Στα τέλη του 1915, η Ελλάδα βρισκόταν στην αρχή μιας κρίσης, μιας –όπως αποδείχθηκε– βαθιάς εθνικής διαίρεσης, η οποία συντάραξε την ελληνική κοινωνία για αρκετές δεκαετίες. Οι ένδοξες ημέρες των Βαλκανικών Πολέμων των ετών 1912-1913, οπότε το κλίμα της εθνικής ομοψυχίας ήταν κυρίαρχο, είχαν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Μέσα στο 1915 η διάσταση απόψεων μεταξύ του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ σχετικά με τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Μεγάλο Πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ οξύνθηκε, εξελισσόμενη στη συνέχεια σε πολιτειακή κρίση. Την ώρα που τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη επέλεγαν το ένα μετά το άλλο στρατόπεδο, η ελληνική πλευρά εξακολουθούσε να παλινδρομεί, τηρώντας στάση ουδετερότητας.
Το φθινόπωρο του 1915, ο Βενιζέλος έδωσε την άδεια για την αποβίβαση στη Θεσσαλονίκη των βρετανικών και των γαλλικών στρατευμάτων, τα οποία επιχειρούσαν προηγουμένως στην Καλλίπολη. Στόχος ήταν αυτά τα στρατεύματα να διανοίξουν ένα νέο θέατρο επιχειρήσεων στη Μακεδονία προκειμένου να αποτρέψουν την εκδήλωση συντονισμένης κυκλωτικής επίθεσης εκ μέρους της Αυστρο-Ουγγαρίας και της Βουλγαρίας εναντίον της Σερβίας. Η κατάρρευση της Σερβίας δεν αποφεύχθηκε και τα στρατεύματα των συμμάχων της Αντάντ παρέμειναν στη μακεδονική ενδοχώρα δημιουργώντας το Μακεδονικό Μέτωπο.
Περισσότεροι από 150.000 ξένοι στρατιώτες εγκαταστάθηκαν σε στρατόπεδα στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Η Ελλάδα, παρότι ουδέτερη, επέτρεψε την παραμονή τους στα εδάφη της. Οι σχέσεις ανάμεσα στις ελληνικές αρχές και τα στρατεύματα της Αντάντ διακρίνονταν από αμοιβαία καχυποψία, η οποία άγγιζε σε ορισμένες περιπτώσεις τα όρια της εχθρότητας. Ο διχασμός οπωσδήποτε επηρέασε αρνητικά τις σχέσεις των Ελλήνων με τα ξένα στρατεύματα.
Σταδιακά άρχισαν να αναζωπυρώνονται οι φόβοι για απώλεια της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης. Βενιζελικά στελέχη έδειξαν ανησυχία για την τύχη της Μακεδονίας, καθότι η διστακτικότητα εκ μέρους της ελληνικής πλευράς σχετικά με τη συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο έδινε την ευκαιρία στους Βούλγαρους και τους Σέρβους να προωθούν τους διπλωματικούς και στρατιωτικούς σχεδιασμούς τους στην περιοχή. Καταλύτης για την ανάληψη πρωτοβουλιών εκ μέρους των βενιζελικών στελεχών και των Θεσσαλονικέων υπήρξε η εισβολή βουλγαρικών και γερμανικών στρατευμάτων στην Ανατολική Μακεδονία, πρώτα με την κατάληψη του Ρούπελ στα τέλη Μαΐου, και στη συνέχεια με την προέλασή τους νοτιότερα, τον Αύγουστο του 1916.
Η αντίδραση στην επιβουλή της Μακεδονίας από τον πληθυσμό της Θεσσαλονίκης υπήρξε άμεση. Στις 15 Μαΐου 1916 πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση στην Πλατεία Αγίας Σοφίας, όπου το συγκεντρωμένο πλήθος φώναξε συνθήματα υπέρ της Μακεδονίας, του Βενιζέλου και της Αντάντ. Στις 8 Αυγούστου νέα συγκέντρωση έλαβε χώρα στην Πλατεία του Λευκού Πύργου, αυτή τη φορά διοργανωμένη από τον Σύλλογο Φιλελευθέρων. Ακούστηκαν ξανά συνθήματα υπέρ του Βενιζέλου, αλλά και συνθήματα που ασκούσαν κριτική στις επιλογές του βασιλιά Κωνσταντίνου.
Στις 14 Αυγούστου ο διοικητής των στρατευμάτων της Αντάντ στη Μακεδονία, Μορίς Σαράιγ, εκμυστηρεύτηκε στον Θεσσαλονικέα Αλέξανδρο Ζάννα πως η γαλλική κυβέρνηση του είχε παραχωρήσει το ελεύθερο να παραδώσει τη διοίκηση της Θεσσαλονίκης στους Σέρβους. Αυτή η συζήτηση υπήρξε η αφορμή για την εκδήλωση του Κινήματος της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη τη νύχτα της 16ης προς 17η Αυγούστου 1916. Σχηματίστηκε στην πόλη Επαναστατική Επιτροπή αποτελούμενη από επιφανείς Θεσσαλονικείς και βενιζελικά στελέχη, όπως ο Παμίκος Ζυμβρακάκης, ο Περικλής Αργυρόπουλος, ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης, ο Αλέξανδρος Ζάννας, ο Δημήτριος Δίγκας, ο γιατρός Δημήτριος Πάζης, ο Κωνσταντίνος Αγγελάκης κ.ά. Μέσα σε έναν μήνα, το Κίνημα επικράτησε στην Κεντρική Μακεδονία. Οι στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες παρέμειναν πιστές στον Κωνσταντίνο, συνελήφθησαν και απομακρύνθηκαν από τη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν από άτομα πιστά στον Βενιζέλο.
Ο Βενιζέλος αρχικά διατηρούσε τις επιφυλάξεις του αναφορικά με την επιτυχία του Κινήματος και τη συμμετοχή του σε αυτό. Ανέμενε, επίσης, να δει τις αντιδράσεις των δυνάμεων της Αντάντ. Έπειτα, όμως, από την κατάληψη της Καβάλας από τους Βούλγαρους και την παράδοση του Δ΄ Σώματος Στρατού στους Γερμανούς, οι επιφυλάξεις του ήρθησαν. Στις 12 Σεπτεμβρίου ο Βενιζέλος και ο Παύλος Κουντουριώτης μαζί με μια εκατοντάδα υποστηρικτών τους αναχώρησαν από την Αθήνα για τα Χανιά όπου και συγκρότησαν την επόμενη ημέρα «Προσωρινή Κυβέρνηση». Την περίφημη «Τριανδρία» συμπλήρωσε ο Παναγιώτης Δαγκλής, ο οποίος εντάχθηκε αργότερα στην ηγετική ομάδα. Στις 15 Σεπτεμβρίου η Προσωρινή Κυβέρνηση εξέδωσε το πρώτο φύλλο της «Εφημερίδος» της. Η Ελλάδα χωρίστηκε επισήμως στο κράτος του Κωνσταντίνου και το κράτος του Βενιζέλου, γεγονός το οποίο αποτυπώθηκε και στη γεωγραφική διάσπαση της χώρας, όταν ο Βενιζέλος εγκατέστησε την κυβέρνησή του στις 26 Σεπτεμβρίου στη Θεσσαλονίκη, αναλαμβάνοντας την ηγεσία του Κινήματος της Εθνικής Άμυνας.
Η Ελλάδα εισήλθε σε μια περίοδο εμφύλιας σύγκρουσης ανάμεσα σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς. Μετά την εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη, ο Βενιζέλος οργάνωσε την επαναστατική κυβέρνησή του. Άμεση προτεραιότητα υπήρξε η συγκρότηση στρατού για τη συμμετοχή στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ. Παρά τη βοήθεια που έλαβε από τους Βρετανούς και τους Γάλλους, η Προσωρινή Κυβέρνηση δεν έλαβε την επίσημη αναγνώριση που ανέμενε ο Βενιζέλος.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης