Το 1921 ο πολιτικός βίος της Ελλάδας κυριαρχήθηκε από το Μικρασιατικό Ζήτημα. Το φλέγον θέμα της Μικράς Ασίας επισκίασε κάθε άλλη υπόθεση στο εσωτερικό της χώρας, όπως ήταν η συνταγματική αναθεώρηση (η Βουλή που προέκυψε από τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 ήταν Συντακτική). Η νέα αντιβενιζελική ηγεσία της χώρας κλήθηκε να διαχειριστεί ένα ιδιαίτερα δύσκολο διπλωματικό θέμα και τον συνεχιζόμενο πόλεμο με τους Τούρκους εθνικιστές στη Μικρά Ασία. Αυτό που χαρακτήρισε τον δημόσιο λόγο γύρω από το Μικρασιατικό ήταν ο μαξιμαλισμός. Ο αντιβενιζελικός κόσμος είχε κατηγορήσει προεκλογικώς τον Βενιζέλο για υποχωρήσεις και συμβιβασμούς στα εθνικά θέματα (της Κύπρου, της Κωνσταντινούπολης, του Πόντου κ.ά.) και είχε πλειοδοτήσει σε υποσχέσεις για νέα εδαφικά κέρδη, και μοιραία εγκλωβίστηκε στον πληθωρικό υπερπατριωτικό λόγο του.
Η επίσημη θέση της νέας πολιτικής ηγεσίας της χώρας ήλθε διά στόματος του Νικολάου Στράτου (αρχηγού του Εθνικού Συντηρητικού Κόμματος) από το βήμα της Βουλής την 20ή Ιανουαρίου 1921: πως «η ελληνική ψυχή ολόκληρος είνε προσκολλημένη εις την διατήρησιν των κεκτημένων διά της Συνθήκης των Σεβρών, ως του ελαχίστου όρου ικανοποιήσεως των ελληνικών θυσιών». Με άλλα λόγια η ελληνική Βουλή απέρριψε εκ προοιμίου κάθε πρόταση αναθεώρησης της Συνθήκης των Σεβρών (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920). Αυτή η θέση επικυρώθηκε με ψήφισμα της Βουλής τη 15η Φεβρουαρίου 1921. Το ψήφισμα αυτό υπήρξε ομόθυμο, δηλαδή συγκέντρωσε την ψήφο της αντιπολίτευσης. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων, το οποίο καταλάμβανε τότε το 1/3 των εδρών της Βουλής, έδωσε πλήρη στήριξη στην κυβέρνηση του Δημητρίου Γούναρη, προκειμένου αυτή να χειρισθεί το Μικρασιατικό στην ειρηνευτική Διάσκεψη του Λονδίνου. Ο στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής, ο οποίος είχε αναλάβει τα ηνία του κόμματος μετά την αποχώρηση του Βενιζέλου στο Παρίσι, δήλωσε απερίφραστα ότι «αδυνατεί ν’ αποδεχθή την αναθεώρησιν της Συνθήκης των Σεβρών». Η Kοινοβουλευτική Oμάδα των Φιλελευθέρων υπό τον Δαγκλή συνέχισε μάλιστα να επιδοκιμάζει «καθ’ ολοκληρίαν» τους διπλωματικούς και στρατιωτικούς χειρισμούς της κυβέρνησης Γούναρη μέχρι τη 2α Οκτωβρίου 1921, οπότε απέσυρε απότομα την εμπιστοσύνη της λόγω παρέμβασης του Βενιζέλου (βλ. παρακάτω).
Ο Τύπος της εποχής
Αυτή η ανένδοτη στάση στο εθνικό θέμα της Μικράς Ασίας συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς και κορυφώθηκε την άνοιξη του επόμενου έτους. Στον Τύπο το γενικότερο κλίμα ήταν φιλοπόλεμο. Οι εφημερίδες επικρότησαν, σχεδόν στο σύνολό τους, την απόρριψη του συλλογικού διαβήματος των πρεσβευτών της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας προς την ελληνική κυβέρνηση (8/21 Ιουνίου 1921) για «φιλική διαμεσολάβηση» στην ελληνοτουρκική διαφορά. Για παράδειγμα, το «Εμπρός» (9 Ιουνίου 1921) σχολίασε ότι «μόνον η αμείλικτος και τελική συντριβή του εχθρού δύναται ασφαλώς να φέρη την ειρήνην και να εξασφαλίση αυτήν, την οποίαν πλανώνται αι Δυνάμεις νομίζουσαι ότι δύνανται να επιτύχουν διά της φιλικής των μεσολαβήσεως». Και διατράνωσε ότι «μία οδός είνε η άγουσα εις την ειρήνην», «η οδός της Νίκης των Ελληνικών όπλων», στην οποία «η Ελλάς» ήταν έτοιμη να εισέλθει «με όλας τας δυνάμεις της και αντί πάσης θυσίας».
