Επιστροφή σε Άμεσο κοινωνικό περιβάλλον (οικογένεια, σχολείο, παρέες κοινωνικές ομάδες)

ΒΙΒΛΙΟ

Γιατί δεν διαβάζουμε;

15 Ιουνίου 2023

Φταίει ο θρίαμβος των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, της εικόνας που μονοπωλεί το ενδιαφέρον μας για το γεγονός ότι δεν διαβάζουμε στους καιρούς μας οι πολλοί; Εφημερίδες, επιφυλλίδες, βιβλία, άρθρα ακόμη και στο Διαδίκτυο, πηγαίνουν κυριολεκτικώς «άκλαυτα» για την μεγάλη πλειονοψηφία των ανθρώπων. Διαμαρτυρόμαστε διότι τα παιδιά και οι νέοι δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν στοιχειωδώς κείμενα, επιχειρήματα, νοήματα. Στην πραγματικότητά όμως ούτε οι μεγαλύτεροι ασχολούνται με το θέμα της ανάγνωσης. Ας αναρωτηθούμε πόσοι από εμάς διαβάζουμε 10 βιβλία συνολικά τον χρόνο. Ας αναρωτηθούμε πόσοι από εμάς μπορούμε να συζητήσουμε για κάτι που διαβάσαμε, για κάτι που μας άρεσε σε μια ταινία ή σε ένα τραγούδι ή σε μια θεατρική ή άλλη καλλιτεχνική παράσταση, πόσοι από εμάς είμαστε σε θέση να εκφράσουμε συναισθήματα και να τεκμηριώσουμε όχι με κραυγές ή με ένα στοιχειώδες «γιατί έτσι μου αρέσει ή δεν μου αρέσει» ένα γεγονός, μία δημιουργία, κάτι που έχει νόημα.

Ακόμη και σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με τον Θεό και την πίστη, πόσοι από εμάς στ’ αλήθεια έχουμε τη διάθεση να έχουμε ολοκληρωμένη άποψη, να δεχτούμε ή να απορρίψουμε πράξεις και ιδέες με τεκμήρια; Αντιθέτως, θριαμβεύει η δίκη προθέσεων του άλλου, θριαμβεύει ένας λεκτικός χουλιγκανισμός, σαν να ζητάμε να αυτοδικαιωθούμε για την όποια άποψη έχουμε και όχι να την θέσουμε σε κρίση και διάλογο. Και είναι γεγονός ότι τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, όπως και τα σχόλια στις αναρτήσεις των ιστοσελίδων οδηγούν προς την κατεύθυνση αυτή. Ο καθένας πιστεύει ότι έχει δικαίωμα να πει αυτό που θέλει (αποθέωση του δικαιωματισμού, τον οποίο οι απορρίπτοντες την εποχή μας και τον πολιτισμό μας κατά τα άλλα καθυβρίζουν), ενώ δεν αισθάνεται την υποχρέωση, ηθική και συνειδησιακή, να τεκμηριώσει τα όσα προφανώς και δικαιούται να πιστεύει. Δεν αισθάνεται την ανάγκη να σεβαστεί τον άλλο. Αντίθετα, στην ορμή της αυτοδικαίωσης, δεν διστάζει να υιοθετήσει την γραμμή της «ανθρωποφαγίας», για να απολαύσει την τέρψη και τις επευφημίες του κάθε στρατού που αισθάνεται ότι τον δικαιώνει.

Όλα αυτά, και άλλα, είναι συνέπειες της απουσίας μελέτης. Της απουσίας γνώσης. Ενός αισθήματος παντογνωσίας, στην πραγματικότητα ούτε καν δοκησισοφίας. Βαριόμαστε να αναζητήσουμε την αλήθεια, τον προβληματισμό, την κοινωνία με τον συνάνθρωπο που πηγάζει από το ακροάσθαι. Μένουμε ευχαριστημένοι με τα συμπεράσματά μας. Δεν βλέπουμε πιο πέρα από την μύτη μας. Και όταν το μέλλον έρθει σκληρό, όταν η παρακμή θριαμβεύσει, τότε είμαστε και πάλι έτοιμοι να καταραστούμε, να απορρίψουμε, να διαμαρτυρηθούμε για τους πάντες πλην του εαυτού μας.

Το παρήγορο είναι ότι στους καιρούς μας οι βιβλιοθήκες, οι εκδόσεις, οι εκδηλώσεις είναι δίπλα μας, στα πόδια μας, στο σπίτι μας, στην οθόνη μας. Προτιμήσαμε, ωστόσο, να λιγοστέψουμε τον ελεύθερο χρόνο μας. Τον παραδίδουμε στην οθόνη. Μαζί του παραδίδουμε και την σκέψη. Την εμπιστοσύνη σε ανθρώπους που μπορούν να μας βοηθήσουν να αναζητήσουμε. Γι’ αυτό και το κρίμα είναι μεγαλύτερο. Διότι κατέχουμε, αλλά δεν έχουμε.

Ίσως έχει έρθει ο καιρός της περισσότερης σιωπής. Όχι για να προχωρήσουμε με ένα ζευγάρι ακουστικά στ’ αυτιά, αλλά για να ανοίξουμε και πάλι σελίδες, έντυπες ή ηλεκτρονικές αδιάφορο. Και πριν πούμε, να αναζητήσουμε, να ρωτήσουμε, να μοιραστούμε. Μια σχολική τάξη και μια ενοριακή κοινότητα θα παραμείνουν οι ελπίδες μας. Μαζί με πρόσωπα που επιμένουν. Μαζί τους κι εμείς.

themistoklismourtzanos.blogspot.com

Βασίλης Φίλιας: Ο μέσος Έλληνας και το διάβασμα

Βαγγέλης Στεργιόπουλος

22 Οκτωβρίου 2022, 10:01

Ο μέσος Έλληνας προτιμάει την εικόνα, το σύνθημα, τον ηχηρό τίτλο

Ο μέσος Έλληνας αναγνώστης –οφείλουμε να το πούμε ξεκάθαρα– δεν αντέχει στον πνευματικό κόπο που απαιτείται για την ανάγνωση οποιουδήποτε σοβαρού κειμένου, έστω κι αν αυτό είναι ειδησεογραφικό, πληροφοριακό, ενημερωτικό.

Ο μέσος Έλληνας, περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλο, προτιμάει την εικόνα, το σύνθημα, τον ηχηρό τίτλο. Τον τίτλο που «δονείται» από ποδοσφαιρικής μορφολογίας επίθετα και το σύνθημα που ξεπερνάει –υποτίθεται– την ανάγκη για ανάλυση και επιχειρηματολογία. Και ερωτάται: Αν αυτό δεν είναι εκβαρβαρισμός, τότε τι είναι;

Υπάρχουν ευθύνες γι’ αυτή την κατάσταση; Μα και βέβαια υπάρχουν, και μάλιστα τεράστιες. Τεράστιες, που ερμηνεύουν το γεγονός ότι το αναγνωστικό κοινό όχι μόνο αναλογικά, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις απόλυτα μειώνεται αντί να αυξάνει σε κλίμακα αντίστοιχη με την αύξηση των «γραμματιζούμενων».

Υπάρχει βασικά ευθύνη των φορέων αγωγής και παιδείας, από τους γονιούς ως τους δάσκαλους και το εκπαιδευτικό σύστημα, που μαθαίνουν τα παιδιά να λειτουργούν σαν άλογα κούρσας μέχρις ότου ντοπαρισμένα «κατακτήσουν» την πολυπόθητη είσοδο σε κάποιο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα.

Υπάρχει, επίσης, ευθύνη των αξιολογικών προσανατολισμών μιας κοινωνίας βασισμένης στο κέρδος και την κατανάλωση, όπου «πετυχημένος» είναι μόνον εκείνος που μέσα από μια καταναλωτική επίδειξη «αποδεικνύει» ότι τα «κατάφερε» και βγάζει και έχει πολλά. Μιας κοινωνίας όπου το άγχος του «φτασίματος» και ο τραγέλαφος της καθημερινής ζωής σκοτώνει και εξαφανίζει κάθε ουσιαστική και άμεση υπαρξιακή χαρά.

Υπάρχει, ακόμα, και η ευθύνη των διανοούμενων, που μιλάνε μεταξύ τους ακαταλαβίστικα, ανίκανοι να περάσουν απόψεις, προβληματισμούς και ενδιαφέροντα στο ευρύ κοινό, το «κοπάδι», που με υπεροψία αφήνουν «να σέρνεται, να κλαίει και να δέρνεται».

Υπάρχει, τέλος, βαρύτατη ευθύνη των συγχρόνων μέσων μαζικής ενημέρωσης –τηλεόραση, ραδιόφωνο– που προωθούν αποβλακωτικά, παθητικοποιητικά και αποξενωτικά υποδείγματα ζωής, που κυριολεκτικά δολοφονούν την κριτική ικανότητα του θεατή.

Σε αντίθεση με τις άλλες χώρες, όπου το βιβλίο είναι για κάθε υποτυπωδώς μορφωμένο άνθρωπο οργανικό παρακολούθημα της καθημερινής του ζωής, εδώ το βιβλίο είναι ο μεγάλος παρείσακτος ή –στην καλύτερη περίπτωση– ένα είδος πολυτελείας. Γιατί όμως;

Πρωταρχικά, γιατί το σύστημα παιδείας από την πρώτη ως την τελευταία βαθμίδα δεν καλλιεργεί το είδος «σκεπτόμενος άνθρωπος», αλλά επιμένει στη μηχανιστική εκμάθηση αποστεωμένων –«χρησίμων» υποτίθεται– γνώσεων. Ο επιδερμικός, προχειρολογικός, ανεδαφικός και πριν απ’ όλα ταπεινωτικά χρησιμοθηρικός στην ανεπάρκειά του χαρακτήρας της μόρφωσης, που παρέχεται σ’ όλα τα επίπεδα της ελληνικής παιδείας, αποτελεί τη βασικότερη αιτία.

Δεύτερο, διότι υπάρχει κενό στη λειτουργική παρουσία του γραπτού λόγου στην ελληνική παράδοση, που αναπληρωνόταν ασφαλώς σε σημαντικό βαθμό από ισχυρότατα στοιχεία ζωντανής και προφορικής κουλτούρας, όσο η κοινωνία μας ήταν βασικά αγροτική, όχι όμως και σήμερα, που βρισκόμαστε μπροστά σε μια ολοκληρωτική σχεδόν καθίζηση της ζωής της υπαίθρου προς όφελος μιας καθολικής «αστικοποίησης».

Τρίτο, γιατί ο προσανατολισμός της ζωής στην Ελλάδα είναι βαθύτατα, σε βαθμό χυδαιότητας, χρησιμοθηρικός και οι κύριοι προαγωγοί αυτού του τρόπου ζωής είναι ακριβώς οι «επαγγελματοποιημένοι» εγγράμματοι. Επικράτησαν στη χώρα μας, για λόγους οικονομικο-κοινωνικούς, μικροαστικές αντιλήψεις και πρότυπα ζωής σ’ όλη την κλίμακα, γεγονός που σημαίνει προσαρμογή «προς τα κάτω» και μια «πρακτικιστική» και χυδαία ωφελιμιστική τοποθέτηση απέναντι σ’ όλες τις εκφράσεις της ζωής.

Τέταρτο, γιατί ο απερίγραπτα αγχώδης χρησιμοθηρικός αυτός τρόπος ζωής δεν αφήνει περιθώρια πραγματικής ανάπαυλας, αληθινής σχόλης· ο άνθρωπος τις ελεύθερες ώρες του είναι ολοκληρωτικά παθητικοποιημένος, προτιμάει την εικόνα, την άσκοπη φλυαρία, το καλαμπούρι, τη σαχλαμάρα, αρνείται και απωθεί οτιδήποτε μπορεί να τον κάνει να σκεφτεί.

Πέμπτο, λόγω της υποβαθμιστικής από πνευματική άποψη λειτουργίας των Μέσων Επικοινωνίας και της μεγαλύτερης μερίδας του Τύπου.

Έκτο, γιατί υπάρχει συνθηματολογική και «κλισαρισμένη» αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων από τις ηγεσίες όλων των κατηγοριών: πνευματικές, πολιτικές, επαγγελματικές.

Έβδομο, γιατί οι σοβαρές εκδόσεις κατευθύνονται κυρίως από τους στενούς κύκλους διανοούμενων, οι οποίοι ενδιαφέρονται για το περιορισμένο εξειδικευμένο κοινό και παραγνωρίζουν το γεγονός ότι η μεγάλη μάζα των εγγραμμάτων, μορφωμένων και πτυχιούχων δεν διαθέτουν ούτε καν τις στοιχειώδεις προσλαμβάνουσες παραστάσεις για οτιδήποτε βρίσκεται έξω από την περιοχή των επαγγελματικών τους γνώσεων.

Βιβλίο υποδομής, υψηλής εκλαΐκευσης και γενικής μόρφωσης ελάχιστα εκδίδεται στην Ελλάδα και ο αναγνώστης καλείται να ασχοληθεί με έργα τεταρτοβάθμια, εκεί όπου δεν έχει ούτε πρωτοβάθμιες γνώσεις. Με τον τρόπο, όμως, αυτό το βιβλίο μεταβάλλεται σε χόμπυ ανώτερης στάθμης περιορισμένων κατηγοριών καλλιεργημένων ανθρώπων.

*Απόσπασμα από τις «Κοινωνιολογικές Προσεγγίσεις» του Βασίλη Φίλια (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1989).

Θα συμφωνήσετε, νομίζω, ότι όλες ανεξαιρέτως οι επισημάνσεις και παρατηρήσεις του αειμνήστου Φίλια ισχύουν στο ακέραιο και σήμερα, ύστερα από σαράντα και πλέον χρόνια (στις «Κοινωνιολογικές Προσεγγίσεις», που πρωτοεκδόθηκαν το 1983, περιλαμβάνονται κείμενα που γράφτηκαν μεταξύ των ετών 1977 και 1982).

Η μοναδική προσθήκη που θα έπρεπε μοιραία να γίνει στα ανωτέρω είναι αυτή της κυρίαρχης πλέον παρουσίας του διαδικτύου στο πεδίο των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας και μαζικής ενημέρωσης.

Ο Βασίλης Φίλιας, καθηγητής Κοινωνιολογίας και άνθρωπος του πνεύματος με αντιστασιακή δράση και πλούσιο συγγραφικό έργο, γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1927 και απεβίωσε, πλήρης ημερών, στις 13 Φεβρουαρίου 2018.

