ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ*
Ουδέποτε υπήρξε στην ιστορία του ελληνικού κράτους κάτι ισχυρότερο από την εθνική ιδέα, όποια εκδοχή κι αν έλαβε αυτή στην πορεία των δύο αιώνων του μέχρι σήμερα. Σε αυτόν τον εθνικισμό συναινούσαν άπασες οι πολιτικές δυνάμεις και η κυρίαρχη διανόηση, όπως και ισχυροί θεσμοί σαν την Εκκλησία ή τους αρχαιολόγους που στήριζαν και με ιστορικά επιχειρήματα αυτή την ιδεολογία. Οι λόγοι ήταν πολλοί. Επρόκειτο πρώτα απ’ όλα για ένα «ημιτελές» εθνικό κράτος. Η λεγόμενη Μεγάλη Ιδέα και ο αλυτρωτισμός της, που έμειναν κυρίαρχα ως επίσημη ιδεολογία μέχρι το 1922, ήταν μια σχεδόν ενστικτώδης αντίδραση ενός μικρού κράτους με ομοεθνείς πληθυσμούς που απλώνονταν σε ένα μεγάλο μέρος της νότιας Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας, και ζητούσαν διακαώς τη συμπερίληψή τους στην ελληνική επικράτεια. Ηταν επίσης η αναγκαία αντίδραση απέναντι σε άλλους ανταγωνιστικούς εθνικισμούς που είχαν προκύψει στον μετα-οθωμανικό κόσμο, οι οποίοι είχαν αντίστοιχες φαντασιώσεις, εξίσου θεμιτές προφανώς. Ωριμάζοντας ο εθνικισμός αυτός απέκτησε και μια ισχυρή στρατιωτική πτυχή, με ύψιστη στιγμή του τους βαλκανικούς αγώνες, οδηγώντας βέβαια, από την άλλη, και σε έναν μιλιταρισμό που έβρισκε εκεί πάτημα για την εμπλοκή του στρατού στα πολιτικά πράγματα.
Σε όλα αυτά συναινούσε ενθουσιωδώς και η κοινωνία που υπόκειντο στην επίπονη διαδικασία της εθνικής ομογενοποίησης και που αναζητούσε, κυρίως μέσω του παρελθόντος της, ταυτότητα και αυτοπεποίθηση. Εν ολίγοις, ένα νεότευκτο κράτος, σε μια συνοριακά αδιαμόρφωτη και γεωπολιτικά σημαντική περιοχή για τις Μεγάλες Δυνάμεις, χωρίς να συνοδεύει τη ρευστή του ύπαρξη από μια εθνική ιδεολογία, είναι μια φαντασίωση μόνο ενός ανιστόρητου κοσμοπολιτισμού. Και είναι εξίσου ιδεολογική με εκείνη του ακραίου εθνικισμού.
Εκείνο που, ωστόσο, διαφοροποιούσε τις διάφορες εκδοχές αυτού του εθνικισμού δεν ήταν μόνο η ένταση της συναισθηματικής τους φόρτισης. Ηταν το πως συνδέονταν με τα ζητήματα του κρατικού εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης. Ενώ ουδείς αμφισβητούσε τη Μ. Ιδέα, το πολιτικό σχέδιο του Χ. Τρικούπη, στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, προέτασσε τη βελτίωση των υποδομών και τον κοινωνικο-οικονομικό εκσυγχρονισμό, έναντι ενός ρομαντικού βολονταρισμού που φαντασιωνόταν την Πόλη εδώ και τώρα. Η εκδοχή του αλυτρωτισμού, μάλιστα, θα οδηγούσε το 1897 στην παρ’ ολίγον απώλεια εθνικών εδαφών. Στα βήματα του τρικουπικού εθνικισμού θα κινούνταν, τη δεκαετία του 1910, και ο αστικός εκσυγχρονισμός του Ελ. Βενιζέλου. Μόνο ένα ισχυρό «αστικό εθνικό κράτος» θα μπορούσε να ομογενοποιήσει υπερδιπλάσια εδάφη και πληθυσμούς, μετά το 1913. Γι’ αυτό και στο βενιζελικό εθνικιστικό σχέδιο συντάχθηκαν από μεγαλοαστοί τραπεζίτες μέχρι σοσιαλιστές δημοτικιστές. Το αντίπαλον δέος ήταν «η μικρά αλλά έντιμος Ελλάς» των φιλοβασιλικών, ένα σχέδιο χωρίς αναπτυξιακή προοπτική.
Ο Διχασμός ήταν λοιπόν και μια κρίση εθνικής ολοκλήρωσης που θα συνεχιζόταν σε όλο τον ελληνικό 20ό αιώνα, αν και με διαφορετικούς όρους. Μεταπολεμικά, θα ακολουθούσε το σχίσμα Αριστεράς – Δεξιάς, που ήταν και πάλι μια σύγκρουση εντελώς διαφορετικών εθνικών σχεδίων. Η μεν κομμουνιστική Αριστερά αντιλαμβανόταν το μικρό αυτό έθνος μέσα στο πλαίσιο του «αντι-ιμπεριαλιστικού» αγώνα, και κατ’ επέκτασιν το αναπτυξιακό της μοντέλο ακολουθούσε τον μαρξιστικό κανόνα της εκβιομηχάνισης, της εθνικής αυτάρκειας κ.λπ. Η κυβερνώσα αντικομμουνιστική συμπαράταξη, από την άλλη, στηρίχτηκε μεν στη βοήθεια του σχεδίου Μάρσαλ, στο ψυχροπολεμικό πλαίσιο, αλλά κατόπιν πέτυχε εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης, παρότι ο κρατικοδίαιτος χαρακτήρας της εγχώριας επιχειρηματικής τάξης ήταν τροχοπέδη. Αργότερα, στην Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία, η «σοσιαλμανία» και ο κρατισμός θα γίνονταν πλέον κυρίαρχα ακόμη και στην καραμανλική Δεξιά, ενώ οι μετέπειτα κυβερνώντες σοσιαλιστές θα υιοθετούσαν τριτοκοσμικά μοντέλα, με εθνικοποιήσεις βιομηχανιών, σαφή ροπή στον οικονομικό λαϊκισμό και παραχωρήσεις στις ομάδες συμφερόντων. Αριστερά όλου του φάσματος και δεξιά, εξαιρουμένης μιας μικρής φιλελεύθερης πτέρυγας, είχαν βρει στον κρατισμό το χρυσό σημείο τομής που διασφάλιζε την κυριαρχία τους.
Η κρίση δοκίμασε και αναδιέταξε τα όρια αυτής της συναίνεσης. Οι «μνημονιακοί» αντελήφθησαν ότι η αναπτυξιακή προοπτική του έθνους περνούσε μέσα από επώδυνες μεταρρυθμίσεις, μόνο που ποτέ δεν ανέλαβαν την «ιδιοκτησία» του προγράμματος. Αντίθετα, οι «αντιμνημονιακοί» ανέσυραν το σχήμα της αυτάρκειας (εν ανάγκη και με εθνικό νόμισμα) στη λογική του αντιπαγκοσμιοποιητικού μετώπου στον νεοφιλελευθερισμό. Το έθνος γινόταν για τους τελευταίους και πάλι φορέας της αντίστασης στην ξένη εξάρτηση.
Ο νέος κεντρώος χώρος που αναδείχτηκε τα τελευταία χρόνια, αν και πολιτικά ανέστιος, ήταν ο μόνος που προχώρησε πέρα από τον αντι-ιμπεριαλιστικό εθνικισμό της Αριστεράς και τον συγγενικό κρατισμό της Δεξιάς. Αν σήμερα υπάρχει κάπου η επεξεργασία ενός εκσυγχρονιστικού σχεδίου για το «αύριο» του έθνους είναι μόνο εκεί, σε δεξαμενές σκέψης όπως η «διαΝΕΟσις» ή σε οργανωμένους κύκλους πνευματικών συναντήσεων. Οποια παράταξη τους ακούσει, θα είναι και η μόνη που θα μπορέσει να αρθρώσει μια «εθνική ιδέα» με όρους μέλλοντος.
* Ο κ. Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, διευθυντής του ΠΜΣ «Διακυβέρνηση και Επιχειρηματικότητα», αρχισυντάκτης της «Νέας Εστίας».