ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 8: Η αλληγορία του σπηλαίου: οι δεσμώτες – ΠΛΑΤΩΝ, Πολιτεία 514a-515c – Ενδεικτικές Δραστηριότητες

Ενδεικτικές Δραστηριότητες

Το σπήλαιο και οι συμβολισμοί του

Α. Τι λέει το κείμενο;

  1. Με βάση τις πληροφορίες του πλατωνικού αποσπάσματος να περιγράψετε το σκηνικό του σπηλαίου και να καταγράψετε τη θέση και τις κινήσεις των δεσμωτών μέσα στο σπήλαιο.

 

Το σπήλαιο έχει είσοδο που βλέπει στο φως και το πλάτος του ανοίγματος ταυτίζεται με το πλάτος του σπηλαίου.

Για να προχωρήσει κανείς προς το εσωτερικό της σπηλιάς ακολουθεί κατηφορική πορεία ώσπου να φτάσει στο βάθος της. Στο κατώτερο σημείο του σπηλαίου είναι δεμένοι οι δεσμώτες οι οποίοι έχουν στραμμένο το σώμα τους προς το τοίχωμα- τέρμα του σπηλαίου που αποτελεί και το τέλος της κατηφορικής οδού.

Οι δεσμώτες βρίσκονται εκεί από παιδιά, (άρα δεν έχουν εμπειρίες από άλλο τόπο) δεμένοι στα πόδια και στον αυχένα, ώστε να μη μπορούν να στρέψουν το κορμί τους ούτε το κεφάλι τους προς άλλη κατεύθυνση παρά μόνο προς το βάθος του σπηλαίου. Οι δεσμώτες βλέπουν μόνο τις σκιές που σχηματίζονται από τα αντικείμενα που μεταφέρονται κατά μήκος ενός τοιχίου που βρίσκεται ανάμεσα σε αυτούς και σε μια  φωτιά που καίει πίσω τους και προς τα πάνω.

Σε περίπτωση ακόμη που μιλούν θα συζητούν για τις σκιές που θα τις θεωρούν αληθινά όντα. Επιπλέον θα ακούνε ομιλίες που προέρχονται από αυτούς που μεταφέρουν τα ομοιώματα και θα σχηματίζουν την εντύπωση ότι μιλούν οι σκιές.

  1. Να εντοπίσετε όλες τις αναφορές στις αισθήσεις των δεσμωτών. Ποιο είναι κάθε φορά το αντικείμενο της αίσθησης (το αισθητό);
  • Όραση

ὥστε μένειν τε αὐτοὺς εἴς τε τὸ πρόσθεν μόνον ὁρᾶν,

οἴει ἄν τι ἑωρακέναι ἄλλο πλὴν τὰς σκιὰς τὰς ὑπὸ τοῦ πυρὸς εἰς τὸ καταντικρὺ αὐτῶν τοῦ σπηλαίου προσπιπτούσας;

Τί δὲ τῶν παραφερομένων; οὐ ταὐτὸν τοῦτο;

οὐ ταῦτα ἡγῇ ἂν τὰ ὄντα αὐτοὺς νομίζειν ἅπερ ὁρῷεν;

Οι δεσμώτες είναι αναγκασμένοι να βλέπουν μόνο μπροστά προς το βάθος της σπηλιάς. Το αντικείμενο της όρασης είναι οι σκιές των αντικειμένων που μεταφέρονται.

  • Ακοή

Ὅρα τοίνυν παρὰ τοῦτο τὸ τειχίον φέροντας ἀνθρώπους σκεύη … οἷον εἰκὸς τοὺς μὲν φθεγγομένους, τοὺς δὲ σιγῶντας τῶν παραφερόντων.

Τί δ’ εἰ καὶ ἠχὼ τὸ δεσμωτήριον ἐκ τοῦ καταντικρὺ ἔχοι; ὁπότε τις τῶν παριόντων φθέγξαιτο, οἴει ἂν ἄλλο τι αὐτοὺς ἡγεῖσθαι τὸ φθεγγόμενον ἢ τὴν παριοῦσαν σκιάν;

Οι δεσμώτες ακούν κάποιες ομιλίες είτε δικές τους είτε από αυτούς που μεταφέρουν τα αντικείμενα και νομίζουν ότι οι σκιές, που προβάλλονται στο βάθος της σπηλιάς και τις οποίες τις θεωρούν αληθινά όντα, μιλούν.