Ομοίως, το σφόδρα φιλοβασιλικό «Σκριπ» έγραψε στο πρωτοσέλιδό του: «Θα απαντήσωμεν με την βροντήν των τηλεβόλων μας. […] Ουδεμία υποχώρησις, ουδεμία αναστολή της πολεμικής εκστρατείας είνε ανεκτή από τον Ελληνικόν Λαόν. Θέλησις του Στρατού και του Λαού είνε να τελειώσωμεν διά της λόγχης το απελευθερωτικόν μας έργον». Μέσα στο θέρος του 1921 οι εθνικοί τόνοι, εντός και εκτός Βουλής, ανέβηκαν κι άλλο. Ενόψει της κατάληψης της Κιουτάχειας και του Εσκί Σεχίρ, στις αρχές Ιουλίου εκφράστηκε (από ένα βουλευτή των Σαράντα Εκκλησιών) η πεποίθηση ότι επόμενος στόχος θα ήταν η Αγκυρα (η πρωτεύουσα του Κεμάλ) και στο τέλος «η Κωνσταντινούπολις, η φυσική πρωτεύουσα της Ελληνικής φυλής». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Τύπος ανακύκλωσε τον μύθο της «Κόκκινης Μηλιάς», «μιας συμβολικής τοποθεσίας» κάπου «στο βάθος, στο χάος της Ανατολής», πέραν από την Αγκυρα και το Ικόνιο, όπου θα έφθανε κατά φαντασίαν το ελληνικό μέτωπο.
Η αποχώρηση της ελληνικής Στρατιάς από το μέτωπο του Σαγγαρίου και η σύμπτυξή της τον Σεπτέμβριο στη γραμμή Εσκί Σεχίρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ δεν άλλαξε άρδην το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα. Η εφημερίδα «Καθημερινή» (το κύριο γουναρικό φύλλο) μετέφερε (στο φύλλο της 11ης Σεπτεμβρίου 1921) την αισιοδοξία της κυβέρνησης ότι σύντομα θα κήρυσσε την ένωση των κατεχόμενων εδαφών με το ελληνικό κράτος, δημιουργώντας έτσι «γεγονός τετελεσμένον». Η «ελληνική Μικρασία» θα προσαρτάτο «εμπράκτως» εις το «ελληνικόν Βασίλειον» και οι αντίπαλοι της Ελλάδας θα υποτάσσονταν «όλοι εις την πραγματικότητα», καθόσον δεν είχαν «την δύναμιν να εκδιώξουν τον στρατόν» της «εκ Μικρασίας». Μέσα σε αυτό το πνεύμα της θριαμβολογίας, δεν εισακούστηκαν μετριοπαθείς φωνές της κυβερνητικής παράταξης, όπως εκείνη του παλαίμαχου πολιτικού Νικολάου Λεβίδη, ο οποίος έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου και αντέτεινε ότι ο πόλεμος κατά της Τουρκίας «δεν επερατώθη έτι», παρά μόνον «εμετριάσθη η οξύτης αυτού», και δεν αποκλείετο να «επαναληφθή οξύς και φοβερός ως πρότερον».
Ο αντιβενιζελικός κόσμος είχε πλειοδοτήσει σε υποσχέσεις για νέα εδαφικά κέρδη και μοιραία εγκλωβίστηκε στον πληθωρικό υπερπατριωτικό λόγο του.
Η σύσταση για επίδειξη ρεαλισμού υπήρξε εντονότερη από την πλευρά του Βενιζέλου, μέσω δύο επιστολών του προς τον Π. Δαγκλή «επί της καταστάσεως των εθνικών ζητημάτων». Στις επιστολές του αυτές, που έφερε στο φως «εν αγνοία» του ο «Ελεύθερος Τύπος» (19-20 Σεπτεμβρίου 1921), ο αυτοεξόριστος ιστορικός ηγέτης των Φιλελευθέρων επέκρινε την κυβέρνηση, διότι τον Ιούνιο αρνήθηκε να αποδεχθεί τη μεσολάβηση των Τριών Συμμάχων Δυνάμεων. Εκ παραλλήλου, ο πρώην πρωθυπουργός τάχθηκε κατά της επανάληψης των πολεμικών επιχειρήσεων, κάτι το οποίο θα έφερνε την Ελλάδα «εις τον κίνδυνον της πλήρους καταστροφής». Η χώρα εμφανώς δεν είχε τις δυνάμεις να καθυποτάξει τον εχθρό στις θελήσεις της και η αναζωπύρωση των εχθροπραξιών θα την έφερνε «εις πλήρη οικονομικήν και στρατιωτικήν εξάντλησιν». Συνολικότερα, ο Βενιζέλος δήλωνε ευθέως «απαισιόδοξος» και «η δημιουργηθείσα κατάστασις» παρουσίαζε «προ των οφθαλμών» του μια «σκοτεινήν εικόνα». Ο λόγος για αυτή τη μαύρη απελπισία του ήταν ότι οι Ελληνες μάχονταν πλέον το 1921 «διπλωματικώς απομονωμένοι» και κινδύνευαν στο τέλος λόγω «εξαντλήσεως» να χάσουν και τη Σμύρνη και τη Θράκη.
Σύμφωνα με τα σχόλια των βενιζελικών φύλλων, οι δύο επιστολές του Βενιζέλου, που έσπασαν ενάμιση χρόνο δημόσιας σιωπής του, στάθηκαν «καταπληκτικός ογκόλιθος» και προξένησαν «μεγίστην ταραχήν εις το κυβερνητικόν στρατόπεδον και απερίγραπτον αίσθησιν εις τον λαόν». Παρ’ όλα αυτά, οι δύο επιστολές του μεγάλου αυτοεξόριστου των Παρισίων έμειναν ασχολίαστες από την κυβέρνηση και τον φιλοκυβερνητικό Τύπο. Το μόνο πολιτικό αποτέλεσμα που είχαν ήταν να πείσουν τον Δαγκλή να αποσύρει την εμπιστοσύνη του από την κυβέρνηση Γούναρη. Ο αρχηγεύων των Φιλελευθέρων πείστηκε να κάνει αυτή τη στροφή στην πολιτική του επειδή επιπλήχθηκε από τον ιστορικό ηγέτη του κόμματος για τη στήριξη που παρείχε έως τότε στην ανένδοτη στάση που ακολουθούσε η κυβέρνηση σε διπλωματικό επίπεδο.
Θριαμβολογία
Σε κυβερνητικό επίπεδο, η θριαμβολογία συνεχιζόταν. Στις αρχές του επόμενου μήνα (2 Οκτωβρίου 1921) ο Γούναρης, παρότι αναγνώρισε ότι «ο εχθρός δεν ήχθη εις υποταγήν», δήλωσε από το βήμα της Βουλής ικανοποιημένος από την πορεία των στρατιωτικών εξελίξεων. Και θριαμβολόγησε λέγοντας ότι: «Κατέχομεν σήμερον Μικρασιατικόν έδαφος 100 περίπου χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων, απέναντι των 16 χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων της Συνθήκης των Σεβρών». Πράγματι, σύμφωνα με κατοπινούς ακριβέστερους υπολογισμούς, το φθινόπωρο του 1921 η Ελλάδα βρέθηκε να κατέχει στρατιωτικώς περίπου 122.000 τ.χλμ. της μικρασιατικής χερσονήσου, όση δηλαδή ήταν η έκτασή της το 1913 (μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους).
Αυτή η ανένδοτη στάση και η ακινησία της επίσημης ελληνικής πλευράς στο Μικρασιατικό Ζήτημα δεν οφείλονταν μόνον στην υπερβολική αυτοπεποίθηση και στην εθελοτυφλία ή στην αβουλία των κυβερνώντων, αλλά και στις ισχυρές εσωτερικές πιέσεις που δέχονταν οι τελευταίοι πανταχόθεν για διατήρηση των κεκτημένων στο ακέραιο. Επ’ αυτού ο Βενιζέλος, σε μία από τις δύο πολύκροτες επιστολές του προς τον Δαγκλή, εστίασε ιδιαίτερα την κριτική του στο ότι η κυβέρνηση Γούναρη, «πτοηθείσα προ της Κοινής Γνώμης», απέστερξε τον συμβιβασμό που πρότεινε η Αγγλία στη Διάσκεψη του Λονδίνου. Εκτός της «Κοινής Γνώμης», όμως, ανάλογες ήταν και οι πιέσεις από πλευράς του μαχόμενου στρατεύματος. Σχετικές αναφορές για επαναστατικές διεργασίες στους κόλπους του Σώματος των αξιωματικών άρχισαν να καταφθάνουν στην Αθήνα από τον Νοέμβριο του 1921, δηλαδή λίγους μήνες μετά την αποτυχία της επιχείρησης του Σαγγαρίου. Στις επαναστατικές ζυμώσεις πρωτοστατούσαν, ως φυσικόν, κυρίως κατώτεροι βενιζελικοί αξιωματικοί, χωρίς ωστόσο η συμμετοχή να περιορίζεται σε αυτούς. Την αυγή του 1922 το Στρατηγείο της Σμύρνης ανέφερε εμπιστευτικώς προς το Γενικό Επιτελείο και την κυβέρνηση την πληροφορία ότι «ο Στρατός» δεν θα δεχόταν «εκκένωσιν της Μικρασίας», αλλά θα πολεμούσε «μέχρι εξαντλήσεως αμφοτέρων των αντιπάλων»· σε διαφορετική περίπτωση (δηλ. εάν η πολιτική ηγεσία επιχειρούσε εκκένωση), εκτιμούσε ότι θα ξεσπούσε «επανάστασις εν Ελλάδι» και θα επικρατούσε το «Στρατιωτικόν Κόμμα» (δηλ. θα επιβάλλετο στρατιωτική δικτατορία). Αυτή η «Εκθεσις πληροφοριών μηνός Δεκεμβρίου 1921» έμελλε να αποδειχθεί προφητική λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα, όταν ξέσπασε στη Χίο η «Επανάστασις 1922» υπό τον συνταγματάρχη Νικόλαο Πλαστήρα.
* O κ. Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, ΕΚΠΑ.