Εάν ήμουν κριτικός εστιατορίων, για κάθε τρία κινητά τηλέφωνα που θα ανίχνευα πάνω σε τραπέζια θα έκοβα και μία μονάδα. Με αυτά και με αυτά, θα έλεγα, ωραίο το φαγητό, συμπαθητική και η ατμόσφαιρα, αλλά η συνολική βαθμολογία είναι, λυπάμαι, 2/10. Απλά πράγματα.
Καθόμουν σ’ ένα εστιατόριο στο Παρίσι – σε αυτή την πόλη συχνά τρώω μόνη. Βρίσκω μεγάλη απόλαυση να είναι ένας μόνος σε μια πόλη. Eίτε για διακοπές είτε για έρευνα –μάλιστα– να το χρησιμοποιείτε, αντί για διακοπές. Σε κάθε περίπτωση, όπου και να ‘ναι ένας, πρέπει να γευματίσει. Και το τραπέζι του ενός έχει το προνόμιο του καλύτερου τραπεζιού. Γιατί τον έναν δεν τον τοποθετούν στη μέση μιας αίθουσας ή στη μέση του αίθριου χώρου, αλλά περιφερειακά. Και όταν βολεύεσαι, οι υπόλοιποι θαμώνες μοιάζει να είναι εκεί για να υποδυθούν για χάρη σου. Μια παράσταση που ξεκινάει ή βρίσκεται σε εξέλιξη και προσπαθείς να αντιληφθείς την πλοκή.
Δεν με ενοχλεί τίποτα στα εστιατόρια. Ούτε τα παιδιά που ουρλιάζουν, διαλύοντας μεμιάς την ατμόσφαιρα, ούτε τα ζευγάρια σε περιπτύξεις που πιστεύουν ότι προσθέτουν στην ατμόσφαιρα. Είμαι νηφάλια. Δεν με ενοχλούν ούτε τα σκυλιά που περιφέρονται γρυλίζοντας, αφήνοντας μυρωδιές και τρίχες, ναι ούτε αυτό, με έχουν πείσει οι Αγγλοι ότι ενδυναμώνουν το ανοσοποιητικό. Δεν μου χαλούν τη διάθεση ούτε τα ελαφρώς γερμένα τραπέζια, ούτε ο ασφυκτικά στενός χώρος, ούτε η απεριόριστη, περιττή επιλογή του καταλόγου.
Είμαι πιο στωική και από μοναχή με τις συρρικνωμένες μερίδες και τις εκτοξευμένες τιμές τους, με τα ανάλατα πιάτα, με τον σερβιτόρο που ρωτάει επίμονα εάν όλα είναι καλά, με τον σερβιτόρο που με αγνοεί ανένδοτα όταν τον χρειάζομαι. Αντιμετωπίζω με ψυχραιμία το «μόλις τελείωσε» το πιάτο που ήθελα να παραγγείλω και την ερώτηση «μετρητά ή καρτούλα;». Με τον αριθμό της «καρτούλας», άλλωστε, έκανα την κράτηση σε ένα μέρος που έπειτα από μιάμιση ώρα θα μου πουν να φύγω, γιατί δεν έχω άλλους πέντε μαζί ώστε να δικαιούμαι το τραπέζι για ένα μισάωρο παραπάνω. Τίποτα δεν με πειράζει, εκτός από ένα πράγμα, με μία εξαίρεση που με διαλύει: τα κινητά τηλέφωνα, εκτός εάν είστε γιατροί.
Γιατί ο εθισμός σε αυτά ευθύνεται για το ότι η ατμόσφαιρα των εστιατορίων έχει μεταβληθεί. Οι συζητήσεις πάσχουν από αρρυθμία, στις κινήσεις λείπει η αρμονία, στα πρόσωπα απουσιάζει η συγκέντρωση, τα βλέμματα ποτίζουν με απάθεια.
