Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
«Οταν νιώθεις μόνος μη κοιτάς μέσα, κοίτα έξω και κοίτα παραπέρα για άλλους που νιώθουν το ίδιο. Υπάρχουν πάντα άλλοι, κι αν μπορείς να συνδεθείς μαζί τους και με την ιστορία τους θα είσαι ικανός να τα δεις όλα κάτω από ένα αλλιώτικο φως».*
Tο απόσπασμα μου φάνηκε ταιριαστό με τις δύο ιστορίες που συνέβησαν σχεδόν ταυτόχρονα, στα τέλη Νοεμβρίου του δύσκολου έτους που αποχαιρετούμε. Τις περισυνέλεξα για την ελπίδα και την ανθρωπιά τους, για το φως τους δηλαδή.
Συγκινήθηκα με τη σκέψη ότι τρεις άνθρωποι σε ένα δωμάτιο γνωρίστηκαν με τον πιο βασικό τρόπο επικοινωνίας: με την εξιστόρηση ιστοριών. Η αφήγηση, ο πρωταρχικός τρόπος επικοινωνίας, είναι και η συγκολλητική ουσία που μας δένει, αφού πρώτα μας εκθέσει. Οι διηγήσεις είναι μια απόπειρα να γίνουμε εύληπτοι, είναι σαν ζωντανές παρουσίες, οι μάρτυρες που αφηγούνται ποιοι είμαστε, οι διαμεσολαβητές που εγγυώνται ότι ανήκουμε και οι διαπραγματευτές στην προσπάθεια να γίνουμε κατανοητοί. Είμαστε οι ιστορίες μας – οι προσωπικές, οι συλλογικές, οι σχολικές, οι τοπικές. Μας σκιαγραφούν, σηματοδοτούν, προσφέρουν εγγύτητα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση του Νόαμ, της Αλμα και της κυρίας που το όνομα δεν γνωρίζουμε, είναι επιβίωση. Σηκώνουν λίγο από το βάρος της μοναξιάς στη δυστοπική κακοτοπιά, απαλλάσσουν, έστω και παρωδικά, από τον φόβο του παραλόγου. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι ιστορίες είναι ξέφωτο, ένα άνοιγμα και η ελπίδα ότι κάποτε, ίσως, δραπετεύσουμε από τον εφιάλτη, αλλά, μέχρι τότε, δεν έχουμε τίποτε άλλο καλύτερο να κάνουμε από το να λέμε ιστορίες.
Η ιστορία της Βρετανοϊρανής Ναζανίν Ζαγκάρι-Ράτκλιφ ξεκινά το 2016 όταν –μαζί με την 22 μηνών κόρη της– επισκέφθηκε το Ιράν για να δει τους γονείς της. Πριν από ένα μήνα, έβγαλε λόγο στην απονομή του βραβείου Μπούκερ. Φυλακίστηκε με την κατηγορία της κατασκοπίας και παρέμεινε στη φυλακή της Τεχεράνης για έξι χρόνια. «Πέρασα εννέα μήνες στην απομόνωση με ελάχιστη πρόσβαση σε οτιδήποτε. Οντας κλειστοφοβική, η απομόνωση ήταν μια φρικιαστική εμπειρία. Υστερα από πέντε μήνες, η οικογένειά μου μπορούσε να μου φέρει βιβλία. Οταν ο φύλακας άνοιξε τη πόρτα και μου έτεινε τα βιβλία ένιωσα ότι απελευθερώθηκα. Μπορούσα να διαβάσω, μπορούσα να μεταφερθώ σε άλλο κόσμο και αυτό άλλαξε τη ζωή μου».
Αναφέρθηκε στα βιβλία που διάβασε. Ο «Dr Thorne» του Αντονι Τρόλοπ ήταν το πρώτο κείμενο που έπεσε στα χέρια της. Μια ιστορία γύρω από την πολιτική, την εξουσία και τα χρήματα, γραμμένη τον 19ο αιώνα, διαπέρασε τον χρόνο και τον χώρο και την απορρόφησε τόσο που δεν άκουγε τα ουρλιαχτά και τα χτυπήματα στην πόρτα του διπλανού κελιού. Ο Τολστόι τη μετέφερε πίσω στο Λονδίνο την εποχή που ήταν ακόμη ελεύθερη, πριν από τη σύλληψή της. Τότε που έβλεπαν με τον άντρα της τη σειρά «Πόλεμος και ειρήνη» πίνοντας τσάι, καθισμένοι στον καναπέ του σπιτιού τους στο Λονδίνο.
Η λογοτεχνία λειτούργησε ως επιβίωση, η μοναδική απόδραση για να λησμονεί το παρόν, τη φυλακή.
Η βαλίτσα με τη μαγεία που τη μετατόπιζε από έναν τόπο δυστυχίας, εγκατάλειψης και βιαιότητας στη δική της πραγματικότητα. Να τι μπορεί να προσφέρει η στιβαρή οφθαλμαπάτη των μυθιστορημάτων. Είναι η επίπονη και χρονοβόρα εργασία του ενός, που αναφέρεται σε ανθρώπους που ποτέ δεν υπήρξαν, αλλά θα σου πουν τι σκέφτεσαι, και σε γεγονότα που ποτέ δεν συνέβησαν, αλλά θα σου πουν τι αισθάνεσαι. Είναι οικοδομήματα ψευδαίσθησης –στέρεα πάραυτα– με την ικανότητα να δημιουργούν πραγματικότητα μέσω της αλήθειας τους.
Οταν αργότερα η Ναζανίν μεταφέρθηκε στη γενική πτέρυγα της φυλακής βρέθηκε ανάμεσα σε μια κοινότητα ανθρώπων και μια κρυφή βιβλιοθήκη. Συνήψε στενές σχέσεις με πολλές γυναίκες που βρέθηκαν εκεί, τυχαία, όπως κι εκείνη. Η εμπειρία της φυλακής, είπε, την έκανε να συνειδητοποιήσει τον πόνο των άλλων, να αντιληφθεί τον τρόπο που ζει ο κόσμος όταν υποφέρει, αλλά της έδειξε επίσης πώς μοιράζονται η χαρά και η αλληλεγγύη σε ακραίες συνθήκες.
Τα κρεβάτια των συγκρατούμενων ήταν οι κρυψώνες των βιβλίων. Ο κρυμμένος θησαυρός διακινούνταν, μονάχα, σε άτομα εμπιστοσύνης. Μια μέρα κάποιος έλαβε ένα βιβλίο μέσω του ταχυδρομείου. Ηταν της Μάργκαρετ Ατγουντ, «The handmaid’s Tale» (Η ιστορία της θεραπαινίδας). Ποιος θα πίστευε ότι ένα απαγορευμένο βιβλίο στο Ιράν θα είχε πρόσβαση στη φυλακή μέσω του ταχυδρομείου; Το εξώφυλλο καλυπτόταν για να μην ανιχνευθεί από τις κάμερες και κατόπιν διαβαζόταν διαδοχικά. Υπήρχε μια μεγάλη λίστα αναμονής, από συγκρατούμενες και δεσμοφύλακες που περίμεναν την απόλαυση της ανάγνωσής του. Το βιβλίο κυκλοφορούσε ως πράξη συντροφικότητας. Μια κίνηση αλληλεγγύης, για μια μοναχική απόλαυση, που έχει τη δύναμη να φέρει κοντά την ανθρώπινη εμπειρία, τη σοφία και την αισιοδοξία όλου του πλανήτη.
«Οταν έφυγα», είπε στο τέλος του λόγου της η Ζαγκάρι-Ράτκλιφ, «άφησα βιβλία στην κρυφή βιβλιοθήκη για να κρατηθούν οι ιστορίες μας ζωντανές για τους άλλους που θα έρθουν, όπως έκαναν κι όσοι έφυγαν, πριν από εμάς, που άφησαν βιβλία για να επιβιώσουμε».
«Πιστεύω στην αντίσταση», γράφει, η Ατγουντ, στο αντίτυπο που ακόμη βρίσκεται στις φυλακές της Evin της Τεχεράνης για όσους το έχουν ανάγκη. «Πιστεύω στην αντίσταση, όπως πιστεύω ότι δεν υπάρχει φως χωρίς σκιά ή, μάλλον, καμία σκιά εκτός εάν υπάρχει επίσης φως».
Καλή μας χρονιά!
* Το σύντομο κείμενο της Ελίφ Σαφάκ έχει μεταφραστεί με τον τίτλο «Πώς να μη χάσουμε το μυαλό μας σε μια εποχή κρίσης», εκδ. Ψυχογιός.
Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.
1 σχόλιο
Πράγματι, καταπληκτική η δύναμη της αφήγησης…
Ωραίο κείμενο που αξίζει να διαβαστεί και να συζητηθεί σε ομάδες ανάγνωσης- εντός και εκτός τάξης!