Γεννήθηκε στο Κοντογόνι (Παπαφλέσσα) Πυλίας. Ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής, ο Δημήτρης Κοσμόπουλος έχει εκδώσει εννέα ποιητικά βιβλία και τρία βιβλία δοκιμίων για θέματα λογοτεχνίας και κριτικής. Η ποίησή του έχει μεταφραστεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες και στα αραβικά. Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Ευθύνη». Το 2005 τού απονεμήθηκε το βραβείο Eλληνα Λυρικού ποιητή «Λάμπρος Πορφύρας» της Ακαδημίας Αθηνών και το 2013 το Διεθνές Βραβείο Κ. Π. Καβάφη για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Το πλέον πρόσφατο ποιητικό του βιβλίο, το «Θέριστρον» (εκδ. Κέδρος 2018), τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το 2018 και το Βραβείο Ζαν Μωρεάς.
– Από τα δοκίμιά σας για τον Παπαδιαμάντη καταλαβαίνω ότι παρουσιάζεται μια σύγκρουση ανάμεσα στους Διαφωτιστές και στους «παραδοσιακούς» Ορθοδόξους. Θεωρείτε ότι η σύγκρουση αυτή παραμένει σταθερά αναλλοίωτη και στις μέρες μας;
– Η σύγκρουση υπάρχει σε δύο επίπεδα: κατ’ αρχάς στο επίπεδο του εκφερόμενου δημοσίου λόγου, δηλαδή στο επίπεδο της δημοσιογραφικής του διαχείρισης, που είναι επιδερμική. Οπωσδήποτε υπάρχει μια αντίθεση οπτικής που σχετίζεται με τα κοσμοείδωλα των δύο τάσεων όταν διαμορφωνόταν ο νεότερος ελληνισμός, παρότι αμφότερα είχαν μια αφετηρία αγαθών προθέσεων. Επασχαν από την έγνοια για τη συλλογική ιδιοπροσωπία αλλά και για τη διαμόρφωση του νεότερου ελληνισμού. Αυτό απετέλεσε το κοινό τους στοιχείο. Από την αρχή συνέβαινε το εξής: εκείνοι από τους «παραδοσιακούς» οι οποίοι είχαν και θύραθεν ευρωπαϊκή παιδεία αλλά και την παιδεία της εποχής τους, γύρεψαν εξαρχής –και διδάσκοντας τις επιστήμες που έφεραν τα «εξ Εσπερίας πεφωτισμένα έθνη»– τη δημιουργική σύνθεση της παραδομένης καθ’ ημάς εμπειρίας με τα σύγχρονά τους ευρωπαϊκά ρεύματα, σύνθεση η οποία εκκρεμεί επιτακτικά και στο νεοελληνικό σήμερα.
– Τι εννοείτε λέγοντας εμπειρία;
– Την εμπειρία του ενανθρωπήσαντος Χριστού μέσα στην Ιστορία – «Φως που πατεί χαρούμενο τον Αδη και τον Χάρο», κατά τον σολωμικό στίχο. Δείγμα της, το ιδιότυπο μέσα στην «αγραμματοσύνη» του Χριστός Ανέστη στον ήρωα του Παπαδιαμάντη:
Κ᾽στὸ – μπρὲ – Κ᾽στὸς ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν θανάτων,
θάνατον μπατήσας,
κι ἔντοις – ἔντοις μνήμασι,
ζωὴν παμμακάριστε!
Επίσης, ο γηραιός και σεβάσμιος Κρητικός ψάλλει το Μεγαλυνάριο της Μεγάλης Παρακλήσεως «με την εξής προσθήκην», γράφει ο Παπαδιαμάντης: «Αλαλα τα χείλη των ασεβών, των μη προσκυνούντων, οι κερατάδες!, την εικόνα σου την σεπτήν…».
Το πλέον πρόσφατο ποιητικό βιβλίο του Δημήτρη Κοσμόπουλου είναι το βραβευμένο «Θέριστρον» (εκδ. Κέδρος, 2018).