 

 

 

Ζωή με βιβλία δεν πάει ποτέ χαμένη

Γιώργος Σιακαντάρης

https://www.in.gr/

4 Αυγούστου 2022, 05:44

Διαβάζοντας βιβλία

Αυτές τις μέρες οι εφημερίδες αλλά και οι βιβλιο-ιστότοποι γεμίζουν με προτάσεις για βιβλία που υποτίθεται μπορούμε να διαβάσουμε μέσα στο καλοκαίρι, όπου έχουμε ίσως περισσότερο χρόνο. Καλοδεχούμενες αυτές οι προτάσεις, αν και για να είμαστε καθαροί, αν κάποιος δεν διαβάζει τις άλλες εποχές, δεν διαβάζει ούτε το καλοκαίρι. Μην ξεχνάμε πως απ’ όλες τις έρευνες βγαίνει πως σχεδόν ένας στους δύο Ελληνες δεν διαβάζει κανένα βιβλίο τον χρόνο και περίπου άλλο ένα 40% διαβάζει από ένα έως τρία. Ο,τι γίνεται, γίνεται από το 10%. Εστω και έτσι όμως ας κάνουμε ό,τι έκανε και ο Ρουσό. Αυτός ήξερε πολύ καλά πως άνθρωποι σε φυσική κατάσταση, εντελώς ελεύθεροι και ανεξάρτητοι, όπως τους παρουσίαζε στον Πρώτο Λόγο περί Ανισότητας και στο Κοινωνικό Συμβόλαιο (Δεύτερος Λόγος), δεν υπήρχαν. Για να μιλήσει όμως για τον άνθρωπο στην «πολιτική κατάσταση» έπρεπε να «εφεύρει» μια υποθετική κατασκευή.

Ας «υποθέσουμε» λοιπόν έναν άνθρωπο που έχει πολλά βιβλία και τα διαβάζει. Οσο είναι νέος, δεν αμφιβάλλει πως θα τα διαβάσει όλα. Με το πέρασμα του χρόνου όμως η χαρά του για τα βιβλία που έχει, γίνεται μεγάλο άγχος για το πού θα χωρέσουν και πότε θα τα διαβάσει. Ας πούμε ότι από τα είκοσί του διαβάζει ογδόντα με εκατό βιβλία τον χρόνο και ας υποθέσουμε πως το προσδόκιμο ζωής του είναι ογδόντα χρόνια, παρόλο που ήδη κουβαλάει τις αρρώστιες του ρουσοϊκού «πολιτισμένου ανθρώπου». Με αυτό τον ρυθμό στα ογδόντα του θα έχει διαβάσει 5 με 6 χιλιάδες βιβλία. Τίποτα μπροστά σ’ αυτά που έχει. Βιβλία που αρχικά τοποθετούσε στις βιβλιοθήκες του, αλλά στη συνέχεια στρίμωξε στο πάτωμα, στα κομοδίνα, στην κουζίνα, στα σκαλιά και οπουδήποτε πλέον υπήρχε λίγος χώρος. Ο μόνος που δεν δυσκολεύεται είναι ο γάτος του που συνεχώς ανακαλύπτει νέους χώρους για εξερεύνηση. Αλλά αυτός βρίσκεται ακόμη στη «φυσική κατάσταση». Ο υποθετικός άνθρωπός μας συνειδητοποιεί από μια στιγμή και ύστερα πως ο χρόνος τρέχει πιο γρήγορα από τα μάτια και το μυαλό του. Οσο κυλά ο χρόνος και τα βιβλία προστίθενται συνειδητοποιεί τη θνητότητά του. Οσο και να διαβάζει, τα αδιάβαστα βιβλία του αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο.

Οι βιβλιοθήκες είναι ο καλύτερος ληξίαρχός του. Αρχικά τοποθέτησε εκεί τα βιβλία που στη νιότη του θεωρούσε πιο σπουδαία. Ας υποθέσουμε αρχικά του Μαρξ και άλλων ανανεωτών του μαρξισμού, στη συνέχεια των διαφωτιστών, των κλασικών και σύγχρονων φιλελεύθερων, των κλασικών και σύγχρονων της κοινωνιολογίας και της πολιτικής σκέψης, των κλασικών της λογοτεχνίας αλλά και μυθιστοριογράφων και ποιητών των δύο τελευταίων αιώνων. Πίστευε πως αυτά τα βιβλία θα τα έχει πάντα σε περίοπτη θέση, ώστε ανά πάσα στιγμή να προσφεύγει σε αυτά και να τα συμβουλεύεται. Να υπερηφανεύεται που τα έχει διαβάσει. Ολα σε όρθια θέση ώστε να διακρίνονται καθαρά. Ας πούμε ότι τότε ήταν μεταξύ είκοσι και σαράντα ετών. Στη συνέχεια όμως απέκτησε όλο και περισσότερα ενδιαφέροντα, όλο και περισσότερα βιβλία. Αυτά πλέον μπαίνουν οριζόντια και κρύβουν τα παλιά. Δεν του κάνει η ψυχή να βγάλει κανένα από τις βιβλιοθήκες. Ούτε τα παλιά ούτε τα καινούργια. Ε, κάποια στιγμή τα αγαπημένα βιβλία της νιότης του σκεπάζονται εντελώς από τα νεότερα αγαπημένα. Του μένει μόνο να «θυμάται» πως από πίσω είναι οι παλιές «αγάπες».

Είναι πλέον μεταξύ σαράντα και εξήντα. Μετά τα εξήντα όμως συνειδητοποιεί αυτό που έλεγε ο υποδηματοποιός και χαρτιστής Τόμας Κούπερ. «Πίστευα ότι ήταν δυνατόν μέχρι τα είκοσι τέσσερα χρόνια μου να μάθω λατινικά, ελληνικά, εβραϊκά και γαλλικά, να καλύψω τον Ευκλείδη και τα στοιχειώδη της άλγεβρας, να αποστηθίσω ολόκληρο τον «Χαμένο Παράδεισο» και επτά από τα καλύτερα έργα του Σαίξπηρ, να διαβάσω μεγάλο, βασικό μέρος της ιστορίας και της θεολογίας και να εξοικειωθώ με τη σύγχρονη λογοτεχνία. Απέτυχα οικτρά, αλλά στον δρόμο κέρδισα μεγάλη χαρά». Του μένει αυτό που έλεγε η Σαρλότ Ελίζαμπεθ Μπράουν, κόρη ενός φτωχού ιερέα, όταν στα επτά της διάβασε τον «Εμπορο της Βενετίας». «Ηπια ένα μεθυστικό κρασί που με ζάλισε για πολλά χρόνια».

Ο Ρουσό από τη δική του υπόθεση βγήκε πολύ ωφελημένος και μαζί με αυτόν και ο πολιτισμένος άνθρωπος, γιατί του κληροδότησε σπουδαία έργα. Στη δική μας υπόθεση ο άνθρωπός μας δεν μελαγχολεί και δεν απογοητεύεται που κυλούν τα χρόνια του. Τα βιβλία είναι οι φωτογράφοι της ψυχής του και οι βιβλιοθήκες οι ληξίαρχοί του. Ζωή με βιβλία δεν πάει ποτέ χαμένη. Να μια ακόμη ωραία υπόθεση. Είχε δίκιο ο Μπόρχες όταν έγραφε πως «η ανάγνωση είναι μια μορφή ευτυχίας». Να προσθέσω μόνο πως η ανάγνωση βιβλίων δίνει «πόντους» στον ανθρωπισμό μας για όσα χρόνια ζούμε. Αυτή ακόμη και στις φυλακές αλλάζει προς το καλύτερο τους ανθρώπους.

