Μικρασιατική Καταστροφή: «Πομερανοί» και «Οίκαδε», η ερμηνεία Τα πολύκροτα πρωτοσέλιδα της «Κ» και η Μικρασιατική Καταστροφή

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Μικρασιατική Καταστροφή: «Πομερανοί» και «Οίκαδε», η ερμηνεία

Ο Γεώργιος Βλάχος, ιδρυτής και εκδότης της «Καθημερινής», είχε εξαρχής ταχθεί υπέρ τής με κάποιον συμβιβασμό απεμπλοκής της Ελλάδας από τη Μικρά Ασία, θεωρώντας ότι το εγχείρημα ξεπερνούσε τις δυνατότητες του κράτους και θα αποδεικνυόταν καταστροφικό. Πρώτος μάλιστα, τον Μάρτιο του 1921, παρουσίασε μέσα από τις στήλες της «Κ» την εναλλακτική ιδέα κατάληψης της Κωνσταντινούπολης, ως επιλογή που θα ανέτρεπε τα δεδομένα. Μαθαίνοντας, μάλιστα, ότι ο Ιωάννης Μεταξάς είχε ταυτόσημες απόψεις για το Μικρασιατικό, του ζήτησε να αρθρογραφήσει στην «Κ». Ο Μεταξάς αρνήθηκε, ενώ όπως είναι φυσικό, οι στήλες της εφημερίδας «επιτάχθηκαν», σύμφωνα με τον Βλάχο από το κράτος, για τον μεγάλο αγώνα στον οποίο αποδύθηκε ο Ελληνικός Στρατός μέσα στο 1921. Με τη λήξη των επιχειρήσεων και τις επαφές του πρωθυπουργού Δημητρίου Γούναρη με την αγγλική κυβέρνηση από τον Οκτώβριο του 1921, ελήφθησαν διαβεβαιώσεις ότι στην Ανατολική Θράκη η Ελλάδα θα παρέμενε στη γραμμή της Τσατάλτζας, ενώ στη Μικρά Ασία η Ζώνη των Σεβρών θα αυτονομείτο, ώστε να εξασφαλιστούν κατά τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των ελληνικών πληθυσμών.

Ωστόσο, τον Μάρτιο του 1922 οι Μεγάλες Δυνάμεις σε μεγάλη σύσκεψη στο Παρίσι ανακοίνωσαν προτεινόμενους όρους ειρήνης, οι οποίοι αποτελούσαν κυριολεκτικά ψυχρολουσία για την ελληνική πλευρά. Ο ελληνικός στρατός θα αποχωρούσε από τη μισή Ανατολική Θράκη, ενώ θα εκκένωνε τη Μικρά Ασία, με απλή πρόνοια για γενικούς όρους προστασίας των μειονοτήτων. Η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε, αποφασίζοντας τη σύναψη εσωτερικού δανείου με τη διχοτόμηση των χαρτονομισμάτων, ώστε να εξασφαλισθεί η παρουσία του στρατού στη Μικρά Ασία και να κερδίσει χρόνο. Από την πλευρά του ο Βλάχος, βλέποντας την κατάσταση να παρατείνεται, άρχισε να πιέζει και με διαδοχικά άρθρα επανέφερε στην επικαιρότητα την επιλογή μιας δυναμικής επέμβασης στην Κωνσταντινούπολη. Το ενδεχόμενο αυτό είχε ωριμάσει, αφού το Γενικό Επιτελείο Στρατού το μελετούσε, ενώ και στον υπόλοιπο Τύπο παρουσιάστηκε αρθρογραφία υπέρ ενός τέτοιου ενδεχομένου: Καβαφάκης («Ελεύθερος Τύπος»), Μεταξάς («Χρονικά»).

Η κυβέρνηση συνεργασίας του Δημητρίου Γούναρη και Νικολάου Στράτου υπό τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη άρχισε να εξετάζει, σε συνεργασία με τον Υπατο Αρμοστή Σμύρνης Αριστείδη Στεργιάδη και τον νέο Αρχιστράτηγο Γεώργιο Χατζανέστη, εναλλακτικές. Οι αποφάσεις που ελήφθησαν στα μέσα Ιουνίου, δρομολογήθηκαν στα μέσα του επόμενου μήνα. Συγκεντρώθηκαν σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις στην Ανατολική Θράκη, ώστε να καταστεί πειστική τυχόν επιχείρηση κατάληψης της Κωνσταντινούπολης. Ταυτόχρονα, η ελληνική κυβέρνηση παραχώρησε το δικαίωμα αυτονομίας στη δυτική Μικρά Ασία, υπό την καθοδήγηση του Στεργιάδη.

Το σχέδιο αυτονομίας

Το σχέδιο για την αυτονομία προέβλεπε κινήσεις σε πολλαπλά επίπεδα: η Στρατιά Μικράς Ασίας θα συμπτυσσόταν εντός του Αυγούστου, ώστε να μειωθούν οι ανάγκες φύλαξης του μετώπου και να καταστεί δυνατή η απόλυση παλαιών Κλάσεων εφέδρων. Ως αντιστάθμισμα, θα καλείτο η Κλάση 1923, ενώ θα επιχειρείτο η επιστράτευση του ανθρώπινου δυναμικού στο αυτόνομο μικρασιατικό κράτος, αλλά και η έλευση εθελοντών από την Κωνσταντινούπολη. Μέρος του Ελληνικού Στρατού θα παρέμενε στη Μικρά Ασία έως ότου ολοκληρωθεί η σύσταση ενός νέου στρατιωτικού οργανισμού που θα υπεράσπιζε την αυτόνομη πολιτεία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργούνταν νέα τετελεσμένα από ελληνικής πλευράς:

1. Η Ανατολική Θράκη θα εξασφαλιζόταν με την πειστική ενδεχόμενη απειλή κατά της Κωνσταντινούπολης.

2. Η Μικρά Ασία θα εξασφαλιζόταν μέσω μιας Αυτόνομης Πολιτείας στην Ιωνία, ως αντίβαρο στο εθνικιστικό κίνημα του Κεμάλ.

Οπως, σε ανύποπτο χρόνο, έγραψε και ο Γεώργιος Βλάχος, «η Αλήθεια δεν έχει δυστυχώς άλλο μέσον διά να επιβληθή εκτός του καιρού».

Αν και οι Μεγάλες Δυνάμεις αντέδρασαν στο ενδεχόμενο ελληνικής προέλασης προς την Πόλη, το ζητούμενο είχε επιτευχθεί για την ελληνική κυβέρνηση, καθώς επιταχύνθηκαν οι διαπραγματεύσεις και ανακοινώθηκε η προοπτική σύγκλησης συνδιάσκεψης ειρήνης στη Βενετία μεταξύ Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου. Στο μεταξύ, ο Στεργιάδης αφού ανακοίνωσε στους μικρασιατικούς πληθυσμούς την παραχώρηση αυτονομίας από την ελληνική κυβέρνηση, άρχισε να εργάζεται στον οργανωτικό τομέα, αλλά για αντικειμενικούς λόγους καθυστέρησε προκειμένου να βολιδοσκοπήσει τις αντιδράσεις του τουρκικού στοιχείου και τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων – ιδίως της Μεγάλης Βρετανίας. Ταυτόχρονα, ζήτησε την αποστολή εξειδικευμένων υπαλλήλων για το οργανωτικό έργο, ενώ καθυστέρηση σημειώθηκε και από ένα θέμα υγείας του Στεργιάδη. Στις 27 Ιουλίου και 5 Αυγούστου η κυβέρνηση ζήτησε την επιτάχυνση των διαδικασιών με την έλευση στην Αθήνα των Στεργιάδη και Χατζανέστη, ο οποίος επρόκειτο να ζητήσει την έγκριση για σύμπτυξη του μετώπου ώστε να εξοικονομηθούν δυνάμεις. Ο Στεργιάδης απάντησε ότι επρόκειτο κατά τις 10 Αυγούστου να προβεί στην ανακοίνωση των περαιτέρω μέτρων προς προώθηση της αυτονομίας. Ο δε Αρχιστράτηγος αποφάσισε να παραμείνει στη Σμύρνη έως ότου ξεκαθαρίσει η κατάσταση, έπειτα από μια επιτυχημένη κεμαλική επίθεση αντιπερισπασμού που εκτελέστηκε στον τομέα της Ορτάντζας στις 6 Αυγούστου.

Μικρασιατική Καταστροφή: «Πομερανοί» και «Οίκαδε», η ερμηνεία-1

Ο Βλάχος θεωρώντας ότι η κατάσταση βάλτωνε εκ νέου, αποφάσισε να πιέσει την κυβέρνηση. Το πρωί της 13ης Αυγούστου, η «Κ» κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο άρθρο υπό τον τίτλο «Η Γέφυρα των Στεναγμών». Σε αυτό προειδοποιούσε ότι ο χρόνος διέρρεε και η Ελλάδα δεν είχε την πολυτέλεια απώλειας χρόνου, οπότε έπρεπε να προχωρήσει στην υλοποίηση των αποφάσεων για την αυτονομία. Την επομένη, 14η Αυγούστου, αποφασιστικότερος ο Βλάχος δημοσίευσε το άρθρο «Οίκαδε» με το οποίο προέτρεπε και πάλι την κυβέρνηση να δράσει βάσει του σχεδίου, για το οποίο σκιαγραφούσε ορισμένες παραμέτρους (π.χ. διοικητική οργάνωση, εκπαίδευση γηγενών, διπλωματική αναγνώριση). Τα πρωινά αυτά άρθρα, δεν διασυνδέονταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τυχόν δυσμενείς εξελίξεις στο μέτωπο, καθώς η μεγάλη κεμαλική επίθεση εκτοξεύτηκε το πρωί της 13ης Αυγούστου και η Στρατιά απέστειλε ενημέρωση στην κυβέρνηση για τη σύμπτυξη των δυνάμεων, μόλις τη νύκτα της 14ης Αυγούστου. Συνεπώς, ούτε ο Βλάχος κατά τη σύνταξη των άρθρων είχε γνώση της αρνητικής τροπής των επιχειρήσεων στο μέτωπο, ούτε και η αρθρογραφία αυτή έφθασε στο μέτωπο ώστε να επηρεάσει το ηθικό των ανδρών.

Την 15η Αυγούστου κι ενώ η Στρατιά συνέχιζε τη σύμπτυξή της, ο Χατζανέστης απέστειλε τηλεγράφημα στην Αθήνα, ενημερώνοντας πως δεν επρόκειτο να διατάξει αντεπίθεση προς ανακατάληψη του Αφιόν Καραχισάρ, αλλά θα συνέχιζε την υποχώρηση ώστε να καταλάβει θέσεις ανατολικά της Φιλαδέλφειας, όπως εξαρχής σκόπευε, στα πλαίσια της κήρυξης του αυτόνομου μικρασιατικού κράτους. Τη νύκτα της 16ης Αυγούστου ο Γούναρης συνάντησε τον Βλάχο και του ζήτησε να γραφεί ένα άρθρο, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να αποκρυβεί η υποχώρηση της Στρατιάς Μικράς Ασίας, ώστε να προϊδεασθεί η κοινή γνώμη και για περαιτέρω υποχώρηση της Στρατιάς Μικράς Ασίας και ταυτόχρονα να δοθεί η εντύπωση στις Μεγάλες Δυνάμεις ότι η υποχωρητική κίνηση της ελληνικής Στρατιάς γινόταν βάσει σχεδιασμού, με δική της πρωτοβουλία και όχι υπό την πίεση του εχθρού.

Οι δυο τους μετέβησαν στα γραφεία της «Κ» και ενημέρωσαν τον διευθυντή Νικόλαο Κρανιωτάκη ότι έπρεπε να γραφεί σχετικό πρωτοσέλιδο άρθρο. Πράγματι, ο Κρανιωτάκης συνέγραψε το «Οι Πομερανοί», στο οποίο περνούσε το μήνυμα ότι αν και ήταν δυνατή η επιθετική επιστροφή της ελληνικής Στρατιάς, ο Αρχιστράτηγος είχε αποφασίσει να μην υποβάλει το Στράτευμα σε άσκοπες θυσίες. Μεταξύ άλλων σημείωνε: «Αν πρόκειται να ποτίσωμεν πάλιν με αίμα αξένους τουρκικάς εκτάσεις, διά ν’ ανακτήσωμεν τους εγκαταλειφθέντας μιναρέδες του Αφιόν Καραχισάρ, ή διά να κρατήσωμεν τους μιναρέδες του Εσκί Σεχίρ, ή της Κιουταχείας, αν η διατήρησις απαιτή τυχόν θυσίας, δεν πρέπει να συγκατανεύσωμεν εις τας θυσίας ταύτας. Ας μείνωμεν όπου ευρισκόμεθα ή, αν η εκεί παραμονή μας είνε αιματηρά ή επίπονος, ας έλθωμεν όπου ούτε επίπονος είνε, ούτε, προ παντός, αιματηρά. […] Το αίμα της Ελλάδος δεν ρέει εις τας φλέβας της διά να χύνεται εις την απωτάτην Μικρασίαν. […] η Ελλάς δεν πρέπει να δίδη πλέον τους Πομερανούς της διά την πέραν των βλέψεών της Ανατολήν».

Οι βενιζελικές –και ορισμένες αντιβενιζελικές– εφημερίδες έσπευσαν να κατακρίνουν την αρθρογραφία της «Κ», δίχως φυσικά να προβούν σε ιδιαίτερη έρευνα ή εξέταση των βαθύτερων αιτίων πίσω από τη συγγραφή τους. Εκτοτε παγιώθηκε η αποτρόπαιη κατηγορία πως με τα άρθρα αυτά η ναυαρχίδα του αντιβενιζελισμού και προσωπικά ο ίδιος ο Βλάχος πρόδωσαν τους Μικρασιάτες, προτρέποντας σε εγκατάλειψη του μικρασιατικού αγώνα και δίδοντας το σύνθημα φυγής στον Ελληνικό Στρατό. Η κατηγορία αυτή επιβιώνει έως τις μέρες μας, καθώς συντηρούμενη και επανερχόμενη στην επικαιρότητα κατά καιρούς, επικράτησε στη δημόσια μνήμη. Ομως, όπως σε ανύποπτο χρόνο έγραψε και ο Βλάχος, «η Αλήθεια δεν έχει δυστυχώς άλλο μέσον διά να επιβληθή εκτός του καιρού» και σήμερα 100 χρόνια μετά τα γεγονότα, είναι ανάγκη αυτή να αναζητηθεί με συστηματικό τρόπο και κυρίως περισσότερη υπευθυνότητα.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης είναι συγγραφέας-ερευνητής.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση