ΣΤΡΑΤΟΣ ΔΟΡΔΑΝΑΣ*
Η έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο στο εξωτερικό για να συναντήσει στις Βρυξέλλες τον Μεγάλο Βεζίρη, σε μια προσπάθεια διπλωματικής διευθέτησης των ελληνοτουρκικών διαφορών και κατ’ επέκταση αποφυγής ενός νέου πολέμου. Η Ελλάδα το καλοκαίρι του 1914 κινδύνευε μεν άμεσα –κατά πάσα πιθανότητα– με οδυνηρή στρατιωτική ήττα εξαιτίας της τουρκικής άρνησης αναγνώρισης του καθεστώτος των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου, αλλά σε γενικές γραμμές βρισκόταν αναντίρρητα σε θέση ισχύος σε σχέση με το παρελθόν, έχοντας επιτύχει την υλοποίηση μεγάλου μέρους του εθνικού προγράμματός της. Ως μία από τις νικήτριες χώρες των Βαλκανικών Πολέμων, είχε διπλασιάσει τα εδάφη και τον πληθυσμό της, είχε εξουδετερώσει τον έως τότε κύριο (συν)διεκδικητή των μακεδονικών εδαφών και είχε αυξήσει καταφανώς το διπλωματικό και στρατιωτικό κύρος της στην Ευρώπη, αναγκάζοντας και αυτήν ακόμη τη Γερμανική Αυτοκρατορία να μετατοπίσει (παροδικά, όπως αποδείχθηκε) το κέντρο βάρους του ενδιαφέροντός της από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα.
Ουδέτερη στάση ή συμμετοχή;
Οταν στις αρχές Αυγούστου οι Μεγάλες Δυνάμεις διολίσθησαν στην κόλαση του πολέμου, η χώρα βρέθηκε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι γιατί είχε να προασπίσει δύο ουσιώδη κεκτημένα: στην εσωτερική πολιτική σκηνή η αγαστή συνεργασία μεταξύ του Στέμματος και του πρωθυπουργού είχε διασφαλίσει την απαραίτητη κοινωνική ειρήνη και ως εκ τούτου είχε επιτρέψει την αναγκαία συσπείρωση για την επίτευξη των πολεμικών στόχων, ενώ στο πεδίο της διεθνούς διπλωματίας τα κέρδη της Συνδιάσκεψης του Βουκουρεστίου αναβάθμισαν την Ελλάδα σε αποφασιστικό παράγοντα στη Βαλκανική και σε υπολογίσιμη δύναμη στην Ευρώπη. Με τα όπλα να έχουν πλέον τον πρώτο λόγο, τα διπλωματικά κέρδη επωφελών πολιτικών συμφωνιών κινδύνευαν να αναθεωρηθούν λόγω της ενδεχόμενης αναδιάταξης των συμμαχιών. Εναντι των νέων ευκαιριών που θα παρείχε στον ρεβανσισμό ο πόλεμος, η Ελλάδα καλείτο να λάβει την κρισιμότερη απόφαση αναφορικά με τη συμμετοχή της στον πόλεμο ή την υιοθέτηση μιας ουδέτερης στάσης, λαμβανομένης πάντα υπόψη της μεγάλης πίεσης που ασκούσε στην εθνική στρατηγική η ελληνοσερβική συμμαχία του 1913.
Ασφαλώς τα παραπάνω προϋπέθεταν τη σύμπλευση μεταξύ του Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου. Η αλήθεια είναι ότι από τη στιγμή της ανάληψης των καθηκόντων εκ μέρους του τελευταίου, μετά τη δολοφονία του πατέρα του, οι σχέσεις του με τον πρωθυπουργό δεν είχαν δοκιμαστεί σκληρά, αλλά ο Κωνσταντίνος αφενός δεν διέθετε την προσωπικότητα του Γεωργίου και αφετέρου οι πολιτικές εξαρτήσεις του ήταν δεδομένες μετά τον γάμο του με την αδερφή του κάιζερ, Σοφία. Εκκινώντας οι δύο άνδρες από τη θέση της ευμενούς ουδετερότητας τους πρώτους μήνες του πολέμου, ξανασυναντήθηκαν προς στιγμήν στο οραματικό πεδίο της ελληνικής παρουσίας στην Κωνσταντινούπολη και στη Μικρά Ασία, για να αποκλίνουν οριστικά υποστηρίζοντας διαφορετικές εκδοχές της Μεγάλης Ιδέας μέσα από την παρεχόμενη υποστήριξή τους στους δύο αντίπαλους συνασπισμούς. Ο Εθνικός Διχασμός ως κρίση εθνικής ολοκλήρωσης θα αποκτούσε εντός του 1915 χαρακτηριστικά κάθετης πολιτικοκοινωνικής όξυνσης και ρήξης με απρόβλεπτες συνέπειες.
Εθνικές διεκδικήσεις και διεθνής πολιτική
Με δεδομένο ότι η Σερβία αποτελούσε την «πέτρα του σκανδάλου» για την πρόκληση του πολέμου, η συμπαράταξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τις Κεντρικές Δυνάμεις το φθινόπωρο του 1914 ήρθε να θέσει το πρώτο σοβαρό πρόβλημα στην ελληνική εξωτερική πολιτική και να δοκιμάσει τις σχέσεις μεταξύ του Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου ενόψει της πρότασης των Αγγλογάλλων για συμμετοχή στη σχεδιαζόμενη εκστρατεία στην Καλλίπολη. Η πολεμική σύμπραξη μεταξύ του σουλτάνου και του κάιζερ συνιστούσε κίνδυνο για τους χιλιάδες Ελληνες των μικρασιατικών παραλίων και της Ανατολικής Θράκης, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από τις πρώτες διώξεις και εκτοπισμούς στην ενδοχώρα με βάση συγκεκριμένο στρατηγικό σχέδιο που έφερε την υπογραφή των Γερμανών (στην ουσία) ηγητόρων του οθωμανικού στρατού. Οι (αόριστες) υποσχέσεις της Αντάντ στον Βενιζέλο για εδαφικά κέρδη στη Μικρασία και οι παράλληλες δεσμεύσεις του κάιζερ προς τον Κωνσταντίνο για συνηγορία υπέρ της προστασίας των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία σε περίπτωση δέσμευσής του στη θέση της διαρκούς ουδετερότητας (η άλλη όψη της γερμανόφιλης πολιτικής) περιέγραφαν στην αποκρυστάλλωσή τους το μίνιμουμ και το μάξιμουμ των εθνικών ενδιαφερόντων και διεκδικήσεων στα απέναντι παράλια, με τους Ιταλούς και τους Ρώσους να λειτουργούν ως αντίβαρό τους.
Οι όροι, όμως, της διεκδίκησης του βουλγαρικού «μήλου της Εριδος» μεταξύ των δύο εμπόλεμων συνασπισμών και κυρίως η τελική κατάληξή του στα γερμανικά χέρια κατέστησε καταφανώς δυσχερέστερη την ελληνική θέση για δύο κυρίως λόγους, αλληλένδετους μεταξύ τους: α) επισημοποίησε τον κύκλο της παγίδευσης του Κωνσταντίνου και αυτομάτως εγκαινίασε έναν πυκνό δίαυλο μυστικών διαβουλεύσεων μεταξύ Σόφιας και Κωνσταντινούπολης υπό τη γερμανική πατρωνία για τη διευθέτηση των μεταξύ τους διαφορών και τον συντονισμό της δράσης τους εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων και β) εξασφάλισε τη βουλγαρική συμμετοχή στον πόλεμο, αφού προηγουμένως η Γερμανία υποσχέθηκε στη νεόκοπο σύμμαχό της την Ανατολική Μακεδονία, κρατώντας ως δέλεαρ τη Θεσσαλονίκη για το τέλος του πολέμου, ώστε να εξασφαλίσει τη διαρκή βουλγαρική πολεμική κινητοποίηση.
Από τις αλληλοκατηγορίες για προδοσία, στη σύγκρουση
Ο τελευταίος στόχος κατέστη περισσότερο επιτακτικός για το Βερολίνο μετά τη διάνοιξη του Μακεδονικού Μετώπου, που εγκαινίασε η αποβίβαση των πρώτων Αγγλογάλλων στρατιωτών στη Θεσσαλονίκη αφού ο Βενιζέλος υποχρεώθηκε για δεύτερη φορά σε παραίτηση, ως αποτέλεσμα των μηχανορραφιών του Παλατιού με το Βερολίνο. Η παρουσία των ξένων στρατευμάτων σε μία (επισήμως) ουδέτερη χώρα και κυρίως η μεταχείρισή της με όρους προτεκτοράτου, που συνεπαγόταν την πολιτική της κανονιοφόρου, συνέστησε πλήγμα για τη δημοφιλία του Βενιζέλου και προκάλεσε μετατόπιση μεγάλου τμήματος της κοινής γνώμης υπέρ της ουδετερότητας και κατά της Αντάντ, που συστηματικά τροφοδότησαν η γερμανική προπαγάνδα και η βασιλική παράταξη. Ευρισκόμενες οι Κεντρικές Αυτοκρατορίες σε καταφανή μειονεκτική θέση και εξαρτώμενες στρατιωτικά από τη Σόφια για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων στο περιφερειακό αυτό μέτωπο του πολέμου, απαίτησαν και έλαβαν από τον Κωνσταντίνο και την κυβέρνησή του αντισταθμίσματα: η παράδοση του Ρούπελ στους Βούλγαρους και μέσα στον Αύγουστο του 1916 η αμαχητί κατάληψη της Καβάλας, των Σερρών και της Δράμας, καθώς και η αιχμαλώτιση του Δ΄ Σώματος Στρατού ήταν το υψηλό κόστος που δέχθηκε να πληρώσει ο Κωνσταντίνος έναντι των συμμάχων του για να τον απαλλάξουν από την παρουσία της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη.
Η Εθνική Αμυνα
Ο νικητής στρατηλάτης των Βαλκανικών Πολέμων και ορκισμένος εχθρός της Βουλγαρίας είχε πέσει θύμα της μυστικής διπλωματίας που ο ίδιος είχε εξαρχής εγκαινιάσει –εν αγνοία του πρωθυπουργού– με το Βερολίνο, παραδίδοντας στην ουσία τα εδάφη σε εκείνους από τους οποίους μόλις πριν από λίγα χρόνια είχε απελευθερώσει. Ηταν η σειρά των βενιζελικών να κατηγορήσουν για προδοσία τη βασιλική παράταξη και να δρομολογήσουν τις πολιτικές εξελίξεις για τη συγκρότηση μιας δεύτερης κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη μετά την έκρηξη του κινήματος της Εθνικής Αμυνας. Με τον κλοιό της Αντάντ να σφίγγει γύρω από την Αθήνα και τις κατηγορίες περί προδοσίας να μετατρέπονται σε σημαίες βενιζελικών και βασιλικών, οι συγκρούσεις των Νοεμβριανών υπερέβησαν τον χαρακτήρα της αντίστασης έναντι των ξένων και απέκτησαν το πρόσημο ενός εμφυλίου πολέμου. Αντιστοίχως, οι συνέπειές τους δεν στάθηκε δυνατό να αρθούν μετά την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου και απλώς μετατέθηκαν χρονικά για να παραχωρήσουν παροδικά τη θέση τους στη βενιζελική διακυβέρνηση και στην οριστική τοποθέτηση της Ελλάδας στο πλευρό των τελικών νικητών του πολέμου.
Στο τέλος του πολέμου, ο θρίαμβος και η καταστροφή
Η συμβολή του ελληνικού στρατού στην κατίσχυση της Αντάντ στο Μακεδονικό Μέτωπο δεν ήταν αναίμακτη ούτε στο πεδίο των μαχών αλλά ούτε και στο εσωτερικό της χώρας. Επιτεύχθηκε χάρη στην προώθηση σκληρών μέτρων, ενίοτε κατασταλτικού χαρακτήρα, που δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος στους ισχυρισμούς των χειμαζόμενων οπαδών του εξόριστου βασιλιά περί της επιβολής καθεστώτος «βενιζελικής τυραννίας». Στο τέλος του Μεγάλου Πολέμου το 1918, όμως, αδιαμφισβήτητος νικητής αναδείχθηκε ο Βενιζέλος, σε βαθμό που ακόμα και ο φανατικός εχθρός του Ιωάννης Μεταξάς αποδέχθηκε, έστω και μέσα από την αναγνώριση της γερμανικής και επομένως κωνσταντινικής, τη δεινή ήττα τους. Αν η Ιστορία γράφεται από τους νικητές, είχε έρθει η στιγμή για τον Βενιζέλο να γράψει τη δική του ιστορία με χρυσά γράμματα και να μετατρέψει την Ελλάδα σε κυρίαρχο κράτος των «δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Το όραμα της «Μεγάλης Ελλάδας», με εμπνευστή και ενσαρκωτή τον δεινό αυτόν και ενίοτε τυχοδιώκτη γητευτή της διεθνούς διπλωματίας, ετύγχανε πλέον της επίσημης έγκρισης της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων.
Στην περίπτωση του Ελευθερίου Βενιζέλου και συνεπακόλουθα της νικήτριας Ελλάδας, τα όρια μεταξύ του θριάμβου και της καταστροφής απείχαν πολύ λιγότερο από όσο θα υπολόγιζε και θα ευχόταν κανείς. Εχοντας στηρίξει την ευόδωση των σχεδίων του στην ασφαλή και συνεχή υποστήριξη των Συμμάχων, παραγνώρισε τη συσσωρευμένη κοινωνική αντίδραση προς το πρόσωπό του, που αποτυπώθηκε στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920. Η επακολουθείσα Μικρασιατική Καταστροφή (και ως απόδειξη της εξουθένωσης των πεπερασμένων υλικών μέσων και των ανθρώπινων αντοχών) ενταφίασε οριστικά τη Μεγάλη Ιδέα, αλλά δεν απενεργοποίησε τον διχασμό του έθνους· αντιθέτως, τον κληροδότησε λειτουργικό στον βραδύνοντα ελληνικό Μεσοπόλεμο. Από την άποψη αυτή, η δεκαετής κινητοποίηση (1912-1922) είχε ξεκινήσει με έναν περίλαμπρο θρίαμβο για να καταλήξει σε μια εθνική τραγωδία και μια λοβοτομημένη μνήμη.
* Ο κ. Στράτος Δορδανάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.