Μάιος του 1972. Η Ελλάδα στη βαριά σκιά της διδακτορίας, που ακόμα και σήμερα κάποιοι τάχα νηφάλια παραφιλοσοφούντες βρίσκουν άψογα τα οικονομικά της και μέτρια τη βία της, ξεπερνώντας σε ψευδολογία τους ίδιους τους χουνταίους και τους φιλοχουντικούς ακολούθους τους. Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Αντί», που κυκλοφόρησε με εκδότη-διευθυντή τον καθαρό από καταδίκες Χρήστο Παπουτσάκη και κρυφή ψυχή του τον σταμπαρισμένο Αντώνη Καρκαγιάννη –και το οποίο έμελλε να είναι και το μοναδικό, αφού ο Παπουτσάκης συνελήφθη και βασανίστηκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ–, ο Γιάννης Θεοδωράκης δημοσιεύει ένα τρισέλιδο πυκνογραμμένο κείμενο, με εφταράκια γράμματα το πολύ. Τίτλος του: «Η επιστροφή του ποιητή». Υπότιτλος: «Ο Μιχάλης Κατσαρός ξαναβρίσκεται ανάμεσά μας». Αφορμή είχε σταθεί η επανέκδοση του εμβληματικού «Κατά Σαδδουκαίων» από τις εκδόσεις «Κείμενα» του Φίλιππου Βλάχου, το 1971, αλλά και η αναζήτηση του Κατσαρού από Ελληνες φοιτητές του εξωτερικού. Πρόκειται, λέει ο Θεοδωράκης, «για φοιτητές που ακολουθούν τα διάφορα ρεύματα της Νέας Αριστεράς» και οι οποίοι «από το 1970 δημοσιεύουν στα έντυπά τους παλιά ποιήματά του. Ενα απ’ αυτά τα έντυπα τον ανακήρυξε “μεγάλο προφήτη”. Οπωσδήποτε, ήταν απολύτως σαφής ο ποιητής όταν πριν από είκοσι χρόνια μάς προειδοποιούσε: “Πάρτε μαζί σας νερό – το μέλλον έχει πολλή ξηρασία”».
Τωρινή αφορμή η κυκλοφορία στις εκδόσεις «Τόπος» του τόμου «Μείζονα ποιητικά», με επιμέλεια του Αρη Μαραγκόπουλου. Στο Α΄ Μέρος περιέχονται οι συλλογές του Κατσαρού «Μεσολόγγι», «Κατά Σαδδουκαίων» και «Οροπέδιο», και στο Β΄, με τον τίτλο «Ανέκδοτα / Αδημοσίευτα / Αθησαύριστα», περί τα εκατό άγνωστα ποιήματά του.
«Συμβαίνει κάτι παράδοξο με τον Μιχάλη Κατσαρό» έγραφα στην «Καθημερινή» στις 15.5.1991, με τοτινή αφορμή την έκδοση του μυθιστορήματός του «Οι συλλέκται της Μονόχρα»: «Είναι πασίγνωστος και κατ’ ουσίαν άγνωστος μέσα στη δόξα του. Ως και το έτος της γέννησής του στην Κυπαρισσία αλλάζει κατά εγκυκλοπαίδεια ή ανθολογία: Το 1919; Το 1921; Το 1923;». Τώρα, με το βιογραφικό που υπογράφει ο γιος του ο Στάθης στα «Μείζονα ποιητικά», σιγουρευόμαστε ότι γεννήθηκε το 1920. Από το ίδιο βιογραφικό μαθαίνουμε το εξής χαρακτηριστικό: «Ισως το πιο σουρεαλιστικό που του συνέβη ήταν που κάποια στιγμή ο παλιός του φίλος Μίκης Θεοδωράκης βρέθηκε στην κυβέρνηση [του Κων. Μητσοτάκη, το 1990] και ο Μιχάλης Κατσαρός διορίστηκε διευθυντής υπουργείου. Κάθισε στο γραφείο του τρεις μέρες. Μετά δήλωσε στον υπουργοποιημένο μουσουργό: “Μίκη μου, βαριέμαι, δεν έχω να κάνω τίποτε εδώ, θα φύγω”». Και οι τρεις μέρες πολλές ήταν.
«Ο Μιχάλης Κατσαρός», συνέχιζα τότε και το υποστηρίζω και σήμερα, μια εικοσαετία ακριβώς μετά τον θάνατό του, «λατρεύεται και συνάμα αγνοείται. Δίδαξε –ήθος, αίρεση, αντίσταση, με λόγο και πράξη– μα δεν διδάσκεται στα σχολεία. Εποίησε έγκαιρα, άρτια και πρωτοπόρα, μα η κριτική στάθηκε φειδωλή μαζί του, αν όχι τσιγκούνα. Λιγοστές οι αποτιμήσεις του έργου του, καταπιάνονται κυρίως με τις ιδεολογικές και πολιτικές διαστάσεις του, τις μετατρέψιμες ενίοτε και σε συνθήματα. Κι έλαβε έτσι ο καιρός, και ο Κατσαρός, την εκδίκησή του· και το “Αντισταθείτε” έγινε πρωτοσέλιδη ιαχή στα έντυπα του κομματικού χώρου κατά του οποίου έβαλλε το ποίημα “Η διαθήκη μου” όταν γράφτηκε, εξ ου και λογοκρίθηκε στον “Δημοκρατικό Τύπο” του 1950 από τους “σφετεριστές που καταπάτησαν τα χωράφια”. Ενα σημείο στον κύκλο των χαμένων ποιητών ο Κατσαρός; Ενδεχομένως. Το βέβαιο είναι ότι δεν έχει γράψει μόνο το “Κατά Σαδδουκαίων”, στο οποίο εξαντλούνται συνήθως οι αναφορές. Και η ποίησή του, ανθεκτικής δραστικότητας, δεν συμποσούται στους καταλυτικούς και προφητικούς στίχους του που απέκτησαν ήδη αξία γνωμικού. Πριν τεχθούν οι “Σαδδουκαίοι”, ο Κατσαρός είχε υπάρξει με το “Μεσολόγγι”, που εκδόθηκε το 1949. Σ’ εκείνους τους πρώτους στίχους του, γραμμένους το ’47 στην πόλη-σύμβολο του Μεσολογγίου, με καυτό το χνότο του Εμφυλίου, η μνήμη του δημοτικού τραγουδιού είναι ισχυρότατη και έλκει τις λέξεις του ποιητή προς τους παλαιούς, δουλεμένους ρυθμούς. Αυτή η μνήμη, έστω και εξασθενημένη, τον παρηγορεί διά βίου: αρκετές φορές στα ποιήματά του παρενθέτει ατόφιους ή παραλλαγμένους δημοτικούς στίχους.
«Ισχυρός είναι επίσης ο ίσκιος του Σολωμού, που δεν έπαψε να επισκέπτεται τον Κατσαρό, πότε επίφοβος και πότε τρυφερός, συντροφευμένος στα στερνά και από τη σκιά του Καβάφη. Μονάχα ο Μαγιακόφσκι πρέπει να στάθηκε διεισδυτικότερος και διαρκέστερος “πρόδρομος” του ποιητή. Από αυτόν πιθανώς κληρονομεί το διογκωμένο εγώ, πάντοτε επιβλητικό, όταν ο λογοτέχνης ποιεί κόσμον ή ουτοπία. Τέσσερα χρόνια μετά, το 1953, ο Κατσαρός εξαπολύει το “Κατά Σαδδουκαίων”, το γενέθλιο ποίημα μιας Νέας Αριστεράς που, δεκαετίες αργότερα, παραμένει εκκρεμές. Απέναντί του οι Σαδδουκαίοι, οι σκουριασμένοι τυπολάτρες. Κι αυτός, διαρκώς φιλύποπτος, ένας “σκοτεινός συνωμότης” (“με τα κουρέλια μου / όπως με γέννησε η Γαλλική Επανάσταση / όπως με γέννησε η μάνα μου Ισπανία”), καταγγέλλει τις “πέτρινες εντολές που περιφέρονται σε λιτανεία”, “υποκρίνεται τον άθεο”, και αναγγέλλει τον “επερχόμενο μεσαίωνα”».
Στο εναρκτήριο «Μεσολόγγι» ο Κατσαρός αποποιείται το πρώτο ενικό πρόσωπο για να στεγαστεί στο «εμείς» και να δηλώσει ότι «με το πλήθος γίνεται σαν ένα σώμα». Στο «Κατά Σαδδουκαίων» όμως «εισβάλλει το κριτικό στοιχείο» (όπως σημείωνε ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος στην «Επιθεώρηση Τέχνης», Μάιο του 1964) και οι σχέσεις του ποιητή με το «έντρομο», «αδιάφορο», «απαίσιο» πλήθος διαταράσσονται. Τώρα ο ποιητής δεν «χύνεται μέσα σε χίλιες μορφές», όπως το 1949, αλλά «χάνεται μέσα του / μόνος του». Παραλλαγές του στίχου αυτού, με το ρήμα «χάνομαι» νοηματικό άξονα, συναντάμε στην αυτόνομη συλλογή «Ποιήματα και Απολογία», συγκαιρινή των μειζόνων έργων του, που δημοσιεύεται τώρα για πρώτη φορά. Κατ’ αρχάς στο ποίημα «Θάνατος του Ανθυπολοχαγού Ερικ Σούμχερ»: «ο ίδιος χάνουμαι μέσα στο πλήθος». Επειτα στο ποίημα «Μαύρο μέσα στο μαύρο»: «χαμένος μέσα στο πλήθος και ήσυχος – αναλίσκομαι». Τέλος, στη συγκλονιστική «Απολογία»:
«Ολοι με τη σειρά να πέφτουνε και να ’μαι μόνος».
Δεν πρόκειται για ναρκισσιστικό λογοτεχνικό επινόημα, αλλά για το βαθύ αποτύπωμα που άφησε στην ψυχή του ποιητή η βία που εισέπραξε. «Οι κομματικοί μηχανισμοί αντέδρασαν διασύροντας και απομονώνοντας τον ποιητή», γράφει ο Στάθης Κατσαρός, ιστορώντας όσα συνέβησαν μετά την έκδοση του ενοχλητικού «Κατά Σαδδουκαίων». «Στα καφενεία των λογοτεχνών, στις παρέες, στα έντυπα, παντού, ο Μιχάλης Κατσαρός συναντούσε γυρισμένες πλάτες και μια ενορχηστρωμένη συνωμοσία σιωπής. Το βιβλίο θάφτηκε για δύο δεκαετίες». Κάτι ανάλογο υπέστη ένας άλλος αιρετικός της Αριστεράς, ο Αρης Αλεξάνδρου, στην εξορία μάλιστα αυτός. Πόσο ν’ αντέξει ένας άνθρωπος, κι ο πιο δυνατός;
Δεν κατάλαβαν όλους μας τους υπαινιγμούς»
ΠΟΛΙΤΙΚΗ 09.12.2018
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
Ο νεότευκτος τόμος με τα «Μείζονα ποιητικά» του εκ Κυπαρισσίας Μιχάλη Κατσαρού και περί τα εκατό ανέκδοτα ή αθησαύριστα ποιήματά του, που κυκλοφορεί στις εκδόσεις «Τόπος», με προλογικό σημείωμα του Αρη Μαραγκόπουλου και επίμετρο του Στάθη Κατσαρού, μπορεί να διαβαστεί και σαν ένας χάρτης πνευματικής και πολιτικής μοναξιάς. Οχι επιλεγμένης και αποφασισμένης, από αριστοκρατισμό λ.χ. ή αγοραφοβία, αλλά καταναγκαστικής, άλλοθεν επιβεβλημένης. Δεν πρόκειται για κάποια ναρκισσιστική μοναχικότητα, αλλά για την απομόνωση του ποιητή από τους ιδεολογικά «δικούς του». Το τραύμα που προκάλεσε μετουσιώθηκε στο μοτίβο τού ποιητή που πορεύεται μόνος, ένα από τα ισχυρότερα στην ποίηση του Κατσαρού. Ισόβιο το μοτίβο αυτό, δεν χαλαρώνει με τον καιρό αλλά αποδίδεται με όλο και πιο πικρές λέξεις. Το μαρτυρούν στίχοι από συλλογές μεταγενέστερες του εμβληματικού έργου του «Κατά Σαδδουκαίων» (1949) και του «Οροπέδιου» (1957).
Σ’ αυτές τις νέες συλλογές, που εκδόθηκαν στα μεταπολιτευτικά χρόνια, η γλώσσα του ποιητή τσακίζεται όλο και βαθύτερα, θαρρείς και δοκιμάζει να φτάσει στους πυρηνικούς φθόγγους, παρακάμπτοντας ή και περιφρονώντας τους νόμους της γραμματικής και της σύνταξης. «Μόνος ευρέθηκα στο νέο ακρογιάλι. […] Το αρχικό χάθηκε που είχα / να γράψω» λέει στο «Αλφαβητάριον» (1978). Κι αυτός ο στίχος έρχεται σαν οδυνηρή προέκταση του ομόθεμού του που είχε καταβληθεί τριάντα χρόνια πριν, στη συλλογή «Μεσολόγγι»: «Σε τούτο το ακρογιάλι δεν ήρθα να πεθάνω». «Περπάτησα μόνος» ομολογεί και στα «Ονόματα», το 1980. Και το 1982, στα «4 Μαζινό»: «Και τώρα να θρηνώ την πόλιν. / Μόνος χωρίς έναν ιστό το λάβαρον να στήσω».
Ο Κατσαρός βιώνει οδυνηρά την αποξένωση, την αποπομπή του μάλλον, από τον οικείο του πολιτικό και λογοτεχνικό χώρο, από μιαν Αριστερά που την πνίγει ο δογματισμός και η επιθετική αντιμετώπιση -με όρους σχεδόν θρησκευτικούς- της αμφισβήτησης. Και το λέει. Καθαρά και ξάστερα: «Μη με κοιτάτε παράξενα. / Κανένας δεν με γνωρίζει;» Στο «Κατά Σαδδουκαίων» ο ποιητής δοκιμάζει να ξορκίσει την απόγνωση με την τριπλή, τελετουργική επανάληψη της κρίσιμης λέξης: «Μόνος μόνος μόνος / απ’ την αρχή μέχρι το τέλος του κόσμου». Αλλά το ξόρκι δεν έπιασε.
Αυτό που βάρυνε καθοριστικά ήταν ότι ο Κατσαρός εκδιώχθηκε από την πόλη όχι μόνο επειδή ήταν ποιητής, όπως θα το ήθελε ίσως ο Πλάτων, αλλά και επειδή ήταν πολίτης, και σαν πολίτης-ποιητής στάθηκε όρθιος απέναντι στην πνιγηρή κομματική «ορθοδοξία», απαιτώντας κάτι πολύ περισσότερο από την «ανάπηρη ελευθερία». Ετσι εξηγείται η δεκαεπταετής σιωπή του μετά το «Οροπέδιο», έως το 1973, οπότε επανήλθε στη γραφή. Οχι όμως με ποιήματα αλλά με τη φιλοσοφική μπροσούρα «Πας, Λακίς, Μichelet» και με το «Χρονικόν Μορέως μετά Τσοτερπίου χωρίου Λιβεριανού», μια ευκαιρία για να πει, μέσα στη χούντα, ότι «το λάβαρον παραμένει πορφυρούν και μαύρον».
Τα δεκάδες ποιήματα που άντλησαν από το μισοκατεστραμμένο αρχείο του Μιχάλη Κατσαρού ο γιος του ο Στάθης και ο Αρης Μαραγκόπουλος, και τα οποία αποτελούν το Μέρος Β΄ της έκδοσης «Μείζονα ποιητικά», με τον υπότιτλο «Ανέκδοτα / Αδημοσίευτα / Αθησαύριστα», φωτίζουν πλήρως την πνευματική και πολιτική περιπέτεια του ποιητή και πλουτίζουν το υπάρχον κειμενικό σώμα. Χρονολογούνται άλλωστε στην περίοδο της ακμής, των τριών μειζόνων έργων. Εκτός των άλλων, μας επιτρέπουν να διαπιστώσουμε την επιμονή ορισμένων μοτίβων, λ.χ. του εμβληματικού πλέον μοτίβου της ξηρασίας. Το συναντάμε στην «Απολογία», που πρωτοδημοσιεύεται τώρα: «Δεν έχω πια την όρεξη για μιαν επιστροφή. / Τα πάντα πάσχουν από ξηρασία». Απαντά όμως και αρκετά νωρίτερα, το 1943, στο ποίημα «Καινούργια γέννα», επίσης ανέκδοτο μέχρι σήμερα, που ο τίτλος του δανείζεται δύο λέξεις του Κωστή Παλαμά, από τους πασίγνωστους μελαγχολικούς στίχους του Μεσολογγίτη που χρησιμοποιούνται εδώ σαν μότο: «…για την καινούργια γέννα / π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για να ’ρθει / κι όλο συντρίμμια χάνεται στο γύρισμα των κύκλων…» Μελαγχολικός και ο Κατσαρός, παρότι μετέχει με πάθος στην Αντίσταση, διαπιστώνει και ρωτάει: «Είμαστε τόσο απαίσια νέοι / οι ρίζες μας δε βρίσκουν νερό / τα χέρια μας γίνηκαν υποψίες / γιατί μάς προσφέρετε τούτη τη μουχλιασμένη άνοιξη;»
Τα νεοεκδιδόμενα ποιήματα δεν πρέπει να εκληφθούν απλώς ως εξηγητικά ή συμπληρωματικά των ήδη δημοσιευμένων. Θα ήταν κρίμα κι άδικο. Η αξία των περισσότερων είναι αυτοτελής, δεν προκύπτει από τη συνάρτησή τους με το γνωστό κόρπους. Μας προσφέρουν καθαρή τη φωνή του ποιητή σε όλες τις εκδοχές της: σαρκαστική ή λυρικότατα ερωτική, εξωστρεφώς πολεμική ή ενδοστρεφώς καρυωτακική, πικρόχολη ή πικραμένη, όπως στην άρτια συλλογή «Το πνιγμένο στάρι», που γράφτηκε από τον Ιανουάριο έως τον Απρίλιο του 1948. Υπάρχουν στίχοι εδώ τόσο ευθύβολοι που ξεπερνούν σε δηλωτική ισχύ σελίδες και σελίδες ιστοριογραφίας για τον εμφύλιο: «Η πατρίς. / Χα χα. Ευθύνες. / Η πατρίς τιμώσα… / Ευθύνες. Ευθύνες και στυπόχαρτα. // “Σήμερα εκτελεστήκαν είκοσι επτά”». Και: «Νύχτες ολόκληρες κοιμήθηκα πάνω σε κόλλυβα». Αρκούν έξι λέξεις για να ειπωθεί το μέγα εμφύλιο δράμα. Οτιδήποτε άλλο περιττεύει.
Και μόνο η συλλογή αυτή των ένδεκα ποιημάτων αν δημοσιευόταν τώρα, μαζί με την «Απολογία» και το ποίημα «Τους στίχους μας» της συλλογής «Δε θα ’ρθεί», θα δικαιωνόταν απολύτως η απόφαση να εκδοθούν τα άγνωστα ποιήματα. Το ποίημα «Τους στίχους μας» εξεικονίζει με γνωστικό σαρκασμό και χωρίς καταγγελτικές ευκολίες τον κόσμο μιας Αριστεράς αφόρητα ζντανοφικής, που αξιώνει από την ποίηση υμνωδίες, κολακεία και συναξάρια, όχι λόγο ειλικρινή, ευθύ, κριτικό. Το παραθέτω:
«Τους στίχους μας -απ’ την αντίθετη μεριά / τους είχαν απορρίψει- / γιατί χωρίς κανέναν ύμνο προχωρούσανε δίπλα στους άρχοντες. // “Δεν πρέπει / σ’ αυτή μας τη μεγάλη εποχή / που πέφτουν τόσοι ήρωες για την ελευθερία / εσείς να περιπαίζετε…” // Φαίνεται – / Τούτοι δεν κατάλαβαν όλους μας τους υπαινιγμούς / τον Δον Κιχώτη φέρ’ ειπείν / κι αυτόν τον Καρυωτάκη – / απλώς τους λέγαν άρρωστους / γιατί δεν ημπορούσαν / μ’ αυτούς να συμφιλιωθούν. // Οταν υμνούσαμε τους προεστούς/ μ’ ωραία λόγια μάς κολακεύανε / κι απάγγελλαν τους στίχους μας με έμφαση και μουσικές / και τις δημόσιες συγκεντρώσεις. // Τώρα που γίνανε τα χάσματα καταφανή / ζητάνε επιμόνως να στεριώσουμε / με ποίηση την αναπόφευκτή τους πτώση».
Τα χάσματα αυτά απείλησαν να καταπιούν τον Κατσαρό, να εκτοπίσουν τη φωνή του στην περιοχή της άνευ ουσιώδους νοήματος παραδοξολογίας. Δεν τα κατάφεραν. Η ποίησή του, σε όλη τη διαδρομή της, που κάθε άλλο παρά ευθεία και ανεμπόδιστη υπήρξε, παραμένει σημείο αναφοράς. Με τους όρους της καθαυτό λογοτεχνίας αλλά και της πολιτικής. Στον ίδιο τον ποιητή δεν δώρισε ούτε καν τη μικρή παραμυθία που μνημονεύει ο Καβάφης στο «Επέστρεφε». Εμεινε έτσι ολάκερη η παρηγορία σαν δώρο προς τους αναγνώστες του.