Τραγωδία και τραγούδι

Εκείνο που κάνει την ελληνική ποίηση να διαφέρει από την ευρωπαϊκή είναι καταρχάς ο τρόπος και το ήθος της επικοινωνίας της

Κώστας Γεωργουσόπουλος

https://www.in.gr/

Οι έλληνες σοφοί, στα χρόνια που ακόμα το Γένος εδούλευε στον τούρκο κατακτητή, μελετώντας την ιστορία και, κυρίως, τα δημιουργήματα του Ελληνα ως μέλους της Κοινότητας και με έντονη την προσπάθεια να δηλώσουν και να αποδείξουν με έργα τη συνέχεια του Γένους, μια έμμονη και λογική επιθυμία και με τεκμήρια στέρεη υπόθεση, αναζήτησαν μέσα από έργα και τα ήθη της Τουρκοκρατίας τους αρμούς μιας συνεχούς πορείας από τον Ομηρο ως τα δημώδη άσματα των Ακριτών και των δούλων της τουρκικής εξουσίας. Ηδη από τον Ομηρο έχουμε μια σαφή εικόνα των πηγών του λυρισμού, πέρα από την επική ποίηση. Εκείνο που κυριαρχεί στην επαφή μας με τα ομηρικά έπη είναι ένας λυρισμός (άσμα με συνοδεία λύρας) που εκφράζει συναισθήματα ατομικά ή μαζικά, αλλά δημόσια, έτσι ώστε σε πολλές εκδηλώσεις του δήμου το άσμα συνοδεύεται από χορό. Τραγούδια του γλεντιού, του γάμου, του αποχαιρετισμού ή της υποδοχής των ξενιτεμένων συμπολιτών, μοιρολόγια και τραγούδια σε θρησκευτικές γιορτές που είχαν μια δημόσια μαζική παρουσία. Τα «εγκώμια» του Επιταφίου, τα αναστάσιμα άσματα και οι λιτανείες που γίνονταν για να ζητηθεί η θεία επέμβαση σε περίοδο λιμών, λοιμών, μαχαίρας κ.τ.λ.

Εκείνο που κάνει την ελληνική ποίηση να διαφέρει από την ευρωπαϊκή είναι καταρχάς ο τρόπος και το ήθος της επικοινωνίας της. Στην Ευρώπη, που δεν είχε τη μοίρα μιας πολύχρονης δουλείας, πολύ γρήγορα ο λυρισμός έφυγε από την ομάδα και έγινε ατομικό πνευματικό άθλημα. Πολύ γρήγορα στην Ευρώπη οι λαϊκοί χοροί πέρασαν στην έντεχνη μουσική δημιουργία και ο Μπαχ, π.χ., γράφει μενουέτα, ο Μότσαρτ ροντό, ο Μπετόβεν σουίτες.

Στα Βαλκάνια, κάτω από τον πέλεκυ του Ισλάμ και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, με παράδοση από τον Ομηρο χωρίς διακοπή έως τον 19ο αιώνα, κυριαρχεί στο δημώδες άσμα που, ιδιοφυώς, ονομάστηκε τραγούδι, από τη λέξη «τραγώδιον», λυρικό άσμα ενταγμένο μέσα στη φόρμα της τραγωδίας. Πράγματι, αν ανατρέξουμε στα κείμενα των τραγικών και του Αριστοφάνη θα συναντήσουμε σε κάθε στάσιμο ρυθμούς και κινήσεις του ποιητικού λόγου που πρότυπο έχουν ομαδική λυρική έκφραση και συνάμα χορευτική κίνηση. Από το χορικό της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή που υμνεί τον έρωτα ως τα ερωτικά τραγούδια του Πόντου, της Ηπείρου και της Κρήτης δεν υπάρχει διαφορά ούτε στο θέμα, ούτε στο ήθος, ούτε στην οικεία κίνηση εντός ενός αναγνωρίσιμου ρυθμού. Και παλιότερα εδώ είχα επισημάνει πως τα αφηγηματικά δημώδη άσματα που ονομάζονται Παραλογές δεν είναι τίποτε άλλο από παρακαταλογές, δηλαδή δημόσια άσματα που αφηγούνται σε μια ομήγυρη μια ιστορία με έντονα τα λαϊκά μοτίβα του θαυμαστού.

Ευρισκόμενος εδώ και λίγες μέρες και για δύο μήνες στην αττική εξοχή, ξαναγύρισα στην αυλή του χωριάτικου σπιτιού στην αγαπημένη ακρόαση του ραδιοφώνου. Και χάρηκα, όταν ξαναβρήκα εκπομπές από μανικούς γνώστες της ελληνικής παράδοσης του τραγουδιού που εξαντλούν όλο το εύρος της λυρικής περιπέτειας της γλώσσας μας και των μελωδιών της. Πολύτιμες εκπομπές που μας ξαναφέρνουν στη μνήμη και στο συναίσθημα σταθμούς της τραγουδιστικής εποποιίας. Λόγω του πρόσφατου θανάτου του Μίκη Θεοδωράκη πολύωρες εκπομπές διατρέχουν το πολύτιμο και βαθύρριζο έργο του αείμνηστου συνθέτη. Ετσι επαναφέρουν στη συνείδηση μεγάλες στιγμές που, δυστυχώς, αν έλειπαν αυτές οι ενθυμήσεις, ιδίως στα νέα παιδιά, θα άφηναν στο σκοτάδι τον μεγάλο γάμο ποίησης και μουσικής που κατόρθωσε μια γενιά δημιουργών από το 1945 ως το 1995, περίπου. Ο Μίκης Θεοδωράκης, και πριν και μαζί ο Μάνος Χατζιδάκις, όντως λειτούργησαν ως μουσικοί δάσκαλοι του Γένους και πάντρεψαν τη μεγάλη ποίηση με τη μουσική. Οπως το έκαναν ο Πίνδαρος, η Σαπφώ και, βέβαια, ο Ρωμανός ο Μελωδός και οι ποιητές του «Ερωτόκριτου» και της «Ερωφίλης».

Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε Σολωμό, Κάλβο, Παλαμά, Σικελιανό, Καρυωτάκη, Ρίτσο και, φυσικά, Ελύτη, Σεφέρη, Αναγνωστάκη, Κατσαρό, Βρεττάκο, Ελευθερίου. Από την άλλη μελοποίησε χορικά τραγωδιών (τις «Ικέτιδες», την «Ορέστεια», τους «Επτά επί Θήβας», τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου σε μεταφράσεις μου και την «Ηλέκτρα» και την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, τη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη με μεταφράσεις μου και τις χρησιμοποίησε για λιμπρέτα των αντίστοιχων οπερών του).

Αλλά και ο Χατζιδάκις προηγήθηκε με μελοποίηση μεγάλων ποιητών, του Λόρκα. Ξαρχάκος, Λεοντής, Μαρκόπουλος, Κουρουπός και άλλοι έντεχνοι, λεγόμενοι, έδωσαν ρυθμό και μελωδικό κύρος σε μεγάλες ποιητικές συνθέσεις.

Δυστυχώς στους αχρείους καιρούς που ζούμε για να τους ξανακούσουμε, φευ, όταν απέλθουν, όπως τώρα τον Μίκη, που σε δεκάδες σταθμούς στον αέρα είναι πρόβλημα, αν ακουστεί ένα τραγούδι του την εβδομάδα!

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση