ΚΟΣΜΟΣ 05.11.2018 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Την εκατοστή επέτειο της εκεχειρίας που έδωσε τέλος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο θα τιμήσουν την ερχόμενη Κυριακή ηγέτες κρατών στο Παρίσι, με το ενδιαφέρον να είναι στραμμένο στις συνομιλίες μεταξύ των προέδρων Τραμπ, Πούτιν και Μακρόν στο περιθώριο των μεγαλοπρεπών τελετών.
Η εσκεμμένη χειραγώγηση των εκδηλώσεων στη μνήμη των νεκρών του Μεγάλου Πολέμου, η αλαζονική ημιμάθεια των Δυτικών ηγετών και η άρνησή τους να αντλήσουν το παραμικρό πολιτικό δίδαγμα από τον πρώτο μεγάλο βιομηχανικό πόλεμο του 20ού αιώνα αποτελούν δυσοίωνο προάγγελο για το μέλλον της ανθρωπότητας.
Η εκεχειρία της 11ης Νοεμβρίου 1918 σφράγισε το τέλος του πρώτου πραγματικά παγκόσμιου πολέμου, τα πεδία μαχών του οποίου έφθαναν από το κινεζικό Τσινγκντάο και τον Ευφράτη ποταμό, μέχρι τη σαβάνα της σημερινής Τανζανίας και τα πεδία της βελγικής Φλάνδρας.
Την ίδια στιγμή, οι αποφάσεις των Μεγάλων Τεσσάρων (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία), όπως αυτές αποτυπώθηκαν στη Συνθήκη των Βερσαλλιών, καθόρισαν τη μορφή του σύγχρονου κόσμου, χαράζοντας εκ νέου τα σύνορα στα Βαλκάνια, στη Δυτική Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική και σημαίνοντας το τέλος φαινομενικά πανίσχυρων αυτοκρατοριών σε Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Ρωσία και Τουρκία.
Νέα εθνικά κράτη
Η δημιουργία νέων εθνικών κρατών, όπως η Πολωνία, οι βαλτικές χώρες, η Τσεχοσλοβακία, η Γιουγκοσλαβία και λίγα χρόνια αργότερα η ΕΣΣΔ, έθεσε τις βάσεις των διεθνών σχέσεων του 20ού αιώνα, δημιουργώντας παράλληλα τις συνθήκες για το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου.
Η αδυναμία των συμμάχων της Αντάντ να τηρήσουν την ιδεαλιστική «γραμμή» των 14 Σημείων του Αμερικανού προέδρου Γούντροου Ουίλσον, με την εγγύηση –μεταξύ άλλων– του δικαιώματος κάθε λαού για αυτοδιάθεση και εθνική ανεξαρτησία, σήμανε ότι οι συνθήκες ειρήνης, που ακολούθησαν εκείνη των Βερσαλλιών, εξελίχθηκαν σε όργανα διατήρησης τοπικών ισορροπιών και εξυπηρέτησης αποικιακών συμφερόντων, πάντα προς όφελος των Δυτικών.
Οι εντέλει ανεφάρμοστες δρακόντειες οικονομικές κυρώσεις, που επιβλήθηκαν στην ηττημένη Γερμανία, όχι μόνο δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα οικονομικά οφέλη στους πρώην συμμάχους της Αντάντ, αλλά συνέβαλαν στην καλλιέργεια και διατήρηση κλίματος ρεβανσισμού στις τάξεις των Γερμανών αποστράτων και των αστών της χώρας. Η πολιτική αναταραχή, με την ανακήρυξη σοβιετικής δημοκρατίας στη Βαυαρία, το ξέσπασμα «σπαρτακιστικών» εξεγέρσεων σε πόλεις της Γερμανίας το 1919 και οι αιματηρές συγκρούσεις στους δρόμους γερμανικών πόλεων μεταξύ οπαδών της επανάστασης και νοσταλγών του αυτοκρατορικού μεγαλείου, αποσταθεροποίησαν την πολιτική σκηνή, απέτρεψαν την εδραίωση υγιούς δημοκρατικού πολιτεύματος και ευνόησαν την άνοδο του ναζισμού λιγότερο από μία εικοσαετία αργότερα, όπως είχε άλλωστε προειδοποιήσει ο οικονομολόγος Τζον Μέιναρντ Κέινς, μέλος της βρετανικής αποστολής στις Βερσαλλίες. Οι Μεγάλοι Τέσσερις εγκατέλειψαν έτσι τον ιδεαλισμό των εξαγγελιών του Ουίλσον, προτιμώντας να διαφυλάξουν τα εδαφικά και οικονομικά συμφέροντα των αποικιακών τους κτήσεων. Ακόμη και οι ΗΠΑ, οι οποίες εμφανίζονταν ως πολέμιοι της αποικιοκρατίας, επέλεξαν συνειδητά την επιβολή «σφαιρών επιρροής» σε Καραϊβική, Κεντρική Αμερική και Ειρηνικό, εδραιώνοντας την παρουσία τους σε πρώην αποικίες της ηττηθείσας το 1898 Ισπανίας, όπως η Κούβα, το Πουέρτο Ρίκο, οι Φιλιππίνες και το Γκουάμ. Η νίκη των Δυτικών συμμάχων στον Μεγάλο Πόλεμο εγγυήθηκε τη διατήρηση των παρηκμασμένων αποικιοκρατικών δομών, ανοίγοντας τον δρόμο στην ανάδειξη και επικράτηση εθνικιστικών απελευθερωτικών κινημάτων στη Βόρεια, Ανατολική και Δυτική Αφρική και σε όλη την ασιατική ήπειρο.
Αναταραχή βίωσαν, όμως, και οι νικητές του Πολέμου, με τους πολίτες των χωρών τους να ενστερνίζονται και να διαδίδουν αντιπολεμικές απόψεις και να εκφράζουν αποτροπιασμό για το υπέρογκο ανθρώπινο κόστος του πολέμου.
Τα πάμπολλα μνημεία για τα 18 περίπου εκατομμύρια νεκρούς στα πεδία των μαχών και οι φρικτά παραμορφωμένοι τραυματίες –γνωστοί στη Γαλλία ως «gueules casses» (σπασμένα μούτρα)– συνέχισαν να υπενθυμίζουν στους Ευρωπαίους το κόστος που πλήρωσαν για έναν πόλεμο χωρίς σύνορα και χωρίς απτά αποτελέσματα.
Η λήξη του Μεγάλου Πολέμου δίδαξε, όμως, στον σύγχρονο κόσμο νέους συμβολικούς τρόπους διαχείρισης της ιστορικής μνήμης, όπως το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, που πρώτες δημιούργησαν το 1920 η κυβέρνηση της Βρετανίας στο Λονδίνο και της Γαλλίας στο Παρίσι, περισυλλέγοντας τα λείψανα άγνωστου Βρετανού στρατιώτη από τη μάχη της Αράς και Γάλλου συναδέλφου του στην ίδια μάχη.
Επιλεκτική μνήμη
Τα μνημεία αυτά, που δοξάζουν τον ηρωισμό άγνωστων στρατιωτών, βοηθούν στην αποσιώπηση της αποτρόπαιας εμπειρίας του βιομηχανικού πολέμου και στη «μετάλλαξή» της σε μία σύγχρονη εκδοχή μεσαιωνικών ιπποτικών συγκρούσεων. Από τη μνήμη των σύγχρονων πολέμων απουσιάζει έτσι η σφαγή αμάχων, η αδιάκριτη χρήση χημικών όπλων, ο βομβαρδισμός κατοικημένων περιοχών και η παραπομπή στασιαστών στρατιωτών σε στρατοδικεία, όπως και η εκτέλεσή τους «για παραδειγματισμό».
Οι επιπτώσεις του –σχεδόν ξεχασμένου στις ημέρες μας– Μεγάλου Πολέμου συνεχίζουν να σφραγίζουν τις ζωές εκατομμυρίων κατοίκων της Γης. Η ανάγκη δημιουργίας αξιόπιστου διεθνούς διπλωματικού οργανισμού για την επίλυση διενέξεων και διαφορών οδήγησε στη δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών, που, παρά την αναποτελεσματικότητά της, έπεισε τους Δυτικούς ηγέτες για την αξία μόνιμων διεθνών διπλωματικών θεσμών.
Η φρίκη των πεδίων μαχών του Δυτικού Μετώπου γέννησε γενιά λογοτεχνών και ζωγράφων, που αποτύπωσαν την υπαρξιακή αγωνία και την προοπτική του θανάτου στα αριστουργήματά τους. Τέτοιοι ήταν οι ποιητές και λογοτέχνες Ζίγκφριντ Σασούν, Ρόμπερτ Γκρέιβς, Ουίλφρεντ Οουεν, Φορντ Μάντοξ Φορντ, Γκιγιόμ Απολινέρ, Στράτης Μυριβήλης, Τζουζέπε Ουνγκαρέτι, Ζοζέφ Κεσέλ, Ερνστ Γιούνγκερ, Εριχ Μαρία Ρεμάρκ και Γιάροσλαβ Χάσεκ, αλλά και οι ζωγράφοι Οτο Ντιξ, Φελίξ Βαγιοτόν και Ζορζ Λερού.