Η πολιτική ορθότητα μπορεί να είναι ένα εργαλείο προκειμένου να θεραπευτούν άρρωστα φαινόμενα και να εκπαιδευτεί και να ευαισθητοποιηθεί η κοινή γνώμη μιας χώρας. Μπορεί όμως και να μετατραπεί σε κάτι πολύ ακραίο, ακόμη και γελοίο
Η πολιτική ορθότητα μπορεί να είναι ένα εργαλείο προκειμένου να θεραπευτούν άρρωστα φαινόμενα και να εκπαιδευτεί και να ευαισθητοποιηθεί η κοινή γνώμη μιας χώρας. Μπορεί όμως και να μετατραπεί σε κάτι πολύ ακραίο, ακόμη και γελοίο. Σε αυτό το σημείο μοιάζει να πλησιάζουν τα αμερικανικά πανεπιστήμια, τα οποία συχνά ακολουθούν και τα πανεπιστήμια των δυτικών χωρών. Ολο και περισσότεροι άνθρωποι που διδάσκουν ή σπουδάζουν σε αυτά νιώθουν ότι, στην καλύτερη περίπτωση, πνίγονται από τον οδοστρωτήρα της πολιτικής ορθότητας. Και δεν μιλάμε για οπαδούς του Τραμπ ή νοσταλγούς του Ρέιγκαν. Αλλά ακόμη και για ανθρώπους που για τα ελληνικά και τα ευρωπαϊκά δεδομένα είναι κεντροαριστεροί ή αριστεροί. Κανείς δεν μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα γιατί διατρέχει τον κίνδυνο να δεχθεί βιτριολικές επιθέσεις αν ξεφύγει, έστω και λίγο, από τον ζουρλομανδύα του τι επιτρέπεται και τι όχι. Ενας καθηγητής που σε καμία περίπτωση δεν είναι ρατσιστής χάνει τη δουλειά του γιατί διαβάζει μια νουβέλα στην τάξη και δεν παραλείπει μια φράση που θεωρείται ότι προσβάλλει έναν φοιτητή. Το Stanford, ένα από τα σημαντικότερα πανεπιστήμια στον κόσμο, εκδίδει λίστα με απαγορευμένες λέξεις. Οι Αμερικανοί χρησιμοποιούσαν τη φράση «δεν έχει νόημα να χτυπάς ένα άλογο που έχει πεθάνει», εννοώντας ότι δεν έχει νόημα να επιμένεις σε κάτι αν έχει τελειώσει. Οχι πια! Γιατί θεωρείται ότι συγκαλύπτει βίαιες και καταδικαστέες συμπεριφορές αγριότητας απέναντι στα ζώα. Ο κατάλογος του τι επιτρέπεται και τι όχι δεν τελειώνει ποτέ. Ούτε βέβαια και ο κατάλογος των αιτημάτων που ξεκίνησε με τις τουαλέτες τριών τύπων και συνεχίζει.
Ο κατάλογος του τι επιτρέπεται και τι όχι στα αμερικανικά πανεπιστήμια δεν τελειώνει ποτέ. Το Stanford, από τα σημαντικότερα πανεπι- στήμια στον κόσμο, εκδίδει λίστα με απα- γορευμένες λέξεις.
Αρχικά αυτού του είδους ο φανατισμός αποξένωνε κομμάτια του πληθυσμού που ανήκαν στα δεξιά της αμερικανικής κοινωνίας ή εθεωρούντο λούμπεν ή οπισθοδρομικά. Με το πέρασμα του χρόνου όμως αποξενώνει και όσους απλά θέλουν να σκέπτονται με ανοιχτό μυαλό, να εκφράζονται ελεύθερα και να μη νιώθουν την παρουσία της «αστυνομίας πολιτικής ορθότητας» πάνω από το κεφάλι τους. Είναι απίστευτο πόσες φορές ακούς λογικούς, μετριοπαθείς ακαδημαϊκούς ή φοιτητές να εξοργίζονται και να φωνάζουν, πίσω από κλειστές πόρτες πάντα και με ιδιαίτερη προσοχή, «αυτό το πράγμα δεν αντέχεται».
Ρώτησα έναν φίλο καθηγητή σε σημαντικό αμερικανικό πανεπιστήμιο, ο οποίος έχει κεντροαριστερές απόψεις, πόσο θα διαρκέσει αυτό το φαινόμενο μέχρι να ξαναπάει το εκκρεμές κάπου στη μέση. Ο ίδιος είχε περάσει μια εξαιρετικά δυσάρεστη εμπειρία που τον είχε βάλει στο επίκεντρο ενός μικρού τσουνάμι χωρίς κανέναν πραγματικό λόγο. Αντιμετωπίζει όμως στωικά την κατάσταση και απάντησε πως θα χρειαστεί τουλάχιστον μία γενιά ακόμη έως ότου ισορροπήσει η κατάσταση. Με μεγάλο όμως κόστος και, το κυριότερο, με πολλές πολιτικές παρενέργειες, γιατί –ως γνωστόν– η δράση φέρνει πάντοτε αντίδραση όταν κινείται σε ακραία και παράλογα επίπεδα.