Ο επιφανής γλωσσολόγος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μιλάει στο «Βήμα» για το νέο του βιβλίο, τη γλώσσα ως προσωπικό πάθος και ως συλλογική αξία και την ευελιξία των νέων ελληνικών
Οπροφορικός λόγος είναι κάτι ρευστό και ενίοτε χαοτικό. Τούτο, ωστόσο, δεν ισχύει καθόλου στην περίπτωση του Γεωργίου Μπαμπινιώτη, ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο δικός του είναι συγκροτημένος, ισορροπημένος και σαφής. Τις προάλλες, ακούγοντάς τον στο τηλέφωνο, σκεφτόμουν πόσο ουσιαστικό είναι όχι μόνο να έχει κανείς ένα ακλόνητο πάθος να τον συνοδεύει αλλά και να το έχει καταστήσει έργο ζωής.
Στο νέο του βιβλίο υπό τον τίτλο Η γλώσσα μας συστεγάζει για πρώτη φορά 180 κείμενά του (τα περισσότερα έχουν δημοσιευθεί στο «Βήμα της Κυριακής») που αρθρώνονται σε δεκατρείς ενότητες και συνθέτουν όλα μαζί το πανόραμα της πορείας του, μιας πολυσχιδούς και ακάματης εργασίας τεσσάρων και πλέον δεκαετιών. «Στο πρόσφατο βιβλίο μου είναι αποτυπωμένη αυτή η βίωση που έχω της ελληνικής γλώσσας, και της γλώσσας ευρύτερα. Είναι οι σκέψεις μου, οι ιδέες μου, οι θέσεις μου. Τα κείμενά μας είναι ο κόσμος μας. Και τον κόσμο μου περνάω εκεί μέσα. Θα έλεγα ότι δεν υπάρχει σημαντικό γλωσσικό θέμα που να μη θίγεται στο συγκεκριμένο βιβλίο. Και για μένα δεν είναι συνηθισμένο. Είμαι εγώ εκεί μέσα. Ενιωθα ότι χρωστούσα να το δώσω» τόνισε ο ίδιος μιλώντας προς «Το Βήμα».
Περιπλάνηση στη γλώσσα
Θα μπορούσαμε, βεβαίως, να δούμε συνολικά το βιβλίο αυτό και σαν μια περιπλάνηση στη γλώσσα, από τον θαυμαστό κόσμο της ετυμολογίας, ή από τη γραμματική και το συντακτικό, ως τα πεδία, μεταξύ πολλών άλλων, της παιδείας, της διδασκαλίας, της λογοτεχνίας, ακόμη και της θρησκευτικής παράδοσης. Εν προκειμένω, ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης απευθύνεται στον μέσο αναγνώστη. «Εχω πάντα την έγνοια, όποτε γράφω κάτι που δεν είναι αυστηρώς ειδικό, να διαβάζεται. Το ίδιο ισχύει και για τα εννέα λεξικά μου ή για τη «Σύγχρονη σχολική γραμματική για όλους». Δεν ξεχνώ ότι η γλώσσα είναι κτήμα όλων μας. Είχα ανέκαθεν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ευρύτερο κοινό».
Και πράγματι ο ίδιος, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον γλωσσολόγο στη χώρα μας, έχει αξιοποιήσει ποικίλα μέσα ενημέρωσης και επικοινωνίας (ακόμη και την τηλεόραση) προκειμένου να συναντηθεί, όπως λέει, με τους συμπολίτες του. «Ενδιαφέρομαι, γενικότερα, να βγω από το γραφείο και να μοιραστώ ένα μέρος από την αγάπη που έχω ο ίδιος για τη γλώσσα. Νομίζω ότι είναι μια προσφορά – ας την εκτιμήσει ο καθένας – στην ελληνική κοινωνία. Και αυτό το βιβλίο το εξέδωσα γιατί θέλησα να αφήσω – ας το πω έτσι – μια παρακαταθήκη. Πιστεύω ότι το δικαιούμαι μετά από τόσα χρόνια κοπιώδους ενασχόλησης με τη γλώσσα. Λοιπόν, αυτή «η τριαδικότητα» (που εξηγώ και στο βιβλίο, αυτή η τριπλή ποιοτική σχέση κόσμου – νου – γλώσσας) με διακατέχει και την αναδεικνύω με κάθε ευκαιρία ώστε να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη γλώσσα, την οποία προσδιορίζω πάντα ως αξία και όχι ως απλό εργαλείο».
Τεχνολογία και νεολογισμοί
Πρόσφατα, εν μέσω πανδημίας, ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης πρότεινε δημοσίως αντί για το έντονα ξενικό λοκντάουν την επέκταση της χρήσης της λέξης απαγορευτικό, ενώ αντί της αποστασιοποίησης, που νοηματικά είναι προβληματική στην παρούσα συγκυρία, προέκρινε τον νεολογισμό αποστασίωση (απόσταση + ίωση). Συζητήσαμε στη συνέχεια και για το αν τα νέα ελληνικά είναι ευπροσάρμοστα, ευέλικτα στον καιρό του μεγάλου ψηφιακού μετασχηματισμού που κυριαρχείται από την αγγλική γλώσσα. «Δεν φοβάμαι την τεχνολογία, στην οποιαδήποτε εκδοχή της. Αλλωστε, η ίδια η τεχνολογία ξεκινά – ιστορικά, ετυμολογικά – από την ανάλυση της γλώσσας. Τεχνολόγοι υπήρξαν οι γραμματικοί που ανέλυαν τη γλώσσα. Μένουν ίσως αρκετοί στην αρνητική πλευρά της νέας ψηφιακής τεχνολογίας, η οποία υπάρχει αναντιρρήτως. Υπάρχει όμως, προφανώς, και η θετική. Ολα εξαρτώνται από τη λειτουργική εξοικείωση και τη σωστή χρήση. Επιμένω όμως ότι το βιβλίο δεν πρέπει να υποβαθμίζεται. Εγώ είμαι γαντζωμένος στο βιβλίο αλλά μετέχω εξίσου και στον ψηφιακό κόσμο. Αυτά τα δύο δεν είναι, τελικά, ανυπέρβλητες αντιθέσεις, μπορούν να συμβιβαστούν και συνυπάρξουν, δεν πρόκειται για μια σχέση συγκρουσιακή. Ως προς την αγγλική, θα έλεγα ότι ο αγώνας του γλωσσολόγου (και δικός μου) είναι να μην εξαρτώμεθα από μία μόνη ξένη γλώσσα, πέρα από τη μητρική μας. Κάθε γλώσσα συνιστά και μια διαφορετική θέαση του κόσμου. Αναφέρομαι συχνά στην «οικολογία της γλώσσας». Οπως στη φύση, έτσι και στις γλώσσες (των ομιλούντων ανθρώπων, των ατόμων, αλλά και των διαφορετικών λαών) υπάρχει ποικιλία, πολυμορφία, την οποία οφείλουμε να αποδεχόμαστε, να πλησιάζουμε, να σεβόμαστε και να βλέπουμε τα πλεονεκτήματά της» υπογράμμισε. Οταν του επεσήμανα ότι, μεταξύ των νεότερων, παρατηρείται σήμερα μια τάση να «τρώγονται» τα φωνήεντα, δηλαδή να γράφουν «κλ» και όχι «καλά», κυρίως στην ανταλλαγή μηνυμάτων, ακόμη κι όταν δεν το κάνουν απευθείας στα λεγόμενα greeklish, εκείνος είπε: «Περίεργο παιχνίδι της μοίρας… Ο ελληνισμός δημιούργησε το πρώτο αλφάβητο στον κόσμο. Πώς; Επινοώντας τα φωνήεντα, για να στηριχθεί η γραφή της γλώσσας. Το να τα «τρώμε» ή να τα παραλείπουμε, είναι σαν να περνάμε και πάλι (εμείς οι ίδιοι, τα παιδιά μας) σε ένα σύστημα που αποτελεί δήλωση μόνο των συμφώνων».
Πλεονεκτήματα της νέας ελληνικής
Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης έκανε λόγο για πλεονεκτήματα παραπάνω. Τον ρώτησα τι πλεονεκτήματα έχουν τα νέα ελληνικά. «Θίγετε ένα τεράστιο και καίριο ζήτημα. Μια λιγότερο ομιλούμενη γλώσσα, όπως είναι η νέα ελληνική, δεν κρίνεται ποσοτικά, από τον αριθμό των ανθρώπων που την ομιλούν, κρίνεται αντιθέτως, όπως και κάθε γλώσσα, ποιοτικά. Τι είναι, λοιπόν, η νέα ελληνική; Είναι η απόληξη μιας γλώσσας που έχει τρία χαρακτηριστικά. Πρώτον, έχει μία συνέχεια αδιάκοπη, αδιάσπαστη, ακατάπαυστη σαράντα αιώνων. Δεύτερον, έχει μία καλλιέργεια, την καλλιέργησαν πνευματικά διαμετρήματα ασύλληπτα, από τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα ως τον Ομηρο. Αυτοί, μαζί με την καλλιέργεια της σκέψης, καλλιέργησαν και τη γλώσσα. Ετσι προέκυψε και το τρίτο χαρακτηριστικό της ελληνικής γλώσσας, η οικουμενικότητά της. Είτε με τον Αλέξανδρο, είτε με τους Ρωμαίους, είτε με την Αναγέννηση, είτε με τον Διαφωτισμό, είτε με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Επομένως, η νέα ελληνική, έχει κληρονομήσει έναν τεράστιο θησαυρό από τη μεσαιωνική και την αρχαία. Και έχει τη δική της δυναμική και υπόσταση. Η γλώσσα μας είναι το σπουδαιότερο κεφάλαιο που έχουμε ως ελληνισμός. Απλώς, δεν το συνειδητοποιούμε και δεν το αξιοποιούμε. Και δυστυχώς, εμείς οι ίδιοι πήγαμε κάποτε, για ιδεολογικούς λόγους – κι αυτό ήταν ανεπίτρεπτο ολίσθημα – να αμφισβητήσουμε αυτή τη σύνδεση, αυτή τη σχέση, αποδεχόμενοι λ.χ. ότι τα αρχαία ελληνικά είναι μια «νεκρή γλώσσα», πήγαμε εμείς οι ίδιοι, ως μη ώφειλε, να αμφισβητήσουμε τον εαυτό μας».