Το φλέγον ανθρωπιστικό πρόβλημα των Ελλήνων προσφύγων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης υπήρξε ένα από τα πρώτα θέματα στην ημερήσια διάταξη της Συνδιάσκεψης Ειρήνης που ξεκίνησε τις εργασίες της στη Λωζάννη της Ελβετίας στις 21 Νοεμβρίου 1922. Μετά την ήττα της Ελλάδος στον Μικρασιατικό Πόλεμο, ο ελληνισμός της Ανατολής είχε αφεθεί απροστάτευτος στο έλεος του τουρκικού εθνοθρησκευτικού φανατισμού. Από τον Σεπτέμβριο 1922 βρισκόταν σε εξέλιξη τουρκικό σχέδιο μαζικής εξόντωσης του χριστιανικού στοιχείου, καθώς τις σφαγές της Σμύρνης και των μικρασιατικών παραλίων ακολούθησαν οι πορείες θανάτου και ο εγκλεισμός σε στρατόπεδα εργασίας των γηγενών Ελλήνων και Αρμενίων αρρένων ηλικίας 18-45 ετών της Ιωνίας και του Πόντου. Κυνηγημένοι από τις άτακτες συμμορίες Τούρκων εθνικιστών περίπου 200.000 Μικρασιάτες είχαν βρει καταφύγιο στα βουνά της Ανατολίας ενώ αλληλοδιαδεχόμενα κύματα προσφύγων έφθαναν στα ελληνικά νησιά και στη Δυτική Θράκη.
Η πρόταση να δοθεί άμεση προτεραιότητα εκ μέρους της Συνδιάσκεψης στην επίλυση του προσφυγικού ζητήματος ετέθη από τον αρχηγό της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Λωζάννη Ελευθέριο Βενιζέλο και έτυχε της θερμής υποστήριξης των Αγγλων και του δρος Νάνσεν, ύπατου αρμοστή της Κοινωνίας των Εθνών για τους Ελληνες πρόσφυγες. Αντιθέτως, η Γαλλία και Ιταλία επιθυμούσαν να προηγηθεί η συζήτηση των πολιτικών, οικονομικών και δημοσιονομικών θεμάτων με την ελπίδα να αποκομίσουν οφέλη στους τομείς αυτούς, αφού είχαν στηρίξει ποικιλοτρόπως την κυβέρνηση της Αγκυρας κατά τη διάρκεια των ελληνοτουρκικών εχθροπραξιών το 1920-1922.
Η τουρκική πλευρά δεν είχε αντίρρηση στην άμεση συζήτηση του προσφυγικού, εφόσον θα γινόταν αποδεκτή η θέση της για τον αναγκαστικό και συνολικό χαρακτήρα μιας ανταλλαγής των μειονοτικών πληθυσμών μεταξύ της Ελλάδος και της νέας Τουρκίας.
Οι Ελληνες της Πόλης και το Πατριαρχείο
Ενώ οι Τούρκοι ήταν έτοιμοι να αποδεχθούν τη μεταφορά στη χώρα τους των μουσουλμάνων της Ελλάδος, πλην της Δυτικής Θράκης, αξίωσαν συνάμα τη συμπερίληψη στην ανταλλαγή του ελληνικού στοιχείου της Κωνσταντινούπολης και την απομάκρυνση του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την ιστορική του έδρα.
Το ζήτημα των Ελλήνων της Ανατολής αποδείχθηκε ιδιαίτερα ακανθώδες, καθώς διαπιστώθηκε αδιέξοδο αναφορικά με τον χαρακτήρα και το εύρος της ανταλλαγής των πληθυσμών. Επειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις, η αδιάλλακτη και εριστική στάση των Τούρκων κάμφθηκε όταν στις 13 Δεκεμβρίου 1922 ο Ισμέτ πασάς συναίνεσε στην κατ’ αρχήν εξαίρεση από την ανταλλαγή της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο, με την ενθάρρυνση της γαλλικής αντιπροσωπείας, η τουρκική πλευρά έγειρε ταυτόχρονα ζήτημα σημαντικής αριθμητικής μείωσης των μη ανταλλάξιμων ομογενών Κωνσταντινουπολιτών με το επιχείρημα ότι η αντίστοιχη εξαιρεθείσα από την ανταλλαγή ομάδα των μουσουλμάνων της Θράκης δεν ξεπερνούσε τις 100.000. Στον βωμό, λοιπόν, της πληθυσμιακής ισορροπίας και της αριθμητικής αμοιβαιότητας των εξαιρεθέντων μειονοτήτων, η Συνδιάσκεψη δέχθηκε την παραμονή στην Κωνσταντινούπολη πολύ λιγότερου από το ένα τρίτο των 360.000 Ελλήνων που κατοικούσαν στην Πόλη τον Αύγουστο 1922. Τελικά, από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν 103.000 Ελληνες της Κωνσταντινούπολης και 86.793 μουσουλμάνοι της Θράκης.
Ακόμη πιο περίπλοκο αποδείχθηκε το ζήτημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αφού η τουρκική πλευρά συνέδεσε την παραμονή του ελληνικού στοιχείου στην Πόλη με την έξωση του πατριαρχικού θεσμού από την Τουρκία. Απολαμβάνοντας την παρασκηνιακή διπλωματική υποστήριξη της Ιταλίας και της Γαλλίας, η τουρκική αντιπροσωπεία εμφανίστηκε αδιάλλακτη στο ζήτημα αυτό, οδηγώντας τη Συνδιάσκεψη σχεδόν σε αδιέξοδο, με την ελληνική κυβέρνηση να διαμηνύει ότι η απέλαση του Πατριαρχείου από το Φανάρι θα αποτελούσε casus belli για την Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια των λεπτών διαπραγματεύσεων, η πίεση της Μεγάλης Βρετανίας, του πανίσχυρου λόμπι της Αγγλικανικής Εκκλησίας και των Προτεσταντών της Αμερικής υπέρ του Φαναρίου συνέβαλε καταλυτικά στην αποδοχή από την Τουρκία συμβιβαστικής λύσης της γαλλικής αντιπροσωπείας, σύμφωνα με την οποία το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα παρέμενε στην ιστορική του έδρα, διατηρώντας ωστόσο μόνο τις εκκλησιαστικές και πνευματικές αρμοδιότητές του. Σύμφωνα με τη γαλλική φόρμουλα, που αποδέχθηκε και ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, λόρδος Κώρζον, αποστερείτο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το σύνολο των πολιτικών και διοικητικών εξουσιών του, που απέρρεαν από τις παραδοσιακές εθναρχικές του ιδιότητες.
Οι ρυθμίσεις της σύμβασης Βενιζέλου – Ισμέτ πασά
Με τη ρύθμιση των εκκρεμοτήτων αυτών άνοιξε ο δρόμος για την υπογραφή συμφωνίας ανταλλαγής των ελληνοτουρκικών πληθυσμών στις 30 Ιανουαρίου 1923 με τη μορφή διακρατικής σύμβασης από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Ισμέτ πασά, αρχηγών της ελληνικής και της τουρκικής αντιπροσωπείας, αντιστοίχως. Το άρθρο 1 της Σύμβασης Βενιζέλου – Ισμέτ, που ενσωματώθηκε εκ των υστέρων στην τελική Συνθήκη της Λωζάννης (24.7.1923), καθιέρωνε τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της ανταλλαγής των ελληνορθοδόξων της νέας Τουρκίας και των μουσουλμάνων της Ελλάδας. Αντιθέτως, το άρθρο 2 της ίδιας σύμβασης καθόριζε τα άτομα που θα εξαιρούνταν από την ανταλλαγή και αφορούσαν δύο συγκεκριμένες κατηγορίες: α) τους Ελληνες κατοίκους της Κωνσταντινούπολης που ήταν εγκατεστημένοι εντός των νομαρχιακών ορίων της πριν από τις 30 Οκτωβρίου 1918 (αργότερα προστέθηκαν οι κάτοικοι της Ιμβρου και της Τενέδου) και β) τους μουσουλμάνους κατοίκους της Δυτικής Θράκης. Στο άρθρο αυτό δεν γίνεται αναφορά στην ιθαγένεια των εξαιρεθέντων πληθυσμών. Συνεπώς, οι Ελληνες υπήκοοι της Κωνσταντινούπολης, που αποτελούσαν το 1/3 σχεδόν της μειονότητας, καλύπτονταν πλήρως από τη Σύμβαση Βενιζέλου – Ισμέτ, εφόσον ήταν εγκατεστημένοι σε αυτήν πριν από τον Οκτώβριο του 1918.
Αλλωστε υπήρχαν και περιπτώσεις εξαιρεθέντων της ανταλλαγής μουσουλμάνων της Ελλάδας που είχαν τουρκική ιθαγένεια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, παρά τον μαζικό χαρακτήρα της ανταλλαγής, ορισμένοι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της Ελλάδας που θα έπρεπε να είχαν ενταχθεί στην ανταλλαγή βάσει της Σύμβασης Βενιζέλου – Ισμέτ απέφυγαν τελικά τον εκτοπισμό. Μουσουλμάνοι Θεσσαλονικείς γαιοκτήμονες με τουρκική ιθαγένεια, αντικεμαλικοί Κιρκάσιοι και αλβανόφωνοι Τσάμηδες της Ηπείρου παρέμειναν στην Ελλάδα. Επιπλέον, σχεδόν το σύνολο των μουσουλμάνων Ρομά της Μακεδονίας, κυρίως από το Κιλκίς, τις Σέρρες, τη Δράμα και τον Δενδροπόταμο Θεσσαλονίκης, που λόγω του μη συγκεκριμένου τόπου διαμονής τους δεν κατέστη δυνατή η συμπερίληψή τους στην ανταλλαγή. Μεγάλο μέρος του ουσιαστικά νομαδικού αυτού πληθυσμού κατευθύνθηκε προς τη Θράκη, όπου συντέλεσαν αποφασιστικά στην ίδρυση πολυπληθών οικισμών Ρομά, όπως ο Ηφαιστος στις παρυφές της Κομοτηνής και το Δροσερό στην Ξάνθη.
Αναγκαίος συμβιβασμός μετά την καταστροφή
Γενικότερα η ενσωμάτωση του πρωτοκόλλου Βενιζέλου – Ισμέτ στη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης συνιστούσε τη νομιμοποίηση, μέσω μιας πολυμερούς συμφωνίας, της βίαιης αφαίρεσης του φυσικού δικαιώματος του ανθρώπου να διαβιεί στον τόπο των πατέρων του, όπου είχε γεννηθεί και αναπτυχθεί. Ηταν η πρώτη φορά που δινόταν σε κράτη το συμβατικό δικαίωμα να «ξεφορτωθούν» ανεπιθύμητους γηγενείς πολίτες τους επειδή αυτοί συνδέονταν φυλετικά ή θρησκευτικά με κάποια άλλη χώρα.
Η ανακατάταξη των μεικτών ελληνοτουρκικών πληθυσμών (unmixing of populations), που τόσο κυνικά περιέγραψε ο αρχηγός της βρετανικής αντιπροσωπείας λόρδος Κώρζον, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις μεταξύ των προοδευτικών κύκλων του δυτικού κόσμου, οι οποίοι ορθά προειδοποιούσαν ότι το απεχθές αυτό νομικό προηγούμενο θα επαναλαμβανόταν και μελλοντικά, όπως πράγματι έγινε με τη βίαιη μετακίνηση των Γερμανών της Ανατολικής Ευρώπης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν.
Ασφαλώς η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών βρισκόταν σε αντίθεση με τους σκοπούς που, υποτίθεται, ώθησαν τις χώρες της Αντάντ να εμπλακούν στον Μεγάλο Πόλεμο. Για τους κύριους παίκτες της Συνδιάσκεψης, η Σύμβαση Βενιζέλου – Ισμέτ αποτελούσε το κατάλληλο εργαλείο για την επώδυνη de jure αναγνώριση μιας de facto κατάστασης και τον αναγκαίο συμβιβασμό με τα τετελεσμένα γεγονότα που είχε δημιουργήσει η έκβαση του Μικρασιατικού Πολέμου. Στη Λωζάννη είχε επικρατήσει η σχολή σκέψης που πρέσβευε ότι μόνο μέσα από την εθνική ομοιογένεια των πληθυσμών της Ελλάδας και της Τουρκίας θα ήταν δυνατή η ειρήνευση της Εγγύς Ανατολής και η αποφυγή μελλοντικών συγκρούσεων. Με την ανταλλαγή σχεδόν δύο εκατομμυρίων ατόμων, τα δύο τρίτα εκ των οποίων ήταν Ελληνες πρόσφυγες και το ένα τρίτο μουσουλμάνοι, αναμενόταν να ενισχυθεί η «πολυπόθητη εθνική ομοιογενοποίηση» της Ελλάδας και της Τουρκίας, ενισχύοντας την ένταξή τους στο στρατόπεδο των μη αναθεωρητικών δυνάμεων στο ασταθές διεθνές περιβάλλον του Μεσοπολέμου.
Ενώ κανείς από τους κύριους πρωταγωνιστές της Λωζάννης δεν θέλησε να επωμιστεί την πατρότητα της ιδέας της ανταλλαγής, ο Ελευθέριος Βενιζέλος με αρκετή ειλικρίνεια δήλωσε ότι συγκατένευσε στην αποδοχή του αναγκαστικού χαρακτήρα της ανταλλαγής κάτω από την πίεση των πολιτικών εξελίξεων και της ανθρωπιστικής κρίσης.
Πράγματι, τον χειμώνα του 1922-1923 η Ελλάδα αντιμετώπιζε την επείγουσα ανάγκη εξεύρεσης χώρου και πόρων για την εγκατάσταση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων. Η συμβατικά και διεθνώς κατοχυρωμένη απομάκρυνση των σχεδόν 400.000 μουσουλμάνων της Ελλάδας θα παρείχε στην ελληνική κυβέρνηση τη δυνατότητα εγκατάστασης μεγάλου μέρους των προσφύγων αυτών.
Ο οξυδερκής Ελληνας πολιτικός διέβλεπε επίσης ότι με την απομάκρυνση του μουσουλμανικού στοιχείου και την εγκατάσταση μεγάλου μέρους των Ελλήνων προσφύγων στους βόρειους νομούς της, η Ελλάδα θα μετεξελισσόταν σε ένα εθνικά ομοιογενές κράτος. Κληρονόμοι της ελληνικής πνευματικής αναγέννησης και της οικονομικής ανάπτυξης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία της περιόδου 1850-1922, οι 1.300.000 πρόσφυγες της Ανατολής, με την εργατικότητα, την επιχειρηματική δράση, τη δημιουργικότητα και τον πολιτισμό τους, συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
* Ο κ. Αλέξης Αλεξανδρής είναι πρέσβης ε.τ., Μέγας Ρήτωρ του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