ΥΓ.: Θα έσκαγα, αν δεν σημείωνα εδώ πως αυτές τις μέρες εκτός των δοκιμίων που κατά καιρούς παρουσιάζω, διάβασα και τρία υπέροχα μυθιστορήματα – την «Υπόσχεση» του Ντέιμον Γκάλγκουτ (Διόπτρα, μετάφραση Κλαίρη Παπαμιχαήλ), το «Στους δρόμους» του Συλβαίν Πρυντόμ (Στερέωμα, μετάφραση Εφη Κορομηλά) και το «Χρυσό παιδί» της Κλερ Ανταμ (Gutenberg, μετάφραση Δημήτρης Μαύρος). Καλές αναγνώσεις.

Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.

 

 

Διαβάζουμε, άρα υπάρχουμε

02.05.2020, 09:15 ΤΟ ΒΗΜΑ

Οι α-νόητες προφητείες για το τι θα γίνει μετά την πανδημία πέφτουν όπως τα φύλλα σε φυλλοβόλα δάση. Μπορούμε βεβαίως να διαπιστώσουμε αλλαγές συμπεριφορών, όπως αυτές ασθενών και γιατρών να αλληλοχειροκροτούνται, ή να διακρίνουμε μια αύξηση της εμπιστοσύνης στον επιστημονικό λόγο. Ισως να μπορούμε να προσθέσουμε και κάποιες οικονομικές εκτιμήσεις. Αλλά έως εκεί. Κανείς σοβαρός δεν μπορεί να βάλει το χέρι του στο πληκτρολόγιο για να γράψει με βεβαιότητα τι θα συμβεί την επόμενη μέρα.

Εκείνο όμως που ακούω σε συνομιλίες μου με πολλούς είναι πως ίσως μπει η ανάγνωση βιβλίων για τα καλά στο ημερήσιο πρόγραμμα των μετά κορωνοϊό ανθρώπων. Ευρισκόμενος στην ουρά για το φαρμακείο, άκουσα έναν πολύ μεγάλης ηλικίας συνάνθρωπό μας να δηλώνει σε έναν άλλον συνομήλικό του πως σε αυτό το διάστημα έμαθε πόσο απολαυστικό είναι να διαβάζει κανείς βιβλία. Αυτή την περίοδο συνομίλησα με πολιτικούς που ήταν ενθουσιασμένοι με την ανάγνωση βιβλίων, ενώ ποτέ πριν δεν μου είχαν αποκαλύψει ανάλογες ευαισθησίες. Αυξήθηκαν κατά πολύ όσοι με ρωτούν «έχεις κανένα βιβλίο να μου προτείνεις;». Αφάνταστα εκνευριστική ερώτηση, όταν γίνεται από ανθρώπους που δεν διαβάζουν ούτε ένα βιβλίο τον χρόνο, αλλά ίσως τώρα να αποτελεί αφορμή για μια πραγματική αλλαγή αναγνωστικής στάσης. Δεν λέω πως αυτό θα συνεχιστεί. Και κάτι όμως να μείνει, θα είναι πολύ καλή εξέλιξη, με το δεδομένο πως ως χώρα βρισκόμαστε στις τελευταίες θέσεις στην ανάγνωση βιβλίων.

Σε έρευνα που είχε κάνει «Το Βήμα» σχεδόν έναν χρόνο πριν, σε συνεργασία με την qed market research (δες σχετικό άρθρο της Λαμπρινής Κουζέλη στο «Βήμα» από τις 6-5-2019), το 56% των Ελλήνων δήλωνε πως δεν είχε διαβάσει ούτε ένα βιβλίο το προηγούμενο έτος. Μόνο το 44% είχε διαβάσει έστω ένα βιβλίο τον τελευταίο χρόνο. Από αυτούς που δήλωναν πως έχουν διαβάσει τουλάχιστον ένα βιβλίο, το 30% είχε διαβάσει ακριβώς ένα, το 24% δύο έως τρία, το 22% τέσσερα έως επτά και το 24% οκτώ και άνω. Βεβαίως αυτά τα ποσοστά μειώνονται, αν αναχθούν στο σύνολο των ερωτώμενων. Για παράδειγμα, το ποσοστό όσων διαβάζουν από οκτώ και άνω βιβλία πέφτει στο 9,5%. Για να έχουμε μέτρο σύγκρισης αναφέρω εδώ πως αυτοί που διάβασαν τουλάχιστον ένα βιβλίο στην Ισλανδία είναι 93%, στη Νορβηγία 90%, στη Σουηδία 83,5%, στο Λουξεμβούργο 81,9%, στη Φινλανδία 79,3%, στην Εσθονία 75%, στην Αυστρία 74,8% και στη Γερμανία 72,83%. Στην κορυφή της κατάταξης των αναγνωστών με δέκα βιβλία και άνω, στο σύνολο των ερωτώμενων, βρίσκονται η Ισλανδία 35,1%, το Λουξεμβούργο 24,4%, η Φινλανδία 24,4%, η Γερμανία 22,1% και η Εσθονία με την Αυστρία στο 20% περίπου.

Με τη βοήθεια και του Γουτεμβέργιου η ανάγνωση από «ιδιοκτησία» της Αυλής, της Εκκλησίας και της αριστοκρατίας της τηβέννου έγινε κριτήριο ένταξης στις νέες ελίτ. Η ουμανιστική περίοδος, η Μεταρρύθμιση αλλά και η Αντιμεταρρύθμιση ήταν ένας κόσμος βιβλίων σε κίνηση εντός των αριστοκρατικών στρωμάτων. Στη συνέχεια ήρθε ο Διαφωτισμός για να κάνει το βιβλίο πιο οικείο και στα αστικά  στρώματα. Για να φθάσουμε τον 19ο αιώνα στην περίοδο του μαζικού εκδημοκρατισμού της πολιτικής και στη μαζική διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού. Είναι δύσκολο να ειπωθεί με σιγουριά αν η είσοδος των λαϊκών μαζών στην πολιτική ζωή μαζικοποίησε την ανάγνωση ή ήταν η μαζικοποίηση της ανάγνωσης που έφερε τον πολιτικό εκδημοκρατισμό. Μάλλον έγιναν και τα δύο μαζί. Είμαι όμως σίγουρος πως η ανάγνωση ενός βιβλίου είναι ανθρωπισμός. Με αυτήν ο άνθρωπος καταλαβαίνει τον άλλον, ζει σε έναν κόσμο πιο πλούσιο από τον δικό του, μαθαίνει την ανοχή. Μαθαίνει ακόμη και στην πιο βαθιά κρίση να μη γίνεται θύμα ακραίων συνωμοσιολογικών αντιλήψεων. Ετσι η επτάχρονη Σαρλότ Ελίζαμπεθ Μπράουν, κόρη ενός φτωχού ιερέα, όταν σε τέτοια ηλικία διάβασε τον σαιξπηρικό «Εμπορο της Βενετίας», δήλωνε: «Ηπια ένα μεθυστικό κρασί που με ζάλισε για πολλά χρόνια». Ο υποδηματοποιός και χαρτιστής Τόμας Κούπερ έγραφε: «Πίστευα ότι ήταν δυνατόν μέχρι τα είκοσι τέσσερα χρόνια μου να μάθω λατινικά, ελληνικά, εβραϊκά και γαλλικά, να καλύψω τον Ευκλείδη και τα στοιχειώδη της άλγεβρας, να αποστηθίσω ολόκληρο τον «Χαμένο Παράδεισο» και επτά από τα καλύτερα έργα του Σαίξπηρ, να διαβάσω μεγάλο, βασικό μέρος της ιστορίας και της θεολογίας και να εξοικειωθώ με τη σύγχρονη λογοτεχνία. Απέτυχα οικτρά, αλλά στον δρόμο κέρδισα μεγάλη χαρά». Ενώ κατά τον μεγάλο Μπόρχες «η ανάγνωση είναι μορφή ευτυχίας».

Στο τέλος-τέλος ο δολοφόνος κορωνοϊός μού έδωσε τη δυνατότητα, όταν φύγω από τη μία και μόνο ζωή που μου αναλογεί, να έχω διαβάσει δυο τόσο πυκνά σε νοήματα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τα οποία χρόνια τώρα προσπαθούσα να διαβάσω και δεν έβρισκα τον κατάλληλο χρόνο, λόγω του ότι η ανάγνωσή τους απαιτεί ιδιαίτερη συγκέντρωση. Εννοώ το «Ο μαρμάρινος Φαύνος» του Ναθάνιελ Χόθορν και το «Βιργιλίου θάνατος» του Χέρμαν Μπροχ, και τα δύο από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μεγαλειώδεις μεταφραστικούς άθλους της Σάντυς Παπαϊωάνου και του Γιώργου Κεντρωτή, αντίστοιχα. Εύχομαι, όταν ξεφύγουμε με το καλό όλοι οριστικά από τον ιό, να μπορούμε να λέμε, παραφράζοντας τον Καρτέσιο, «διαβάζουμε, άρα υπάρχουμε». Ζούμε δηλαδή, έστω ακόμη.

Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας. Το τελευταίο βιβλίο του, «Το πρωτείο της Δημοκρατίας. Η σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

 

 

 

 

Το κινητό τηλέφωνο ως θανάσιμος εχθρός της ανάγνωσης

13.02.2020, 07:35 ΤΟ ΒΗΜΑ

Το φαινόμενο είναι καθημερινό και οικείο σε όλους. Τους βλέπουμε κάθε στιγμή, χαράματα, μεσημέρι ή νύχτα, να περπατούν σκυμμένοι στη φωτεινή οθόνη του κινητού τους τηλεφώνου. Τους βλέπουμε απορροφημένους στα λεωφορεία και τα άλλα μέσα συγκοινωνίας, τους βλέπουμε να οδηγούν αυτοκίνητο, φορτηγό, μηχανάκι και ποδήλατο, κρατώντας στο ένα χέρι το τιμόνι και στο άλλο το κινητό. Τους βλέπουμε να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν σκάλες, κοιτώντας αυτό το πραγματάκι στο χέρι τους – κάποιοι στο άλλο χέρι κρατούν το πλαστικό ποτήρι του καφέ τους. Τους έχουμε δει να συγκρούονται με διαβάτες, να περπατούν κάθετα στις γραμμές του τραμ και – ευτυχώς – ο οδηγός του να προλαβαίνει να σταματήσει το όχημα.

Τους παρατηρούμε – εμείς σκυθρωποί – να γελάνε, να χαίρονται, να πικραίνονται, να φωνάζουν ή να δακρύζουν, ακούγοντας μια φωνή στην άλλη γραμμή, αδιάφοροι για την παρουσία μας, κοιτάζοντας το κινητό τους. Κινούμενοι μέσα στο πλήθος, δεν έχουν διάθεση για ανθρώπινη επικοινωνία, αφού ζουν σε έναν αυτιστικό κόσμο. Ενίοτε ανοίγουν το κινητό, αναπόσπαστο πλέον κομμάτι του σώματός τους, την ώρα της προβολής ταινιών σε κινηματογράφους, παράστασης σε θέατρα, ή σε συναυλίες. Η εξάρτηση μεγάλης μερίδας των χρηστών κινητών τηλεφώνων από τη συσκευή τους μόνο από ψυχιάτρους/ψυχολόγους μπορεί να αντιμετωπιστεί, ακριβώς όπως συμβαίνει με τους εθισμένους: τους αλκοολικούς, τους τζογαδόρους και τους ναρκομανείς.

Ολους αυτούς σπανίως τους βλέπουμε να κρατούν ένα βιβλίο, ένα περιοδικό ή μια εφημερίδα. Δεν ενδιαφέρονται για το διάβασμα εντύπων – για τα ηλεκτρονικά δεν ξέρουμε – και για τα οφέλη που προσφέρει. Προφανώς, χρειάζονται κάτι που μπορεί να απασχολεί τα χέρια τους. Κάποτε οι άνθρωποι κρατούσαν άλλα αντικείμενα. Οι άντρες στον δρόμο ή στα καφενεία είχαν κομπολόι. Οι γυναίκες δεν σύχναζαν στα καφενεία, και στο σπίτι όπου έκαναν δουλειές τα χέρια τους ήταν συνεχώς απασχολημένα.

Αντρες και γυναίκες, πολύ συχνά, στο καφενείο και στο σπίτι, άνοιγαν ένα βιβλίο, ένα περιοδικό ή μια εφημερίδα. Ηθελαν να αποκτήσουν γνώσεις ή πληροφορίες (πολιτικές, αθλητικές, καλλιτεχνικές), ή να περάσουν ευχάριστα την ώρα τους. Αυτό συνέβαινε ακόμα κι αν διέθεταν ραδιόφωνο και αργότερα τηλεόραση, απ’ όπου μάθαιναν νέα ή παρακολουθούσαν ταινίες και σειρές. Γι’ αυτό οι εφημερίδες και τα περιοδικά, πέραν της συνήθους ύλης, είχαν σελίδες αναψυχής με ανέκδοτα ή γρίφους.

Η εμφάνιση του κινητού, απολύτως χρήσιμου για την επικοινωνία των ανθρώπων, στην αρχή δεν συγκίνησε την πλειονότητά τους. Αν μερικοί βιάζονταν να συνομιλήσουν με κάποιον, περίμεναν να επιστρέψουν στο σπίτι τους ή πήγαιναν σε τηλεφωνικό θάλαμο. Αν εξαιρέσουμε τους επαγγελματίες (δικηγόρους, γιατρούς, επιχειρηματίες), οι οποίοι έσπευσαν να προμηθευτούν ένα κινητό επειδή ήταν απαραίτητο στη δουλειά τους, οι άλλοι δεν νοιάζονταν να το αποκτήσουν. Σύντομα όμως το κινητό έπαψε να προσφέρει μόνο υπηρεσίες τηλεσυνομιλίας. Οι βιομηχανίες που το παρήγαγαν πρόσθεσαν σε αυτό ποικίλες καινοτομίες.

Σήμερα, το κινητό τηλέφωνο είναι υπολογιστής, ραδιόφωνο, τηλεόραση, εφημερίδα, κινηματογράφος, μαγνητόφωνο, φωτογραφική μηχανή, σκακιέρα, τράπουλα, άλμπουμ φωτογραφιών∙ ο κάτοχός του αγάλλεται παρατηρώντας στην οθόνη τον εαυτό του και τα αγαπημένα του πρόσωπα, και καταλαμβάνεται από οδύνη αν του το κλέψουν. Επίσης, είναι και μέσον απασχόλησης των παιδιών, αφού οι γονείς τα μυούν στη χρήση τους ώστε να μην τους ενοχλούν.

Την εποχή της δικτατορίας, ένα δημοφιλές τραγούδι ήταν το «Κι εμείς οι τρεις στον καφενέ, τσιγάρο, πρέφα και καφέ, βρε δεν βαριέσαι αδερφέ», που αποδοκίμαζε εκείνους που καθισμένοι στα καφενεία αδιαφορούσαν στα όσα γίνονταν γύρω τους. Κάτι παρόμοιο επαναλαμβάνεται σήμερα παντού, αυτή τη φορά οι αδιάφοροι είναι χωρίς τσιγάρο και πρέφα, αλλά ενίοτε κρατούν ένα πλαστικό ποτήρι με καφέ.

Οσοι παρατηρούν την κατάχρηση των κινητών τηλεφώνων δυσανασχετούν όχι για το φαινόμενο αυτό καθ’ εαυτό, αλλά για τις καταστρεπτικές συνέπειές του πάνω στην ανάγνωση εντύπων, εφημερίδων, περιοδικών και βιβλίων. Στα μέσα μαζικής μεταφοράς οι επιβάτες, ιδίως οι ανήκοντες σε νεότερες ηλικίες, κατά 70% παίζουν με τα κινητά τους, ελάχιστοι διαβάζουν βιβλία και εφημερίδες, πολιτικές ή αθλητικές. Από την αρχή της κρίσης – που δεν είναι μόνο οικονομική -, βλέπουμε την πτώση της κυκλοφορίας των εφημερίδων και τη μείωση των πωλήσεων των βιβλίων. Οι αναγνώστες εντύπων λιγοστεύουν σε δραματικό βαθμό, με αποτέλεσμα το κλείσιμο εφημερίδων, εκδοτικών οίκων και βιβλιοπωλείων στην Αθήνα και στην επαρχία. Η αιτία για τη μείωση της αναγνωσιμότητας των εντύπων δεν οφείλεται στην οικονομική δυσπραγία των πολιτών, αυτό είναι ξεκάθαρο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν στην ιστοσελίδα της Ενωσης Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών οι κυκλοφορίες των εφημερίδων τη μετεμφυλιακή περίοδο, όταν οι πολίτες αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα, ήταν υψηλές, υψηλότατες σε σχέση με τις σημερινές.

Ας είμαστε δίκαιοι. Το φαινόμενο δεν παρατηρείται μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε χώρες πιο προηγμένες, όπως η Βρετανία. Παντού το κινητό τηλέφωνο εξελίσσεται σε θανάσιμο εχθρό της ανάγνωσης. Στην ταινία του Κεν Λόουτς «Δυστυχώς απουσιάζατε» βλέπουμε έναν πατέρα εφήβου να λέει στον γιο του «Μην παίζεις με το κινητό», ενώ η μητέρα του τον υποστηρίζει λέγοντας «Αφησέ τον, το κινητό είναι η ζωή του». Στο τελευταίο μυθιστόρημα του Τζον λε Καρέ Ενας έντιμος άνθρωπος διαβάζουμε πως μέλη μιας ομάδας πρακτόρων που βρίσκονταν στο γραφείο τους έκαναν διάλειμμα για σάντουιτς «χαζεύοντας το κινητό τους». Πρόσφατα, ο Πάπας Φραγκίσκος σε ομιλία του προς τους πιστούς πριν από το νέο έτος, αναφερόμενος στα κινητά, είπε πως «το τσάτινγκ δεν είναι επικοινωνία, πρέπει να ξαναρχίσουμε να επικοινωνούμε».

Η κατάχρηση λοιπόν του κινητού τηλεφώνου, σημαντικού μέσου επικοινωνίας, από παιδιά, νέους και λιγότερο νέους, εκτός από επικίνδυνη για την υγεία τους, είναι βλαβερή για την ίδια την επικοινωνία και αποτρεπτική για την ανάγνωση εντύπων: το μέλλον δεν προμηνύεται αισιόδοξο.

Ο κ. Φίλιππος Φιλίππου είναι συγγραφέας.

Ανάγνωση: η προσωπική τέχνη

15.02.2020, 07:55

«Στην πραγματικότητα, κάθε αναγνώστης είναι, καθώς διαβάζει, αναγνώστης του εαυτού του».

Μαρσέλ Προυστ

Είναι, δίχως αμφισβήτηση, αλήθεια πως με τα ερεθίσματα για σκέψη και κρίση, σύγκριση και ταύτιση, πολλές φορές η ανάγνωση σφυρηλατεί τον χαρακτήρα και ανοίγει τον δρόμο στην αυτογνωσία. Κι αυτό γιατί το διάβασμα είναι μια εναλλακτική πηγή εμπειρίας. Αρχικά θα μου επιτρέψετε να γίνω λίγο προσωπικός: Οφείλω την αγάπη μου για την ανάγνωση σε δύο πρώτα ξαδέλφια που έφυγαν με διαφορά μιας βδομάδας. Στον πατέρα μου, αρχιτέκτονα Κώστα Σταμάτη, έναν ευρυμαθή άνθρωπο που είχε μια εξαιρετικά ενημερωμένη βιβλιοθήκη και με ώθησε στο διάβασμα, ο οποίος έφυγε στις 28/1 σε ηλικία 93 ετών, και στη θεία μου Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, τη μεγαλύτερη κατά τη γνώμη μου ελληνίδα ποιήτρια, που υπήρξε μύθος στην οικογένειά μας και όχι μόνο και έφυγε στις 20/1 σε ηλικία 81 ετών.

Τι μας κάνει να γράφουμε και στην περίπτωσή μας να διαβάζουμε ιστορίες; Νομίζω η απάντηση είναι απλή. Οι ιστορίες είναι αναγνωρίσιμες δομές και σε αυτές βρίσκουμε νόημα. Χρησιμοποιούμε τις ιστορίες για να κατανοήσουμε τον κόσμο και να μοιραστούμε αυτήν την εμπειρία μας με τους άλλους. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι αφηγήσεις ήταν απαραίτητες στον άνθρωπο εδώ και χιλιάδες χρόνια. Οι τοιχογραφίες των προϊστορικών σπηλαίων που χρονολογούνται πριν 30.000 χρόνια, αναπαριστούν δραματικές σκηνές που πιθανότατα συνδυάζονταν με προφορική εξιστόρηση. Ο άνθρωπος δεν θα πάψει ποτέ να τις αναζητά και να διδάσκεται από αυτές.

Κι όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα αντιμετωπίζουν το διάβασμα ως το χόμπι ενός εσωστρεφούς χαρακτήρα. Μια σιωπηλή δραστηριότητα για ένα πρόσωπο που αρέσκεται στην ησυχία, αφαιρουμένων των φωνών με τις οποίες γεμίζει το κεφάλι του και οι οποίες προέρχονται από το κείμενο που αναγιγνώσκει. Αλλά στα 5.000 περίπου χρόνια που οι άνθρωποι γράφουν και διαβάζουν, όπως το αντιλαμβανόμαστε, η κοινωνική ατομική αυτή δραστηριότητα – ένας άνθρωπος με ένα βιβλίο – είναι μια σχετικά νέα μορφή διάθεσης ελεύθερου χρόνου.

Για αιώνες, οι Ευρωπαίοι που μπορούσαν να διαβάσουν, το έκαναν δυνατά. Οι αρχαίοι Ελληνες διάβαζαν τα κείμενά τους φωναχτά. Το ίδιο συνέβαινε και με τους μοναχούς της σκοτεινής εποχής της Ευρώπης. Αλλά μέχρι τον 17ο αιώνα, η κοινωνία της ανάγνωσης στην Ευρώπη είχε αλλάξει δραστικά. Οι τεχνολογίες κειμένου, όπως ο κινητός τύπος, και η άνοδος της λαϊκής γραφής βοήθησαν στην προώθηση της πρακτικής που αγαπάμε σήμερα: διαβάζουμε λέξεις, χωρίς να τις εκφέρουμε φωναχτά, επιτρέποντας σε αυτές να οικοδομήσουν σιωπηλά έναν διαφορετικό κόσμο στον νου μας.

Η ανάγνωση είναι ένας τρόπος να σκέφτεσαι μέσα από το μυαλό ενός άλλου ανθρώπου, με αποτέλεσμα να σε κάνει να αναπτύσσεις το δικό σου. Ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα, εκείνο που γινόμαστε εξαρτάται από το τι διαβάσαμε, όταν οι δάσκαλοι τέλειωσαν με μας. Προσωπικά, κατάλαβα πολύ νωρίς ότι το διάβασμα ήταν μια εντελώς ατομική υπόθεση (όσο πιο νωρίς το αντιλαμβάνεσαι αυτό τόσο πιο καλά) και ρίχτηκα με τα μούτρα σε ό,τι βιβλίο έπεφτε στα χέρια μου. Σχεδόν αποκλειστικά σε εξωσχολικά αναγνώσματα.

Κάθε άνθρωπος, όταν διαβάζει, μεγεθύνει τους τρόπους με τους οποίους υπάρχει στον κόσμο. Οι αναγνώστες θεωρούνται όλο και περισσότερο συν-συγγραφείς. Η χειρονομία, η κατάθεση του συγγραφέα ο οποίος επινοεί, δεν σημαίνει πλέον μόνο μια οριζόντια σχέση πομπού – δέκτη. Δημιουργείται και ένας χώρος που απλώνει, και σε κάθε συγγραφέα αντιστοιχούν πληθώρα μοναδικών αναγνωστών που «ξαναγράφουν», ερμηνεύουν το βιβλίο του.

Ο χρόνος για ανάγνωση είναι οπουδήποτε: δεν απαιτείται συσκευή, δεν υπάρχει χρόνος και χώρος. Είναι η μόνη «τέχνη» που μπορεί να ασκηθεί σε οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, όποτε έρχεται η κλίση, έρχεται και ο χρόνος, δηλαδή ο χρόνος για ανάγνωση. Διαβάζει κανείς σε χαρά ή θλίψη. Ειδικά σε θλίψη, ή σε ασθένεια, το βιβλίο για την υγεία ή την ασθένεια που διαβάζουμε δεν είναι αυτό που σκέφτεται για μας, αλλά αυτό που μας κάνει να σκεφτούμε. Πιστεύουμε ότι ο πόνος και η θλίψη μας είναι πρωτοφανείς στην ιστορία του κόσμου, αλλά στη συνέχεια διαβάζουμε: «Υπήρξαν βιβλία που με δίδαξαν ότι τα πράγματα που με βασάνιζαν ήταν τα ίδια εκείνα πράγματα που με έφερναν σε επαφή με όλους τους ανθρώπους που υπήρξαν ζωντανοί ή που δεν έζησαν ποτέ» είπε ο αμερικανός συγγραφέας και ακτιβιστής James Baldwin.

Ωστόσο, δεν μπορεί να μη δυσθυμήσει ελαφρώς κανείς όταν δει τα βιβλία που περιλαμβάνονταν στο πρόγραμμα σπουδών του Γυμνασίου Σμιθ, στο μακρινό Σεν Λιούις του Μιζούρι, εν έτει 1905, όταν αποφοιτούσε από τις τάξεις του ο Τ. Σ. Ελιοτ: «Αρχές Ρητορικής» του Χιλ, «Οθέλλος» του Σαίξπηρ, Μίλτον, Μακόλεϊ, Αντισον, Μπερκ, Μπράουνινγκ, το τρίτο και το τέταρτο βιβλίο της «Αινειάδας» του Βιργιλίου, Οβίδιος, Κικέρωνας, η «Ιλιάδα» του Ομήρου, η «Ανδρομάχη» και ο «Οράτιος» του Ρακίνα, οι «Αθλιοι» του Ουγκό, ο «Μισάνθρωπος» του Μολιέρου, οι «Μύθοι» του Λαφοντέν…

Οι καλύτερες στιγμές στην ανάγνωση είναι όταν συναντάμε κάτι – μια σκέψη, ένα συναίσθημα, έναν τρόπο να κοιτάζουμε τα πράγματα – που σκεφτήκαμε πως είναι γραμμένο ειδικά για μας. Οταν το βρούμε, συνειδητοποιούμε πως έχει καταγραφεί από κάποιον άλλον, από ένα πρόσωπο που δεν γνωρίσαμε ποτέ, ένα πρόσωπο που μπορεί ναι να μην υπάρχει πια. Είναι σαν να έχει έρθει ένα χέρι και να έχει πάρει το δικό μας.

«Ενας αναγνωστης ζει χιλιάδες ζωές πριν πεθάνει. Ενας μη αναγνώστης μόνο μία» λέει ο αμερικανός συγγραφέας George R.R. Martin. Η ανάγνωση πολλαπλασιάζει το εν δυνάμει μας, το μεγεθύνει, το οδηγεί σε θαυμαστά και άγνωστα πεδία, μέσα από πολυποίκιλες ατραπούς που δεν θα φανταζόμασταν ποτέ, για να μας παραδώσει μετά το τέλος της ανάγνωσης και πάλι τον εαυτό μας, αλλαγμένο. Τα βιβλία είναι φορητή μαγεία. Σε όποια μορφή πλέον, πάνε παντού, μας δίνουν τη δυνατότητα να μεταφέρουμε εύκολα σε μια βαλίτσα, σε ένα σακίδιο, σε μια σακούλα, σε ένα κινητό ή να τα εναποθέσουμε, με την απόλαυση της παρατατικότητας, στις βιβλιοθήκες μας.

Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.

ΕΛΕΑΝΝΑ ΒΛΑΣΤΟΥ*

Η ευτυχία του αναγνώστη

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 29.12.2019 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Μου αρέσουν τα βιβλία, με περιτριγυρίζουν, διαβάζω, γράφω, θα ήθελα να ζω από αυτά. Θα έλεγα ότι είμαι μια πολύ καλή αναγνώστρια και μια μετρίως καλή συγγραφέας. Κάποιος διαβάζει αυτά που του αρέσουν – ωστόσο γράφει όχι αυτά που θα ήθελε να γράψει, αλλά αυτά που είναι ικανός να γράψει (Μπόρχες, «Η Τέχνη του Στίχου»). Εάν με ρωτούσε κάποιος «τι ξέρεις να κάνεις καλά;» θα απαντούσα «να διαβάζω» και αν με ρωτούσε «και τι άλλο;» θα αποκρινόμουν «τίποτα». Η συγγραφή θεωρείται τέχνη αλλά όχι η ανάγνωση. Μεγάλο λάθος: αυτό που συμβαίνει μεταξύ ενός συγγραφέα και ενός αναγνώστη είναι ύψιστη τέχνη.

Η ανάγνωση δεν με έχει απογοητεύσει ποτέ, μου έχει δώσει μεγάλες χαρές, αποκλειστικά χαρές. Με έχει βοηθήσει να αντιληφθώ τον κόσμο και τον μηχανισμό της λειτουργίας του, έχω  συναναστραφεί εκκεντρικούς και ιδιόρρυθμους πρωταγωνιστές που δεν θα μου δινόταν η ευκαιρία να τους γνωρίσω, έχω μπει στο μυαλό τους και έχουν μπει στην καρδιά μου, έχω συνομιλήσει, έχω γελάσει, έχω ανταλλάξει απόψεις, έχω ζηλέψει γιατί ποτέ δεν θα καταφέρω να γράψω σαν κι αυτούς.

Τα βιβλία, από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου ώς τον Χάινριχ Μπελ, με έχουν σώσει από δύσκολες καταστάσεις. Θα έρθουν μετά βεβαιότητας κι άλλες σκοτεινές στιγμές και πάλι θα χρειαστώ τη συνδρομή ενός ακόμα καλού συγγραφέα.

Διαφωνώ ότι η λογοτεχνία πνέει τα λοίσθια – δεν υπάρχει καλύτερη εποχή για τη λογοτεχνία. Οι συγγραφείς εκδίδονται πλέον νωρίς, καθώς όλοι οι εκδότες αποζητούν και επενδύουν στη φρεσκάδα ενός νέου. Δεν έχουν βρει τη συγγραφική τους φωνή θα μου πείτε, αλλά ακριβώς επειδή δεν έχουν βρει τη φωνή τους τα κείμενα είναι ελκυστικά και γόνιμα. Οικειοποιούνται και ενσωματώνουν τεχνικές από τον κινηματογράφο, την ποίηση, το δοκίμιο, χρησιμοποιούν ακόμα και στεγνή καταγραφή της καθημερινότητας. Αυτό δεν είναι λογοτεχνία, είναι ο αντίλογος. Οι μόνες υποχρεώσεις όμως που έχει ένας συγγραφέας απέναντι στον αναγνώστη είναι να τον κάνει να γυρνάει τις σελίδες και να σέβεται τον χρόνο του: οικονομία και σύμπτυξη για ροή και ρυθμό.

Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει εδώ στη συνεισφορά των γυναικών: εμείς είμαστε αυτές που συντηρούμε τους εκδοτικούς οίκους (κατά 80%), εμείς συμμετέχουμε σε λέσχες ανάγνωσης, εμείς βοηθούμε τα παιδιά στην ανάγνωση στο σχολείο και στο σπίτι.

Η σημαντικότερη αλλαγή στον 21o αιώνα είναι ότι οι συγγραφείς δεν ζουν από τα βιβλία τους, δεν υπάρχει συγγραφική καριέρα και δεν αντιμετωπίζονται σαν αστέρες της ροκ (με ελάχιστες εξαιρέσεις). Αυτό είναι επίπονο, αλλά αφήνει περιθώριο για πειραματισμούς. Οι συγγραφείς του σήμερα μπορούν, αυτοσχεδιάζοντας, να βρίσκουν κάθε φορά τον πιο αυθεντικό δρόμο.

Τα καλά νέα είναι ότι το βιβλίο –στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στο παγκάκι ή στη παραλία– λειτουργεί ως μαγνήτης γνωριμίας: έχει την ίδια ακριβώς επίδραση με το παιδί και το κατοικίδιο. Η ανάγνωση ενός βιβλίου σε δημόσιο χώρο είναι σαν να κρύβεσαι ενώ είσαι παρών. Συμβαίνει το εξής αντιφατικό: για πολλούς είναι πρόκληση, εκλαμβάνεται ως έμμεση παραδοχή – «έχω μοναξιές, μίλα μου». Το έχω τσεκάρει γιατί ποτέ κανείς δεν μου έχει πιάσει την κουβέντα σε καφέ ενόσω κοιτώ τον υπολογιστή ή το κινητό μου.

Πρέπει να σας εξομολογηθώ κάτι προσωπικό που προάγει την πλοκή. Είμαι μανιακή με τον υπόγειο του Λονδίνου, δεν έχω αφήσει κανέναν συρμό στον οποίο δεν έχω επιβιβαστεί, καμία στάση που να μην έχω επισκεφθεί και πάντα κουβαλώ ένα βιβλίο. Στην τελευταία μου βόλτα, επειδή αυτές κρατούν ώρες, προμηθεύτηκα έναν μεγάλο τόμο με τίτλο «Αστείο; Χα χα». Επέστρεψα σπίτι κουρασμένη και ο άνδρας μου έπεσε επάνω μου – ο άνδρας μου σκοντάφτει συχνά πάνω στα έπιπλα και πάνω μου γιατί δεν ακούει (μπορεί και να μη βλέπει). Εχει μονίμως κρεμασμένα στα αυτιά του ακουστικά που μοιάζουν με μπατονέτες γιατί ακούει βιβλία, ίσως τους «Μυστικούς Επτά», ίσως την «Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι», ποιος ξέρει. Θύμωσα όμως γιατί έχω βάσιμες υποψίες ότι απλώς μπλοκάρει τους οικογενειακούς ήχους προσποιούμενος τον ωτακουστή ηχητικών βιβλίων. Του τράβηξα τη μπατονέτα και μου είπε δυνατά «πολύ αστείο Ελεάννα χα χα». Αναθάρρησα – νόμιζα ότι με φλέρταρε! Πού θέλω να καταλήξω; Η τεχνολογία συμβάλλει κι αυτή στη διάδοση της λογοτεχνίας. Τα audiobooks κάνουν πάταγο – και θεωρούνται μία από τις βασικές πηγές εσόδων για τους ηθοποιούς ή και για τους συγγραφείς, που συχνά αφηγούνται oι ίδιοι τα κείμενά τους.

Κλείνω παραθέτοντας Μπόρχες γιατί θεωρώ ότι υπάρχει πάντα κάποιος που έχει εκφράσει με ακρίβεια αυτό που θα ήθελα να έχω γράψει εγώ: «Η ευτυχία ενός αναγνώστη υπερβαίνει την ευτυχία ενός συγγραφέα, γιατί ένας αναγνώστης δεν χρειάζεται να σκοτίζεται, ούτε να αγχώνεται: επιδιώκει απλώς την ευτυχία. Και η ευτυχία, όταν είσαι αναγνώστης, είναι συχνή».

* Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας. Ζει στο Λονδίνο.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση