχία του SPD και των Πρασίνων στη Γερμανία να επιβάλουν μια προοδευτική ευρωπαϊκή ατζέντα. Τρίτον, ο Μακρόν έχει καταστεί όμηρος ενός αποκλειστικά γαλλογερμανικού διαλόγου, και ως αποτέλεσμα έχει αποτύχει να οικοδομήσει μια ευρύτερη συμμαχία των προθύμων υπέρ των ιδεών του. Ακόμα χειρότερα, έχει επιτρέψει έναν συνασπισμό συντηρητικών δυνάμεων υπό την ηγεσία της Ολλανδίας, τη νέα Χανσεατική Ομοσπονδία, να μπλοκάρει οποιαδήποτε πρόοδο. Τον Ιούνιο του 2018, οι διμερείς προσπάθειες της Γαλλίας και της Γερμανίας οδήγησαν στη διακήρυξη του Μέσεμπεργκ και άνοιξαν μία σειρά από πόρτες. Οι πόρτες αυτές έκλεισαν βίαια λίγες μέρες αργότερα.
Τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου σηματοδοτούν τη συλλογική αποκήρυξη μιας τολμηρής μεταρρυθμιστικής προσέγγισης. Η ατζέντα πλέον θα κυριαρχείται από οριακά, μικρά βήματα, που θα επιτρέπουν στους αιώνια αισιόδοξους να ισχυρίζονται ότι τα πράγματα βελτιώνονται. Στην πραγματικότητα, θα επικρατήσει ο εφησυχασμός και η ΟΝΕ θα παραμείνει οικονομικά αποκλίνουσα στο εσωτερικό της, πολιτικά δυσλειτουργική και άρα εξαιρετικά ευάλωτη σε οικονομικά, χρηματοπιστωτικά και πολιτικά σοκ.
* Ο κ. Σαχίν Βαλέ είναι εταίρος στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο του LSE και πρώην σύμβουλος του Εμανουέλ Μακρόν στο υπουργείο Οικονομίας.
Η ελληνική απαισιοδοξία
ΠΟΛΙΤΙΚΗ 25.11.2018 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Μια κοινωνία που έχει χάσει τη βούλησή της για δημιουργία. Μια κοινωνία που δεν έχει πλέον απαιτήσεις από τον εαυτό της, που δεν περιμένει τίποτε καλύτερο από τη ζωή της, μια κοινωνία που παλεύει μόνον για την επιβίωσή της. Μια κοινωνία συνταξιούχων. Φοβόμαστε το αύριο επειδή φοβόμαστε το σήμερα. Μια κοινωνία παραδομένη στην απάθεια της ήττας της.
Μας απογοήτευσε η Ευρώπη, χωρίς να βλέπουμε ότι μέρος της Ευρώπης που μας απογοήτευσε, έστω μικρό, είμαστε κι εμείς. Δεν μας έδωσε ό,τι περιμέναμε να μας δώσει η Ευρώπη, χωρίς να αναρωτιόμαστε τι δώσαμε εμείς στην Ευρώπη. Δώσαμε τον πολιτισμό μας; Ελάτε τώρα. Για ποιον πολιτισμό μιλάμε; Διότι, αν μιλάμε για τον Παρθενώνα, τα νέα είναι άσχημα. Η Ευρώπη τον ήξερε και πριν γίνει η Ελλάδα μέλος της. Για τον σύγχρονο πολιτισμό μας; Τα νέα είναι χειρότερα. Είμαστε οι τελευταίοι των τελευταίων. Τα πορτοκάλια μας; Θα μπορούσαν να είναι griffé, όπως τα κοστούμια Αρμάνι, όμως προτιμούσαμε να τα ρίχνουμε στις χωματερές για να εισπράττουμε αποζημιώσεις. Μας περίμενε το σκυλάδικο και δεν μπορούσαμε να χάνουμε ώρες στο χωράφι. Δεν θέλουμε να παραδεχθούμε ότι, πριν απογοητευθούμε εμείς από τον εαυτό μας, φροντίσαμε να απογοητεύσουμε τον ζωτικό μας χώρο.
Υστερα από περίπου σαράντα χρόνια ευρωπαϊκής πορείας συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε τους υπόλοιπους Ευρωπαίους ως μια μεταφυσική ύπαρξη που μας είναι ξένη. Η υπερήφανη Αριστερά μας την κολακεύει, υποκλίνεται μπροστά της σαν φύλαρχος που θέλει προστασία για να εξασφαλίσει τα δικαιώματα της φυλής του στην πηγή, στο ιερό λείψανο του Δημοσίου. Δεν φταίει ο Τσίπρας, θα μου πείτε. Αυτός, όταν βρέθηκε για πρώτη φορά στο ίδιο τραπέζι με τους Ευρωπαίους «ομολόγους» του, δεν καταλάβαινε τη γλώσσα τους. Αλήθεια, θα ήθελα πολύ να παρευρεθώ σε μια συζήτηση όπου ο Ελληνας πρωθυπουργός συζητάει με οποιονδήποτε Ευρωπαίο ομόλογό του για τη σημασία της λέξης «δημοκρατία». Πώς αντιλαμβάνεται ο Τσίπρας τη λέξη «Republic»; Κάτι σαν Republic of Venezuela. Ωχ, Θεέ μου. Η Ελλάδα γλίτωσε από τα αλλεπάλληλα πραξικοπήματα του 2015 που προσπάθησαν εντίμως να τη βγάλουν από την Ευρώπη, πλην όμως, το 2018 η απόσταση που τη χωρίζει από τους υπολοίπους είναι μεγαλύτερη απ’ αυτήν που τη χώριζε το 2010, όταν ο Παπανδρέου άπλωσε τα χέρια του ζητιανεύοντας την επιβίωσή μας.
Η Ευρώπη περνάει κρίση απαισιοδοξίας; Ο ευρωσκεπτικισμός είναι διάχυτος. Οι ελίτ της δεν έχουν βρει ακόμη τρόπους για να σώσουν το εγχείρημα. Στη Γαλλία ο Μακρόν υποχωρεί, στην Ιταλία ο Σαλβίνι προχωρεί. Πώς το έλεγε ο Γατόπαρδος; «Αν θέλουμε να μείνουμε αυτοί που είμαστε, πρέπει να αλλάξουμε». Τον παραφράζω, αλλά σας προκαλώ να μου βρείτε μια κυριολεκτικότερη διατύπωση. Το ευρωπαϊκό σύμπαν έχει πάθει κατάθλιψη, όπως ο νεαρός Γούντι Αλεν όταν έμαθε στο σχολείο ότι το σύμπαν διαστέλλεται. Ή όπως η Ελλάδα του 2018, ίδια με την Ελλάδα του 2009, μείον κάτι δισεκατομμύρια, ίδια με την Ελλάδα του 2004, ίδια με την Ελλάδα του 1981, και πάει λέγοντας.
Η απαισιοδοξία μάς καθηλώνει. Η απάθεια ακυρώνει τα αντανακλαστικά μας. Το καλοκαίρι κάηκαν εκατό άνθρωποι στο Μάτι και κοντεύουμε να το ξεχάσουμε. Ενας υπαλληλίσκος του υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος δεν έχει τι άλλο να κάνει, με ένα πλήκτρο ρουφάει ό,τι έχεις στον λογαριασμό σου και το αποδέχεσαι αδιαμαρτύρητα. Του χρωστάς τον μισθό του κι αυτός είναι ιερός. Πας με τον πατέρα σου στο δημόσιο νοσοκομείο και σου ζητούν να φέρεις τα κλινοσκεπάσματα.
Ο,τι κι αν μου πείτε για την Ευρώπη δεν θα φέρω αντίρρηση. Ο κάποτε κραταιός πολιτισμός της, αυτός που ενέπνεε αισιοδοξία, ακόμη και ανάμεσα στα ερείπια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ή τη φρικωδία του Αουσβιτς, είναι σε αποδρομή. Εχασε την πνοή του, έχασε την έμπνευσή του. Τις ακύρωσε κάπου ανάμεσα στα χαρακώματα της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής ορθότητας και του πολιτισμικού σχετικισμού. Την καταπόνησαν οι ενοχές της για τις γυμνές Αφροδίτες που τις έντυσαν στα Μουσεία του Καπιτωλίου προκειμένου να μη σκανδαλίσουν τους μουσουλμάνους επισκέπτες τους.
Ας μη γελιόμαστε. Η εθνική μας απαισιοδοξία είναι κομμάτι της ευρωπαϊκής. Απλώς δεν θέλουμε να το παραδεχθούμε για να μη χάσουμε την ιδιοπροσωπεία μας – με -ει, παρακαλώ.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΩΤΤΑΚΗΣ*
Οι «89ers» και το νέο ευρωπαϊκό αφήγημα
Η χρόνια διεύρυνση των ανισοτήτων, η οικονομική δυσπραγία και η στάσιμη κοινωνική κινητικότητα έχουν συμβάλει σε μια αντίδραση λαϊκισμού καταστροφικής αγριότητας. Καθώς ο φιλελεύθερος κόσμος παρακολουθεί με ανησυχία και αίσθημα πλήρους αδυναμίας, το ερώτημα που δημιουργείται είναι: θα πρέπει πραγματικά αυτό να μας εκπλήσσει;
Η Ιστορία μάς έχει διδάξει ότι μια πολιτική κρίση είναι αναμενόμενη έπειτα από ένα οικονομικό σοκ: η Μακρά Υφεση των αρχών της δεκαετίας του 1870 παρ’ ολίγο να οδηγήσει στην εκλογή του ακτιβιστή Denis Kearney, ξενοφοβικού και ταγμένου εχθρού των Κινέζων εργατών, ως προέδρου των ΗΠΑ το 1878. Ενώ το 1929 το Κραχ της Γουόλ Στριτ επιτάχυνε την έλευση του φασισμού στην Ευρώπη. Με την ίδια μονολιθική λογική, προβάλλεται συχνά ο ισχυρισμός ότι ο λαϊκισμός «τύπου 2016» έχει τις ρίζες του στη Μεγάλη Υφεση του 2008 και τις επιπτώσεις της στην Ευρωζώνη. Μολονότι αυτό αληθεύει σε μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, οι ρίζες του προβλήματος εκτείνονται βαθύτερα στον χρόνο.
Η κακώς προγραμματισμένη παγκοσμιοποίηση, που εμφανίστηκε στη δεκαετία του ‘80, έχει φτωχοποιήσει πολλές μικρές κοινότητες των οποίων οι οικονομίες στηρίζονταν για δεκαετίες σε μία ή δύο παλαιού τύπου βιομηχανίες. Η βλάβη δεν προκλήθηκε τόσο από την ίδια την παγκοσμιοποίηση, όπως κάποιοι ριζοσπαστικοί αριστεροί υποστηρίζουν, όσο από τη μορφή που αυτή πήρε, καθώς και από την ταχύτητά της. Η παγκοσμιοποίηση εξελίχθηκε πολύ γρήγορα, προγραμματίστηκε πολύ χαλαρά, και με τη συναίνεση πολύ λίγων παραγόντων για να μπορεί να καταστεί βιώσιμη. Καθώς οι δυτικές κυβερνήσεις κινήθηκαν βιαστικά προς τη διάλυση βιομηχανιών όπως αυτές του άνθρακα και του χάλυβα, κοινότητες στερήθηκαν τον απαραίτητο χρόνο για να διαφοροποιήσουν τις οικονομίες τους. Το αποτέλεσμα είναι βίαιες αντιδράσεις εκ μέρους του αγροτικού κόσμου, καθοδηγoύμενες από νεοεμφανιζόμενους αστέρες του λαϊκισμού που λυμαίνονται την απελπισία των πολιτών για να προωθήσουν τη δική τους ατζέντα. Στην Ευρώπη, αυτή ολοένα και περισσότερο παίρνει εθνικιστικό και αντιευρωπαϊκό χαρακτήρα.
Καθώς το λαϊκίστικο κύμα σαρώνει την ήπειρο, νέες πολιτικές γραμμές μάχης βρίσκονται στο στάδιο της επεξεργασίας. Ο διαχωρισμός Αριστερά / Δεξιά χάνει το νόημά του, και η πραγματική σύγκρουση τώρα βρίσκεται μεταξύ εκείνων που πιστεύουν σε μια ανοικτή, ελεύθερη και παγκόσμια κοινωνία, και εκείνων που στρέφονται εναντίον αυτού του οράματος. Αυτή η σύγκρουση θα καθορίσει τις πολιτικές του δυτικού κόσμου για την επόμενη δεκαετία. Για να επικρατήσει το ανοικτό πνεύμα, είναι αναγκαίο ένα ισχυρό εναλλακτικό αφήγημα. Σε αυτό το επίπεδο, οι φιλελεύθεροι φιλοευρωπαίοι έχουν, μέχρι στιγμής, αποτύχει. Eναπόκειται λοιπόν στους 89ers (οι νέοι Ευρωπαίοι που έχουν γεννηθεί μεταξύ 1980 και 2000 και που έχουν μεγαλώσει σε μια ενωμένη μετα-κομμουνιστική Ευρώπη), τη γενιά του μέλλοντος της Ευρώπης, να αναπληρώσουν το κενό που έχει δημιουργηθεί.
Για να επιβιώσει η Ε.Ε. απαιτείται σημαντική –αν όχι ολοκληρωτική– μεταρρύθμιση. Τα θεσμικά της όργανα είναι αδύναμα και εξαντλημένα, με τα κράτη-μέλη να κινούνται σε διαφορετικές κατευθύνσεις και με διαφορετικές ταχύτητες. Το σημαντικότερο, η Ε.Ε. δεν είναι πλέον σε θέση να παρέχει την ευημερία και την ασφάλεια που κάποτε ήταν το σήμα κατατεθέν της. Ωστόσο, εάν το 2016 άφησε κάποια περιθώρια αισιοδοξίας, αυτά δεν είναι άλλα από τη σαφή στήριξη που παρείχαν οι νέοι της Ευρώπης στην Ε.Ε. Δεδομένου ότι πολλοί από τους γηραιότερους είναι απρόθυμοι να ενστερνιστούν το ευρωπαϊκό ιδεώδες, οι 89ers είναι αυτοί που θα επωμιστούν την ευθύνη να φέρουν τις ιδέες και να δρομολογήσουν τις δράσεις που θα το αναγεννήσουν. Εναπόκειται στους 89ers να εξετάσουν όσα δεν έγιναν όπως έπρεπε και να διορθώσουν τα λάθη του παρελθόντος, να δημιουργήσουν ευρύτερες συμμαχίες φιλοευρωπαίων πολιτών, στην Αριστερά και τη Δεξιά, και, τελικά, να οικοδομήσουν ένα νέο όραμα για την Ε.Ε. που να υπερβαίνει τις ιδεολογικές, εκπαιδευτικές και εθνικές διαιρέσεις του παρελθόντος.
Για να υπάρξει πρόοδος προς αυτή την κατεύθυνση, θα πρέπει πρώτα να κάνουμε την αυτοκριτική μας, και να είμαστε ειλικρινείς. Τα βαθύτερα αίτια του λαϊκισμού «τύπου 2016» δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν παρά μόνο με έναν υγιή συνδυασμό ρεαλισμού και δημιουργικότητας, καθώς και με μια δομημένη συζήτηση με σκοπό τη συναίνεση.
Σαφώς, θα πρέπει να αφιερωθεί πολύς χρόνος στο να αντιμετωπιστούν οι ανησυχίες σχετικά με την παγκοσμιοποίηση, καθώς αυτές αποτελούν την κινητήρια δύναμη των λαϊκιστικών κινημάτων. Αλλά υπάρχουν και άλλοι τομείς που πρέπει επίσης να αντιμετωπιστούν. Η Ε.Ε. πρέπει να δείξει ότι μπορεί να μετριάσει την απειλή της τρομοκρατίας και άλλες εξωτερικές απειλές. Πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να διαχειρισθεί καλύτερα την προσφυγική κρίση καθώς και να υλοποιήσει αποτελεσματικά μια κοινωνική πολιτική που να βελτιώνει τη ζωή των πιο ευάλωτων πολιτών.
Τις πρώτες μέρες του νέου έτους, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ερωτήματα ιστορικής σημασίας. Το πώς θα ανταποκριθούμε θα καθορίσει την επόμενη περίοδο: Θέλουμε μια κοινωνία ανοικτή, ανεκτική, διεθνή και προσανατολισμένη στο μέλλον; Που προωθεί την αλληλεγγύη και τις ευκαιρίες για όλους; Ή θα επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να είμαστε όμηροι των δημαγωγών, για τους οποίους η λύση σε κάθε πρόβλημα είναι λιγότερη μετανάστευση και υψηλότερα τείχη; Ισως ποτέ δεν υπήρξε μια πιο επίκαιρη πολιτική συζήτηση.
* Ο κ. Μιχάλης Κωττάκης είναι πολιτικός επιστήμονας, πρόεδρος του ευρωπαϊκού think tank «1989 Generation Initiative» στο LSE.
Άποψη: Η συνάντηση δύο κόσμων
ΧΑΡΗΣ ΘΕΟΧΑΡΗΣ*
Είναι οι καλύτεροι καιροί, είναι οι χειρότεροι καιροί. Βρυξέλλες, 23 Μαρτίου, ξενοδοχείο Steigenberger: 750 άνθρωποι του πνευματικού, επιχειρηματικού και πολιτικού κόσμου έχουν δώσει ραντεβού στο ετήσιο συνέδριο του German Marshall Fund, το Brussels Forum.
Επικρατεί η ανησυχία, ακόμα και η αγωνία για έναν κόσμο που αλλάζει δραματικά. Η φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων είναι σε αποδρομή. Το Brexit, ο Trump, φαινόμενα που απειλούν καθιερωμένες αλήθειες, απειλούν τις αυταπάτες μας για το τι σημαίνει ομαλότητα, τι σημαίνει κανονικότητα. Το κίνημα του Trump ανανεώνει τη δημοκρατία ή την απειλεί; Το ΝΑΤΟ είναι φορέας σταθερότητας ή δεινόσαυρος μιας ξεπερασμένης εποχής; Η Κίνα και η Ινδία έχουν σκοπό την ανατροπή στη διεθνή τάξη και ισορροπία ή την ανατροπή της προς όφελός τους;
Η τεχνολογία απελευθερώνει τον άνθρωπο, που τώρα έχει το δικαίωμα να βρει τη δικιά του ισορροπία μεταξύ εργασίας και ζωής, ή τον καταδυναστεύει στερώντας του δουλειές και ευκαιρίες; Ο λαϊκισμός αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα μιας παγκόσμιας οικονομίας που διέρχεται μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις της ή ένα εργαλείο εξαπάτησης των λαών και περιορισμού των δικαιωμάτων του από την πίσω πόρτα;
Τα ερωτήματα είναι πολλά και αμείλικτα. Οι απαντήσεις είναι κρίσιμες γιατί καθορίζουν τις πολιτικές αποφάσεις. Ο κόσμος βρίσκεται σε σταυροδρόμι.
Βρυξέλλες, 25 Μαρτίου, place du Luxembourg: χίλιοι νέοι συγκεντρώνονται να γιορτάσουν τα 60 χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης. Ο παλμός ζεστός και δυναμικός, σε αρμονία θα έλεγε κανείς με τον ασυνήθιστα θερμό για την εποχή βελγικό ήλιο.
Οργανώσεις όπως η Stand for Europe, η Pulse for Europe και η Youth for EU έχουν κινητοποιήσει χιλιάδες κόσμου σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Πρόκειται για νέους που έχουν κατανοήσει τι σημαίνει Ευρώπη, έχουν ταξιδέψει, έχουν σπουδάσει σε άλλη χώρα μέσω του προγράμματος Erasmus, έχουν αγγίξει διαφορετικούς πολιτισμούς από αυτούς που τους γέννησαν και τους ανέθρεψαν.
Δεν είναι τυφλοί οπαδοί της Ε.Ε. – βλέπουν τα προβλήματά της και δεν είναι ικανοποιημένοι με τις επιδόσεις της. Θέλουν μία Ε.Ε. που να ακούει και να λύνει προβλήματα, όχι τη σημερινή Ενωση, που αναλώνεται στην αναπαραγωγή των θεσμών και των διαδικασιών της και που έχει ύψιστο καθήκον να ξοδέψει τον προϋπολογισμό της.
Είναι νέοι που θέλουν αλλαγή. Δεν θέλουν να ξαναγυρίσουμε σε μια άλλη εποχή, λιγότερο οικολογική, λιγότερο ειρηνική, χωρίς αλληλεγγύη, χωρίς εμπιστοσύνη.
Στο ξενοδοχείο Steigenberger οι φωνές της ψυχραιμίας δεν είναι λίγες. Αυτοί που ζητούν ισορροπία ανάμεσα στην ασφάλεια και την ελευθερία, τη χρυσή τομή ανάμεσα στα δικαιώματα της μειοψηφίας και τη νομιμοποίηση της πλειοψηφίας να αποφασίζει. Λέγεται συχνά πως οι ελίτ ξέχασαν πώς να κυβερνούν. Οι πολιτικοί ξέχασαν να ακούν. Οι πολίτες ξέχασαν να αξιολογούν.
Σε αυτές τις εποχές της αβεβαιότητας μόνο οι αξίες μπορούν να δείξουν τον δρόμο. Σεβασμός στην προσωπικότητα των άλλων· ασφάλεια για όλους· αλληλεγγύη σε όσους βιώνουν την κρίση χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν, ελευθερία σε όσους θέλουν να προσπαθήσουν να προκόψουν και να δημιουργήσουν, κοινωνική ανταμοιβή σε όσους το πετυχαίνουν αλλά και σε όσους προσφέρουν στους συνανθρώπους τους.
Στην πλατεία Λουξεμβούργου, οι νέοι ανεβαίνουν στο βήμα ο ένας μετά τον άλλο και εμψυχώνουν τον κόσμο με τα λόγια τους. Μια νέα ελπίδα φωλιάζει στις καρδιές όσων είναι εκεί. Βλέπουν μια νέα γενιά πολιτικών να γεννιέται μπροστά στα μάτια τους. Μάρτυρες μιας νέας εποχής που ξεκινάει.
Στην πραγματικότητα είμαστε σε πόλεμο. Υπάρχουν άνθρωποι που πολεμούν τις αξίες μας. Που προτιμούν τον αυταρχισμό από τη δημοκρατία, την επιβολή από τον διάλογο, τη μισαλλοδοξία από την ανεκτικότητα.
Μόλις κατανοήσουμε πως είμαστε σε πόλεμο, θα συνειδητοποιήσουμε και τι πρέπει να κάνουμε: να αγωνιστούμε και να αλλάξουμε. Να αγωνιστούμε για τις αξίες και τα πιστεύω μας. Αυτά που μας ξεχώρισαν από άλλους πολιτισμούς, που γεννήθηκαν στη χώρα μας και εμπλουτίστηκαν από τις υπόλοιπες δυτικές δημοκρατίες.
Πρέπει να αλλάξουμε, γιατί έχουμε κάνει λάθη. Η Ε.Ε. δεν είναι η γραφειοκρατία της, ούτε το λόμπι των μεγάλων εταιρειών. Η Ε.Ε. είναι οι πολίτες της και τα προβλήματά τους, η δημιουργική σύνθεση της πολιτισμικής διαφορετικότητας των λαών της Ευρώπης.
Ο αξίες που θα μπορέσουν να μετατρέψουν την Ευρώπη από γεωγραφική περιοχή στο κοινό μας σπίτι, δεν θα έρθουν από τα think tanks και από τα επάνω. Θα έρθουν από τους νέους που αναγνωρίζουν πως όσα μας ενώνουν είναι περισσότερα από όσα μας χωρίζουν και τους πολιτικούς που θα αρχίσουν να τους ακούν ξανά και θα τους αγκαλιάσουν.
Θα έρθει από τη συνάντηση δύο κόσμων.
* Ο κ. Χάρης Θεοχάρης είναι ανεξάρτητος βουλευτής.
Ενδιαφέρεται κανείς για την Ευρώπη;
Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης Το Βήμα
Ενδιαφέρεται κανείς σοβαρά και ολοκληρωμένα για την Ευρώπη στην Ελλάδα, καθώς από αύριο ανοίγει ουσιαστικά η νέα, πλέον δύσκολη και κρίσιμη περίοδος στη μεταπολεμική ιστορία της; Ανοίγει με δύο κεντρικά γεγονότα: την ομιλία του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ για την «κατάσταση της Ενωσης» (State of the Union) την Τετάρτη 14/9 και, κυρίως, τη διάσκεψη κορυφής των 27 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (χωρίς τη συμμετοχή της Βρετανίας) στις 16/9 στην Μπρατισλάβα όπου θα επιχειρήσουν να διαμορφώσουν μια στρατηγική για την πορεία/μέλλον της Ενωσης μετά το Brexit (χωρίς ομολογουμένως μεγάλες προσδοκίες).
Τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις διαγράφονται αυτή τη στιγμή για το μέλλον της ΕΕ που αντιστοιχούν σχηματικά σε τρεις ενότητες πολιτικών δυνάμεων:
Η πρώτη προσέγγιση υποστηρίζει ουσιαστικά τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης και την αντιστροφή της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (disintegration) με ολική επιστροφή στο εθνικό κράτος. Προπαγανδίζεται ανοιχτά από τις εθνολαϊκιστικές δυνάμεις των άκρων, κυρίως της Ακροδεξιάς. Για τις δυνάμεις αυτές η απόφαση για το Brexit έδειξε την «αντιστρεψιμότητα» (reversibility) της ενοποιητικής διαδικασίας και επομένως το γεγονός αυτό θα πρέπει να αξιοποιηθεί ως ευκαιρία για το αποφασιστικό τελικό χτύπημα στο «ευρωπαϊκό οικοδόμημα». Στη λογική αυτή ακροδεξιά κόμματα σε Γαλλία, Ολλανδία, Δανία, Ιταλία κ.α. υποστηρίζουν τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων για την έξοδο των χωρών από την Ευρωπαϊκή Ενωση και επιτάχυνση της διαδικασίας αποολοκλήρωσης της Ευρώπης. Βεβαίως δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι δυνάμεις αυτές θα έλθουν τελικά σε θέσεις εξουσίας ικανές να επιβάλουν αποφάσεις. Εξαίρεση ίσως αποτελέσει η Ιταλία, η χώρα-μεγάλος πονοκέφαλος για την Ενωση γενικά αυτή τη στιγμή.
Η δεύτερη προσέγγιση προτείνει ουσιαστικά το πάγωμα της ενοποιητικής διαδικασίας για το ορατό μέλλον. Υποστηρίζεται από την πλειονότητα των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων στην Ευρωπαϊκή Ενωση περιλαμβανομένης και της καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ. Το κεντρικό επιχείρημα είναι ότι το δημοψήφισμα για το Brexit επιβάλλει μια μεγάλη περίοδο περισυλλογής πριν αναληφθούν οποιεσδήποτε νέες ενοποιητικές πρωτοβουλίες. Χωρίς αμφιβολία η στάση της Μέρκελ υπαγορεύεται από την επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση (Σεπτέμβριος 2017) και τις ανακατατάξεις που καταγράφονται στο εκλογικό σώμα (άνοδος του ευρωσκεπτικιστικού AFD – Εναλλακτική για τη Γερμανία). Υπαγορεύεται όμως και από την αρνητική στάση άλλων συντηρητικών δυνάμεων ή χωρών (ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, Πολωνία, Ουγγαρία κ.ά.) να στηρίξουν πρωτοβουλίες εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Η τρίτη προσέγγιση είναι αυτή της επιτάχυνσης / εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Προωθείται από μεγάλη κατηγορία αριστερών/ σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων με επικεφαλής τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς αλλά και τον προερχόμενο από τον συντηρητικό χώρο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ καθώς και τους φιλελεύθερους (Γκι Φερχόφσταντ). Οι δυνάμεις αυτές θέλουν να αξιοποιήσουν την απόφαση για Brexit ως ευκαιρία για την προώθηση της ενοποίησης, προβάλλοντας τρία κεντρικά επιχειρήματα για τη θέση αυτή: α) Τα προβλήματα, κρίσεις και προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη (Προσφυγικό, ανάπτυξης, απασχόλησης, τρομοκρατίας, περιφερειακής αστάθειας κ.ά.) δεν μπορούν να επιλυθούν παρά με «περισσότερη και καλύτερη Ευρώπη» και όχι με «λιγότερη Ευρώπη» ή επιστροφή στο εθνικό κράτος. β) Η ευρωζώνη (ΟΝΕ) όπως έχει σήμερα δεν είναι βιώσιμη (sustainable). Εάν δεν προχωρήσει η ολοκλήρωσή της με δημοσιονομική ένωση, οικονομική ένωση και τελικά πολιτική ένωση, αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει. γ) Το ενδεχόμενο πάγωμα της ενοποιητικής διαδικασίας θα οδηγήσει στην de facto απαξίωση της Ευρωπαϊκής Ενωσης με χώρες-μέλη αρνούμενες να εφαρμόσουν το δίκαιο και πολιτικές της (όπως ήδη έχει αρχίσει και συμβαίνει) και τελικά στην αποολοκλήρωση.
Στο υπόβαθρο των επιχειρημάτων αυτών βρίσκεται η εκτίμηση ότι η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού οφείλεται βασικώς στην αδυναμία της ΕΕ να επιλύσει καθημερινά προβλήματα της ευρωπαϊκής κοινωνίας, καθώς δεν διαθέτει τις απαιτούμενες «ικανότητες» (capabilities) και πολιτικές για τον σκοπό αυτόν. Θα πρέπει επομένως να τις αποκτήσει μέσω της εμβάθυνσης της ενοποίησης που μπορεί τελικά να προσλάβει τον χαρακτήρα και ενός «νέου ευρωπαϊκού συμβολαίου».
Είναι σαφές ότι η επιτάχυνση/εμβάθυνση συνιστά την πλέον συνεκτική και ολοκληρωμένη προσέγγιση. Ωστόσο η υλοποίησή της απαιτεί ευρύτερες συναινέσεις που δεν θα είναι εύκολο να επιτευχθούν. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η Ενωση θα πρέπει να αφεθεί «να σέρνεται» (muddling through). Μια στρατηγική δύο σταδίων θα μπορούσε να ξεπεράσει τα εμπόδια. Στο πρώτο, άμεσο στάδιο να προωθηθεί δέσμη ενοποιητικών πρωτοβουλιών στο πλαίσιο των υφιστάμενων Συνθηκών, οι οποίες προσφέρουν τεράστια αναξιοποίητα περιθώρια. Σε ένα δεύτερο, περισσότερο φιλόδοξο στάδιο και αφού κλείσει ο ευρωπαϊκός εκλογικός κύκλος (σε Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία κ.λπ.), μπορεί να επιχειρηθεί συνολική αναθεώρηση των Συνθηκών με τελικό στόχο την πολιτική ένωση. Το πιθανότερο ωστόσο είναι το σχέδιο αυτό να μην μπορέσει να υλοποιηθεί με τη συμμετοχή όλων των κρατών-μελών. Ετσι η προώθηση της ολοκλήρωσης με ευέλικτα, διαφοροποιημένα σχήματα (δύο πόλων/ταχυτήτων) θα καταστεί αναπόφευκτη.
Σε μεγάλο βαθμό η μοίρα της Ελλάδας είναι συνυφασμένη με αυτήν της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αδύναμη Ευρωπαϊκή Ενωση σημαίνει εξ ορισμού αδύναμη Ελλάδα και το αντίθετο. Επομένως οι προοπτικές της Ευρώπης ενδιαφέρουν πρώτα απ’ όλα τη χώρα μας. Ενδιαφέρουν όμως σοβαρά και την κυβέρνηση ή κάποιον άλλον (πέρα από το πρόγραμμα διάσωσης); Δεν το νομίζω. Διαφορετικά θα είχε διατυπωθεί και κάποιο σχετικό σχέδιο.
*Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Άποψη: Η κρίση του έθνους-κράτους, το αίτημα της ομοσπονδίας
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΤΟΦΩΛΟΣ [Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ]
Η Ευρώπη δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το μεταναστευτικό πρόβλημα εάν δεν επιλύσει πρώτα το μείζον πρόβλημα της οικονομικής κρίσης. Εάν δηλαδή δεν δημιουργήσει συνθήκες βιώσιμης ανάπτυξης για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια, εξέλιξη που είναι απαραίτητη για την ισορροπία των κοινωνιών ύστερα από οκτώ χρόνια λιτότητας και ανεργίας, αλλά και βασική προϋπόθεση για τη σωστή απορρόφηση του ξένου ανθρώπινου δυναμικού που έχει ανάγκη η γερασμένη Ευρώπη. Ομως, για να συμβούν όλα αυτά, η Ευρώπη θα πρέπει να αποκτήσει ένα ισχυρό πολιτικό κέντρο. Η Ευρώπη θα πρέπει να αποκτήσει ένα «αφεντικό» υπερεθνικού διαμετρήματος. Θα πρέπει να αναβαθμιστεί σε μιας μορφής ομοσπονδία, δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Διαφορετικά θα διαλυθεί…
Υστερα από οκτώ χρόνια βαριάς οικονομικής ταλαιπωρίας και αναπαραγωγής των αδιεξόδων, την εβδομάδα αυτή σήμαναν τον πολιτικό συναγερμό ο Ιταλός Ματέο Ρέντσι και οι υπουργοί Εξωτερικών των έξη ιδρυτικών χωρών της ΕΟΚ, που συναντήθηκαν στη Ρώμη. Μίλησαν για την άμεση ανάγκη να επιταχύνει η Ευρώπη την οικονομική ενοποίηση, να αναδειχθεί στο πλαίσιο αυτό ένας υπουργός Οικονομικών με γερές αρμοδιότητες και να προχωρήσει η πολιτική ένωση. Χωρίς την πολιτική ένωση, δεν υπάρχει καμία τύχη στο σημερινό νέο οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον για τις χώρες της Γηραιάς Ηπείρου. Θα τις τσακίσουν ολότελα η οικονομική και η μεταναστευτική κρίση. Θα γκρεμιστούν οι θεσμοί, θα παρακμάσουν οι δημοκρατικές διαδικασίες. Το πιο επικίνδυνο είναι το ημιτελές. Θα γίνουν χώρες έρμαια μιας βαριάς οικονομικής υποβάθμισης και της τρομοκρατίας.
Ο Ρέντσι ευχήθηκε ο επόμενος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ενωσης να είναι εκλεγμένος απευθείας από τους πολίτες της Ευρώπης στο πλαίσιο μιας μορφής ομοσπονδίας. Πράγματι, αυτή είναι η λύση, με μια συμπυκνωμένη έκφραση. Η πολιτική ένωση, η ομοσπονδία. Οι αποφάσεις που απαιτούνται είναι μεγάλες και αναγκαστικά είναι υπερεθνικές, γιατί μιλάμε για πανευρωπαϊκά στρατηγικά προβλήματα. Μπορεί ένα έθνος-κράτος να αντιμετωπίσει μόνο του σήμερα την άγρια κρίση και τις διεθνείς αγορές; Οχι βέβαια. Μπορεί να αντεπεξέλθει μόνο του ένα έθνος-κράτος στα ογκώδη μεταναστευτικά κύματα και την ασφάλεια των πολιτών; Οχι βέβαια. Μπορεί να ανταποκριθεί μόνο του απέναντι σε απειλητικές συνοριακές επιθέσεις; Οχι βέβαια. Μπορεί να διαχειριστεί μόνο του τις νέες ενεργειακές προκλήσεις και την απόλυτη αλληλεξάρτηση των οικονομιών; Οχι βέβαια. Μπορεί να καταπολεμήσει μόνο του την τρομοκρατία; Οχι βέβαια. Μπορεί να επιλύσει μόνο του το πρόβλημα των οδυνηρών επιπτώσεων από την καταστροφή του περιβάλλοντος; Οχι βέβαια.
Τα κράτη, ως δυνάμεις μεμονωμένες λοιπόν, δεν έχουν καμία τύχη σήμερα. Με άλλα λόγια, η πιο βαθιά κρίση είναι αυτή που περνάνε σήμερα τα έθνη-κράτη, τα οποία μεταλλάσσονται ή πρέπει αναγκαστικά να μετεξελιχθούν σε ευρύτερους πολιτειακούς σχηματισμούς, προκειμένου να επιβιώσουν. Αυτή η θεμελιώδης ιστορική αλλαγή είναι που κυοφορείται, επώδυνα, και πρέπει να ολοκληρωθεί οπωσδήποτε. Με τα έθνη-κράτη της Γηραιάς Ηπείρου σε πορεία επαπειλούμενης κατάρρευσης, υπό από το βάρος της ανικανότητας των εθνικών πολιτικών ηγετών να πάρουν μεγάλες ιστορικές αποφάσεις, πανευρωπαϊκού διαμετρήματος και ομοσπονδιακής διαχείρισης, δεν υπάρχει διαφορετικά καμία τύχη. Η ομοσπονδία είναι επιβεβλημένη. Μία κατακερματισμένη Ευρώπη δεν μπορεί να επιζήσει επί μακρόν, είναι μαθηματικά βέβαιο.
