Αρθρο του Γ. Μαυρογορδάτου στην «Κ»
Τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, αν στη θέση του Ιωάννη Μεταξά είχε βρεθεί ως δικτάτορας ο Νικόλαος Πλαστήρας, αν δηλαδή είχε επικρατήσει το Κίνημα του 1935, η απάντησή του στον Ιταλό πρέσβη θα ήταν ασφαλώς διαφορετική
Τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, αν στη θέση του Ιωάννη Μεταξά είχε βρεθεί ως δικτάτορας ο Νικόλαος Πλαστήρας, αν δηλαδή είχε επικρατήσει το Κίνημα του 1935, η απάντησή του στον Ιταλό πρέσβη θα ήταν ασφαλώς διαφορετική.
Δεν είναι μόνο ότι ο Πλαστήρας είχε γίνει από αρκετά χρόνια άκριτος θαυμαστής του Μουσολίνι, ούτε ότι φιλοδοξούσε να μιμηθεί αυτόν περισσότερο από κάθε άλλον δικτάτορα, όπως αρθρογραφούσε το 1934. Το 1941, από τη Γαλλία όπου παρέμενε εξόριστος, κατηγορούσε τον Μεταξά και τον Γεώργιο Β΄ότι οδήγησαν την Ελλάδα σε άνισο πόλεμο με την Ιταλία και τη Γερμανία, που μπορούσε να είχε αποφευχθεί. «Η Ελλάς ήχθη προς αυτοκτονίαν παρά μιας Βασιλικής Κυβερνήσεως δεχθείσης μετ’ απεριγράπτου αφελείας ν’ αντιμετωπίση τας δύο μεγαλυτέρας στρατιωτικάς δυνάμεις της Ευρώπης…».
Αυτά έγραφε ασυλλόγιστα στον Ελληνα πρεσβευτή στο Βισύ, στις 16 Ιουλίου 1941, σε ένα γράμμα που έγινε γνωστό το 1945. Κατά λογική συνέπεια, ο Πλαστήρας δεν θα είχε απορρίψει το ιταλικό τελεσίγραφο ή μάλλον θα είχε φροντίσει να μην υπάρξει καν ανάγκη τελεσιγράφου. Αλλωστε, ήταν έτοιμος να συνεργαστεί με τις δυνάμεις του Αξονα. Βαυκαλιζόταν, όπως φαίνεται, με την ελπίδα ότι αυτές θα τον εγκαθιστούσαν δικτάτορα στην κατεχόμενη Ελλάδα. Στο ίδιο γράμμα, που αφορούσε το διαβατήριό του, έγραφε χαρακτηριστικά: «δεν είναι μακράν η ημέρα, που θα απασχοληθώ ο ίδιος διά τα διαβατήρια όλων…».
O Μεταξάς προέβλεπε με βεβαιότητα την τελική νίκη του «Αγγλοσαξονικού κόσμου», απαλλαγμένος πλέον από τις γερμανόφιλες παρωπίδες που τον εμπόδιζαν να κάνει παρόμοια πρόβλεψη το 1915.
Είναι επίσης εξαιρετικά αµφίβολο αν µία κοινοβουλευτική κυβέρνηση, συγκροτημένη από τους ηγέτες του Βενιζελισμού και του Αντιβενιζελισμού που είχαν απομείνει, θα μπορούσε να αποκτήσει την ενιαία και χαλύβδινη θέληση που απαιτούσε η προετοιμασία για πόλεμο και, στο τέλος, η αποδοχή του ως αναγκαίου. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ανάμεσά τους επικρατούσε η ηττοπάθεια. Ο Γεώργιος Καφαντάρης, για παράδειγμα, είχε τις ίδιες απόψεις με τον Πλαστήρα: ότι δηλαδή μπορούσε και έπρεπε να αποφευχθεί ο πόλεμος με την Ιταλία και οπωσδήποτε με τη Γερμανία.
Οσοι επιμένουν μέχρι σήμερα να αρνούνται στον Μεταξά τη δόξα του ΟΧΙ ισχυρίζονται ότι δεν είχε τάχα άλλη επιλογή, επειδή διαφορετικά θα τον έπαυε ο Γεώργιος Β΄. Πρόκειται για έναν ακόμη ανόητο αλλά ανθεκτικό μύθο. Αν ήθελε πράγματι ο Μεταξάς να παραδώσει αμαχητί τη χώρα στον Αξονα, δεν χρειαζόταν καν να αποδεχθεί το τελεσίγραφο, βάζοντας σε κίνδυνο τη θέση του και την ίδια τη ζωή του. Μπορούσε κάλλιστα να παραιτηθεί, προκαλώντας χάος και εμποδίζοντας έτσι την αποτελεσματική απόκρουση της ιταλικής εισβολής. Υστερα, θα μπορούσε να επανέλθει ως κατοχικός δικτάτορας – αυτό δηλαδή που ονειρεύτηκε ο Πλαστήρας.
Με το ΟΧΙ, ο Μεταξάς δεν μίλησε μόνο εξ ονόματος και για λογαριασμό του Ελληνικού λαού, που τον ακολούθησε σύσσωμος, αλλά και εφάρμοσε συνειδητά την πολιτική που είχε προ πολλού αποφασίσει – τη μόνη που υπηρετούσε μακροπρόθεσμα τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας. Οπως εξήγησε ο ίδιος στις 30 Οκτωβρίου, μιλώντας εμπιστευτικά στους ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες του αθηναϊκού τύπου, ο Μεταξάς προέβλεπε με βεβαιότητα την τελική νίκη του «Αγγλοσαξονικού κόσμου», απαλλαγμένος πλέον από τις γερμανόφιλες παρωπίδες που τον εμπόδιζαν να κάνει παρόμοια πρόβλεψη το 1915. Είχε έτσι την πεποίθηση ότι η Ελλάδα, ακόμη και «δουλωμένη προσωρινώς» στη διάρκεια του πολέμου, θα βρισκόταν τελικά στο στρατόπεδο των νικητών και μάλιστα μεγαλωμένη, τουλάχιστον κατά τα Δωδεκάνησα (όπως ακριβώς έγινε).
Το ότι υπήρξε μέχρι τέλους δέσμιος της ψυχοπαθολογίας του εμπόδισε όμως τον Μεταξά να προετοιμάσει πολιτικά τη χώρα, ιδίως για την περίπτωση που θα βρισκόταν υπό εχθρική κατοχή. Είχε προηγηθεί προ πολλού η κατάληψη και κατοχή άλλων μικρών χωρών από τους Γερμανούς, προσφέροντας ποικιλία διδακτικών παραδειγμάτων. Αντίθετα, όμως, με άλλα βασίλεια, η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο με βασιλιά αμφισβητούμενο ακόμη και από βασιλόφρονες και με ένα καθεστώς τόσο προσωποπαγές, ώστε ήταν καταδικασμένο να εξαφανιστεί με τον θάνατο του δικτάτορα, όπως προαισθανόταν και ο ίδιος και όπως πράγματι συνέβη. Ανοιξε έτσι ο ασκός του Αιόλου για ατέρμονες εμφύλιες συγκρούσεις.
Πιο πρόσφατο βιβλίο του καθηγητή Γιώργου Θ. Μαυρογορδάτου είναι το «Εθνική ολοκλήρωση και διχόνοια: Η ελληνική περίπτωση».