Ποιήτριες και ποιητές τού σήμερα γράφουν για το αγαπημένο τους δημιούργημά του με αφορμή τα 90 χρόνια από τον θάνατό του
Αν επισκεφθεί κανείς τα βιβλιοπωλεία στη Νέα Υόρκη και το Παρίσι, στο Βερολίνο και το Λονδίνο, θα διαπιστώσει ότι ο Καβάφης είναι παρών περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ελληνόφωνο ποιητή ή ποιήτρια. Είναι, ταυτόχρονα, μαζί ίσως με τον Ρίλκε, από τους λίγους ποιητές που μεταφράζονται συχνά και σε βάθος χρόνου προς την ισχυρότατη γλώσσα που είναι εδώ και δεκαετίες τα αγγλικά. Τέλος, μαζί με τη Ντίκινσον (και τον Ρίλκε) ανήκει σε αυτή τη σπάνια κατηγορία ποιητών που όχι μόνο παραμένουν δημοφιλείς εκπρόσωποι μιας τέχνης που φθίνει αλλά η μετοχή τους μοιάζει με το πέρασμα του χρόνου να ανεβαίνει. Στις 29 Απριλίου συμπληρώνονται 90 χρόνια από τον θάνατο του Αλεξανδρινού και ένας καλός τρόπος να μετρήσουμε πόσο επιδραστική παραμένει η ποίησή του στον σύγχρονο πολιτισμό είναι να δούμε ενδεικτικά ποιοι αλληλεπιδρούν με αυτήν.
Παραδείγματος χάριν ο Λέοναρντ Κοέν με το «Alexandra leaving» (τραγουδιστική παράφραση του «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον»)· ή το ποίημα του πολυβραβευμένου αμερικανού ποιητή Τζέημς Μέριλ «After Cavafy», που δίνει μια νέα εκδοχή του «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» («because the Japanese are coming today»)· ή το μυθιστόρημα του νομπελίστα J.M. Coetzee «Waiting for the Barbarians» (1980)· τα καβαφικά ποιήματα του Γιόαχιμ Ζαρτόριους· παλαιότερα, η κριτική παρουσίασή του από τη Μαργκερίτ Γιουρσενάρ· ο ισραηλινός αστροναύτης που τον Απρίλιο του 2022 απήγγειλε την «Ιθάκη» κατά την απογείωση. Το κλειδί της διαχρονικής επιτυχίας του ανιχνεύεται σε κάθε στίχο, όπως το DNA σε κάθε κύτταρο. Μα αν έπρεπε να προτείνω ένα αντί πολλών, θα διάλεγα το «Πολύ σπανίως». Είναι μια στιγμή της παγκόσμιας ποίησης που συγκεντρώνει μέσα σε λίγους στίχους τη μεθυστική αλληλεξάρτηση του θανάτου, της τέχνης και της ερωτικής επιθυμίας. Αυτό, δε, το «πολύ σπανίως» του τίτλου καρφώνεται σαν πρόκα στο μυαλό, όπως το είχε θελήσει κάποιος άλλος, και με τον μαγικό τρόπο των ποιητικών λέξεων καταλήγει να σημάνει: συνεχώς και για πάντα.
Για του λόγου το αληθές, ζητήσαμε από ποιήτριες και ποιητές της νεότερης γενιάς –όλες και όλοι έβγαλαν το πρώτο τους βιβλίο τον 21ο αιώνα- να μιλήσουν με λίγες λέξεις για το αγαπημένο τους καβαφικό ποίημα.
Σημαντικό: ο Κ. Π. Καβάφης συγκέντρωνε και αρχειοθετούσε συστηματικά το έργο του, δημιουργώντας έτσι ένα μοναδικό λογοτεχνικό και προσωπικό αρχείο. Το Αρχείο πέρασε στη διαχείριση του Ιδρύματος Ωνάση στα τέλη του 2012 εξασφαλίζοντας τη παραμονή του στην Ελλάδα και αποφεύγοντας ενδεχόμενο κατακερματισμό του. Η επιλογή του Ιδρύματος για πλήρη και ανοικτή πρόσβαση για το σύνολο των περιεχομένων του αρχείου, οδήγησε στην ψηφιοποίηση και δημοσίευση της ψηφιακής συλλογής του Αρχείου Καβάφη, το cavafy.onassis.org/, εξασφαλίζοντας ελεύθερη πρόσβαση τόσο στην επιστημονική κοινότητα όσο και το ευρύ κοινό. Το Ίδρυμα Ωνάση, φιλοδοξώντας να κρατήσει για πάντα ζωντανό το έργο ενός ποιητή που ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του, θα ενεργοποιήσει το φθινόπωρο του 2023 νέους χώρους για το έργο του τόσο στην Αθήνα όσο και στην Αλεξάνδρεια. Στην Αθήνα, στην οδό Φρυνίχου 16, θα στεγαστεί το αρχείο και η Βιβλιοθήκη του ποιητή, καθώς και η συλλογή με προσωπικά αντικείμενα και έργα τέχνης με αναφορές στον τελευταίο. Στην Αλεξάνδρεια ανακαινίζει την Οικία Καβάφη σε συνεργασία με το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού. Οι δύο χώροι, σε Ελλάδα και Αίγυπτο, θα «συνομιλούν», καθώς θα αλληλοτροφοδοτούνται με περιεχόμενο και δράσεις.
Από 28 Απριλίου έως 6 Μαΐου η Νέα Υόρκη πλημμυρίζει με μια σειρά καλλιτεχνικών δράσεων που αποσκοπούν να γιορτάσουν τα 160 χρόνια από τη γέννηση και τα 90 από τον θάνατο του ποιητή. Με καλλιτέχνες, λογοτέχνες και πανεπιστημιακούς όπως οι Nick Cave και Bob Faust, Laurie Anderson, Λένα Πλάτωνος, Rufus Wainwright, Julianne Moore, Taylor Mac, Εύη Καλογηροπούλου, Daniel Mendelsohn, Robin Coste Lewis, Juliana Huxtable, το φεστιβάλ του Ιδρύματος Ωνάση στη Νέα Υόρκη “Archive of Desire” προσθέτει κάτι ακόμα στην παγκόσμια ακτινοβολία του Κ. Π. Καβάφη.
Ενο Αγκόλλι, «Μέρες του 1909, ’10 και ’11»
Τις «Μέρες του 1909, ’10, και ’11» (όπως και τις άλλες «Μέρες») δεν τις διδαχτήκαμε και, φευ, δε θα τις διδαχτούμε μάλλον ποτέ στο ελληνικό σχολείο, παρά τη συναρπαστική εξομολογητικότητά τους, την σπάνια αφηγηματική υφή, τον διακριτικό ρυθμό. Με συγκινούν εδώ ιδιαίτερα η αντιπαράθεση της λεπτομερούς εικονοποιίας και του απεριποίητου νέου, ο φιλοσοφικός αναστοχασμός για τη φυσική μας φθορά, και η εύρωστη στίξη. Η ομοιοκαταληξία της δεύτερης στροφής προσδίδει, θεωρώ, μια ειρωνικά επική διάσταση στην καθημερινή θεματολογία και εντείνει την επιμελημένη παραδοξότητα στον πυρήνα του κειμένου: μπορεί ο νέος να μην έγινε ποτέ «άγαλμα […] ή ζωγραφιά», αλλά έγινε, βεβαίως, ποίημα.
Βασίλης Αμανατίδης, «Εν τω μηνί Αθύρ»
Ένα ίσον κανένα, οπότε δύο. (Στον Καβάφη βρίσκω συγκλονιστικά τα προσωπεία του και τα προσωπεία είναι πάντα πολλαπλότητα, παραλλαγές, εκδοχές, αναδιπλασιασμοί, καθρεφτίσματα, προσποιήσεις.) Το 1917 στο «Εν τω μηνί Αθύρ» δημιουργεί σχεδόν ένα νέο είδος ποιήματος τεσσάρων διαστάσεων: ένα δυσδιάστατο αντικείμενο Χρόνου από λέξεις. Ο ίλιγγος του χρόνου και τα δάκρυα για την απώλεια σώματος, ομορφιάς, ζωής, επιθυμίας, ηδονής προσποιούνται πως μισοκαλύφθηκαν κάτω από έναν μουσικότατο μισοσπασμένο ίαμβο αρχαίο και μελλοντικό. Εδώ, το ψευδο-ελληνιστικό είναι με τέτοια ακρίβεια καμωμένο, ώστε έχει τη δύναμη να απλώνεται προς τον λετρισμό, την ψηφιακότητα, και το metafiction. Ένα αξιοθαύμαστο έργο τέχνης που μας υπενθυμίζει πως το πραγματικό ποίημα είναι ένα πλαστό νοητικό γλυπτό τεσσάρων διαστέσεων, με υλικά τις λέξεις, τον χρόνο και τη μνήμη, την καύλα και το πένθος. Ένα εξίσου λεκτικό και νοηματικό, οπτικό, ακουστικό-ηχητικό-ακροαματικό, οντολογικά απτικό, πολλαπλώς αισθητηριακό και συναισθησιακό Γεγονός, και μαζί ένα Αντικείμενο Ανοίκειο, Εξωγήινο, ένας μετρητής ανώτερης συνειδητότητας που μας σαρώνει όταν κοιμόμαστε. Το δεύτερο του Καβάφη που απόψε αγαπώ και θεωρώ με άλλο τρόπο εξωγήινα σύγχρονο είναι ο κατά μία έννοια αδελφός του Λεύκιου «Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.» (1929), αλλά γι’ αυτό μια άλλη φορά.
Αννα Γρίβα, «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας»
Ποίημα της ωριμότητας του Καβάφη με πρωταγωνιστή τον Ιουλιανό, ρομαντικό μιας «οριακής» εποχής, που επιθυμούσε μια αυτοκρατορία ελληνικού τρόπου, αποτρέποντας την επικράτηση του χριστιανικού κοσμοειδώλου. Στο ποίημα αυτό, οι χριστιανοί χλευάζουν τον Ιουλιανό που απομακρύνει τα λείψανα του μάρτυρα Βαβύλα από το ιερό του Απόλλωνα. Κι όταν έπειτα ξεσπά φωτιά στο απολλώνιο τέμενος, για την οποία ο αυτοκράτορας ενοχοποιεί τους χριστιανούς, εκείνοι αποκρίνονται: Δεν αποδείχθηκε· ας πάει να λέει. Ποιον ειρωνεύεται ο Καβάφης; Τον Ιουλιανό, μέσω της φωνής των χριστιανών; Ή μήπως τους χριστιανούς, που υποκρίνονται την αρετή, ενώ χαιρέκακα απολαμβάνουν τη φωτιά –χωρίς να αρνούνται την εμπλοκή τους; Εμείς, πάντως, ατενίζουμε την ήττα των ρομαντικών και την επικράτηση της υποκρισίας. Μια αιώνια παράσταση στο θέατρο της Ιστορίας.
Δήμητρα Κατιώνη, «Ο Δεκέμβρης του 1903»
Ο Δεκέμβρης του 1903 σκέφτομαι ότι είναι το προφανές, το εξόφθαλμο, το αγαπημένο ποίημα όσων το έχουν διαβάσει. Ψελλίζεται με θρησκευτική ευλάβεια και νηπιακή ντροπή. Δεν απαγγέλλεται, σίγουρα δεν τραγουδιέται. Όταν κάποιος, η ανάμνηση κάποιου σού το θυμίζει, σημαίνει έρωτα. Όταν το θυμάσαι μόνος σου, σημαίνει μοναξιά. Το απομνημονεύεις με την πρώτη ανάγνωση και το κρατάς για πάντα. Σύμβολο πίστεως ατομικό, ακουμπά στο στέρνο σου, ζεσταίνεται από το δέρμα σου. Μπροστά στον Δεκέμβρη του 1903 είμαι πάντα παιδί, σε σχολική εορτή, το μικρόφωνο κάνει παράσιτα, το χέρι μου παίζει με το μανίκι και η φωνή μου ίσα που βγαίνει.
Δήμητρα Κωτούλα, «Τρόμος» ή «τα κρυφά που ξέρουν»
Η βαρύτητα και η χάρη, το αρσενικό και το θηλυκό, η ηδονή (οι ηδονές) και η αρετή, η μνήμη και η λήθη, οι φανταστικοί εχθροί και οι τραχιές περιστάσεις, ο βίος και το όνειρο, η αντάρα της αίσθησης και το ξαστέρωμα του νου, η εξουσία του λόγου και οι αντιστάσεις της σιωπής, η καθαρεύουσα γραφή και οι αναζητήσεις στη δημοτική, η ζωτική ενέργεια του αρχαίου κόσμου και η στοχαστική γενναιότητα του χριστιανισμού: ο Κωνσταντίνος Φωτιάδης Καβάφης της στενής αλεξανδρινής κάμαρας, ποιητής «κακός» κατά τον Ε.Μ. Φόρστερ, και ο παγκόσμιος Κ.Π. Καβάφης ανιχνεύονται αναπόφευκτα στη ραχοκοκαλιά κάθε αληθινού και ανθεκτικού ελληνικού ποιητικού λόγου– υποκλίνομαι στον Κωνσταντίνο Καβάφη ακριβώς για αυτό το «αναπόφευκτα».
Στη Νέα Υόρκη διοργανώνεται έως τις 6 Μαΐου σειρά εκδηλώσεων αφιερωμένη στον σπουδαίο Αλεξανδρινό.
Αλέκος Λούντζης, «Από υαλί χρωματιστό»
Το πιο φορεμένο ή το πιο φυλαγμένο, ανακάλυψη ή επανάληψη, ποιο να ’ναι το κριτήριο του «αγαπημένου», ιδίως εκείνου του διασπορικού ολιγογράφου ποιητή, μα και τυπογράφου, και δωρητή και αρνητή διαφόρων πραγμάτων, μα όχι ανθρώπων, του μέγιστου επιμελητή (εαυτού), που έδειξε για πάντα στους επόμενους, τουλάχιστον, πώς να σβήνουμε. Κάθε επιλογή μοιάζει επισφαλής εκεί όπου η τεχνική δεν παράγει αλλά είναι συγκίνηση καθαυτή, που η ειρωνεία φέρει το αποτύπωμα από χάδι που ξαστόχησε, που όσες λέξεις έμειναν αντηχούν εκείνες που ζέσταναν το άδειο κάθισμα σε κάθε δοκιμή. Για αυτό, τώρα και εδώ, ας πούμε το «Από υαλί χρωματιστό».
Ολγα Παπακώστα, «Οσο μπορείς»
Αν και δεν είναι το ωραιότερο ποίημα του Καβάφη, το άφυλο, ανέραστο, ανιστόρητο (πλην φιλοσοφικότατο) «Όσο μπορείς» συγκαταλέγεται στα πιο αγαπημένα μου. Το θεωρώ ultra-moderne (όπως θεωρούσε και ο Καβάφης τον εαυτό του), εφιαλτικό και ακαταμάχητο. Απ’ τα μαθητικά μου χρόνια είχα τη σιγουριά ότι όποιος δίνει αυτή την συμβουλή, είτε στον αναγνώστη είτε στον εαυτό του, την έχει ήδη πατήσει και όχι μόνο δεν ζει τη ζωή που θα ’θελε, αλλά επιπλέον θα καταντήσει αργά ή γρήγορα να την αισθάνεται σαν ανυπόφορο βάρος. Κι όμως η συμβουλή δεν χάνει την αξία της, διαιωνίζεται σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία: το ποίημα γράφτηκε τρεις δεκαετίες πριν απ’ τον «Ξένο» του Καμύ, μα θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει στη γενιά του εβδομήντα.
Γιώργος Πρεβεδουράκης, «Στα 200 π.Χ.»
Η άνω τελεία στο «εμείς». Το κάτοπτρο που αναμένεται να συνθλιβεί με όλες τις σκιές μέσα. Ο ώριμος Καβάφης ναρκοθετεί περίκομψα έναν ωρολογιακό μηχανισμό τρομακτικών παρεξηγήσεων. Λίγο πριν την έναρξη της κατιούσας, πριν η καμπή γίνει καμπύλη, πριν τον, εκ νέου, κατακερματισμό. Λες και στο αμέσως επόμενο ποίημα της συγκεντρωτικής του Σαββίδη («Μέρες του 1908»), δεν είναι μόνο ο καλλιεπής 25άρης που βρίσκεται χωρίς δουλειά, να ζει απ’ τα χαρτιά, τα δανεικά και το τάβλι, αλλά ολόκληρος ο Ελληνισμός που δεν «στοχάστηκε προσαρμοστικά», που σκάλωσε μυωπικά στην ίδια του την άνω τελεία, φριχτό ξενύχτι, με τον πονοκέφαλο ν’ αντηχεί σαν αρχαίος θεός πάνω από χάπια πενικιλίνης. Σάμπως να χαραμίσαμε τη μιλιά μας σχολιάζοντας μια ζωή κάτι ακατάδεχτους Σπαρτιάτες.
Δανάη Σιώζιου, «Επάνοδος από την Ελλάδα»
Τα ποιήματα του Καβάφη άργησα να τα αγαπήσω, αν και οι γονείς μου τα αγαπούσαν πολύ: είναι ο αγαπημένος ποιητής του πατέρα μου ενώ η μητέρα μου είχε χαράξει δύο ποιήματα, τα οποία κοσμήσανε όλα τα σπίτια που αλλάξαμε και μάλιστα ένα από αυτά με ακολούθησε στο πρώτο φοιτητικό μου σπίτι της Αθήνας. Κατάφερα να συνδεθώ σιγά σιγά με τα ποιήματα όπου ο ποιητής μεταφέρει την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και τα χαρακτηριστικά τοπίων και τόπων και αυτά στα οποία διαπραγματεύεται θέματα ταυτότητας και μνήμης. Το αγαπημένο μου ποίημα παραμένει το «Επάνοδος από την Ελλάδα». Με κάνει να χαμογελάω κάθε φορά που το διαβάζω καθώς από στίχο σε στίχο το τοπίο γίνεται ενσαρκωμένο, εμπεριέχεται δηλαδή στο σώμα και τη γλώσσα, αυτό που ο ποιητής αποκαλεί μεταξύ άλλων «αίμα» και το πλοίο ταξιδεύει σε μια θάλασσα που δεν αναγνωρίζει σύνορα.
Θωμάς Τσαλαπάτης, «Ο Θεόδοτος»
Αν επιλέγω τον «Θεόδοτο» από άλλα προφανή καβαφικά αριστουργήματα είναι λόγω της εξέχουσας σκληρής εικονοποιίας του. Ο Θεόδοτος φέρνει στον Καίσαρα το κομμένο κεφάλι του αντιπάλου του Πομπήιου. Με την τελευταία στροφή του ποιήματος ο Καβάφης πολλαπλασιάζει τη φρικτή εικόνα, την κάνει μέρος της καθημερινότητας της πόλης και της ρουτίνας της και τίμημα των αποφάσεων και των επιλογών της. Η βία δεν βρίσκεται εδώ για να εντυπωσιάσει ή να προκαλέσει. Γίνεται η ουσία του ηθικού τυχοδιωκτισμού και της αξιακής χρεοκοπίας πάνω στην οποία μπορεί να στηθεί μια καθ όλα νόμιμη κανονικότητα. Το φάντασμα του Θεόδοτου παραμένει από τότε σιδερωμένο ανάμεσα στα σεντόνια των αμφίβολων κοινωνιών μας.
Μάριος Χατζηπροκοπίου, «Μύρης, Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.»
Για την (αυτο)εθνογραφική πυκνότητα. Τα ρήματα-σφυριές. «Έμαθα.» «Πέθανε.» «Πήγα.» «Στάθηκα.» «Μ’ ἔβλεπαν.» «Είδα.» Την χωρική και ακουστική ακρίβεια: ποιος μιλά, ψιθυρίζει, ακούει, δέεται· ποιος μπαίνει, τραβιέται, πετάγεται έξω, πριν να–. Την οπτική γωνία του κατωφλιού, τον θρήνο που εκτοπίζεται, «σε μια άκρη του διαδρόμου.» «Στέκομουν.» «Σκέπτομουν.» «Έχασα.» Την αντιμνήμη. «Γνωρίζαμε.» «Ήταν.» «Μα ζούσεν.» «Ρίχνονταν.» Το αντεστραμμένο μοιρολόι: βαθαίνει την απόσταση από τον νεκρό. «Θυμούμαι τώρα.» Αν όμως, εισβάλλοντας στην κάμαρη των συγγενών, τον προσφωνούσε: «σε λάτρευα», «σε έχασα για πάντα»; «Αισθάνομουν.» «Γένομουν.» «Ένοιωθα.» «Ήμουν.» Για τη φιλία, τη μοναξιά, το ρήγμα· την αραιογράμματη επανάληψη: ξένος, ξένος πολύ· πάντα.