Μεταξύ Μαΐου – Ιουνίου 1917 οι Σύμμαχοι εξανάγκασαν σε παραίτηση τον βασιλιά Κωνσταντίνο, αντικαθιστώντας τον από τον δευτερότοκο υιό του Αλέξανδρο, φέρνοντας στην εξουσία τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Αυτός νεκρανάστησε τη Βουλή που είχε προκύψει από τις εκλογές του Μαΐου 1915, παρ’ όλο που είχε διαλυθεί τον Οκτώβριο και διεξήχθησαν νέες εκλογές. Η νέα πραγματικότητα που διαμορφώθηκε το 1917 έθετε σε θεωρητικό επίπεδο ως όριο ζωής της Βουλής των Λαζάρων τον Μάιο του 1919, όταν ακριβώς η Ελλάδα μετέβη στη δυτική Μικρά Ασία. Με την εκδήλωση εθνικιστικού κινήματος υπό τον υποστράτηγο Mουσταφά Κεμάλ και την εμπόλεμη κατάσταση να εξακολουθεί, η διάρκειά της παρατάθηκε φυσιολογικά επί 6μηνο, όπως και τον Νοέμβριο για 4 μήνες, με τον πρωθυπουργό να δεσμεύεται: «Δηλώ επισήμως ότι, αμέσως μετά την υπογραφήν της Συνθήκης Ειρήνης μετά της Τουρκίας, η Βουλή θα διαλυθή και αι εκλογαί θα διεξαχθούν εντός των προθεσμιών, τας οποίας το Σύνταγμα καθορίζει».
Σε συνομιλία με τον Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα, ο Βενιζέλος ανέφερε πως αν είχε χρόνο θα προτιμούσε τη διενέργεια εκλογών εκείνη τη χρονική στιγμή, με το σκεπτικό πως ένα μεγάλο ποσοστό ψηφοφόρων που δεν επρόκειτο να τον ψηφίσουν σε περίπτωση που ο ρόλος του στις διαπραγματεύσεις είχε λήξει, τελικά θα τον ψήφιζε αντιλαμβανόμενο το θανάσιμο λάθος να αλλάξει η Ελλάδα «εθνικό διαπραγματευτή», πριν υπογραφεί ειρήνη. Προσηλωμένος στον αγώνα των εθνικών διεκδικήσεων, ο Βενιζέλος εξέφραζε το 1920 την πίστη του στην ορθοκρισία της εμφορούμενης από τη Μεγάλη Ιδέα κοινής γνώμης: «ο ελληνικός λαός είναι αρκετά νοήμων ώστε δεν είναι δυνατόν να καταδικάση την πολιτικήν μου, καθ’ ην στιγμήν του επέτυχα τόσα εις την εθνικήν υπόθεσιν. Δεν είναι αυτός ο ίδιος όστις [. . .] μού έδωκε τόσες φορές την εμπιστοσύνην του;».
Με τις διαπραγματεύσεις για συνομολόγηση ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία να εξελίσσονται βραδέως, ο βίος της Κ΄ Περιόδου της Βουλής παρατάθηκε επί 3μηνο διαδοχικά τον Μάρτιο και Ιούνιο του 1920, λήγοντας πλέον στις 29 Σεπτεμβρίου, οπότε με την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών που ακολούθησε τον Ιούλιο, οι εκλογές θα μπορούσαν να διεξαχθούν τον Οκτώβριο του 1920. Κορυφαίοι πολιτευτές των Φιλελευθέρων ήσαν άκρως επιφυλακτικοί στην προοπτική διεξαγωγής εκλογών, εκφράζοντας τον σκεπτικισμό τους, δίχως όμως ο Βενιζέλος να μεταβάλει άποψη.
Από τον Μάιο του 1920 άρχισε να διαγράφεται η προοπτική προέλασης του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία και η απελευθέρωση Δυτικής και Ανατολικής Θράκης, εξαναγκαζόμενου του σουλτάνου να αποδεχθεί τους συμμαχικούς όρους ειρήνης. Εκείνη την περίοδο άρχισε να απασχολεί τον Βενιζέλο και το ενδεχόμενο παρά την υπογραφή, να μην καταστεί τελικά δυνατή η επιβολή της Συνθήκης Ειρήνης. Σε αυτήν την περίπτωση είχε ξεκαθαρίσει στον Βρετανό πρωθυπουργό Λόιντ Τζορτζ, πως θα έπρεπε να παρασχεθεί υλική βοήθεια και οικονομική ενίσχυση προκειμένου ο ελληνικός στρατός να κινητοποιήσει εφεδρικές κλάσεις και να προωθηθεί αποφασιστικά προς Ανατολάς, καταλαμβάνοντας νευραλγικής σημασίας σημεία στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η Ελλάδα, αυτονοήτως, θα διεκδικούσε ευρύτερα εδαφικά κέρδη. Ο Βενιζέλος διατράνωνε την πίστη του πως οι πολίτες με ανυψωμένο το ηθικό από τις στρατιωτικές επιτυχίες, θα δέχονταν με προθυμία την καταβολή μιας μεγάλης και τελευταίας προσπάθειας: «όταν εκθέσω τα πράγματα ως έχουν εις τον ελληνικόν λαόν, ούτος θα δεχθή να καταβάλη το αναγκαίον effort διά την ολοκληρωτικήν περίπου εθνικήν του αποκατάστασιν».
Συνεπώς, ο Βενιζέλος ήταν υποχρεωμένος μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης με την Τουρκία, να διαφωτίσει το εκλογικό σώμα για τη διαγραφόμενη προοπτική τελικής ειρήνευσης, μέσα από την κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με βρετανική βοήθεια. Ακριβώς για το ενδεχόμενο αδυναμίας συμμόρφωσης της Πύλης με τους συμμαχικούς όρους, στο κείμενο της Συνθήκης των Σεβρών ενσωματώθηκε το άρθρο 36 που απειλούσε με απομάκρυνση του σουλτάνου από την Κωνσταντινούπολη. Ηδη, μετά την επιστροφή στην Ελλάδα, ο Βενιζέλος παρουσιαζόταν «απολύτως ήσυχος και απολύτως ασφαλής» για την ετυμηγορία του λαού και δήλωνε: «Οχι μόνον το Βορειοηπειρωτικόν ζήτημα δεν ερρυθμίσθη εισέτι τελειωτικώς, αλλ’ ουδέ η υπογραφή απλώς της Συνθήκης Ειρήνης μετά της Τουρκίας αποτελεί οριστικήν τερμάτισιν του μετ’ αυτής πολέμου. Εάν η εν Κων/πόλει κυβέρνησις δειχθεί ανίκανος να εκτελέση την ην υπέγραψεν συνθήκην επιβάλλουσα το κύρος της εν Ανατολή, ρητώς ήδη εδηλώθη υπό του Ανωτάτου Συμβουλίου [. . .] ότι οι Σύμμαχοι επιφυλλάττονται να λάβουν τα μέτρα άτινα ήθελον κρίνει ενδεικνυόμενα εκ των περιστάσεων και πρώτον εκ των μέτρων τούτων είνε η απομάκρυνσις της Τουρκίας εκ Κων/πόλεως». H προεκλογική περίοδος άρχιζε με αιχμή την εκπλήρωση της Μεγάλης Ιδέας που τόσο επιτυχημένα φαινόταν να υλοποιεί η κυβέρνηση· δεν θα συνέχιζε όμως έτσι.
Οι Φιλελεύθεροι είχαν αυτοπαγιδευθεί. Η δολοφονική απόπειρα κατά του Βενιζέλου στο Παρίσι και οι επακόλουθες βιαιοπραγίες στην Αθήνα ώθησαν την κυβέρνηση στο να αναδείξει με πανηγυρικό τόνο το επιτυχές έργο της στο εξωτερικό πεδίο. Τέλη Αυγούστου ανακοινώθηκε η διενέργεια έπειτα από δύο μήνες εθνικών εκλογών και ακολούθησε σειρά πρωτοβουλιών που ανέδιδαν την αίσθηση θριάμβου.
«Αξιος της πατρίδας»
Ο Βενιζέλος ανακηρύχθηκε από τη Βουλή «άξιος της πατρίδος», του απονεμήθηκε χρυσός στέφανος και στο Παναθηναϊκό Στάδιο οργανώθηκαν τα επινίκια. Από τον Αύγουστο άρχισε να εκπέμπεται και το σήμα της λήξης των αγώνων, με την αποστράτευση διαφόρων ειδικοτήτων εφέδρων, αλλά ακόμα και ολόκληρων κλάσεων, με αποκορύφωμα την απόλυση της κλάσης 1915 από τις 31 Οκτωβρίου (κυριολεκτικά την παραμονή εκλογών). Ο ίδιος ο Βενιζέλος υπερθεμάτιζε, δηλώνοντας ότι η 24μηνη στρατιωτική θητεία των κληρωτών μπορούσε υπό προϋποθέσεις να περιοριστεί σε 8μηνη!
«Ο ελληνικός λαός είναι αρκετά νοήμων ώστε δεν είναι δυνατόν να καταδικάση την πολιτικήν μου, καθ’ ην στιγμήν του επέτυχα τόσα εις την εθνικήν υπόθεσιν».
Από την πλευρά του ο συνασπισμός των αντιβενιζελικών κομμάτων της Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως, αρκείτο σε διαβεβαιώσεις ότι θα συνέχιζε την εφαρμογή της εξωτερικής πολιτικής ως προς τα εθνικά θέματα και μάλιστα με μεγαλύτερη ένταση, υιοθετώντας όμως ως προεκλογική τακτική την κατά προτεραιότητα καταγγελία της βενιζελικής «τυραννίας» και κακοδιαχείρισης, που επιβλήθηκε την περίοδο 1917-1920, εκμεταλλευόμενη και την έντονη φόρτιση του λαού από τις κακουχίες (υποσιτισμός) που είχε προκαλέσει ο συμμαχικός αποκλεισμός την περίοδο 1916-1917. Οι Φιλελεύθεροι απέκρουσαν την κατηγορία περί «τυραννίας» με την επίκληση της εμπόλεμης κατάστασης, που όπως και σε άλλες χώρες παρέτεινε την ισχύ του στρατιωτικού νόμου.
Στα ζητήματα τάξης, όπως η επιστροφή του βασιλιά, ο Βενιζέλος σήκωσε το γάντι και εκ των προτέρων δήλωσε πως δεν υφίστατο θέμα, αρνήθηκε μάλιστα τη διεξαγωγή των εκλογών από υπηρεσιακή κυβέρνηση λόγω της ρευστότητας και κρισιμότητας των εθνικών θεμάτων που εκκρεμούσαν. Στις αρχές Σεπτεμβρίου επανεπιβεβαίωσε τη θέση του ότι δεν ετίθετο θέμα επαναφοράς του Κωνσταντίνου, γιατί θα προκαλείτο αιματοχυσία που θα μετέβαλλε τις εκλογές σε όλη τη χώρα σε απέραντο σφαγείο, εξαιτίας της όξυνσης των παθών. Οπως τόνιζε: «Τοιαύτη συζήτησις δεν δύναται να διεξαχθή κατά τας εκλογάς».
Ο θάνατος του Αλέξανδρου
Μία εβδομάδα μετά, στις 17 Σεπτεμβρίου, ένα δάγκωμα πιθήκου στον βασιλιά Αλέξανδρο ανέτρεπε τυχόν προεκλογικές βεβαιότητες και ισορροπίες. Αυτό που κατά τον Βενιζέλο δεν επιτρεπόταν να τεθεί στην επικαιρότητα, ανέλαβε αιφνιδίως να φέρει στο προσκήνιο η… Μοίρα, αφού ο Αλέξανδρος απεβίωσε στις 12 Οκτωβρίου. Το δυναστικό ζήτημα μονοπώλησε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, επηρεάζοντας αποφασιστικά το αποτέλεσμα των εκλογών. Αντί της Μεγάλης Ιδέας, επίκεντρο της δημόσιας αντιπαράθεσης κατέστη η νόμιμη διαδοχή στον θρόνο. Μάταια στις προεκλογικές του ομιλίες ο Βενιζέλος υπενθύμιζε πως εξακολουθούσε η εμπόλεμη κατάσταση, τονίζοντας την κρισιμότητα των στιγμών στα εθνικά θέματα και τη διάρρηξη των δεσμών με τις Μεγάλες Δυνάμεις σε ενδεχόμενη επιστροφή του εξόριστου βασιλιά. Στα μάτια πολλών ψηφοφόρων, άτυπος ανταγωνιστής στο πρόσωπο του Βενιζέλου φάνταζε πλέον ο λαοφιλής Κωνσταντίνος.
Ο Βενιζέλος στο πρώτο μισό του 1920 εξέφραζε τη βεβαιότητά του ότι η Ελλάδα μπορούσε να επιβάλει στρατιωτικώς τη Συνθήκη Ειρήνης (προέλαση ανατολικά στη Μικρά Ασία και Θράκη), εννοώντας ότι το κτύπημα θα ανάγκαζε τον σουλτάνο να υπογράψει και κατ’ επέκταση, ίσως, επιδρούσε ψυχολογικώς στους κεμαλικούς. Ωστόσο, μετά την υπογραφή στις Σέβρες, ήταν φανερό πως το κεμαλικό κίνημα δεν κατέρρεε. Αρχικά, προκειμένου να αποφύγει μια στρατιωτική εκστρατεία, ο Βενιζέλος προσανατολιζόταν στην ανάθεση της καταστολής του Kεμάλ στον σουλτάνο. Ωστόσο, ο αρχιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος υπέβαλε υπόμνημα βασιζόμενος ακριβώς στην πεποίθηση ότι η Πύλη αδυνατούσε να εκπληρώσει την αποστολή, προτείνοντας αποφασιστική στρατιωτική δράση. Τα περιθώρια στένευαν καθώς τον Σεπτέμβριο οι εξελίξεις ήσαν ραγδαίες, με τους Μπολσεβίκους να επικρατούν στη Νότια Ρωσία και τον Kεμάλ να εισβάλει στην Αρμενία. Ταυτόχρονα, συνεχίστηκε η επιδείνωση του οικονομικού προβλήματος που αντιμετώπιζε η ελληνική κυβέρνηση, η οποία μεταξύ Σεπτεμβρίου 1919 – Μαΐου 1920 είχε προβεί σε εσωτερικό δανεισμό συνολικά 1,1 δισ. δραχμών. Εν μέσω προεκλογικής περιόδου, το ελληνικό Δημόσιο προέβη σε δανεισμό (έκδοση τραπεζογραμματίων) ύψους 400 εκατομμυρίων, εκτιμώντας ότι θα επαρκούσε για περίοδο 6 μηνών.
Στις 22 Σεπτεμβρίου ο Βενιζέλος απηύθυνε επιστολή στον Βρετανό πρωθυπουργό, εξηγώντας ότι ήλθε η ώρα για ένα τελειωτικό χτύπημα στον Kεμάλ, για το οποίο η Ελλάδα χρειαζόταν οικονομική βοήθεια από την Αγγλία και παροχή υλικού και εξοπλισμού ώστε να κινητοποιηθεί ο ελληνικός Στρατός. Πρόσφατα στοιχεία που προσκόμισε η έρευνα καταδεικνύουν ότι η αδυναμία παροχής χρηματοδότησης από την Αγγλία ώθησε Βενιζέλο και Λόιντ Τζορτζ σε επίσπευση εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 36, βάσει ενός σχεδίου εισόδου ελληνικών στρατευμάτων στην Κωνσταντινούπολη και έξωσης του σουλτάνου. Ομως, οι δρομολογημένες αποφάσεις «πάγωσαν» μετά την εκλογική ήττα των Φιλελευθέρων.
Η λογική Βενιζέλου, πως έπειτα από μια σειρά διπλωματικών επιτυχιών η πλειοψηφία του ελληνικού λαού σταθερά προσηλωμένη στα εθνικά ιδεώδη ενέκρινε την πολιτική του, παραβλέποντας την ταυτόχρονα ασκηθείσα διχαστική πολιτική στο εσωτερικό, δεν επαληθεύτηκε. Το σκηνικό ανατράπηκε αποφασιστικά –έστω με μικρή διαφορά– από την αναπάντεχη κρίση του δυναστικού θέματος. Ανέκδοτη έρευνα του αείμνηστου Νικολάου Πετσάλη-Διομήδη αποδεικνύει πως η Ηνωμένη Αντιπολίτευση επικράτησε με διαφορά 3% στο σύνολο των ψήφων. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι μουσουλμάνοι της Μακεδονίας (6% περίπου του εκλογικού σώματος) υπερψήφισαν την Ηνωμένη Αντιπολίτευση, ενώ αντίθετα στη Θράκη υποψηφιότητα έθεσαν μόνο οι συνδυασμοί των Φιλελευθέρων –μονοπωλώντας τη μουσουλμανική ψήφο– διαπιστώνεται πως οι υπόλοιποι εκλογείς, εν πολλοίς, κατανόησαν το διακύβευμα των εκλογών που υπογράμμιζε ο πρωθυπουργός. Ο Βενιζέλος είχε δίκιο ισχυριζόμενος ότι οι κρίσιμες εξελίξεις στα εθνικά θέματα δεν επέτρεπαν κατά την προεκλογική περίοδο την πολυτέλεια μιας υπηρεσιακής κυβέρνησης. Αλλά αυτό ακριβώς έπρεπε να συνεκτιμηθεί με την εμπόλεμη κατάσταση που εξακολουθούσε, καθιστώντας αδύνατη την επιβολή της Συνθήκης των Σεβρών. Η Ελλάδα δεν έπρεπε να ριψοκινδυνεύσει ούτε κατ’ ελάχιστο τυχόν αστάθμητους παράγοντες σε μια τόσο κρίσιμη καμπή του όλου εγχειρήματος και η λογική επέβαλε τη μετακύλιση των δημοκρατικών διαδικασιών, καθώς αν όντως δεν έπρεπε να αλλάξει ο «εθνικός διαπραγματευτής», η διενέργεια εκλογών εν μέσω πολέμου ήταν ανεπίτρεπτο ρίσκο.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης είναι συγγραφέας, συμμετέχει στον συλλογικό τόμο «κ’ η Ανατολή του αιμάτου συντριβάνι – Μικρασιατική Εκστρατεία, αιτίες και συνέπειες μιας καταστροφής», εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 2022.