Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΒΛΑΣΗΣ ΑΓΤΖΙΔΗΣ*
Στις 2 Μαΐου 1919 (15 με το νέο ημερολόγιο) ο ελληνικός στρατός αποβιβαζόταν στην προκυμαία της Σμύρνης, στο πλαίσιο της συμμαχικής εντολής που είχε λάβει. Ο Ηλίας Βενέζης γράφει: «Μια από τις συγκλονιστικές σελίδες της νεώτερης ιστορίας μας άρχισε. Εχει την οικονομία αρχαίου δράματος, την αμείλικτη αναγκαιότητά του, την κορύφωση του πάθους και της λάμψεως, την πυκνότητα της δράσεως. Και στο βάθος το πεπρωμένο που ελλοχεύει» («Μικρασία χαίρε», Εστία, 1956).
Ο δρόμος για την εξέλιξη αυτή είχε ανοίξει στις 30 Οκτωβρίου του 1918 στο Μούδρο της Λήμνου, όταν οι ηττημένοι Νεότουρκοι υποχρεώθηκαν να παραδοθούν στους συμμάχους. Την ιστορική εκείνη στιγμή είχε δρομολογηθεί η διαμόρφωση μιας νέας γεωπολιτικής κατάστασης στον χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που θα βασιζόταν πλέον στην απαλλαγή των χριστιανικών πληθυσμών από την ισλαμική κυριαρχία και στη δημιουργία εθνών-κρατών στη βάση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των λαών.
Οι διεκδικήσεις της Ελλάδας και η εντολή της Αντάντ
Η πρώτη νύξη για ελληνικές διεκδικήσεις στην Ιωνία είχε γίνει το 1915, με αφορμή τις βρετανικές προτάσεις περί ανταλλαγμάτων σε περίπτωση εξόδου της Ελλάδας στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ. Η επικράτηση των φιλογερμανών μοναρχικών και η έναρξη του σκληρού Διχασμού ανέβαλε τα σχέδια αυτά προς όφελος των Ιταλών. Ομως έκτοτε, η ελληνική διεκδίκηση της Ιωνίας ενσωματώθηκε στην αντίληψη περί εξωτερικής πολιτικής των Φιλελευθέρων. Ο Βενιζέλος φαίνεται ότι από τότε είχε ξεκάθαρη εικόνα για τη μοναδική προϋπόθεση εξασφάλισης πλήρους ελέγχου στο Αιγαίο. Είχε διατυπώσει την άποψη ότι η προϋπόθεση διασφάλισης του μέλλοντος από τις μελλοντικές επιβουλές θα ήταν η κυριαρχία της Ελλάδας στο Αιγαίο μέσω της ενσωμάτωσης της ανατολικής ακτής του στην εθνική επικράτεια. Η γεωπολιτική θεώρηση ήταν απολύτως συμβατή με τα συμφέροντα της ελληνικής κοινότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που είχε βρεθεί στο στόχαστρο της γενοκτονικής πολιτικής των Νεότουρκων τα προηγούμενα χρόνια.
Ο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος στη μελέτη του «Η απόφαση για την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία» διατυπώνει τη θέση ότι η παρουσία του πολυάνθρωπου και ακμαίου ελληνισμού, που βρισκόταν εκτός των συνόρων του μικρού ελληνικού κράτους, όπως αυτά χαράχτηκαν το 1832, δημιουργούσε μείζονα προβλήματα: «Σε ολόκληρη έκτοτε τη διάρκεια του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα η δημόσια ζωή του ελεύθερου βασιλείου θα κυριαρχηθεί, σε όλες τις εκφάνσεις της, από την παρόρμηση για την απελευθέρωση όσων ομοεθνών είχαν, ερήμην της θέλησής τους, παραμείνει υπό τον οθωμανικό ζυγό… Η Σμύρνη κατείχε το επίκεντρο σε μια ευρύτερη ζώνη, όπου διαχρονικά είχε δεσπόσει ο ελληνισμός».