Β. Ας εμβαθύνουμε στο νόημα του κειμένου

  1. Να σχολιάσετε την απάντηση που δίνει ο Σωκράτης, όταν ο Γλαύκων αμφισβητεί την ύπαρξη των δεσμωτών: Ὁμοίους ἡμῖν, ἦν δ’ ἐγώ. Πώς θα σχολιάζατε τη χρήση α΄ πληθυντικού προσώπου από τον Σωκράτη;

 Ὁμοίους ἡμῖν: Η ομοιότητα με την κατάσταση των δεσμωτών της σπηλιάς έχει κοινό όρο τον από γνωσιολογική άποψη ανυποψίαστο άνθρωπο που αποδέχεται άκριτα τη φαινομενολογία των πραγμάτων και με βάση αυτά διαμορφώνει τις πεποιθήσεις του.

Ο κόσμος των δεσμωτών στηρίζεται στα εμπειρικά δεδομένα στα οποία δεν πρέπει να έχουμε καμία εμπιστοσύνη, γιατί ο αισθητός κόσμος είναι συνεχώς μεταβαλλόμενος και ασταθής. Ο άνθρωπος, για να συλλάβει την αισθητή πραγματικότητα, χρησιμοποιεί τις αισθήσεις του, αυτές όμως είναι υποκειμενικές και αποτελούν πηγή πλάνης. Παρόμοια επειδή ο άνθρωπος βασίζεται στην ασαφή και χαοτική πραγματικότητα της καθημερινής του εμπειρίας, έτσι οργανώνει και την κοινωνική του και πολιτική του ζωή.

Το α’ πληθυντικό λοιπόν εκφράζει  τη μετοχή όλων των συνομιλητών του Σωκράτη σε αυτήν την ατερμάτιστη και πεπλανημένη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, η οποία δεν ρυθμίζεται από τον λόγο (το λογιστικόν) αλλά παρασύρεται από τα πάθη (θυμοειδές) αλλά και από τα ένστικτα (επιθυμητικόν)

  1. Να ερμηνεύσετε τους συμβολισμούς της αλληγορίας: σπήλαιο, δεσμώτες, αλυσίδες, φως. Μπορείτε να τους συνδέσετε με την πλατωνική θεωρία των Ιδεών;

Το σπήλαιον εξεικονίζει την ασαφή και χαοτική πραγματικότητα της καθημερινής μας εμπειρίας με την οποία είναι όλοι ο άνθρωποι εξοικειωμένοι. Είναι ο κόσμος της αίσθησης (εικόνας) και της ανθρώπινης γνώμης (της δόξας).

Οι δεσμώτες αντιστοιχούν στην  κατάσταση του ανθρώπου που πιστεύει στις σκιές ώς πραγματικότητα, του ανθρώπου που είναι δεμένος με τα αισθητά φαινόμενα, με τις δόξες και με το γίγνεσθαι.

Οι αλυσίδες: είναι τα δεσμά που τον κρατούν προσκολλημένο και καθηλωμένο στο σκοτάδι της άγνοιας και της απατηλής αισθητικής πραγματικότητας. Αυτά μπορεί να είναι οι αισθήσεις αλλά και οι αβασάνιστα αποδεκτές και κληρονομημένες αντιλήψεις που στηρίζονται όχι στην αληθινή γνώση αλλά σε εντυπώσεις καθοδηγημένες από τα πάθη και τα ένστικτα.

¨Οι εικόνες δεν είναι κάτι απλό, που μόνο ψυχαγωγεί και στερεώνει είδωλα και μύθους, που αποκαλύπτει και ανακουφίζει· παράλληλα μεταφέρουν στερεότυπα, προκαταλήψεις, ιδεοληψίες, ακόμη και τυφλώνουν πνευματικά, έτσι ώστε να μη θέλεις να δεις πραγματικά. Είναι το παράθυρο, αυτή η ιδεολογική οπτική αναπηρία, στη χειραγώγηση της οπτικής πληροφορίας, στον έλεγχο της πραγματικότητας, που δεν συνοδοιπορεί πάντα με τα είδωλά της. Και το πιο κοινό βλέμμα εισάγει θέσεις. Ολοι, ηθελημένα ή αθέλητα, γινόμαστε δράστες και θύματα ενός οφθαλμοκεντρισμού που μοιάζει, ενίοτε, να εγκλωβίζει τον νου σε ένα σκοτεινό σπήλαιο όπως εκείνο του Πλάτωνα, όπου οι αλυσοδεμένοι φυλακισμένοι είναι σε θέση να βλέπουν στον τοίχο να περνούν μόνο οι σκιές της πραγματικής ζωής τους. Οπως και στο σπήλαιο, υπάρχουν λύσεις, έξοδοι στο φως. Ο Ηλιος είναι πάντα εκεί. Ενας κόσμος κατανοητός όσο και ακατανόητος.¨( από το άρθρο: Πολιτισμός της εικόνας ή βλέπω, άρα υπάρχω της Τασούλας Καραϊσκάκη στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. Όλο το άρθρο εδώ )

 

Το φως: το εντός του σπηλαίου φως που προέρχεται από τη φωτιά που καίει και φωτίζει τα αντικείμενα που βρίσκονται εντός του σπηλαίου (τα σκεύη, τους παραφέροντες). Είναι η πηγή γνώσης που αντιστοιχεί στην γνωσιολογική κατάσταση της πίστεως, δηλαδή η γνώση που μπορούμε να αποκτήσουμε με τις αισθήσεις στον κόσμο των αισθητών.

Όλα τα παραπάνω αναπαριστούν τον κόσμο των αισθητών, των ορωμένων, τον οποίο  όλοι ο άνθρωποι τον θεωρούμε πραγματικό.

Όμως σε αντίθεση με αυτόν υπάρχει ο κόσμος των ιδεών, ο κόσμος της νόησης και της αλήθειας. Οι ιδέες αποτελούν τα πρότυπα των αισθητών αντικειμένων. Αυτές αποτελούν το σταθερό κριτήριο αλήθειας όλων των ηθικών αλλά και των γνωσιολογικών κρίσεων. Λειτουργούν ως απόλυτες ηθικές αξίες  βάσει των οποίων κρίνεται η ανθρώπινη συμπεριφορά, θεμελιώνουν ένα κράτος δικαίου. Δίνουν το μέτρο της αλήθειας στις κρίσεις των ανθρώπων.

«Τα αισθητά αντικείμενα «μετέχουν»  στις αντίστοιχες ιδέες και «μιμούνται» τις αντίστοιχες ιδέες. Η «μετοχή» και η «μίμηση» είναι οι δύο τρόποι επικοινωνίας αισθητών και νοητών. Η μετοχή είναι μια λογική σχέση, η σχέση μερικού και επιμέρους. Η μίμηση είναι μια σχέση ιεραρχική, η σχέση πρωτοτύπου και αντιγράφου, υποδείγματος και εικόνας.

Το αγαθό είναι η ανώτερη Ιδέα αλλά και η προϋπόθεση της ύπαρξης και της γνώσης των άλλων ιδεών.»

«Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι» Κάλφας Β.  Ζωγραφόδης Γ. ΤΟ ΒΗΜΑ σελ. 130,132

«Πλάτων Πολιτεία» τ. Γ’ Θ. Μαυρόπουλος ΤΟ ΒΗΜΑ σελ. 1150-1 ,1166-1167

“3. Συμβολισμοί του σπηλαίου (ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ & ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ Ο.Π.Α.Σ. σελ. 246-249)
α. Οι σκιές, που βλέπουν οι φυλακισμένοι, είναι καθρεφτίσματα, για αυτούς, όμως, αποτελούν τη μόνη υπαρκτή πραγματικότητα. Η σκηνή συμβολίζει την εμπειρία από τις αισθήσεις, την οποία πολλοί άνθρωποι και ανάμεσά τους οι περισσότεροι από τους σοφιστές θεωρούν σαν το μοναδικό τρόπο προσέγγισης του πραγματικού.[…] Αλλά το παιχνίδι των σκιών είναι ασφαλώς πραγματικό, ώστε να υπάρχει μια «επιστήμη» των φαινομένων. […] Πάνω στο δρόμο σκοντάφτουμε πρώτα στις μαριονέτες. Πρόκειται για κατασκευασμένα αντικείμενα. Ορισμένα είναι ομοιώματα έμψυχων όντων. Και οι δικές τους σκιές είναι που προβάλλονται πάνω στον τοίχο. Είμαστε στο στάδιο της αισθητής μορφής, ένα στάδιο στο οποίο οι εικασίες μας μετασχηματίζονται σε γνώμες. Πίσω από το χαμηλό τοίχο ανακαλύπτουμε αυτούς που χειρίζονται τις μαριονέτες και κάνουν τις μορφές να ελίσσονται. Είναι οι μαθηματικοί, «αυτοί που πραγματεύονται για τη γεωμετρία και την αριθμητική και για καθετί παρόμοιο, καθιερώνουν υποθετικά το περιττό και το άρτιο, τα γεωμετρικά σχήματα, τα τρία είδη των γωνιών και άλλα παρόμοια, σύμφωνα με το αντικείμενο της έρευνας. Μιλούν για όλα αυτά, σαν για πράγματα γνωστά». Βρισκόμαστε στο δεύτερο σκαλοπάτι των φυσικών επιστημών. Οι χειριστές μαριονετών μαθηματικοί έχουν απαλλαγεί από τη μαγεία των σκιών. Οργανώνουν οι ίδιοι το παιχνίδι των σκιών και οικοδομούν γενικά διαγράμματα γεωμετρικής ή αριθμητικής τάξεως. […] Έτσι επιστήμονας της δεύτερης βαθμίδας είναι ακόμα ο αστρονόμος, που δεν περιορίζεται στην παρατήρηση της σχετικής θέσης των πλανητών, αλλά είναι ικανός να αποδείξει τη δομή του σύμπαντος μελετώντας και προσδιορίζοντας την κίνησή τους.[…] Περάσαμε από την προσεκτική παρατήρηση του αλυσοδεμένου φυλακισμένου, χαμηλότερο βαθμό της φυσικής επιστήμης, στη χρησιμοποίηση και στην κατασκευή διαγραμμάτων, που επιτρέπουν τη σύνθεση της εμπειρίας, την κατανόηση και την επανάληψή της. […] Συνεχίζουμε την ανάβασή μας προς τη μεγάλη αναμμένη φωτιά, προς το νοητό φως, που είναι η γλώσσα, σαν συμβολικό σύνολο, όπου εκφράζεται το αίνιγμα του κόσμου.[…] Η φωτιά είναι ο λόγος, η λογική, κοινή σε όλους, αλλά που την αγνοούν πολλοί, παρούσα μέσα στη γλώσσα. Αυτή είναι δίχως άλλο το αίνιγμα του κόσμου, αλλά τέτοιο που κάνει τον κόσμο κατανοητό. Αυτή η φωτιά φωτίζει καθετί που είναι μέσα στο σπήλαιο, αλλά φωτίζει μόνο το σπήλαιο.[…] Το φως του Αγαθού, ήλιος των ιδεών, εισχωρεί κατά κύματα μέσα στο σπήλαιο, που είναι ανοικτό στο ήλιο «σε όλο του το πλάτος» αλλά οι άνθρωποι δεν μπορούν να το δουν. Οι ίδιοι οι χειριστές των μαριονετών διακρίνουν μόνο τη μεγάλη φωτιά που ανάβει ψηλά και μακριά. Αναφέρονται στο λόγο αλλά η πηγή της λογικής παραμένει κρυμμένη. […] Αυτοί οι φυλακισμένοι «είναι σαν κι εμάς». Αν κάποιος από αυτούς ελευθερωθεί από το σιδερένιο κολάρο που καθηλώνει την προσοχή του στα ενδιαφέροντα των αισθήσεων και στραφεί, κυριευμένος από την υποψία πως υπάρχει κάτι άλλο εκτός από γελοίες ανταύγειες, θα επιχειρήσει την κοπιαστική ανάβαση, που θα τον ανυψώσει ως το άπλετο φως. […] Ο πειρασμός είναι μεγάλος να παραμείνουν εκεί, σε μια εμπειρική ερμηνεία του κόσμου, μια ερμηνευτική τυπικότητα όσων συμβαίνουν μέσα στο σπήλαιο, όπου ζούμε. […] Μα δεν πρέπει να περιορίσουμε την αλληγορία στην εμπειρία αυτή και ακόμη λιγότερο σε μια ατομική απελευθέρωση. Ο φυλακισμένος δραπετεύει, μόνο για να ξαναγυρίσει. Η εμπειρία είναι ο μεγάλος αναγκαίος ελιγμός, για να γνωρίσει την προέλευση. Το φως της νόησης είναι πέρα από τη φωτιά, από το λόγο, από τη γλώσσα. Η νόηση είναι υπερβατική. Ξεφεύγει από τα βλέμματα, που θέλουν να τη στερεώσουν.
Jeanniere, A. (2008), Platon, μτφρ. Στ. Βλοντάκης, Πλάτων. Αθήνα (Παπαδήμας), σσ. 170-176.
β. Οι δεσμώτες είναι «όμοιοι με μας» οι γνώσεις τους βρίσκονται στο κατώτατο σκαλοπάτι, στηρίζονται στα απλά δεδομένα των αισθήσεων, η γνώση τους είναι στο στάδιο της δόξας, ανάμεσα στην άγνοια- μη ον και στη νόηση-όν.[…] Στην τρίτη βαθμίδα ανήκουν τα μαθηματικά που τοποθετούνται από τον Πλάτωνα ανάμεσα στη «δόξα» και στη «νόηση»- για δυο λόγους: α) η αριθμητική μπορεί να βοηθήσει στη μεταστροφή της ψυχής «από τη γένεση προς την αλήθεια και την ουσία», εφόσον απομακρύνεται από την εκλαϊκευμένη της μορφή στην «με την καθαρή νόηση θέα της φύσης των αριθμών», εφόσον δεν εισάγει στις προτάσεις της «αριθμούς με σώματα ορατά ή απτά». […] β) Στα μαθηματικά η έρευνα, το ζητείν ξεκινάει από υποθέσεις που δεν προχωρούν προς την «αρχή» (το εν, το αγαθό), αλλά προς το συμπέρασμα, «επί τελευτήν» επειδή «δεν μπορεί να βγει ψηλότερα από τις υποθέσεις…» […]
Παππά, Ε. (1981), Ο Πλάτωνας στην εποχή μας. Αθήνα (Κέδρος), σσ. 214-215.
γ. Ο παραλληλισμός του Πλάτωνος ισοδυναμεί με ριζική αμφισβήτηση του τρόπου λειτουργίας της ανθρώπινης σκέψης. Έχουμε συνηθίσει, λέγει, να θεωρούμε τα απτά αντικείμενα που μας περιβάλλουν ως πραγματικά ενώ δεν είναι. Ή μάλλον ενώ αυτά είναι απλώς «έκτυπα» και «είδωλα» -δηλαδή κακέκτυπα και λιγότερο πραγματικά ομοιώματα των αμετάβλητων και αιώνιων «ιδεών». Αυτές οι ιδέες, όπως τις ορίζει ο Πλάτων, είναι οι μόνιμες για μας πραγματικότητες, από τις οποίες κατασκευάζονται (με κάποιον τρόπο) ατελή και φθαρτά απτά αντίγραφα. […] Επειδή όμως οι ατελείς αισθήσεις μας είναι «ἐκ παίδων» παγιδευμένες στον κόσμο των ειδώλων, είμαστε τυφλοί ως προς τον κόσμο των ιδεών. Το πνεύμα μας είναι δέσμιο των απομιμήσεων, τις οποίες έτσι εκλαμβάνουμε ως πραγματικότητα. Είμαστε φυλακισμένοι σε ένα σπήλαιο ειδώλων. Εν τούτοις, δεν έχουν χαθεί τα πάντα, γιατί, μολονότι ο άνθρωπος είναι αλυσοδεμένος, η φιλοσοφία μπορεί να τον ελευθερώσει. Αρκεί μόνο να της το επιτρέψουμε και αυτή θα αναλάβει να μας τραβήξει έξω από την σπηλιά του ζόφου και της άγνοιας, προς το φως της αληθινής ύπαρξης. Προς στιγμήν μπορεί να αποδοκιμάσουμε εκείνο που τότε θα δούμε, όντας προσκολλημένοι στην «πραγματικότητα» των αισθητών πραγμάτων και αρνούμενοι την αλήθεια των φιλοσοφικών ιδεατών. Αλλά, αργά ή γρήγορα, θα αρχίσουμε να βλέπουμε καθαρά και μάλιστα να προσεγγίζουμε την υπέρτατη ιδέα των ιδεών, η οποία είναι η ιδέα του αγαθού (αρετής). Φυσικά, ο Πλάτων, ως φιλόσοφος, ορίζει το αγαθό ως γνώση.»
Macrone, Μ. (1998). Eureca, μτφρ. Ε. Ξύδια, Εύρηκα! Συνοπτική ιστορία της ανθρώπινης γνώσης. Αθήνα (Καπόπουλος), σσ. 146-8.

4. Η θεωρία των Ιδεών και η Ιδέα του Αγαθού(ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ & ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ Ο.Π.Α.Σ. σελ. 249 -251)
α. ΙΔΕΑ (ἰδέα, εἶδος): Στα ελληνικά οι όροι αυτοί έχουν τη ρίζα «ιδ», από την οποία παράγονται λέξεις που συγγενεύουν με το ὁράω (βλέπω). Αντίθετα με τη σύγχρονη σκέψη, όπου η «ιδέα» υποδηλώνει, κυρίως, το περιεχόμενο της υποκειμενικής δραστηριότητας της σκέψης, στην αρχαία σκέψη ο όρος αναφέρεται πρωτίστως στην ορατή πλευρά των πραγμάτων, στη «μορφή» τους, με την έννοια του σχήματός τους. Εφόσον η μορφή και το σχέδιο παραμένουν σταθερά, ανεξάρτητα από τη μεταβολή των ατόμων μέσα στο χρόνο (η μορφή του αλόγου είναι αναγνωρίσιμη σε οποιοδήποτε επιμέρους άλογο, και ανεξάρτητα από το αν είναι νέο ή γέρικο), η ἰδέα κατέληξε να σημαίνει (κυρίως από τον Πλάτωνα και μετά) την ουσιαστική και αμετάβλητη μορφή, της οποίας τα επιμέρους άτομα, που γίνονται αντιληπτά μέσω των αισθήσεων, είναι αντίγραφα ή αναπαραγωγές. Αυτή η ουσιαστική μορφή είναι, κατά συνέπεια, μη εμπειρική (μη υλική και, επομένως, μη αντιληπτή διά των αισθήσεων). Το όργανο που μας επιτρέπει να την αντιληφθούμε δεν είναι πλέον, όπως στην αρχή, η όραση, αλλά η νόηση, που μπορεί να διακρίνει το ουσιαστικό, το μόνιμο, το αμετάβλητο, κάτω από τη μεταβολή των αισθητών σχημάτων. Η αρχαία σκέψη θα χωριστεί αργότερα σε δύο παρατάξεις: αυτούς που θεωρούσαν τις ιδέες αντικείμενα που υπάρχουν αυτόνομα, ανεξάρτητα τόσο από τη νόηση όσο και από τα αντικείμενα που τις αναπαράγουν εμπειρικά (Πλάτων), και εκείνους που τις θεωρούσαν «μορφές» που υπάρχουν μόνο μέσα στα ίδια τα αντικείμενα, αποτελώντας τον κανόνα τους και την αρχή της τάξης τους (Αριστοτέλης). Vegetti, Μ. (2000), Filosofia Antica, μτφρ. Γ. Δημητρακόπουλος, Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας. Αθήνα (Τραυλός), σ. 159.
β. Ο ήλιος στον ορατό τόπο είναι ανάλογο της ιδέας του Αγαθού στον νοητό (τόσον ο ήλιος όσον και η ιδέα του Αγαθού είναι οι ανώτατες αντικειμενικότητες στη σφαίρα τους). Όπως ο ήλιος δίνει φως, έτσι η ιδέα του Αγαθού δίνει αλήθεια. Όπως το μάτι βλέπει μόνον το φως, έτσι ο νους κατανοεί μόνον το «φως» της αλήθειας. Επομένως το μάτι αναπαριστά τη νοητική δύναμη. Και όπως το μάτι είναι το πιο συγγενικό με τον ήλιο από τα όργανά μας, έτσι η νόηση είναι το πιο συγγενικό με την ιδέα του Αγαθού. Ταυτόχρονα όμως, όπως ο ήλιος δεν ταυτίζεται με το μάτι ή με τη δύναμη του οράν, έτσι και η ιδέα του Αγαθού δεν ταυτίζεται με τη νοητική δύναμη. Και όπως ο ήλιος καθιστά ορατά όχι μόνον τα άλλα πράγματα, αλλά και τον εαυτό του, έτσι και η ιδέα του Αγαθού καθιστά νοητά όχι μόνον τις άλλες ιδέες, αλλά και την ίδια.
Σκουτερόπουλος, Ν. (2002), Πλάτων Πολιτεία. Εισαγωγικό σημείωμα, μετάφραση, ερμηνευτικά σημειώματα. Αθήνα (Πόλις), σσ. 859-860.
γ. Στην Πολιτεία, ωστόσο, βλέπουμε ότι υπάρχει μια «Ιδέα του Καλού» που, για τα αντικείμενα της γνώσης και την ίδια τη γνώση, είναι ό, τι ο ήλιος για τα ορατά αντικείμενα και την όραση. Στη συνέχεια δίνεται η εξήγηση ότι, όπως ο ήλιος ενεργεί με δυο τρόπους και δημιουργεί τα χρώματα που βλέπουμε και αποτελεί την πηγή της οπτικής δύναμης του ματιού, έτσι και το Καλό: εφοδιάζει όλα τα αντικείμενα της επιστημονικής γνώσης με το «είναι», την ουσίαν τους, και ταυτόχρονα τα καθιστά γνώσιμα. Καθώς ο ήλιος δεν είναι ούτε τα χρώματα που βλέπουμε ούτε το μάτι που βλέπει, έτσι και το Καλό είναι κάτι ανώτερο από το «είναι». Αργότερα μαθαίνουμε ότι οι επιστήμες έχουν ιεραρχική σειρά, που κορυφώνεται με την κατανόηση αυτού του υπερβατικού «αγαθού».[…] Το Καλό, άρα, κατέχει ανώτερη θέση μεταξύ των Ιδεών.
Taylor, A. E. (1990), Plato: the man and his work, μτφρ. Ι. Αρζόγλου, Πλάτων. Ο άνθρωπος και το έργο του. Αθήνα (Μ.Ι.Ε.Τ.), σ. 335.
δ. Η θεωρία των Μορφών ή Ιδεών […] αποτελεί σημαντικότατο μεθοδολογικό εύρημα γιατί καθιστά δυνατή την καθαρή επιστημονική γνώση όσο και την γνώση που θα μπορούσε να αφορά τον κόσμο των μεταβαλλόμενων πραγμάτων, για τα οποία δεν μπορούμε να αποκτήσουμε, άμεσα καμία γνώση παρά μονάχα δοξασία. Γίνεται έτσι δυνατό να διερευνηθούν τα προβλήματα μιας μεταβαλλόμενης κοινωνίας και να συγκροτηθεί μια πολιτική επιστήμη. […] Στον κοινωνικό χώρο, ανοίγει ένα δρόμο προς κάποιο είδος κοινωνικής μηχανικής και κάνει δυνατή τη διαμόρφωση εργαλείων για την αναχαίτηση της κοινωνικής αλλαγής, αφού εισηγείται τη σχεδίαση μιας «άριστης πολιτείας», τόσο πολύ όμοιας με τη Μορφή ή Ιδέα μιας πολιτείας ώστε να μην μπορεί να παρακμάσει. Popper, K. (1980), The Open Society and its Enemies, μτφρ. Ε. Παπαδάκη, Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της, τ. Ι. Αθήνα (Δωδώνη), σ. 76.
ε. Η πλατωνική Ιδέα του Αγαθού είναι πρακτικά κενή. Δεν μας δίνει καμιά ένδειξη για το τι είναι αγαθό, με μία ηθική έννοια, δηλ. για το τι θα ’πρεπε να πράττουμε. […] το Αγαθό κατέχει την ύψιστη θέση στο βασίλειο των Μορφών ή Ιδεών, είναι ένα είδος υπερ-Ιδέας από την οποία εκπηγάζουν και προσλαμβάνουν την ύπαρξή τους οι Ιδέες. […] Αν η Έβδομη Επιστολή είναι αυθεντική, τότε έχουμε στο έργο αυτό του Πλάτωνα (314b-c) μια άλλη δήλωση του Πλάτωνα ότι το δόγμα του για το Αγαθό δεν είναι δυνατό να διατυπωθεί· γιατί λέει για το δόγμα του: «Δεν επιδέχεται έκφραση όπως άλλοι κλάδοι μάθησης».
Popper, K. (1980), The Open Society and its Enemies, μτφρ. Ε. Παπαδάκη, Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της, τ. Ι. Αθήνα (Δωδώνη), σ. 449.”

