Η πρόταση των Βρετανών εμπειρογνωμόνων Αρνολντ Τόινμπι και Χάρολντ Νίκολσον και η υποδοχή της από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον διεθνή παράγοντα
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Νοέμβριο του 1918, βρήκε την Ελλάδα στο στρατόπεδο των νικητών, ενώ την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία είχε συνταχθεί στον πόλεμο με τις Κεντρικές Δυνάμεις, σε εκείνο των ηττημένων. Συνεπώς, οι προοπτικές που διανοίγονταν ήταν διαφορετικές: η Ελλάδα προσδοκούσε μια νέα εδαφική διεύρυνση, έπειτα από εκείνη που είχε επιτύχει κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία μια περαιτέρω συρρίκνωση της επικράτειάς της.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, λοιπόν, ετίθετο ένα ερώτημα: ποιες θα έπρεπε να είναι οι προς ανατολάς διεκδικήσεις της στα εδάφη τής υπό διαμελισμό Οθωμανικής Αυτοκρατορίας;
Σχεδόν ταυτοχρόνως με το τέλος του πολέμου (2 Νοεμβρίου 1918), ο Ελευθέριος Βενιζέλος απάντησε στο ερώτημα αυτό με ένα υπόμνημα που υπέβαλε στον Βρετανό ομόλογό του Λόιντ Τζορτζ. «Το σχέδιο περιλάμβανε τη δημιουργία ανεξάρτητου αρμενικού κράτους, τη δημιουργία, υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών, ενός ανεξάρτητου κράτους Κωνσταντινούπολης και Ανατολικής Θράκης, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ελευθερία των Στενών και την προσάρτηση της δυτικής Μικράς Ασίας στην Ελλάδα» (M. Llewellyn Smith, «Το όραμα της Ιωνίας», ΜΙΕΤ, σελ. 149).
Τρεις μήνες αργότερα (3-4 Φεβρουαρίου 1919), στο πλαίσιο της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων, ο Ελληνας πρωθυπουργός παρουσιάστηκε στο Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο (Συμβούλιο των Δέκα) για να εξηγήσει και να αιτιολογήσει τις ελληνικές θέσεις. Η ανάλυσή του βασιζόταν στην εκτενή επίσημη έκθεση «Η Ελλάς ενώπιον του Συνεδρίου της Ειρήνης», την οποία είχε συντάξει ο ίδιος και εξηγούσε γιατί πρέπει να περιέλθουν στην Ελλάδα τα νησιά του Αιγαίου που παρέμεναν υπό τουρκική κατοχή, τα υπό ιταλική κατοχή Δωδεκάνησα, σχεδόν ολόκληρη η Βόρειος Ηπειρος και η Θράκη (δυτική και ανατολική).
Αναφερόμενος στην Κωνσταντινούπολη, υποστήριξε ότι στην πραγματικότητα ήταν πόλη ελληνική, αλλά, δεδομένων των πολλαπλών διεθνών συμφερόντων επ’ αυτής, πρότεινε ένα ειδικό διεθνές καθεστώς για το αστικό συγκρότημα μαζί με μια εκτεταμένη περιοχή πέριξ αυτού, τα οποία θα ετίθεντο υπό την εντολή της Κοινωνίας των Εθνών. Οπως είχε πει αστειευόμενος, ήταν «ο μόνος Ελληνας στον κόσμο που απέρριπτε την Κωνσταντινούπολη» (Τζάιλς Μίλτον, «Χαμένος παράδεισος», Μίνωας, 2022, σελ. 153).
Μάλιστα, σε ερώτηση του Λόιντ Τζορτζ αν πρότεινε τη διεθνοποίηση της Κωνσταντινούπολης και του περιαστικού της χώρου, συμπεριλαμβανομένων του Σκουταρίου και της απέναντι ακτής του Βοσπόρου, ο Βενιζέλος απάντησε καταφατικά, προσθέτοντας στο διεθνές καθεστώς και τις περιοχές του Ιζμίτ (Νικομήδεια), της Καλλίπολης, της Μπίγας και μέρους της Προύσας (Σωτ. Ριζάς, «Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας», Καστανιώτης, 2015, σελ. 63).
Η εν λόγω επιλογή, να διεκδικηθεί δηλαδή η Σμύρνη και όχι (ή και) η Κωνσταντινούπολη, συζητήθηκε πολύ τότε – και εξακολουθεί να συζητείται. Επ’ αυτής, καταθέτουν τις απόψεις τους τέσσερις ιστορικοί, φωτίζοντάς την από διάφορες οπτικές.