Στις 31 Δεκεμβρίου 1918, σε επίσημο υπόμνημα που καταθέτει η Ελλάδα στη Συνδιάσκεψη των Παρισίων για την Ειρήνη αναφέρεται στις επιδιώξεις της και επικαλείται και τα ιστορικά δίκαια που συνηγορούσαν υπέρ των ελληνικών αιτημάτων.
Οι πρώτοι νεκροί στο ίδιο σημείο της προκυμαίας, μπροστά από το ξενοδοχείο «Η Mεγάλη Βρεττανία», από πυρά Τούρκων ελεύθερων σκοπευτών.
Το πρώτο βήμα για την υλοποίηση της επιθυμίας αυτής ήταν η ευνοϊκή συγκυρία που δόθηκε τον Μάιο του 1919, όταν η Ελλάδα ανταποκρίθηκε στην πρόταση των πρωθυπουργών Μ. Βρετανίας, Γαλλίας και του προέδρου των ΗΠΑ, Λόιντ Τζορτζ, Κλεμανσό και Ουίλσον αντίστοιχα, να καταλάβει η Ελλάδα τη Σμύρνη ώστε να αποτραπεί η κατάληψή της από τους Ιταλούς. Το γεγονός ότι οι Ιταλοί ετοιμάζονταν ήδη για πραξικοπηματική κατάληψη της πόλης οδήγησε στην πρόταση των συμμάχων προς την ελληνική κυβέρνηση.
Ο Βενιζέλος άδραξε τη μοναδική αυτή ευκαιρία και κατέλαβε την περιοχή ως εντολοδόχος της Αντάντ. Εφεξής το ζήτημα θα ήταν η ενσωμάτωση της περιοχής στην Ελλάδα υπό καθεστώς πλήρους κυριαρχίας. Η παραχώρηση της ζώνης της Σμύρνης στην Ελλάδα έγινε με τη Συνθήκη των Σεβρών, που υπογράφηκε τον Αύγουστο του 1920, με την πρόβλεψη όμως ότι η πλήρης προσάρτηση θα γινόταν μετά πέντε χρόνια κατόπιν δημοψηφίσματος των κατοίκων της.
Τη μοναδική αυτή ιστορική στιγμή εξυπηρετήθηκαν δύο σημαντικές ανάγκες: η εξασφάλιση της πλήρους κυριαρχίας στο Αιγαίο με τον έλεγχο και της ανατολικής ακτής του και η προστασία των ελληνικών πληθυσμών που είχαν υποστεί την πολιτική γενοκτονίας των Νεότουρκων. Ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος Ουίλσον είχε δηλώσει:
«Τρέφω ζωηρή συμπάθεια απέναντι σε κάθε δίκαιη προσπάθεια να ανακουφιστούν οι δεινές ταλαιπωρίες των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Κανείς άλλος δεν έχει υποφέρει περισσότερο και πιο άδικα από αυτούς…» και αναγνώριζε το δικαίωμα να απαλλαγούν «από την ωμότητα και την καταπίεση εις βάρος τους από ισχυρές και αυταρχικές κυβερνήσεις».
Υπήρχε άλλη λύση;
Την εποχή εκείνη η Ελλάδα βρισκόταν στο στρατόπεδο των νικητών, τα στρατεύματά της δεν είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες την περίοδο 1916-1918, τα τουλάχιστον δύο εκατομμύρια των Ελλήνων της οθωμανικής αυτοκρατορίας είχαν βιώσει από το 1914 μια πολιτική γενοκτονίας, που είχε αποφασιστεί πολύ νωρίτερα και είχε οργανωθεί συστηματικά.
Η περιρρέουσα συγκυρία ευνοούσε τις ελληνικές επιδιώξεις και επιπλέον, όπως υποστηρίζει ο Κων. Σβολόπουλος, «η δύναμη με τη στήριξη της οποίας θα ήταν δυνατόν να ευοδωθεί η πολιτική της επέκτασης των ελληνικών συνόρων ήταν η Μεγάλη Βρετανία, η οποία διένυε τότε την περίοδο της μέγιστης ναυτικής ισχύος – κατά μείζονα λόγο εφόσον είχε αποκολληθεί από το δόγμα της οθωμανικής “ακεραιότητας”.
Η Ελλάδα του Βενιζέλου προσφερόταν να υποκαταστήσει την καταρρέουσα αυτοκρατορία ως κύρια περιφερειακή δύναμη στο νευραλγικό πεδίο της συμβολής των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου».
Το ελληνικό εγχείρημα της απόβασης στη Σμύρνη τον Μάιο του ’19 είχε πολύ λιγότερες δυσκολίες από την Παλιγγενεσία, έναν αιώνα πριν.
Λίγη ώρα μετά τους πυροβολισμούς, οι νεκροί Ελληνες στρατιώτες τοποθετούνται σε κάρο.
Για πρώτη φορά στην ιστορία του Ανατολικού Ζητήματος, οι νικήτριες μεγάλες δυνάμεις είχαν αποφασίσει τελεσιδίκως τη διάλυση του Μεγάλου Ασθενούς.
Κατά συνέπεια, θα ήταν αφύσικη η εξέλιξη να μη συμμετείχε η Ελλάδα στη διαμόρφωση του μεταπολεμικού πολιτικού σκηνικού. Ειδικά όταν η εθνική ολοκλήρωση ήταν ακόμα μια εν εξελίξει διαδικασία.
Και ο αναγκαίος όρος που έλειπε για να μετατραπεί η Ελλάδα σε ένα πραγματικό έθνος-κράτος ήταν η ενσωμάτωση των ακμαίων αστικών περιοχών της Ιωνίας και της Ανατολικής Θράκης.
Η τουρκική αντίδραση
Τέσσερις μέρες μετά την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, ο σουλτάνος με την έγκριση των συμμάχων εκδίδει μια αντίστοιχη εντολή προς τον Οθωμανό αξιωματικό Μουσταφά Κεμάλ πασά: να μεταβεί στην περιοχή του Πόντου για την προστασία των χριστιανικών πληθυσμών και την αποκατάσταση της τάξης στην περιοχή. Ο Κεμάλ θα αποβιβασθεί στη Σαμψούντα, θα αυτονομηθεί από τον σουλτάνο και θα κηρύξει αμείλικτο αγώνα κατά των Παλαιότουρκων Οθωμανών σε μια προσπάθεια επικράτησης, ώστε τελικά να αντιμετωπίσει τους Ελληνες και τους Αρμενίους.
Βασίστηκε στις παλιές εθνικιστικές οργανώσεις που είχαν διαπράξει τις σφαγές κατά την περίοδο 1914-1918. Το κεμαλικό κίνημα που συγκροτήθηκε στη συνέχεια ήταν αντιμειονοτικό και καθόλου «αντιιμπεριαλιστικό», όπως υποστηρίζουν αρκετοί. Ο Τούρκος κοινωνικός επιστήμων και προοδευτικός διανοούμενος Attila Tuygan γράφει στο κείμενό του «Γενοκτονία για τη “μητέρα-πατρίδα”» (συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Η Γενοκτονία στην Ανατολή. Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο έθνος-κράτος», εκδ. Ε-Ιστορικά, 2013): «[…] Ο ισχυρισμός ότι ο τουρκικός εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος δόθηκε κατά του ιμπεριαλισμού δεν θεμελιώνεται από πουθενά.
Αντίθετα, όπως διαπιστώνει ο καθηγητής Taner Akcam, ο απελευθερωτικός πόλεμος “δεν δόθηκε κατά των εισβολέων, αλλά κατά των μειονοτήτων”. Τα Σωματεία Αμυνας-Δικαίου (Mudafai Hukut), που υπήρξαν η ατμομηχανή του “εθνικού αγώνα”, ιδρύθηκαν καθαρά κατά της απειλής των Ρωμιών και των Αρμενίων. Στα πρώτα αυτά σωματεία που ιδρύθηκαν μετά από την ανακωχή του Μούδρου, τα τρία ήταν κατά των Αρμενίων και τα δύο κατά των Ρωμιών».
* Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας – μαθηματικός, https://kars1918.wordpress.com/
Μια μαρτυρία για την «Εορτή των Εορτών»
Ολων τα μάτια ήταν στραμμένα στο πέλαγος. Περίμεναν πεντακόσια χρόνια και δεν μπορούν να περιμένουν να ξημερώσει…
Οταν έφυγε η πρωινή άχνα φάνηκε στο βάθος ο θρυλικός «Αβέρωφ», ακολουθούσε το «Πατρίς» με το 34ο Ευζωνικό Σύνταγμα.
ΕΡΧΟΝΤΑΙ, ακούστηκε μια μυριόστομη φωνή… Το κλάμα δεν τους άφηνε να δούνε καθαρά… Χιλιάδες μάτια δακρυσμένα βλέπουν τα πλοία να πλησιάζουν. Καθαρά φαίνονται οι τσολιάδες. Να και η πολεμική ελληνική σημαία, όλος ο κόσμος μαζί με τον Χρυσόστομο ψέλνουν: «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια». Τι συγκινητική στιγμή, χιλιάδες μάτια δακρυσμένα βλέπουν για πρώτη φορά ευζώνους και την ένδοξη πολεμική ελληνική σημαία.
Στιγμιότυπο από τις γιορτές υποδοχής που επιφύλαξαν στους στρατιώτες οι Ελληνες κάτοικοι της Σμύρνης.
Οταν επλεύρισε το «Πατρίς», οι τσολιάδες δεν έβρισκαν πού να πατήσουν. Η ιωνική γη ήταν στρωμένη με χαλιά, μύρτα, δάφνες, μαργαρίτες, μυρτιές, κι έναν κόσμο γεμάτο αγάπη. Οι Σμυρνιωτοπούλες αγκάλιαζαν και φιλούσαν τους ηλιοκαμένους ελευθερωτές, προσφέροντάς τους τριαντάφυλλα, γλυκά, ποτά, αγάπη. Τα παιδιά τούς έραιναν με ροδοπέταλα. Οι Ελληνες στρατιώτες τα είχαν χάσει, αντίκριζαν έναν ενθουσιώδη, γεμάτο ελληνισμό, και μια ωραία πόλη, μεγαλύτερη από την Αθήνα, με ωραία κτήρια, θέατρα, κινηματογράφους, σχολεία, σαν την Ευαγγελική Σχολή, εκκλησίες, νοσοκομεία, ιδρύματα, ένα ωραίο κτήριο –το Κεντρικό Παρθεναγωγείο–, αθλητικούς συλλόγους σαν τον Πανιώνιο, τον Απόλλωνα, τον Πέλοπα, ελληνικές εφημερίδες, έναν ιππόδρομο και τόσα άλλα.
«Κατ’ εντολήν της Κυβερνήσεως προβαίνω εις την Στρατιωτικήν Κατάληψιν της Σμύρνης», γράφει στην προκήρυξη εκείνης της ημέρας, 2 Μαΐου 1919, ο μέραρχος συνταγματάρχης Νικόλαος Ζαφειρίου. Αυτή ήταν η Εορτή των Εορτών, όλος ο κόσμος κλαίει από αβάσταχτη χαρά.
Σε μια νύχτα γίναμε από Σκλάβοι Ελεύθεροι, από Ραγιάδες Ελληνες, Χριστιανοί.
(Μανώλης Μεγαλοκονόμος, «Η Σμύρνη –Από το αρχείο ενός φωτορεπόρτερ», εκδ. Ερμής, 1992)
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