Η πλατωνική αλληγορία του σπηλαίου και ΜΜΕ

Το παρακάτω διασκευασμένο κείμενο προέρχεται από το βιβλίο του Αλέξη Παπάζογλου, Καθημερινή Φιλοσοφία 5 Μαθήματα από την εποχή μας (Κλιματική αλλαγή, fakenews, λαϊκισμός, θεωρίες συνωμοσίας, Brexit) εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2020, σελ. 11-14.

H πιο γνωστή αλληγορία στην ιστορία της φιλοσοφίας, η αλληγορία στο Ζ΄ βιβλίο της Πολιτείας αποτελεί κάτι σαν τον ιδρυτικό μύθο της Δυτικής φιλοσοφίας. Η αλληγορία του Πλάτωνα για τη φιλοσοφία είναι ιδιαίτερα κολακευτική για τους φιλοσόφους που εμφανίζονται απελευθερωμένοι από τις ψευδαισθήσεις της καθημερινής ζωής. Παρά το γεγονός πως λίγοι σύγχρονοι φιλόσοφοι ενστερνίζονται τη θεωρία του Πλάτωνα περί απατηλής φύσης του κόσμου της καθημερινότητας, η πεποίθηση πως η φιλοσοφία μπορεί και βλέπει τον κόσμο υπό ένα διαφορετικό φως εξακολουθεί να δεσπόζει.

Ο τοίχος του δικού μας σπηλαίου είναι οι οθόνες των υπολογιστών κινητών/τηλεοράσεων, στις οποίες κοιτάμε σαν δεσμώτες πολλές ώρες κάθε μέρα αυτήν την ακατάπαυστη ροή ειδήσεων, τη συνεχή παροχή πληροφοριών. Αυτή η διαρκής εναλλαγή εικόνων έκανε τον Πλάτωνα να πιστεύει πως ο κόσμος της καθημερινότητας δεν ήταν πεδίο γνώσης, αλλά μόνο γνώμης.

Η φιλοσοφία, όμως, ισχυριζόταν ο Πλάτωνας, δεν προσφέρει μια ακόμη άποψη περί του κόσμου, αλλά κάτι πολύ περισσότερο: μάς βοηθά να τον κατανοήσουμε πραγματικά. Η επικαιρότητα μπορεί να μην φαντάζει εκ πρώτης όψεως ως πρέπον αντικείμενο φιλοσοφικής αναζήτησης· έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε ότι η φιλοσοφία έχει να κάνει με οικουμενικές και αιώνιες αλήθειες για τον κόσμο και τον άνθρωπο.

Όμως, υπάρχει και η άλλη θεώρηση της φιλοσοφίας: αυτή που δεν τη θέλει αποκομμένη από το γίγνεσθαι της ιστορίας, αλλά ως το κάτοπτρο μέσα από το οποίο μπορούμε να κατανοήσουμε την εποχή μας. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, Γερμανό φιλόσοφο του 19ου αιώνα, η φιλοσοφία αποτελεί την αποκρυστάλλωση κάθε ιστορικής περιόδου στο πεδίο της σκέψης. Τα γεγονότα της επικαιρότητας κρύβουν πίσω τους φιλοσοφικά ερωτήματα, η εξερεύνηση των οποίων μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα την καθημερινότητά μας. Η φιλοσοφία έχει κάτι ενδιαφέρον και σημαντικό να μας πει για τη ζωή που ζούμε καθημερινά, για αυτά που διαδραματίζονται μπροστά στις οθόνες μας.

Τη συμβολική αξία της εικόνας για τη σημερινή εποχή γλαφυρά απεικονίζουν τα λόγια του Πορτογάλου συγγραφέα Ζοζέ Σαραµάγκου, τιμημένου µε το Νόμπελ Λογοτεχνίας 1998, σε συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα «ΒΗΜΑ», «βιβλία», Κυριακή, 18 Οκτωβρίου 1998, απαντώντας στην ερώτηση δημοσιογράφου για το πού εντοπίζει την επικαιρότητα της εικόνας της Σπηλιάς σήμερα, εφόσον την έχει επιλέξει ως βάση ενός μυθιστορήματός του: «Στον μύθο της σπηλιάς του Πλάτωνα ανακάλυψα κάτι που στη σημερινή κοινωνία είναι σχεδόν αυταπόδεικτο: ποτέ, µα ποτέ, από την εποχή του Πλάτωνα ως σήμερα, η ανθρωπότητα δε ζούσε τόσο κοντά σε αυτό που περιέγραψε ο Έλληνας φιλόσοφος. Φανταστείτε τι θα έγραφε σήμερα ο Πλάτωνας, αν έβλεπε ότι βλέπουμε ολοένα και λιγότερο την πραγματικότητα και αφοσιωνόμαστε περισσότερο στις εικόνες της πραγματικότητας ή, ακόμη χειρότερα, σε αυτό που σήμερα αποκαλείται εικονική πραγματικότητα. Σήμερα, μάλιστα, βρισκόμαστε σε σπηλιά. Ο Πλάτωνας έλεγε ότι πρέπει να βγούμε από τη σπηλιά και να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα».

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση