- ΠΛΑΤΩΝ Γοργίας 527b-d
ΚΕΙΜΕΝΟ | ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ |
Ἀλλ’ ἐν τοσούτοις λόγοις τῶν ἄλλων ἐλεγχομένων μόνος οὗτος ἠρεμεῖ ὁ λόγος, ὡς εὐλαβητέον ἐστὶν τὸ ἀδικεῖν μᾶλλον ἢ τὸ ἀδικεῖσθαι,
καὶ παντὸς μᾶλλον ἀνδρὶ μελετητέον οὐ τὸ δοκεῖν εἶναι ἀγαθὸν ἀλλὰ τὸ εἶναι, καὶἰδίᾳκαὶδημοσίᾳ· ἐὰν δέ τις κατά τι κακὸς γίγνηται, κολαστέος ἐστί, καὶ τοῦτο δεύτερον ἀγαθὸν μετὰ τὸ εἶναι δίκαιον, τὸ γίγνεσθαι καὶ κολαζόμενον διδόναι δίκην· καὶ πᾶσαν κολακείαν καὶ τὴν περὶ ἑαυτὸν καὶ τὴν περὶ τοὺς ἄλλους, καὶ περὶ ὀλίγους καὶ περὶ πολλούς, φευκτέον· καὶ τῇ ῥητορικῇ οὕτω χρηστέον ἐπὶ τὸ δίκαιον ἀεί, καὶ τῇ ἄλλῃ πάσῃ πράξει.
Ἐμοὶ οὖν πειθόμενος ἀκολούθησον ἐνταῦθα, οἷ ἀφικόμενος εὐδαιμονήσεις καὶ ζῶν καὶ τελευτήσας, ὡς ὁ λόγος σημαίνει. Καὶ ἔασόν τινά σου καταφρονῆσαι ὡς ἀνοήτου καὶ προπηλακίσαι, ἐὰν βούληται, καὶ ναὶ μὰ Δία σύ γε θαρρῶν πατάξαι τὴν ἄτιμον ταύτην πληγήν· οὐδὲν γὰρ δεινὸν πείσῃ, ἐὰν τῷ ὄντι ᾖς καλὸς κἀγαθός, ἀσκῶν ἀρετήν. |
Αλλά ανάμεσα σε τόσους λόγους, ενώ οι υπόλοιποι ελέγχονται (ως εσφαλμένοι) μόνο αυτός ο λόγος μένει σταθερός ότι δηλαδή πρέπει να φοβόμαστε περισσότερο το να αδικούμε παρά το να αδικούμαστε
και κάθε άνδρας πρέπει να φροντίζει όχι το να φαίνεται ότι είναι αγαθός , αλλά το να είναι, και στην ιδιωτική του ζωή και στη δημόσια. Αν όμως κάποιος γίνει κακός σε κάτι, (σφάλει σε κάτι) πρέπει να τιμωρείται και αυτό είναι δεύτερο αγαθό μετά το να είναι κάποιος δίκαιος, το να γίνεται δίκαιος και τιμωρούμενος να δίνει λόγο των πράξεων του. Και πρέπει να αποφεύγει κάθε κολακεία και προς τον εαυτό του και προς τους άλλους και απέναντι σε λίγους και σε πολλούς· και τη ρητορική έτσι πρέπει να χρησιμοποιεί πάντα για το δίκαιο και κάθε άλλη πράξη. Αφού πεισθείς σε μένα ακολούθησε με εκεί όπου, αφού φτάσεις, θα ευτυχήσεις και ενώ ζεις και αφού πεθάνεις, όπως δείχνει (αυτή) η συζήτηση. Και άφησε κάποιον να σε περιφρονήσει ως ανόητο και να σε βρίσει αν θέλει, και μα τον Δία εσύ με θάρρος ( άφηνε τον ) να σου καταφέρει το ατιμωτικό αυτό χτύπημα, διότι τίποτα φοβερό δεν θα πάθεις αν πραγματικά είσαι καλός και αγαθός, ασκώντας την αρετή.
|
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ἠρεμέω – ῶ: ησυχάζω, αναπαύομαι / είμαι ακίνητος, ασάλευτος, αμετάβλητος. εὐλαβητέον ἐστὶν ˂ εὐλαβέομαι: Α. προσέχω, φροντίζω, φυλάγομαι από κάτι. Β. σέβομαι, τιμώ, δείχνω ευλάβεια.
κολάζω: περικόπτω, περιορίζω, αναχαιτίζω / τιμωρώ, διορθώνω [ κατά τον Αριστοτέλη: το κολάζω αποβλέπει στην τιμωρία του αδικήσαντος, ενώ το τιμωρούμαι στην ικανοποίηση του αδικηθέντος].
διδόναι δίκην ˂ δίδωμι δίκην/δίκας: τιμωρούμαι οἷ: αναφορικό τοπικό επίρρημα= όπου. προπηλακίζω (πηλός): ρίχνω λάσπη, διασύρω, υβρίζω, ονειδίζω. πείσῃ: β’ ενικό Οριστική Μέλλοντα του πάσχω |