Η ασχήμια και η αρετή μέσα μας: H ομιλία του φετινού νομπελίστα Λογοτεχνίας Αμπντουλραζάκ Γκούρνα

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

i-aschimia-kai-i-areti-mesa-mas-561671458

Το γράψιμο ήταν πάντα μια απόλαυση. Ακόμη κι όταν ήμουν παιδί, αδημονούσα να έρθει η ώρα της έκθεσης, η ώρα που θα γράφαμε μια ιστορία ή όποιο άλλο θέμα επέλεγαν για εμάς οι δάσκαλοί μας. Απ’ όλα τα μαθήματα του σχολείου, ήταν η ώρα που προτιμούσα περισσότερο. Τότε όλοι σιωπούσαν, σκύβοντας πάνω από τα θρανία τους, για να ανασύρουν από τη μνήμη και τη φαντασία τους κάτι που άξιζε να καταγραφεί. Σε αυτές τις νεανικές προσπάθειες, δεν υπήρχε η επιθυμία να πούμε κάτι συγκεκριμένο, να ανακαλέσουμε μια αξέχαστη εμπειρία, να διατυπώσουμε μια ισχυρή άποψη ή να εκφράσουμε ένα παράπονο. Ούτε οι προσπάθειες αυτές απαιτούσαν κάποιον άλλο αναγνώστη εκτός από τον δάσκαλο, που τις υπέβαλλε ως άσκηση για τη βελτίωση των εκφραστικών δεξιοτήτων μας. Εγραφα επειδή μου είχε δοθεί η εντολή να γράψω και επειδή έβρισκα τόσο μεγάλη ευχαρίστηση σ’ αυτήν την άσκηση.

Αργότερα, δάσκαλος ο ίδιος, θα βίωνα αντίστροφα αυτήν την εμπειρία, καθισμένος σε μια σιωπηλή τάξη ενώ οι μαθητές έσκυβαν πάνω από τα τετράδιά τους. Η σκηνή μού θύμιζε ένα ποίημα του Ντ. Χ. Λόρενς, από το οποίο θα παραθέσω μερικούς στίχους:

Από το «The best of school»

Κάθομαι στις ακτές της τάξης, μόνος,

Παρατηρώ τ’ αγόρια με τις καλοκαιρινές στολές τους

καθώς γράφουν, κεφάλια στρογγυλά επιμελώς σκυμμένα:

Το ένα μετά το άλλο σηκώνει

Το πρόσωπό του για να με κοιτάξει

Κι ήσυχα να συλλογιστεί

Σαν να με βλέπει, αλλά δε βλέπει.

Κι ύστερα πάλι, μ’ ένα σκίρτημα χαράς

κι έξαψης απ’ το έργο του, τα μάτια του από μένα αποστρέφει

Εχοντας βρει αυτό που ήθελε, έχοντας πάρει ό,τι ήτανε να πάρει.

Η λογοτεχνία πρέπει επίσης να δείχνει τι θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί διαφορετικά, τι είναι αυτό που δεν μπορεί να διακρίνει το στυγνό, ανάλγητο κυριαρχικό μάτι.

Το μάθημα για το οποίο μίλησα και το οποίο ανακαλεί αυτό το ποίημα δεν είχε σχέση με τη γραφή όπως θα μου αποκαλυπτόταν αργότερα. Δεν είχε στόχο και προσανατολισμό· το γραπτό δεν ξαναδουλευόταν, δεν αναδιαμορφωνόταν ατέλειωτα. Σ’ αυτές τις νεανικές προσπάθειες έγραφα σε ευθεία γραμμή, ας πούμε, χωρίς πολλούς δισταγμούς, χωρίς πολλές διορθώσεις, με απόλυτη αθωότητα. Κι ακόμη, διάβαζα σαν να παραδινόμουν στο κείμενο, επίσης χωρίς προσανατολισμό, χωρίς επίγνωση πόσο στενά συνδεδεμένες ήταν αυτές οι δραστηριότητες. Μερικές φορές, όταν δεν ήταν απαραίτητο να ξυπνήσω νωρίς για το σχολείο, διάβαζα ώς αργά τη νύχτα, τόσο αργά που ο πατέρας μου, άυπνος κι αυτός, ερχόταν φουριόζος στο δωμάτιό μου και με διέταζε να σβήσω το φως. Δεν ήταν δυνατό να του πεις, ακόμη κι αν τολμούσες, ότι κι αυτός ήταν ξύπνιος και γιατί να μην είσαι κι εσύ, επειδή δεν μιλούσες έτσι στον πατέρα σου. Οπως και να ’χει, ο πατέρας μου έμενε άγρυπνος στο σκοτάδι με το φως σβηστό για να μην ενοχλεί τη μητέρα μου, οπότε η εντολή να σβήσω το φως δεν σήκωνε αντιρρήσεις.

Η γραφή και η ανάγνωση που ήρθε αργότερα ήταν πιο μεθοδική σε σύγκριση με την ανοργάνωτη εμπειρία της νεότητας, αλλά δεν έπαψε ποτέ να είναι απόλαυση και σχεδόν ποτέ δεν με δυσκόλεψε. Σταδιακά, ωστόσο, έγινε ένα διαφορετικό είδος απόλαυσης. Δεν το συνειδητοποίησα πλήρως παρά μόνον όταν πήγα να ζήσω στην Αγγλία. Εκεί, νοσταλγώντας την πατρίδα μου και βιώνοντας την αγωνία του ξένου, άρχισα να προβληματίζομαι για πολλά που δεν τα είχα σκεφτεί παλαιότερα. Εκείνη την περίοδο, εκείνη την παρατεταμένη περίοδο της φτώχειας και της αποξένωσης, ξεκίνησα να γράφω διαφορετικά. Τότε έγινε ξεκάθαρο μέσα μου ότι υπήρχε κάτι που είχα την ανάγκη να πω, ένα έργο που έπρεπε να συντελεστεί, λύπες και δεινά που έπρεπε να ανασυρθούν και να διερευνηθούν.

Σε πρώτη φάση, αναλογίστηκα τι είχα αφήσει πίσω μου, ύστερα από την παράτολμη φυγή μου από την πατρίδα μου. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 απόλυτο χάος επικράτησε στη ζωή μας, επισκιάζοντας τα σωστά και τα λάθη του παρελθόντος, καλύπτοντάς τα με τις βαρβαρότητες οι οποίες συνόδεψαν τις αλλαγές που επέφερε η επανάσταση του 1964: συλλήψεις, εκτελέσεις, απελάσεις, ατέλειωτες μικρές και μεγάλες ταπεινώσεις και αδικίες, καταπίεση. Εν μέσω όλων αυτών των γεγονότων και με το μυαλό ενός εφήβου, ήταν αδύνατο να αποτιμήσω καθαρά τις ιστορικές και μελλοντικές επιπτώσεις όσων διαδραματίζονταν στη χώρα μου.

 

 

Τα πρώτα χρόνια που έζησα στην Αγγλία ήταν καθοριστικά· τότε μόνο κατόρθωσα να αναλογιστώ αυτά τα ζητήματα, να συνειδητοποιήσω την ασχήμια όσων ήμασταν ικανοί να προκαλέσουμε ο ένας στον άλλο, να επανεξετάσω τα ψεύδη και τις αυταπάτες με τα οποία παρηγορούσαμε τους εαυτούς μας. Οι ιστορίες μας ήταν μεροληπτικές, αποσιωπούσαν πολλές ωμότητες. Η πολιτική μας ήταν φυλετική και οδήγησε άμεσα στις διώξεις μετά την επανάσταση· πατέρες σφαγιάστηκαν μπροστά στα παιδιά τους και θυγατέρες κακοποιήθηκαν μπροστά στις μητέρες τους. Ζώντας στην Αγγλία, μακριά απ’ αυτά τα γεγονότα, ωστόσο βαθιά αναστατωμένος απ’ όσα μάθαινα, ίσως να ήμουν λιγότερο ικανός ν’ αντισταθώ στη δύναμη τέτοιων αναμνήσεων απ’ ό,τι αν βρισκόμουν ανάμεσα σε ανθρώπους που βίωναν ακόμη τις συνέπειές τους. Αλλά με αναστάτωναν επίσης και άλλες αναμνήσεις που δεν είχαν σχέση μ’ αυτά τα γεγονότα: η σκληρότητα που επιδείκνυαν οι γονείς απέναντι στα παιδιά τους, οι κοινωνικές ή έμφυλες προκαταλήψεις που στερούσαν από τους ανθρώπους τη δυνατότητα να εκφραστούν, οι ανισότητες, η φτώχεια, η εξάρτηση. Είναι ζητήματα παρόντα στη ζωή των ανθρώπων και δεν αποτελούν δική μας ιδιαιτερότητα, αλλά, στη δική σας περίπτωση, δεν σας κατατρύχουν μονίμως· αναδύονται μόνον όταν οι περιστάσεις απαιτούν να τα συνειδητοποιήσετε. Υποψιάζομαι ότι αυτό είναι ένα από τα φορτία που κουβαλούν όσοι έχουν διαφύγει από το τραύμα και βρίσκονται να ζουν με ασφάλεια, μακριά από εκείνους που άφησαν πίσω τους. Στο τέλος, άρχισα να καταγράφω μερικές απ’ αυτές τις σκέψεις, όχι τακτικά ή οργανωμένα, όχι ακόμη. Εγραφα γιατί με ανακούφιζε η προσπάθεια να ξεκαθαρίσω, μέσα από τη γραφή, τη σύγχυση και την αβεβαιότητα που με βασάνιζαν.

Με τον καιρό, ωστόσο, έγινε φανερό ότι συνέβαινε κάτι βαθιά ανησυχητικό. Μια νέα, απλούστερη ιστορία κατασκευαζόταν, μετασχηματίζοντας ή και απαλείφοντας όσα είχαν συμβεί στο παρελθόν, αναδιαρθρώνοντάς τα για να τα προσαρμόσει στα γεγονότα της στιγμής. Αυτή η νέα και απλούστερη ιστορία δεν ήταν απλώς αναπόφευκτο έργο των νικητών, που ούτως ή άλλως έχουν τη δυνατότητα να κατασκευάσουν μια αφήγηση της επιλογής τους, αλλά βόλευε επίσης σχολιαστές, μελετητές, ακόμη και συγγραφείς, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονταν πραγματικά για εμάς, ή μας έβλεπαν μέσα από ένα πρίσμα που εναρμονιζόταν με την άποψή τους για τον κόσμο. Ολοι αυτοί χρειάζονταν μια αφήγηση φυλετικής χειραφέτησης και προόδου, που δεν θα διασάλευε τις παγιωμένες αντιλήψεις τους.

Και τότε αισθάνθηκα έντονη την ανάγκη να αρνηθώ μια τέτοια ιστορία, μια ιστορία η οποία αγνοούσε τα υλικά αντικείμενα που μαρτυρούσαν μια παλαιότερη εποχή, τα κτίρια, τα επιτεύγματα και τις ευαισθησίες που είχαν καταστήσει δυνατή τη ζωή. Πολλά χρόνια αργότερα, περπάτησα στους δρόμους της πόλης όπου μεγάλωσα και είδα την αποσάθρωση των πραγμάτων και των τόπων, είδα την εξαθλίωση των ανθρώπων που ζούσαν ανήμποροι, εξουθενωμένοι, φοβούμενοι μήπως χάσουν την ανάμνηση του παρελθόντος. Ενιωσα την ανάγκη να προσπαθήσω να διατηρήσω αυτήν τη μνήμη, να γράψω για όλα όσα υπήρξαν κάποτε, να ανασύρω τις στιγμές και τις ιστορίες με τις οποίες ζούσαν οι άνθρωποι, μέσα από τις οποίες κατανοούσαν τον εαυτό τους. Την ανάγκη να γράψω για τους διωγμούς και τις ωμότητες που οι ηγέτες μας, αυτοσυγχαιρόμενοι, προσπαθούσαν να σβήσουν από τη μνήμη μας.

Ηταν επίσης αναγκαία μια διαφορετική ερμηνεία της ιστορίας, μια ερμηνεία που έγινε διαυγέστερη για μένα στην Αγγλία, όταν έζησα πιο κοντά στην πηγή της, διαυγέστερη απ’ ό,τι ήταν στη Ζανζιβάρη, στα χρόνια της αποικιακής μου εκπαίδευσης. Τα παιδιά της γενιάς μου ήμασταν παιδιά της αποικιοκρατίας με τρόπο που δεν ήταν οι γονείς μας, ούτε και όσοι γεννήθηκαν μετά από εμάς – ή τουλάχιστον με διαφορετικό τρόπο. Δεν εννοώ ότι είχαμε αποξενωθεί από τα πράγματα που εκτιμούσαν οι γονείς μας ή ότι όσοι γεννήθηκαν μετά από εμάς απελευθερώθηκαν από την αποικιακή επιρροή. Εννοώ ότι μεγαλώσαμε και μορφωθήκαμε σ’ εκείνη την περίοδο υψηλής αυτοκρατορικής αυτοπεποίθησης, τουλάχιστον στη δική μας γωνιά του κόσμου, όταν η κυριαρχία συγκάλυπτε τον πραγματικό της εαυτό με ευφημισμούς κι εμείς συναινούσαμε σε αυτήν την εξαπάτηση. Αναφέρομαι στην περίοδο πριν εξαπλωθούν στην περιοχή μας τα κινήματα αποαποικιοποίησης και μας κάνουν να συνειδητοποιήσουμε τις λεηλασίες της αποικιοκρατίας. Οσοι γεννήθηκαν μετά από εμάς είχαν τις δικές τους μετα-αποικιακές απογοητεύσεις και τις δικές τους αυταπάτες πάνω στις οποίες επαναπαύονταν, και ίσως δεν έβλεπαν καθαρά ή σε αρκετό βάθος το πώς είχε μεταμορφώσει τη ζωή μας η συνάντησή μας με την αποικιοκρατία, ούτε ότι η διαφθορά και η κακοδιοίκησή μας ήταν επίσης, σε κάποιο βαθμό, κομμάτι αυτής της αποικιακής κληρονομιάς.

Κάποια από αυτά τα ζητήματα έγιναν πιο ξεκάθαρα για μένα στην Αγγλία, όχι επειδή συνάντησα ανθρώπους που μου τα αποσαφήνισαν σε συζητήσεις ή στο πανεπιστήμιο, αλλά επειδή κατανόησα καλύτερα πώς παρουσιαζόταν ένας άνθρωπος σαν και μένα στις αφηγήσεις τους, τόσο στα γραπτά τους όσο και στον καθημερινό διάλογο· μου τα αποσαφήνισαν η ευθυμία με την οποία γίνονταν αποδεκτά τα ρατσιστικά αστεία στην τηλεόραση και αλλού, η απροκάλυπτη εχθρότητα που αντιμετώπιζα στις καθημερινές μου συναλλαγές σε καταστήματα, σε γραφεία, στο λεωφορείο. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να αλλάξω αυτή τη συνθήκη, αλλά καθώς μάθαινα να διαβάζω διεισδύοντας περισσότερο στα κείμενα και κατανοώντας τα σε βάθος, άρχισε να μεγαλώνει μέσα μου η επιθυμία να γράψω για να αντικρούσω τις αυτάρεσκες αφηγήσεις όσων μας περιφρονούσαν και μας υποτιμούσαν.

Ομως η συγγραφή δεν μπορεί να είναι μόνο στρατευμένη και πολεμική, όσο αναζωογονητικό και ανακουφιστικό και αν είναι αυτό. Η συγγραφή δεν αφορά ένα πράγμα, δεν αφορά αυτό ή εκείνο το θέμα, αυτό ή το άλλο μέλημα· βασικό μέλημα της λογοτεχνίας είναι η ανθρώπινη ζωή σε όλες της τις εκφάνσεις, οπότε, αργά ή γρήγορα, η σκληρότητα, η αγάπη, η αδυναμία γίνονται αντικείμενό της. Πιστεύω ότι η λογοτεχνία πρέπει επίσης να δείχνει τι θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί διαφορετικά, τι είναι αυτό που δεν μπορεί να διακρίνει το στυγνό, ανάλγητο κυριαρχικό μάτι, τι κάνει τους φαινομενικά ασήμαντους ανθρώπους να αισθάνονται σίγουροι για τον εαυτό τους, ανεξάρτητα από την περιφρόνηση των άλλων. Κι έτσι ένιωσα την ανάγκη να γράψω και γι’ αυτό επίσης, και να το κάνω με ειλικρίνεια, ώστε να αναδεικνύονται εξίσου και η ασχήμια και η αρετή που ενδημούν μέσα μας, και ο άνθρωπος να προβάλλει ακέραιος, πέρα από απλοποιήσεις και στερεότυπα. Οταν αυτό επιτυγχάνεται, από το κείμενο αναδύεται ένα είδος ομορφιάς.

Μια τέτοια αντιμετώπιση δίνει χώρο στην ευθραυστότητα και στην αδυναμία· φανερώνει ότι μπορεί να υπάρχει τρυφερότητα μέσα στη σκληρότητα, και ότι η καλοσύνη μπορεί να βρεθεί σε απροσδόκητες πηγές. Γι’ αυτούς τους λόγους το γράψιμο υπήρξε για μένα ευεργετικό και απορρόφησε μεγάλο κομμάτι της ζωής μου. Φυσικά, υπάρχουν και άλλα κομμάτια, ωστόσο αυτά δεν μας απασχολούν την παρούσα στιγμή. Ως εκ θαύματος, εκείνη η νεανική απόλαυση που μου πρόσφερε η γραφή και για την οποία μίλησα στην αρχή, εξακολουθεί να υπάρχει ύστερα από τόσες δεκαετίες.

Επιτρέψτε μου να τελειώσω εκφράζοντας τη βαθύτατη ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία για τη μεγάλη τιμή που έκανε σε μένα και στο έργο μου. Είμαι βαθύτατα ευγνώμων.

• Μετάφραση της ομιλίας του Αμπ. Γκούρνα στη Στοκχόλμη: Κατερίνα Σχινά. Με την ευγενική παραχώρηση του The Nobel Foundation 2021

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση