ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια πολύ ενδιαφέρουσα, γόνιμη έξαψη πάνω στη μελέτη και την έρευνα της περιόδου του Εθνικού Διχασμού, ενός άτυπου εμφύλιου σπαραγμού με άφθονο μίσος (αλλά και νεκρούς), που είχε ως αποτέλεσμα μια βαθύτατη πολιτική κρίση στη χώρα με τεράστιες διεθνείς προεκτάσεις. Η διχοτόμηση της Ελλάδας στα δύο πάνω στο αποκορύφωμα ενός παγκοσμίου πολέμου, το τοξικό μίσος μεταξύ των αντιπάλων σε επίπεδο μαζών ακόμα, το πολιτειακό ζήτημα, καθώς επίσης το κρίσιμο ερώτημα με ποιο «στρατόπεδο» θα πρέπει να συνταχθεί η Ελλάδα σε αυτό τον Μεγάλο Πόλεμο, είχαν δραματικές συνέπειες για την πορεία της χώρας, αρχής γενομένης με την καταστροφική εκστρατεία στη Μικρά Ασία, έως το βενιζελικό κίνημα του 1935 και, βέβαια, τον ίδιο τον Εμφύλιο της δεκαετίας του ’40.
Η επέτειος των εκατό χρόνων από εκείνη την ταραγμένη εποχή και, βέβαια, οι εξαιρετικά δημοφιλείς ιστορικές μελέτες που εξέδωσε πριν από λίγα χρόνια κυρίως ο ιστορικός Γιώργος Μαυρογορδάτος έδωσαν, κατά κάποιον τρόπο, την εκκίνηση για να ασχοληθούμε με μια ελάχιστα γνωστή, μέχρι πρότινος, αλλά ιδιαίτερα σημαντική ιστορική περίοδο για τη νεότερη ιστορία της χώρας.
Tο νέο βιβλίο του ιστορικού Σωτήρη Ριζά, διευθυντή του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, το οποίο θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Στο πλαίσιο αυτό, μια νέα σημαντική μελέτη έρχεται να προστεθεί στην υπάρχουσα βιβλιογραφία: «Βενιζελισμός και αντιβενιζελισμός στις απαρχές του Εθνικού Διχασμού, 1915-1922» τιτλοφορείται το νέο βιβλίο του ιστορικού Σωτήρη Ριζά, διευθυντή του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, το οποίο θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Ψυχογιός. «Σκοπός αυτού του βιβλίου είναι να επιστρέψει στις απαρχές του Εθνικού Διχασμού και να αναδείξει το πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα των δύο παρατάξεων», αναφέρεται στην έκδοση. «Το βάθος και η ένταση του εθνικού σχίσματος οφείλονταν σε εσωτερικές εκκρεμότητες που αποτελούσαν κληρονομιά του στρατιωτικού κινήματος του 1909, αλλά κυρίως σε γεωπολιτικές πιέσεις τις οποίες δεν κατόρθωσε να διαχειριστεί η ελληνική πολιτική τάξη. Οι κοινωνικές και περιφερειακές διαστάσεις του Εθνικού Διχασμού δεν ήταν προδιαγεγραμμένες. Το σχίσμα δεν οφειλόταν σε δομικούς περιορισμούς ταξικής, ή άλλης, φύσης αλλά στην πορεία και τη δυναμική των γεγονότων από το 1915 έως το 1918. Η παγίωση του σχίσματος από το 1922 και μετά, και η συνύφανσή του με συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και περιφέρειες, όπως η Παλαιά Ελλάδα και οι Νέες Χώρες, οι γηγενείς και οι πρόσφυγες, οφειλόταν στην εσφαλμένη διαχείριση της Μικρασιατικής καταστροφής, δηλαδή την εκτέλεση των Εξι, και στις συνεχείς στρατιωτικές επεμβάσεις. Αυτές ήταν συνδεδεμένες με τον Διχασμό και τον διαιώνιζαν. Υποδήλωναν την έλλειψη συμφωνίας για τους κανόνες του παιχνιδιού και την ύπαρξη κατεστημένων συμφερόντων για τη συνέχιση του σχίσματος και του φαύλου κύκλου εκδίκησης και αντεκδίκησης. Κατ’ αυτό τον τρόπο η φυσιολογική διαφοροποίηση μεταξύ μιας συντηρητικής και μιας φιλελεύθερης μεταρρυθμιστικής μερίδας, που συναντάται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, εξελίχθηκε σε μια εικοσαετή διαμάχη χωρίς συνταγματικά και πολιτικά όρια».
Σήμερα η «Κ» προδημοσιεύει χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο.
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
«Ο σχηματισμός μιας μερίδας η οποία απέβλεπε στη Γερμανία ως δεσπόζουσα δύναμη στην ηπειρωτική Ευρώπη και συμμεριζόταν τις βασικές ιδεολογικές και αξιακές κατευθύνσεις της Γερμανικής Αυτοκρατορίας ανάγεται στο τέλος του 19ου αιώνα. Το υπόστρωμα είναι δυναστικό, πολιτισμικό και ιδεολογικό. Βασικός φορέας των φιλογερμανικών τάσεων ήταν ο διάδοχος Κωνσταντίνος, ο οποίος είχε νυμφευθεί το 1889 την πριγκίπισσα Σοφία, αδελφή τού εν συνεχεία αυτοκράτορα Γουλιέλμου. Ο Κωνσταντίνος θα συμμεριζόταν κατά την παραμονή του στη Γερμανία το πρωσικό μιλιταριστικό πνεύμα και θα επηρεαζόταν από τη φύση του πολιτεύματός της, το οποίο, αν και συνταγματική μοναρχία, με κοινοβούλιο εκλεγόμενο με καθολική ψηφοφορία από το 1871, συνιστούσε στην πραγματικότητα ένα περιοριστικό και αυταρχικό πολιτικό σύστημα: δεσπόζουσα θέση του στρατού, της γραφειοκρατίας και της ελίτ των γαιοκτημόνων και των βιομηχάνων, με επικεφαλής της κοινωνικής και πολιτικής δομής τον αυτοκρατορικό θεσμό. Αρχιστράτηγος στον αποκληθέντα «Ατυχή» πόλεμο του 1897, και προς στιγμήν αντιδημοφιλής, ο Κωνσταντίνος βρέθηκε από το 1899 έως το 1909 να ασκεί τη γενική διοίκηση του στρατού χωρίς να υπάγεται στην πραγματικότητα σε πολιτικό και κοινοβουλευτικό έλεγχο.
Η ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο του 1897 ανέδειξε, μεταξύ άλλων, και τη σημασία της απόκτησης ερεισμάτων στο σύστημα των μεγάλων δυνάμεων που δέσποζαν στην ευρωπαϊκή πολιτική (για το ευρωπαϊκό σύστημα ισορροπίας δυνάμεων, βλ. Richard Evans, «Η επιδίωξη της ισχύος», εκδ. Αλεξάνδρεια). Στο πλαίσιο αυτό, ο Κωνσταντίνος ευνόησε τη στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής προς τη Γερμανία. Η νέα αυτή αντίληψη ευνοήθηκε από το γεγονός ότι η Βρετανία και η Γαλλία παρέμεναν μάλλον αδιάφορες έναντι της Ελλάδας, καθώς αξιολογούσαν ως περιορισμένες τις στρατιωτικές, διπλωματικές και οικονομικές δυνατότητες της χώρας. Την πολιτική στροφή προς το Βερολίνο την προώθησε δραστήρια και ο Γεώργιος Θεοτόκης, επανειλημμένα πρωθυπουργός από το 1899 έως το 1909. Ο ίδιος, όπως προαναφέρθηκε, θα ενίσχυε και την επιρροή του Στέμματος, και του Κωνσταντίνου προσωπικά, αναθέτοντάς του το 1899 τη γενική διοίκηση του στρατού και αναγνωρίζοντας τον βαρύνοντα λόγο του Θρόνου στην εξωτερική πολιτική (Γεώργιος Ράλλης, «Γεώργιος Θεοτόκης. Ο πολιτικός του μέτρου», Ελληνική Ευρωεκδοτική). Η υπόθεση αυτή μπορεί να κατανοηθεί εντός του γενικότερου κλίματος σκληρής επίκρισης, ή και αμφισβήτησης, του κοινοβουλευτισμού, στον οποίο καταλογιζόταν διαφθορά και αναποτελεσματικότητα. Στο πλαίσιο αυτό, η ανάθεση της γενικής διοίκησης του στρατού στον Διάδοχο και η αναγνώριση σημαντικού ρόλου στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής στο Στέμμα θα προστάτευε, υποτίθεται, το σώμα των αξιωματικών από πολιτικές παρεμβάσεις, και την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής από τις παρενέργειες του κομματισμού. Θα ενίσχυε, βέβαια, ταυτόχρονα και τα μοναρχικά στοιχεία του πολιτεύματος, εφόσον έθετε, στην ουσία, τον στρατό εκτός του ελέγχου της κοινοβουλευτικής κυβέρνησης. Στο διάστημα κατά το οποίο άσκησε ο Κωνσταντίνος τα καθήκοντα του γενικού διοικητή σχηματίστηκε γύρω του ένας κύκλος στρατιωτικών αφοσιωμένων σε αυτόν και τις αντιλήψεις του: ο Βίκτωρ Δούσμανης, ο Ξενοφών Στρατηγός και, κυρίως, ο Ιωάννης Μεταξάς είναι ορισμένοι από αυτούς. Στο Διπλωματικό Σώμα, ο πιο σημαντικός εκπρόσωπος των αντιλήψεων αυτών ήταν ο Γεώργιος Στρέιτ. Ο κύκλος απέκτησε ερείσματα και στον χώρο του Τύπου, με σημαντικότερες τις εφημερίδες «Εμπρός», «Καιροί» και «Σκριπ». Η πολιτική αυτή είχε, ασφαλώς, τα όριά της, καθώς το Βερολίνο θα εκτιμούσε, το 1908, όταν ξέσπασε το πραξικόπημα των Νεότουρκων και ακολούθησε η προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία, ότι τα γερμανικά συμφέροντα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχαν προτεραιότητα έναντι της Ελλάδας. Και η τελευταία, άλλωστε, ήταν αδύνατο να αγνοήσει τη Βρετανία και τη Γαλλία και να προσανατολιστεί μονομερώς στη Γερμανία. Το σημαντικό στοιχείο ήταν όμως ότι είχε σχηματιστεί και παγιωθεί η ύπαρξη ενός κύκλου με ερείσματα στις ελίτ και τους κρατικούς θεσμούς που απέβλεπε σε στενή συνεργασία της Ελλάδας με τη Γερμανία.»