Θα επιβιώσει η Ευρωπαϊκή Ενωση;
4. Οι μαζικές ροές προσφύγων/ μεταναστών προς την Ευρώπη που, αν και ευεργετικές από πολλές πλευρές, θέτουν ωστόσο περίπλοκα προβλήματα, ενώ οδηγούν σε αμφισβήτηση σημαντικών ενοποιητικών επιτευγμάτων, όπως η ελεύθερη διακίνηση προσώπων (καθεστώς Σένγκεν).
Άποψη: Για μια δημοκρατική Ευρώπη
Γ. Κοτόφωλου
ΠΗΓΗ:ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Η Ευρώπη θα πρέπει να αλλάξει, να αναβαθμιστεί πολιτικά ως ενιαία και δημοκρατική οντότητα 500 εκατομμυρίων πολιτών, για να αναπτυχθεί οικονομικά και να παραμείνει κοινωνικά συμπαγής, προκειμένου να επιβιώσει. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα των ευρωεκλογών της περασμένης εβδομάδας, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Οι εκλογές του 2014 φαίνεται να σηματοδοτούν το τέλος της Ευρώπης των τεχνοκρατών και της μεγάλης πολιτικής ασυμμετρίας. Και να ανοίγουν τον δρόμο -ελπίζουμε- για μια Ευρώπη πολύ πιο δημοκρατική, πολύ πιο αλληλέγγυα μεταξύ των μελών-κρατών. Για μία Ευρώπη ισορροπημένη και όχι αγρίως μονομερή, με βάση τον εσωτερικό συσχετισμό δυνάμεων. Το μήνυμα της ογκώδους αποχής και της μεγάλης αύξησης των ποσοστών που εμφάνισαν τα κόμματα του ευρωσκεπτικισμού δεν πρέπει να μεταφραστεί ως αίτημα για «λιγότερη» Ευρώπη, αλλά ως φωνή δυσαρέσκειας και αγωνίας για μια «καλύτερη» Ευρώπη.
Πράγματι, το βασικότερο συμπέρασμα που μπορεί κανείς να συνάξει είναι η ανάγκη των πολιτών για τον εκδημοκρατισμό της Ε.E. και ειδικότερα της Ζώνης των 18 κρατών του ενιαίου νομίσματος. Εάν η Γηραιά Ηπειρος δεν κυβερνηθεί με τρόπο δημοκρατικό και αντιπροσωπευτικό, μπορεί να συμβούν και τα χειρότερα. Οι πολίτες να εκφράσουν ακόμη μεγαλύτερη απάθεια ή δυσφορία, ιδίως εάν η οικονομική ύφεση συνεχιστεί, ο εθνικισμός και ο λαϊκισμός να πάρουν ακραίες διαστάσεις και η Ενωση στο τέλος να διαλυθεί.
Είναι εκτός κάθε δημοκρατικής παράδοσης και λογικής, πλέον, οι αποφάσεις για την Ευρώπη να λαμβάνονται σ’ ένα κλειστό περιβάλλον υπουργών, τεχνοκρατών ή δικαστών, οι οποίοι δεν εκλέγονται και δεν λογοδοτούν σε κανέναν.
Είναι εντελώς παράδοξο και αντιδημοκρατικό να μιλάμε για μία Ενωση και περαιτέρω ομοσπονδιακή προσέγγιση της Ευρώπης και να μην υπάρχει ένα δομημένο και νομιμοποιημένο υπερεθνικό πολιτικό σύστημα, για την οικονομική ισορροπία μεταξύ των κρατών-μελών, την ανακατανομή του πλούτου, την προώθηση των επενδύσεων και τη φροντίδα της ανάπτυξης. Να ανταγωνίζονται άμεσα οι χώρες του Βορρά τις χώρες του Νότου ή να εκμεταλλεύονται οι χώρες δανειστές τις χώρες οφειλέτες, μέλη όλες της ίδιας οικογένειας! Οπως ακόμη είναι αδιανόητο αποφάσεις κολοσσιαίες για το μέλλον των λαών να λαμβάνονται με άξονα τα εθνικά συμφέροντα ενός ισχυρού μέλους, π.χ. της Γερμανίας και όχι με βάση το κοινό όφελος. Το καμπανάκι το ευρωεκλογών αυτό το νόημα είχε, η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει… Για να επιβιώσει.
Εντούτοις, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε και να συνειδητοποιήσουμε όλοι, πολίτες και πολιτικές ηγεσίες, ένα κρίσιμο θέμα: όταν μιλάμε για πραγματικά ενωμένη Ευρώπη και για την άμεση ανάγκη να ενδυναμώσουμε τη δημοκρατία σε υπερεθνικό επίπεδο, ενδεχομένως (και ως επιστέγασμα) για άμεση εκλογή των ηγετών που θα λαμβάνουν τις κορυφαίες αποφάσεις για λογαριασμό των Ευρωπαίων πολιτών, συζητήσεις, πλέον, περί εκχώρησης των εθνικών εξουσιών και άλλα παρόμοια δεν χωράνε…
Η εύθυμη χήρα
ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 01.06.2014
Μεγάλη στενοχώρια έχει καταλάβει τη δημοκρατία για την κατάσταση που επικρατεί στη Γηραιά Ηπειρο. Κοντεύει να πάθει κατάθλιψη η κακόμοιρη η χήρα που κάποτε φρόντιζαν για την ευρωστία της τόσο σπουδαίοι σύζυγοι, άνδρες πολιτικοί βεληνεκούς και επιπέδου, και τώρα οι καιροί την άφησαν στα χέρια των τμηματαρχών των Βρυξελλών. Ω της θλίψης, της κατήφειας και της αφόρητης βαρεμάρας! Αντε μετά να βρεις διάθεση για να σταθείς στο ύψος των προκλήσεων που την πολιορκούν πανταχόθεν. Εδώ δεν πρόλαβε να στείλει λουλούδια στον αραβικό κόσμο για την άνοιξη και την πρόφτασε το ισλαμικό φθινόπωρο. Και πάνω που πήγε να πιει μια κούπα καμπανίτη για τη Συρία της κάθισε στον λαιμό από τον Πούτιν. Οσο για την Ουκρανία, εκεί, ευτυχώς που εξελέγη την περασμένη Κυριακή ο άρχοντας της σοκολάτας για να σώσει στοιχειωδώς τα προσχήματα. Μέχρι που μάθαμε πως η Ουκρανία βγάζει σοκολάτα. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθε και η καταγραφή των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών για να αποδείξουν πως δημοκρατία και Ευρώπη αρχίζουν να πάσχουν από γεροντική καχεξία.
Το 25% και η πρωτιά του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία, τη χώρα της γκιγιοτίνας και του ασύλου, φτάνουν για να τρίξουν τα οστά του μακαρίτη στρατηγού Ντε Γκολ στον τάφο του. Δεν χρειάζεται καν το ευρωσκεπτικιστικό 27,5 % του Φάραντζ του Αντιπαθούς στην αντίπερα όχθη της Μάγχης για να αναγκαστείς να παραδεχθείς πως η ευρωπαϊκή ιδέα, η «Μεγάλη Ιδέα» του δυτικού κόσμου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υποφέρει από καλπάζουσα ευρωπενία. Τον είδα προχθές στην πρώτη σελίδα της «Κ» να ποζάρει χαμογελαστός με τον δημοφιλή γελωτοποιό κ. Μπέπε Γκρίλο και να συζητούν τρώγοντας την κοινή τους αντιευρωπαϊκή δράση. Οχι, τα άκρα δεν είναι ούτε δύο ούτε τρία. Το άκρο είναι ένα και συναντάται με το άλλο στην άρνηση της ευρωπαϊκής ιδέας. Το άθροισμα μεγαλώνει αν προσθέσουμε και το περίπου 20% του Αυστριακού κ. Στράχε, εξίσου ξενόφοβου και αντιευρωπαϊστή, τη συμμετοχή της ακροδεξιάς στην κυβέρνηση της Νορβηγίας, και τους νεοναζί της ελληνικής ιδιοπροσωπείας. Γιατί και στο σημείο αυτό δεν χάνουμε τα στοιχεία της ιδιοπροσωπείας μας: η αντιευρωπαϊκή ακροδεξιά υπάρχει κι αλλού, όμως οι δικοί μας μόνον συνδυάζουν τον θαυμασμό προς τον Λεωνίδα της Σπάρτης και τον Αδόλφο.
Και η χήρα μπορεί να συνεχίσει να στενοχωριέται και να απορεί. Πού πήγε η γοητεία της; Μήπως φταίει η κρίση η οποία, όταν με το καλό παρέλθει, όλα θα είναι όπως πριν; Κι εμείς οι υπόλοιποι μπορούμε να συνεχίσουμε να απορούμε με τη σειρά μας: πώς είναι δυνατόν να μη θυμάται πως τα μεγάλα πολιτικά σχέδια έχουν ανάγκη από πολιτική, πως η πολιτική είναι το κύριο συστατικό της συνταγής και πως η Ευρώπη, από την αρχή, ακόμη και αν δεν το ομολογούσε ήταν ένα πολιτικό σχέδιο; Ενα σχέδιο δημοκρατίας, ένα σχέδιο ειρήνης, ένα σχέδιο πολιτισμικής ανοχής, το οποίο συνόρευε με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του ανατολικού μπλοκ και ήθελε να αφήσει πίσω της οριστικά και διά παντός τα ερείπια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Κι όταν η δημοκρατία εγκαταστάθηκε για τα καλά, μαζί με την ειρήνη και τα ανοιχτά της σύνορα, κι όταν κατέρρευσαν τα καθεστώτα του ανατολικού μπλοκ κανείς δεν σκέφτηκε να αντικαταστήσει το κενό της πολιτικής που προκλήθηκε από την επίτευξη των στόχων. Κανείς δεν είχε την ευφυΐα ή το ταλέντο να πει πως η Ευρώπη είναι ο πολιτισμός της και αυτός ο πολιτισμός μας δίνει τη δυνατότητα να κρίνουμε τους στόχους, να τους τροποποιήσουμε, να κρίνουμε ακόμη και τους όρους της ανοχής, και τη λειτουργία της δημοκρατίας ώστε όντως η Ευρώπη να ξαναβρεί τους τρόπους να εμπνέει τους Ευρωπαίους.
Εμεινε μόνον η τεθλιμμένη χήρα, η δημοκρατία, που της συμπεριφερόμαστε σαν να ήταν η Εύθυμη χήρα του Λέχαρ, κάνουμε ό,τι μπορούμε για να την κρατήσουμε κοντά μας γιατί χωρίς αυτήν το ξέρουμε πως θα φτωχύνουμε. Και βέβαια, επειδή οι κοινωνίες, όπως η φύση, δεν ανέχονται το κενό ήρθαν οι δυνάμεις που εμφανίζονται ως νεαρές, αλλά βγαίνουν από τα σκοτάδια του παρελθόντος για να προτείνουν πολιτική. Ποιος κάνει πολιτική; Ο κ. Ολάντ που ψελλίζει στατιστικές, ή η κ. Λεπέν που δείχνει τους μετανάστες και λέει στους πρώην κομμουνιστές του αποβιομηχανισμένου Βορρά πως εκείνοι φταίνε που έμειναν άνεργοι; Και τι έχει να αντιπαρατάξει ο κ. Ολάντ στη Λεπέν εκτός από διάφορες ανθρωπιστικές γενικολογίες που τον κουράζουν και τον ίδιο; Η Ευρώπη πρέπει να ξαναβρεί τον πολιτισμό της αν δεν θέλει να χάσει τον εαυτό της. Πρέπει να ανακαλύψει από την αρχή και τη δημοκρατία, και τον ανθρωπισμό της, όπλα που τα ακύρωσε η ίδια με τη μετατροπή τους σε ιδεολογήματα κενά περιεχομένου.
Οσο για μας εδώ θα πρέπει να επανεφεύρουμε την ίδια την πολιτική. Αν θέλουμε να μιλήσουμε σοβαρά, την αντίθεση «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» που βόλεψε τις συνειδήσεις τα τελευταία χρόνια πρέπει να την μεταφράσουμε σε λέξεις που αποδίδουν την πραγματική της σημασία. Στις δυνάμεις που είναι ευρωπαϊκές, και στις ευρωσκεπτικιστικές. Οι πρώτες, οφείλουν να μην αρκεστούν σε όρκους πίστης. Πρέπει να μας πουν πώς βλέπουν την Ευρώπη και ποια Ευρώπη θέλουν. Οι δεύτερες καλά θα κάνουν να μην κρύβονται πίσω από τις παλιές διχοτομίες δεξιάς και αριστεράς για να παίρνουν τα πιστοποιητικά νομιμότητας. Η συνάντηση Γκρίλο και Φάραντζ έδειξε προς τα πού οδηγεί ο δρόμος του ευρωσκεπτικισμού.