Ο ρυθμός των συζητήσεων είναι διακοπτόμενος, το τέμπο απορρυθμισμένο. Ενα τηλέφωνο ηχεί, ένα άλλο δονείται, μια ανάλγητη παύση μεσολαβεί. Κάποια παλάμη μηχανικά αποζητά με αγωνία τη βολικότητα της συσκευής, την ανασύρει από το τραπέζι, από την τσέπη, από την τσάντα. Μετά κάποιος γράφει, κάποιος σκρολάρει, άλλος φωτογραφίζεται, μια άλλη νωθρή σιωπή παρεμβαίνει και αυτό είναι. Η συζήτηση ποτέ δεν επανέρχεται, η παθητικότητα θριαμβεύει, η ενέργεια διαλύεται και εξατμίζεται από τον χώρο, όλοι είναι παρόντες αλλά απόντες. Γιατί όταν είσαι στο κινητό, σημαίνει ότι είσαι αλλού.
Οι ιστορικοί του μέλλοντος μπορεί να μην καταγράψουν την αλλαγή στην ατμόσφαιρα των εστιατορίων, οι κοινωνιολόγοι θα σημειώσουν, όμως, πότε έπαψε ο δυτικός κόσμος να έχει ενεργή κοινωνική συμμετοχή.
Και όταν είσαι αλλού σημαίνει ότι δεν σέβεσαι ούτε την παρέα, ούτε όσους δουλεύουν εκεί, ούτε το μέρος που είναι φτιαγμένο για να σε φιλοξενεί. Είναι τόσο αντικοινωνικός τρόπος συμπεριφοράς. Απαγορεύονται τα κινητά στα σχολεία, όμως κυκλοφορούν ελεύθερα σε χώρους όπου επίσης δεν θα έπρεπε.
Οι ιστορικοί του μέλλοντος μπορεί να μην καταγράψουν την αλλαγή στην ατμόσφαιρα των εστιατορίων, οι κοινωνιολόγοι θα σημειώσουν όμως πότε έπαψε ο δυτικός κόσμος να έχει ενεργή κοινωνική συμμετοχή. Εχουμε αρχίσει να έχουμε ομοιότητες με το δυστοπικό μυθιστόρημα του Αλντους Χάξλεϊ. Στον «Γενναίο νέο κόσμο», γραμμένο το 1932, ο συγγραφέας αναφέρεται σε ένα οπιοειδές ναρκωτικό, με δράση ειρηνική, που προσφέρεται στις μάζες. Το περιγράφει ως ένα ηρεμιστικό που λειτουργεί εκκρίνοντας συναισθήματα ευφορικής χαράς ως αποζημίωση της πληκτικής ζωής.
Η κάθε εποχή έχει το ναρκωτικό της· στην εποχή μας είναι τα κινητά τηλέφωνα. Κάτι σαν πιπίλες για ενηλίκους. Ενας παρωδικός περισπασμός από την πείνα, τη δίψα, την επαφή, το κίνητρο. Αντί να καταβάλλουμε προσπάθεια και ενεργητικότητα για να κάνουμε τους εαυτούς μας πιο ελκυστικούς για όσους βρίσκονται δίπλα μας, αποτραβιόμαστε στην ασφάλεια του φαντασιακού διαδικτυακού κόσμου.
Καταφεύγουμε στην άμεση ικανοποίηση, που παράγει παρωδική ευφορία και παγιδεύει σε έναν φαύλο κύκλο οξυμένης πλήξης, σκοτώνει την περιέργεια, ακυρώνει τη ζωτικότητα. Μουδιάζει, στο τέλος, τόσο ώστε να αποφεύγουμε τη δυσκολία των συναναστροφών που απαιτούν καλλιέργεια (δηλαδή όλων) και καταλήγουμε στην κοινωνική οκνηρία. Μιας κοινωνίας πολύ επαναπαυμένης στην απάθειά της.
Ο ήρωας στο βιβλίο του Χάξλεϊ λέει κάτι που μου αρέσει: «Δεν θέλω βολή, θέλω Θεό, θέλω ποίηση, θέλω κίνδυνο, θέλω ελευθερία, θέλω καλοσύνη, θέλω αμαρτία», θέλει δηλαδή το προφανές, μια διάδραση με τα ανθρώπινα, μια διαπραγμάτευση με την πραγματική ζωή.
*Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας.