Μεγάλη αναστάτωση προκάλεσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και στην Ελλάδα, η πρόσφατη απόφαση του Τμήματος Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Πρίνστον
Μεγάλη αναστάτωση προκάλεσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και στην Ελλάδα, η πρόσφατη απόφαση του Τμήματος Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Πρίνστον να μην απαιτεί πια τη γνώση των αρχαίων γλωσσών από τους πτυχιούχους του.
Και στις δύο χώρες, η απόφαση χαρακτηρίστηκε ως «εξοστρακισμός» ή «κατάργηση» των αρχαίων ελληνικών στο όνομα της πολιτικής ορθότητας, της καταπολέμησης του «δομικού ρατσισμού» και της προσέλκυσης μαύρων ή ισπανόφωνων φοιτητών, τα ενδιαφέροντα –ή, υπονοείται, οι ικανότητες– των οποίων δεν περιλαμβάνουν την εκμάθηση της γλώσσας. Και συνδυάστηκε με τις περιβόητες απόψεις του Νταν-ελ Παντίγια Περάλτα, μέλους του ίδιου Τμήματος, κατά τον οποίο ο ρατσισμός, η δουλεία, η φυλετική επιστήμη και η αποικιοκρατία έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα και επιζούν μέσω της εξιδανικευμένης εικόνας της αρχαιότητας που αναπαράγουν οι Κλασικές Σπουδές.
Η συσχέτιση αυτή είναι εντελώς αβάσιμη. Τα αρχαία δεν καταργούνται για λόγους πολιτικής ορθότητας. Γίνονται προαιρετικά –και μόνο για φοιτητές που δεν προτίθενται να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε μεταπτυχιακό επίπεδο– απλώς και μόνο επειδή η αμερικανική δευτεροβάθμια εκπαίδευση έχει ουσιαστικά εγκαταλείψει τη διδασκαλία των αρχαίων γλωσσών. Ελάχιστοι φοιτητές –όχι μόνο μαύροι ή ισπανόφωνοι– έχουν την κατάλληλη προετοιμασία και, τρομαγμένοι από την προοπτική της υποχρεωτικής εκμάθησης της γλώσσας, στρέφονται προς άλλα πεδία, και οι πτυχιούχοι Κλασικών Σπουδών έχουν μειωθεί απελπιστικά.
Η απόφαση του Τμήματος, που καθιστά τη μελέτη του αρχαίου πολιτισμού προσιτή σε περισσότερους φοιτητές, αποσκοπεί όχι στον αφανισμό αλλά στην αναζωογόνηση των Κλασικών Σπουδών. Πράγματι, οι πτυχιούχοι του Τμήματος, μεταξύ έξι και εννέα τα τελευταία χρόνια, ήταν πέρυσι δεκατρείς. Και αν ίσως είναι ακόμα νωρίς για τελικά συμπεράσματα, μια άλλη εξέλιξη δικαιολογεί την αισιόδοξη αυτή αξιολόγηση – με ιδιαίτερη σημασία για τα καθ’ ημάς.
Αυτό, γιατί η κλασική εκπαίδευση στην Ελλάδα, από τον 18ο αιώνα έως σήμερα, στηρίζεται στην καταστροφική εκτίμηση ότι, κατά τον Ιώσηπο Μοισιόδακα, και παρ’ όλες τις διαφωνίες του με τη διδασκαλία των αρχαίων τον καιρό του, «το σκοπιμώτατον τέλος της αναγνώσεως είναι κυρίως η κατάληψις της ελληνικής» – εκτίμηση που επιβάλλει την υπερβολική προσοχή στη γραμματική και στο συντακτικό που χαρακτηρίζει από τότε τη διδασκαλία των αρχαίων στη χώρα μας. Αντίθετα, η απόφαση του Πρίνστον θεωρεί την «κατάληψιν της ελληνικής» ως μέσο για την κατανόηση και αξιολόγηση των επιτευγμάτων και των ατελειών του αρχαίου πολιτισμού. Και εφ’ όσον η επαφή με τα αρχαία κείμενα σε μεταφράσεις είναι πολύ ευκολότερη από την ανάγνωση των πρωτοτύπων, θα περίμενε κανείς ότι λιγότεροι φοιτητές θα μάθαιναν αρχαία αν δεν ήταν υποχρεωτικά.
Αυτό που συνέβη, όμως, ήταν ακριβώς το αντίθετο: Αντί πέντε και εννέα, όπως τα προηγούμενα δύο χρόνια, δεκατρείς φοιτητές εγγράφηκαν στα αρχαία, ενώ στα λατινικά, από εννέα και δώδεκα αντίστοιχα, ανέβηκαν στους είκοσι!
Τα αρχαία δεν καταργούνται για λόγους πολιτικής ορθότητας. Γίνονται προαιρετικά απλώς επειδή η αμερικανική δευτεροβάθμια εκπαίδευση έχει εγκαταλείψει τη διδασκαλία των αρχαίων γλωσσών.
Ισως απροσδόκητη αλλά σίγουρα ευπρόσδεκτη, η εξέλιξη αυτή συνεπάγεται ότι η απουσία του «εμπόδιου» της γλώσσας ενθαρρύνει περισσότερους φοιτητές να εξοικειωθούν με την αρχαιότητα μέσω μεταφράσεων. Σε αντίθεση με την αμερικανική παροιμία, «Η εξοικείωση τρέφει την περιφρόνηση» («Familiarity breeds contempt»), η εξοικείωση με την αρχαιότητα τόνωσε το ενδιαφέρον τους, κατέστησε τη μελέτη της πιο ελκυστική και τους έπεισε για τη σημασία της γλώσσας, στην οποία αφοσιώθηκαν εθελοντικά, με επίγνωση της χρησιμότητάς της. Τελικά, η προαιρετική εκμάθηση των αρχαίων είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση αυτών που τη βρίσκουν αναγκαία.
Ο,τι αφορά το αμερικανικό πανεπιστήμιο αφορά, ακόμα περισσότερο, την ελληνική δευτεροβάθμια εκπαίδευση, για την οποία τα αρχαία, αν και ο ρόλος τους έχει περιοριστεί, παραμένουν υποχρεωτικά και προκαλούν απέχθεια που αγγίζει τα όρια του μίσους στους μαθητές. Το πρόβλημα ήδη απασχολούσε τους λόγιους του Διαφωτισμού και η αποκλειστική έμφαση στη γραμματική είχε προκαλέσει την αγανάκτηση του Κοραή: «(Πράγμα παράδοξον, αλλά κατά δυστυχίαν αληθέστατον) περισσότερον ήθελ’ ωφελήσειν το γένος σήμερον όστις καίει παρά όστις γράφει γραμματικάς».
Πάνω από 200 χρόνια αργότερα, τίποτε δεν έχει ουσιαστικά αλλάξει. Τα παράπονα του Κοραή επιζούν αναλλοίωτα στη σημερινή Ελλάδα, όπου, όπως γράφει ένας σύγχρονος μελετητής, «η διδασκαλία των γραμματοσυντακτικών φαινομένων γίνεται… αυτοσκοπός, αφού η γραμματική διδάσκεται εντελώς ξεκομμένη από την αρχαία ελληνική γλώσσα».
Σωστή αρχή της μελέτης της αρχαιότητας είναι μια γενική εισαγωγή στους θεσμούς της και η διδασκαλία, εκ μεταφράσεων, συγγραφέων ικανών να ελκύσουν το ενδιαφέρον των μαθητών. Η γνώση της γλώσσας πρέπει να θεωρηθεί, επίσημα, ως μέσο για την κατανόηση της αρχαιότητας και όχι ως σκοπός που εξυπηρετείται από τη σχολαστική ανάγνωση κατακρεουργημένων κειμένων μόνο και μόνο για τα παραδείγματα γλωσσικών κανόνων που τυχόν περιέχουν.
Σε δύο χρόνια, ένας Αμερικανός μαθητής μπορεί να διαβάζει αρχαία κείμενα που εμείς ούτε σε έξι δεν καταφέραμε να μάθουμε στο σχολείο – πρόβλημα καίριο για τον Κοραή: «Ερωτώ αν ήναι δίκαιον, ενόσω οι αλλογενείς αναγινώσκουσι τους κόπους των ημετέρων προγόνων εις διωρθωμένας εκδόσεις, να τους λαμβάνωμεν ημείς, οι καυχόμενοι εκείνων απόγονοι, εσφαλμένους από χείρας αγραμμάτων εκδοτών· ή αν ήναι τίμιον, ενόσω τρυφώσιν εκείνοι τον καθαρόν άρτον της ελληνικής τραπέζης, να λιμάζωμεν ημείς, ή να τρεφόμεθα με τα πίτυρα της ημετέρας Γραμματικής». Τίποτε δεν έχει αλλάξει.
Η σχέση μας με την αρχαιότητα, ακριβώς όπως και η νεότερη ελληνική παιδεία, πάλι κατά τον Μοισιόδακα, «κυριεύεται κατά κράτος από την υπόληψιν και από την αμέλειαν της αρχαιότητος». Και ίσως αυτό να είναι, για ορισμένους σκοπούς, χρήσιμο. Θα χρειαστεί να το συζητήσουμε σε άλλη ευκαιρία.
Ο κ. Αλέξανδρος Νεχαμάς είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον.