ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ Ἀρεοπαγιτικός, 74-75 | Μετάφραση |
Καὶ τοῦτον εἴρηκα τὸν λόγον οὐ νῦν πρῶτον, ἀλλὰ πολλάκις ἤδη καὶ πρὸς πολλούς. Ἐπίσταμαι
γὰρ ἐν μὲν τοῖς ἄλλοις τόποις φύσεις ἐγγιγνομένας καρπῶν καὶ δένδρων καὶ ζῴων ἰδίας ἐν ἑκάστοις καὶ πολὺ τῶν ἄλλων διαφερούσας, τὴν δ’ ἡμετέραν χώραν ἄνδρας φέρειν καὶ τρέφειν δυναμένην οὐ μόνον πρὸς τὰς τέχνας καὶ τὰς πράξεις καὶ τοὺς λόγους εὐφυεστάτους, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἀνδρίαν καὶ πρὸς ἀρετὴν πολὺ διαφέροντας. Τεκμαίρεσθαι δὲ δίκαιόν ἐστιν τοῖς τε παλαιοῖς ἀγῶσιν, οὓς ἐποιήσαντο πρὸς Ἀμαζόνας καὶ Θρᾷκας καὶ Πελοποννησίους ἅπαντας, καὶ τοῖς κινδύνοις τοῖς περὶ τὰ Περσικὰ γενομένοις, ἐν οἷς καὶ μόνοι καὶ μετὰ Πελοποννησίων, καὶ πεζομαχοῦντες καὶ ναυμαχοῦντες, νικήσαντες τοὺς βαρβάρους ἀριστείων ἠξιώθησαν· ὧν οὐδὲν ἂν ἔπραξαν, εἰ μὴ πολὺ τὴν φύσιν διήνεγκαν. |
Και αυτόν τον λόγο τον έχω πει όχι τώρα για πρώτη φορά, αλλά πολλές φορές ήδη και σε πολλούς. Διότι γνωρίζω ότι σε άλλους τόπους αναπτύσσονται ιδιαίτερα στον καθένα (τόπο) είδη καρπών και δένδρων και ζώων που διαφέρουν πολύ από αυτά που υπάρχουν αλλού,
η δική μας όμως χώρα (γνωρίζω ότι) μπορεί να γεννά και να ανατρέφει άνδρες ικανότατους όχι μόνο ως προς τα τεχνικά επαγγέλματα και στις πράξεις και στους λόγους, αλλά και ως προς την ανδρεία και αρετή πολύ ξεχωριστούς (ανώτερους). Είναι δίκαιο να το συμπεράνει κανείς (αυτό) από τους παλιούς αγώνες τους οποίους διεξήγαγαν προς τΙς Αμαζόνες και τους Θράκες και προς όλους τους Πελοποννήσιους και από τους κινδύνους (που αντιμετώπισαν) εναντίον των Περσών, στους οποίους και μόνοι μας και μαζί με τους Πελοποννήσιους και σε μάχες στην ξηρά και σε ναυμαχίες, αφού κατέβαλαν τους βαρβάρους έγιναν άξιοι ανώτατων βραβείων ανδρείας˙ τα οποία δεν θα τα κατόρθωναν, αν δεν ξεχώριζαν πολύ ως προς τη φύση τους.
|
Λεξιλόγιο
ἐγγίγνομαι:
ἐγγίγνεται (απρόσωπο) |
Αναπτύσσομαι, υπάρχω εκ φύσεως, είμαι έμφυτος.
Επιτρέπεται |
Τέχνη: | Πανουργία, επάγγελμα, σύστημα κανόνων. |
Εὐφυής ( εὖ+φύω, φύσις) | Αυτός που έχει καλή φυσική ανάπτυξη, ο όμορφος, με φυσικά (πνευματικά) χαρίσματα άρα ο έξυπνος. |
Διαφέρω: | Ξεχωρίζω, υπερτερώ, υπερισχύω |
Τεκμαίρομαι: | συμπεραίνω |