«Μα αυτό σημαίνει ότι οι μαθητές θα πρέπει να διαβάζουν». Αυτήν την αποστομωτική απάντηση πήρε ο εκπαιδευτικός κ. Γιώργος Γιώτης από συνάδελφό του. Ηταν πριν από 25 έτη συναπτά και η απάντηση αφορούσε πρότασή του για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας. Πρόταση τερατώδης φαίνεται για τα δεδομένα της ελληνικής εκπαίδευσης: είναι καλύτερο να επιτρέψεις στον μαθητή να «βουτήξει» σε ένα ολόκληρο λογοτεχνικό κείμενο για όλη τη χρονιά παρά να περιπλανιέται από απόσπασμα σε απόσπασμα. Οπως μου γράφει ο κ. Γιώτης στην επιστολή που μου έστειλε με αφορμή τη σειρά των άρθρων μου για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας στη μέση εκπαίδευση, όταν άκουσε την απάντηση του συναδέλφου του, σκέφτηκε ότι «αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να διαβάζουν και οι καθηγητές». Αυτά πριν από είκοσι πέντε χρόνια. Εκτοτε, τίποτε δεν έχει αλλάξει.
Η επιστολή του κ. Γιώτη έχει ενδιαφέρον διότι θίγει, εκ των «έσω», με την πείρα του εκπαιδευτικού όσα με απασχόλησαν, και συνεχίζουν να με απασχολούν, για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας. Αυτήν που θεωρώ απαραίτητη, αναγκαία συνθήκη, για τη διαμόρφωση της σκέψης. «Δεν νοείται δημοκρατικός συγκροτημένος ισορροπημένος πολίτης χωρίς λογοτεχνική παιδεία». Αναρωτιέται, δε, πώς είναι δυνατόν το δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα να δημιουργεί απέχθεια και για τη νέα και για την αρχαία γραμματεία. Οσο για την πρότασή μου περί κατάργησης της διδασκαλίας της λογοτεχνίας –που ορισμένοι φιλόλογοι την πήραν κατά γράμμα ίνα επιβεβαιώσουν την αδυναμία κατανόησης των κειμένων που οι ίδιοι υποτίθεται διδάσκουν– ο κ. Γιώτης δίνει την πιο αποστομωτική απάντηση: «Δεν υπάρχει θέμα κατάργησης της λογοτεχνίας, γιατί πολύ απλά δεν διδάσκεται η λογοτεχνία. Το μάθημα λέγεται κείμενα ελληνικής λογοτεχνίας».
Είχαν ενδιαφέρον οι αντιδράσεις στη σειρά αυτή των άρθρων. Στη συντριπτική τους πλειονότητα προέρχονταν από φιλολόγους. Λογικό από τη μία. Αισιόδοξο από την άλλη. Αν μη τι άλλο, δείχνει πως οι καθ’ ύλην αρμόδιοι δεν αδιαφορούν για το έργο τους. Και αν σήμερα δεν αναφέρομαι στις συνήθεις επιθέσεις που δέχομαι για τις θέσεις μου είναι επειδή τις θεωρώ συνηθισμένες και έχω χάσει το ενδιαφέρον μου ακόμη και για τη βιαιότητά τους. Αντιθέτως, μου έκανε εντύπωση αυτήν τη φορά ότι άγγιξα μια φλέβα ευαισθησίας που οφείλει να μην περάσει απαρατήρητη, ούτε από το υπουργείο Παιδείας ούτε από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής.
Η κ. Ειρήνη Πουγούνια, καθηγήτρια στην Κάλυμνο, παρομοιάζει τους περίφημους «κειμενικούς δείκτες» –γκάτζετ της μετανεωτερικότητας– με Πόκεμον. Λέει, δε, πως το υπουργείο και το ΙΕΠ αντιμετωπίζουν τα ανθρωπιστικά μαθήματα σαν τα μαθηματικά. Ως μηχανιστική γνώση. Εννοείται πως τα μαθηματικά πόρρω απέχουν από το να είναι μηχανιστική γνώση. Το αντίθετο. Ομως ο τρόπος με τον οποίον διδάσκονται τα έχουν καταδικάσει και αυτά στην παπαγαλία. Μαθηματικός σε μεγάλο σχολείο της Αθήνας μου έλεγε πως ακόμη και τα παιδιά που παίρνουν άριστα στη λύση των εξισώσεων δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν με δικά τους λόγια ποια λογική ακολούθησαν για να τις λύσουν.
Η αρρώστια δύσκολα θεραπεύεται, διότι έχει ριζώσει βαθιά. Η κ. Σόνια Ευθυμιάδου-Παπασπύρου, συνταξιούχος δασκάλα πια, αναφέρεται σε ένα επεισόδιο προ εικοσαετίας. Το τότε υπουργείο είχε ορίσει επιμόρφωση για τους εκπαιδευτικούς. Ο δε σοφός επιμορφωτής το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ζητήσει από τους επιμορφούμενους να μετρήσουν τα σημεία στίξης σε ένα ποίημα του Ελύτη. Μοιάζει με καψόνι για νεοσύλλεκτους, που είναι υποχρεωμένοι να μαζέψουν τις γόπες από το στρατόπεδο, αλλά είναι μάθημα επιμόρφωσης. Και καλά η επιστολογράφος μου το βρήκε περίεργο. Πόσοι όμως από τους συναδέλφους της το βρήκαν φυσιολογικό και μπήκαν στην τάξη για να διδάξουν πως έτσι πρέπει να διαβάζει κανείς την ποίηση;
Αρκούμαι σ’ αυτές τις αντιδράσεις. Κάπου διάβασα πως το ΙΕΠ έχει φιλόδοξα σχέδια. Θα εισαγάγει κείμενα λογοτεχνίας, ελληνικής και μεταφρασμένης, μυθιστορήματα, πεζογραφήματα. Είθε, όμως αυτό δεν σημαίνει και πολλά από μόνο του. Το ζητούμενο είναι να αλλάξει η νοοτροπία της προσέγγισης. Κυρίως, δε, να συνειδητοποιήσουν πως το μάθημα της λογοτεχνίας δεν είναι ένα μάθημα ανάμεσα στα άλλα. Εκεί κρίνεται η διαμόρφωση της γλωσσικής ευαισθησίας και κατά συνέπεια της σκέψης. Εντέλει, η υπεράσπιση της ελευθερίας της σκέψης και της έκφρασης.