Η πρόεδρος του Διεπιστημονικού Κέντρου Αριστοτελικών Μελετών μάς παίρνει από το χέρι και μας καθοδηγεί στα μονοπάτια της σκέψης του Σταγειρίτη που τον κατέστησαν πατέρα της Βιολογίας
ΟΑριστοτέλης, ο μακεδόνας φιλόσοφος από τα Στάγειρα της Χαλκιδικής (384-322), ασκεί επί 2.400 χρόνια μια μοναδική επίδραση στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος.
Με το έργο του έχει βάλει τη σφραγίδα του στον ελληνιστικό και ελληνορωμαϊκό κόσμο, στη βυζαντινή λόγια παράδοση, στους Αραβες, στη διανόηση της μεσαιωνικής Ευρώπης, και η επίδρασή του συνεχίζεται στην πνευματική ζωή του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού.
Οι πραγματείες του απλώνονται σε ένα εκπληκτικό εύρος θεμάτων, που καλύπτει όλους τους κλάδους της Φιλοσοφίας και επεκτείνεται με έναν τρόπο εντυπωσιακό και σε όλους τους βασικούς τομείς των επιστημών.
Ρωμαλέα θέση μέσα στο σύνολο του επιστημονικού του έργου κατέχει η συστηματική και συγκροτημένη ενασχόληση με τον κόσμο των έμβιων όντων, η οποία τον καθιστά τον «πρώτο επιστήμονα βιολόγο», όπως δίκαια τον χαρακτήρισε ο καθηγητής Εξελικτικής Βιολογίας στο Imperial College του Λονδίνου Armand Marie Leroi (The Lagoon: How Aristotle Invented Science, 2014).
Γήινος φιλόσοφος
Ας δούμε, λοιπόν, ποια είναι τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν την επιστήμη της Βιολογίας όπως τη συγκρότησε ο σταγειρίτης φιλόσοφος. Θα πρέπει να πούμε από την αρχή ότι ο Αριστοτέλης είναι ο γήινος φιλόσοφος – σε αντίθεση προς τον δάσκαλό του Πλάτωνα -, ο οποίος έστρεψε το βλέμμα του στον άνθρωπο και στη φύση. Είδε το σύνολο του φυσικού κόσμου ως ένα δυναμικό όλον, το οποίο δεν μένει στατικό και ακίνητο, αλλά βρίσκεται σε μια διαρκή κίνηση, μεταβολή, ανάπτυξη, γένεση και φθορά. Επιδόθηκε λοιπόν με απίστευτο πάθος και αγάπη στην παρατήρηση του κόσμου, στην αναζήτηση αιτίων και βρήκε ομορφιά όχι μόνο στα ανώτερα ανεπτυγμένα έμβια όντα, αλλά ακόμη και στα πιο ταπεινά και, πιθανόν για τους πολλούς, άσχημα ή ακόμη και αποκρουστικά. Αυτό το δηλώνει με έναν θαυμάσιο τρόπο στην πραγματεία του, Περί Ζώων μορίων (Ι, 5; 644b21-645a 37).
Ας πάρουμε όμως τώρα τα πράγματα από την αρχή. Οπως προκύπτει από τη διαίρεση των επιστημών, ο Αριστοτέλης διαιρεί το σύμπαν σε δύο κόσμους, τον ουράνιο, ή υπερσελήνιο, κόσμο της τελειότητας και αιωνιότητας, όπου όλα τα πράγματα διατηρούνται άφθαρτα και κυριαρχεί η αιωνιότητα των κινήσεων, και τον υποσελήνιο κόσμο, τον κόσμο της ύλης, της αλλαγής, της μεταβολής, «της γενέσεως και φθοράς, του διαρκούς γίγνεσθαι». Ο,τι υπάρχει σε αυτόν τον κόσμο δεν μπορεί να είναι αιώνιο. Ολα τα πράγματα γεννιούνται και πεθαίνουν. Το μόνο που μπορεί να εξασφαλισθεί είναι η αιωνιότητα μέσω της διαιώνισης των ειδών (Περί Ζώων γενέσεως 731b32-732a1).
Το πλήθος και το είδος των ερευνών που έκανε ο ίδιος ο Αριστοτέλης στην περίοδο της παραμονής του στην Ασσο της Μικράς Ασίας, στη Λέσβο και στη Μακεδονία το διάστημα 347-335 π.Χ., κυρίως όμως οι συστηματικές παρατηρήσεις του και η θεωρητική επεξεργασία των δεδομένων που συνέλεξε με τη βοήθεια άλλων, τον καθιστούν έναν πρωτοπόρο για την εποχή του. Θα πρέπει, ωστόσο, να παρατηρήσουμε ότι ο Αριστοτέλης κέρδισε τη φήμη του ως ερευνητού-επιστήμονα κυρίως χάρη στο έργο του στον χώρο της Ζωολογίας και της Βιολογίας. Κανείς δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι οι μελέτες του πάνω στα έμβια όντα έθεσαν τα θεμέλια των βιολογικών επιστημών και γι’ αυτόν, άλλωστε, τον λόγο έχει χαρακτηριστεί ως ο πατέρας της Βιολογίας και ως ο σημαντικότερος βιολόγος της αρχαιότητας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Δαρβίνος, ο οποίος διάβασε την αριστοτελική πραγματεία Περί Ζώων μορίων στα 1882 – δηλαδή πολύ αργότερα από την πρώτη δημοσίευση του βιβλίου του On the Origin of the Species στα 1859 -, έγραψε σε μια επιστολή του στον φιλόλογο και φυσιοδίφη William Ogle, ο οποίος έκανε τη μετάφραση της αριστοτελικής πραγματείας και την έστειλε στον Δαρβίνο, ότι δεν είχε καταλάβει ποτέ πριν διαβάσει το βιβλίο αυτό την τεράστια συμβολή του Αριστοτέλη στην επιστημονική και φιλοσοφική σκέψη. Συμπλήρωσε μάλιστα ότι αν επιχειρούσαμε να συγκρίνουμε τον Αριστοτέλη με τον Λινναίο και τον Cuvier, οι τελευταίοι θα έμοιαζαν μαθητές του.
Ανατομία και ταξινομική
Στις σωζόμενες βιολογικές του πραγματείες ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε μια τεράστια ποικιλία Ζώων· καταγράφονται περίπου πεντακόσια διαφορετικά είδη θηλαστικών. Αναφέρονται επίσης πτηνά, αλλά και ερπετά, χελώνες, σαύρες, κροκόδειλοι και οχιές. Μιλάει ακόμη ο Σταγειρίτης για διάφορες ποικιλίες εντόμων, αλλά και για πολλά είδη ψαριών και άλλων θαλάσσιων εμβίων. Γι’ αυτόν τον τεράστιο πλούτο πληροφοριών που συνέλεξε ο Αριστοτέλης, εκτός από την πρωτότυπη έρευνα που έκανε ο ίδιος, συμβουλευόταν επίσης και γραπτές πηγές, όπως λ.χ. ιατρικά συγγράμματα για θέματα ανατομίας. Γενικά, ασχολούνταν ιδιαίτερα με τη μελέτη των θεωριών των προγενεστέρων του και για τον λόγο αυτόν είχε στο σπίτι του μια πλουσιότατη βιβλιοθήκη. Επίσης θα πρέπει να σημειώσουμε, κάτι το οποίο δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό, ότι έκανε ακόμη και πειράματα, για να μελετήσει την ανατομία των ζώων. Οπως υποστηρίζει ο Thomas East Lones, ο Αριστοτέλης είχε ανατάμει κατά προσέγγιση πενήντα είδη ζώων. Το ενδιαφέρον του αυτό για τη χειρουργική, καθώς και για τη Βιολογία εν γένει θα πρέπει μάλλον να το αποδώσουμε στο γεγονός ότι ο πατέρας του Νικόμαχος ήταν γιατρός και καταγόταν μάλιστα από το γένος των Ασκληπιαδών, οι οποίοι όπως είναι γνωστό είχαν παράδοση να διδάσκουν ανατομία στους γιους τους.
Το έργο του Σταγειρίτη δεν έχει αξία μόνο για τις λεπτομερέστατες περιγραφές όλου του φυσικού και βιολογικού βασιλείου που μας άφησε, αλλά κυρίως για τις ταξινομήσεις στις οποίες προχώρησε και οι οποίες απετέλεσαν τη βάση για την επιστήμη της ταξινόμησης. Το χαρακτηριστικό της ταξινόμησης αυτής, η οποία συνέχισε να ισχύει έως τον 18ο αιώνα, είναι ότι στηρίζεται σε μια ιεραρχική κατάταξη των μορφών με τις οποίες εμφανίζονται τα έμβια όντα, όπου ξεκινάμε από τις κατώτερες μορφές των φυτών και φθάνουμε στο ανώτερο είδος, που είναι ο άνθρωπος, ο οποίος θεωρείται από τον Αριστοτέλη ένα ξεχωριστό είδος έναιμου όντος (βλ. Περί τα Ζώα ιστορίαι, 490b 16-20). Στην ταξινόμηση αυτή των έμβιων όντων, η οποία δεν δίνεται σε ένα οριζόντιο αλλά σε ένα κάθετο σχήμα, είναι σαν να αναβαίνουμε τα σκαλοπάτια μιας κλίμακας καθώς προχωρούμε από τα απλούστερα στα συνθετότερα είδη. Για τον λόγο αυτό είναι γνωστή ως φυσική κλίμακα (scala naturae), η οποία όμως θα πρέπει να προσέξουμε ότι δεν συνοδεύεται από μια εξελικτική θεωρία – εφόσον τα είδη για τον Αριστοτέλη είναι σταθερά. Οπως είναι γνωστό, η έννοια της εξέλιξης εισήχθη στον 18ο αιώνα με τη θεωρία του Lamarck (προδρόμου του Δαρβίνου) και στον επόμενο αιώνα από τον Δαρβίνο με την έκδοση του βιβλίου του, On the Origin of the Species.
Για την ψυχή
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που συνδέει ο Αριστοτέλης την έννοια της ζωής με αυτήν της ψυχής στο πεδίο της Βιολογίας, όπου επιχειρεί ο φιλόσοφος να δώσει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα – ανεξάρτητα από το κατά πόσο ορθή ή εσφαλμένη είναι με τα σημερινά δεδομένα – εξήγηση για τον τρόπο με τον οποίο συντελείται η αναπαραγωγή.
Ας δούμε, λοιπόν, τι λέει ο Σταγειρίτης. Το θήλυ είναι αυτό που προσφέρει την ύλη μέσω του ωαρίου για τη δημιουργία του εμβρύου· το άρρεν όμως παίζει τον κυρίαρχο ρόλο, διότι είναι αυτό που με το σπέρμα λειτουργεί κατ’ αρχήν ως ποιητικό αίτιο, εφόσον θέτει σε κίνηση την όλη διαδικασία ανάπτυξης του εμβρύου. Ταυτόχρονα όμως παίζει και τον ρόλο του «μορφικού/ειδικού αιτίου», όπως τονίζει επανειλημμένα ο φιλόσοφος στο Περί Ζώων γενέσεως: «…το μεν άρρεν παρέχεται το τε είδος και την αρχήν της κινήσεως, το δε θήλυ το σώμα και την ύλην» / «…αυτό το οποίο παρέχει το άρρεν στη γένεση είναι η μορφή και το ποιητικό αίτιο, ενώ το θήλυ παρέχει το σώμα και την ύλη» (Περί Ζώων γενέσεως, 729a 9-11).
Εχουμε εδώ ένα σημείο εξαιρετικής σημασίας: η κίνηση που προσδίδει το σπερματικό υλικό με την ιδιότητα της μορφής/είδους (μορφικό αίτιο) είναι μια κίνηση εσωτερική (735a4). Ετσι, όταν αρχίσει η διαδικασία σχηματισμού του εμβρύου δημιουργείται μια νέα ατομική ουσία με τη δική της πλέον εσωτερική αρχή της κίνησης και της μεταβολής: (Περί Ζώων γενέσεως, 740a 6-8).
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να θυμόμαστε ότι για τον Αριστοτέλη η μορφή/είδος των έμβιων όντων είναι η ψυχή. Και το σώμα είναι μια σύνθετη ουσία από σώμα και ψυχή (DA.II,1,412a15-6). Σύμφωνα με τον περίφημο ορισμό του Περί ψυχής, η ψυχή για τον Αριστοτέλη είναι «η εντελέχεια σώματος φυσικού δυνάμει Ζωήν έχοντος»,δηλαδή η εντελέχεια όχι ενός τεχνητού σώματος αλλά, ακριβώς, ενός φυσικού σώματος, το οποίο, χάρη σε αυτό, είναι ικανό να ζει.
Ετσι, η μορφή/το είδος προσφέρει την αρχή για να μπορεί να οργανώνει και να τακτοποιεί από μόνο του το έμβρυο το σώμα του και τις λειτουργίες του· αν δεν υπήρχε η μορφή/είδος, θα ήταν ένα αδρανές κομμάτι ύλης, την οποία προσφέρει το ωάριο. Επίσης, η αρχή αυτή θα πρέπει να βρίσκεται ήδη μέσα στην ύλη του εμβρύου, όχι βέβαια σε μία εν ενεργεία, αλλά σε μία εν δυνάμει κατάσταση που κλείνει μέσα της όλα τα μελλοντικά στάδια ανάπτυξης του ατομικού όντος. Να, λοιπόν, ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον σημείο που θα μας επέτρεπε να βρούμε το ανάλογο της αριστοτελικής μορφής (είδους) στο DNA των βιολογικών οργανισμών, όπως το έφεραν στο φως οι έρευνες του 20ού αιώνα.
Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που κλείνει μέσα του το σπέρμα ως το αριστοτελικό είδος είναι κάτι ανάλογο με τον γενετικό κώδικα, που κλείνει μέσα του εν δυνάμει όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την ανάπτυξη του έμβιου όντος σε όλα τα μεταγενέστερα στάδια ανάπτυξής του. Μια τέτοιου είδους εντυπωσιακή προσέγγιση έχουμε από τον φυσικό και βιολόγο Max Delbruck (1906-1981), ο οποίος με τη σειρά του κέρδισε το βραβείο Νομπέλ Ιατρικής το 1969 για την έρευνά του για τους βακτηριοφάγους. Σε ένα άρθρο του αφιερωμένο στον Αριστοτέλη με τον τίτλο «Aristotle-totle-totle» (printed from «Of Microbes and Life,» J. Monod and E. Borek, eds. Columbia University Press, N.Y. 1971), o νομπελίστας επιστήμονας υποστήριξε ότι, εάν ήταν δυνατόν να δοθεί ένα βραβείο Νομπέλ στη μνήμη κάποιου, θα έπρεπε να δοθεί στον Αριστοτέλη για την ανακάλυψη της αρχής που υπονοείται στο DNA.
Η εξέλιξη και η συνέχεια των έμβιων όντων
Η κλασική αντίληψη για το αριστοτελικό έργο είναι ότι ο σταγειρίτης φιλόσοφος δεν αφήνει κανένα περιθώριο για την έννοια της εξέλιξης – άλλωστε ο ίδιος απέρριψε την εξελικτική θεωρία του Εμπεδοκλή του Ακραγαντίνου, η οποία αποτελεί την πρώτη εξελικτική θεωρία της αρχαιότητας (5ος αιώνας π.Χ.) -, εν τούτοις δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι στην αριστοτελική φυσική κλίμακα υπάρχει ήδη όλο το υλικό για μια εξελικτική θεωρία. Είναι δηλαδή σαν να ετοίμασε ο Αριστοτέλης τη σκάλα και απλώς χρειαζόταν να έρθει κάποιος, ο Lamarck ή ο Δαρβίνος, για να πατήσει το κουμπί και να αρχίσει η σκάλα να κινείται, να αρχίσει δηλαδή να λειτουργεί η ιδέα της εξέλιξης. Αλλωστε, στην αριστοτελική θεωρία για τα έμβια όντα υπάρχει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιδέα, αυτή της συνέχειας, η οποία κατέχει κεντρική θέση σε όλο το έργο του Σταγειρίτη. Οπως δηλαδή υποστηρίζει ο Δαρβίνος ότι δεν υπάρχει καμία σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην εξέλιξη του ανθρώπου και αυτήν των άλλων έμβιων όντων, ώστε να γίνεται χωρίς κενά ή άλματα η μετάβαση από το ένα είδος στο άλλο, έτσι και ο Αριστοτέλης κάνει την εξής εκπληκτική παρατήρηση στο Βιβλίο VIII.1 της πραγματείας του Περί τα Ζώα ιστορίαι: «Η φύση μεταβαίνει από τα άψυχα στα ζώα με τέτοια μικρά βήματα, ώστε λόγω της συνέχειας δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε ποιο είναι το όριο ανάμεσά τους και ποιο το μέσο τους. Διότι ύστερα από το γένος των αψύχων έρχεται πρώτο το γένος των φυτών. Και από αυτά το ένα [φυτό] διαφέρει από το άλλο ως προς το πόσο περισσότερο φαίνεται να μετέχει στη ζωή, ενώ όλο το γένος [των φυτών] σε σχέση προς τα άλλα σώματα φαίνεται σχεδόν σαν άψυχο, ενώ σε σχέση προς το γένος των ζώων φαίνεται σαν έμψυχο. Και η μετάβαση από αυτά [τα φυτά] προς τα Ζώα είναι συνεχής, όπως είπαμε προηγουμένως» (Περί τα Ζώα ιστορίαι, 588b 4-15).
Με βάση λοιπόν τα κείμενα αυτά προσφέρεται ένα πολύτιμο και εξαιρετικά ενδιαφέρον υλικό για να υποστηρίξουμε – όπως άλλωστε έχουν κάνει ήδη δύο σύγχρονοι αριστοτελιστές, ο Arthur O. Lovejoy και ο James G. Lennox – ότι στα ανωτέρω χωρία εκφράζεται όχι απλώς η ιδέα της ταξινόμησης, αλλά και η ιδέα της συνέχειας των διαφόρων μορφών και όντων που συναντούμε στη φύση. Εδώ έχουμε λοιπόν ακόμα ένα στοιχείο το οποίο, αν εξεταστεί σε βάθος, μας οδηγεί σε μια νέα ανάγνωση της αριστοτελικής Φυσικής Φιλοσοφίας, έξω από τα παραδοσιακά πλαίσια, και ενισχύει την εικόνα του δυναμικού μοντέλου της φύσης που αναδύεται μέσα από το αριστοτελικό έργο.
*Η κυρία Δήµητρα Σφενδόνη-Μέντζου είναι οµότιµη καθηγήτρια Φιλοσοφίας της Επιστήµης, πρόεδρος του Διεπιστηµονικού Κέντρου Αριστοτελικών Μελετών του ΑΠΘ.