«Καλή τύχη σε όσους προσπαθούν να εμποδίσουν τους νέους να διαβάσουν το The Handmaid’s Tale. Θα τους κάνουν να θέλουν να το διαβάσουν οπωσδήποτε», είχε γράψει προ μηνός η Μάργκαρετ Ατγουντ στο New Yorker, με αφορμή την απόσυρση του βιβλίου της (στα ελληνικά, «Η ιστορία της θεραπαινίδας») από αμερικανική σχολική βιβλιοθήκη έπειτα από απαίτηση θρησκευτικής ένωσης γονέων. Η συγγραφέας στηλίτευσε και πάλι τη λογοκρισία που υφίστανται τα βιβλία στις ΗΠΑ, σε συζήτηση που είχε στην Αθήνα, στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος, με τον ποιητή Χάρη Βλαβιανό («Κ», 7.4). Διότι τα βιβλία –και όχι μόνο– υφίστανται στο μεγάλο χωνευτήρι της Δύσης διπλό κύμα διώξεων και ελέγχου, τόσο από το κίνημα των υπερσυντηρητικών τραμπικών όσο και από εκείνο των ακραίων της πολιτικής ορθότητας. Οι νεοπουριτανοί βρίσκονται στη μία όψη του πνευματικού και κοινωνικού ολοκληρωτισμού, με πληθώρα απαγορεύσεων, διακρίσεων, αποκλεισμών. Επιβάλλουν έναν νέο σκοταδισμό στα σχολεία εξοβελίζοντας επιστημονικές θεωρίες, απαγορεύοντας εικόνες αριστουργημάτων –κατ’ αυτούς «πορνογραφικές»– της παγκόσμιας τέχνης, αποσύροντας από σχολικές και άλλες βιβλιοθήκες μέχρι στιγμής 2.561 τίτλους βιβλίων («Κ», 30.3). Στην άλλη όψη βρίσκονται οι εκτροχιασμένοι της πολιτικής ορθότητας, η οποία, ενώ έδωσε φωνή στους καταδικασμένους στην αφωνία και αποσφράγισε καταπίεση αιώνων, συχνά ολισθαίνει στη γλωσσική αστυνόμευση και τη λογοκρισία, στην πολιτικοποίηση της καθημερινότητας και την ταύτιση της διαφωνίας με ηθικά παραπτώματα, στον παρωπιδικό διδακτισμό στις εκδόσεις και τα κολέγια, στον έλεγχο των δημόσιων συμπεριφορών, σε ένα κυνήγι των «μαγισσών» που καταστρέφει καριέρες και ζωές.
Εν ολίγοις, δύο ρεύματα που εκπηγάζουν από αντίθετα σημεία του ιδεολογικού ορίζοντα, εκβάλλουν στον ίδιο αυταρχικό βάλτο. Εκεί δρουν όσοι «καίνε» βιβλία και επιβάλλουν το τι θα διδάσκεται σε δημόσια πανεπιστήμια και σχολεία, όπως και όσοι αφαιρούν από μεγάλα έργα του παρελθόντος λέξεις και φράσεις «προσβλητικές» με βάση τα σημερινά ηθικά μέτρα· εκείνοι που εκμεταλλεύονται την καταδίκη της (πολιτικά ορθής) κοινωνικής τιμωρίας προκειμένου να αντιτεθούν στο κίνημα #MeToo και στο Black Lives Matter και όσοι αντιλαμβάνονται την πολιτική ορθότητα, που μετεξελίχθηκε σε κουλτούρα ακύρωσης και στη συνέχεια σε αφύπνιση ή εγρήγορση, «ως διαρκή απαίτηση για λογοδοσία».
Ομως, δεν πολεμάς τον συστημικό ρατσισμό καταργώντας τη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών και Λατινικών σε τμήματα κλασικών σπουδών. Δεν αποκαθιστάς την αλήθεια εξαλείφοντας ό,τι συνδέεται με την αποικιοκρατία. Δεν ανατρέπεις στερεότυπα ξαναγράφοντας τη λογοτεχνία. Δεν τροποποιείς κοινωνικά δεδομένα αποσύροντας από τη δημόσια συζήτηση βαριά πεπραγμένα. Με τη γομολάστιχα δεν σβήνεις το παρελθόν. Η Ιστορία δύναται να ερμηνευτεί, αλλά όχι να διαγραφεί· και η ερμηνεία μορφώνει, χτίζει επιχειρήματα και κριτήρια, τρέφει τη δύναμη κατανόησης που είναι απαραίτητη, όχι για τη συγχώρεση αλλά για τη μη επανάληψη των ίδιων λαθών.
Στον ίδιο αυταρχικό βάλτο καταλήγουν οι νεοπουριτανοί τραμπικοί και οι εκτροχιασμένοι της κουλτούρας ακύρωσης.
Η κατάχρηση της ιδιωτικής εξουσίας για την τιμωρία μιας υποτιθέμενης προσβλητικής στάσης ή ομιλίας διαστρεβλώνει τη σκέψη, όσο και ο νεοπουριτανισμός. Αν ο ολοκληρωτικός νεοσυντηρητισμός «καίει» ιδέες, θεωρίες, πρόοδο και αξίες, τα νεοηθικά φίλτρα της «ακύρωσης» και η στενή μονοσήμαντη κυριολεξία στεγνώνουν τον λόγο, στερούν από την έκφραση το εσωτερικό επιφώνημα, τον αστεϊσμό, την έκπληξη, τον σαρκασμό, το πνεύμα, τον υπαινιγμό, την ειρωνεία, την αλληγορία. Ο,τι αντιλαμβανόμαστε αποκρυπτογραφώντας το. Αμφότερα τα κινήματα αποσύρουν έργα αιώνων, εξαφανίζουν ένα πλήθος ενδιάμεσων νοημάτων, μεταξύ του οικείου και ενός άλλου σύμπαντος, του πραγματικού και του φανταστικού. Ξηλώνουν την πλέξη της επικοινωνίας και του διαλόγου.
Ο τραμπικού τύπου ακραίος συντηρητισμός και η προκρούστεια υπερβολή της πολιτικής ορθότητας βαθαίνουν τις αβύσσους μεταξύ των πολωμένων στρατοπέδων –ο κυρίαρχος λόγος στο ένα θεωρείται εκτός ορίων στο άλλο–, κλιμακώνουν την εχθροπάθεια. Φθείρουν την κοινωνική δεξιότητα των ανθρώπων να διαφωνούν σεβόμενοι τη γνώμη των άλλων, να καταδικάζουν ό,τι αποδεδειγμένα είναι ορθό να καταδικαστεί –όχι να τιμωρούν πταίσματα ως κακουργήματα– και να ζητούν οικειοθελώς συγγνώμη όταν σφάλλουν ή προσβάλλουν.
Είναι ένας πόλεμος που γεννά μισαλλοδοξία στα άκρα και σύγχυση στο κέντρο και δεν μοιάζει να λήγει, αλλά σταθερά να προηγείται των νόμων της λογικής και να εξαπλώνεται.