– Επομένως οι παραδοσιακοί Ορθόδοξοι θα ήθελαν μια κοινωνία που βάση της θα είναι η χαρά της κοινότητας;
– Η χαρά της Ανάστασης, δεμένης με το Μυστήριο του Σταυρού. Η εμβάπτιση κάθε πτυχής του βίου στην ιερότητα. Κάποιοι εκκλησιαστικοί, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρις (ο οποίος από την άλλη αλληλογραφούσε με τον Βολταίρο και τη Μεγάλη Αικατερίνη), υποστήριζαν ότι δεν πρέπει να προσλαμβάνουμε τα πάντα ακρίτως από την Ευρώπη. Λόγου χάριν, o ντεϊσμός, η μετατροπή της χριστιανικής παράδοσης της Ευρώπης σε μια αόριστη ιδεολογία περί υπέρτατου όντος που, ουσιαστικά, εξορίζει τον Θεό από τη ζωή, τους έβρισκε αντίθετους.
– Στην Ορθοδοξία, πού βρίσκεται ο Θεός μέσα στην κοινωνία;
– Στην εκκλησιαστική κοινότητα. Είναι βρώσιμος και πόσιμος. Η Εκκλησία είναι τραπέζι χαράς. Είναι ο Μυστικός Δείπνος με τον Χριστό Αναστημένο.
Το μοντέρνο υπάρχει ως μορφή νεκροφάνειας, ως πτωμαΐνη
– Στην ορθόδοξη αγιογραφία η Παναγία είναι το κύριο πρόσωπο;
– Είναι ο Χριστός, και η Παναγία διά του Χριστού. Μάλιστα, δεν είναι μόνον ο Εσταυρωμένος Χριστός του πάθους, αλλά δι’ αυτού, ο Χριστός της Ανάστασης.
– Με ενδιαφέρει η σχέση Του με την Παναγία. Ποια από τις τρεις μεγάλες μορφές στην αγιογραφία (Δεομένη, Βρεφοκρατούσα και Εγκυμονούσα) σάς εκπροσωπεί καλύτερα;
– Θα προτιμούσα τον όρο «εικονογραφία». Και στις τρεις μορφές που προαναφέρατε, η Παναγία είναι ο άνθρωπος που έγινε Θεοτόκος και σάρκωσε τον Χριστό. Είναι ο άνθρωπος τον οποίον ανέμενε η Ιστορία. «Εξ ης ο σύμπας των ανθρώπων χους εις σώμα ανεπλάσθη Θεώ» (Ιωάννης Δαμασκηνός).
– Το μοντέρνο λοιπόν δεν μπορεί παρά να υπάρχει στη ζωή μας.
– Το μοντέρνο υπάρχει ως μορφή νεκροφάνειας, ως πτωμαΐνη. Η κρίση των τελευταίων δεκαετιών θέτει ένα αίτημα: την επανεύρεση ενός συστήματος αναφορών το οποίο θα φέρνει μια γαλήνη συνύπαρξης. Η συνομιλία με τις έμμετρες μορφές, την εκκλησιαστική υμνογραφία, το δημοτικό τραγούδι και τον μοντερνισμό, εξίσου μου δίνει τη δυνατότητα συγκροτήσεως ενός προσωπικού ιδιώματος βιωματικά. Είναι η προτροπή που μου δίνει ο αρχέγονος ρυθμός, ώστε να αναφερθώ στον εκφραστικό κόσμο εκείνο που είχε άμεση σχέση με την ιερότητα. Οπως δεν μπορεί να είναι κανείς ζωγράφος αν δεν γνωρίζει χρώμα και σχέδιο, έτσι και σήμερα υπάρχουν εκατομμύρια φερόμενοι ως ποιητές χωρίς να ξέρουν τι είναι το μέτρο.
– Αυτές οι απεικονίσεις, πώς διαφοροποιούν την έννοια του ιερού για τους ανθρώπους; Πώς επηρεάζουν τη ζωή των ανθρώπων – είτε πιστεύουν είτε όχι;
– Στον πόνο και στη βλασφημία, όλοι τη μάνα μας επικαλούμαστε και βρίζουμε! Βρίζουμε τη μάνα που κουβαλά τον Χριστό μέσα της, γιατί αρνούμαστε την ενηλικίωση ως εξατομίκευση. Γι’ αυτό κάνουμε σαν παλαβοί έναντι της συνθήκης της κατά Κονδύλη «μαζικής δημοκρατίας».
– Στη δική σας ποίηση, η μορφή που χρησιμοποιείτε αποτελεί έκφραση αυτής της παράδοσης και μια προσωπική σας αντίδραση σε αυτή την πεπτωκυία λαϊκή ευσέβεια;
– Η σχέση με το Ιερό είναι πάντα ζητούμενο. Σήμερα, έχει απολεσθεί από τον κανόνα της συμπεριφοράς του Νεοέλληνα. Υφίσταται μόνο όπου και όταν λειτουργεί σωστά το εκκλησιαστικό σώμα.
– Εσείς θέλετε να την επαναφέρετε ποιητικά;
– Η ποίηση δεν είναι θέμα προθέσεως. Είναι θέμα μορφής και αποτελέσματος. Ασκούμαι σε όλες τις μορφές. Κατατείνω όμως στα τελευταία μου τρία βιβλία, με κορύφωση το «Θέριστρον», στη σύγκραση των κατακτήσεων του μοντερνισμού διά του «ελεύθερου στίχου» με τα επιτεύγματα της υπόλοιπης λυρικής παρακαταθήκης, από την οποία αξιοποιώ την εμμετρότητα, τη ρυθμική αγωγή και την προσωδιακή τάξη.
Σας θυμίζω ότι από το 1913 ο πρωτοπόρος του μοντερνισμού T.S. Eliot είχε τονίσει ότι υπάρχει αντινομία στη φράση «ελεύθερος στίχος». Στίχος σημαίνει συγκεκριμένη χρήση και διάταξη των λέξεων ώστε να παράγεται ποιητικό αποτέλεσμα. Τα πρώτα έργα του μοντερνισμού (π.χ. Waste Land) γράφονται σε έμμετρη μορφή. Η εμμετρότητα υπάρχει στους κορυφαίους του μοντερνισμού.
– Μήπως αυτή η επιλογή της εμμετρότητας είναι ένα είδος νευρωτικού εφησυχασμού, επαναλήψεως του σταθερά αναγνωρίσιμου;
– Πολύ ωραία ερώτηση. Σήμερα η ποιητική έκφραση παλινωδεί ανάμεσα σε δύο πόλους: τη λεκτική «πιτυρίδα» της ασυδοσίας του κατ’ επίφαση μοντερνισμού, που καταλήγει παραληρηματική φαιδρότητα. Από την άλλη πλευρά, η αναπαλαιωτική αντίδραση οδηγεί σε ένα αρνητικό φαινόμενο άμυνας: στον μηρυκασμό ή στη νευρωτική επιστροφή στο παρελθόν. Το πρόβλημα σήμερα δεν είναι να γράψουμε ποιήματα «ρετρό», κατά μίμησιν του Αγρα, του Καρυωτάκη ή και του Σολωμού ακόμα. Είναι να επανεύρουμε την ευρωστία της μονάδας, του «πυρηνικού κόσμου» του ποιήματος, που είναι ο στίχος, μέσα από τη συνομιλία με τις έμμετρες μορφές υπονομεύοντάς τες, εξαρθρώνοντας όπου και όταν πρέπει την παραδομένη εμμετρότητα και δημιουργώντας ένα νέο ρίγος, βγαλμένο από την αλληλοπεριχώρηση έμμετρου και μοντέρνου.