Επιστροφή σε Ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον σε τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο (κοινωνικοί θεσμοί, αγορά εργασίας, θεσμοί εξουσίας, αξίες)

ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ 19.11.2019  Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Πρωταθλητισμός πίσω από τα φλας

Tο 2013, η Μαίρη Κέιν εθεωρείτο η ταχύτερη κοπέλα της γενιάς της. Λίγα χρόνια μετά, όλα κατέρρευσαν…

Μόλις στα 17 χρόνια της, το 2013, η Μαίρη Κέιν εθεωρείτο η ταχύτερη κοπέλα της γενιάς της. Είχε καταρρίψει σειρά ρεκόρ, ενώ είχε επίσης γίνει η νεότερη Αμερικανίδα αθλήτρια στίβου που αγωνιζόταν σε τελικό παγκοσμίου πρωταθλήματος. Υστερα από τον τελικό 1.500 μέτρων στη Μόσχα την ίδια χρονιά, η Κέιν υπέγραψε με την καλύτερη ομάδα στίβου στον κόσμο, το Oregon Project της Nike, το οποίο διηύθυνε ο κορυφαίος προπονητής στίβου Αλμπέρτο Σαλαζάρ (το όνομα του οποίου ήρθε πρόσφατα στην επιφάνεια λόγω του σκανδάλου ντόπινγκ κατά την περίοδο του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος στίβου στο Κατάρ). Και ξαφνικά, όλα κατέρρευσαν…

Εξι χρόνια μετά, η 23χρονη Αμερικανίδα αποκαλύπτει μέσω των New York Times τις δραματικές εμπειρίες που έζησε, την ψυχολογική «μάχη» που έδωσε με τον εαυτό της, καθώς επίσης εξηγεί πώς ο αθλητισμός έχει πλέον μεταλλαχθεί.

Εν έτει 2019, ένας αθλητής έχει αμέτρητες υποχρεώσεις. Δεν συγκεντρώνεται μόνο στο πρακτικό κομμάτι της άθλησης. Διαχειρίζεται τις σχέσεις του με τους χορηγούς του, τους προπονητές του, τα ΜΜΕ, όπως επίσης και τους «επιβεβλημένους» ακολούθους του στα social media. Οσον αφορά την προπόνηση και τους αγώνες, με την εξέλιξη της τεχνολογίας, οι αθλητές του στίβου βασίζονται σε νέα προϊόντα, γραφήματα, συστήματα και, φυσικά, στο έργο των προπονητών τους. Ολα τα παραπάνω όμως, εκτός από κέρδη για τον αθλητή, έχουν και πολύ σημαντικές παρενέργειες. Μέσα από τα δικά της βιώματα, η Κέιν αποκαλύπτει και μοιράζεται τη δική της περιπέτεια, που λίγο έλειψε να την οδηγήσει στον «γκρεμό»…

Το 2013, κορυφαίοι προπονητές ανά τον κόσμο, όπως και από τη Nike, έλεγαν στη νεαρή Αμερικανίδα πως είναι η πιο ταλαντούχα αθλήτρια που έχουν δει ποτέ. Η ίδια ήθελε να γίνει η κορυφαία όλων των εποχών. Η πραγματικότητα, όμως, αποδείχθηκε τελείως διαφορετική. Η πίεση για διακρίσεις με κάθε κόστος, προκειμένου να υποστηριχθεί το project, οδήγησε σταδιακά την Κέιν στην κατάρρευση.

Σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, αντιμετώπισε δύσκολες καταστάσεις, κυρίως από τους προπονητές. Από τις πρώτες κιόλας ημέρες δέχθηκε πίεση για το βάρος της. Κι ενώ η ίδια αισθανόταν άβολα με τις τοποθετήσεις των προπονητών της, δεν είχε σε ποιον να απευθυνθεί για βοήθεια. Οπως αποκαλύπτει, «δεν υπήρχε κανένας επαγγελματίας ψυχολόγος, διατροφολόγος».

Ο προπονητής της, Αλμπέρτο Σαλαζάρ, ήθελε την Κέιν του 1,70 μ. να «κατεβάσει» το βάρος της στα 51 κιλά, χλευάζοντάς την και βάζοντας τη να ζυγιστεί μπροστά σε όλους τους συναθλητές της. Κι ενώ η Αμερικανίδα αντιμετώπιζε εξαντλητική δίαιτα, δεν κατάφερνε να χάσει όσα κιλά ήθελε ο Σαλαζάρ, ο οποίος ήθελε να της δώσει ακόμη και αντισυλληπτικά χάπια (τα οποία απαγορεύονται) για να χάσει περισσότερο βάρος. Με τη συγκεκριμένη «στρατιωτική» μέθοδο, η ίδια «λύγισε», με αποτέλεσμα να αποτυγχάνει πλέον σχεδόν σε κάθε αγώνα.

Είχε φτάσει σε ένα σημείο όπου το σώμα της δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει άλλο. Αφού έχασε πολλά κιλά για να τρέχει πιο γρήγορα, η έμμηνος ρύση της σταμάτησε για τρία ολόκληρα χρόνια, ενώ ακολούθησαν και αρκετοί τραυματισμοί, με πέντε κατάγματα οστών. Μιλώντας στους New York Times, η Κέιν τόνισε πως κακοποιήθηκε σωματικά και ψυχολογικά, ένιωσε τρομερή μοναξιά, ενώ είχε αυτοκτονικές σκέψεις κατά τη διάρκεια του προγράμματος.

Ζητούσε βοήθεια και στήριξη από τους προπονητές της, αλλά δεν τη βρήκε ποτέ. «Επειτα από έναν αγώνα, είπα στον Αλμπέρτο (Σαλαζάρ) πως είχα αρχίσει να κόβω το δέρμα μου (σ.σ. απόπειρα αυτοκτονίας) και μου απάντησε πως το μόνο που ήθελε ήταν να πάει για ύπνο», τονίζει η ίδια.

Σήμερα, μέσω των βιωμάτων της, η Κέιν θέλει να ενημερώσει τον κόσμο γύρω από τη… σκοτεινή πλευρά του αθλητισμού και συγκεκριμένα στον χώρο του στίβου. Κι ενώ τον περασμένο Οκτώβριο το πρόγραμμα της Nike έκλεισε, έπειτα από τον τετραετή αποκλεισμό του Σαλαζάρ, η Κέιν συνεχίζει να πιστεύει πως η ηθική έχει χαθεί στον χώρο του αθλητισμού. Στόχος της, πλέον, είναι να το αλλάξει αυτό.

Στον αντίποδα, όμως, ο πρώην προπονητής της δήλωσε στους New York Times πως σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να βλάψει την υγεία της Κέιν. Την ίδια ώρα, με ανακοίνωσή της στο Διαδίκτυο, η Nike εξέφρασε την ανησυχία της για την πρώην αθλήτριά της: «Λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη τις κατηγορίες και θα ξεκινήσουμε άμεσα έρευνα για να μάθουμε περισσότερα από τους πρώην αθλητές του Oregon Project. Στη Nike, επιδιώκουμε να τοποθετούμε πάντα τον αθλητή στο επίκεντρο».

 

 

Επάγγελμα, αθλητής

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΡΕΤΑΣ*, ΑΝΑΤΟΛΗ ΠΕΤΡΙΔΟΥ**

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Είναι στη φύση του ανθρώπου η ανάγκη να εξερευνά, να μαθαίνει, να εξελίσσεται, να χρησιμοποιεί νέες τεχνολογίες, να συναγωνίζεται, να διακρίνεται, να νικά. Ο αθλητισμός είναι μία από τις δημοφιλέστερες ενασχολήσεις του ανθρώπου που του δίνουν την ευκαιρία να αναμετρηθεί με άλλους ανθρώπους και να βιώσει το αίσθημα της νίκης. Είναι στη φύση του αθλητικού συναγωνισμού να απαιτεί από τους φιλόδοξους αθλητές κάποιο τίμημα, το οποίο πολλές φορές είναι μεγάλο και συνίσταται στις πολλές ώρες εντατικής προπόνησης, προετοιμασίας και διαφόρων άλλων προσωπικών θυσιών, όπως είναι οι διακοπές, η οικογένεια, η διασκέδαση.

Η προσπάθεια βελτίωσης της αθλητικής απόδοσης έχει οδηγήσει πολλούς αθλητές στη χρήση αθέμιτων μέσων με μοναδικό στόχο τη νίκη.

Οι υποστηρικτές της χρήσης του ντόπινγκ αντιμετωπίζουν τη συμμετοχή σε μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις, στις οποίες και επικρατεί το ντόπινγκ, αποκλειστικά ως ένα επάγγελμα. Επομένως, βρίσκουν λογικό ένας επαγγελματίας να κάνει ό,τι είναι δυνατόν προκειμένου να βελτιώσει την απόδοσή του και να γίνει ο καλύτερος στον επαγγελματικό του χώρο. Γιατί για παράδειγμα να καταδικάζεται η βελτίωση ενός χαρακτηριστικού της φυσικής κατάστασης, όπως είναι για παράδειγμα η αντοχή, σε έναν αθλητή μεγάλων αποστάσεων και να θεωρείται θεμιτή η βελτίωση της εξωτερικής εμφάνισης ενός τηλεπαρουσιαστή; Και στις δύο περιπτώσεις παραποιείται η εκ γενετής κατάσταση του ατόμου. Και στις δύο περιπτώσεις γίνεται προσπάθεια απόκτησης πλεονεκτικής θέσης σε σχέση με τους αντιπάλους με στόχο την επαγγελματική καταξίωση και πρωτιά.

Επιπρόσθετα, οι υποστηρικτές της χρήσης του ντόπινγκ θεωρούν ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να επιλέγει την πορεία του στη ζωή και μέχρι ποιο σημείο θα ρισκάρει προσωπικά αγαθά, προκειμένου να πραγματοποιήσει τα όνειρά του.

Στην άλλη όχθη βρίσκονται οι υποστηρικτές της απαγόρευσης της χρήσης του doping με στόχο την αύξηση της αθλητικής απόδοσης. Υποστηρίζουν ότι οι κανόνες των αθλημάτων βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με την τακτική αυτή των αθλητών, οι οποίοι εν γνώσει τους τις περισσότερες φορές παραβαίνουν τις διατάξεις. Η χρήση του ντόπινγκ καταπατά την ηθική του αθλητισμού, αφού υπονομεύει την ευγενική άμιλλα και τη νίκη του καλύτερου. Ο αθλητικός συναγωνισμός χαρακτηρίζεται ως η καλύτερη και η πλέον άμεμπτη από ηθικής άποψης μορφή του ανθρώπινου συναγωνισμού, διότι οι κανόνες είναι ίδιοι για όλους τους αθλητές και έτσι ο καλύτερος έχει πάρα πολλές πιθανότητες να κερδίσει. Η χρήση όμως του ντόπινγκ θέτει σε αμφιβολία την παραπάνω άποψη, αφού οι αθλητές που κερδίζουν δεν είναι συνήθως οι καλύτεροι, αλλά αυτοί που έκαναν χρήση απαγορευμένων ουσιών και μεθόδων. Θα εξαλειφθεί η έννοια του φυσικού ταλέντου και η σημασία της διαδρομής προς τη νίκη.

Η τελευταία ιστορία με τον αποκλεισμό της Ρωσίας από τους Ολυμπιακούς και η μετέπειτα «θεραπεία» της μας λένε ότι το βασικό που πρέπει να αλλάξει είναι η αντίληψη για τον αθλητισμό και τον πρωταθλητισμό (sic). Το ντόπινγκ είναι κοινωνικό φαινόμενο και όταν κυρίαρχο μοντέλο είναι η επιτυχία πάση θυσία, τότε η θυσία μπορεί να αφορά τον ίδιο τον αθλητή, την υγεία του και τη ζωή του. Είναι τελικά η κοινωνία και η πολιτεία που έχουν μεγάλες ευθύνες. Οταν το σύστημα παραγωγής πρωταθλητών καθοδηγεί τους αθλητές να στερηθούν τα πάντα για τον πρωταθλητισμό, φθάνουν στο τέλος να μην έχουν άλλο στόχο στη ζωή τους και ωθούνται στην αντίληψη ότι αφού άφησαν τα πάντα πρέπει να χρησιμοποιήσουν και τα πάντα για να πετύχουν, αφού με τη νίκη θα έρθει και η δουλειά, τα χρήματα κ.λπ. Μήπως δεν έχουν νόημα, πλέον, οι Ολυμπιακοί Αγώνες; Ισως την επόμενη φορά να αποκλειστούν περισσότερες χώρες. Ισως τόσες που να μην είναι πια βιώσιμη όσο και ελκυστική η εικόνα των Ολυμπιακών Αγώνων. Ενδιαφέροντα ερωτήματα, που νομίζω θα μας απασχολήσουν σύντομα.

* Ο κ. Δημήτρης Κουρέτας είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
** Η κ. Ανατολή Πετρίδου είναι βιοχημικός, PhD.

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση