Οι επιτυχίες των Βενετών στο Ιόνιο και την Πελοπόννησο κατά τον Στ’ Βενετοτουρκικό Πόλεμο – Η εκστρατεία στην Αθήνα και oι ανεπανόρθωτες ζημιές στα μνημεία της Ακρόπολης
Ο Στ’ Βενετοτουρκικός Πόλεμος
Στα τέλη του Ιανουαρίου 1684 οι Βενετοί αποφάσισαν να ξεκινήσουν τον πόλεμο εναντίον των Οθωμανών και επέλεξαν για Αρχιστράτηγο του εκστρατευτικού σώματος, τον ένδοξο παλαίμαχο του Χάνδακα (Ηράκλειου Κρήτης) Francesco Morosini. Στις 25 Απριλίου 1684 η Γαληνοτάτη κήρυξε τον πόλεμο στους Οθωμανούς. Ταυτόχρονα άρχισε να προβαίνει σε ενέργειες για τη στρατιωτική της προετοιμασία. Έβγαλε σε πλειοδοσία, όπως και στον Κρητικό Πόλεμο, κρατικά αξιώματα και τίτλους ευγενείας για συγκέντρωση χρημάτων, έκανε εκτεταμένες στρατολογίες στην ιταλική χερσόνησο, στα γερμανικά κρατίδια και σε άλλες περιοχές της δυτικής Ευρώπης, εξασφάλισε οικονομική αλλά και στρατιωτική βοήθεια από την Αγία Έδρα και την Σαβοΐα και τη σύμπραξη των ναυτικών δυνάμεων της Τοσκάνης (τους ιππότες του Αγίου Στεφάνου) και της Μάλτας.
Παράλληλα πέτυχε την απόσπαση από τον Αυστριακό στρατό μερικών έμπειρων στρατιωτικών όπως του κόμη Strasoldo. Στις 10 Ιουνίου 1684 ο Morosini ξεκίνησε μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα για το Ιόνιο. Ο στόλος του απαρτιζόταν από 3 γαλέρες και 4 γαλεάσες, αλλά πριν φτάσει στην Κέρκυρα ενισχύθηκε από άλλες 20 γαλέρες: 4 βενετικές, 5 του Πάπα, 7 της Μάλτας και 4 της Τοσκάνης. Στον στόλο αυτό προστέθηκαν οι ναυτικές δυνάμεις που ναυλοχούσαν στην Κέρκυρα και τουλάχιστον 6 γαλέρες εξοπλισμένες από τους Έλληνες του Ιονίου (1 κερκυραϊκή, με σοπρακόμιτο, δηλαδή κυβερνήτη, τον Γεώργιο Κοκκίνη, 2 κεφαλλονίτικες με κυβερνήτες τους Ιάκωβο Μεταξά και Νικόλαο Πινιατόρο και 3 ζακυνθινές με σοπρακόμιτους τους Αγησίλαο Σιγούρο, Νικόλαο Λογοθέτη και Κωνσταντίνο Μινώτο. Μάλιστα έχοντας σχετική πληροφόρηση οι Κερκυραίοι και οι Ζακυνθινοί ξεκίνησαν τις προετοιμασίες από τον Φεβρουάριο του 1684. Στις δυνάμεις του Morosini προστέθηκαν 2.000 Επτανήσιοι στρατιώτες και άγνωστος αριθμός Ελλήνων κωπηλατών για τις γαλέρες.
Αλλά και πολλοί επιφανείς Έλληνες εντάχθηκαν ως εθελοντές στις δυνάμεις του Morosini: οι Κεφαλλονίτες Ιωάννης Βαπτιστής Μεταξάς και Άγγελος Δελλαδέτσιμας που ανέλαβαν την διοίκηση στρατιωτικών μονάδων από Επτανήσιους, Ηπειρώτες και Βενετούς στρατιώτες, ο Ευστάθιος Λογοθέτης, ανιψιός του σοπρακόμιτου Νικόλαου που εξόπλισε με δικά του έξοδα στρατιωτική δύναμη από 150 Ζακυνθινούς στρατιώτες, ο επίσης Ζακυνθινός Άγγελος Δε-Νέγκρης, οι αδελφοί Φραγκίσκος και Ευστάθιος Βλαστός, ο Κερκυραίος Ευστάθιος Ρωμανός ή Μανέτας, διοικητής μικρής ναυτικής καταδρομικής μοίρας κ.ά.
Στις 21 Ιουλίου 1684 άρχισε η πολιορκία της Λευκάδας, που παραδόθηκε μετά από πιέσεις των περίπου 500 Αλβανών και των 200 Ελλήνων της φρουράς του κάστρου της στις 6 Αυγούστου από τον διοικητή του Μπεσίρ Αγά. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, Κεφαλλονίτες λεηλάτησαν την Λευκάδα (γνωστής τότε και ως Αγίας Μαύρας) κλέβοντας 24.000 πρόβατα τα οποία επέστρεψαν ύστερα από παρέμβαση του Morosini.
Ακολούθησε η πολιορκία και η κατάληψη του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού και η πολιορκία της Πρέβεζας που παραδόθηκε στους Βενετούς στις 29 Σεπτεμβρίου 1684. Παράλληλα Βενετοί και Έλληνες εκκαθάριζαν την περιοχή της Βόνιτσας και του Καρβασαρά (Αμφιλοχίας) από οθωμανικές δυνάμεις. Το φθινόπωρο του 1684 ο Morosini διόρισε τον Άγγελο Δελλαδέτσιμα στρατιωτικό διοικητή της περιοχής από τον Αμβρακικό Κόλπο ως τις εκβολές του Αχελώου.
Κάποιες στρατιωτικές αποτυχίες των Βενετών στο Cetinje της Δαλματίας οδήγησαν τον Morosini να στραφεί προς την Πελοπόννησο. Τον χειμώνα του 1684-1685 ξεκίνησε εκτεταμένες στρατολογήσεις μισθοφόρων από γερμανικές πόλεις και τη Βόρεια Ιταλία.
Στο μεταξύ οι Χιμαριώτες που είχαν ξεσηκωθεί δέχθηκαν επίθεση από τον σερασκέρη (στρατιωτικό διοικητή) της Πελοποννήσου Ισμαήλ πασά. Τους Χιμαριώτες προσπάθησε να ανακόψει μάταια ο πασάς του Δελβίνου που τράπηκε σε φυγή. Μετά τη νίκη τους οι Χιμαριώτες έστειλαν στον Morosini στην Κέρκυρα τα κεφάλια των εχθρών τους ζητώντας δύο γαλέρες με όπλα και πολεμοφόδια.
Από την άλλη πλευρά, η πολεμική ικανότητα των Οθωμανών ήταν τραγική. Ο σουλτάνος για να ξεσηκώσει τον λαό του πρόσφερε 1.000.000 γρόσια από το προσωπικό του ταμείο και κατέθεσε στο νομισματοκοπείο χρυσά και αργυρά κοσμήματα. Η ανταπόκριση ήταν ανύπαρκτη! Μόνο ο μεγάλος βεζίρης υποσχέθηκε να εξοπλίσει και να μισθοδοτήσει 1.000 στρατιώτες. Οι τιμαριούχοι δεν συμμετείχαν πλέον οι ίδιοι στους πολέμους, οι πασάδες είχαν εξαντληθεί από τις διαρκείς συγκρούσεις και πολλοί κάτοικοι των κάμπων ανέβηκαν στα βουνά για να αποφύγουν τη στρατολόγηση.
Έτσι ο σουλτάνος αναγκάστηκε να υποχρεώσει με διάταγμα κάθε σπίτι να «δίνει» έναν στρατιώτη. Αρχιστράτηγος στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα ορίστηκε ο Οσμάν πασάς που επιτέθηκε κατά των Μανιατών καίγοντας χωριά και σφάζοντας γυναικόπαιδα. Οι Μανιάτες αντεπιτέθηκαν και σκότωσαν 1.800 Τούρκους αναγκάζοντας τον Οσμάν να υποχωρήσει. Οι δυνάμεις των Βενετών και των συμμάχων τους κινήθηκαν κατά της Κορώνης. Θέλοντας να εκφοβίσει τους πολιορκημένους ο Morosini διέταξε να καρφώσουν τα κεφάλια 120 Τούρκων σε δόρατα μαζί με τις σημαίες που είχαν αποσπάσει. Στην Κορώνη βρίσκονταν 12.000 Οθωμανοί υπερασπιστές. Μετά από πολύωρη μάχη οι πολιορκητές μπήκαν στο φρούριο το οποίο και παρέδωσαν στις φλόγες. Λέγεται ότι δολοφονήθηκαν 3.000 άτομα, 200 φυλακίστηκαν και 1.200 γυναικόπαιδα έγιναν δούλοι.
Στην πολιορκία πήραν μέρος και 230 Μανιάτες υπό τον Ζακυνθινό ευπατρίδη Παύλο Μακρή. Το μικρό αυτό τμήμα ήταν ο πυρήνας ενός ισχυρότερου επαναστατικού σώματος των Μανιατών. Μετά την Κορώνη, ακολούθησε το φρούριο της Ζαρνάτας, η Καλαμάτα, το κάστρο της Κελεφάς και το κάστρο του Πασαβά το οποίο καταλήφθηκε μετά από αλλεπάλληλες επιδρομές Μανιατών (υπό τους Μακρή, Δοξαρά, Γιατράκο και Θεόδωρο Βούλτσο) και 500 Δαλματών με επικεφαλής τον Γκριγκόριεβιτς. Στις 11 Νοεμβρίου 1685 καταλήφθηκε και κατεδαφίστηκε το φρούριο της Ηγουμενίτσας.
Την άνοιξη του 1866 ξεκίνησε η νέα φάση του βενετοτουρκικού πολέμου. Διοικητής των συμμαχικών στρατευμάτων κατά των Οθωμανών διορίστηκε έναντι παχυλής αμοιβής, ο γενναίος, γερμανόφωνος Σουηδός στρατιωτικός και διπλωμάτης Otto Wilhelm Konigsmark (1639-1688). Παράλληλα, οι δυνάμεις των Βενετών ενισχύθηκαν από νέους μισθοφόρους, 14 γαλέρες και έμπειρους αξιωματικούς και μηχανικούς, ειδικούς στις πολιορκίες. Τον Ιούνιο του 1686 καταλήφθηκαν τα δύο φρούρια της Πύλου και τον Ιούλιο η Μεθώνη και το φρούριο της Αρκαδιάς (Κυπαρισσία). Ο δρόμος για την πρωτεύουσα της Πελοποννήσου, το Ναύπλιο, ήταν πλέον ανοιχτός. Μετά από πολυήμερη πολιορκία τον Αύγουστο του 1686, η πόλη έπεσε στα χέρια των Morosini και Konigsmark. Στη μάχη που προηγήθηκε σκοτώθηκαν 1.400 Οθωμανοί και 350 Χριστιανοί. Ο Morosini δέχτηκε το αίτημα των 2.000 Ελλήνων του Ναυπλίου που εκπροσωπήθηκαν από τον Μητροπολίτη Σύλβεστρο να διατηρήσουν τα πατροπαράδοτα προνόμια αυτονομίας. Το μεγαλύτερο τζαμί του Ναυπλίου μετατράπηκε σε καθολικό καθεδρικό ναό. Ο ηττημένος σερασκέρης Ισμαήλ πασάς κατευθύνθηκε προς τη Βοστίτσα (Αίγιο). Στις οθωμανικές φρουρές στον Μοριά επικράτησε σύγχυση και πανικός. Μάλιστα στην Καρύταινα οι στρατιώτες στασίασαν, έσφαξαν τον διοικητή τους και εγκατέλειψαν το φρούριο. Αλλά και ο Καπουδάν πασάς (Αρχιναύαρχος) που είχε σπεύσει για βοήθεια στον Σαρωνικό, ανέκρουσε πρύμναν και επέστρεψε στα Δαρδανέλια. Παρά τη φυγή μισθοφόρων και την επιδημία χολέρας, ο Morosini κατάφερε να καταλάβει την Πάτρα, τη Ναύπακτο και το Αντίρριο όπου ο νέος σερασκέρης Ισμαήλ πασάς έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και ανατίναξε το φρούριο και δύο πύργους (Ιούλιος 1687). Στις 27 Ιουλίου ο Ζακυνθινός Δε-Νέγκρης πέτυχε την παράδοση του Χλουμουτσίου (Castel-Tornese) ενώ στις 7 Αυγούστου οι βενετικές δυνάμεις έφτασαν στην Κόρινθο την οποία είχε εγκαταλείψει η φρουρά της, ενώ οι Μανιάτες κατέλαβαν και την Καρύταινα. Έτσι τελευταίο οθωμανικό προπύργιο στον Μοριά ήταν η Μονεμβασιά.
Η πολιορκία και κατάληψη της Αθήνας από τις δυνάμεις των Morosini-Konigsmark (1687)
Τον Οκτώβριο του 1686 ο στόλος του Morosini βρέθηκε στον Πειραιά. Εκεί έσπευσαν να τον συναντήσουν εκ μέρους των κατοίκων της Αθήνας, ο Μητροπολίτης Ιάκωβος Α’ και οι πρόκριτοι Σταμάτης Γάσπαρης, Μιχαήλ Δημάκης, Γεώργιος Δούσμανης και Ιάκωβος Δαμίστρος και του πρόσφεραν 9.000 ρεάλια ως ετήσιο φόρο υποτελείας, αναγνωρίζοντας έμμεσα τη βενετική κυριαρχία.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 1687 ο βενετικός στόλος μετά την κατάληψη σχεδόν ολόκληρου του Μοριά, έπλευσε στον Σαρωνικό και αποβίβασε στον Πειραιά 9.880 άνδρες και 870 ιππείς. Το ίδιο βράδυ ο Konigsmark έλαβε θέσεις στους ελαιώνες της Ιεράς Οδού προς την Ελευσίνα. Οι περισσότεροι Τούρκοι άμαχοι εσπευσμένα εγκατέλειψαν την πόλη. Η φρουρά όμως μαζί με λίγους Τούρκους και τις οικογένειές τους κλείστηκαν στην Ακρόπολη. Ο αγάς του κάστρου αρνήθηκε την πρόταση να αποχωρήσουν με ασφάλεια και ανενόχλητα ,καθώς ανέμενε ενισχύσεις από τον σερασκέρη της Ρούμελης.
Οι Τούρκοι είχαν κατεδαφίσει τον ναό της Αθηνάς Νίκης και στη θέση του έχτισαν έναν προμαχώνα. Παράλληλα πολλά μικρά οικήματα (κατοικίες στρατιωτών και πολιτών) χτίστηκαν στον περίβολο του Ιερού Βράχου στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιήθηκαν οικοδομικά υλικά κυρίως από τα αρχαία μνημεία. Αλλά και λίγο πριν την πολιορκία ο αγάς ενίσχυσε την άμυνα της Ακρόπολης γκρεμίζοντας μερικά ακόμα αρχαία μνημεία κυρίως από την πλευρά των Προπυλαίων και χρησιμοποιώντας τα δομικά υλικά τους για τα νέα οχυρωματικά έργα.
Το αρχικό σχέδιο των πολιορκητών προέβλεπε τον στενό αποκλεισμό του κάστρου και τη διάνοιξη σηράγγων στους πρόποδες της Ακρόπολης όπου θα τοποθετούνταν εκρηκτικά για την ανατίναξη του τείχους. Παρά την αντίσταση των Οθωμανών οι πολιορκητές έφτασαν ως το σπήλαιο της Αγλαύρου. Εκεί όμως η προσπάθεια τους τερματίστηκε καθώς ο βράχος ήταν πολύ σκληρός. Οι Ενετοί κατέλαβαν ότι η άλωση της Ακρόπολης θα γινόταν μόνο με βομβαρδισμό. Παρά τις συνεχείς παρενοχλήσεις των Οθωμανών ο επικεφαλής του πυροβολικού Αντόνιο Μουτόνι εγκατέστησε δεκαπέντε τηλεβόλα στον λόφο των Μουσών, εννιά στην Πνύκα και πέντε όλμους στον Λόφο του Άρειου Πάγου. Σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές ο Μουτόνι δεν ήταν ιδιαίτερα ικανός στρατιωτικός. Τα πιο πολλά βλήματα των τηλεβόλων περνούσαν πάνω από την Ακρόπολη και έπεφταν στην άλλη πλευρά του κάστρου σκοτώνοντας τους πολιορκητές.
Έτσι ο Μorosini διέταξε την τοποθέτηση μιας νέας πυροβολαρχίας στα ανατολικά του κάστρου ενώ διορίστηκε και κάποιος αξιωματικός που λεγόταν Λέανδρος ως συνεργάτης του Μουτόνι. Στις 22 Σεπτεμβρίου 1687 οι Ενετοί ξεκίνησαν την εκσκαφή χαρακωμάτων κοντά στις πυροβολαρχίες τους και ταυτόχρονα προσπάθησαν να ανοίξουν νέες σήραγγες. Στις 25 Σεπτεμβρίου από πυρά των πολιορκητών ανατινάχτηκε ένα μεγάλο μέρος των Προπυλαίων όπου υπήρχε αποθηκευμένη πυρίτιδα. Τότε ένας φυγάς από την Ακρόπολη ενημέρωσε τον Μοrosini ότι οι Οθωμανοί είχαν συγκεντρώσει όλη τη δυναμίτιδα και τα πολύτιμα αντικείμενα τους στον «Ναό» (δηλαδή τον Παρθενώνα) καθώς πίστευαν ότι οι πολιορκητές δεν θα βομβάρδιζαν το περικαλλές μνημείο. Κι όμως μόλις πληροφορήθηκαν όλα αυτά οι Ενετοί έστρεψαν όλα τα τηλεβόλα τους προς τον Παρθενώνα αδιαφορώντας για τις ζημιές που θα προκαλούσαν. Αρχικά κανένα βλήμα δεν προξένησε φθορές, καθώς όλα εξοστρακίζονταν στη μαρμάρινη στέγη του Παρθενώνα με τη μικρή κλίση.
Όμως το απόγευμα της 26ης Σεπτεμβρίου 1687, γύρω στις 17:30 ένα βλήμα που εκτοξεύθηκε από την πυροβολαρχία ενός Ανθυπολοχαγού από τη χανσεατική πόλη του Λούνεμπουργκ ,γράφει ο Λευτέρης Καντζίνος, τρύπησε τη στέγη του Παρθενώνα και έπεσε πάνω στην αποθηκευμένη πυρίτιδα. Η καταστροφή του Παρθενώνα ήταν σχεδόν ολοκληρωτική όμως όχι μόνο δε λύπησε τους πολιορκητές, αντίθετα προκάλεσε ντελίριο ενθουσιασμού ανάμεσά τους! «Viva la nostra Repubblica» («Ζήτω η Δημοκρατία μας») κραύγαζαν. Οι τρεις από τους τέσσερις τοίχους του σηκού κατέρρευσαν. Τα τρία πέμπτα των αναγλύφων της ζωφόρου κατέπεσαν και όλη η στέγη του Παρθενώνα διαλύθηκε. Γκρεμίστηκαν ακόμα έξι κίονες από τη νότια κιονοστοιχία του και όλοι οι κίονες εκτός από έναν του ανατολικού πτερού. Συνολικά 28 από τους 46 κίονες κατέπεσαν. Το ίδιο συνέβηκε και με τα επιστύλια, τα τρίγλυφα και τις μετόπες. Η φωτιά που εκδηλώθηκε έκαψε ό,τι είχε απομείνει από τον ναό και τα γύρω κτίρια και έσβησε μόνη της δύο μέρες αργότερα.
Η παράδοση των Οθωμανών – Η λεηλασία της Ακρόπολης
Οι νεκροί Οθωμανοί από την έκρηξη, την πυρκαγιά και τα θραύσματα των μαρμάρων που εκτοξεύτηκαν, ήταν περίπου 300. Δεν παραδόθηκαν όμως, αναμένοντας ενισχύσεις από τη Θήβα. Πραγματικά στις 28 Σεπτεμβρίου φάνηκαν τα πρώτα τουρκικά στρατεύματα στην Αττική. Ο Konigsmark επιτέθηκε εναντίον τους και τα έτρεψε σε φυγή. Τότε πολιορκημένοι ύψωσαν λευκή σημαία και άρχισαν διαπραγματεύσεις με τους Ενετούς. Τελικά μετά από παραίνεση του Konigsmark, ο Morosini δέχτηκε να αποχωρήσουν με ασφάλεια οι Οθωμανοί. Έτσι στις 4 Οκτωβρίου 1687, όσοι Τούρκοι επέζησαν από την πολιορκία ξεκίνησαν πεζή (η λέξη είναι επίρρημα που προέρχεται από τη δοτική του επιθέτου «πεζή» και υπάρχει ήδη από την αρχαιότητα) για τον Πειραιά απ’ όπου θα αναχωρούσαν για διάφορα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη διάρκεια της πορείας κάποιοι Ευρωπαίοι στρατιώτες επιχείρησαν να αρπάξουν τα λιγοστά υπάρχοντα των Οθωμανών και να βιάσουν τις γυναίκες τους.
Ο Μοrosini και ο Konigsmark εισήλθαν θριαμβευτικά στην πόλη όπου τους υποδέχθηκαν ο νέος Επίσκοπος Αθανάσιος Β’ και οι πρόκριτοι της Αθήνας που διακήρυξαν την πίστη τους στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας.
Ο Μοrosini επέτρεψε την αυτοδιοίκηση των Αθηναίων και αναγνώρισε τα δικαιώματα του Επισκόπου και του Κλήρου. Έπειτα τελέστηκε δοξολογία σε ένα από τα μεγαλύτερα τεμένη της πόλης το οποίο μετατράπηκε στον ναό του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Στη συνέχεια ο Μοrosini ανέβηκε στην Ακρόπολη και διέταξε την αποκόλληση ενός τμήματος από το δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα στο οποίο υπήρχε αναπαράσταση του Ποσειδώνα με δύο μεγαλοπρεπή άλογα της Αθηνάς. Όμως οι σκαλωσιές οι οποίες στήθηκαν γι’ αυτόν τον σκοπό δεν ήταν στέρεες και τα γλυπτά έπεσαν και κομματιάστηκαν.
Ο Μοrosini προσπάθησε να δικαιολογηθεί λέγοντας ότι το αέτωμα ήταν στερεωμένο χωρίς κονίαμα και ότι τα περισσότερα ανάγλυφα που είχαν διασωθεί είχαν κλονιστεί σοβαρά από την προηγούμενη έκρηξη. Η Άννα Όκερχιλμ κυρία επί των τιμών της συζύγου του Konigsmark συγκλονισμένη έγραψε στο ημερολόγιο της: «Ο κόσμος δεν θα μπορέσει ποτέ να κτίσει ξανά τέτοιο αριστούργημα». Η είδηση για την καταστροφή του Παρθενώνα έφτασε γρήγορα στη Δύση προκαλώντας οργή και θλίψη. Ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία της ανθρωπότητας είχε υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές… Δυστυχώς όπως θα δούμε σε επόμενο άρθρο μας, οι Βενετοί εγκατέλειψαν γρήγορα την Αθήνα και οι κάτοικοί της αναγκάστηκαν να εκπατριστούν για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων.
Πηγές: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τ. ΙΑ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Λευτέρης Καντζίνος, «ΑΘΗΝΑ 1204-1456-ΤΑ ΑΓΝΩΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, 2019