Η έκθεση του Γιοχάνες Βερμέερ (1632-1675) στο Ραϊκσμουζέουμ του Aμστερνταμ (10 Φεβρουαρίου – 4 Ιουνίου 2023) θεωρήθηκε από πολλούς το εικαστικό γεγονός της χρονιάς στην Ευρώπη. Από την άποψη του αριθμού των επισκεπτών ήταν πράγματι η πιο επιτυχημένη στην ιστορία του μουσείου (650.000 επισκέπτες)
Ηέκθεση του Γιοχάνες Βερμέερ (1632-1675) στο Ραϊκσμουζέουμ του Aμστερνταμ (10 Φεβρουαρίου – 4 Ιουνίου 2023) θεωρήθηκε από πολλούς το εικαστικό γεγονός της χρονιάς στην Ευρώπη. Από την άποψη του αριθμού των επισκεπτών ήταν πράγματι η πιο επιτυχημένη στην ιστορία του μουσείου (650.000 επισκέπτες). Από τα τριάντα εφτά έργα που αποδίδονται στον Βερμέερ, σκορπισμένα σε διάφορα μουσεία του πλανήτη, εκτέθηκαν τα είκοσι οχτώ (το «Κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι» επέστρεψε στο Μουσείο της Χάγης νωρίτερα από το τέλος της έκθεσης). Η προηγούμενη αναδρομική του Βερμέερ, 1995-1996, στην Ουάσιγκτον και εν συνεχεία στη Χάγη, είχε καταφέρει να συγκεντρώσει εικοσιένα. Η σημασία των αναδρομικών εκθέσεων των μεγάλων ζωγράφων, που γίνονται όλο και πιο δύσκολο οικονομικά εγχείρημα λόγω της ιλιγγιώδους αύξησης των ασφαλίστρων, δεν βρίσκεται μόνο στο ότι βλέπεις συγκεντρωμένο το έργο, αλλά και στο ότι μπορεί να σε οδηγήσουν να το δεις, εν μέρει ή εν όλω, και με νέο τρόπο. Το Ραϊκσμουζέουμ εξέδωσε με την ευκαιρία της έκθεσης, πέραν του Καταλόγου –κακοτυπωμένου αλλά με σημαντικά κείμενα–, και το βιβλίο του Gregor J. M. Weber, «Johannes Vermeer. Faith, Light and Reflection». Πιστεύω ότι το βιβλίο αυτό δεν θα μπορεί στο εξής να αγνοείται από όποιον θέλει να κατανοήσει καλύτερα το έργο του μεγάλου ζωγράφου.
Είναι γνωστό ότι ο Βερμέερ γεννήθηκε σε προτεσταντική οικογένεια αλλά προσχώρησε στην Καθολική Εκκλησία. Η διαδεδομένη άποψη στο ευρύ κοινό είναι ότι το έκανε μόνο και μόνο για να παντρευτεί τον Απρίλιο του 1653 την Καταρίνα Μπόλνες, που ήταν Καθολική (και με την οποία θα αποκτήσει δεκαπέντε παιδιά). Η προσχώρηση ωστόσο του Βερμέερ στον καθολικισμό δεν ήταν ευκαιριακή ή προσχηματική. Εζησε ως Καθολικός στο γενέθλιο Ντελφτ, δίπλα στο οίκημα των Ιησουιτών και σε στενή σχέση μαζί τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι στο Ντελφτ ζούσε, παρά τον προτεσταντικό κατατρεγμό, μια ισχυρή Καθολική κοινότητα (5.500 σε σύνολο 23.000 κατοίκων), με δυο μεγάλες, κρυφές, κατ’ οίκον εκκλησίες. Το ζήτημα που θέλω να θίξω εδώ, και το οποίο έχει συζητηθεί από όλους τους σοβαρούς μελετητές του Βερμέερ, είναι αν και κατά πόσο η Καθολική θεολογία και ηθικοδιδακτική, ψυχωφελής τέχνη, (στην ιησουιτική κυρίως εκδοχή τους, όπως τονίζει ο Βέμπερ στο προαναφερθέν βιβλίο), απηχούνται στα έργα του Βερμέερ. Αν εξαιρέσουμε τα πρώτα έργα του («Ο Χριστός στο σπίτι της Μαρίας και της Μάρθας», π. 1654-1655, «Ο άγιος Πραξίδης», 1655) και βεβαίως την «Αλληγορία της Καθολικής πίστης», στο τέλος της ζωής του (π. 1670-1674), πού βρίσκεται ο καθολικισμός στα άλλα έργα του ζωγράφου, εκείνα που γνωρίζει και αγαπάει όλος ο κόσμος, ακόμη και όταν αγνοεί τον δημιουργό τους;
Η προσχώρηση του ζωγράφου Γιοχάνες Βερμέερ (γεννήθηκε σε προτεσταντική οικογένεια) στον καθολικισμό δεν ήταν ευκαιριακή ή προσχηματική.
Οι οικιακές σκηνές ειρηνικής καθημερινής ζωής, εκπληκτικής λεπτομέρειας, δεν αποτελούν αποκλειστικό γνώρισμα του Βερμέερ, το ίδιο κάνουν και πολλοί άλλοι Ολλανδοί ζωγράφοι της εποχής, όπως, επί παραδείγματι, ο συντοπίτης του, από το Ντελφτ επίσης, Πίτερ ντε Χόοχ (Pieter de Hooch, 1629 – π. 1679). Ο Βερμέερ είναι ένας από αυτούς, αλλά μεγαλύτερος από όλους αυτούς, για εκείνον τον απαράμιλλο χειρισμό του φωτός και των χρωμάτων. Τα έργα του ωστόσο δεν είναι απλές ρεαλιστικές σκηνές καθημερινής ζωής, δεν εξαντλούνται σε αυτό. Υπάρχει και κάτι άλλο, ένα βαθύτερο πνευματικό περιεχόμενο, που σε ορισμένα έργα είναι εύκολα ανιχνεύσιμο, ενώ σε άλλα δυσκολότερα και πιο παρακινδυνευμένα. Θα σταθώ σε μερικά έργα του, αρχίζοντας με τη «Γυναίκα με ζυγαριά» (π. 1662-1664). Μια νεαρή κομψοντυμένη γυναίκα στέκεται όρθια απέναντι στον καθρέφτη, ενώ πάνω στο τραπέζι που βρίσκεται μπροστά της υπάρχουν χρυσά και ασημένια νομίσματα, και μια ανοιχτή κοσμηματοθήκη, με χρυσά και μαργαριταρένια περιδέραια. Η γυναίκα κρατάει ζυγαριά ακριβείας, τα δύο τάσια της οποίας ισορροπούν. Τα τάσια είναι άδεια. Στον τοίχο υπάρχει πίνακας με την «Τελική κρίση» (δεν έχει ταυτιστεί σε ποιον πίνακα βασίζεται ο Βερμέερ), με τον Χριστό στην κορυφή ως Κριτή, τους αγγέλους, τους δίκαιους και τους αμαρτωλούς, κατά τα γνωστά. Είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη «Γυναίκα με ζυγαριά», χωρίς να λάβουμε υπ’ όψιν την «Τελική κρίση». Ο Ντανιέλ Αράς, που αναγνωρίζει την ισχυρή παρουσία της Καθολικής πίστης στο έργο του Βερμέερ, θεωρεί ότι το νόημα του έργου είναι αμφιλεγόμενο και αβέβαιο, και παρουσιάζει πέντε ερμηνείες που έχουν κατά καιρούς προταθεί (Daniel Arasse, «L’ ambition de Vermeer», 1993, Flammarion /Champs, 2021, σ. 67-68). Μπορεί ο σπουδαίος Αράς να έχει δίκιο, αλλά στα δικά μου μάτια το νόημα του έργου ήταν ανέκαθεν βέβαιο: υπάρχουν δύο ζυγαριές και δύο ζυγίσματα στη ζωή των ανθρώπων, που αντιφέρονται μεταξύ τους, με τη μία ζυγίζονται τα έργα της ματαιότητας και με την άλλη της αιωνιότητας. Δεν είχα και δεν έχω καμία αμφιβολία για το νόημα του έργου, η απορία μου είναι άλλη: γιατί αυτό να αποτελεί Καθολική απήχηση και όχι προτεσταντική; Μου την έλυσε ο Βέμπερ (σ. 125-127 στο παραπάνω βιβλίο, και σ. 255 στον Κατάλογο): διότι οι καλβινιστές, λόγω ακριβώς της διδασκαλίας περί προορισμού, δεν ζωγράφιζαν πια την «Τελική κρίση», κάτι που βεβαίως συνέχιζαν να κάνουν οι Καθολικοί.
Αν η Καθολική θεολογία και ηθική διδασκαλία διαπνέουν αναμφισβήτητα τη «Γυναίκα με ζυγαριά», σε άλλα έργα του ζωγράφου η παρουσία τους είναι διακριτική, σχεδόν ανεπαίσθητη. Παρόμοια λεπτή και διακριτική πρέπει να είναι και η ερμηνεία τους. Χρειάζεται να συνεχίσουμε τη συζήτηση.