Το άγνωστο κείμενο της Πηνελόπης Δέλτα για τους Μικρασιάτες και Πόντιους πρόσφυγες
Στις 2 Μαΐου 1941 έφυγε από τη ζωή η Πηνελόπη Σ. Δέλτα, η εμβληματική συγγραφέας τα μυθιστορήματα της οποίας αποτέλεσαν αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχαγωγίας και της διαπαιδαγώγησης πολλών γενεών.
Πέντε ημέρες πριν, στις 27 Απριλίου, όταν τα ναζιστικά στρατεύματα έμπαιναν στην Αθήνα η Πηνελόπη Δέλτα, θέλοντας να αυτοκτονήσει, είχε πάρει ισχυρή δόση δηλητηρίου.
Στην απόφασή της αυτή ρόλο έπαιξε και το ίδιο το γεγονός της εισβολής των Ναζί αλλά και η ιδιαίτερα επιβαρυμένη ψυχολογική κατάστασή της.
Εξάλλου, ήδη από το 1925 είχε βυθιστεί σε ένα βαθύ προσωπικό πένθος για τον θάνατο του μεγάλου έρωτα της ζωής της, Ίωνα Δραγούμη.
Η Δέλτα για τους πρόσφυγες
Τα μνημειώδη μυθιστορήματα της Πηνελόπης Δέλτα είναι φυσικά πασίγνωστα, λιγότερο γνωστά όμως είναι κείμενά της με τα οποία η συγγραφέας παρέμβαινε δημοσίως θέλοντας να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη για ζητήματα που ίδια θεωρούσε υψίστης σημασίας.
Ένα τέτοιο κείμενό της είναι και αυτό που δημοσίευσε στο «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» της 16ης Ιανουαρίου 1924.
Με το κείμενο αυτό η Πηνελόπη Δέλτα, λίγους μόλις μήνες μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, προσπαθεί να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη σχετικά με τις άθλιες συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν οι εκατοντάδες χιλιάδες Μικρασιάτες και Πόντιοι πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Τίτλος του κειμένου: «Και οι πρόσφυγες αποθνήσκουν».
Γράφει η Πηνελόπη Δέλτα:
«Και οι πρόσφυγες αποθνήσκουν σωρηδόν!
»Και το κρύο δυναμώνει ολοένα στα βόρεια μέρη και το χιόνι σκεπάζει όλην την Μακεδονία και την Θράκη, όπου τα τελευταία ανθρώπινα ράκη της Μικρασιατικής τραγωδίας, αδυνατισμένα και εξηντλημένα από τα Τουρκικά βασανιστήρια, ήλθαν κ’ έπεσαν για να πεθάνουν.
»Και όμως το τελωνείο είνε γεμάτο από ρούχα ζεστά, κουβέρτες, επανωφόρια, προβιές, που ανήκουν σ’ εμπόρους πρόθυμους να τα δώσουν με λογικές τιμές κατά χιλιάδες στα ταμεία της περιθάλψεως.
»Αλλά τα ταμεία αυτά δεν επαρκούν στις καταθλιπτικές ανάγκες των γυμνών και πεινασμένων. Δίνουν, δίνουν καθημερινώς, αλλά η δυστυχία μένει μεγαλείτερη από τα μέσα του.
»Κυρίες, κύριοι, μητέρες και παιδιά, ρίξετε μια ματιά στους απέραντους χιονοσκεπασμένους κάμπους της Μακεδονίας.
»Δήτε τα ανθρώπινα κουβαριασμένα σώματα, ριχμένα κατά χιλιάδες κάτω από υπόστεγα μισάνοιχτα όπου σφυρίζει ο Βαρδάρης. Κυττάξετε τα σκελετιασμένα σταχτόχλωμα παιδικά προσωπάκια, συσπασμένα από την οδύνη.
»Τ’ αγριεμένα πρόσωπα των μητέρων που τα μαζεύουν στην αγκαλιά τους, χωρίς να κατορθώνουν να τα ζεστάνουν στα ξυλιασμένα γυμνά τους στήθη.
»Δήτε τις πόρτες των σπιτικών της Θεσσαλονίκης πολιορκημένες από γυναικόπαιδα κουρελιασμένα, ακούσετε τα κλάματα τους, την προσευχή τους, την άγριά τους παράκληση να τους ανοιχθή η πόρτα, να τους δοθή ένα ζεστό να πιούν, μια κουρελιασμένη έστω κουβέρτα, ένα κομματάκι ψωμί.
»Δήτε το πένθιμο κομπολόγι από ξυλιασμένα παιδικά σωματάκια που μεταφέρονται κάθε πρωί από τους καταυλισμούς στο νεκροταφείο, ριγμένα το ένα πλάγι στο άλλο πάνω στα δημαρχικά φορεία. Και σπλαχνισθήτε την απέραντη αυτή δυστυχία.
«Κυρίες, που ριγηλαί τυλίγεστε στις βαρύτιμες γούνες σας πίνοντας αρωματικό καυτό τσάι πλάγι στη ζωηρή φλόγα του τζακιού σας.
»Κύριοι, που στο ζεσταμένο εστιατόριο εστιατόριο ή γύρω στο τραπεζάκι του μπριτζ και του πόκερ της λέσχης συζητείτε αμέριμνοι τα της ημέρας.
»Μητέρες, που κάθε βράδυ σκυμμένες στην κούνια του παιδιού σας, τρυφερά το τυλίγετε στα χνουδάτα του παπλώματα, δώσετε, δώσετε πολλά, δώσετε γρήγορα, όχι κατά μονάδες και δεκάδες, αλλά δώσετε κατά χιλιάδας. (…)
»Δώσετε, οι χορτασμένοι και οι ντυμένοι στους γυμνούς και πεινασμένους, δώσετε πριν πεθάνουν οι τελευταίοι δυστυχισμένοι αδελφοί μας, που δεν έφταιξαν για τη σημερινή απερίγραπτη δυστυχία.
»Τις συνεισφορές σας μπορείτε να τις στέλετε στο Πατριωτικό Ίδρυμα που θα φροντίζη με τα προσφυγικά του τμήμα να τα μοιράση και στη Μακεδονία και σε άλλα μέρη όπου είνε μεγαλύτερη η ανάγκη.